«Τούτη ἡ φαμελιὰ, οἱ Κολοκοτρωναῖοι, λὲς κι ἀντικαθρεπτίζει τὴ μοίρα τοῦ Μοριᾶ στοὺς δύστυχους καιροὺς τῆς τούρκικης σκλαβιᾶς. Ἀνιστορᾶνε πὼς ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ουαἰώνα ὣς τὰ 1829πάνω ἀπὸ ὀγδόντα Κολοκο-τρωναῖοι πέθαναν πολεμώντας τὸν Τοῦρκο δυνάστη…»1
«…Ἡ Ζαμπιὰ δὲν μποροῦσε νὰ ξεχάσῃ τὸν ἄξιο σύντροφό της. Τὰ μάτια της δὲ στέγνωναν ἀπὸ τὰ δάκρυα.
Κάποια μέρα ῥωτάει τὰ τρία παλληκαρόπουλα, ποὺ γύρω της τὴν παράστεκαν.
- Πότε θα μεγαλώσετε, νὰ κόψετε μὲ τὸ σπαθὶ σας τοὺς ἀπίστους ποὺ σκότωσαν τὸν πατέρα σας;
- Ἐγὼ, σὰν μεγαλώσω μάνα, θὰ σοῦ φέρω ἑφτὰ τούρκικα κεφάλια, ἀποκρίθηκε ὁ Χρῆστος
Κι ὁ ἄλλος ὁ γιός ὁ Γιάννης, τῆς λέει.
- Ἐγὼ μάνα θὰ σοῦ φέρω ἑκατὸ καὶ θ’ ἀνάψουμε φωτιὰ νὰ τὰ κάψουμε καὶ νὰ πηδήσουμε.
Καὶ μονάχα ὁ Θοδωρῇς στέκει συλλογισμένος κι ἀμίλητος. Κι ἀφοῦ ἀνώφελα ἡ μάνα του πρόσμενε κι ἀπ’ αὐτὸν ἀπόκριση, τὸν ῥωτάει.
- Ἀμ’ σὺ Θοδωράκη, τί λές;
Τὸ παλληκαρόπουλο σηκώνει τὸ μαῦρο του κεφάλι μὲ τὰ λαμπερὰ μάτια καὶ στοχαστικὰ τῆς ἀποκρίνεται .
- Ἐγὼ μάνα, δὲν βάζω τούρκικα κεφάλια στὸ ταγάρι γιατὶ βρωμᾶνε. Θὰ τοὺς διώξω τοὺς Τούρκους ἀπ’ τὸν Μωριᾶ, γιὰ νὰ γλυτώσουμε μιὰ γιὰ πάντα! ….
Τὸ εἶπε καὶ τὸ ἔκανε…» 2
«…Ἦταν κάποια μέρα βροχερή . Ὁ Θοδωράκης τὸ γαϊδουράκι του τὸ εἶχε πολυφορτωμένο ξύλα. Ὅπως κατέβαινε σ’ ἕνα σοκκάκι τῆς Τριπολιτσᾶς, τὸ ζωντανὸ γλίστρησε στὸ γκαλντερίμι καὶ σωριάστηκε. Ἔτυχε κείνη τὴ στιγμὴ νὰ διαβαίνῃ ἕνας μπέης. Μὲ τὸ πέσιμο τοῦ γαϊδάρου ξεπετάχτηκαν νερὰ ἀπὸ κάτω καὶ πιτσίλισαν τὸν περαστικὸ μπέη. Δὲν χάνει καιρὸ κι ἀστράφτει δύο δυνατὰ χαστούκια στὸ Θοδωράκη.
- Νὰ μάθῃς Γκιαοὺρ, ἄλλη βολὰ νὰ κουμαντάρῃς ὄμορφα τὸ ζωντανὸ, εἶπε ὁ μπέης καὶ τράβηξε τὸν δρόμο του.
Ὁ Θοδωράκης τἄχασε. Θόλωσαν τὰ μάτια ἀπ’ τὸ κακὸ του. Ἔτριζε τὰ δόντια του. Κάτι πέρασε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀπ’ τὸ νοῦ του. Στὸ δισάκι ποὺ ἦταν κρεμασμένο στὸ σαμάρι, εἶχε μέσα τὸ τσεκούρι ποὺ ἔκοβε τὰ ξύλα στὸν λόγγο. Ν’ ἄνοιγε μ’ αὐτὸ στὰ δυὸ τὸ κεφάλι τοῦ μπέη…. Ὕστερα ὅμως…. Τί θ’ ἀπογίνονταν ἡ μάνα του, τ’ ἀδέλφια του…..» 3
- «….Σ΄εὐχαριστῶ. Ἡ ἀφεντιά σου θὰ εἶσαι ξένος, τοῦ εἶπε ὁ Θοδωράκης.
- Ναὶ, ἀπ΄ τὴν Εὐρώπη. Ἦλθαν νὰ δῶ τὸν τόπο σας, τὰ ἀρχαῖα σας, τοῦ ἀπάντησε ἑλληνικὰ ὁ ξένος.
- Τὰ ἀρχαῖα μας…. ἐπανέλαβε εἰρωνικὰ ὁ μικρός. Χμ, σεῖς οἱ Φράγκοι νοιαζόσαστε μονάχα γιὰ τ΄ ἀρχαῖα μας… γιὰ τὶς πέτρες, γιὰ τὶς κολῶνες, γιὰ τὰ μάρμαρα…. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὅμως…. γιὰ τὴν κατάντια τῶν Γραικῶν…
Τὰ ἔχασε ὁ Εὐρωπαῖος. Δὲν περίμενε ν΄ ἀκούσῃ ἀπ΄ τὸν μικρὸ τέτοια λόγια. Τοῦ ἀποκρίθηκε ντροπιασμένα.
- Συμπονᾶμε! Νὰ, πρὶν ἀπὸ λίγο εἶδα ποὺ σὲ χτύπησε ὁ Τοῦρκος καὶ πόνεσε ἡ ψυχὴ μου.
Περήφανα τώρα τὸν ἔκοψε ὁ Θοδωράκης.
- …Φράγκε, οἱ Γραικοὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ συμπόνια…. Ἄρματα καὶ μπαρουτόβολα θέλουν…. Μᾶς στέλνετε ἀπ΄ αὐτὰ; ….Τώρα, ὅσο γιὰ τὰ χαστούκια ποὺ μοῦ ἔδωσε πρὶν ὁ μπέης, σοῦ δίνω τὸν λόγο μου πὼς θἄρθη μιὰ μέρα, ποὺ θὰ τὰ δώσω μὲ τόκο σ΄ ὁλάκερο τὸ ντοβλέτι (κράτος) τῆς Τουρκιᾶς. …» 4
«….Ἔκτισα σπίτια, ἐπῆρα προικιὸ ἐλιὲς, ἀμπέλι, ἔγινα νοικοκύρης, ἐφύλαγα καὶ τὸ βιλαέτι. Ἐστεκόμασταν πάντοτε μὲ τὸ τουφέκι.Μᾶς ἐφθόνησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἤθελαν νὰ μᾶς σκοτώσουν δὲν ἠμποροῦσαν ὅμως, διότι ὁ τόπος ἦτον σὲ ἄκρη. Καὶ ἐπολεμοῦσαν νὰ μᾶς χαλάσουν μὲ κάθε τέχνη. Ἔστελναν μία καὶ δύο φορὲς ἑκατὸν καὶ διακόσιους στρατιώτας διὰ νὰ μᾶς κτυπήσουν. Δὲν μᾶς εἶχαν εἰς τὸ χέρι καὶ δὲν μᾶς πείραξαν….» 5
«Σίμωναν τὰ μεσάνυχτα 6 μὲ 7 τοῦ Σεπτέμβρη 1833.
Ἡ πόρτα τῆς Ξηρᾶς τοῦ κάστρου τ’ Ἀναπλιοῦ ἄνοιξε γιὰ ν’ ἀφήσῃ νὰ περάσῃ ὁ μοίραρχος Κλεώπας μὲ σαράντα χωροφύλακες ἀρματωμένους ὣς τὰ δόντια. Τράβαγαν προσεκτικὰ κι ἀμίλητοι μὴν τυχὸν καὶ δὲν πετύχουν τὸ σκοπὸ τους. Πάγαιναν νὰ πιάσουν τὸν μεγαλύτερο κακοῦργο τοῦ τόπου μας, ποὺ τὶς εἰκόνες του θὰ τὶς βρῇς τώρα κρεμασμένες σ’ ὅλα τὰ σχολειὰ μας καὶ τ’ ἀγάλματά του στημένα στὶς πλατεῖες μας. Τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. …..»
«426. Ὀθωμανὸς Πελοποννήσιος, ἦλθεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὰς Ἀθήνας κατὰ τὸ 1836. Ἔφερε καὶ ἕνα ἄτι, δῶρον τοῦ Κολοκοτρώνη ἀπὸ τοὺς Συχνετζημπέηδες. Ὁ Κολοκοτρώνης ἐφιλοξένησε τὸν Τοῦρκον συντοπίτη του. Εἰς τὸ γεῦμα ἤκουσα νὰ τοῦ λέγει: «Νὰ εὕρεις ἀράδα καὶ νὰ εἰπεῖς εἰς τὸν Ἰμπραὴμ πασά, νὰ ἔχει χάρη πὼς ἐγὼ καὶ ἄλλοι στρατιωτικοὶ τῆς Πελοποννήσου εἴμεθα φυλακισμένοι, εἰτεμὴ πιθαμὴ γῆς δὲν ἐκέρδιζεν εἰς τὴν Πελοπόννησον». Μὲ τόσην πεποίθησιν ὁμιλοῦσεν, ὁποὺ ἴσως καὶ ἔλεγεν ἀλήθειαν, καὶ ἀνάθεμα τὲς διχόνοιες. Ἦλθε καὶ ἔπνεε τὰ λοίσθια ἡ Ἑλληνικὴ ἐλευθερία, ὅταν ὁ Ἰμπραΐμης ἁλώνιζε τὴν Πελοπόννησον καὶ ἔπεφτε τὸ Μισολόγγι, πολεμούμενον ἀπὸ τοὺς δύο στρατάρχας. Ἡ ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου καὶ ἡ ἐκστρατεία τοῦ Μαιζόν ἔσωσαν τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλὰ πόσον ἐκατέβη ἡ ἀξία της!»7
Σήμερα ἐπέλεξα νὰ ἀφήσω τοὺς ἱστορικοὺς μας νὰ γράψουν ἀντὶ ἐμοῦ… Ἡ ἱστορὶα μίας οἰκογενείας! Ἡ ἱστορία ὅλου τοῦ γένους κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας!
Τόσοι θάνατοι!
Τόσος πόνος!
Καὶ στὸ τέλος, ἡ ….φυλακὴ!
Ὅσα πέρασε ὁ Γέρος πέρασε καὶ τὸ Ἔθνος! Καὶ τὰ περνᾶ ἀκόμη!
Κάπου κάπου, ὅταν «κάποιο ἀσκέρι σὰν τοῦ Μπραΐμη» καταφθάνει καὶ ἀπειλεῖ τὴν καθεστηκυΐα τάξι, βγάζουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸν στρατηγὸ… Γιὰ λίγο ὅμως! Μετὰ, εἶτε τὸν κρατοῦν σὲ κατ΄ οἶκον περιορισμὸ, εἶτε τὸν ξαναχώνουν στὰ ἀνήλιαγα ὑπόγεια! Ἀναλόγως τοῦ πόσο τοὺς ἐμποδίζει ἤ ὄχι στὰ σχέδιὰ τους!
Τὸ γένος μας, ἡ φυλὴ μας, τὸ τόσο κυνηγημένο καὶ ταλαιπωρημένο ΕΘΝΟΣ μας, τελεῖ ὑπὸ ξένη διοίκησι ἐδῶ καὶ 200 χρόνια ἐπισήμως!Ποτὲ δὲν κατάφερε ὁ πραγματικὸς Γέρος νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴ.
Ἀπὸ τοὺς Κωλέτηδες καὶ τοὺς Μαυροκορδάτους ξεκίνησε, πέρασε στοὺς Βαυαροὺς καὶ τοὺς λοιποὺς Εὐρωπαίους (κι ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀπὸ πίσω κινοῦν τὰ νήματα), γιὰ νὰ καταλήξῃ σήμερα, γύρω μας νὰ ἐπικρατοῦνεἶτε τὰ παιδιὰ τῶν καταχραστῶν εἶτε τὰ παιδιὰ τῶν προσκυνημένων.
Διότι, γιὰ νὰ καταφέρῃ κάποιος, ἀκόμη καὶ σήμερα, νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὴν μιζέρια καὶ τὴν φτώχια, ἤ ἀκόμη καὶ τὴν φυλακὴ, πρέπει νὰ σκύψῃ τὸ κεφάλι. Νὰ φορέσῃ φούντα, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέρος. Ὅσοι φούντα δὲν φόρεσαν, κλέφτες ἔμειναν στὰ βουνὰ…. Μόνοι καὶ κυνηγημένοι! Καὶ πολὺ συχνὰ νεκροὶ!
Ἡ ἐπανάστασις τοῦ 1821 εἶναι ἡ ἀφετηρία τῆς νέας Ἑλληνικῆς Ἱστορίας! Ἡ, ἔςτω καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐλευθερία, χρειάζεται ξελέπιασμα! Χρειάζεται κάθαρσι! Χρειάζεται συνειδητοποίησι!
Καὶ τὸ σημαντικότερον!
Οἱ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους κατάφεραν οἱ νέοι μας δυνᾶστες νὰ ἐπικρατήσουν καὶ νὰ ἀναλάβουν τὴν ἐξουσία, ἐβασίζοντο στὸν κυριότερο κανόνα ἑνὸς πολέμου ἤ ἑνὸς ἄρχοντος: «διαίρει καὶ βασίλευε»!
Κάθε φορὰ ποὺ ἐνώνουμε τὰ χέρια γιὰ νὰ χτίσουμε κάτι, ἕνας σπόρος διχόνοιας, μία σταξιὰ δηλητήριο, μία πονηριὰ ἀδικαιολόγητη κι ὅλα πᾶνε στὸν ἀγύριστο!!! Τόσοι ἐμφύλιοι πέρασαν… Τόσες ἔριδες… Τόσοι σκοτωμοὶ… Κι ὅλα αὐτὰ γιατὶ; Γιὰ νὰ ἐπιστρέφουν δυνατότεροι οἱ «σωτῆρες» μας καὶ νὰ μᾶς κρατοῦν ὅλο καὶ σὲ πιὸ βαθιὰ ὑπόγεια ἁλυσοδεμένους!
Ὅλοι ξέρουμε πὼς τὸ γένος ξυπνᾶ γοργὰ γιὰ τὴν νέα παλιγγενεσία! Τὴν ὁριστικὴ! Ἄς μὴν τοὺς ἀφήσουμε γιὰ ἀκόμη μίαν φορὰ νὰ τὴν ἀνακόψουν! Στὸ χέρι μας εἶναι! Ὄχι γιὰ κανέναν ἄλλον λόγο… Μόνον γιὰ νὰ τὴν βοηθήσουμε νὰ φθάσῃ πιὸ γρήγορα! Καὶ μετὰ ξέρουμε ἐμεὶς τὶ θὰ τὴν κάνουμε!
Φιλονόη.
Βιβλιογραφία:
1:Δημητρίου Φωτιάδου, ἡ ἐπανάστασις τοῦ 1821, σ. 21, τόμος ΙΙ, Ἀθῆναι 1977, ἐκδόσεις Ν. Βότσης.
2: Τάκη Λᾶππα, Κολοκοτρώνης, σ.21, ἐκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης & ΣΙΑ Α.Ε., Ἀθῆναι.
3: Τάκη Λᾶππα, Κολοκοτρώνης, σ.23, ἐκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης & ΣΙΑ Α.Ε., Ἀθῆναι.
4: Τάκη Λᾶππα, Κολοκοτρώνης, σ.24, ἐκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης & ΣΙΑ Α.Ε., Ἀθῆναι.
5: Κολοκοτρώνη ἀπομνημονεύματα- (διὰ χειρὸς )Τερτσέτη ἄπαντα, σ. 74-75, ἐκδόσεις Χ. Γιοβάνης, Ἀθῆναι 1967.
6: Δημητρίου Φωτιάδου, ἡ δίκη τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Πλαπούτα, σ. 19, Ἀθῆναι 1977, ἐκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ
7: : Κολοκοτρώνη ἀπομνημονεύματα- (διὰ χειρὸς )Τερτσέτη ἄπαντα, σ. 227-228, ἐκδόσεις Χ. Γιοβάνης, Ἀθῆναι 1967.
http://www.filonoi.gr
Σημείωση: Τόσα χρόνια γιορτάζουμε την Επανάσταση, είναι καιρός πιά να γιορτάσουμε την ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ!
Ιφιγένεια
Σημείωση: Τόσα χρόνια γιορτάζουμε την Επανάσταση, είναι καιρός πιά να γιορτάσουμε την ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ!
Ιφιγένεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.