Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Πόσες μάχες δόθηκαν τελικά στο έπος της Ιλιαδας;

Ο μεγάλος επικός ποιητής, ο θείος Όμηρος, αφηγούμενος με αριστουργηματικό τρόπο το μύθο της Ιλιάδας, παρασύρει τον ακροατή/αναγνώστη να πιστέψει ότι παρακολουθεί όλα τα γεγονότα του δεκάχρονου τρωικού πολέμου, χωρίς να υποψιάζεται πως η αφήγηση του ποιητή αναφέρεται μόνο στις τελευταίες 51 ημέρες του τελευταίου χρόνου του πολέμου αυτού.
Την ίδια εντύπωση αποκομίζει και όταν παρακολουθεί την περιγραφή των μαχών που διεξάγονται στον κάμπο μεταξύ Αχαιών και Τρώων. Και στην περίπτωση αυτή ο ποιητής τον παρασύρει  σε λαθεμένη εντύπωση. Η μάχη στην Ιλιάδα είναι μία και διαρκεί τέσσερις μέρες.

Η πολεμική δράση στην Ιλιάδα αρχίζει με την ανατολή και τελειώνει με τη δύση του ηλίου. Όταν δύει ο ήλιος και αρχίζει το σκοτάδι της νύχτας σταματά κάθε πολεμική δραστηριότητα. Η νύχτα είναι για ανάπαυση. Το ομολογεί ο Έκτορας, όταν ζητά από τον Αίαντα να σταματήσουν τη μονομαχία τους, γιατί τους έπιασε η νύχτα.
Κοντεύει να νυχτώσει, κι είναι σωστό στη νύχτα να υπακούμε(Η 294)
Στην Ιλιάδα όλα τα γεγονότα διαδραματίζονται την ημέρα. Ελάχιστα από αυτά συμβαίνουν τη νύχτα και συγκεκριμένα σε τρεις μόνο δραματικές νύχτες: της 25ης Λιταί (Ι)-Δολώνεια(Κ), της 27ης: οπλοποιία (από Σ 241) και της 39ης: Έκτορος Λύτρα (Ω)

22η ημέρα της αφήγησης. Πρώτη ημέρα της μάχης (Β 48-Η 293)

Ο ποιητής αρχίζει την προετοιμασία και την περιγραφή της πρώτης μάχης την 22η ημέρα της αφήγησης της Ιλιάδας, όταν ο Αγαμέμνων, με την ανατολή της ημέρας αυτής καλεί σε συγκέντρωση τους αρχηγούς των Αχαιών και τους ανακοινώνει το όνειρο
Ηώς μεν ρα θεά προσεβήσετο μακρόν Όλυμπον
Ζηνί φόως φέρουσα και άλλοις αθανάτοισιν,
αυτάρ ο κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε
κηρύσσειν αγορήν δε καρηκομόωντες Αχαιούς(Β48-51)
Μόλις η θεά Αυγή ανέβηκε στον υψηλό τον Όλυμπο,
να πει στο Δία και στους άλλους θεούς πως έφεξε η ημέρα,
ευθύς ο Αγαμέμνων πρόσταξε τους βροντόφωνους κήρυκες
να καλέσουν σε συνέλευση τους μακρυμάλληδες Αχαιούς.
 Κι όταν οι αρχηγοί του στρατού συγκεντρώνονται τους ανακοινώνει το όνειρο που είδε τη νύχτα και τους τονίζει πως του είπε, εάν επιτεθεί, θα νικήσει τους Τρώες. Γι’ αυτό τους παρακινεί και τους ξεσηκώνει για μάχη.
Θωρήξαί σ’εκέλευσε καρηκομόωντας Αχαιούς
Πανσυδίη, νυν γαρ κεν έλοις πόλιν ευρυαγυίαν
Τρώων…. (Β65-67)
Προστάζει(το όνειρο) ν’ αρματώσεις γρήγορα τους μακρημάλληδες Αχαιούς-
τώρα μπορείς να πάρεις την πλατύδρομη πόλη των Τρώων, εάν επιτεθείς .
Μετά από κάποια γεγονότα που μεσολαβούν, ο στρατός είναι έτοιμος για πόλεμο στον κάμπο και ανυπομονεί να ριχτεί στη μάχη και να συντρίψει τους Τρώες.
όπως πετούν οι μύγες σύννεφο  την άνοιξη
γύρω σε στάνη, τότε που οι καρδάρες
ξεχειλίζουν απ’ το πολύ το γάλα,
τόσοι Αχαιοί στεκόντανε στον κάμπο
απέναντι στους Τρώες, ποθώντας να τους συντρίψουν.(Β 469-473)
Και όταν όλο αυτό το στράτευμα κάποια ώρα ξεκινά να συμπλακεί σε μάχη φονική με το στράτευμα των Τρώων, ο ποιητής φροντίζει να προβάλει την προσωπικότητα του Αγαμέμνονα και να στρέψει την προσοχή του αναγνώστη προς αυτόν.Τον εμφανίζει μπροστάρη αυτής της λαοθάλασσας του στρατού που κινείται εναντίον του εχθρού με σκοπό να τον συντρίψει.
Κι όπως σκόρπια κοπάδια γίδια εύκολα οι βοσκοί τα βάζουν σε τάξη,
έτσι τους έβαζαν σε τάξη οι αρχηγοί τους άλλους εδώ κι άλλους εκεί,
για να ριχτούν στη μάχη, ανάμεσά τους κι ο Αγαμέμνων, ολόιδιος
με το Δία τον κεραυνόχαρο στα μάτια και στην κεφαλή,
στη μέση με τον Άρη, στο στήθος με τον Ποσειδώνα.
Όπως μες στην αγέλη ο ταύρος διακρίνεται απ’ όλα τ’ άλλα ζώα,
τέτοιον τη μέρα εκείνη έκανε ο Δίας τον Ατρείδη,
Μες στους πολλούς ξεχωριστό, μες στους γενναίους πρώτο(Β 474-483)
Έτσι αρχίζει την πρώτη μέρα της μάχης ο ποιητής. Εμφανίζει ολόιδιο με το Δία τον αρχιστράτηγο των Αχαιών και τον βάζει μπροστά να οδηγεί το στρατό στη μάχη και στη νίκη. Ξαφνικά όμως ο ποιητής διακόπτει την περιγραφή του και στρέφεται αλλού, στην περιγραφή των δυνάμεων που διαθέτουν τα δύο αντίπαλα στρατεύματα, λες και τώρα άρχιζε ο τρωικός πόλεμος, για να επανέλθει στην συνέχεια της περιγραφής της μάχης στη ραψωδία Δ, όπου συμπληρώνει:
Όταν πια εκείνοι ήρθαν και έσμιξαν στον ίδιο χώρο,
έγιναν ένα ασπίδες, δόρατα και των αντρών των χαλκοθώρακων
το σθένος, κι όταν οι ομφαλωτές ασπίδες τους
συγκρούστηκαν, σηκώθηκε ορυμαγδός μεγάλος.
Κι άκουγες αξεχώριστα αλαλαγμούς και θρήνους αυτών που έσπερναν
το θάνατο. εκείνων που πεθαίναν, κι η γη πλημμύριζε αίμα.(Δ 446-451)
Η μάχη είναι πολύνεκρη. Συνεχίζεται το ίδιο φονική και στη ραψωδία Ε, όπου διακρίνεται για την ανδρεία του ο Διομήδης (αριστεία Διομήδη). Οι Αχαιοί πιέζουν τους Τρώες, ώστε αναγκάζουν τον Έκτορα να ανεβεί στην Τροία και να ζητήσει από τις γυναίκες να προσευχηθούν στην Αθηνά να τους βοηθήσει, ενώ στη συνάντησή του με την Ανδρομάχη, η σύζυγός του, με το μικρό Αστυάνακτα στην αγκαλιά, παρακαλεί τον Έκτορα και τον συμβουλεύει να μείνει στο κάστρο κι από εκεί να αμύνεται. Και για να τον αποτρέψει από τον πόλεμο του προτείνει και του θυμίζει:
Πλάι  στην αγροσυκιά παράταξε τους άντρες σου,
εκεί που εύκολα μπορεί να πατηθεί η πόλη κι εύκολα
το τείχος να περάσουν. Εκεί δοκίμασαν ν’ ανέβουν τρεις φορές
με διαλεχτούς συντρόφους οι δύο Αίαντες κι ο ξακουστός Ιδομενέας,
οι γιοι του Ατρέα κι ο αντρειωμένος Διομήδης (Ζ 430-434)
Το κάστρο, του λέει, μόνο από εκείνο το σημείο κινδυνεύει να πατηθεί. Οχύρωσέ το καλά και να αμύνεσαι πια από ψηλά. Η πληροφορία ότι επιχειρήθηκε η κατάληψη από εκεί μας πάει πίσω στο χρόνο και δείχνει τις απεγνωσμένες προσπάθειες των Αχαιών να το κυριεύσουν.
Ο Έκτορας κατανοεί την υπόδειξη και τους φόβους της Ανδρομάχης μα το καθήκον για τη σωτηρία της πατρίδας υπερτερεί και κατεβαίνει με τον αδερφό του Πάρη στον κάμπο. Η μάχη αναζωπυρώνεται.
Η 22η ημέρα της αφήγησης και η πρώτη ημέρα της μάχης συνεχίζεται ως το Η 293, μετά τη μονομαχία Έκτορα και Αίαντα, όταν ο Έκτορας προτείνει στον Αίαντα να σταματήσουν τη μονομαχία, γιατί τους έπιασε η νύχτα και συνεχίζουν τη μάχη αργότερα.
Αίαντα…..
ας σταματήσουμε για σήμερα τη μάχη και το χαλασμό,
αργότερα πάλι θα πολεμήσουμε, ώσπου να μας χωρίσει ο θεός
και σ’ έναν απ’ τους δυο τη νίκη να χαρίσει.
Κοντεύει να νυχτώσει, κι είναι σωστό στη νύχτα να υπακούμε(Η 290-293)
Η μονομαχία λήγει με μικρή υπεροχή του Αίαντα και σταματά μετά από πρόταση του Έκτορα, γιατί τους έπιασε νύχτα.
Οι δύο μονομάχοι ανταλλάσσουν δώρα και επιστρέφουν στο στρατό τους. Πρόκειται για την πρώτη καλή χειρονομία από τους δύο ήρωες που απαλύνει λίγο την αγριότητα του πολέμου, αλλά και καταδεικνύει πως ο Έκτορας δεν είναι αήττητος.
Την 23η ημέρα της αφήγησης οι Αχαιοί και οι Τρώες συλλέγουν και  θάπτουν τους νεκρούς της μάχης (Η 417-432), ενώ οι Αχαιοί την 24η ημέρα (Η 433), πριν ακόμη ξημερώσει, ολοκληρώνουν το χτίσιμο του τείχους, που προστάτευε τα καράβια τους. Μικρή ανάπαυλα της μάχης.

25η  ημέρα της αφήγησης. Δεύτερη ημέρα της μάχης (Θ1-486)

Κροκόπεπλος η Αυγή σ’ όλη τη γη απλωνόταν,
κι ο Δίας ο κεραυνόχαρος κάλεσε τους θεούς σε σύναξη(Θ1-2)
Με την αυγή της 25ης μέρας της αφήγησης της Ιλιάδας ο Δίας καλεί τους θεούς στον Όλυμπο και τους απαγορεύει να λάβουν μέρος στον πόλεμο. Μετά ντύνεται στα χρυσά, και οδηγώντας ο ίδιος τα αθάνατα άλογά του, ζεμένα στο καλοφτιαγμένο αμάξι του, φτάνει στην Ίδη, για να παρακολουθεί από κοντά τις μάχες ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατεύματα,

Τότε οι μακρυμάλληδες Αχαιοί έφαγαν στις σκηνές τους
βιαστικά κι ευθύς μετά φορούσαν τ’ άρματά τους.
Από την άλλη οι Τρώες μέσα στην πόλη οπλίζονταν,
πιο λίγοι αυτοί. Μα κι έτσι λαχταρούσαν να ριχτούν στη μάχη-
ανάγκη επιτακτική να σώσουν τα παιδιά και τις γυναίκες τους.
Άνοιξαν οι πύλες διάπλατα κι όρμησε έξω ο στρατός.
πεζοί και καβαλάρηδες, κι έφτανε ο ορυμαγδός στα ύψη.
Κι όταν πια προχωρώντας έσμιξαν στον ίδιο χώρο,
συγκρούστηκαν ασπίδες και κοντάρια και η ορμή
των χαλκοθώρακων πολεμιστών, οι ομφαλωτές ασπίδες
χτυπιόνταν μεταξύ τους μέσα σε πανδαιμόνιο.
Κι άκουγες την ίδια ώρα κραυγές θριάμβου και οιμωγές εκείνων
που σκοτώνανε κι εκείνων που πεθαίναν, κι η γη πλημμύριζε αίμα.
Όσο ακόμη ήταν πρωί κι άπλωνε η άγια μέρα,
τόσο ευστοχούσαν οι βολές κι από τις δύο μεριές,
και περίσσευαν οι νεκροί…….(Θ 58-68).
Η μεγάλη μάχη της δεύτερης ημέρας έχει αρχίσει με πολλούς νεκρούς εκατέρωθεν, χωρίς να ξεχωρίζει ακόμη ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος. ΄Ολοι αγωνιούν  για την έκβασή της, μαζί τους και ο Δίας. Γι’ αυτό βάζει στη ζυγαριά την τύχη των δύο αντιπάλων κι αυτή γέρνει με το μέρος των Τρώων, οπότε ο Δίας με αστραπές και βροντές τρομοκρατεί τους Αχαιούς και ανακόπτει την ορμή του Αγαμέμνονα, του Ιδομενέα, του Αίαντα, όχι όμως και του Διομήδη, ο οποίος συνεχίζει να καταδιώκει τους αντιπάλους του, ώσπου αναγκάζεται κι αυτός να σταματήσει την ορμή του με την υπόδειξη του Απόλλωνα. Ο Έκτορας, που εκμεταλλεύεται την κατάσταση αυτή, προτρέπει τους Τρώες να επιτεθούν και να πάρουν τη χρυσή ασπίδα του Νέστορα και τον ισχυρό θώρακα του Διομήδη.
Η μάχη ξαναζωντανεύει και ο Δίας, που δε θέλει να καταστραφεί ο στρατός των Αχαιών, δίνει την πρωτοβουλία σ’ αυτούς και η μάχη ξαναφουντώνει όπου αριστεύει ο Τεύκρος, ο αδελφός του Αίαντα. Γρήγορα η μάχη παίρνει διαφορετική τροπή. Κάνουν αντεπίθεση οι Τρώες, τραυματίζουν τον Τεύκρο, τον οποίο προστατεύει ο αδερφός του με την πελώρια ασπίδα του. Σε λίγο πέφτει το σκοτάδι και η μάχη σταματά, ανακουφίζοντας τους Αχαιούς που τόσο δοκιμάστηκαν από τους Τρώες.
Στο μεταξύ λαμπρό το φως του ήλιου βυθίστη στον Ωκεανό
σέρνοντας τη μαύρη νύχτα πάνω στην καρποφόρα γη.
Κι έδυσε ο ήλιος, δίχως οι Τρώες να το θέλουν, μα για τους Αχαιούς
έπεσε πολυπόθητη η μαύρη νύχτα κι έφερε αγαλλίαση (Θ 486΄-490)).
Οι Τρώες ανάβουν φωτιές και επιτηρούν το στρατόπεδο των Αχαιών μήπως και επιχειρήσουν τη νύχτα και φύγουν κρυφά για τις πατρίδες τους .
Τη νύχτα προς την  26η ημέρα της αφήγησης οι Αχαιοί στέλνουν πρεσβεία με τον Οδυσσέα, το Φοίνικα και τον Αίαντα στον Αχιλλέα και τον παρακαλεί να σταματήσει την οργή του και να σπεύσει σε βοήθειά τους, μια και ο Αγαμέμνων έχει μετανιώσει για τη συμπεριφορά του απέναντι του και του προσφέρει πολλά δώρα και τη Βρισηίδα. Εκείνος ανένδοτος τους τονίζει πως δεν πρόκειται να σταματήσει την οργή του παρά μόνον αν δει να κινδυνεύουν να του κάψουν τα καράβια του οι Τρώες με τον Έκτορα (Λιταί Ι).
Αχιλλέας:
Για τον πόλεμο το φονικό δε  θα νοιαστώ,
πριν φτάσει στων Μυρμιδόνων τις σκηνές και τα καράβια
ο γιος του αντρειωμένου Πρίαμου, ο θείος ΄Εκτορας,
σκορπώντας στους Αργείους το θάνατο, και βάλει στ’ άρμενα φωτιά.
 Ωστόσο, μπρος στη σκηνή μου και το μαύρο μου καράβι,
ο Έκτορας, όση ορμή κι αν έχει, θα κρατηθεί, θαρρώ(Ι 650-654).
Την ίδια νύχτα πραγματοποιείται, λόγω ανάγκης και η κατασκόπευση τόσο του Διομήδη και Οδυσσέα, από πλευράς Αχαιών, όσο και του Δόλωνα από πλευράς Τρώων. Στη νυκτερινή κατασκόπευση οι δύο άνδρες συλλαμβάνουν το Δόλωνα, του αποσπούν τις πληροφορίες που θέλουν και τον σκοτώνουν, ενώ αμέσως μετά επιτίθενται στο στρατόπεδο του Ρήσου, βασιλιά των Θρακών που έσπευσε σε βοήθεια των Τρώων, τον σκοτώνουν, του κλέβουν τα ωραία άλογά του και καβάλα σ’ αυτά επιστρέφουν στο στρατόπεδό τους. Η νύχτα δεν έχει τελειώσει ακόμη.(Δολώνεια Κ).

 26η ημέρα της αφήγησης. Τρίτη ημέρα της μάχης(Λ 1-Σ 241)

Η τρίτη ημέρα της μάχης αρχίζει την 26η ημέρα της αφήγησης και διαρκεί από τη ραψωδία (Λ1) ως τη (Σ 241),
Ηώς δ’ εκ λεχέων παρ’ αγαυού Τιθωνοίο
ώρνιθ’, αθανάτοισι φόως φέροι ηδέ βροτοίσι,
Ζευς δ’ ‘Εριδα προίαλλε θόας επί νήας Αχαιών
αργαλέην, πολέμοιο τέρας μετά χερσίν έχουσαν.(Λ 1-4).
Μόλις σηκώθηκε η Αυγή απ’ του ωραίου Τιθωνού
την κλίνη το φως να φέρει σε θνητούς και αθάνατους,
ο Δίας έστειλε την Έριδα στα γρήγορα καράβια των Αχαιών,
τη φοβερή, πολέμου σημάδι στα χέρια της κρατώντας.
Η Έριδα όμως παρακινεί τον Ατρείδη να μπει στον πόλεμο κι εκείνος ακάθεκτος ορμά εναντίον των Τρώων και αριστεύει. Στη αναμέτρηση αυτή τραυματίζεται η γιατρός Μαχάων και ο Πάτροκλος σπεύδει, με εντολή του Αχιλλέα, να διαπιστώσει αν όντως ο τραυματίας είναι ο Μαχάων. Ο Πάτροκλος βρίσκει πράγματι τραυματισμένο το γιατρό, ενώ ο Νέστορας βρίσκει κι αυτός την ευκαιρία και του προτείνει να παρακαλέσει τον Αχιλλέα να σταματήσει την οργή του και να κατεβεί στον πόλεμο, εάν όμως είναι ανένδοτος, τότε να του δώσει την πανοπλία του και να εμφανιστεί εκείνος μ’ αυτήν και τους Μυρμιδόνες στον πόλεμο, ώστε να ανακουφίσει τους Αχαιούς.
Στη ραψωδία Μ, που ακολουθεί, αφηγείται ο ποιητής την τειχομαχία, όταν οι Τρώες γκρεμίζουν ένα μέρος του τείχους και εισβάλλουν σ’ αυτό, οπότε η μάχη αλλάζει πεδίο και στη ραψωδία Ν διεξάγεται, για να κάψουν οι Τρώες τα πλοία των Αχαιών. Η ΄Ήρα όμως που ενδιαφέρεται για τους Αχαιούς κοιμίζει το Δία και δίνει τη νίκη σ’ αυτούς (Ξ). Ξυπνά ο Δίας, αντιλαμβάνεται την απάτη της Ήρας και αμέσως δίνει τη δυνατότητα στους Τρώες να απωθήσουν και πάλι τους Αχαιούς(Ο). Ο Πάτροκλος με την πανοπλία του Αχιλλέα κατεβαίνει στον πόλεμο. Τον βλέπουν οι Τρώες και έντρομοι το βάζουν στα πόδια, πλην όμως όταν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει, ο Έκτορας, με τη βοήθεια του Απόλλωνα, φονεύει τον Πάτροκλο (Π). Γύρω από το σώμα του νεκρού Πάτροκλου συνάπτονται αιματηρές μάχες σώμα με σώμα για το ποιος θα πάρει το νεκρό. Στο τέλος, με τον ηρωισμό του Μενέλαου, του Μηριόνη και του Αίαντα, απομακρύνεται το σώμα του νεκρού από το πεδίο της μάχης, ενώ ο Έκτορας, ικανοποιημένος από το κατόρθωμά του, φοράει τον οπλισμό του Αχιλλέα. Ο Δίας που τον βλέπει από ψηλά προλέγει και τη δική του τύχη.
Αχ, δύστυχε! Ούτε περνάει απ’ το νου σου ο θάνατος,
που είναι πια κοντά, μα εσύ τ’ αθάνατα όπλα ντύνεσαι
του πιο γενναίου άντρα, που όλοι τον φοβούνται.
Του σκότωσες τον κραταιό, τον άξιο σύντροφό του,
κι απ’ το κεφάλι και τους ώμους του, έτσι που δεν του πρέπει
του πήρες τ’ άρματα, μα εγώ θα σου χαρίσω τώρα μεγάλη νίκη
ως αντάλλαγμα, γιατί από τη μάχη δε θα γυρίσεις πίσω,
για να δεχτεί από σένα η Ανδρομάχη τα ξακουστά όπλα του Αχιλλέα(Ρ 200- 208)
 Ο Αχιλλέας όμως, που πληροφορείται αργότερα το θάνατο του φίλου του, κλαίει απαρηγόρητα και αναμένει την πανοπλία του από τον Ήφαιστο, για να εκδικηθεί το φονιά του Πάτροκλου. Θέλοντας όμως να βοηθήσει τους Αχαιούς, πριν ακόμη του φέρει η μητέρα του την καινούρια πανοπλία του, προβάλλει από την τάφρο και κραυγάζοντας τρεις φορές δυνατά, τρομάζει τους Τρώες.
Και τρεις φορές πέσαν σε ταραχή οι Τρώες κι οι φημισμένοι σύμμαχοι (Σ 229)
…..
Τότε η σεβάσμια μεγαλομάτα Ήρα ανάγκασε
τον Ήλιο τον ακάματο να βυθιστεί στου Ωκεανού το ρέμα.
Έδυσε ο Ήλιος και οι θεϊκοί Αχαιοί σταμάτησαν
τον ολέθριο πόλεμο και το σκληρό αγώνα.
Οι Τρώες από την άλλη έφυγαν από την άγρια μάχη
ξέζεψαν απ’ τ’ αμάξια τα γρήγορα άλογά τους
και μαζευτήκαν για συνέλευση, προτού σκεφτούν το δείπνο.(Σ 239-245)
Η συμμετοχή του Αχιλλέα στον πόλεμο, που τόσο απευχόταν ο Πολυδάμας, είναι πια δεδομένη και αναμένεται αγωνιωδώς από τους Τρώες.

27η ημέρα  της αφήγησης. Τέταρτη ημέρα της μάχης (Τ1-Χ 361)

Η τέταρτη ημέρα της μάχης αρχίζει την 27η η μέρα της αφήγησης και εκτείνεται από  τη ραψωδία (Τ 1 ως τη ραψωδία Χ 361).
Ο Αχιλλέας αναμένει τη νέα του πανοπλία. Το πρωί η μητέρα του παραδίδει στο γιο της την θεότευκτη πανοπλία κι εκείνος, αφού συμφιλιώνεται με τον Αγαμέμνονα (τέλος της μήνιος),  ετοιμάζεται  να λάβει εκδίκηση για το θάνατο του Πάτροκλου .
Ηώς μεν κροκόπεπλος απ’ Ωκεανοίο ροάων
ώρνιθ’ ίν’ αθανάτοισι φόως φέροι ηδέ βροτοίσιν.
η δ’ ες νήας ίκανε θεού πάρα δώρα φέρουσα.
εύρε δε Πατρόκλω περικείμενον ον φίλον υιόν,
κλαίοντα λιγέως. πολλέες δ’ αμφ’ αυτόν εταίροι
μύρινθ’, η δ’ εν τοίσι παρίστατο δία Θεάων
εν τ΄άρα οι φυ χειρί έπος τ’ έφατ’ έκ τ’ονόμαζε(Τ1-7)
Πρόβαλλε η Αυγή κροκόπεπλη απ’ τις ροές του Ωκεανού
να φέρει στους αθάνατους και στους θνητούς το φως,
κι έφτανε η Θέτη στα καράβια φέροντας τα δώρα του θεού.
Βρήκε το λατρευτό της γιο πεσμένο ν’ αγαλιάζει τον Πάτροκλο
Και να κλαίει γοερά, κι ολόγυρα πλήθος σύντροφοι
Θρηνούσαν. Ανάμεσά τους τότε στάθηκε η έξοχη θεά,
του έσφιξε το χέρι, του μίλησε και είπε:
Παιδί μου,…
Δέξου απ’ τον Ήφαιστο τα φημισμένα όπλα.
Τόσο πανέμορφα δε φόρεσε στους ώμους του κανείς θνητός ως τώρα.
Ο Αχιλλέας, χαρούμενος για τα θεία δώρα, φόρεσε τα θεότευκτα όπλα, πήγε στην ακροθαλασσιά και άρχισε να παρακινεί τους Αχαιούς σε πόλεμο
Πρέπει να επισημάνουμε πως από το σημείο αυτό η πρωτοβουλία ανήκει στον Αχιλλέα και εκείνο που τον ενδιαφέρει πια είναι να συναντήσει τον Έκτορα και να πάρει εκδίκηση για το φόνο του φίλου του. Η τελευταία φάση της μάχης περιορίζεται πια στην αναμέτρηση Αχιλλέα-Έκτορα και εξελίσσεται σε τρεις εφορμήσεις του Αχιλλέα.
Στην πρώτη του εφόρμηση ο Αχιλλέας συγκρούεται με τον Αινεία, της Αφροδίτης το γιο, αλλά τον σώζει η επέμβαση του Ποσειδώνα, ενώ στη συμπλοκή του με τον Έκτορα, το γιο του Πριάμου, τον σώζει  ο Απόλλων, ρίχνοντας σκοτάδι γύρο του (Υ).Τελικά, ο Αχιλλέας και οι Αχαιοί νικούν τους Τρώες και τους απομακρύνουν από τα καράβια.
Στη δεύτερη εφόρμηση (Φ)  ο Αχιλλέας, στην παραποτάμιο μάχη, κινδυνεύει να πνιγεί από τα νερά του Σκάμανδρου ποταμού. Με τη βοήθεια του Ήφαιστου ξεπερνά τον κίνδυνο του πλημμυρισμένου προσωποποιημένου ποταμού, και, καταδιώκοντας τους Τρώες, φτάνει έξω από τις πύλες του κάστρου. Εκεί συναντά τον Αγήνορα, που τον προκαλεί, αλλά τον σώζει  η πονηριά του Απόλλωνα, που μεταμορφωμένος σε Αγήνορα παρασύρει τον Αχιλλέα στην καταδίωξή του και έτσι απομακρύνει τον Αχιλλέα από το κάστρο και δίνει χρόνο στους Τρώες να μπουν σ’ αυτό. Ο Έκτορας, κατά παράξενο τρόπο, δεν εμφανίζεται από τον ποιητή πουθενά.
Στην  τρίτη όμως και τελευταία εφόρμηση του Αχιλλέα, ο Έκτορας αποφασίζει να μείνει έξω από το κάστρο και να πολεμήσει, παρόλο ότι οι γονείς του και η Ανδρομάχη τον θερμοπαρακαλούν να αποφύγει την αναμέτρηση μαζί του. Ο Έκτορας δεν ακούει κανένα. Έχει πάρει την απόφαση να πολεμήσει τον Αχιλλέα ως ίσο. Τελικά, παραμένει και με την δήθεν ενθάρρυνση από τον αδερφό του Δηίφοβο, φάντασμα της Αθηνάς, παραμένει και αντιμετωπίζει τον Αχιλλέα. Στη μάχη όμως των δύο ανδρών ο Αχιλλέας σκοτώνει το γενναίο Έκτορα και εκδικείται το θάνατο του φίλου του (Χ 361). Στο κάστρο αρχίζει ο θρήνος για το χαμό του.
 Εδώ τελειώνει και η τέταρτη ημέρα της φονικής μάχης που άρχισε στη ραψωδία Β και με κάποιες διακοπές συνεχίστηκε ως τη ραψωδία Χ 361. Πρόκειται για μια μάχη που αρχίζει χωρίς τη συμμετοχή του Αχιλλέα, αλλά τελειώνει με τη συμμετοχή του σ’ αυτήν, εκδικούμενος το θάνατο του  Πάτροκλου, με το φόνο του φονιά του, του Έκτορα, του υπερασπιστή της Τροίας. Ο πιο γενναίος ήρωας της Τροίαςς είναι πια νεκρός και δεν μπορεί να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Η Τροία κι αυτή μετρά τις τελευταίες ημέρες της ύπαρξής της, πλην όμως ο ποιητής θα σταματήσει εδώ την αφήγηση των πολεμικών αναμετρήσεων και θα ασχοληθεί με τον Αχιλλέα και τον Πρίαμο. Θα πλησιάσει ο ένας τον άλλο ψυχικά, θα κλάψουν και οι δυο τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα, και θα προχωρήσουν στη συμφιλίωση και την ανακωχή, ώσπου να θρηνήσουν και ενταφιάσουν οι Τρώες, όπως  αξίζει, ένα γενναίο αρχηγό του πολέμου, τον Έκτορα., το λατρευτό σύζυγο της Ανδρομάχης και  τον αγαπητό γιο του Πριάμου και της Εκάβης.


Δ.Κ.ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.