Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Μελετώντας τον Πούτιν Το πνεύμα και το κράτος του προέδρου της Ρωσίας

Joshua Yaffa 
Το πρωί της 7ης Μαΐου 2012, η μαύρη λιμουζίνα του Βλαντιμίρ Πούτιν γλίστρησε αθόρυβα μέσα στους άδειους δρόμους της Μόσχας. Η αυτοκινητοπομπή τον οδηγούσε στο Κρεμλίνο για την τελετή ανάληψης των καθηκόντων του ως προέδρου της Ρωσίας. Στα πεζοδρόμια δεν υπήρχαν υποστηρικτές, ούτε ενθουσιώδες πλήθος. Δεν υπήρχαν καν περίεργοι περαστικοί. Κι αυτό γιατί η αστυνομία, φοβούμενη διαμαρτυρίες, είχε ουσιαστικά θέσει την πόλη σε καραντίνα. Η εικόνα του ήταν ενός ανθρώπου απομονωμένου στο κατευναστικό, αν και απατηλό, λίκνο της ανώτατης εξουσίας. Μετά την ορκωμοσία του στο αξίωμα που για πρώτη φορά ανέλαβε πριν από 12 χρόνια, μίλησε με ύφος βαρύ για «το νόημα ολόκληρης της ζωής» του, που είναι να υπηρετεί τη Ρωσία. 


Στη διάρκεια της εποχής του Πούτιν, η Ρωσία άλλαξε σημαντικά. Διπλασίασε το ΑΕΠ της, αποπλήρωσε σχεδόν τέσσερα χρόνια νωρίτερα τα εξωτερικά της
δάνεια, οικοδόμησε μια μονοκομματική επίφαση δημοκρατίας, εκμεταλλεύθηκε τους ενεργειακούς της πόρους ως μέσο διπλωματίας καταναγκασμού, επαναβεβαίωσε την περιφερειακή επιρροή της και έκανε έναν πόλεμο κατά της Γεωργίας.

Όμως οι αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες που ξέσπασαν τον περασμένο Δεκέμβριο στη χώρα, αποτέλεσαν μια χωρίς προηγούμενο αμφισβήτηση κατά του προσώπου του Πούτιν. Για πρώτη φορά, ο τελευταίος δεν θα μπορέσει να ισχυριστεί ότι αυτοί που τον αντιστρατεύονται είναι μια περιθωριακή, αναποτελεσματική δύναμη. Και παρά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές του περασμένου Μαρτίου, οι γενεσιουργοί παράγοντες της μαζικής αντιπολίτευσης κατά της ηγεμονίας του, κυρίως δε η ανερχόμενη μεσαία τάξη με τα αυξανόμενα αιτήματα για πολιτική εκπροσώπηση και σεβασμό, δεν μπορεί παρά να διογκώνονται.

Με τον Πούτιν ξανά στο τιμόνι, είναι περισσότερο παρά ποτέ απαραίτητη η κατανόηση της προσωπικότητάς του, τόσο για όσους στο εσωτερικό της Ρωσίας θέλουν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του, αλλά και για όσους βρίσκονται στο εξωτερικό και θέλουν να χαράξουν κατευθύνσεις στις σχέσεις τους με τη Μόσχα κατά τη νέα προεδρική θητεία. Τι είναι, τελικά, αυτό που βρίσκεται πίσω από την πορεία του Πούτιν προς την παγίωση της εξουσίας του; Είναι η ανάγκη να κρατήσει τον απόλυτο έλεγχο για τον εαυτό του, είναι ο συγκερασμός πλούτου και επιρροής, είναι η επάνοδος της Ρωσίας στα παλιά μεγαλεία ή είναι κάτι εντελώς διαφορετικό;

Λίγα είναι γνωστά για το παρελθόν και τη βασική δομή του χαρακτήρα του, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να υπάρξουν άμεσες απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα. Αν και είναι ο ηγέτης που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον προβάλλεται με θεατρικότητα, π.χ. πυροβολώντας μια τίγρη με σφαίρες αναισθητικού ή ιππεύοντας στα βουνά με γυμνό το στήθος, ο Πούτιν παραμένει ένα πρόσωπο μυστηριώδες. Το κενό προσπαθούν να καλύψουν δύο βιβλία που εκδόθηκαν πρόσφατα με θέμα τον Ρώσο πρόεδρο, το The Strongman του Άνγκους Ρόξμπουργκ και το The Man Without a Face της Μάσα Γκέσεν. Και τα δύο επιχειρούν να σκιαγραφήσουν το πορτραίτο ενός, εντέλει, άγνωστου θέματος. Και στα δύο βιβλία δίνονται νέα στοιχεία και πολύτιμες λεπτομέρειες σχετικά με τη ζωή και τη διακυβέρνηση του Πούτιν. Στο τέλος, όμως, κάθε απόπειρα να γίνει κατανοητός με τη διαλεύκανση σκοτεινών σημείων της προσωπικής διαδρομής του και όχι με επίκεντρο το κράτος που δημιούργησε, μοιάζει με προσπάθεια να δεις την ώρα σε ένα ηλιακό ρολόι, κοιτάζοντας τη βελόνα και όχι την πλάκα του: οι απαραίτητες πληροφορίες δεν βρίσκονται στο αντικείμενο καθεαυτό, αλλά στη σκιά που αυτό αφήνει πίσω του.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
Στο τέλος της θητείας του, ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας, Μπορίς Γιέλτσιν, βρισκόταν σε κατάσταση πολιτικής αποσύνθεσης, ή -όπως γράφει η Γκέσεν- «ήταν σαν τυφλός παλαιστής που χτυπιέται στο ρινγκ, επιτιθέμενος κατά φανταστικών αντιπάλων και αστοχώντας κατά των πραγματικών». Σχεδόν δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία ήταν αδύναμη και ταπεινωμένη, όπως κι ο Γιέλτσιν. Ο Ρόξμπουργκ ασκεί δικαιολογημένη κριτική κατά του αυταρχικού και, εντέλει, απολύτως αντιπαραγωγικού πνεύματος που η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της παγίωσαν στις σχέσεις τους με τη Μόσχα καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, γεγονός που ενίσχυσε τη ρωσική ανασφάλεια και που αργότερα θα αποτελούσε δικαιολογία για την αντιδραστική και απόμακρη στάση που επικράτησε στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας της εποχής Πούτιν. «Ο χειρισμός της μετασοβιετικής Ρωσίας από τη Δύση», γράφει ο Ρόξμπουργκ, «υπήρξε ανάλγητος στο έπακρο».

Ο Πούτιν ήταν ο άνθρωπος που θα έβγαζε τη χώρα από εκείνη την οδυνηρή κατάσταση. Για τους ανθρώπους του περιβάλλοντος Γιέλτσιν, ο Πούτιν έδινε μια έντιμη και αξιόπιστη εικόνα και, κυρίως, ήταν πρόσωπο χωρίς απειλητική ατζέντα ή δική του εκλογική βάση. Αυτό τον έκανε, όπως λέει η Γκέσεν, «ιδανικό» υποψήφιο αντικαταστάτη του Γιέλτσιν: «Ο Πούτιν, φαινομενικά ένας άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα και χωρίς ατομικό συμφέρον, θα ήταν εύπλαστος και ευπειθής». Ο καθένας είδε σ’ αυτόν αυτό που ήθελε να δει: τον αφοσιωμένο κρατιστή, τον ευπαρουσίαστο εκσυγχρονιστή μεταρρυθμιστή, τον σοβαρό και πειθαρχημένο αξιωματούχο της KGB.

Ωστόσο, εκείνοι που έχρισαν τον Πούτιν, τον γνώριζαν ελάχιστα. Ούτε η δεκαετής και πλέον διακυβέρνησή του αποκάλυψε κάτι περισσότερο. Η Γκέσεν στηρίζει πολλές από τις λεπτομέρειες του βιβλίου της στην αυτοβιογραφία του Πούτιν, που εκδόθηκε (με η συγγραφική βοήθεια ομάδας δημοσιογράφων) το 2000, με τίτλο First Person. Πρόκειται για μια ατελή προσέγγιση του θέματος, που ενδίδει σε κάποιες αποκαλύψεις αλλά με σαφή όρια. Είναι το πορτραίτο του Πούτιν ως άνδρα που διατηρεί μια περήφανη, σχεδόν προστατευτική, στοργή για τη φήμη του ως «νταή του μεταπολεμικού Λένινγκραντ» κατά τα νεανικά του χρόνια. Ο Πούτιν φαίνεται να έχει, επίσης, μια ιδιάζουσα σχέση λαιμαργίας με τα υλικά αγαθά. (Η Γκέσεν, με έναν ενδιαφέροντα αλλά υποθετικό ισχυρισμό, διαγιγνώσκει ότι ο Πούτιν πάσχει από πλεονεξία, δηλαδή τη λαχτάρα να αποκτά αυτό που δικαιωματικά ανήκει σε άλλους»).

Πάνω απ’ όλα ο Πούτιν εμφανίζεται ως ο άνθρωπος που σε κάθε στάδιο της ζωής και της σταδιοδρομίας του διατηρούσε έναν σεβασμό προς τους θεσμούς, όχι ιδεολογία, και μια εμμονή με την ιδέα ότι μια μέρα θα μπορούσε να ελέγχει τους πραγματικούς μοχλούς εξουσίας, που βρίσκονται πίσω από τους θεσμούς. Όμως, ο ίδιος είπε στους βιογράφους του για το βιβλίο First Person, «πιο πολύ μου προκαλούσε κατάπληξη το πώς μια μικρή δύναμη, ένα μόνο άτομο, στην πράξη μπορεί να ολοκληρώσει ένα έργο στο οποίο έχει αποτύχει ένας ολόκληρος στρατός. ... Ένας και μόνος αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών θα μπορούσε να κυβερνήσει τη μοίρα χιλιάδων ανθρώπων».

Καθώς ο Πούτιν σταδιακά συγκροτούσε αυτήν την εξουσία στα πρώτα χρόνια της θητείας του, η διακυβέρνησή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος αυταρχικού εκσυγχρονισμού. Με την καθοδήγηση των δύο οικονομικών συμβούλων του, Αλεξέι Κουντρίν και Γκέρμαν Γκρεφ, προώθησε την ψήφιση σειράς νόμων για την ιδιοκτησία γης, την απελευθέρωση των τιμών και τη φορολογική μεταρρύθμιση, που όλοι μαζί συνέστησαν το μέτρο προβλεψιμότητας για την οικονομία της χώρας και άνοιξαν τον δρόμο για τα χρόνια της ανάπτυξης που ακολούθησαν. Ανάμεσα στο 1999 και το 2008, το ΑΕΠ της Ρωσίας αυξήθηκε κατά 7% ετησίως, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από εκείνο που γνώρισε η χώρα στη διάρκεια της σταλινικής περιόδου με την ταχεία εκβιομηχάνιση.

Αυτού του είδους η οικονομική ανάπτυξη σχετίζεται ασφαλώς με τα κέρδη από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αλλά και με τον ίδιον τον Πούτιν. Πολύ γρήγορα, όμως, η οικονομική ανάκαμψη συνδέθηκε άρρηκτα με την προεδρία Πούτιν. Στα πρώτα χρόνια, ο ενθουσιασμός για την ανάκαμψη της χώρας ήταν μεταδοτικός και ο απόηχος συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Όπως είπε στον Ρόξμπουργκ ο Μιχαήλ Κασιάνοφ, ο πρώην πρωθυπουργός που αποπέμφθηκε από τον Πούτιν το 2004 και στη συνέχεια στρατεύθηκε στην αντιπολίτευση, «είχα την αίσθηση ότι ο Πούτιν κι εγώ ήμαστε σύμμαχοι και ότι οικοδομούσαμε -όχι χωρίς λάθη- ένα δημοκρατικό κράτος με οικονομία της αγοράς».

Όμως, καθώς αργοκυλούσε η θητεία του ως προέδρου, ο Πούτιν υπέκυψε στην παρόρμηση να παγιώσει την εξουσία του και να απαλλαγεί από δυνητικούς αντιπάλους. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σύντομα πλημμύρισαν τη Ρωσία με νεόκοπο πλούτο, περιβάλλοντας τον ίδιον και τους συμμάχους του στο Κρεμλίνο με εμπιστοσύνη αλλά και με κάθε δικαιολογία για λήξη της περιόδου των μεταρρυθμίσεων. Τότε άρχισαν να σφίγγουν τα λουριά: η σύλληψη του Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, του πολυεκατομμυριούχου πρώην επικεφαλής της πετρελαϊκής εταιρείας Yukos, η κατάργηση των άμεσων εκλογών κυβερνητών στις επαρχίες, η καθιέρωση κατώτατου ορίου για την είσοδο κομμάτων στο κοινοβούλιο, κλπ. Η προκύψασα πολιτική τάξη, στον βαθμό που είναι δυνατόν να κατηγοριοποιηθεί, χαρακτηρίστηκε «ηγεμονική» ή «ελεγχόμενη» δημοκρατία από τον Βλαντισλάβ Σουρκόφ, τον υπεύθυνο στρατηγικού σχεδιασμού του Πούτιν (ένα πρόσωπο που επιδεικτικά απουσιάζει από τις σελίδες του βιβλίου της Γκέσεν). Εν ολίγοις, όπως αναφέρει ο Ρόξμπουργκ, ο Πούτιν «πίστευε ότι στην καρδιά της ρωσικής παθογένειας βρίσκεται η έλλειψη κεντρικού ελέγχου». Κι αυτό ακριβώς έβαλε ως στόχο να διορθώσει.

ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΠΟΥΤΙΝ
Για τον Πούτιν και τους πρώην συναδέλφους του των υπηρεσιών ασφαλείας, που απέκτησαν εξουσία στη διάρκεια της θητείας του, τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία και οι συνωμοσίες είναι πανταχού παρούσες. Είναι κωμικό αλλά ο Πούτιν φαίνεται πράγματι να πιστεύει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους διέταξε ο ίδιος την απόλυση του Νταν Ράδερ από το CBS το 2006 και ότι οι ΗΠΑ επίτηδες εξήγαγαν στη Ρωσία κακής ποιότητας πουλερικά. Πιο πρόσφατα, και πιο σοβαρά, ο Πούτιν αδυνατεί να κατανοήσει ότι οι μαζικές διαδηλώσεις του περασμένου χειμώνα δεν ήταν μια οργανωμένη, δυσοίωνη σκευωρία, αλλά η εκδήλωση της οργής της μεσαίας τάξης κατά της διακυβέρνησής του.

Το αποκαλυπτικό μέρος του βιβλίου The Strongman, βρίσκει τον Ρόξμπουργκ στη Ρωσία ως σύμβουλο της Ketchum, της διεθνούς εταιρείας δημοσίων σχέσεων, που το Κρεμλίνο προσέλαβε το 2006 για να διαχειριστεί την εικόνα του στο εξωτερικό. Αναφερόμενος στους υψηλά ιστάμενους Ρώσους αξιωματούχους με τους οποίους ήρθε σε επαφή, ο Ρόξμπουργκ τους παρουσιάζει σαν μια κλίκα φιλύποπτων ανθρώπων, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι πάντες και τα πάντα είναι δυνατόν να χειραγωγηθούν, ότι ένα ευνοϊκό δημοσίευμα στη Wall Street Journal έχει ασφαλώς μια τιμή, και ότι, όπως θυμάται ο Ρόξμπουργκ, η Ketchum θα πρέπει απλώς να «χρησιμοποιήσει το σύνολο των μέσων [της] για να βελτιώσει την κάλυψη». Όπως γράφει ο Ρόξμπουργκ, «δεν είχα ιδέα τι εννοούσαν».

Ωστόσο, τόσο ο Ρόξμπουργκ όσο και η Γκέσεν συγχέουν το πάθος του Πούτιν για απόλυτη, αποτελεσματική εξουσία με την αποκλειστική ιδιοκτησία της. Και οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο Πούτιν έχει στη διάρκεια της βασιλείας του ασκήσει παντοδύναμο έλεγχο σχεδόν σε κάθε στιγμή της ρωσικής πολιτικής ζωής. Όμως, εδώ γίνεται μια σύγχυση με τον τρόπο οργάνωσης του κράτους. Η φημισμένη «κάθετη εξουσία» του Πούτιν δεν είναι τόσο ένα καλολαδωμένο αυταρχικό σύστημα, όσο ένα είδος σύμβασης. Σε αντάλλαγμα της αφοσίωσης, συχνά με τη μορφή της ψήφου ή με άλλες μορφές υποστήριξης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, οι αξιωματούχοι της γραφειοκρατικά ιεραρχημένης αλυσίδας (από τους περιφερειακούς κυβερνήτες μέχρι τους τοπικούς αρχηγούς της αστυνομίας) μπορούν να διαφεντεύουν τα φέουδά τους όπως αυτοί νομίζουν, εισπράττοντας μισθώματα και βάζοντας στην τσέπη εκατομμύρια ή επιτρέποντας στις καταχρήσεις να ευδοκιμούν. Η Τσετσενία, υπό τον σημερινό πρόεδρό της Ραμζάν Καντίροφ, προσφέρει το πιο ακραίο παράδειγμα αυτής της σύμβασης ενός μικρο-κράτους, με τη δική του εκδοχή για τη σαρία και την τσετσενική παράδοση. Όπως δήλωσε ο Καντίροφ το 2009 σε ρωσική εφημερίδα, «είμαι ψυχή τε και σώματι ο άνθρωπος του Βλαντιμίρ Πούτιν. Δεν πρόκειται να τον προδώσω ποτέ. Δεν θα τον εγκαταλείψω.
Ορκίζομαι στον Παντοδύναμο. Καλύτερα να πεθάνω είκοσι φορές». 

Με άλλα λόγια, ο Πούτιν είναι τοτέμ και αρχηγός φυλής σε ένα σύστημα που δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί πουτινισμός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μέσα σ’ αυτό το κλειστό σύστημα ο ίδιος επιβλέπει τα πάντα ή ότι αυτό το σύστημα λειτουργεί πάντα σύμφωνα με τις δικές του κατευθυντήριες γραμμές. Ωστόσο η Γκέσεν, στο -ασφαλώς- εν μέρει δικαιολογημένο ξέσπασμά της, αποδίδει στον Πούτιν σχεδόν κάθε καταστροφή που συνέβη στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Για παράδειγμα, αναφερόμενη στη δολοφονία το 2007 στο Λονδίνο, του Αλεξάντρ Λιτβινένκο, του πρώην πράκτορα της FSB, της κεντρικής υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας της Ρωσίας, γράφει: «η άδεια για μια τέτοια ενέργεια θα πρέπει να έχει εγκριθεί από το γραφείο του προέδρου. Με άλλα λόγια, ο Πούτιν διέταξε τη δολοφονία του Λιτβινένκο». 

Μια τέτοια θέση, όμως, που κατατίθεται χωρίς επαρκή στοιχεία, υπερεκτιμά το επίπεδο ελέγχου του Πούτιν. Δεν είναι ο Πούτιν που εκδίδει κάθε διαταγή, ούτε οι υφιστάμενοί του εκτελούν πάντα τις διαταγές που εκδίδει. Ένα από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα αυτής της ανυπακοής συνέβη το 2004, στη διάρκεια της πολιορκίας του σχολικού συγκροτήματος στο Μπεσλάν, εντός του οποίου τρομοκράτες από τον βόρειο Καύκασο κρατούσαν για πολλές μέρες ομήρους περίπου χίλιους ανθρώπους. Όπως ανέφεραν το 2010 στο βιβλίο τους The New Nobility, με θέμα τις υπηρεσίες ασφαλείας της Ρωσίας, οι συγγραφείς Αντρέι Σολντάτοφ και η Ιρίνα Μπορόγκαν, ο Πούτιν από την αρχή είχε δώσει εντολή σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους της FSB και άλλων υπηρεσιών, να σπεύσουν αμέσως στο Μπεσλάν και να αναλάβουν δράση για την άρση του αδιεξόδου. Τα στελέχη αυτά πήραν πράγματι το αεροπλάνο και πέταξαν για το Μπεσλάν. Εκεί, παρέμειναν για μισή ώρα στην πίστα του αεροδρομίου και κατόπιν αναχώρησαν και πάλι για τη Μόσχα. Δεν θέλησαν να αναλάβουν ευθύνες και προτίμησαν ν’ αφήσουν στα χέρια άλλων τη διεξαγωγή μιας επιχείρησης που αποδείχθηκε καταστροφική. Όταν μια ομάδα γονέων που έχασαν τα παιδιά τους στο σχολείο ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Πούτιν σχετικά με τα συμβάντα, η απάντησή του ήταν απλή: «αυτά συμβαίνουν», είπε, εξηγώντας τι συμβαίνει όταν πολλοί στρατηγοί ανακατεύονται ο ένας στα χωράφια του άλλου.

Τέτοιου είδους ομολογίες αδυναμίας είναι σπάνιες, καθώς μια τέτοια παραδοχή μπορεί να αποβεί μοιραία, καθώς καραδοκούν εσωτερικοί αντίπαλοι κρυμμένοι στους κύκλους της άρχουσας τάξης αλλά και εξωτερικοί αντίπαλοι στις ξένες πρωτεύουσες. Κατά συνέπεια, λοιπόν, ο Πούτιν αφήνει στους αξιωματούχους όλων των βαθμίδων της κρατικής δομής περιθώρια σχεδόν πλήρους ατιμωρησίας: οι μεν ρυθμίζουν οι ίδιοι τις επιδόσεις τους, ο δε ανταποδίδει στηρίζοντάς τους. Ο Γκλεμπ Παβλόφσκι, ένας πρώην στενός πολιτικός σύμβουλος του Πούτιν, ο οποίος εγκατέλειψε χολωμένος το Κρεμλίνο, αφού ανεπιτυχώς την άνοιξη του 2011 υποστήριξε την ιδέα μιας δεύτερης προεδρικής θητείας για τον προστατευόμενο του Πούτιν, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, μου είπε ότι ο Πούτιν θεωρεί τον εαυτό του αρχηγό «που μπορεί να θυμώνει με κάποιον αλλά είναι υποχρεωμένος να τον υπερασπιστεί».

Κατόπιν αυτού, λοιπόν, δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Πούτιν δεν ήταν εκείνος που διέταξε τη δολοφονία του Λιτβινένκο. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι δημιούργησε ένα τέτοιο σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου είναι σχεδόν αδύνατον να προσδιορίσεις ποιος το έκανε. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όποιος κι αν σκότωσε τον Λιτβινένκο ή τη δημοσιογράφο Άννα Πολιτκόφσκαγια, την πολιτικό Γκαλίνα Σταροβόιτοβα (με τη δολοφονία της οποίας αρχίζει το βιβλίο της Γκέσεν) και
άλλους στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, γνωρίζει ότι ο αρχηγός θα τον προστατεύσει.

ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ 
Ο βαθύς οικονομικός και κοινωνικός μετασχηματισμός που συντελέστηκε στη Ρωσία στη διάρκεια της θητείας του Πούτιν δημιούργησε, για πρώτη φορά στη μετασοβιετική ιστορία της χώρας, μια πραγματική μεσαία τάξη, την οποία σε μεγάλο βαθμό απαρτίζουν μορφωμένοι επαγγελματίες αστικών κέντρων, όπως η Μόσχα και άλλες πόλεις με πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου κατοίκων. Ωρίμασε, επίσης, μια ολόκληρη τάξη καταναλωτών. Για παράδειγμα, η αγορά αυτοκινήτου στη Ρωσία είναι αυτή τη στιγμή μεγαλύτερη από εκείνη της Γερμανίας. Αυτός ο κόσμος πλήθυνε και νιώθει πιο ασφαλής για την ευμάρειά του, αλλά είναι και ο ίδιος κόσμος που έχει αρχίσει να αρθρώνει πολιτικό λόγο και έχει καταλήξει να πιστεύει στην αξία ενός δικαιότερου συστήματος. Η οικονομική άνοδος αυτών των ανθρώπων και οι συχνότητα των επαφών τους με τη Δύση για λόγους εργασίας, αναψυχής ή μέσω διαδικτύου, δημιούργησαν μια νέα κοινωνική κουλτούρα, γεμάτη προσδοκίες για μια διακυβέρνηση με αποτελεσματικότητα και διαφάνεια. Ωστόσο, για ένα μεγάλο διάστημα της θητείας του Πούτιν, η κατάσταση αυτή δεν τους οδήγησε σε άμεση ανάμιξη στην πολιτική.

Αντιθέτως, αυτή η νέα τάξη είχε εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς ήρεμης εξέγερσης, ζώντας σε έναν απόμακρο, δικό της κόσμο, μακριά από το κράτος και την πολιτική γενικότερα.
Και τότε, ξαφνικά πέρυσι, δύο γεγονότα ήρθαν να αφυπνίσουν αυτόν τον κόσμο από τον λήθαργο: πρώτον, η ανακοίνωση του Πούτιν ότι αυτός, και όχι ο Μεντβέντεφ, θα κατέβαινε ως υποψήφιος πρόεδρος και, δεύτερον, οι βουλευτικές εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου, οι οποίες στιγματίστηκαν από εκτεταμένες ενδείξεις νοθείας, που στόχο είχε να αυξήσει το ποσοστό επιτυχίας της Ενωμένης Ρωσίας, του φίλα προσκείμενου προς το Κρεμλίνο κόμματος. Το αίσθημα της αδικίας και η διάχυτη εντύπωση ότι, όπως τονίζει ένα δημοφιλές σύνθημα των τελευταίων μηνών, «Δεν είναι όλοι το ίδιο για μας», έδωσαν το έναυσμα για μαζικές διαμαρτυρίες που συγκέντρωσαν στο κέντρο της Μόσχας περισσότερους από 100.000 ανθρώπους. Δεν επρόκειτο για επαναστατικό κίνημα.

Άλλωστε, οι κοινωνικά και οικονομικά ανερχόμενοι διαδηλωτές είχαν πολλά να χάσουν. Σύμφωνα, όμως, με τον κοινωνιολόγο Λεβ Γκουτκόφ, που είναι και επικεφαλής της Levada Center, μιας αξιοσέβαστης ανεξάρτητης εταιρείας δημοσκοπήσεων, οι διαδηλωτές πρόβαλαν μια σειρά ηθικών απαιτήσεων: εμπιστοσύνη, εντιμότητα και διαφάνεια στη δημόσια ζωή και στην πολιτική.

Κι ενώ αυτές οι διαδηλώσεις συνεχίζονται, το κίνημα διαμαρτυρίας έχει παράλληλα αρχίσει να δραστηριοποιείται με ενέργειες μικρότερης κλίμακας και πιο αθόρυβες: για παράδειγμα, νέοι και ανεξάρτητοι υποψήφιοι αναδεικνύονται σε εκλογές για τα δημοτικά συμβούλια στη Μόσχα, και ομάδες εθελοντών ταξιδεύουν σε διάφορες πόλεις της χώρας για να εποπτεύσουν τη διεξαγωγή τοπικών εκλογικών αναμετρήσεων. Η απάθεια και ο ατομισμός της σοβιετικής εποχής δίνουν σπασμωδικά τη θέση τους στην κοινωνική συνειδητοποίηση.

Εξαιτίας όλων των ανωτέρω, η Ρωσία φαίνεται να έχει αλλάξει τους τελευταίους μήνες, αλλά ο Πούτιν έχει μείνει ο ίδιος. Και τώρα, όπως και πριν, θα βασιστεί στο ιδιότυπο μίγμα αρρενωπότητας, σταράτης κουβέντας και χοντροκομμένου χιούμορ, και θα τροφοδοτεί τους δύο μεγάλους φόβους που ανέκαθεν είχαν απήχηση στην κοινωνία: την ανάμνηση του χάους και της αδυναμίας της δεκαετίας του 1990, καθώς και την απειλή εχθρών από το εξωτερικό. Η πρώτη του αντίδραση για τις ταραχές του περασμένου Δεκεμβρίου ήταν να τις αποδώσει στην Αμερικανίδα υπουργό Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον. Ύστερα παρομοίασε τις λευκές κορδέλες των διαδηλωτών με προφυλακτικά. «Ο Πούτιν συνεχίζει να λέει παλιομοδίτικα αστεία», μου είπε ο Παβλόφσκι.

Όμως, αυτά τα ξεπερασμένα αστεία έχουν όλο και λιγότερη απήχηση. Καταρχάς, η ευμεγέθης τάξη των ανθρώπων με αστικά επαγγέλματα, έχοντας φθάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο οικονομικής ασφάλειας, ενδιαφέρονται πλέον για τις δημοκρατικές αξίες και τον σεβασμό. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την Αίγυπτο της εποχής Μουμπάρακ, τα αιτήματα για αλλαγή δεν εκπορεύονται από την οικονομική απόγνωση. Ως εκ τούτου, ο Πούτιν δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην εικόνα του ως αναντικατάστατου εγγυητή της σταθερότητας και της ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν ότι όσο πιο ευκατάστατος είναι σήμερα ένας ενήλικας άνδρας στη Μόσχα, τόσο πιο πιθανό είναι να τάσσεται υπέρ της ιδέας των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων. Με άλλα λόγια, και σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σε άλλα αυταρχικά κράτη, στη Ρωσία ο υλικός πλούτος δεν οδήγησε τους ανθρώπους σε αφομοίωση προς το σύστημα. Αντιθέτως, στρέφει το άτομο εναντίον αυτού του συστήματος. Η οικονομική ανεξαρτησία από το κράτος, την οποία απολαμβάνουν κυρίως εκείνοι που ασκούν σχετικά προσοδοφόρα επαγγέλματα, τροφοδοτεί την ανάγκη για πολιτική ανεξαρτησία.

Η δυναμική αυτή ερμηνεύει -ίσως- το γιατί προς το τέλος της προεκλογικής περιόδου, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, ο Πούτιν επεδίωξε να δημιουργήσει ένα είδος ρωσικής ταξικής πολιτικής. Προβλήθηκε ως ηγέτης της αγροτικής και βιομηχανικής Ρωσίας, ως υπερασπιστής της χώρας από εκείνες τις ακατονόμαστες δυνάμεις που θέλουν, όπως είπε σε μια προεκλογική ομιλία του, «να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις μας, να επιβάλλουν τη βούλησή τους πάνω μας». Σ’ αυτόν και σε άλλους προεκλογικούς του λόγους, ο Πούτιν επιχείρησε να συνδέσει στη συνείδηση του κοινού τους διαδηλωτές της μεσαίας τάξης με εχθρούς από το εξωτερικό, που θέλουν να δουν τη Ρωσία να νοσεί. Τη νύχτα της εκλογικής του νίκης, είπε στους εργαζόμενους ενός εργοστασίου: «Βάλατε στη θέση τους εκείνους που προχώρησαν πολύ μακριά και προσέβαλαν τον εργαζόμενο άνθρωπο». Ο πραγματικός «ρωσικός λαός», συνέχισε, είναι «ο εργάτης και ο επιστήμονας».

Η στρατηγική του Πούτιν να δημιουργήσει μέτωπο ανάμεσα στην εργατική και τη μεσαία τάξη, ανάμεσα στην επαρχία και τις πόλεις, βραχυπρόθεσμα έπιασε τόπο. Αυτό, όμως, μπορεί ν’ αλλάξει. Εδώ και χρόνια, στις μικρότερες πόλεις και επαρχίες, η δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση και την ευρύτερη καθεστηκυία τάξη, ποτέ δεν μεταφράστηκε σε εχθρότητα απέναντι στον ίδιον τον Πούτιν. Όμως τώρα, ο Μιχαήλ Ντμίτριεφ, ο πρόεδρος του Κέντρου Στρατηγικών Ερευνών της Μόσχας, υποστηρίζει ότι αυτή η παραφωνία εξασθενεί. Πολλές από τις τάσεις που είναι γνωστές στις πόλεις εμφανίζονται τώρα και στην επαρχία: η άνοδος του επιπέδου ζωής οδηγεί σε αύξηση των προσδοκιών και τα τοπικά παράπονα, είτε για τις κακές υποδομές ή κυρίως για διαφθορά αξιωματούχων, αποκτούν απήχηση εθνικής εμβέλειας και η δυσαρέσκεια έχει αποδέκτη τη Μόσχα. Σύμφωνα με τον Ντμίτριεφ, το θερμόμετρο στις περιφέρειες ανεβαίνει κατά του Πούτιν, καθιστώντας την επαρχία «κλειδί για την έκβαση του πολιτικού μέλλοντος της Ρωσίας».

Πράγματι, καθώς αυτό το φθινόπωρο επανέρχονται οι άμεσες εκλογές κυβερνητών, και μολονότι έχουν γίνει αυστηροί έλεγχοι σχετικά με τη νομιμότητα των υποψηφιοτήτων, οι πρώτες γκρίνιες για ουσιαστική πολιτική μεταρρύθμιση είναι πιθανό να προέλθουν όχι από τη Μόσχα αλλά από κάθε μια περιφερειακή πρωτεύουσα. Ήδη, αντιπολιτευόμενοι δήμαρχοι έχουν αναλάβει τα καθήκοντά τους στο Γιαροσλάβ και το Τολιάτι, ενώ κι άλλες τοπικές εκλογές προγραμματίζονται γι’ αυτό το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Καθώς το κυβερνών κόμμα, η «Ενωμένη Ρωσία», εξακολουθεί να χάνει τη λαϊκή στήριξη, ενώ παράλληλα αναδύονται νέα πολιτικά πρόσωπα στις πόλεις και τις περιφέρειες, ο Πούτιν ενδέχεται να έρθει αντιμέτωπος με τοπικούς πολιτικούς που είναι πιο δημοφιλείς από τον ίδιον.

Μια τέτοια δυσχερής κατάσταση μπορεί σύντομα να εξελιχθεί σε εμπειρία ανάλογη με εκείνη που βίωσε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ προς το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, όταν βρέθηκε κυκλωμένος από ηγέτες των σοβιετικών δημοκρατιών, του Γιέλτσιν περιλαμβανομένου, οι οποίοι, αν και τυπικά υποδεέστεροι, απολάμβαναν μεγαλύτερης λαϊκής νομιμοποίησης στους ντόπιους πληθυσμούς. Ένα τέτοιο σενάριο δεν πρόκειται σήμερα να οδηγήσει σε διάσπαση της Ρωσίας, όπως συνέβη με τη Σοβιετική Ένωση. Μπορεί, όμως, να μεταβάλει ολόκληρο το πλέγμα κινήτρων για τους τοπικούς πολιτικούς, καθώς εκείνοι οι κυβερνήτες που θα θέλουν να διατηρήσουν τη δημοτικότητά τους, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και τα τοπικά αιτήματα κοντά στις απαιτήσεις που θα προβάλει το Κρεμλίνο. Μέχρι στιγμής, στα χρόνια του Πούτιν οι υποψήφιοι για τις περιφέρειες επιλέγονταν με αποκλειστικό γνώμονα την αποδεδειγμένη πίστη τους στον Πούτιν. Όμως, αν συνεχιστεί η τάση ανάπτυξης ουσιαστικής πολιτικής στις περιφέρειες και αν οι πολιτικοί εκεί θεωρήσουν τους εαυτούς τους έστω και κατ’ ελάχιστον υπόλογους στους κατά τόπους ψηφοφόρους, η ισορροπία μπορεί ν’ αλλάξει, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη διατήρηση του Πούτιν στην εξουσία.

ΠΟΥΤΙΝΙΣΜΟΣ
Το σύστημα Πούτιν, αν και επηρεασμένο από πάλαι ποτέ επίδοξους εκσυγχρονιστές ηγέτες της ρωσικής ιστορίας, όπως ο Πιοτρ Στολύπιν, τσαρικός πρωθυπουργός, και ο Γιούρι Αντρόποφ, αρχηγός της KGB και βραχύβιος γενικός γραμματέας της ΕΣΣΔ, είναι εντέλει αποκλειστικότητα της εποχής Πούτιν. Δεν μεταφράζεται, όπως γράφει η Γκέσεν, σε «μετασχηματισμό της Ρωσίας σε κοινωνία σοβιετικού τύπου». Ο πουτινισμός επιβίωσε επειδή, σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση, αφήνει -σε γενικές γραμμές- τους πολίτες στην ησυχία τους. Τους παρέχει μια σειρά ελευθεριών ως καταναλωτών και επαγγελματιών που δίνουν έμφαση στην καριέρα τους. Από τα φτηνά έπιπλα του IKEA μέχρι τις διακοπές στο εξωτερικό, έχουν στη διάθεσή τους πολλά από τα εξωτερικά γνωρίσματα της ζωής των Ευρωπαίων της μεσαίας τάξης, ενώ για όσους έχουν φιλοδοξία και ταλέντο, η Μόσχα μπορεί ν’ αποδειχθεί θαυμάσιο μέρος για να σταδιοδρομήσει κανείς. Οι επιλογές είναι πάρα πολλές, εκτός αν έχουν να κάνουν με την πολιτική. Και από πρόθεση, δεν υπάρχουν ρεφουζένικ (άνθρωποι που τους στερείται το δικαίωμα εξόδου από τη χώρα) στη Ρωσία του Πούτιν: όποιος είναι δυστυχής με αυτήν τη διευθέτηση, μπορεί ανά πάσα στιγμή να εγκαταλείψει τη χώρα. Στην ουσία, ο πουτινισμός είναι κάτι πολύ πιο πανούργο και μεταμοντέρνο από τον άγαρμπο και ασφυκτικό έλεγχο που είχε επιβάλει το σοβιετικό κράτος.

Στο τέλος του βιβλίου της η Γκέσεν σοφά σημειώνει ότι ο πουτινισμός, σε αντίθεση με τον κομμουνισμό, δεν αποτελεί μια συνεκτική κοσμοθεωρία, αλλά μάλλον μια κυβερνητική δομή γύρω από τον άξονα διατήρησης της σταθερότητας και, κατά συνέπεια, της εξουσίας. Σε αντίθεση με τη σοβιετική περίοδο, όταν η επίσημη προπαγάνδα επιχειρούσε να αιτιολογήσει ορισμένες στερήσεις, ο πουτινισμός δεν προσφέρει στους Ρώσους πολίτες πολλά για να πιστέψουν, ούτε τους παρέχει μια αίσθηση αποστολής ώστε να δικαιολογούν τις θυσίες ή, έστω, τη δυσφορία τους. Αυτό θα δημιουργήσει δύο προβλήματα στον Πούτιν μέσα στα επόμενα χρόνια. Πρώτον, σε περίπτωση μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ή μιας πτώσης των τιμών του πετρελαίου, ο λαός δεν θα είναι πρόθυμος να υπομείνει υποχώρηση στην υλική ευμάρεια. Και δεύτερον, τα νέα πολιτικά πρόσωπα και κινήματα, όπως λέει η Γκέσεν, δεν θα χρειαστεί «να υπερνικήσουν τη δύναμη μιας ριζωμένης ιδεολογίας» για να προβληθούν ως αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις.

Προς το παρόν, η οικονομική ανάπτυξη είναι μέτρια, αλλά σταθερή και ο ρωσικός προϋπολογισμός θα παραμείνει μάλλον στα ίδια επίπεδα, αποτρέποντας οποιονδήποτε δραματικό εσωτερικό κραδασμό. Όμως, ο Πούτιν δεν έχει αφήσει να φανεί καμία ένδειξη ως προς την κατεύθυνση προς την οποία σκοπεύει να οδηγήσει τη χώρα. Διαμορφώνοντας το όραμά τους για τη Ρωσία, ο Πούτιν και ο κύκλος του μπορεί να τρέφουν θαυμασμό για την Κίνα, με την εκπληκτική οικονομική της ανάπτυξη και την ακλόνητη μονοκομματική εξουσία. Σε αντίθεση, όμως, με τη Ρωσία, στην Κίνα η διοικητική ιεραρχία είναι πιο ισχυρή και πιο αξιοσέβαστη από οποιοδήποτε πρόσωπο. Έτσι, λοιπόν, ο Πούτιν διατρέχει τον κίνδυνο να κατασκευάσει κάτι που να μοιάζει με ένα απολυταρχικό καθεστώς της Κεντρικής Ασίας, στο πλαίσιο του οποίου ο αυτοαποκαλούμενος «εθνικός ηγέτης» δεν είναι απλώς υπερασπιστής του συστήματος αλλά ο ίδιος είναι το σύστημα. Ο Βλαντισλάβ Ινοζέμτσεφ, οικονομολόγος και διευθυντής του Κέντρου Μεταβιομηχανικών Σπουδών, μου είπε ότι αυτό τοποθετεί τη Ρωσία στη μοναδική κατηγορία μιας χώρας «οικονομικά σταθερής, αλλά μη αναπτυσσόμενης».

Αυτό μπορεί να διατηρήσει για ένα διάστημα ασφαλή τον Πούτιν, αλλά μακροπρόθεσμα δεν προσφέρει παρά ελάχιστες ελπιδοφόρες προοπτικές. Έχοντας χτίσει τη βασική δομή της σταθερότητας πάνω στα αδύναμα θεμέλια της δεκαετίας του 1990, ο Πούτιν φαίνεται να μην έχει αποφασίσει πώς θα διαχειριστεί το οικοδόμημά του, εκτός από το να το παρατηρεί αν είναι σταθερό. Για πόσο θα συνεχίζει αυτήν την τακτική; Αυτό εξαρτάται από την ικανότητα του Πούτιν να προσαρμόσει το όραμά του για το κράτος σε μια Ρωσία που έχει αλλάξει. Ο θρόνος μπορεί να του είναι γνώριμος, αλλά το βασίλειο είναι εντελώς διαφορετικό.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137728/joshua-yaffa/reading-putin

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.