Ο Τεύκρος: Στην ελληνική Ιστορία ο Τεύκρος ήταν γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και της δεύτερης συζύγου του Ησιόνης, κόρης του βασιλέα της Τροίας Λαομέδοντα, ετεροθαλής αδερφός τουΑίαντα.
Πέθανε το 374 π.Χ.: Δολοφονήθηκε μαζί με τον γιο του Πνυταγόρα και τον διαδέχτηκε ο άλλος γιος του Νικοκλής
Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/articles/442#ixzz2Snit5c5n
Έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και θεωρείτο ως ο καλύτερος τοξότης των Ελλήνων. Πληγώθηκε από τον Έκτορα, αλλά σώθηκε από τον Αίαντα. Πήρε μέρος στους ταφικούς αγώνες προς τιμή του Πατρόκλου, όπου νίκησε στην τοξοβολία και ήταν ένας από τους Αχαιούς που μπήκε μέσα στον Δούρειο Ίππο.
Μετά τον πόλεμο, όμως, ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε πίσω, και τον έδιωξε γιατί δεν εκδικήθηκε τον θάνατο του αδελφού του. Έτσι ο Τεύκρος, εξόριστος πλέον, πήγε στην Κύπρο, όπου και ίδρυσε την πόλη Σαλαμίνα (κοντά στη σημερινή Αμμόχωστο), σε ανάμνηση της πατρίδας του. Ιστορικά επιβεβαιώνεται η ίδρυση της Σαλαμίνας σε χρονολογία που δεν απέχει πολύ από τον χρόνο επιστροφής των ηρώων της Τροίας.
Μια παράδοση αναφέρει, ότι μαζί του στην Κύπρο πήγε και ο Ευρυσάκης, γιος
του Αίαντος από την Τέκμησσα, του οποίου την φροντίδα είχε αναλάβει ο Τεύκρος.
του Αίαντος από την Τέκμησσα, του οποίου την φροντίδα είχε αναλάβει ο Τεύκρος.
Ο Τεύκρος νυμφεύτηκε την κόρη του Κύπρου, Έννη. Οι απόγονοί τους κυβέρνησαν μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.. Τα χνάρια των απογόνων του Τεύκρου χάνονται στην ιστορία, ανάμεσά τους ο Ευέλθων, ο Ονήσιλος, ο Γόργος και πολλοί άλλοι Κύπριοι.
Η ιστορία του Τεύκρου ενέπνευσε πολλούς τραγικούς της αρχαιότητας, όπως ο Σοφοκλής και ο Πακούβιος, που έγραψε την ομώνυμη τραγωδία. Η Σαλαμίνα υπήρξε πρωτεύουσα της Κύπρου για 1000 ολόκληρα χρόνια, εξαιτίας της προνομιακής της θέσης και του λαμπρού της πολιτισμού. Ειδικά κατά τον 8ο-6ο αιώνα π.Χ. άκμασε ο πολιτισμός στη Σαλαμίνα, ενώ κατά το Β' Ελληνικό Αποικισμό υπήρξε διαμετακομιστικός σταθμός. Ανάμεσα στα περίφημα αρχαιολογικά ευρήματα της Σαλαμίνας είναι και η νεκρόπολή της, κτισμένη ανάμεσα στον 9ο-7ο αιώνα π.Χ, αλλά και οι κτιστοί βασιλικοί τάφοι.
Ο Ευαγόρας, ήταν βασιλιάς της αρχαίας Σαλαμίνας στην Κύπρο (410 - 374 π.χ.). Η οικογένεια του βασίλευε στη Σαλαμίνα από την εποχή του Τεύκρου ιδρυτή και πρώτου βασιλιά της πόλης.
Την παιδική του ηλικία την πέρασε στην εξορία αφού η οικογένεια του είχε χάσει τον θρόνο. Ευρισκόμενος στους Σόλους της Κιλικίας συγκέντρωσε 50 οπαδούς του και κατέλαβε τη Σαλαμίνα σε μία νύχτα διώχνοντας τον φοίνικα βασιλιά της Αυδήμονα. Ενίσχυσε τα τείχη και την άμυνα της πόλης, ακολούθησε αντι-περσική πολιτική και μέχρι το τέλος της βασιλείας του αγωνίστηκε για την ένωση όλων των Κυπριακών βασιλείων. Έκανε συμμαχία με τους Αθηναίους και συνεργάστηκε μαζί τους στη διαμάχη που είχαν με τη Σπάρτη.
Μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς ο Αθηναίος ναύαρχος Κόνων κατέφυγε με τον στόλο του στην Σαλαμίνα. Εκεί με την βοήθεια του Ευαγόρα και των Περσών νίκησε τους Σπαρτιάτες στη ναυμαχία της Κνίδου το 394 π.Χ.. Οι Αθηναίοι τίμησαν τον Ευαγόρα για την προσφορά του στήνοντας ανδριάντα στην αγορά της πόλης.
Παρόλο που ο Ευαγόρας και οι Πέρσες συνεργάστηκαν οι μεταξύ τους σχέσεις παρέμεναν τεταμένες. Από το 391 π.Χ. προσπάθησε να ενώσει τις Κυπριακές πόλεις. Πρώτη υπέταξε τηνΑμαθούντα και με δυσκολία τις υπόλοιπες πόλεις ενώ συνάντησε και την απροθυμία των Αθηναίων να τον βοηθήσουν στέλνοντας τον Χαβρία με μικρή στρατιωτική δύναμη. Το 386 π.Χ. η Αθήνα υπογράφει την Ανταλκίδειο ειρήνη που άφηνε την Κύπρο στους Πέρσες, ο Ευαγόρας δεν πτοείται και, κάνοντας συμμαχία με τους Κίλικες, απελευθερώνει κάποιες πόλεις της Κιλικίας και την Φοινίκης. Το 381 π.Χ. ο στόλος του Ευαγόρα συντρίβεται στη ναυμαχία του Κιτίου και οι μάχες συνεχίζονται στην ξηρά. Ο Ευαγόρας αναγκάζεται να υπογράψει ειρήνη με δυσβάστακτους όρους.
Σύμφωνα με το πανηγυρικό του Ισοκράτη, ο Ευαγόρας ήταν ένα πρότυπο ηγεμόνα, του οποίου στόχος ήταν να προωθήσει την ευημερία του κράτους και των υπηκόων του από την καλλιέργεια του ελληνικού πολιτισμού . Ο Ισοκράτης αναφέρει επίσης ότι πολλοί άνθρωποι μετανάστευσαν από την Ελλάδα προς την Κύπρο. Ο Ευαγόρας έκοψε χρυσά νομίσματα αντικατέστησε το Περσικό νομισματικό σύστημα και έφερε το ελληνικό αλφάβητο αντικαθιστώντας το κυπριακό συλλαβιτάριο.
Πέθανε το 374 π.Χ.: Δολοφονήθηκε μαζί με τον γιο του Πνυταγόρα και τον διαδέχτηκε ο άλλος γιος του Νικοκλής
Από τη Βικιπαίδεια.
Αίμα στην Αθήνα για το Κυπριακό
Στις 9 Μαΐου 1956 χιλιάδες λαού συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Ομονοίας για να καταδικάσουν τα σκληρά μέτρα του άγγλου κυβερνήτη Χάρντινγκ στην Κύπρο. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος βρισκόταν εξόριστος στις Σεϊχέλες, η ΕΟΚΑ είχε ξεκινήσει τον απελευθερωτικό αγώνα στη Μεγαλόνησο και την επομένη ήταν προγραμματισμένη από τις κατοχικές αρχές ηεκτέλεση των αγωνιστών Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου. Την Ελλάδα κυβερνούσε ο νεοεκλεγμένος πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Οι διαδηλωτές ζητούσαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αποδοκιμάζοντας τον Υπουργό Εξωτερικών, Σπυρίδωνα Θεοτόκη, για την ενδοτική του πολιτική. «Άξων Αθηνών - Βελιγραδίου - Καΐρου» έγραφε το πανό που ξεχώριζε, υπονοώντας την αλλαγή πλεύσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη σύμπλευσή της με τους Τίτο και Νάσερ. Το συλλαλητήριο διοργάνωσε η Πανελλήνια Επιτροπή Ενώσεως Κύπρου (ΠΕΕΚ), με ομιλητή τον πρόεδρό της, Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δωρόθεο.
Μετά το πέρας του συλλαλητηρίου, οι συγκεντρωμένοι θέλησαν να οδεύσουν προς τη Βρετανική Πρεσβεία στο Κολωνάκι, παρά τιςπροτροπές του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας να διαλυθούν. Πλησίον της Πλατείας Κλαυθμώνος, η Αστυνομία τους εμπόδισε, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές. Τα επεισόδια γενικεύτηκαν στο κέντρο της Αθήνας, με τα όργανα της τάξης να ανοίγουν πυρ κατά των διαδηλωτών. Ο αστυνομικός διευθυντής Αριστείδης Παπαδόπουλος απομονώθηκε και κακοποιήθηκε από τους διαδηλωτές. Τραυματίστηκε σοβαρά και περιήλθε σε αφασία.
Στην οδό Δραγατσανίου, λόγω του ότι είχαν στηθεί οδοφράγματα, η σύγκρουση ήταν ιδιαίτερα σφοδρή, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τρεις διαδηλωτές: Ευάγγελος Γεροντής (28 ετών), Ιωάννης Κωνσταντόπουλος (21 ετών), Φραγκίσκος Νικολάου (23 ετών), καθώς και ο αστυφύλακας Κώστας Γιαννακούρης, που πέθανε στο νοσοκομείο. Στα νοσοκομεία μεταφέρθηκαν 265 τραυματίες, 165 από σφαίρες αστυνομικών και 100 με μώλωπες από χτυπήματα.
Η κατάσταση γρήγορα εκτονώθηκε, αλλά ήταν σαφές ότι ο ελληνικός λαός απαιτούσε ενεργητικότερη εξωτερική πολιτική για το Κυπριακό.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/articles/442#ixzz2Snit5c5n
Τσώρτσιλ:
«Θα σου απαντήσω ελληνικά - Ζήτω η Ένωσις! Είναι τα μόνα Ελληνικά που έμαθα εις την Κύπρον».
Αγώνες δια την Ένωσιν μέχρι το 1930
Από το 1880 ακόμη οι Κύπριοι άρχισαν να διαδηλώνουν την επιθυμίαν τους να ενωθούν με το Ελληνικόν Κράτος. Το Αναγνωστήριον «Κιτιεύς» απήντησεν με το εξής ψήφισμά του, που εξέφραζε το πνεύμα του Ελληνισμού της Κύπρου προς τον Κάρολον Λουζινιάν, που διεκδικούσε τον θρόνον: «Γνήσιοι Έλληνες όντες, έναν μόνον έχομεν πόθον, μιάν γλυκείαν και παρήγορον ελπίδα, την μετά της Μητρός ημών Ελλάδος Ένωσιν, ήτις θάττον ή βράδιον πεπείσμεθα, ότι τελεσθήσεται τη αρωγή του μεγαθύμου και γενναιόφρονος Αγγλικού έθνους και την Αρχήν των εθνοτήτων».
Με την ευκαιρίαν της εκλογικής νίκης του Γλάδστωνος, τον ίδιο χρόνον οι Έλληνες της Κύπρου, στα συγχαρητήρια τηλεγραφήματά τους προς αυτόν, εκφράζουν τον δίκαιον πόθον τους για Ένωσιν. Κατά τον εορτασμόν του Ιωβιλαίου της Βασιλίσσης Βικτωρίας στα 1887 οι Έλληνες της Κύπρου απέσχον επιδεικτικά και προέβησαν σεδηλώσεις για την Ένωσιν της νήσου με την Ελλάδα. Στα 1881 η νήσος εδονήθη από μεγάλα Παγκύπρια συλλαλητήρια, στα οποία απεφασίσθη ο λαός να αρνηθή σύμπραξιν μετά της Κυβερνήσεως. Οι Έλληνες μέλη του Νομοθετικού και Διοικητικού Συμβουλίου, παραιτήθηκαν καθώς και πολλοί δημοτικοί σύμβουλοι. Με την πάλην τους αυτήν οι Κύπριοι επέτυχαν τις μεταρρυθμίσεις, δια τας οποίας εμιλήσαμε. Το 1887 οργανώθηκε νέα μαζική Παγκύπρια συγκέντρωσις στις πόλεις και τα χωριά. Τότε εξελέγη πρεσβεία υπό τον Αρχιεπίσκοπον Σωφρόνιον, η οποία μετέβη εις Λονδίνον και παρέδωσε εις τον Υπουργόν των Αποικιών λόρδον Νάτσφορδ υπόμνημα, εις το οποίον εξέθεταν τα παράπονά τους για την Αγγλικήν κακοδιοίκησιν και εξέφραζον την επιθυμία της νήσου για Ένωσιν με την Ελλάδα. Στα κατοπινά χρόνια οι Έλληνες της Κύπρου, αντιπρόσωποι στο Νομοθετικόν Συμβούλιον, σε κάθε Σύνοδον του σώματος έθετον μετά θετικότητος και σθένους το ζήτημα της Ενώσεως. Οι δηλώσεις του Ιωσήφ Τσάμπερλαντ εις το Αγγλικόν Κοινοβούλιον το 1902 ότι «η Ένωσις δεν ετύγχανε της γενικής εν Κύπρω επιδοκιμασίας» εθεωρήθησαν πρόσκλησις κατά των εθνικών αισθημάτων των Ελληνοκυπρίων και επηκολούθησαν ογκώδεις συγκεντρώσεις αποδοκιμασίας. Τότε με βουλευτικό υπόμνημα εζητήθη από την Αγγλικήν Κυβέρνησιν να απευθυνθή προς τον λαόν δια να διαπιστώση την ακράδαντον επιθυμίαν του για Ένωσιν με την Ελλάδα. Τον Μάϊο του 1903 οι Έλληνες, μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου της Β' Συνόδου της Ε' Περιόδου υπέβαλον πρότασιν για Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα, η οποία εγένετο δεκτή με πλειοψηφίαν λόγω απουσίας ενός Μωαμεθανού. Τον Ιούνιον του ίδιου έτους ένας Οθωμανός, μέλος της Κυπριακής Βουλής, αντιδράσας εις την ληφθείσαν απόφασιν, υπέβαλε ψήφισμα δια του οποίου εζητείτο, εις περίπτωσιν εγκαταλείψεως της νήσου υπό της Αγγλίας να αποδοθή εις την Οθωμανικήν Κυβέρνησιν. Το ψήφισμα αυτό, αν και κατεπολεμήθη από τους Έλληνας βουλευτάς, εψηφίσθη από τα ηνωμένα Αγγλο-τουρκικά μέλη και από τον Αρμοστήν. Σε ένδειξιν διαμαρτυρίας οργανώθηκαν καθ' άπασαν την Κύπρον συλλαλητήρια και ενεκρίθησαν ψηφίσματα εκφράζοντα τον πόθον του λαού και καταγγέλοντα την σκευωρίαν της Κυβέρνησης κατοχής. Τα Ελληνικά μέλη υπέβαλαν πάλιν πρότασιν περί του Εθνικού ζητήματος των Ελλήνων Κυπρίων εις την Γ' Σύνοδον της Ε' Περιόδου του Νομοθετικού Συμβουλίου η οποία ενεκρίθη δια 9 έναντι 8 ψήφων - απουσίαζε ένας Τούρκος. Ο Υπουργός των Αποικιών Άλφρεντ Λίτελτον αυτή τη φορά απειλούσε τους Κυπρίους με κατάργησε του Συντάγματος σε περίπτωση που θα συνέχισαν να εκδηλώνουν τα εθνικά τους αισθήματα. Όταν τον Σεπτέμβριον του 1907 ο Ουΐνστον Τσώρτσιλ επεσκέφθη την Αμμόχωστον, την Λευκωσίαν, την Λεμεσόν, την Λάρνακα, ως Υφυπουργός των Αποικιών, οι Κύπριοι τον υποδέχθησαν με μιαν κραυγή «Ένωσις» εκφράζοντας έτσι τον ασίγαστον, τον άσβεστον πόθο τους για απαλλαγή τους από την Αγγλική τυραννία. Τον πόθο τους αυτόν τον ετόνισαν με παρρησία και οι Δήμαρχοι των πόλεων στις προσφωνήσεις τους προς τον Τσώρτσιλ. Στο ίδιο πνεύμα ήσαν και οι προσφωνήσεις των Δημάρχων και των άλλων πόλεων. Από κάθε γωνία της Κυπριακής γης έφθασαν τηλεγραφήματα στο γραφείο του Τσώρτσιλ υπέρ της Ενώσεως. Σε επίσημον δε συνεδρίασιν του Νομοθετικού Συμβουλίου οι Έλληνες Βουλευτές επέδωσαν υπόμνημα εις τον Τσώρτσιλ συνταχθέν εις ειδικήν σύσκεψιν εις την Αρχιεπισκοπήν. Η εντύπωσις που εσχημάτισε ο Τσώρτσιλ από την παλλαϊκήν εκδήλωσιν υπέρ της Ενώσεως κατά την υποδοχήν του εις την Κύπρον ήτο τέτοια, ώστε επιστρέφοντας εις την Αγγλίαν είπεν εις τον Σερ Τζων Σταυρίδην: «Θα σου απαντήσω ελληνικά - Ζήτω η Ένωσις! Είναι τα μόνα Ελληνικά που έμαθα εις την Κύπρον». Κατά τον Ελληνο-τουρκικόν πόλεμο του 1912 πολλές χιλιάδες Κύπριοι εθελοντές πολέμησαν στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Το 1913 στην Λευκωσία έγινε σύσκεψις υπό την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου και εκπροσώπων του λαού της υπαίθρου και των πόλεων, στην οποίαν διεδηλώθη η επίμονος προσήλωσις των Ελλήνων της Κύπρου προς το ιδεώδες της Ενώσεως της νήσου με την Ελλάδα και ενεκρίθη ψήφισμα δια την Ένωσιν. Η προσάρτησις της Κύπρου υπό της Αγγλίας στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ανεπτέρωσε τις ελπίδες των Ελλήνων της Κύπρου διότι παρεμερίσθη το προβαλλόμενο πάντα εμπόδιο - η Αγγλο-τουρκική Συνθήκη του 1878. Άνω των 11 χιλιάδων Ελλήνων Κυπρίων κατετάχθησαν στις γραμμές της Βρεταννικής βοηθητικής δυνάμεως και επολέμησαν στο πλευρόν των συμμάχων. Κατ' επανάληψιν οι Έλληνες Βουλευτές του Νομοθετικού Κυπριακού Συμβουλίου υπέβαλον πρότασιν περί εφαρμογής και εις την περίπτωσιν της Κύπρου της Αρχής των Εθνοτήτων δηλ. της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος. Όμως η ενωμένη Αγγλο-τουρκική αντίδρασις στο Κυπριακό ψευτο-κοινοβούλιο απέρριπτε αυτές τις προτάσεις. Εις τας Βουλευτικάς εκλογάς του Οκτωβρίου του 1917 κοινόν εκλογικόν σύνθημα όλων των υποψηφίων βουλευτών ήτο «η Ένωσις». Το υποβληθέν ψήφισμα εκ μέρους των Ελλήνων βουλευτών, το οποίο φυσικά κατεψηφίσθη από τας ενωμένας Αγγλο-τουρκικάς ψήφους, μεταξύ των άλλων ανέφερε και τα εξής: «Το Συμβούλιον εν τη πεποιθήσει του, ότι εξ ωρισμένων γεγονότων προελθούσα κατάλυσις της Αγγλο-τουρκικής Αμυντικής Συνθήκης του 1878 συγκατέλυσεν μεν ταυτοχρόνως και τα οιαδήποτε επί της ημετέρας νήσου δικαιώματα αμφοτέρων των εν τη Συνθήκη εκείνη συμβληθέντων, απέμεινε δε συνεπώς από της στιγμής της καταλύσεως και εντεύθεν ο Κυπριακός λαός δικαιωματικώς ο μόνος Κύριος να κανονίση ελευθέρως τα της εαυτού οριστικής πολιτικής αποκαταστάσεως... φρονεί ότι επέστη η στιγμή... ίνα σαφώς μεν διατυπώση την νόμιμον αυτού αξίωσιν... της πραγματοποιήσεως των ευγενών και υψηλών αρχών της Ελευθερίας». Το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της νήσου επέτυχε την μεγαλύτερήν του άνοδον μετά τον Πρώτο Παγκόσμιον Πόλεμον, στην περίοδον της γενικής κρίσης του ιμπεριαλισμού. «Ο ιμπεριαλισμός - λέγει ο Λένιν - οδηγεί σε προσαρτήσεις, στο δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης και συνεπώς και στην ένταση της αντίστασης». Η όξυνση αυτή της αντίστασης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εμφάνιση της εργατικής τάξης της Κύπρου στην πολιτική σκηνή και της πρωτοπορείας της - του ΚΚ Κύπρου. Ευεργετική επίδραση της νίκης της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης είναι και το δυνάμωμα του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Από τη μια μεριά η εσωτερική κατάσταση - η άθλια κατάσταση των αγροτών από τις ημιφεουδαρχικές σχέσεις και της ολιγάριθμης εργατικής τάξης από την έλλειψη εργατικής Νομοθεσίας, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού και η αδυναμία της αστικής τάξης να αναπτυχθεί αυτοτελώς εξ αιτίας των αποικιακών συνθηκών - επόμενα να τεθεί επικεφαλής της πάλης, και η διεθνής κατάσταση από την άλλη, ευνόησαν ώστε το ΚΚΚ να γίνει αρχηγός του λαϊκοαπελευθερωτικού κινήματος. Έτσι, όταν το ΚΚΚ οργανώνει και καθοδηγεί την πάλη των εργατών και της αγροτιάς για κοινονικο-οικονομικά ζητήματα και αναπτύσσει πλατειά δράση, από απειρία δεν μπόρεσε να καταλάβει, ότι πριν απ' όλα η πάλη του Κυπριακού πληθυσμού ήταν αντιιμπεριαλιστική, λαϊκοαπελευθερωτική, για να συσπειρώσει γύρω του το λαό και να γίνει αρχηγός της πάλης αυτής. Εις το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, στις 3.Ι.1919, Κυπριακή αντιπροσωπεία υπό τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλον πήγε εις το Λονδίνον και αξίωσε την παραχώρηση της Κύπρου και την Ένωσή της με την Ελλάδα. Παράλληλα οι πόλεις και κοινότητες, οι σύλλογοι και οι οργανώσεις της Κύπρου, έστειλαν υπομνήματα και τηλεγραφήματα στον Βρεταννό Πρωθυπουργόν. Εκτός από αόριστες υποσχέσεις για εξέταση του ζητήματος, η Κυπριακή αντιπροσωπεία δεν επέτυχε τίποτα άλλο. Μάλιστα ο Υπουργός των Αποικιών Έϊμερυ εδήλωσε στην Βουλή των Κοινοτήτων, την 1 Ιουλίου 1920 εκ μέρους του Πρωθυπουργού, ότι η Αγγλία δεν εσκέπτετο περί μεταβολής του καθεστώτος της νήσου. Την 28.Χ.1920 επληροφόρησε την Αντιπροσωπείαν εκ μέρους της Κυβερνήσεώς του ότι «δεν ήτο διατεθειμένη να ενδώσει εις το αίτημα περί Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος». Η ωμή αυτή απάντηση των Άγγλων προεκάλεσε αίσθημα αγανάκτησης στους Έλληνας της Κύπρου. Επηκολούθησε κύμα αναταραχών. Στις 8.ΧΙΙ.1920 παρητήθησαν ομαδικά οι Έλληνες Βουλευτές του Κυπριακού Κοινοβουλίου σ' ένδειξιν διαμαρτυρίας... Στις εκλογές δε που επηκολούθησαν επανεξελέγησαν πάλιν οι ίδιοι δια να τονισθεί η προσήλωσις των εκλογέων εις την ακολουθούμενη εκ μέρους των πολιτικήν της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος. Το 1921 η Κύπρος εώρτασε μετά της άλλης Ελλάδος με ενθουσιασμόν την Εκατονταετηρίδα της Ελληνικής Παλλιγεννεσίας, παρά την απηγόρευσιν των Αγγλικών αρχών κατοχής. Με τον τρόπο αυτό ο λαός εξεδήλωσε την επιθυμίαν του να ενωθεί με την Ελλάδα. Οι ωμές αντιδράσεις των Άγγλων είχον σαν αποτέλεσμα να συγκληθεί Παγκύπρια Συνέλευσις στην Λευκωσία στις 10 του Οκτώβρη 1921, όπου οι Αντιπρόσωποι διεκήρυξαν ότι «Η αξίωση του Κυπριακού λαού είναι μια μόνη και αναλλοίωτος - η Ένωσις μετά της Ελλάδος», και υπεγράμμισαν ότι «ο Ελληνικός πληθυσμός καταδικάζει εις την συνείδησίν του το Νομοθετικόν Συμβούλιον και αποφασίζει όπως ο Ελληνικός λαός μην υποβάλλη υποψηφιότητας και απόσχει των εκλογών». Ακολουθώντας την πολιτική της παθητικής πολιτικής αντιστάσεως, οι Κύπριοι μποϋκοτάρισαν το καθεστώς και ταυτόχρονα συγκρότησαν Εθνικόν Συμβούλιον, υπό την Προεδρεία του Αρχιεπισκόπου, δια τον συντονισμόν του ενωτικού αγώνος. Με την άνοδον στην εξουσίαν στα 1924 των Εργατικών οι Κύπριοι ήλπιζον ότι θα εφαρμοσθεί πλέον εκ μέρους του Εργατικού κόμματος η Αρχή των Εθνοτήτων και γι' αυτούς - έτσι είχε δηλώσει ο Μακ Δόναλντ στα 1919 στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο της Βέρνης. Δράττοντες δε της ευκαιρίας απέστειλαν δια του Αρχιεπισκόπου υπόμνημα, στο οποίο τόνιζαν την ομόφωνον θέλησίν τους να ενωθούν με την Ελλάδα, με την οποίαν τους συνδέουν δεσμοί αίματος, θρησκείας, γλώσσας, ιστορίας, παραδόσεων, αυτή αύτη η εθνική τους συνείδησις. Απέστειλον δε και Πρεσβείαν εις Λονδίνον, για να αναπτύξει και προφορικά τον πόθον τους και τα παράπονά τους. Όμως οι ελπίδες και πάλιν διαψεύσθησαν...Οι Άγγλοι αποικιοκράτες, προκαλώντας τα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων της Κύπρου, διοργάνωσαν το 1928 γιορτές με την ευκαιρία της πεντηκονταετίας της Βρεταννικής κατοχής της νήσου. Οι Κύπριοι απέσχον των εορτών και οργάνωσαν καθ' άπασαν την νήσου διαδηλώσεις και συλλαλητήρια ενωτικά. Ο Αρχιεπίσκοπος απέστειλε υπόμνημα διαμαρτυρίας στην Αγγλικήν Κυβέρνησιν, που μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Επί πεντήκοντα έτη εκρατήθημεν μακράν των μητρικών αγκαλών, κρατούμεθα δε και νυν, παρά την εκφρασθείσα πλειστάκις, πολλαπλώς και πολυτρόπως ομόφωνον ημών γνώμην, όπως ενωθώμεν μετά της Μητρός Ελλάδος». Το 1929, όταν ωρίμασε η γενική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, η κατάσταση του λαού της Κύπρου χειροτερεύει ακόμη περισσότερο. Οι αποικιοκράτες όχι μόνο δεν πήραν μέτρα για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής του πληθυσμού, αλλά και ματαίωναν συστηματικά τα προτεινόμενα υπό των Ελληνικών μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου μέτρα που είχον σκοπόν να καλυτερεύσουν την θέση των Κυπρίων. Το γεγονός αυτό προεκάλεσε αγανάκτηση στον Ελληνικό πληθυσμό της νήσου. Η αγανάκτηση του πληθυσμού μεγάλωσε με την επιβολή τον ίδιο χρόνο του νέου εκπαιδευτικού Νόμου και άλλων αντιλαϊκών ενεργειών εκ μέρους των κατακτητών. Στις 26 Ιουνίου 1930 συγκλήθηκε στην Αρχιεπισκοπήν μεγάλη αντιπροσωπευτική Συνέλευσις και τότε ιδρύθηκε η «Εθνική Οργάνωσις Κύπρου» με σκοπόν την πάλη για εθνική αυτοδιάθεση, για Ένωση με την Ελλάδα. Η Εθνική Οργάνωσις της Κύπρου οργάνωσε στις 25 του Μάρτη 1930 δημοψήφισμα - επειδή αρνήθηκε να το πράξη η κατοχική Κυβέρνησις, υπό μορφήν ενωτικού ψηφίσματος, σ' όλες τις πόλεις και τα χωριά και τα αποτελέσματα απέστειλε εις τον Υπουργόν των Αποικιών. Παράλληλα ίδρυσε εις το Λονδίνον γραφείον για την παρακολούθηση του εθνικού ζητήματος και για κατατόπιση της Αγγλικής κοινής γνώμης.
Μαρίτσας Κ. Δημήτριος
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Το Κυπριακόν ζήτημα στο φώς του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Πολιτικής». Περισσότερα...
Από το 1880 ακόμη οι Κύπριοι άρχισαν να διαδηλώνουν την επιθυμίαν τους να ενωθούν με το Ελληνικόν Κράτος. Το Αναγνωστήριον «Κιτιεύς» απήντησεν με το εξής ψήφισμά του, που εξέφραζε το πνεύμα του Ελληνισμού της Κύπρου προς τον Κάρολον Λουζινιάν, που διεκδικούσε τον θρόνον: «Γνήσιοι Έλληνες όντες, έναν μόνον έχομεν πόθον, μιάν γλυκείαν και παρήγορον ελπίδα, την μετά της Μητρός ημών Ελλάδος Ένωσιν, ήτις θάττον ή βράδιον πεπείσμεθα, ότι τελεσθήσεται τη αρωγή του μεγαθύμου και γενναιόφρονος Αγγλικού έθνους και την Αρχήν των εθνοτήτων».
Με την ευκαιρίαν της εκλογικής νίκης του Γλάδστωνος, τον ίδιο χρόνον οι Έλληνες της Κύπρου, στα συγχαρητήρια τηλεγραφήματά τους προς αυτόν, εκφράζουν τον δίκαιον πόθον τους για Ένωσιν. Κατά τον εορτασμόν του Ιωβιλαίου της Βασιλίσσης Βικτωρίας στα 1887 οι Έλληνες της Κύπρου απέσχον επιδεικτικά και προέβησαν σεδηλώσεις για την Ένωσιν της νήσου με την Ελλάδα. Στα 1881 η νήσος εδονήθη από μεγάλα Παγκύπρια συλλαλητήρια, στα οποία απεφασίσθη ο λαός να αρνηθή σύμπραξιν μετά της Κυβερνήσεως. Οι Έλληνες μέλη του Νομοθετικού και Διοικητικού Συμβουλίου, παραιτήθηκαν καθώς και πολλοί δημοτικοί σύμβουλοι. Με την πάλην τους αυτήν οι Κύπριοι επέτυχαν τις μεταρρυθμίσεις, δια τας οποίας εμιλήσαμε. Το 1887 οργανώθηκε νέα μαζική Παγκύπρια συγκέντρωσις στις πόλεις και τα χωριά. Τότε εξελέγη πρεσβεία υπό τον Αρχιεπίσκοπον Σωφρόνιον, η οποία μετέβη εις Λονδίνον και παρέδωσε εις τον Υπουργόν των Αποικιών λόρδον Νάτσφορδ υπόμνημα, εις το οποίον εξέθεταν τα παράπονά τους για την Αγγλικήν κακοδιοίκησιν και εξέφραζον την επιθυμία της νήσου για Ένωσιν με την Ελλάδα. Στα κατοπινά χρόνια οι Έλληνες της Κύπρου, αντιπρόσωποι στο Νομοθετικόν Συμβούλιον, σε κάθε Σύνοδον του σώματος έθετον μετά θετικότητος και σθένους το ζήτημα της Ενώσεως. Οι δηλώσεις του Ιωσήφ Τσάμπερλαντ εις το Αγγλικόν Κοινοβούλιον το 1902 ότι «η Ένωσις δεν ετύγχανε της γενικής εν Κύπρω επιδοκιμασίας» εθεωρήθησαν πρόσκλησις κατά των εθνικών αισθημάτων των Ελληνοκυπρίων και επηκολούθησαν ογκώδεις συγκεντρώσεις αποδοκιμασίας. Τότε με βουλευτικό υπόμνημα εζητήθη από την Αγγλικήν Κυβέρνησιν να απευθυνθή προς τον λαόν δια να διαπιστώση την ακράδαντον επιθυμίαν του για Ένωσιν με την Ελλάδα. Τον Μάϊο του 1903 οι Έλληνες, μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου της Β' Συνόδου της Ε' Περιόδου υπέβαλον πρότασιν για Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα, η οποία εγένετο δεκτή με πλειοψηφίαν λόγω απουσίας ενός Μωαμεθανού. Τον Ιούνιον του ίδιου έτους ένας Οθωμανός, μέλος της Κυπριακής Βουλής, αντιδράσας εις την ληφθείσαν απόφασιν, υπέβαλε ψήφισμα δια του οποίου εζητείτο, εις περίπτωσιν εγκαταλείψεως της νήσου υπό της Αγγλίας να αποδοθή εις την Οθωμανικήν Κυβέρνησιν. Το ψήφισμα αυτό, αν και κατεπολεμήθη από τους Έλληνας βουλευτάς, εψηφίσθη από τα ηνωμένα Αγγλο-τουρκικά μέλη και από τον Αρμοστήν. Σε ένδειξιν διαμαρτυρίας οργανώθηκαν καθ' άπασαν την Κύπρον συλλαλητήρια και ενεκρίθησαν ψηφίσματα εκφράζοντα τον πόθον του λαού και καταγγέλοντα την σκευωρίαν της Κυβέρνησης κατοχής. Τα Ελληνικά μέλη υπέβαλαν πάλιν πρότασιν περί του Εθνικού ζητήματος των Ελλήνων Κυπρίων εις την Γ' Σύνοδον της Ε' Περιόδου του Νομοθετικού Συμβουλίου η οποία ενεκρίθη δια 9 έναντι 8 ψήφων - απουσίαζε ένας Τούρκος. Ο Υπουργός των Αποικιών Άλφρεντ Λίτελτον αυτή τη φορά απειλούσε τους Κυπρίους με κατάργησε του Συντάγματος σε περίπτωση που θα συνέχισαν να εκδηλώνουν τα εθνικά τους αισθήματα. Όταν τον Σεπτέμβριον του 1907 ο Ουΐνστον Τσώρτσιλ επεσκέφθη την Αμμόχωστον, την Λευκωσίαν, την Λεμεσόν, την Λάρνακα, ως Υφυπουργός των Αποικιών, οι Κύπριοι τον υποδέχθησαν με μιαν κραυγή «Ένωσις» εκφράζοντας έτσι τον ασίγαστον, τον άσβεστον πόθο τους για απαλλαγή τους από την Αγγλική τυραννία. Τον πόθο τους αυτόν τον ετόνισαν με παρρησία και οι Δήμαρχοι των πόλεων στις προσφωνήσεις τους προς τον Τσώρτσιλ. Στο ίδιο πνεύμα ήσαν και οι προσφωνήσεις των Δημάρχων και των άλλων πόλεων. Από κάθε γωνία της Κυπριακής γης έφθασαν τηλεγραφήματα στο γραφείο του Τσώρτσιλ υπέρ της Ενώσεως. Σε επίσημον δε συνεδρίασιν του Νομοθετικού Συμβουλίου οι Έλληνες Βουλευτές επέδωσαν υπόμνημα εις τον Τσώρτσιλ συνταχθέν εις ειδικήν σύσκεψιν εις την Αρχιεπισκοπήν. Η εντύπωσις που εσχημάτισε ο Τσώρτσιλ από την παλλαϊκήν εκδήλωσιν υπέρ της Ενώσεως κατά την υποδοχήν του εις την Κύπρον ήτο τέτοια, ώστε επιστρέφοντας εις την Αγγλίαν είπεν εις τον Σερ Τζων Σταυρίδην: «Θα σου απαντήσω ελληνικά - Ζήτω η Ένωσις! Είναι τα μόνα Ελληνικά που έμαθα εις την Κύπρον». Κατά τον Ελληνο-τουρκικόν πόλεμο του 1912 πολλές χιλιάδες Κύπριοι εθελοντές πολέμησαν στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Το 1913 στην Λευκωσία έγινε σύσκεψις υπό την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου και εκπροσώπων του λαού της υπαίθρου και των πόλεων, στην οποίαν διεδηλώθη η επίμονος προσήλωσις των Ελλήνων της Κύπρου προς το ιδεώδες της Ενώσεως της νήσου με την Ελλάδα και ενεκρίθη ψήφισμα δια την Ένωσιν. Η προσάρτησις της Κύπρου υπό της Αγγλίας στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ανεπτέρωσε τις ελπίδες των Ελλήνων της Κύπρου διότι παρεμερίσθη το προβαλλόμενο πάντα εμπόδιο - η Αγγλο-τουρκική Συνθήκη του 1878. Άνω των 11 χιλιάδων Ελλήνων Κυπρίων κατετάχθησαν στις γραμμές της Βρεταννικής βοηθητικής δυνάμεως και επολέμησαν στο πλευρόν των συμμάχων. Κατ' επανάληψιν οι Έλληνες Βουλευτές του Νομοθετικού Κυπριακού Συμβουλίου υπέβαλον πρότασιν περί εφαρμογής και εις την περίπτωσιν της Κύπρου της Αρχής των Εθνοτήτων δηλ. της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος. Όμως η ενωμένη Αγγλο-τουρκική αντίδρασις στο Κυπριακό ψευτο-κοινοβούλιο απέρριπτε αυτές τις προτάσεις. Εις τας Βουλευτικάς εκλογάς του Οκτωβρίου του 1917 κοινόν εκλογικόν σύνθημα όλων των υποψηφίων βουλευτών ήτο «η Ένωσις». Το υποβληθέν ψήφισμα εκ μέρους των Ελλήνων βουλευτών, το οποίο φυσικά κατεψηφίσθη από τας ενωμένας Αγγλο-τουρκικάς ψήφους, μεταξύ των άλλων ανέφερε και τα εξής: «Το Συμβούλιον εν τη πεποιθήσει του, ότι εξ ωρισμένων γεγονότων προελθούσα κατάλυσις της Αγγλο-τουρκικής Αμυντικής Συνθήκης του 1878 συγκατέλυσεν μεν ταυτοχρόνως και τα οιαδήποτε επί της ημετέρας νήσου δικαιώματα αμφοτέρων των εν τη Συνθήκη εκείνη συμβληθέντων, απέμεινε δε συνεπώς από της στιγμής της καταλύσεως και εντεύθεν ο Κυπριακός λαός δικαιωματικώς ο μόνος Κύριος να κανονίση ελευθέρως τα της εαυτού οριστικής πολιτικής αποκαταστάσεως... φρονεί ότι επέστη η στιγμή... ίνα σαφώς μεν διατυπώση την νόμιμον αυτού αξίωσιν... της πραγματοποιήσεως των ευγενών και υψηλών αρχών της Ελευθερίας». Το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της νήσου επέτυχε την μεγαλύτερήν του άνοδον μετά τον Πρώτο Παγκόσμιον Πόλεμον, στην περίοδον της γενικής κρίσης του ιμπεριαλισμού. «Ο ιμπεριαλισμός - λέγει ο Λένιν - οδηγεί σε προσαρτήσεις, στο δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης και συνεπώς και στην ένταση της αντίστασης». Η όξυνση αυτή της αντίστασης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εμφάνιση της εργατικής τάξης της Κύπρου στην πολιτική σκηνή και της πρωτοπορείας της - του ΚΚ Κύπρου. Ευεργετική επίδραση της νίκης της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης είναι και το δυνάμωμα του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Από τη μια μεριά η εσωτερική κατάσταση - η άθλια κατάσταση των αγροτών από τις ημιφεουδαρχικές σχέσεις και της ολιγάριθμης εργατικής τάξης από την έλλειψη εργατικής Νομοθεσίας, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού και η αδυναμία της αστικής τάξης να αναπτυχθεί αυτοτελώς εξ αιτίας των αποικιακών συνθηκών - επόμενα να τεθεί επικεφαλής της πάλης, και η διεθνής κατάσταση από την άλλη, ευνόησαν ώστε το ΚΚΚ να γίνει αρχηγός του λαϊκοαπελευθερωτικού κινήματος. Έτσι, όταν το ΚΚΚ οργανώνει και καθοδηγεί την πάλη των εργατών και της αγροτιάς για κοινονικο-οικονομικά ζητήματα και αναπτύσσει πλατειά δράση, από απειρία δεν μπόρεσε να καταλάβει, ότι πριν απ' όλα η πάλη του Κυπριακού πληθυσμού ήταν αντιιμπεριαλιστική, λαϊκοαπελευθερωτική, για να συσπειρώσει γύρω του το λαό και να γίνει αρχηγός της πάλης αυτής. Εις το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, στις 3.Ι.1919, Κυπριακή αντιπροσωπεία υπό τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλον πήγε εις το Λονδίνον και αξίωσε την παραχώρηση της Κύπρου και την Ένωσή της με την Ελλάδα. Παράλληλα οι πόλεις και κοινότητες, οι σύλλογοι και οι οργανώσεις της Κύπρου, έστειλαν υπομνήματα και τηλεγραφήματα στον Βρεταννό Πρωθυπουργόν. Εκτός από αόριστες υποσχέσεις για εξέταση του ζητήματος, η Κυπριακή αντιπροσωπεία δεν επέτυχε τίποτα άλλο. Μάλιστα ο Υπουργός των Αποικιών Έϊμερυ εδήλωσε στην Βουλή των Κοινοτήτων, την 1 Ιουλίου 1920 εκ μέρους του Πρωθυπουργού, ότι η Αγγλία δεν εσκέπτετο περί μεταβολής του καθεστώτος της νήσου. Την 28.Χ.1920 επληροφόρησε την Αντιπροσωπείαν εκ μέρους της Κυβερνήσεώς του ότι «δεν ήτο διατεθειμένη να ενδώσει εις το αίτημα περί Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος». Η ωμή αυτή απάντηση των Άγγλων προεκάλεσε αίσθημα αγανάκτησης στους Έλληνας της Κύπρου. Επηκολούθησε κύμα αναταραχών. Στις 8.ΧΙΙ.1920 παρητήθησαν ομαδικά οι Έλληνες Βουλευτές του Κυπριακού Κοινοβουλίου σ' ένδειξιν διαμαρτυρίας... Στις εκλογές δε που επηκολούθησαν επανεξελέγησαν πάλιν οι ίδιοι δια να τονισθεί η προσήλωσις των εκλογέων εις την ακολουθούμενη εκ μέρους των πολιτικήν της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος. Το 1921 η Κύπρος εώρτασε μετά της άλλης Ελλάδος με ενθουσιασμόν την Εκατονταετηρίδα της Ελληνικής Παλλιγεννεσίας, παρά την απηγόρευσιν των Αγγλικών αρχών κατοχής. Με τον τρόπο αυτό ο λαός εξεδήλωσε την επιθυμίαν του να ενωθεί με την Ελλάδα. Οι ωμές αντιδράσεις των Άγγλων είχον σαν αποτέλεσμα να συγκληθεί Παγκύπρια Συνέλευσις στην Λευκωσία στις 10 του Οκτώβρη 1921, όπου οι Αντιπρόσωποι διεκήρυξαν ότι «Η αξίωση του Κυπριακού λαού είναι μια μόνη και αναλλοίωτος - η Ένωσις μετά της Ελλάδος», και υπεγράμμισαν ότι «ο Ελληνικός πληθυσμός καταδικάζει εις την συνείδησίν του το Νομοθετικόν Συμβούλιον και αποφασίζει όπως ο Ελληνικός λαός μην υποβάλλη υποψηφιότητας και απόσχει των εκλογών». Ακολουθώντας την πολιτική της παθητικής πολιτικής αντιστάσεως, οι Κύπριοι μποϋκοτάρισαν το καθεστώς και ταυτόχρονα συγκρότησαν Εθνικόν Συμβούλιον, υπό την Προεδρεία του Αρχιεπισκόπου, δια τον συντονισμόν του ενωτικού αγώνος. Με την άνοδον στην εξουσίαν στα 1924 των Εργατικών οι Κύπριοι ήλπιζον ότι θα εφαρμοσθεί πλέον εκ μέρους του Εργατικού κόμματος η Αρχή των Εθνοτήτων και γι' αυτούς - έτσι είχε δηλώσει ο Μακ Δόναλντ στα 1919 στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο της Βέρνης. Δράττοντες δε της ευκαιρίας απέστειλαν δια του Αρχιεπισκόπου υπόμνημα, στο οποίο τόνιζαν την ομόφωνον θέλησίν τους να ενωθούν με την Ελλάδα, με την οποίαν τους συνδέουν δεσμοί αίματος, θρησκείας, γλώσσας, ιστορίας, παραδόσεων, αυτή αύτη η εθνική τους συνείδησις. Απέστειλον δε και Πρεσβείαν εις Λονδίνον, για να αναπτύξει και προφορικά τον πόθον τους και τα παράπονά τους. Όμως οι ελπίδες και πάλιν διαψεύσθησαν...Οι Άγγλοι αποικιοκράτες, προκαλώντας τα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων της Κύπρου, διοργάνωσαν το 1928 γιορτές με την ευκαιρία της πεντηκονταετίας της Βρεταννικής κατοχής της νήσου. Οι Κύπριοι απέσχον των εορτών και οργάνωσαν καθ' άπασαν την νήσου διαδηλώσεις και συλλαλητήρια ενωτικά. Ο Αρχιεπίσκοπος απέστειλε υπόμνημα διαμαρτυρίας στην Αγγλικήν Κυβέρνησιν, που μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Επί πεντήκοντα έτη εκρατήθημεν μακράν των μητρικών αγκαλών, κρατούμεθα δε και νυν, παρά την εκφρασθείσα πλειστάκις, πολλαπλώς και πολυτρόπως ομόφωνον ημών γνώμην, όπως ενωθώμεν μετά της Μητρός Ελλάδος». Το 1929, όταν ωρίμασε η γενική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, η κατάσταση του λαού της Κύπρου χειροτερεύει ακόμη περισσότερο. Οι αποικιοκράτες όχι μόνο δεν πήραν μέτρα για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής του πληθυσμού, αλλά και ματαίωναν συστηματικά τα προτεινόμενα υπό των Ελληνικών μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου μέτρα που είχον σκοπόν να καλυτερεύσουν την θέση των Κυπρίων. Το γεγονός αυτό προεκάλεσε αγανάκτηση στον Ελληνικό πληθυσμό της νήσου. Η αγανάκτηση του πληθυσμού μεγάλωσε με την επιβολή τον ίδιο χρόνο του νέου εκπαιδευτικού Νόμου και άλλων αντιλαϊκών ενεργειών εκ μέρους των κατακτητών. Στις 26 Ιουνίου 1930 συγκλήθηκε στην Αρχιεπισκοπήν μεγάλη αντιπροσωπευτική Συνέλευσις και τότε ιδρύθηκε η «Εθνική Οργάνωσις Κύπρου» με σκοπόν την πάλη για εθνική αυτοδιάθεση, για Ένωση με την Ελλάδα. Η Εθνική Οργάνωσις της Κύπρου οργάνωσε στις 25 του Μάρτη 1930 δημοψήφισμα - επειδή αρνήθηκε να το πράξη η κατοχική Κυβέρνησις, υπό μορφήν ενωτικού ψηφίσματος, σ' όλες τις πόλεις και τα χωριά και τα αποτελέσματα απέστειλε εις τον Υπουργόν των Αποικιών. Παράλληλα ίδρυσε εις το Λονδίνον γραφείον για την παρακολούθηση του εθνικού ζητήματος και για κατατόπιση της Αγγλικής κοινής γνώμης.
Μαρίτσας Κ. Δημήτριος
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Το Κυπριακόν ζήτημα στο φώς του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Πολιτικής». Περισσότερα...
Επεχείρησα να γράψω τον λόγον αυτόν, διότι νομίζω, ότι και εις σε και εις τα παιδιά σου και εις τους απογόνους του Ευαγόρα αυτή η προτροπή ημπορεί ν' αποβή σπουδαιοτάτη, εάν κανείς μαζέψη τας αρετάς εκείνου και αφού τας στολίση διά του λόγου, να τας παραδώση εις σας, διά να τας παρατηρήτε και να ασχολήσθε με αυτάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.