Λέγεται πως ο Αϊνστάιν είχε πει πως έχει κανείς το ακαταλόγιστο όταν κάνει τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά και προσδοκά διαφορετικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με αυτή τη ρήση, η νέα συμφωνία για την Ελλάδα γίνεται από ανθρώπους που έχουν τώρα το ακαταλόγιστο. Η μόνη δικαιολογία για τη στάση των Ευρωπαίων είναι πως κάνουν ό,τι κάνουν αγοράζοντας χρόνο. Πρόκειται όμως για μια κακή στρατηγική. Απαιτείται κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό.
Το ερώτημα για τις προοπτικές της Ελλάδας δεν είναι αν η χώρα θα καταλήξει σε χρεοστάσιο. Αυτό είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο. Το ερώτημα είναι αν θα αρκεί το χρεοστάσιο για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε υγιή κατάσταση. Δυστυχώς όχι. Η Ελλάδα έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Το χρεοστάσιο είναι απαραίτητη αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση για την επιστροφή της χώρας σε υγιή οικονομική κατάσταση.
Η απόδοση της Ελλάδας στο πλαίσιο του προγράμματος που συμφώνησε με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το Μάιο του 2010 υπήρξε αρκετά εντυπωσιακή. Δεν κατάφερε όμως να διασφαλίσει την επιστροφή της στη φερεγγυότητα. Αντιθέτως η διαφορά αποδόσεων μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων έφτασε από τις 460 μονάδες βάσης έφτασε στις 1500 – και σήμερα στις 1400. Από κοντά ακολούθησαν η Ιρλανδία και Πορτογαλία – με διαφορά αποδόσεων σήμερα στις 910 και 850 αντίστοιχα. Το ακόμα πιο επικίνδυνο είναι ότι ανοίγουν πλέον και τα σπρεντ των ισπανικών και ιταλικών ομολόγων, με 280 και 215 μονάδες βάσης αντίστοιχα. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία δεν έχουν καμιά πιθανότητα να επιστρέψουν στις αγορές στο σχετικά ορατό μέλλον και να χρηματοδοτηθούν από αυτές με βιώσιμα επιτόκια.
Το ακόμα πιο απογοητευτικό για τις τρεις αυτές χώρες είναι ότι η εκτίναξη των σπρεντ επήλθε παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί. Ας δούμε την εικόνα της Ελλάδας. Σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα το ελληνικό ΑΕΠ επρόκειτο να μειωθεί κατά 4% το 2010 και κατά 2,6% το 2011. Σύμφωνα με την αναθεωρημένη έκθεση του Μαρτίου 2011, το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε λίγο περισσότερο, κατά 4,5% το 2010 και θα μειωθεί κατά 3% το 2011. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπονταν να κλείσει στο 8,1% του ΑΕΠ το 2010 και στο 7,6% το 2011. Έκλεισε στο 9,6% το 2010 και θα κλείσει στο 7,5% το 2011, σύμφωνα με την έκθεση Μαρτίου 2010. Ακόμα και σε ό,τι αφορά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, η αναθεωρημένη έκθεση του Μαρτίου δίνει 10,5% για το 2010 και 8,2% για το 2011, νούμερα λίγο μόνο χειρότερα από τις αρχικές προβλέψεις για 8,4% και 7,1% αντίστοιχα.
Δυστυχώς όμως αυτές οι θετικές αποδόσεις δεν αποδείχτηκαν αρκετές και αυτό για τέσσερις λόγους.
Καταρχήν, επειδή το βάρος του χρέους από αποτρόπαιο έγινε τρις-αποτρόπαιο: σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ αναμένονταν να κορυφωθεί στο 149% το 2012. Στην έκθεση του Μαρτίου αναμένεται να κορυφωθεί στο 159%.
Δεύτερον, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει υπερβολικά μεγάλο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Ο πιο εύγλωττος δείκτης είναι ο συνδυασμός του – ακόμη – μεγάλου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών με το βάθος της ύφεσης. Αυτό το εξωτερικό έλλειμμα δεν μπορεί τώρα να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές.
Τρίτον οι προοπτικές για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώνονται δραστικά. Σύμφωνα με τις αρχικές προβλέψεις του ΔΝΤ, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα ήταν στο 2,8% του ΑΕΠ το 2014, αλλά στην αναθεωρημένη έκθεση του Μαρτίου προβλέπεται στο 5,5% του ΑΕΠ το 2014.
Τέταρτον δίχως δραστική αύξηση των εξαγωγών θα είναι αδύνατο η Ελλάδα να επιστρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη. Αλλά για να γίνει μια τέτοια αύξηση, απαιτείται μεγάλη μείωση του ονομαστικού κόστους. Ακόμα και αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό – πράγμα άκρως αμφίβολο – θα αύξανε ακόμα περισσότερο την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ.
Οι αμφιβολίες των αγορών για την ικανότητα της Ελλάδας να επιστρέψει στη φερεγγυότητα είναι πλήρως δικαιολογημένες. Βασίζονται στη συνειδητοποίηση δύο κυρίως γεγονότων: του μεγέθους του ελληνικού χρέους και την απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός ότι ο ελληνικός πληθυσμός δεν είναι διατεθειμένος να σηκώσει το βάρος της λιτότητας καθιστά την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη.
Ποιος είναι επομένως ο λόγος για τον οποίο οι Ευρωπαίοι επιμένουν να δανείζουν όλο και περισσότερα χρήματα στην Ελλάδα και, κάνοντας το, μεταφέρουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των υποχρεώσεων της ελληνικής κυβέρνησης στους προϋπολογισμούς των ευρωπαϊκών κρατών; Υπάρχουν τέσσερα επιχειρήματα.
Το πρώτο είναι ότι αυτή η στρατηγική συγκαλύπτει την προβληματική κατάσταση των ιδιωτών πιστωτών. Είναι πολύ πιο βολικό να δηλώνει κανείς ότι βοηθά την Ελλάδα όταν στην πραγματικότητα βοηθά τις δικές του τράπεζες. Αν δοθεί χρόνος στους ιδιώτες πιστωτές μπορούν να πουλήσουν τα ομόλογά τους στο δημόσιο τομέα ή να τα διαγράψουν δίχως να χρειαστούν νέες ενέσεις κεφαλαίων από τα κράτη.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι πως η στρατηγική των καθυστερήσεων επιτρέπει στα άλλα προβληματικά κράτη της Ευρωζώνης να βάλουν τα οικονομικά τους σε τάξη πριν εκδηλωθεί το ελληνικό χρεοστάσιο και η πιθανή ανεξέλεγκτη έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ. Αν έχουμε τέτοια γεγονότα υπάρχει φόβος μαζικού ξεπουλήματος κρατικών και τραπεζικών ομολόγων στις ευάλωτες χώρες με καταστροφικά αποτελέσματα.
Το τρίτο επιχείρημα είναι ότι υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να τα καταφέρει. Άρα λοιπόν ας δοθεί η μέγιστη υποστήριξη στη χώρα για να υπάρξουν πιθανότητες να τα καταφέρει.
Το τέταρτο επιχείρημα είναι ότι προβλέπεται πως η Ελλάδα θα έχει και φέτος πρωτογενές δημόσιο έλλειμμα (δηλαδή πριν την αποπληρωμή των τόκων) της τάξης του 0,9% του ΑΕΠ. Όσο η Ελλάδα έχει πρωτογενές έλλειμμα, δεν έχει νόημα να κάνει χρεοστάσιο.
Όμως και τα τέσσερα αυτά επιχειρήματα έχουν πολλά προβλήματα. Το πρώτο επιχείρημα χρησιμοποιείται για να δικαιολογεί τις πολιτικές αρνήσεις που οδήγησαν στη λεγόμενη ‘χαμένη δεκαετία’ της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του 1980. Και τότε ήταν ανήθικο και τώρα είναι ανήθικο. Πρέπει επιτέλους να αναγνωριστούν οι ζημιές και να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών.
Το δεύτερο επιχείρημα υποθέτει ότι η ελληνική κατάσταση βασίζεται σε κάποιο μυστήριο. Είναι ωστόσο σαφές ότι και άλλες κυβερνήσεις ευάλωτων κρατών έχουν πια χάσει το έδαφος κατά από τα πόδια τους. Το τρίτο επιχείρημα δεν είναι γελοίο αλλά είναι απίθανο να έχουμε μια τόσο θετική έκβαση, με δεδομένη την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα. Μόνο το τέταρτο επιχείρημα είναι σωστό. Αλλά μπορεί να στηρίξει μια σύντομη καθυστέρηση, όχι αυτή την επ’ άπειρον καθυστέρηση.
Όταν έχεις μπροστά σου μια αναπόφευκτη κατάληξη, πρέπει να κάνεις το σχεδιασμό σου για να την αντιμετωπίσεις. Σήμερα το ελληνικό χρεοστάσιο μοιάζει στους περισσότερους πληροφορημένους παρατηρητές αναπόφευκτο. Δεν υπάρχει κανένα σοβαρό όφελος στο να αφήνουμε την Ελλάδα να παλεύει με χρόνια αγωνίας για τη χρεοκοπία του δημόσιου τομέα αντί να επιβάλουμε μια αναδιάρθρωση στον ιδιωτικό τομέα σύντομα. Η καλύτερη πολιτική είναι να ενεργήσουμε προληπτικά. Η Ευρώπη θα μπορούσε να δράσει προληπτικά στηρίζοντας με ουσιαστικό τρόπο τα άλλα αδύναμα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και τα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα. Τουλάχιστον στην περίπτωση της Ιρλανδίας αυτό θα απαιτούσε αναδιάρθρωση του χρέους της. Απαιτείται επίσης η περαιτέρω κίνηση προς ένα πανευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα με την αντίστοιχη δημοσιονομική στήριξη.
Όμως το βασικό ζήτημα των ημερών είναι η Ευρώπη να αναγνωρίσει επιτέλους τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Δεν μπορείς να ανατρέψεις την πραγματικότητα με διαρκείς καθυστερήσεις. Οι καθυστερήσεις θα κάνουν πιο οδυνηρή την αναγνώριση της πραγματικότητας όταν τελικά έρθει. Σίγουρα ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα της ελληνικής αφερεγγυότητας και να ενεργήσουμε δραστικά και συνολικά.
Το ερώτημα για τις προοπτικές της Ελλάδας δεν είναι αν η χώρα θα καταλήξει σε χρεοστάσιο. Αυτό είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο. Το ερώτημα είναι αν θα αρκεί το χρεοστάσιο για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε υγιή κατάσταση. Δυστυχώς όχι. Η Ελλάδα έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Το χρεοστάσιο είναι απαραίτητη αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση για την επιστροφή της χώρας σε υγιή οικονομική κατάσταση.
Η απόδοση της Ελλάδας στο πλαίσιο του προγράμματος που συμφώνησε με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το Μάιο του 2010 υπήρξε αρκετά εντυπωσιακή. Δεν κατάφερε όμως να διασφαλίσει την επιστροφή της στη φερεγγυότητα. Αντιθέτως η διαφορά αποδόσεων μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων έφτασε από τις 460 μονάδες βάσης έφτασε στις 1500 – και σήμερα στις 1400. Από κοντά ακολούθησαν η Ιρλανδία και Πορτογαλία – με διαφορά αποδόσεων σήμερα στις 910 και 850 αντίστοιχα. Το ακόμα πιο επικίνδυνο είναι ότι ανοίγουν πλέον και τα σπρεντ των ισπανικών και ιταλικών ομολόγων, με 280 και 215 μονάδες βάσης αντίστοιχα. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία δεν έχουν καμιά πιθανότητα να επιστρέψουν στις αγορές στο σχετικά ορατό μέλλον και να χρηματοδοτηθούν από αυτές με βιώσιμα επιτόκια.
Το ακόμα πιο απογοητευτικό για τις τρεις αυτές χώρες είναι ότι η εκτίναξη των σπρεντ επήλθε παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί. Ας δούμε την εικόνα της Ελλάδας. Σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα το ελληνικό ΑΕΠ επρόκειτο να μειωθεί κατά 4% το 2010 και κατά 2,6% το 2011. Σύμφωνα με την αναθεωρημένη έκθεση του Μαρτίου 2011, το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε λίγο περισσότερο, κατά 4,5% το 2010 και θα μειωθεί κατά 3% το 2011. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπονταν να κλείσει στο 8,1% του ΑΕΠ το 2010 και στο 7,6% το 2011. Έκλεισε στο 9,6% το 2010 και θα κλείσει στο 7,5% το 2011, σύμφωνα με την έκθεση Μαρτίου 2010. Ακόμα και σε ό,τι αφορά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, η αναθεωρημένη έκθεση του Μαρτίου δίνει 10,5% για το 2010 και 8,2% για το 2011, νούμερα λίγο μόνο χειρότερα από τις αρχικές προβλέψεις για 8,4% και 7,1% αντίστοιχα.
Δυστυχώς όμως αυτές οι θετικές αποδόσεις δεν αποδείχτηκαν αρκετές και αυτό για τέσσερις λόγους.
Καταρχήν, επειδή το βάρος του χρέους από αποτρόπαιο έγινε τρις-αποτρόπαιο: σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ αναμένονταν να κορυφωθεί στο 149% το 2012. Στην έκθεση του Μαρτίου αναμένεται να κορυφωθεί στο 159%.
Δεύτερον, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει υπερβολικά μεγάλο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Ο πιο εύγλωττος δείκτης είναι ο συνδυασμός του – ακόμη – μεγάλου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών με το βάθος της ύφεσης. Αυτό το εξωτερικό έλλειμμα δεν μπορεί τώρα να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές.
Τρίτον οι προοπτικές για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώνονται δραστικά. Σύμφωνα με τις αρχικές προβλέψεις του ΔΝΤ, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα ήταν στο 2,8% του ΑΕΠ το 2014, αλλά στην αναθεωρημένη έκθεση του Μαρτίου προβλέπεται στο 5,5% του ΑΕΠ το 2014.
Τέταρτον δίχως δραστική αύξηση των εξαγωγών θα είναι αδύνατο η Ελλάδα να επιστρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη. Αλλά για να γίνει μια τέτοια αύξηση, απαιτείται μεγάλη μείωση του ονομαστικού κόστους. Ακόμα και αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό – πράγμα άκρως αμφίβολο – θα αύξανε ακόμα περισσότερο την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ.
Οι αμφιβολίες των αγορών για την ικανότητα της Ελλάδας να επιστρέψει στη φερεγγυότητα είναι πλήρως δικαιολογημένες. Βασίζονται στη συνειδητοποίηση δύο κυρίως γεγονότων: του μεγέθους του ελληνικού χρέους και την απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός ότι ο ελληνικός πληθυσμός δεν είναι διατεθειμένος να σηκώσει το βάρος της λιτότητας καθιστά την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη.
Ποιος είναι επομένως ο λόγος για τον οποίο οι Ευρωπαίοι επιμένουν να δανείζουν όλο και περισσότερα χρήματα στην Ελλάδα και, κάνοντας το, μεταφέρουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των υποχρεώσεων της ελληνικής κυβέρνησης στους προϋπολογισμούς των ευρωπαϊκών κρατών; Υπάρχουν τέσσερα επιχειρήματα.
Το πρώτο είναι ότι αυτή η στρατηγική συγκαλύπτει την προβληματική κατάσταση των ιδιωτών πιστωτών. Είναι πολύ πιο βολικό να δηλώνει κανείς ότι βοηθά την Ελλάδα όταν στην πραγματικότητα βοηθά τις δικές του τράπεζες. Αν δοθεί χρόνος στους ιδιώτες πιστωτές μπορούν να πουλήσουν τα ομόλογά τους στο δημόσιο τομέα ή να τα διαγράψουν δίχως να χρειαστούν νέες ενέσεις κεφαλαίων από τα κράτη.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι πως η στρατηγική των καθυστερήσεων επιτρέπει στα άλλα προβληματικά κράτη της Ευρωζώνης να βάλουν τα οικονομικά τους σε τάξη πριν εκδηλωθεί το ελληνικό χρεοστάσιο και η πιθανή ανεξέλεγκτη έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ. Αν έχουμε τέτοια γεγονότα υπάρχει φόβος μαζικού ξεπουλήματος κρατικών και τραπεζικών ομολόγων στις ευάλωτες χώρες με καταστροφικά αποτελέσματα.
Το τρίτο επιχείρημα είναι ότι υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να τα καταφέρει. Άρα λοιπόν ας δοθεί η μέγιστη υποστήριξη στη χώρα για να υπάρξουν πιθανότητες να τα καταφέρει.
Το τέταρτο επιχείρημα είναι ότι προβλέπεται πως η Ελλάδα θα έχει και φέτος πρωτογενές δημόσιο έλλειμμα (δηλαδή πριν την αποπληρωμή των τόκων) της τάξης του 0,9% του ΑΕΠ. Όσο η Ελλάδα έχει πρωτογενές έλλειμμα, δεν έχει νόημα να κάνει χρεοστάσιο.
Όμως και τα τέσσερα αυτά επιχειρήματα έχουν πολλά προβλήματα. Το πρώτο επιχείρημα χρησιμοποιείται για να δικαιολογεί τις πολιτικές αρνήσεις που οδήγησαν στη λεγόμενη ‘χαμένη δεκαετία’ της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του 1980. Και τότε ήταν ανήθικο και τώρα είναι ανήθικο. Πρέπει επιτέλους να αναγνωριστούν οι ζημιές και να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών.
Το δεύτερο επιχείρημα υποθέτει ότι η ελληνική κατάσταση βασίζεται σε κάποιο μυστήριο. Είναι ωστόσο σαφές ότι και άλλες κυβερνήσεις ευάλωτων κρατών έχουν πια χάσει το έδαφος κατά από τα πόδια τους. Το τρίτο επιχείρημα δεν είναι γελοίο αλλά είναι απίθανο να έχουμε μια τόσο θετική έκβαση, με δεδομένη την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα. Μόνο το τέταρτο επιχείρημα είναι σωστό. Αλλά μπορεί να στηρίξει μια σύντομη καθυστέρηση, όχι αυτή την επ’ άπειρον καθυστέρηση.
Όταν έχεις μπροστά σου μια αναπόφευκτη κατάληξη, πρέπει να κάνεις το σχεδιασμό σου για να την αντιμετωπίσεις. Σήμερα το ελληνικό χρεοστάσιο μοιάζει στους περισσότερους πληροφορημένους παρατηρητές αναπόφευκτο. Δεν υπάρχει κανένα σοβαρό όφελος στο να αφήνουμε την Ελλάδα να παλεύει με χρόνια αγωνίας για τη χρεοκοπία του δημόσιου τομέα αντί να επιβάλουμε μια αναδιάρθρωση στον ιδιωτικό τομέα σύντομα. Η καλύτερη πολιτική είναι να ενεργήσουμε προληπτικά. Η Ευρώπη θα μπορούσε να δράσει προληπτικά στηρίζοντας με ουσιαστικό τρόπο τα άλλα αδύναμα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και τα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα. Τουλάχιστον στην περίπτωση της Ιρλανδίας αυτό θα απαιτούσε αναδιάρθρωση του χρέους της. Απαιτείται επίσης η περαιτέρω κίνηση προς ένα πανευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα με την αντίστοιχη δημοσιονομική στήριξη.
Όμως το βασικό ζήτημα των ημερών είναι η Ευρώπη να αναγνωρίσει επιτέλους τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Δεν μπορείς να ανατρέψεις την πραγματικότητα με διαρκείς καθυστερήσεις. Οι καθυστερήσεις θα κάνουν πιο οδυνηρή την αναγνώριση της πραγματικότητας όταν τελικά έρθει. Σίγουρα ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα της ελληνικής αφερεγγυότητας και να ενεργήσουμε δραστικά και συνολικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.