Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Ομοιοπαθητική


Η Ομοιοπαθητική, από τις λέξεις όμοιον και πάθος, είναι μια μέθοδος εναλλακτικής ιατρικής που βασίζεται στην αρχή των ομοίων και τον κανόνα της απειροελάχιστης δόσης, έχοντας ως κεντρικό αξίωμα πως «τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια» (similia similibus curantur). Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ομοιοπαθητική (European Committee for Homeopathy), που αποτελείται από εκπροσώπους οργανώσεων ομοιοπαθητικών γιατρών, ορίζεται ως «ένα σύστημα πρακτικής ιατρικής, με σκοπό τη μεθοδολογική βελτίωση της υγείας ενός οργανισμού, μέσω της χορήγησης φαρμακολογικά δοκιμασμένων και κατάλληλα επεξεργασμένων ουσιών που επιλέγονται ανά περίπτωση, σύμφωνα με το νόμο των ομοίων».
To Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κλασικής Ομοιοπαθητικής ορίζει την ομοιοπαθητική ως «θεραπευτική τέχνη και ιατρική επιστήμη». Οι βασικές αρχές της ομοιoπαθητικής προτάθηκαν για πρώτη φορά το 1796, από τον Γερμανό γιατρό Σάμουελ Χάνεμαν
(1755-1843) και η πρώτη χρήση του όρου ομοιοπαθητική, από τον ίδιο, χρονολογείται το 1807. O όρος αποδίδεται επίσης στον Ιπποκράτη.
Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, η ομοιοπαθητική αντιμετωπίστηκε ως ένα εναλλακτικό και συχνά προτιμότερο θεραπευτικό σύστημα, σε σύγκριση με άλλες επίπονες και επικίνδυνες ιατρικές πρακτικές που εφαρμόζονταν, ωστόσο από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά από σημαντικές ανακαλύψεις που σημειώθηκαν στον τομέα της ιατρικής, έχει υποστεί έντονη κριτική και αμφισβήτηση, χαρακτηριζόμενη ενίοτε από τους επικριτές της ως ψευδοεπιστήμη.
Υποστηρίζεται πως βασικές αρχές της δεν μπορούν να επαληθευτούν στα πλαίσια της επιστημονικής μεθοδολογίας, ενώ ορισμένες από τις υποθέσεις της παραβιάζουν γνωστούς φυσικούς νόμους. Οι επικριτές της ομοιοπαθητικής υποστηρίζουν πως τα αποτελέσματά της δεν διαφοροποιούνται από τη γνωστή επίδραση των εικονικών φαρμάκων (placebo) ενώ πολυάριθμες συστηματικές ανασκοπήσεις κλινικών δοκιμών της έχουν πραγματοποιηθεί, συχνά με αντικρουόμενα αποτελέσματα, χωρίς να επιβεβαιώνεται με οριστικό τρόπο πως αποτελεί αποτελεσματική θεραπεία για κάποια ιατρική πάθηση.
Ο Χάνεμαν έθεσε τα θεμέλια της ομοιοπαθητικής, υποστηρίζοντας πως όλες οι ασθένειες αντιμετωπίζονταν αποτελεσματικότερα εφόσον οι ασθενείς έκαναν χρήση φαρμάκων που προκαλούσαν όμοια συμπτώματα με αυτά των ασθενειών, όταν χορηγούνταν σε υγιείς οργανισμούς. Αργότερα, διατύπωσε την «αρχή της απειροελάχιστης δόσης», θεωρώντας πως η μείωση της συγκέντρωσης ενός φαρμάκου δεν προκαλεί ανάλογη εξασθένιση της επίδρασής του, εφόσον κατά την σταδιακή αραίωση του «δυναμοποιείται» μέσα από μία διαδικασία σταδιακής αραίωσης και βίαιης δόνησης του διαλύματος.
Οι βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής, όπως διατυπώθηκαν από τον Χάνεμαν, αναφέρονται συχνά ως «Κλασσική Ομοιοπαθητική», στα πλαίσια της οποίας ο ασθενής λαμβάνει ένα μόνο φάρμακο, και δίδεται ικανός χρόνος στον οργανισμό του ασθενούς να ανταποκριθεί. Υπό τον όρο ομοιοπαθητική συμπεριλαμβάνονται και άλλοι τρόποι εφαρμογής των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, όπως για παράδειγμα η Ισοπαθητική, η Πλουραλιστική ομοιοπαθητική, η Πολυφαρμακία, κ.α.
Η ομοιοπαθητική παραμένει δημοφιλής σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και στην Ινδία, ενώ λιγότεροι είναι οι υποστηρικτές της στις ΗΠΑ. Στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στο Βέλγιο, καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά του πληθυσμού που χρησιμοποιεί συμπληρωματικά την ομοιοπαθητική. Το 1997, το 29% του πληθυσμού της Ευρώπης χρησιμοποιούσε ομοιοπαθητικές θεραπείες, ενώ τα ομοιοπαθητικά φάρμακα κάλυπταν περίπου το 1% των πωλήσεων της Ευρωπαϊκής φαρμακοβιομηχανίας.
Xώρες της κεντρικής και βόρειας Αμερικής, της Ασίας και της Ευρώπης έχουν αναγνωρίσει επίσημα την ομοιοπαθητική, ως σύστημα υγείας ή διακριτή ειδικότητα της ιατρικής. Ορισμένες από αυτές έχουν ενσωματώσει πλήρως την ομοιοπαθητική στο εθνικό σύστημα υγείας τους (κυρίως η Βραζιλία, η Ινδία, το Μεξικό, το Πακιστάν, η Σρι Λάνκα και το Ηνωμένο Βασίλειο), ενώ σε αρκετές χώρες ισχύουν νομικοί περιορισμοί, επιτρέποντας την πρακτική εφαρμογή της μόνο από αλλοπαθητικούς γιατρούς.
Αρχές της ομοιοπαθητικής: Η ομοιοπαθητική, ως σύστημα υγείας, βασίζεται στην υπόθεση πως η θεραπεία μιας ασθένειας μπορεί να επιτευχθεί με χρήση φαρμακευτικών ουσιών που είναι ικανές να προκαλέσουν τα συμπτώματα της ασθένειας, όταν χορηγηθούν σε έναν υγιή οργανισμό. Η αρχή αυτή ονομάζεται «νόμος των ομοίων» ή «κανόνας των ομοίων» και κατά τους ομοιοπαθητικούς γιατρούς επαληθεύεται εμπειρικά.
Η σύνδεση ενός φαρμάκου με ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων, επιτυγχάνεται μέσα από μία διαδικασία «απόδειξής» του (ή «επαλήθευσης», αγγλ. proving), που συνίσταται στη χορήγησή του σε υγιείς οργανισμούς, καταγράφοντας εμπειρικά όλα τα συμπτώματά που επιφέρει. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τον κανόνα των ομοίων, εφόσον ο καφές έχει επαληθευτεί πως προκαλεί συμπτώματα αϋπνίας, μπορεί υπό προϋποθέσεις να χορηγηθεί για τη θεραπεία προβλημάτων αϋπνίας.
Μία απόδειξη θεωρείται πλήρης όταν οι ουσίες έχουν το εν λόγω αποτέλεσμα χορηγούμενες σε ολόκληρο το φάσμα των δόσεων (τόσο τοξικές όσο και απειροελάχιστες), ενώ κρίνεται αναγκαία η καταγραφή όλων των παρατηρούμενων συμπτωμάτων, σε πνευματικό, ψυχικό και φυσικό επίπεδο, συνεπώς για την ομοιοπαθητική η κλασική τοξικολογία δεν είναι πλήρης. Εφαρμόζεται αποκλειστικά σε υγιείς οργανισμούς, προκειμένου να μην συνδυαστούν συμπτώματα μίας ασθένειας με την επενέργεια του φαρμάκου. Με αυτό τον τρόπο, πιστεύεται ότι εξασφαλίζεται η γνώση της δράσης κάθε ουσίας στη συνολική υγεία του οργανισμού.
Δεύτερη βασική αρχή της ομοιοπαθητικής είναι η υπόθεση πως μία ουσία μπορεί να έχει ισχυρά θεραπευτικά αποτελέσματα όταν αραιωθεί σταδιακά σε απειροελάχιστες δόσεις και εφόσον μεταξύ κάθε αραίωσης το διάλυμα αναταράσσεται βίαια, διαδικασία που στην ομοιοπαθητική ορολογία απαντάται ως «δυναμοποίηση» (potentization ή dynamization). Ο Χάνεμαν επιχείρησε να την εξηγήσει, συγκρίνοντάς τη με την παραγωγή θερμότητας ή τη μαγνήτιση υλικών μέσω της τριβής, διαδικασίες που δεν ήταν τότε πλήρως κατανοητές.
Οι υποστηρικτές της ομοιοπαθητικής πρεσβεύουν πως όσο μεγαλύτερη είναι η δυναμοποίηση, δηλαδή η αραίωση συνοδευόμενη από τη βίαιη ανατάραξη του διαλύματος, τόσο αυξάνει η θεραπευτική δύναμη της διαλυμένης ουσίας. H επιλογή του ποσοστού αραίωσης δεν ακολουθεί κάποιον αυστηρό κανόνα και η εμπειρία ή η παρατήρηση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.
Σύμφωνα με ένα τρίτο αξίωμα της ομοιοπαθητικής, οι θεραπείες είναι αποτελεσματικότερες όταν επιλέγονται με βάση τα συνολικά χαρακτηριστικά συμπτώματα και όχι αποκλειστικά εκείνα της ασθένειας. Αυτή η ολιστική και συγχρόνως εξατομικευμένη αντιμετώπιση συνεπάγεται πως ακόμα και αν σε δύο ασθενείς γίνεται η ίδια διάγνωση, ενδέχεται να χορηγηθεί διαφορετικό ομοιοπαθητικό φάρμακο που θα ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα διανοητικά, ψυχικά και σωματικά συμπτώματα του κάθε οργανισμού.
Ουσιώδες σημείο της ομοιοπαθητικής είναι η πεποίθηση πως η θεραπευτική αγωγή οφείλει να αποσκοπεί στην ίαση του ατόμου μάλλον παρά της νόσου, δηλαδή δεν αναγνωρίζονται ασθένειες αλλά ασθενείς οργανισμοί.
 Ας διαβάσουμε προσεκτικά ένα απόσπασμα από The Consumer’s Guide to Homeopathy, Dana Ullman, Tarcher/Putnam, 1996. σε μετάφραση: Αντώνης Παΐζης, ιατρός
Άνθρωποι με κάποια εμπειρία στην ομοιοπαθητική, δεν έχουν αμφιβολία ότι τα φάρμακα «δουλεύουν«, αν και αναπόφευκτα θα έχουν κάποιους συγγενείς, φίλους, γείτονες και γιατρούς που θα το βλέπουν με δυσπιστία. Ένας τρόπος για να αντιμετωπίσουμε αυτό το σκεπτικισμό είναι να γνωρίσουμε τις έρευνες που έχουν γίνει πάνω στην αποτελεσματικότητα των ομοιοπαθητικών φαρμάκων. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολύ περισσότερες εργαστηριακές και κλινικές έρευνες πάνω στην ομοιοπαθητική ιατρική, απ’ ότι ο περισσότερος κόσμος μπορεί να αντιληφθεί. Λέγοντας αυτά, θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε την ανάγκη για περισσότερες έρευνες, όχι απλά για να απαντήσουμε στις ερωτήσεις των σκεπτικιστών, αλλά για να βοηθηθούν οι ομοιοπαθητικοί να βελτιώσουν τη χρήση αυτών των ισχυρών φυσικών φαρμάκων.
Κάποιοι σκεπτικιστές επιμένουν ότι η έρευνα στην ομοιοπαθητική είναι υποχρεωτική, καθότι η χρήση των εξαιρετικά μικρών δόσεων δεν σημαίνει τίποτα και καθότι δεν υπάρχει κάποιος γνωστός μηχανισμός δράσης αυτών των φαρμάκων. Ενώ είναι αλήθεια ότι οι ομοιοπαθητικοί, προς το παρόν, δεν γνωρίζουν ακριβώς πως οι ομοιοπαθητικές μικροδόσεις «δουλεύουν», υπάρχουν κάποιες θεωρίες που έχουν επιβληθεί, σχετικά με τον μηχανισμό δράσης τους. Ακόμα πιο σημαντικό είναι όμως το γεγονός της απόδειξης ότι «δουλεύουν».
Και, ενώ οι ομοιοπαθητικοί μπορεί να μην καταλαβαίνουν πως τα φάρμακά τους αποδίδουν, σκεφτείτε ότι κορυφαίοι σύγχρονοι φαρμακοποιοί εύκολα παραδέχονται, ότι υπάρχουν πολλά φάρμακα σήμερα, που συνταγογραφούνται συχνά, συμπεριλαμβάνομένης και της ασπιρίνης και κάποιων συγκεκριμένων αντιβιοτικών, των οποίων ο μηχανισμός δράσης παραμένει άγνωστος. Παρ’όλο όμως αυτό το κενό γνώσης, οι γιατροί δεν έχουν σταματήσει να τα συνταγογραφούν.
Πολλοί συμβατικοί γιατροί εκφράζουν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της ομοιοπαθητικής, δηλώνοντας ότι «θα την πιστέψουν όταν τη δουν». Ίσως είναι πιο κατάλληλο γι’ αυτούς να παραδεχτούν ότι «θα τη δουν όταν την πιστέψουν». Αυτό δεν πρέπει να ληφθεί τόσο σαν κριτική για τους συμβατικούς γιατρούς, αλλά κυρίως για την συμβατική ιατρική σκέψη. Το βιοϊατρικό μοντέλο έχει περιορίσει τον τρόπο αντίληψης, τη σκέψη και την πρακτική της ιατρικής, στην θεραπεία ειδικών νόσων με υποτιθέμενα ειδικά – αντισυμπτωματικά φάρμακα και θεραπευτικούς χειρισμούς.
Μια συνολική άποψη της συγκεκριμένης προσέγγισης της ιατρικής είναι η υπόθεση ότι όσο μεγαλύτερη είναι η δόση ενός φαρμάκου, τόσο πιό ισχυρό το αποτέλεσμα. Και ενώ αυτό μπορεί επιφανειακά να φαίνεται σωστό, εντούτις καλά ενημερωμένοι γιατροί και φαρμακοποιοί γνωρίζουν ότι δεν είναι αλήθεια. Υπάρχει μια αναγνωρισμένη αρχή στη φαρμακολογία που λέγεται «διφασική ανταπόκριση των φαρμάκων».
Αντί λοιπόν σε ένα φάρμακο, απλά να αυξάνεται η αποτελεσματικότητα του όσο αυξάνεται η δόση του, οι έρευνες δείχνουν συνεχώς ότι υπερβολικά μικρές δόσεις μιας ουσίας έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα των μεγάλων δόσεων.
Οι δύο φάσεις της δράσης ενός φαρμάκου (εξ ού και το όνομα «διφασική») εξαρτώνται από τη δόση. Για παράδειγμα, είναι ευρέως γνωστό, ότι φυσιολογικές ιατρικές δόσεις ατροπίνης μπλοκάρουν τα παρασυμπαθητικά νεύρα, προκαλώντας ξηρότητα στους βλεννογόνους, ενώ υπερβολικά μικρές δόσεις ατροπίνης προκαλούν αύξηση των εκκρίσεων στους βλεννογόνους.
Αυτή η φαρμακολογική αρχή, ανακαλύφθηκε το 1870 ταυτόγχρονα από δύο διαφορετικούς ερευνήτες, τον Hugo Schulz, ένα συμβατικό επιστήμονα και τον Rudolf Arndt, ψυχίατρο και ομοιοπαθητικό. Αρχικά ονομαζόμενος ως ο νόμος των Arndt – Schulz, αυτή η αρχή παραμένει ακόμα ευρέως αναγνωρισμένη, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι περιγράφεται στα ιατρικά λεξικά με τον ορισμό «νόμος».
Πιο ειδικά, αυτοί οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ασθενή ερεθίσματα επιταχύνουν την φυσιολογική δραστηριότητα, μέτρια ερεθίσματα την αναστέλουν και ισχυρά ερεθίσματα την παύουν. Για παράδειγμα, πολύ ασθενείς συγκεντρώσεις ιωδίου, βρωμίου, χλωριούχου υδραργύρου και αρσενικού οξέος θα ενισχύσουν την ανάπτυξη της μαγιάς (μύκητα), μέτριες δόσεις αυτών των στοιχείων θα την αναστείλουν και μεγάλες δόσεις θα σκοτώσουν τον μύκητα.
Το 1920, συμβατικοί επιστήμονες που εξέτασαν και επιβεβαίωσαν αυτήν τη διφασική ανταπόκριση, ονόμασαν το φαινόμενο «Ορμεσις» (Ηormesis) και έκτοτε δεκάδες μελέτες, σε διάφορα θέματα, δημοσιεύτηκαν, για να επιβεβαιώσουν αυτήν τη βιολογική αρχή.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρήθηκε μια αναβίωση του ενδιαφέροντος γι’αυτόν τον φαρμακολογικό νόμο και τώρα εκατοντάδες μελέτες σε πολυάριθμους ερευνητικούς τομείς τον έχουν επιβεβαιώσει. Εξ’αιτίας του γεγονότος ότι αυτές οι μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί από επιστήμονες συμβατικούς και οι οποίοι δεν είχαν καμμία σχέση με την ομοιοπαθητική, δεν έχουν ελέγξει ή ούτε καν ακόμα είχαν σκεφτεί να ελέγξουν τις υπεραραιωμένες διαλύσεις που χρησιμοποιούνται στην ομοιοπαθητική. Ομως, οι έρευνές τους με τέτοιες μικρές δόσεις, δείχνουν συνεχώς τόσο σημαντικά αποτελέσματα ώστε και οι ίδιοι οι ερευνητές εκφράζουν σύγχυση και έκπληξη.
Η αναφορά στην έρευνα με βάση το νόμο των Arndt – Schulz και το φαινόμενο Hormesis είναι σημαντικά για την αξιολόγηση της ομοιοπαθητικής έρευνας, καθότι επιδεικνύει την σπουδαιότητα της διφασικής ανταπόκρισης και της επίδρασης των ελαχίστων δόσεων, συμβάντα που βρίσκονται στην «καρδιά» της ομοιοπαθητικής θεραπευτικής. Αυτή η έρευνα, αν και είναι εύκολα προσιτή σε φυσικούς και επιστήμονες, εντούτις συχνά αγνοείται ή δεν κατανοείται.
Ο ερευνητικός όγκος στα ομοιοπαθητικά φάρμακα, συνεχώς διογκώνεται και παράλληλα αυξάνεται και η δυσχέρεια του να αγνοηθούν αυτές οι μελέτες, καθόσον πλέον αυτές εμφανίζονται σε πολλά από τα πλέον έγκυρα ιατρικά και επιστημονικά έντυπα ανά τον κόσμο. Αυτό το άρθρό δεν θα εξαντλήσει το θέμα της έρευνας (όπου θα απαιτείτο ένας ή δύο τόμοι). Θα παρουσιάσει όμως πολλές από τις καλύτερες μελέτες, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν δημοσιευθεί σε κλασσικά ιατρικά και επιστημονικά περιοδικά.
Μερικές από τις μελέτες συζητιώνται εξ’αιτίας των εντυπωσιακών αποτελεσμάτων που έχουν να επιδείξουν και άλλες συμπεριλαμβάνονται για την αξία που έχουν στην καλύτερη κατανόηση της ομοιοπαθητικής και της θεραπευτικής διεργασίας. Η ανασκόπηση των ερευνών δεν γίνεται μόνο για δοθεί ένα πειστήριο για την αποτελεσματικότητα της ομοιοπαθητικής ιατρικής, αλλά επίσης για να διαφωτίσει τους αναγνώστες στο πώς να αξιολογούν μια ομοιοπαθητική έρευνα, είτε αυτή έχει θετικά είτε αρνητικά αποτελέσματα.
Για την πληρέστερη κατανόηση του υπόλοιπου τμήματος αυτού του άρθρου, θα βοηθούσαν οι εξής διευκρινίσεις:
* Διπλά-τυφλά (double-blind) πειράματα αναφέρονται στα πειράματα όπου ούτε ο πειραματίζων ούτε οι συμμετέχοντες γνωρίζουν αν χορηγείται συγκεκριμένο φάρμακο ή πλασέμπο (ένα αδρανές φάρμακο που μοιάζει και έχει την ίδια γεύση με το κανονικό ομοιοπαθητικό φάρμακο)
* Τυχαία-επιλεγμένα (randomized) πειράματα είναι αυτά όπου οι συμμετέχοντες σε ένα πείραμα τοποθετούνται τυχαία είτε σε ομάδες για θεραπεία είτε σε ομάδες πλασέμπο. Οι ερευνητές προσπαθούν να βάλουν άτομα με παραπλήσια χαρακτηριστικά, σε ίσο αριθμό, στις ομάδες θεραπείας και πλασέμπο.
* Διασταυρούμενες (crossover) μελέτες αναφέρονται σε πειράματα στα οποία οι μισοί συμμετέχοντες σε μία μελέτη παίρνουν πλασέμπο στην πρώτη φάση της μελέτης και μετά, κατά την διάρκεια της δεύτερης φάσης, παίρνουν το κανονικό φάρμακο, ενώ οι άλλοι μισοί ξεκινούν με το φάρμακο και μετά, στην δεύτερη φάση, παίρνουν πλασέμπο. Οι διασταυρούμενες μελέτες, ωρισμένες φορές, δεν ελέγχουν ένα πλασέμπο, αλλά συγκρίνουν ένα τύπο θεραπείας με κάποιον άλλο.
Η σύγχρονη έρευνα είναι σχεδιασμένη, για να αξιολογεί τα αποτελέσματα μίας θεραπείας, συγκριτικά με αυτά του πλασέμπο και/ή μίας άλλης θεραπείας. Η μελέτη αυτού του τύπου είναι αξιόλογη, γιατί πολλοί ασθενείς αντιδρούν πολύ καλά στα πλασέμπο, και αυτή η «θεραπεία» (με πλασέμπο) είναι πολύ ασφαλής και χαμηλού κόστους. Εντούτις, γενικά, θεωρείται ότι οι «πραγματικές θεραπείες» πρέπει να έχουν σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα από τα αποτελέσματα των πλασέμπο. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι και τα αποτέλεσμα του πλασέμπο (placebo effect) μπορεί να είναι σημαντικά και παράλληλα πολύ θετικά από κλινικής πλευράς (κάποιοι τα θεωρούν σαν ένα τύπο αυτο-θεραπείας).
Το διπλο-τυφλό πείραμα είναι απαραίτητο στις έρευνες, γιατί οι ερευνητές τείνουν να συμπεριφέρονται διαφορετικά ή καλύτερα στους ανθρώπους που λαμβάνουν το πραγματικό φάρμακο, από αυτούς που λαμβάνουν πλασέμπο, καταρρίπτοντας με αυτό τον τρόπο τα αποτελέσματα της έρευνας.
Η έρευνα γίνεται με τυχαία επιλογή (randomized) ώστε να υπάρχει όσο γίνεται περισσότερη ομοιότητα, μεταξύ των ομάδων των ανθρώπων που παίρνουν το φάρμακο και αυτών που παίρνουν πλασέμπο, έτσι ώστε η σύγκριση να είναι η δυνατότερη ακριβής. Οι διασταυρούμενες μελέτες επιτρέπουν στους ερευνητές να συγκρίνουν τις μεμονωμένες δράσεις του πλασέμπο και του φαρμάκου σε όλα τα άτομα του πειράματος.
Οι στατιστικές, φυσικά, είναι ένας σπουδαίος παράγοντας της έρευνας. Μιά θεραπεία θεωρείται ως καλύτερη από το πλασέμπο, εάν τα αποτελέσματα, σύμφωνα με την στατιστική ανάλυση, δεν έχουν περισσότερο από 5% πιθανότητα να συμβούν τυχαία (ο συμβολισμός αυτής της πιθανότητας είναι P=.05). Mια μελέτη με μικρό αριθμό ασθενών (π.χ 30 ή λιγώτερο) πρέπει να δείξει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ομάδες θεραπείας και μη θεραπείας, ώστε να γίνει στατιστικά σημαντική.
Μια μελέτη με μεγάλο αριθμό ασθενών (για παράδειγμα, αρκετών εκατοντάδων) χρειάζεται να έχει μόνο μια μικρή, αλλά σταθερή, διαφορά, για να πετύχει μια παρόμοια στατιστική αξία. Αυτή η πληροφορία δίνεται, ώστε οι αναγνώστες, να γνωρίζουν ότι όλες οι μελέτες που παρουσιάζονται σ’αυτό το άρθρο είναι στατιστικά σημαντικές, εκτός εάν επισημαίνονται διαφορετικά.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ: Οι άνθρωποι συχνά μπερδεύονται με τις έρευνες, όχι μόνο γιατί κάποιες μπορεί να είναι τεχνικά επικαλυμμένες (overly technical), αλλά γιατί κάποιες μελέτες δείχνουν ότι μια θεραπεία αποδίδει και κάποιες άλλες όχι. Για να λυθεί το πρόβλημα, χρησιμοποιήθηκε μια πρόσφατη ερευνητική τεχνική, η λεγόμενη «μετα-ανάλυση», που είναι μια συστηματική ανάλυση του όγκου μιας έρευνας και αξιολογεί τα συνολικά αποτελέσματα των πειραμάτων.
Το 1991, τρείς καθηγητές της ιατρικής από την Ολλανδία ,(κανένας από αυτούς ομοιοπαθητικός), έκαναν μια μέτα-ανάλυση στις κλινικές μελέτες των τελευταίων 25 ετών, στις οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί ομοιοπαθητικά φάρμακα και δημοσίευσαν τα αποτελέσματα στο British Medical Journal.iii Αυτή η μετα-ανάλυση κάλυπτε 107 ελεγχόμενες δοκιμές-μελέτες, από τις οποίες οι 81 έδειξαν ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα είναι αποτελεσματικά, οι 24 έδειξαν ότι δεν είναι αποτελεσματικά και από τις 2 δεν εξαγόταν συμπέρασμα. Οι καθηγητές συμπέραναν, » Η ποσότητα των θετικών αποτελεσμάτων ήρθε σαν έκπληξη σ’ εμάς». Ειδικά, διαπίστωσαν τα εξής:
* 13 απο τις 19 δοκιμές έδειξαν επιτυχή θεραπεία σε λοιμώξεις ανώτερου αναπνεύστικού,
* 6 από τις 7 δοκιμές έδειξαν θετικά αποτελέσματα στην θεραπεία άλλων λοιμώξεων,
* 6 απο τις 7 δοκιμές έδειξαν βελτίωση σε παθήσεις του πεπτικού συστήματος,
* 5 από τις 5 έδειξαν επιτυχή θεραπεία του εαρινού κατάρρου (αλλεργία της άνοιξης),
* 5 από τις 7 έδειξαν ταχύτερη ανάρρωση μετά από χειρουργική ενδοκοιλιακή επέμβαση,
* 4 από τις 6 προήγαγαν την θεραπεία ρευματολογικών παθήσεων,
* 18 από τις 20 έδειξαν όφελος στην αντιμετώπιση πόνου ή τραύματος,
* 8 από τις 10 έδειξαν θετικά αποτελέσματα στην ανακούφιση ψυχοδιανοητικών προβλημάτων, και
* 13 από τις 15 έδειξαν όφελος σε θεραπεία διαφόρων νοσημάτων.
Παρά το υψηλό ποσοστό των μελετών που παρείχαν επιτυχή στοιχεία από τη χρήση ομοιοπαθητικών φαρμάκων, οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ήταν ατελείς . Εντούτις, οι ερευνητές βρήκαν 22 υψηλής ακρίβειας μελέτες, 15 από τις οποίες έδειξαν ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα ήταν αποτελεσματικά.
Προς περισσότερο ενδιαφέρον, βρήκαν ότι 11 από τις 15 καλύτερες μελέτες έδειξαν ότι τα φυσικά αυτά φάρμακα ήταν αποτελεσματικά, δεικνύοντας ότι όσο καλύτερα σχεδιασμένες και εκτελεσμένες ήταν οι έρευνες, τόσο υψηλότερο το ποσοστό ανεύρεσης δραστικών των ομοιοπαθητικών φαρμάκων. Αν και σε ανθρώπους χωρίς ιδιαίτερη εξοικείωση με την έρευνα, μπορεί να δημιουργήσει έκπληξη το γεγονός ότι οι μελέτες στην ομοιοπαθητική, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ήταν ατελείς,iv η έρευνα, της τελευταίας 25ετίας, στο χώρο της συμβατικής ιατρικής, έχει να επιδείξει παρόμοιο ποσοστό ατελών ερευνών.
Με αυτή την γνώση, οι ερευνητές της μετα-ανάλυσης στην ομοιοπαθητική συμπέραναν «Οι αποδείξεις που παρουσιάζονται σε αυτόν τον απολογισμό, θά ήταν πιθανόν ικανοποιητικές, για να εδραιώσουν την ομοιοπαθητική σαν μια κανονική (τακτική, regular) θεραπεία με συγκεκριμένες ενδείξεις»
Υπάρχουν διαφόρων ειδών κλινικές ομοιοπαθητικές έρευνες. Κάποιες βασίζονται στην εξατομίκευση των φαρμάκων, που αποτελεί την εγγύηση της σωστής ομοιοπαθητικής μεθοδολογίας, κάποιες δίνουν ένα κοινά συνταγογραφούμενο φάρμακο σε όλους τους πάσχοντες από παρόμοια νόσο και κάποιες δίνουν ένα συνδυασμό ομοιοπαθητικών φαρμάκων σε άτομα με παρόμοια προβλήματα. Ενώ μπορούν να πραγματοποιηθούν καλές έρευνες με οποιαδήποτε από αυτές τις μεθόδους, οι ερευνητές θα πρέπει να διαθέτουν επίγνωση και ευαισθησία σε κάποια συγκεκριμένα θέματα, ώστε να αναδείξουν τα πλέον αντικειμενικά αποτελέσματα.
Για παράδειγμα, εάν σε μια μελέτη, δεν εξατομικεύεται το φάρμακο που χορηγείται στους ασθενείς που πάσχουν από κάποια συγκεκριμένη πάθηση και τα αποτελέσματα της μελέτης δείξουν ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που έλαβαν το φάρμακο και σε αυτούς που έλαβαν πλασέμπο, η μελέτη δεν καταρρίπτει την ομοιοπαθητική. Απλά δείχνει, ότι αυτό το συγκεκριμένο φάρμακο δεν είναι αποτελεσματικό στη θεραπεία κάθε πάσχοντος από τη συγκεκριμένη πάθηση, επειδή ο καθένας από αυτούς, μπορεί να έχει ένα ξεχωριστό τύπο συμπτωμάτων, γεγονός που απαιτεί εξατομικευμένη συνταγογράφηση.
Περιγράφοντας πιο ειδικά τις ακόλουθες μελέτες όπου χρησιμοποιήθηκαν ομοιοπαθητικά φάρμακα, έχει γίνει διαφοροποίηση ανάμεσα στις μελέτες που παρείχαν εξατομίκευση των φαρμάκων και σε αυτές που δεν παρείχαν.
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΜΕ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Κάποιοι άνθρωποι, υποθέτουν λανθασμένα ότι η έρευνα με την χρήση ομοιοπαθητικών φαρμάκων περιπλέκεται και συνεπώς είναι αδύνατον να πραγμοποιηθεί, εξαιτίας του γεγονότος ότι κάθε φάρμακο πρέπει να εξατομικευθεί για τον κάθε ασθενή. Οι ακόλουθες μελέτες όμως, καταρρίπτουν αυτή την απλοϊκή πεποίθηση.
Μια πρόσφατη κλινική δοκιμασία, που αξιολογούσε τα ομοιοπαθητικά φάρμακα, ήταν μια μεμονωμένη μελέτη για την ομοιοπαθητική αντιμετώπιση του άσθματος.v Ερευνητές στο πανεπιστήμιο της Γλασκώβης χρησιμοποίησαν κλασσικά αλλεργικά τέστ για να διαγνώσουν σε ποιές αλλεργικές ουσίες ήταν πιό ευαίσθητοι οι ασθματικοί ασθενείς. Αφού καθορίστηκαν οι ουσίες, τα άτομα μοιράστηκαν τυχαία σε ομάδες θεραπείας με φάρμακο και πλασέμπο.
Στους ασθενείς της ομάδας για θεραπεία χορηγήθηκε στην 30η εκατοστιαία δυναμοποίηση (30c) η ουσία στην οποία ήταν περισσότερο ευαίσθητοι (η πιό κοινή ουσία ήταν το άκαρι της σκόνης του σπιτιού). Οι ερευνητές ονόμασαν αυτή τη ξεχωριστή θεραπεία των εξατομικευμένων φαρμάκων «ομοιοπαθητική ανοσοθεραπεία» (τα ομοιοπαθητικά φάρμακα συνήθως συνταγογραφούνται βασισμένα στα ιδιοσυγκρασιακά συμπτώματα του ασθενούς και όχι σε εργαστηριακές αναλύσεις ή διαγνωστικές κατηγορίες). Τα άτομα που συμμετείχαν στο πείραμα, εξετάσθηκαν και αξιολογήθηκαν και από ομοιοπαθητικούς και από συμβατικούς γιατρούς.
Αυτή η μελέτη έδειξε ότι το 82% των ασθενών, που έλαβε ομοιοπαθητικά φάρμακα, βελτιώθηκε, ενώ μόνο το 38% των ασθενών που πήραν πλασέμπο ένοιωσαν κάποια παρόμοια ανακούφιση. Οταν ρωτήθηκαν αν καταλάβαιναν εαν ο ασθενής λάμβανε ομοιοπαθητικό φάρμακο ή πλασέμπο και οι ασθενείς και οι γιατροί έτειναν να μαντέψουν σωστά.
Αυτό το πείραμα ήταν σχετικά μικρό, με μόνο 24 ασθενείς. Οπως ήδη αναφέρθηκε, για να έχουμε στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα, ολιγάριθμα πειράματα θα πρέπει να δείξουν μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα αποτελέσματα της ομάδας φαρμάκου και σ’ αυτή του πλασέμπο. Αυτό ακριβώς έδειξε αυτή η μελέτη.
Παράλληλα με αυτή την πρόσφατη μελέτη για το άσθμα, οι συγγραφείς έκαναν και μια μετα-ανάλυση, κάνοντας ανασκόπηση σε όλα τα δεδομένα από τρείς μελέτες που πραγματοποιήσαν πάνω σε αλλεργικές καταστάσεις, συνολικά σε 202 άτομα. Οι ερευνητές βρήκαν παρόμοια αναλογία και στις τρείς μελέτες.
Η βελτίωση των συμπτωμάτων άρχισε μέσα στην πρώτη εβδομάδα και συνεχίστηκε μέχρι το τέλους του πειράματος, τέσσερις εβδομάδες αργότερα. Τα αποτελέσματα της μετα-ανάλυσης ήταν τόσο ουσιώδη (P = 0.0004) ώστε οι συγγραφείς συμπέραναν ότι είτε τα ομοιοπαθητικά φάρμακα δρούν είτε τα ελεγχόμενα κλινικά πειράματα όχι. Επειδή η μοντέρνα επιστήμη βασίζεται στα ελεγχόμενα κλινικά πειράματα, το πιθανώτερο συμπέρασμα είναι ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα «δουλεύουν».
Άλλη πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο American Journal of Pediatrics, εξέτασε τη χρήση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, στην αντιμετώπιση μια κατάστασης που αναγνωρίζεται σήμερα ως το πιο σοβαρό δημόσιο πρόβλημα, την παιδική διάρροια.vi Πάνω από 5 εκατομμύρια παιδία πεθαίνουν κάθε χρόνο εξ’αιτίας της διάρροιας, κυρίως στις μη-βιομηχανοποιημένες χώρες. Οι συμβατικοί γιατροί συνταγογραφούν ενυδατική θεραπεία από το στόμα (ORT, ένα διάλυμα άλατος που βοηθάει τα παιδιά στην ισορροπία των υγρών), αλλά αυτή η θεραπεία δεν αντιμετωπίζει τη λοίμωξη που προκαλεί τη διάρροια.
Αυτή η τυχαία επιλεγμένη, διπλή-τυφλή, πλασέμπο-ελεγχόμενη μελέτη των 81 παιδιών, διεξήχθη στην Νικαράγουα σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και το πανεπιστήμιο της Γκουανταλαχάρα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το επιλεγμένο με εξατομίκευση (individualization) φάρμακο, έδωσε, κλινικά και στατιστικά, σημαντική βελτίωση στην διάρροια των παιδιών, συγκρινόμενη με αυτά τα παιδιά που τους δόθηκε πλασέμπο.
Τα παιδιά που έλαβαν ομοιοπαθητικό φάρμακο, θεραπεύτηκαν από την λοίμωξη 20% γρηγορότερα από τα παιδιά πού έλαβαν πλασέμπο. Τα δε πιο άρρωστα παιδιά ανταποκρίθηκαν ακόμα πιό συνταρακτικά στην ομοιοπαθητική θεραπεία. Συνολικά, στη μελέτη, χρησιμοποιήθηκαν 18 διαφορετικά ομοιοπαθητικά φάρμακα, που επιλέχθηκαν εξατομικευμένα, σύμφωνα με τα συμπτώματα του κάθε παιδιού.
Στην Ιταλία, διεξήχθη μια μελέτη της ομοιοπαθητικής θεραπείας στην ημικρανία.vii Εξήντα ασθενείς επιλέχθηκαν τυχαία και συμμετείχαν στην διπλή-τυφλή, πλασέμπο-ελεγχόμενη μελέτη. Οι ασθενείς συμπλήρωναν τακτικά ένα ερωτηματολόγιο με τη συχνότητα, ένταση και τα χαρακτηριστικά του πονοκέφαλου.
Τους χορηγήθηκε το ομοιοπαθητικό φάρμακο, μια μονή δόση της 30ης δυναμοποίησης (30c), που επαναλήφθηκε συνολικά τέσσερις φορές με διαλείμματα δύο εβδομάδων. Επιλέχθηκαν οκτώ φάρμακα και στους χορηγούντες τα φάρμακα επιτράπηκε να δώσουν οποιαδήποτε δύο σε κάθε ασθενή. Ενώ μόνο το 17% των ασθενών που τους χορηγήθηκε πλασέμπο ένοιωσαν ανακούφιση από την ημικρανία, ένα εντυπωσιακό 93% των ασθενών που έλαβαν ομοιοπαθητικό φάρμακο, ένοιωσε καλά αποτελέσματα.
Ένα τυχαία-επιλεγμένο, διπλό-τυφλό, πλασέμπο-ελεγχόμενο πείραμα πραγματοποιήθηκε σε 175 παιδιά της Ολλανδίας, που έπασχαν από επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού.viii Στα παιδιά προς θεραπεία χορηγήθηκε ένα «ιδιοσυγκρασιακό»(constitutional) φάρμακο, που αφορούσε τη συνολική τους υγεία, καθώς και φάρμακα για την αντιμετώπιση των οξέων φάσεων των λοιμώξεων του αναπνευστικού. Η μελέτη έδειξε ότι, τα παιδιά που έλαβαν ομοιοπαθητικά φάρμακα, παρουσίασαν βελτίωση στο σκόρ των συμπτωμάτων της τάξης του 16%, σε σχέση με αυτά που έλαβαν πλασέμπο.
Στην μελέτη επίσης βρέθηκε ότι ο αριθμός των παιδιών που έλαβαν πλασέμπο, στα οποία επιβαλλόταν να γίνει αδενοειδεκτομή, ήταν 24% μεγαλύτερος από τον αριθμό των παιδιών που έλαβαν ομοιοπαθητικά φάρμακα. Στα παιδιά που έλαβαν ομοιοπαθητική θεραπεία αναφέρθηκε μια μειώση στη χρήση αντιβιοτικών της τάξης του 54.8%, ενώ στα παιδιά που έλαβαν πλασέμπο η μείωση στα αντιβιοτικά ήταν της τάξης του 37.7%. (Αυτή η μείωση και στις δύο ομάδες παιδιών, θεωρήθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα της φυσιολογικής ανάπτυξης του παιδιού, των διατροφικών αλλαγών – η μελέτη παρείχε γραπτές διατροφικές συμβουλές στους γονείς – και στην θετική ψυχολογική αλλαγή εξ’ αιτίας της ύπαρξης ιατρικής καθοδήγης και φροντίδας.)
Η στατιστική πιθανότητα να ήταν τυχαία τα αποτελέσματα αυτά ήταν 6% (P=0.06). Επειδή στατιστικά σημαντικό στην επιστήμη αναγνωρίζεται ένα αποτέλεσμα όταν η τυχαία πιθανότητα είναι ίση ή λιγώτερη του 5%, οι ερευνητές συμπέραναν ότι η ομοιοπαθητική ιατρική δεν φαίνεται να προσφέρει ιδιαίτερα οφέλη στη θεραπεία των λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού. Αυτό το αρκετά συντηρητικό συμπέρασμα, φάνηκε να επηρεάστηκε από το γεγονός ότι οι συγγραφείς αναζήτησαν και πέτυχαν να δημοσιευτεί η μελέτη στο British Medical Journal.
Θα έπρεπε να ήταν πιο ακριβείς στην διατύπωση, δηλαδή ότι ναι μεν τα ομοιοπαθητικά φάρμακα προσέφεραν θεραπευτικό όφελος στα παιδιά με λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, αλλά υπάρχει μια μικρή πιθανότητα (6%) αυτά τα αποτελέσματα να συνέβησαν τυχαία.
Αναλογιζόμενοι την εγγύτητα των αποτελεσμάτων στο 5%, αναλογιζόμενοι επίσης τις άλλες βελτιώσεις της υγείας της ομοιοπαθητικής ομάδας και αναλογιζόμενοι την συνεχώς αυξανόμενη επίθυμία για λιγώτερη χρήση αντιβιοτικών, είναι λογικό και οι γιατροί και οι γονείς να σκεφτούν να αναζητήσουν ομοιοπαθητική θεραπεία στις λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού των παιδιών.
Άλλη μελέτη που αφορούσε εξατομικευμένη ομοιοπαθητική θεραπεία ήταν η αντιμετώπιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.ix Η μελέτη περιελάμβανε 46 ασθενείς. Δύο ομοιοπαθητικοί γιατροί συνταγογράφησαν ομοιοπαθητικά φάρμακα, εξατομικευμένα για τον κάθε ασθενή, αν και μόνο οι μισοί από αυτούς έλαβαν το αληθινό φάρμακο, ενώ οι άλλοι μισοί έλαβαν πλασέμπο. Η μελέτη έδειξε ότι το 82% αυτών που έλαβαν εξατομικευμένο ομοιοπαθητικό φάρμακο, ένοιωσαν κάποια ανακούφιση στα συμπτώματά τους, ενώ μόνο το 21% αυτών που πήραν πλασέμπο ένοιωσαν παρόμοιου βαθμού ανακούφιση.
Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα δοκιμή που χρησιμοποίησε ημι-εξατομίκευμένη θεραπεία, ήταν η αντιμετώπιση πρωτοπαθούς συνδετικίτιδας.(Fibrositis)x. Οι ομοιοπαθητικοί γιατροί επέλεξαν ανάμεσα σε τρία πιθανά φάρμακα, Arnica, Rhus tox και Bryonia, που δόθηκαν στους ασθενείς με συνδετικίτιδα που συμμετείχαν στο πείραμα. Στους μισούς ασθενείς χορηγήθηκε ένα από αυτά τα φάρμακα και στους άλλους μισούς δόθηκε πλασέμπο. Δεν υπήρχε καμμία ιδιαιτερότητα ανάμεσα στις δύο ομάδες.
Ομως, ως αναπόσπαστο στοιχείο του σχεδιασμού της έρευνας, υπήρχε ένα πάνελ ομοιοπαθητικών γιατρών, πού αξιολόγησε την ακρίβεια της κάθε συνταγογράφησης. Στην μελέτη βρέθηκε ότι οι ασθενείς, στους οποίους το πάνελ των γιατρών αποφάνθηκε ότι έλαβαν το σωστό φάρμακο, παρουσίασαν μια σημαντική στατιστικά βελτίωση στα συμπτώματά τους, σε σύγκριση με τους ασθενείς πού έλαβαν «λάθος» φάρμακο ή πλασέμπο.
Στη συνέχεια, οι ίδιοι ερευνητές διενήργησαν μια πιό επιτηδευμένη μελέτη για τη θεραπεία της πρωτοπαθούς συνδετικίτιδας.xi Αυτή η διπλή-τυφλή, πλασέμπο-ελεγχόμενη, διασταυρούμενη δοκιμή, δέχτηκε μόνο τους ασθενείς που ταίριαζαν στα συμπτώματα του ομοιοπαθητικού φαρμάκου Rhus Toxicodendron. Οι ερευνητές βρήκαν ότι η ομάδα αυτή συνιστούσε το 42% του συνόλου των ασθενών που εξετάσθηκαν. Οι μισοί από τους 30 ασθενείς έλαβαν Rhus 6c (έκτη εκατοστιαία δυναμοποίηση) στην πρώτη φάση του πειράματος, ενώ οι άλλοι μισοί έλαβαν πλασέμπο.
Κατά την διάρκεια της δεύτερης φάσης, οι ασθενείς, που αρχικά είχαν πάρει φάρμακο, τώρα πήραν πλασέμπο και αυτοί, που είχαν πάρει πλασέμπο, έλαβαν ομοιοπαθητικό φάρμακο. Οι ερευνητές είχαν καθορίσει στην αρχή, ότι οι σημαντικώτεροι παράμετροι αξιολόγησης των αποτελεσμάτων του πειράματος θα ήταν η βελτίωση στο πόνο και στην αϋπνία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι 25% περισσότεροι ασθενείς, συγκριτικά με αυτούς που έπαιρναν πλασέμπο, όσο έπαιρναν τα ομοιοπαθητικά φάρμακα ένοιωσαν βελτίωση στον πόνο και σχεδόν διπλάσιοι σε αριθμό, παίρνοντας τα φάρμακα, είχαν βελτίωση στον ύπνο τους.
Αυτός ο τύπος διασταυρούμενης έρευνας, θεωρείται ως επιτηδευμένος τρόπος έρευνας, γιατί συγκρίνει το ίδιο άτομο, όταν λαμβάνει φάρμακο ή πλασέμπο. Οι περισσοτέρες άλλες έρευνες συγκρίνουν δύο υποτιθέμενα παρόμοιες ομάδες ανθρώπων, γνωρίζοντας όμως ότι είναι δύσκολο και ίσως αδύνατο να έχουμε δύο ακριβώς όμοιες ομάδες ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά και οι διασταυρούμενες έρευνες με ομοιοπαθητικά φάρμακα έχουν τον περιορισμό τους.
Αυτός έγκυται στο γεγονός ότι λόγω του ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα παρέχουν μακροχρόνια ανακούφιση στα συμπτώματα, ο ασθενής, έχοντας λάβει το ομοιοπαθητικό φάρμακο στην πρώτη φάση του πειράματος, μπορεί να συνεχίζει να βελτιώνεται και στην δεύτερη φάση της λήψης του πλασέμπο. Τα φάρμακα χαμηλής δυναμοποίησης, όπως αυτά της 6c (έκτης εκατοστιαίας) που χρησιμοποιήθηκαν στο πείραμα, γενικά έχουν βραχυπρόθεσμη επίδραση, ενώ φάρμακα σε υψηλότερες δυναμοποιήσεις γενικά έχουν μακρυπρόθεσμα και προοδευτικά αυξανόμενα αποτελέσματα.
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΜΕ ΜΗ-ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΗ ΘΕΡΑΠΕΊΑ: Eπιπρόσθετα, εκτός των μελετών στην ομοιοπαθητική, όπου συνταγογραφούνται εξατομικευμένα φάρμακα, υπάρχει και μια άλλη μέθοδος έρευνας, κατά την οποίαδοκιμάζονται μεμονωμένα φάρμακα, χορηγούμενα σε ανθρώπους με μη-εξατομικευμένο τρόπο.
Αυτές οι έρευνες, δυνητικά είναι προβληματικές, διότι οι ομοιοπαθητικοί γνωρίζουν ότι για να είναι αποτελεσματικά τα φάρμακα, θα πρέπει να υπάρχει κάποιου βαθμού εξατομίκευση. Τα αποτελέσματα μη-εξατομικευμένων ερευνών, είτε θετικά είτε αρνητικά, μπορεί να κατανοηθούν λανθασμένα από ανθρώπους, οι οποίοι δεν γνωρίζουν βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής μεθοδολογίας.
Μια μελέτη που χρησιμοποίησε μη-εξατομικευμένη ομοιοπαθητική θεραπεία, διεξήχθη, υπό την αιγίδα της Βρεττανικής κυβέρνησης, κατά την διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, το 1941-42, σε εθελοντές που έφεραν εγκαύματα από το αέριο μουστάρδας.xii Η μελέτη έδειξε την αποτελεσματικότητα του Mustard gas 30c, ως προφύλαξη και των Rhus tox 30c και Κali bichromicum 30c ως θεραπεία. Η μελέτη ήταν διπλή-τυφλή, πλασέμπο-ελεγχόμενη και πραγματοποιήθηκε σε δύο κέντρα (Λονδίνο και Γλασκώβη), όπου τα αποτελέσματα ήταν αμφότερα θετικά. Μια πιο πρόσφατη ανάλυση των δεδομένων, στοιχειοθέτησε επιπλέον και την στατιστική σπουδαιότητα της μελέτης.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι οι ερευνητές δοκίμασαν και την αποτελεσματικότητα των Opium 30c, Cantharis 30c και Variolinum 30c, εκ των οποίων κανένα δεν αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Εάν αυτή η έρευνα είχε ελέχξει μόνο αυτά τα φάρμακα, οι ερευνητές θα μπορούσαν να είχαν συμπεράνει ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα δεν είναι δραστικά στην αντιμετώπιση των εγκαυμάτων από το αέριο μουστάρδας. Το κλειδί για μία αποτελεσματική ομοιοπαθητική θεραπεία, ήταν και θα είναι πάντα η ανεύρεση του σωστού φαρμάκου.
Κάποιοι σκεπτικιστές και δημοσιογράφοι, αναφέρουν λανθασμένα ότι η ομοιοπαθητική χρησιμοποιήται πρωταρχικά για την αντιμετώπιση ήπιων προβλημάτων υγείας. Oι ομοιοπαθητικοί, ανά τον κόσμο, σήμερα, βασικά αντιμετωπίζουν ποικίλα χρόνια νοσήματα, στα οποία, μέχρι σήμερα, η συμβατική ιατρική δεν έχει προσφέρει αποτελεσματική θεραπεία. Ενα παράδειγμα ενός χρόνιου και σοβαρού προβλήματος που μέσα από μία ελεγχόμενη μελέτη, απεδείχθη η αποτελεσματικότητα της ομοιοπαθητικής θεραπείας, είναι η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια (η αμφιβληστροειδοπάθεια είναι μια κοινή επιπλοκή του διαβήτη, στην οποία υπάρχει φλεγμονη του αμφιβληστροειδούς που προκαλεί διαταραχές στην όραση, οίδημα, έκκριμα από το μάτι και ορισμένες φορές αιμορραγία μέσα στον αμφιβληστροειδή). Σε αυτή τη διπλή-τυφλή, τυχαία- επιλεγμένη, πλασέμπο -ελεγχόμενη μελέτη σε 60 ασθενείς, χορηγήθηκε Arnica 5c.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι το 47% των ασθενών που έλαβαν Arnica 5c, είχαν βελτίωση στην κεντρική ροή αίματος στο μάτι, ενώ μόνο το 1% από τους ασθενείς που έλαβαν πλασέμπο, είχαν αυτή τη βελτίωση. Επιπλέον, το 52% των ασθενών πού πήραν το φάρμακο, είχαν βελτίωση της αιματικής ροής και σε άλλα σημεία του ματιού, ενώ μόνο το 1.5% της ομάδας πλασέμπο, είχαν παρόμοια βελτίωση.
Το πρώτο σε πωλήσεις, στη Γαλλία, φάρμακο κατά της γρίππης είναι στην πραγματικότητα ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο. Το Anas barbariae 200c που η κοινή εμπορική του ονομασία είναι Oscillococcinum TM, είναι επίσης δημοφιλές και στις Ηνωμένες Πολιτείες και χρησιμοποιείται ως ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο πρώτο στάδιο της γρίππης. Μια διπλή-τυφλή, πλασέμπο-ελεγχόμενη μελέτη διεξήχθη με 478 ασθενείς πάσχοντες από γρίππη, γεγονός που αποτελεί την μεγαλύτερη σε μέγεθος έρευνα ελέγχου ομοιοπαθητικού φαρμάκου που έχει πραγματοποιηθεί έως τώρα. Η έρευνα έδειξε ότι σχεδόν τα διπλάσια σε αριθμό άτομα που έλαβαν το φάρμακο, ξεπέρασαν την γρίππη μέσα σε 48 ώρες, σε σύγκριση με τα άτομα που πήραν πλασέμπο.
Αν και το φάρμακο φάνηκε αποτελεσματικό σε όλες τις ηλικίες, εντούτις τη μέγιστη δράση την παρουσίαζε στα άτομα κάτω των 30 ετών, παρά στα μεγαλύτερης ηλικίας. Δεν βρέθηκε όμως αποτελεσματικό σε προχωρημένα συμπτώματα γρίππης, όπου θα είχαν ένδειξη ομοιοπαθητικά φάρμακα με μεγαλύτερη εξατομίκευση συμπτωμάτων.
Εκτός από τις μελέτες στην ανθρώπινη υγεία, υπάρχουν επιπλέον και μελέτες που αφορούν στα ζώα. Βρεττανοί ερευνητές έχουν πραγματοποιήσει έρευνα στην οποία φαίνεται ότι ομοιοπαθητικά φάρμακα και ιδιαίτερα το Caulophyllum 30c, θα μπορούσε να μειώσει τις θνησιγενείς γέννες (stillbirths) στους χοίρουςxv Οι χοίροι που έλαβαν πλασέμπο, είχαν 103 φυσιολογικές γέννες και 27 θνησιγενείς (20.8%), ενώ αυτοί που πήραν Caulophyllum 30c είχαν 104 φυσιολογικές γέννες και 12 θνησιγενείς (10.3%).
Το γεγονός ότι όλες οι μελέτες δεν αποδεικνύουν την δραστικότητα των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, δεν οφείλεται στο ότι τα φάρμακα δεν είναι αποτελεσματικά, αλλά στην ελλειπή σχεδίαση αυτών των ερευνών. Μια τέτοια μελέτη, έλεγξε την αποτελεσματικότητα ενός μεμονωμένου φαρμάκου, στην αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας.xvi Αυτή η μελέτη περιελάμβανε 36 ασθενείς, το 1/3 των οποίων έλαβε Rhus tox 6c, το 1/3 έλαβε ένα συμβατικό φάρμακο (φενοπροφένη, ένα μη-στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο) και το 1/3 έλαβε πλασέμπο. Οι ασθενείς που πήραν φενοπροφένη ένοιωσαν κάποια ανακούφιση στα συμπτώματά τους, ενώ οι ασθενείς που πήραν Rhus tox 6c ή πλασέμπο δεν παρουσίασαν καμμία ιδιαίτερη βελτίωση. Βάσει λοιπόν αυτών των αποτελεσμάτων, κάποιοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η ομοιοπαθητική θεραπεία δεν έχει θέση στην αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας. Αυτό όμως που θα έπρεπε να είχε ειπωθεί, ως πιο ακριβές, είναι ότι το Rhus tox 6c είναι μη δραστικό σαν φάρμακο, όταν χορηγείται, χωρίς εξατομίκευση, σε ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα.
Eνας από τους λανθασμένους χειρισμούς αυτής της έρευνας, ήταν ότι 2 από τους 12 ασθενείς που πήραν ομοιοπαθητικό φάρμακο, αποκλείστηκαν από την έρευνα, γιατί μετά τη λήψη του φαρμάκου παρουσίασαν επιδείνωση στα συμπτώματά τους. Επειδή τα ομοιοπαθητικά φάρμακα ωρισμένες φορές προκαλούν μια προσωρινή επιδείνωση των χρόνιων συμπτωμάτων, πριν συμβεί κάποια σημαντική βελτίωση, το γεγονός ότι οι ερευνητές δεν άφησαν να εξελιχθούν τα θεραπευτικά φαινόμενα, ήταν απογοητευτικό.
Επίσης, η βραχυπρόθεσμη διάρκεια της έρευνας (μόνο δύο εβδομάδες), δεν παρείχε τον επαρκή χρόνο, για μια σωστή και πλήρη αξιολόγηση της δράσης του ομοιοπαθητικού φαρμάκου. Εαν για παράδειγμα, οι δύο ασθενείς που αρχικά παρουσίασαν επιδείνωση, είχαν, στη συνέχεια, νοιώσει σημαντική βελτίωση, τα αποτελέσματα της έρευνας θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά.
Επιπλέον, είναι άδικο να συγκρίνουμε ένα ταχείας δράσης συμβατικό φάρμακο, που έχει και παρενέργειες, με ένα βραδύτερης δράσης ομοιοπαθητικό φάρμακο που είναι αξιοσημείωτα ασφαλές.
Επίσης, πολύ σημαντικό είναι το γεγονός, ότι ενώ το Rhus tox είναι ένα κοινό φάρμακο για την ρευματοειδή αρθρίτιδα, είναι λιγώτερο χρησιμοποιούμενο στην οστεοαρθρίτιδα.
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΜΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΑ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ: Τα συνδυασμένα ομοιοπαθητικά φάρμακα είναι φόρμουλες στις οποίες κάποια ομοιοπαθητικά φάρμακα αναμειγνύονται μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν ένα φάρμακο. Αυτή η μη-παραδοσιακή προσέγγιση χρήσης των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, είναι εμπορικά δημοφιλής σε πολλές χώρες. Ενώ αυτά τα φάρμακα δεν θεωρούνται από τους ομοιοπαθητικούς να είναι τόσο αποτελεσματικά, όσο τα ατομικά επιλεγμένα φάρμακα, εντούτις πράγματι δρούν και οι έρευνες το έχουν επίσης επιβεβαιώσει.
Παρ’ όλα αυτά, οι ομοιοπαθητικοί υποστηρίζουν σταθερά ότι, το σωστά επιλεγμένο, μεμονωμένο, ομοιοπαθητικό φάρμακο, κατέχει την δυνατότητα να θεραπεύσει ολοκληρωτικά την αρρώστια ενός πάσχοντος, ενώ τα συνδυασμένα φάρμακα στην καλύτερη περίπτωση προσφέρουν ασφαλή, αλλά πρόσκαιρη ανακούφιση από τα συμπτώματα.
Οι ίδιοι ερευνητές που διεξήγαγαν την προαναφερθείσα έρευνα για το άσθμα, διενέργησαν μια άλλη μελέτη που αφορούσε την αντιμετώπιση του εαρινού κατάρρου (αλλεργία της άνοιξης, hay fever).xvii Σ’ αυτή τη διπλή-τυφλή, πλασέμπο-ελεγχόμενη μελέτη, συνταγογραφήθηκαν στην 30c (εκατοστιαία) δυναμοποίηση, ένας συνδυασμός φαρμάκων που αποτελείτο από τα 12 συνηθέστερα αλλεργιογόνα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα που έλαβαν τα ομοιοπαθητικά φάρμακα, είχαν έξι φορές λιγώτερα συμπτώματα, από αυτά που έλαβαν πλασέμπο. Και στις δύο ομάδες επετράπει να χρησιμοποιήσουν ένα φάρμακο «διαφυγής» (αντιισταμινικό), εάν το φάρμακό τους δεν απέδιδε ικανοποιητικά. Η μελέτη έδειξε ότι τα άτομα της ομάδας του ομοιοπαθητικού φαρμάκου χρειάστηκε τις μισές, σε συχνότητα λήψης, δόσεις αντιισταμινικού, σε σχέση με την ομάδα πλασέμπο.
Άλλο παράδειγμα, με σημαντικά αποτελέσματα από συνδυασμό ομοιοπαθητικών φαρμάκων ήταν στην αντιμετώπιση εγκύων γυναικών, κατά την διάρκεια του ένατου μήνα της κύησης.xviii Ενενήντα γυναίκες έλαβαν στην 5c δυναμοποίηση τα ακόλουθα φάρμακα – Caulophyllum, Arnica, Cimicifuga, Pulsatilla και Gelsemium. Ελάμβαναν δόσεις από τα ανωτέρω συνδυασμένα φάρμακα, δύο φορές την ημέρα κατά τη διάρκεια του ένατου μήνα. Αυτή η διπλή-τυφλή, πλασέμπο-ελεγχόμενη μελέτη έδειξε ότι οι γυναίκες που έλαβαν τα ομοιοπαθητικά φάρμακα είχαν 40% (!) μειωμένο χρόνο τοκετού, σε σχέση με τις γυναίκες που έλαβαν πλασέμπο. Επίσης, οι γυναίκες που πήραν πλασέμπο είχαν τέσσαρις φορές (!) περισσότερες επιπλοκές τοκετού, σε σύγκριση με τις γυναίκες που πήραν ομοιοπαθητικά φάρμακα.
‘Ενας από τους περιορισμούς των ερευνών με τα συνδυασμένα ομοιοπαθητικά φάρμακα είναι ότι τα αποτελέσματα δεν αποκαλύπτουν αν η δραστική θεραπεία προήλθε από ένα συγκεκριμένο φάρμακο ή από τον συνολικό συνδυασμό τους. Μια πρόσφατη μελέτη 22 υγιών γυναικών στην πρώτη τους εγκυμοσύνη, έλεγξε το Caulophyllum (που συμπεριλαμβανόταν και στην παραπάνω έρευνα), το οποίο χορηγήθηκε στην 7c δυναμοποίηση κατά την διάρκεια της ενεργού φάσης του τοκετού (μία δόση κάθε ώρα, επαναλαμβανόμενη έως 4 ώρες το μέγιστο).
Ο χρόνος τοκετού, στις γυνάικες που έλαβαν ομοιοπαθητικό φάρμακο, ήταν 38% λιγώτερος από αυτόν των γυναικών που έλαβαν πλασέμπο.xix Αυτή η έρευνα δεν ήταν διπλή-τυφλή. Όμως, οι ερευνητές πρόσφατα ολοκλήρωσαν μια παρόμοια διπλή-τυφλή και επιβεβαιώσαν τα προηγούμενα αποτελεσματα.
Ενα δημοφιλές ομοιοπαθητικό σκεύασμα για εξωτερική χρήση, με την ονομασία Τraumeel TM, έχει μελετηθεί για την δραστικότητά του σε διαστρέμματα ποδοκνημικής άρθρωσης.xxi Αυτός ο συνδυασμός 14 φαρμάκων, 2x (δεύτερης δεκατιαίας) έως 6x (έκτης δεκατιαίας) δυναμοποίησης, δόθηκε σε ασθενείς με διαστρέμματα ποδοκνημικής. Μετα από 10 ημέρες, 24 από τους 33 ασθενείς, που τους χορηγήθηκε το ομοιοπαθητικό φάρμακο, ήταν ελεύθεροι πόνου, ένω 13 από τους 36 ασθενείς που έλαβαν πλασέμπο, ένοιωσαν παρόμοια βελτίωση.
Το ίδιο φάρμακο χρησιμοποιήθηκε στην αντιμετώπιση τραυματικού αίμαρθρου γονάτου και έδειξε σημαντική μείωση στο χρόνο ανάρρωσης σε σχέση με την ομάδα πλασέμπο. Παράλληλα είχαν προσδιοριστεί αντικειμενικές μετρήσεις, όπως του οιδήματος του γόνατος και της κινητικότητας και υπήρχε επίσης αξιολόγηση της ποσότητας του συνοβιακού υγρού μετά την κάκωση.
Διενεργήθηκε διπλή-τυφλή, πλασέμπο-ελεγχόμενη μελέτη 61 ασθενών με κιρσούς. Τρείς δόσεις ενός δημοφιλούς γερμανικού σκευάσματος, με συνδυασμό οκτώ ομοιοπαθητικών φαρμάκων, εχορηγείτο καθημερινά για 24 ημέρες. Οι μετρήσεις αφορούσαν το χρόνο πλήρωσης των φλεβών, τον όγκο του ποδιού και τα υποκειμενικά συμπτώματα. Στη μελέτη βρέθηκε ότι ο χρόνος πλήρωσης των φλεβών, στην ομάδα που λάμβανε τα φάρμακα, βελτιώθηκε κατα 44%, ενώ στην ομάδα πλασέμπο χειροτέρεψε κατα 18%. Και οι άλλες μετρήσεις παρουσίασαν σημαντικές βελτιώσεις.
Εκτός από τις μελέτες που έχουν διενεργηθεί σε ανθρώπους, έχουν επίσης γίνει κάποιες έρευνες, με ομοιοπαθητικά φάρμακα, σε ζώα. Γερμανοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γαλακτοπαραγωγικές αγελάδες, που πήραν Sepia 200c, παρουσίασαν πολύ λιγώτερες επιπλοκές στίς γέννες από αυτές που πήραν πλασέμπο.xxiv Χαμηλών δυναμοποιήσεων ( 1x έως 6x) συνδυασμοί φαρμάκων όπως Lachesis, Pulsatilla και Sabina, ή Lachesis, Echinacea και Pyrogenium, μαζί με Caulophyllum, που χορηγήθηκαν σε χοίρους, παρείχαν προφυλακτική και θεραπευτική δράση στις λοιμώξεις (φλεγμονές των μαστών και της μήτρας), καθώς και στη διάρροια των μικρών χοίρων.
Η χορήγηση συνδυασμένων ομοιοπαθητικών φαρμάκων, δεν αποδεικνύεται σε όλες τις έρευνες αποτελεσματική. Υπάρχουν, όμως, σημαντικοί παράγοντες που ερμηνεύουν αυτή την αποτυχία. Μια τέτοια περίπτωση, αποτελεί μια καναδέζικη μελέτη, που αφορά την θεραπεία πελματιαίων μυρμηγκιών.xxvi Αυτή η τυχαία-επιλεγμένη, διπλή-τυφλή, πλασέμπο-ελεγχόμενη μελέτη, περιελάμβανε 162 ασθενείς, στους οποίους χορηγήθηκαν τρία φάρμακα στον καθένα (Δεν είναι απόλυτα ακριβές να πούμε ότι δόθηκαν συνδυασμένα ομοιοπαθητικά φάρμακα, γιατί στην έρευνα δεν αναμείχθηκαν τα φάρμακα μεταξύ τους. Θα ήταν ακριβέστερο να το ονομάζαμε «πολυφαρμακία», δηλαδή χρήση πολλών φαρμάκων).
Τα φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν Thuja 30c, Antimonium crudum 7c και Νitric acid 7c. Την Thuja την έπαιρναν μια φορά την εβδομάδα και τα άλλα δύο φάρμακα τα έπαιρναν μία φορά την ημέρα. Το πείραμα κράτησε έξι εβδομάδες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχε καμμία εμφανής διαφορά στα άτομα που έπαιρναν τα φάρμακα και σε αυτά που έπαιρναν πλασέμπο.
Πολλοί ομοιοπαθητικοί μπορεί αρχικά να εκπλαγούν με τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, γιατί τα φάρμακα αυτά θεωρούνται δραστικά στην αντιμετώπιση των μυρμηγκιών. Ομως, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικά σε όλους τους τύπους μυρμηγκιών ή σε όλους τους ανθρώπους.
Μια πρόσφατη μελέτη ομοιοπαθητικής θεραπείας, έδειξε ότι 18 στα 19 άτομα με πελματιαίες μυρμηγκιές θεραπεύτηκαν, κατά μέσο όρο σε 2.2 μήνες.xxvii Το πιο κοινό φάρμακο ήταν Ruta, που συνταγογραφήθηκε στους 12 από τους 19 ασθενείς. Τhuja έλαβαν 3 ασθενείς και Antimonium crudum μόνο 2 από τους 19 ασθενείς.
Αυτή η μελέτη μας δείχνει ότι η εξατομίκευση της συνταγογράφησης, όπως και η χρήση ορθά-επιλεγμένων φαρμάκων, είναι απαραίτητα για σωστή και αποτελεσματική θεραπεία.
Και μια επιπρόσθετη επισήμανση σχετικά με τη χρήση συνδυασμένων ομοιοπαθητικών φαρμάκων. Η ομοιοπαθητική βιβλιογραφία αναφέρει ότι κάποια φάρμακα αντιδοτούνται από κάποια άλλα. Ενώ τα φάρμακα στην καναδική μελέτη δεν δείχνουν να αντιδοτούνται μεταξύ τους, οι ομοιοπαθητικοί γνωρίζουν οτι η γνώση σχετικά με το ποιά φάρμακα αντιδοτούν ποιά, είναι λίγο πρωτόγονη. Έτσι, θα πρέπει να υπαρχει επίγνωση αυτής της πιθανότητας, ώστε τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών να μη μεγαλοποιούνται.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ: Όσο χρήσιμες και να είναι οι κλινικές έρευνες, οι εργαστηριακές έρευνες αφ’ ενός μεν μπορούν δείξουν τη βιολογική δραστηριότητα των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, που δεν μπορεί να εκληφθεί σαν επίδραση πλασέμπο και αφ’ ετέρου μπορούν να ρίξουν κάποιο φώς για το πως δρούν τα ομοιοπαθητικά φάρμακα.
Διαφοροποιούμενες από τις κλινικές έρευνες, που αναζητούν να καταγράψουν βελτιώσεις στην υγεία ενός ατόμου ή ενός ζώου, η εργαστηριακές έρευνες αναζητούν να προσδιορίσουν αλλαγές σε βιολογικά συστήματα (κύτταρα, ιστοί, όργανα, ιούς κλπ).
Τυπικά, κάποιο πείραμα σε ζώα μπορεί να ταιριάξει είτε σε κλινική είτε σε εργαστηριακή έρευνα, ανάλογα με το σκοπό της μελέτης. Εάν η μελέτη στοχεύει να ελέγξει τη δραστικότητα μιας θεραπείας στην υγεία του ζώου, μπορεί να θεωρηθεί σαν κτηνιατρική κλινική έρευνα. Εάν η μελέτη στοχεύει να ελέγξει την δραστικότητα μιας θεραπείας στα ζώα, ώστε μελλοντικά οι ερευνητές να χρησιμοποιήσουν αυτή την πληροφορία προς όφελος της ανθρώπινης υγείας ή με σκοπό να κατανοήσουν κάποια φαινόμενα, τότε μπορεί να θεωρηθεί σαν εργαστηριακή έρευνα.
Γεγονός είναι, ότι κάποιες έρευνες στα ζώα, που συζητιώνται εδώ, έχουν εφαρμογή στον άνθρωπό, αλλά κάποιες άλλες όχι. Η αναφορά σε αυτές τις μελέτες δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας παραβλέπει όλες αυτού του είδους τις έρευνες. Αντίθετα, η συζήτηση αυτών των μελετών έρχεται να πιστοποιήσει ακόμα περισσότερο τα οφέλη των ομοιοπαθητικών φαρμάκων και στα ζώα και στους ανθρώπους και να ενθαρρύνει την ευρύτερη χρήση των φαρμάκων αυτών.
Αν και έγινε προσπάθεια, σε αυτό το τμήμα, να απλοποιηθεί, στο δυνατότερο φιλικό τόνο, η περιγραφή αυτών των μελετών, εντούτοις κάποια σημεία παραμένουν αναπόφευκτα κάπως τεχνικά.
Νωρίτερα σε αυτό το άρθρο, έγινε αναφορά σε μία σημαντική διπλή-τυφλή έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1941. Εκείνη την εποχή, διεξήχθηκαν επίσης κάποιες υψηλής-ποιότητας εργαστηριακές έρευνες, πάνω στις ομοιοπαθητικές μικροδόσεις. Μιά εκτεταμένη και πολύ σχολαστική έρευνα, έγινε το 1941-42 από ένα σκωτσέζο ομοιοπαθητικό επιστήμονα, τον W.E Boyd.
Aυτή η εργασία, έδειξε, ότι μικροδόσεις του χλωριούχου υδραργύρου είχαν στατιστικά σημαντική επίδραση στη δραστηριότητα της διαστάσης (ενός ενζύμου πού παράγεται κατά την βλάστηση των σπόρων). Αυτή η έρευνα ήταν τόσο καλά σχεδιασμένη και εκτελεσμένη, που ένας κοσμήτωρ μιας αμερικάνικης ιατρικής σχολής σχολίασε ότι «η ακρίβεια της τεχνικής (του Boyd) αποτελεί παράδειγμα επιστημονικής μελέτης ανώτατου επιπέδου».
Υπάρχουν πάνω από 100 έρευνες, που αξιολογούν την προληπτική και θεραπευτική δράση των ομοιοπαθητικών δόσεων φυσιολογικά τοξικών ουσιών. Επιστήμονες από γερμανικά ερευνητικά ινστιτούτα και από το America’s Walter Reed Hospital, σε συνεργασία, πραγματοποίησαν μια μετα-ανάλυση σ’ αυτές τις έρευνες.xxx Οπως και στη μετα-ανάλυση που είχε διεξαχθεί στις κλινικές έρευνες για τα ομοιοπαθητικά φάρμακα, έτσι και τώρα βρέθηκε ότι οι περισσότερες μελέτες ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ατελείς.
Ομως, στις υψηλής ποιότητας μελέτες, βρέθηκε ότι τα θετικά αποτελέσματα ήταν 50% περισσότερα από τα αρνητικά. Ιδιαίτερα αξιοπερίεργο ήταν το γεγονός , ότι οι ερευνητές που έλεγξαν δόσεις υπομοριακού επιπέδου (δυναμοποιήσεις μεγαλύτερες της 24c), διέθεταν τις πληρέστερα σχεδιασμένες μελέτες και συχνά με στατιστικά σημαντικώτερα αποτελέσματα. Ειδικώτερα, αρκετοί ερευνητές έδωσαν, συνήθως σε ποντίκια, αδρές (crude) δόσεις αρσενικού, βισμουθίου, καδμίου, χλωριούχου υδραργύρου και μολύβδου.
Η έρευνα έδειξε ότι τα ζωά, στα οποία είχε προηγηθεί προληπτική χορήγηση ομοιοπαθητικών μικροδόσεων αυτών των τοξικών στοιχείων και που έλαβαν στη συνέχεια θεραπεία με επαναλαμβανόμενες ομοιοπαθητικές δόσεις, μετά την έκθεση στις αδρές δόσεις των ουσιών, απέκκριναν σε μεγαλύτερο ποσοστό αυτές τις ουσίες μέσω των ούρων, κοπράνων και ιδρώτα, σε σύγκριση με τα ζώα πού έλαβαν πλασέμπο.
Αρκετές μελέτες έδειξαν ότι προληπτικές και στη συνέχεια θεραπευτικές δυναμοποιημένες δόσεις ουσιών, διαφορετικών από αυτές που είχαν εκτεθεί τα ζώα, δεν προσέφεραν τελικά κανένα όφελος.
Όσο φρικτές και άν φαίνονται αυτές οι δοκιμές στα ζώα, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μπορούν να προσφέρουν σημαντικό όφελος στη θεραπεία ανθρώπων και ζώων που εκτίθενται σε τοξικές ουσίες. Τέτοιες έρευνες,φυσικά, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν σε ανθρώπους και ούτε είναι ακόμα δυνατόν, να δοκιμαστούν δόσεις ομοιοπαθητικών φαρμάκων, μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Ενώ θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται μέτρα πρόληψης κατά των τοξικών ουσιών, εντούτοις η ιατρική επιστήμη θα πρέπει συνεχώς να βρίσκεί νέους και περισσότερο αποτελεσματικούς τρόπους να αντιμέτωπίζει την πιθανή τοξική έκθεση και τις επακόλουθες βλάβες στον οργανισμό των ανθρώπων και των ζώων.
Η έρευνα προτείνει ότι η ομοιοπαθητική ιατρική μπορεί να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση τέτοιας τοξικής έκθεσης.
Η ομοιοπαθητική έρευνα έχει επίσης εξερευνήσει τα οφέλη των ομοιοπαθητικών φαρμάκων κατά της ακτινοβολίας. xxxi Λευκά ποντίκια (αλμπίνοι) εκτέθηκαν σε ακτίνες Χ, ισχύος από 100 έως 200 rad (μη θανατηφόρες δόσεις) και στη συνέχεια εκτιμήθηκαν μετά από 24, 48 και 72 ώρες. Πρίν και μετά την ακτινοβολία χορηγήθηκαν Ginseng 6x, 30x και 200x και Ruta graveolans 30x και 200x. Συγκριτικά με τα ποντίκια που έλαβαν πλασέμπο, αυτά που έλαβαν τα ομοιοπαθητικά φάρμακα παρουσίασαν σημαντικά λιγώτερες χρωμοσωμικές ή κυτταρικές βλάβες.
Λευκοί χοίροι της Γουϊνέας εκτέθηκαν σε χαμηλές δόσεις ακτίνων Χ, που προκαλούν ερυθρότητα του δέρματος. Μελέτες έδειξαν ότι η χορήγηση Apis mellifica 7c ή 9c είχε προστατευτική δράση και περίπου 50% θεραπευτική δράση στην ερυθρότητα του δέρματος από την ακτινοβολία. Το Apis mellifica (η μέλισσα), είναι ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο για την ερυθρότητα, το οίδημα, τη φαγούρα και τον πόνο, κοινά συμπτώματα από το δηλητήριο της μέλισσας.
Σε μια αξιοπερίεργη μελέτη, βάλανε Thyroxine 30x (ορμόνη θυρεοείδους) σε νερό γυρίνων. xxxiii Σε σύγκριση με τους γυρίνους που πήρανε πλασέμπο, η μορφογένεση των γυρίνων που πήραν τις ομοιοπαθητικές δόσεις, σε βατράχους, επιβραδύνθηκε. Επειδή η λήψη αδρών μορφών θυροξίνης επιταχύνει την μορφογένεση, είναι λογικό, από πλευράς ομοιοπαθητικής, ότι η λήψη δυναμοποιημένης θυροξίνης να την επιβραδύνει.
Αυτό που κάνει αυτή την έρευνα πιό ενδιαφέρουσα είναι ότι επιπρόσθετες διερευνήσεις, κατέληξαν στο ίδιο αποτέλεσμα, ακόμα και όταν ένα μπουκάλι με ομοιοπαθητικές δόσεις θυρεοειδικής ορμόνης, απλά αναρτήθηκε πάνω από το νερό με το χείλος του να βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη γραμμή επιφάνειας. Αυτή η έρευνα επαναλήφθηκε σε διάφορα εργαστήρια, με παρόμοια αποτελέσματα.
Οι ενδείξεις αυτής της μελέτης είναι σημαντικές, όχι μόνο όσο αφορά την επιβεβαίωση των βιολογικών επιδράσεων των ομοιοπαθητικών δόσεων αλλά για να δείξουν ότι αυτά τα φάρμακα διαθέτουν κάποιου τύπου ακτινοβολία που διαπερνά το γυαλί.
Τις τελευταίες δε δεκαετίες, έχουν αναπτυχθεί και κάποιες ανορθόδοξες τεχνικές ελέγχου ή και εφαρμογής της ομοιοπαθητικής, κατά τις οποίες έχουν καταγραφεί αλλαγές στο αντανακλαστικό της κόρης του ματιού, του σφυγμού, της μυϊκής ισχύος και της αγωγιμότητας του δέρματος, απλά με το να κρατήσει κάποιος ένα μπουκάλι με το εξατομικευμένο του φάρμακο. Ενώ αυτή η προσέγγιση μπορεί να φαίνεται παράξενη στους κλασσικούς ομοιοπαθητικούς, η παραπάνω έρευνα θέτει κάποιες βάσεις για την εφαρμογή της.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ένα άλλο ενδιαφέρον πείραμα με το νερό. Αυτή η μελέτη χρησιμοποίησε μαγνητική απεικόνιση (Magnetic Reasonance Imaging – MRI), για να καθορίσει αν μπορεί να ανιχνευτούν ομοιοπαθητικά φάρμακα σε υψηλές δυναμοποιήσεις, τα οποία έχουν διαλυθεί σε νερό. Χωρίς να αναφέρθούν λεπτομέρειες αυτής της υψηλά τεχνολογικής μελέτης, το συμπέρασμα είναι ότι οι ερευνήτες διαπίστωσαν πράγματι ξεκάθαρη διαφορά, μετά τη διάλυση Silica σε υψηλές δυναμοποιήσεις, σε σχέση με το νερό-πλασέμπο.
Εχουν γίνει αρκετές μελέτες που διερεύνησαν την επίδραση υψηλών διαλύσεων ισταμινής (πάνω από 30x) σε απομονωμένες καρδίες χοίρων, που είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της ροής αίματος στην καρδιά. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον σε αυτές τις μελέτες, είναι το γεγονός ότι αυτό το αποτέλεσμα εξουδετερωνόταν τελείως, εάν οι πολύ υψηλές διαλύσεις εκτίθεντο σε 70 βαθμούς Centigrade για 30 λεπτά ή σε μαγνητικά πεδία των 50Ηz για 15 λεπτά. xxxv Αυτό αποδεικνύει ότι οι διαλύσεις αυτές, μόνο πλασέμπο δεν μπορεί να είναι, καθότι διάφορα φυσικά στρες κατά του φαρμάκου, αναστέλουν την δραστηριότητά του.
Ένας καθηγητής αιματολογίας στην φαρμακευτική σχολή της Bordeaux, διενεργούσε για 8 χρόνια, πειράματα για την επίδραση του ακετυλοσαλικυλικού οξέος (το ενεργό στοιχείο της ασπιρίνης) στο αίμα.xxxviΕίναι γνωστό ότι αδρές δόσεις ασπιρίνης προκαλούν αύξηση της αιμορραγίας, ενώ η έρευνα έδειξε ότι ομοιοπαθητικές δόσεις ακετυλοσαλικυλικού οξέος ελαττώνουν το χρόνο αιμορραγίας σε υγιή άτομα.
Δυο ολλανδοί καθηγητές της μοριακής κυτταρικής βιολογίας, πρόσφατα ολοκλήρωσαν ένα σημαντικό πειραματικό πρόγραμμα, που όχι μόνο αποδεικνύει την επίδραση των ομοιοπαθητικών μικροδόσεων σε καλλιέργειες κυττάρων, αλλά επίσης θεωρεί ότι οι μικροδόσεις αυτές είναι αποτελεσματικές μόνο όταν εφαρμόζεται η ομοιοπαθητική αρχή των ομοίων.xxxviiΕιδική αναφορά σε αυτές τις πειραματικές μελέτες δεν μπορεί να γίνει σε αυτό το άρθρο, αφ’ενός μεν λόγω έλλειψης ανάλογου χώρου και αφ’ετέρου λόγω υψηλής τεχνικής ορολογίας.
Μια σύχρονη και διάσημη μελέτη, είναι αυτή του επιφανή Γάλλου φυσικού και ανοσολόγου, Jacques Benveniste, που έλεγξε την επίδραση υψηλών διαλύσεων κάποιου αντιγόνου, στα βασεόφιλα κύτταρα των λευκών αιμοσφαιρίων (τα βασεόφιλα αυξάνουν σε αριθμό, μετά την επίδραση στοιχείων όπως τα αντιγόνα, που προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις). Αυτό το πείραμα επαναλήφθηκε σε έξι διαφορετικά εργαστήρια σε τέσσαρα διαφορετικά πανεπιστήμια (το πανεπιστήμιου του South Paris, το πανεπιστήμιο του Τορόντο, το πανεπιστήμιο Hebrew και το πανεπιστήμιο του Μιλάνου).
Παρ’όλο ότι το περίβλεπτο περιοδικό Nature δημοσίευσε αυτήν την έρευνα, ταυτόχρονα, ο εκδότης δημοσίευσε ένα κείμενο, αναφέροντας ότι δεν πίστευε στα αποτελέσματα. Ο εκδότης επέμενε να πάει στο αρχικό εργαστήριο του ερευνητή, στο πανεπιστήμιο του South Paris, ώστε να διεξαχθεί το πείραμα παρουσία του, καθώς και παρουσία άλλων δύο ειδικών στις επιστημονικές απάτες (ένας από τους οποίους ήταν μάγος).
Οι λεπτομέρειες του τι επακολούθησε, απαιτούν μεγαλύτερη τεχνική και λεπτομερή πληροφόρηση, που ξεφεύγει από το σκοπό αυτού του άρθρου. Συνοπτικά, το πείραμα δεν έδωσε ικανοποιητικά αποτελέσμα, οδηγώντας τον εκδότη του Nature να ισχυριστεί ότι η αρχική μελέτη ήταν απάτη. Το πρόβλημα, παρ’ όλα αυτά, ήταν ότι ο εκδότης, καθώς και οι ειδικοί στις απάτες, δεν ήταν ανοσολόγοι, και συνεπώς δεν φαίνεται να γνώριζαν ότι πολλές μελέτες στην ανοσολογία απαιτούν πολλή πιο επισταμένη επανάληψη, από όσο μπορούσε να γίνει μέσα σε δύο μέρες, που διέθεσε η ομάδα του Nature για επίσκεψη.
Άλλο πρόβλημα ήταν αυτή καθ’ εαυτή η έρευνα, που ήταν πολύ δύσκολη να γίνει. Αργότερα, οι ερευνητές την απλοποίησαν, παρείχαν ακόμα περισσότερους επιστημονικούς ελέγχους και εξήγαγαν σημαντικά συμπεράσματα. Παρ’ όλα αυτά το Nature διάλεξε να μη δημοσιεύσει τα αποτελέσματα και αντ’ αυτού η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών.
Απόδειξη της προκατάληψης που έχουν οι «αμυνόμενοι της επιστήμης» κατά της ομοιοπαθητικής, είναι η άρνηση τους να δημοσιεύουν ή έστω να σχολιάζουν, το συνεχώς αυξανόμενο όγκο ερευνών που αφορούν το ομοιοπαθητικό φάρμακο.
Υποτίθεται ότι η επιστήμη οφείλει να είναι αντικειμενική, αν και οι φυσικοί και οι ψυχολόγοι, μας διδάσκουν ότι η αντικειμενικότητα είναι αδύνατη. Ο μακροχρόνιος ανταγωνισμός της επιστήμης με την ομοιοπαθητική προοδευτικά εξασθενίζει, αλλά όμως όχι χωρίς έντονες αντιδράσεις όπως είναι ο φόβος, το άγχος και καμμία φορά οι ολοφάνερες επιθέσεις κατά των ομοιοπαθητικών γιατρών.
Η αλλαγή είναι δύσκολη και η σημαντική αλλαγή ακόμα πιο δύσκολη. Αν και η επιστήμη αναπτύσσεται μέσα από την νέα γνώση, εντούτις τείνει να αντιστέκεται, συχνά πολύ έντονα, σε προοπτικές και γνώσεις που δεν ταιριάζουν στα σύγχρονα δόγματα και στις επιστημονικές θεωρίες. Οι πληροφορίες που παρουσιάστηκαν σε αυτό το άρθρο, δεν έχουν σκοπό να καταρρίψουν την επιστήμη, αλλά να διευρύνουν τις προοπτικές της, ώστε, με περισσότερη ευρύτητα και ακρίβεια, να περιγράφει και να δέχεται πολλά, προς το παρόν, ανεξήγητα φαινόμενα της φύσης.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Αυτή η ανασκόπηση των ερευνών δεν στοχεύει στο να είναι πλήρης. Οι αναγνώστες πρέπει να ανατρέξουν στη λίστα των βιβλίων που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση σε πολλές άλλες κλινικές και εργστηριακές μελέτες, καθώς και στις θεωρητικές βάσεις των ομοιοπαθητικών μικροδόσεων.
Παρά τις σύγχρονες ισχυρές αποδείξεις ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα προάγουν την βιολογική δραστηριότητα και επιδρούν σε κλινικό επίπεδο, υπάρχει ακόμα έντονη αντίσταση. Πρόσφατα, το Lancet, δημοσιεύσε μια έρευνα που αφορούσε την ομοιοπαθητική αντιμετώπιση του άσθματος. Στην ανακοίνωση σχετικά με την έρευνα, αποφάνθηκαν ότι αν και τα ομοιοπαθητικά φάρμακα μπορεί να παρέχουν κάποιο όφελος στους πάσχοντες από άσθμα, εντούτις τα συμβατικά φάρμακα προσφέρουν περισσότερο όφελος.
Αυτό συνιστούσε μια παράξενη δήλωση για δύο λόγους. Πρώτα απ’ όλα, η μελέτη δεν σύγκρινε ομοιοπαθητικά με συμβατικά φάρμακα, αλλά μόνο ομοιοπαθητικά με πλασέμπο. Δεύτερον, το Lancet αρνήθηκε να αναγνωρίσει ανοικτά ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα ούτως ή άλλως μπορεί και να «δουλεύουν».
Δεν μπορούμε παρά να εκπλαγούμε, εάν ένας άνθρωπος πετούσε και η επιστήμη αποδείκνυε ότι πέταξε, από το γεγονός ότι κάποιοι εκδότες ιατρικών περιοδικών θα επισήμαιναν-» Αλλά δεν πετάει τοσό ψηλά ή τόσο γρήγορα όσο ένα αεριωθούμενο!»
Παρά την αντίσταση για αλλαγή γενικώτερα και προς την Ομοιοπαθητική ειδικώτερα, βαθμιαία, γίνεται όλο και πιο δύσκολο στους γιατρούς και τους επιστήμονες να αμφιβάλουν για τα οφέλη που έχουν να προσφέρουν τα ομοιοπαθητικά φάρμακα. Η πλέον κατανοητή πηγή ελεγχόμενων ερευνών στην ομοιοπαθητική είναι, προς το παρόν, το βιβλίο του ιταλού αιματολόγου Paolo Bellavite και του ιταλού ομοιοπαθητικού Andrea Signorini, «Ομοιοπαθητική – Ενα σύνορο της Ιατρικής Επιστήμης».
Οι συγγραφείς συμπεραίνουν, «Το σύνολο των κλινικών παρατηρήσεων και των πειραματικών ευρημάτων, αρχίζουν να αποδεικνύουν τόσο εκτεταμένα και τόσο ουσιαστικά, ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να αγνοείται αυτό το θέμα, ενεργώντας σαν όλος αυτός ο όγκος των αποδείξεων απλά να μην υπάρχει.
Συνεχίζουν λέγοντας, «Το να απορρίπτεις τα πάντα στο σύνολό τους, όπως πολύ τείνουν να κάνουν, σημαίνει να απορρίπτουν τις παρατηρήσεις μαζί με τις ερμηνείες, μια πράξη που μπορεί μεν να συνιστά μια γραμμή ελάχιστης αντίστασης, αλλά που δεν είναι επιστημονική, γιατί ανεξήγητες παρατηρήσεις ανέκαθεν αποτελούσαν την βασική κυψέλη ιδεών προς έρευνα.»
Το να αγνοήσει κάποιος τον, έως σήμερα υπάρχων, όγκο των πειραματικών δεδομένων για τα ομοιοπαθητικά φάρμακα και να αρνηθεί τον όγκο της κλινικής εμπειρίας των ομοιοπαθητικών γιατρών και των ομοιοπαθητικών ασθενών, θα σήμαινε ότι στην ουσία είναι τυφλός. Η μόνη υπόθεση που μπορεί να γίνει, είναι ότι αυτό το βάσανο είναι παροδικό και ότι γρήγορα θα θεραπευτεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.