Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Αλέξανδρος ο Μέγας - Η πορεία προς τη δόξα



Νεκρός ή ζωντανός
Πιστή ύπαρξη
Αφότου, η ραχοκοκαλιά σου
Έπεσε θριαμβικά
Η σχεδόν , χρονιάρικη ηλικία σου
Πλάγιασε στο χώμα.

Το ηλιακό πλέγμα
Του λεπτού, σχεδιασμένου, κρανίου σου
Με το...
χέρι
Φορεμένο, στο δάσκαλο
Με το δάσκαλο
Φορεμένο , στη χλαίνη του μυαλού σου
Τώρα
Που περπατά, πάνω σου, η δόξα
Ο άνεμος
Αλλάζει όψη
Οι συνοδοιπόροι, στρατηγοί
Μεμψιμοιρούν
Με γκρίζες τρίχες , στους αστράγαλους
Τώρα
Που, ο ελληνικός κόσμος
Εκτείνεται
Ως το θάνατο
Το σώμα , πεθαίνει
Σα γαλήνιος πύργος
Θρυμματίζεται
Η ψυχή όμως;
Έγινε , ένα βιβλίο
Πάνω , στη νεκρή μορφή σου
Ένα βιβλίο
Βλάστησε, στο σώμα
Τα εκπληκτικά , αιμοσφαίρια
Πήραν, τον ήρωα
Απ’ τα σάρκινα χείλη ,
Βγήκε η ανάσα
Έτσι η ψυχή,
Με μεταφυσική, ευλάβεια
Ακολουθεί,
Τις σκοτεινές, επελάσεις
Τα μακρυνά , φεγγάρια
Οι θριαμβικές, νύχτες
Όλα
Ένα βιβλίο
Η άκρη του πορφυρού σου χιτώνα
Το τριχωτό σου, στέρνο
Όλα
Ένα βιβλίο.

Πάνω στο μνήμα
Πάνω στο πτώμα
Κρυστάλλινο νερό
Να ξεδιψάσουν
Οι ημιάγριοι , τα αγρίμια και οι βάρβαροι
Όλα
Ένα βιβλίο
Καιρός, να πηγαίνουμε
Μας περιμένει
Ο δοξασμένος , ίσκιος σου
Μη μας αφήνεις
Μη συνεχίσεις, τη νεκρική σιωπή σου
Άκου, άκου , δεν ακούς;
Ήδη σε κύκλωσαν
Είκοσι, πενήντα , εκατό χιλιάδες φωνές
Εκατομμύρια, άτομα
Με τη κοινή, παράκληση
Μη μας αφήνεις
Όταν
Μέσα σε μια στιγμή
Αργοκινήθηκες
Τους κοίταξες , θλιμμένα
Ένα δάκρυ , πήρε να κυλάει στο πρόσωπο
Τότε
Μέσα, στην απορημένη έκπληξη
Όλων
Αγκάλιασες, τον πρώτο άνθρωπο
Ήταν η μοναδική , η τελευταία στιγμή
Όπου στη Γη
έλαμψε η ελπίδα
αγνοώ
ίσως
τον ακριβή, χρόνο και τόπο
αλλά
όταν οι άνθρωποι
εγκάρδια ενωμένοι, με το σκελετό σου
έμαθαν
να υψώνουν
αρχαίες, κολώνες
για τα θλιμμένα, εγγόνια τους
φιλοσοφώντας , καταδίκαζαν το θάνατο

Είσαι ο κάποιος
που ψάχνει
τη νύχτα , μέρα
τη βρίσκει
μες , στις παρανυχίδες, των ποδιών
ή στις σκονισμένες , οπλές, των αλόγων
Όταν καλπάζεις ,
στις αχανείς , πεδιάδες
Όταν θυμώνεις
Όταν γελάς
Αγνοείς
Πώς
Από το πορτρέτο σου
Ζωγραφίζεται, η μορφή του ανθρώπου
Όταν
Στο φως
Από το δροσερό σου βλέμμα
Χύνεται διακριτικά
η περιέργεια
Σε ψάχνει η ιστορία .
Ο τόνος της φωνή σου ,
ατάραχος
Μένει στα βλέφαρα
Γυαλίζει
Σε σχήμα κεχριμπαριού
Ασφαλώς
Κανείς , δεν είναι, με το μέρος, της καρδιάς σου
Όλοι είναι , με το μέρος , της δόξας σου
Όμως , λίγο, σε ενδιαφέρει .
Σκληρός , στις μάχες
Τρυφερός , στον έρωτα
Προχωρείς
Με την ελληνική , λαλιά στη πλάτη
Όταν μάχεσαι
Με τους πιστούς, συντρόφους
Στα λιανοβρόχια
Στους καυτερούς ήλιους
Και τις παγωνιές
Επιστρέφεις, ατάραχος
Για να χαρίσεις, τις ελληνικές σπονδές σου
Ζωντανές
Οι προσωπικές, πεποιθήσεις σου
Γνωστή
Η Αριστοτέλεια παιδεία σου
Ο ξέχωρος ,χαρακτήρας σου
Με τη ψυχή , στεφανωμένη
Από γυαλισμένα βότσαλα
Και κλάδους ελιάς
Σημάδι
Ότι είσαι , φωτεινός απόγονος , της γης σου
πορεύεσαι
μέσα , από τρομερές επελάσεις
μέσα , από θανάσιμες φωνές ελεφάντων
τότε , είναι
όπου
όλη η επική, χάρη σου
βαδίζει στην ελπίδα
Όχι
Δε θα πεθάνουμε
Από μεγαλείο, στο χώμα
Θα καταγράψουμε , βήμα το βήμα
Με γεωμετρική, ακρίβεια
Με μαθηματική σκέψη
Τα ελληνικά, στίγματα
Με ελληνικές, κραυγές.
θα περάσουμε
Τούτο , το κακοτράχαλο βουνό,
Εκείνο το άγνωστο φαράγγι
Θα φτάσουμε , στη φίλτατη, πεδιάδα
Για να υψώσουμε
Ξανά και ξανά
Τις αρχαίες , κολώνες
Τους ναούς μας
τους μύθους μας
Μονολογείς
Επίμονα
Κουραστικά
Μέσα, στα κάτασπρα, δόντια σου
Προχωράς
Με δύο σύννεφα , στο σύννεφο
Καβαλάρης , απόκρυφος, της γης μου
Πώς να ιστορίσω,
Τη μοναξιά σου;
Τα κρύα , μουράγια , τους φόβους σου;
Μόνο, οι ξανθές τρίχες, του καρπού σου ,
Και οι καυστικές φτέρνες ,των ποδιών σου
ξέρουν την ιστορία τους
Σήμερα υποφέρω
Από εποχές και ενοχές
Όπου, περιστρέφει ήλιους και ήλιους
Σε ατέλειωτες σελίδες του ουρανού η σκέψη μου
Σήμερα
Προέκταση, του ψυχικού μου πόνου είναι οι πολεμικές κραυγές
Που με ακολουθούν, χρόνια τώρα
Αυτές
Που μπαίνουν, καβάλα
Και κατεβαίνουν
Από σένα, σε μένα
Με σχοινί και ιδρώτα , στο σώμα μου
Σήμερα
Μάχομαι
Νύχτα , μέρα
Μέρα, νύχτα
Με το όνομα σου να παρελαύνει
Στη σκέψη μου
Υπομένω το δράμα
Όπου η μοίρα σε έταξε
Να ρωτάς
Από τις φωτεινές έλικες
Ως τις εκλεπτυσμένες ρίζες του μυαλού σου
Πέλλα ή Βαβυλώνα
Φως ή σκοτάδι
Να μένεις σκεπτόμενος
Από την αυτονομία του Ηρακλή
Ως τη σοφία του Διογένη
Θέλω να ξέρεις
Η Γη, αυτή δε σε ξέχασε
Οι ουρανοί αυτοί, ποτέ δε σε ξέχασαν , περιμένουν
Τα σπίτια αυτά , ο δρόμος , ο χιλιόχρονος πλάτανος,
σε ξέρουν , σε γνωρίζουν
Περιμένουν
Εδώ κάτω ,
Σε περιμένει, η ορφάνια της Γης σου
Αυτός ο νέος, έχει σε κάθε τρίχα του ποδιού του, το βήμα σου
Οι φλέβες του, έχουν το αίμα σου
Οι νεκροί του, είναι δικοί σου νεκροί
Τούτη η φωνή που τραγουδά, είναι η πανάρχαια φωνή, της φωνής σου
Είναι καιρός
Αλέξανδρε, δωσ’ μου, το χέρι σου
Κι αν υποφέρεις, για το άδικο
Δε λιγοστεύει, ούτε στιγμή, η ορφάνια μας
Δε θα σβήσει, ποτέ, το μεγάλο αντρίκιο, παράπονό μας
Γιατί εσύ, υπάρχεις , πριν από τη ζωή
και πάνω από τη ζωή
Θριαμβευτής , Αλέξανδρε
φωτεινή ψυχή της οικουμένης
Έτσι χωρίσαμε
Μεγάλε στρατηλάτη
Με μια άλλη, πρόποση
Πίνοντας
Λιγότερο , από μια φορά το σώμα σου
Και περισσότερο , από μια φορά τη σκέψη σου
Αυτή είναι μια άλλη πρόποση
Ανάμεσα σε σένα και εμένα
Πάνω στο αίμα σου , σε σχέση με το σώμα σου
Μέσα στα θλιμμένα μάτια των παιδιών
Και σε αφηγήσεις ξένων
Πιστή μου είναι,
Η πεποίθηση μου
Ότι :
Αν έπεφταν τα κόκαλα σου , Αλέξανδρε
Θα διέτρεχες το κίνδυνο
Να μαζέψεις ξένα
Και να σταθείς , ξανά και ξανά
Όρθιος, στητός , διάφανος
Στο χείλος , του αναστημένου τάφου σου
Λέγοντας
Αν ο θεός, είναι άλλο πράγμα
Τότε , ας μη φοβηθούμε τη δοξασμένη πορεία της ζωής

Αιμίλιος Έδεν

infognomonpolitics.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.