Τα στίφη του Βολγίου και του Κερεθρίου ήταν οι προφυλακές των Γαλατών επειδή σε λίγο (279 π.Χ.) εμφανίστηκε το κύριο σώμα υπό την ηγεσία του Βρέννου και του Ακιχώριου, το οποίο εισέβαλε στην Μακεδονία από την κοιλάδα του Αξιού.
Ο Γαλάτης κατακτητής της Ρώμης αποκαλείτο επίσης Βρέννος, ένα όνομα το οποίο αποτελούσε μάλλον τον κελτικό τίτλο του βασιλέα. Η ουαλική λέξη brennin είχε πολύ αργότερα την ίδια σημασία. Ο Βρέννος ήταν ο πολέμαρχος των Γαλατών ενώ ο Ακιχώριος, ο Βόλγιος και ο Κερέθριος ήταν μάλλον υπαρχηγοί του. Τα τρία γαλατικά σώματα μετακινούνταν έχοντας μαζί τις οικογένειες τους σε άμαξες, μία απόδειξη ότι σκόπευαν να εγκατασταθούν στην περιοχή. Είχαν ενισχυθεί με υποτελείς τους πολεμιστές, Ιλλυριούς, Δάρδανους, Θράκες, φυγάδες δούλους, κ.α. Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι το τρίτο γαλατικό στίφος αποτελείτο από 150.000 πεζούς και 15-60.000 ιππείς, αριθμοί που έχουν απορριφθεί ως υπερβολικοί. Ο αριθμός των πεζών είναι σχεδόν κοινός σε όλους τους αρχαίους συγγραφείς και μάλλον αποτελούσε το σύνολο των μαχίμων και αμάχων. Αν από αυτόν τον αριθμό αφαιρεθούν οι άμαχοι (περί τα 3/4α των αρχαίων πληθυσμών) τότε οι Κέλτες πολεμιστές θα ήταν 35-40.000 άνδρες. Κάθε Γαλάτης θωρακοφόρος ιππέας (ευγενής) συνοδευόταν από δύο ελαφρύτερους ιππείς. Αυτή η πολεμική μονάδα των τριών αποκαλείτο «Τριμαρκησία» (από την κελτική λέξη «μάρκα» που σήμαινε μεταξύ άλλων, και το άλογο).
Ο Σωσθένης κατανόησε ότι δεν μπορούσε να δώσει μάχη εναντίον της μεγάλης βαρβαρικής δύναμης, και έτσι συνέχισε την τακτική των αιφνιδίων επιθέσεων. Οι νότιοι Έλληνες παρακολουθούσαν τα γεγονότα στην βόρεια Ελλάδα, μένοντας αδρανείς. Φαίνεται ότι ο κύριος λόγος της αδράνειας τους ήταν ότι είδαν την γαλατική εισβολή ως μια καλή ευκαιρία για να απαλλαγούν από την εξηντάχρονη κηδεμονία της Μακεδονίας (η οποία άρχισε από τη μακεδονική νίκη στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ.). Οι Γαλάτες θα εξασθενούσαν τη Μακεδονία και θα αποχωρούσαν στις εστίες τους ενώ οι νότιοι Έλληνες θα μπορούσαν πάλι να εμπλακούν σε ατέρμονες εμφύλιες διαμάχες. Αν αυτή ήταν η εκτίμηση τους, ήταν τελείως λανθασμένη. Ο Βρέννος άφησε μια γαλατική δύναμη στην Μακεδονία υπό τον Βόλγιο, προκειμένου να διατηρήσει τις επικοινωνίες με τις βάσεις του στον Βορρά και βάδισε με τον κύριο όγκο του στρατού στη Θεσσαλία. Οι Θεσσαλοί γαιοκτήμονες αναγκάστηκαν να συνδιαλλαγούν μαζί του και να του επιτρέψουν να διαβεί τα εδάφη τους υπό τον όρο να μην βλάψει τα κτήματα και τη χώρα τους. Η στάση των Θεσσαλών –ανάλογη με αυτήν που είχαν κατά τους Περσικούς Πολέμους – ήταν συνέπεια και αποτέλεσμα της ολιγωρίας και της ασυνεννοησίας των Νοτίων Ελλήνων, ίδιας με εκείνης που τους χαρακτήριζε κατά τα Μηδικά και η οποία ώθησε τότε τους Θηβαίους και τους Θεσσαλούς στο περσικό στρατόπεδο. Επίσης οι Σπαρτιάτες και γενικά οι Πελοποννήσιοι αδιαφόρησαν για τη γαλατική απειλή και δεν προσχώρησαν στη Νοτιοελληνική συμμαχία η οποία συγκροτήθηκε τότε εναντίον της. Οι Πελοποννήσιοι, προστατευμένοι από τη «φυσική τάφρο» του Κορινθιακού κόλπου, γνώριζαν ότι οι βάρβαροι δεν διέθεταν στόλο. Επομένως αν οι πελοποννησιακές δυνάμεις συγκεντρώνονταν στον Ισθμό και στην αχαϊκή ακτή, θα ήταν πολύ δύσκολο για τους Γαλάτες να περάσουν στην Πελοπόννησο. Για τον ικανό βασιλέα της Σπάρτης Αρέα υπήρχε επιπροσθέτως η πολιτική σκοπιμότητα. Η εισβολή των Γαλατών θα εξασθενούσε τους Αιτωλούς εχθρούς του, οι οποίοι εξελίσσονταν σε σημαντική πολιτικοστρατιωτική δύναμη. Ετσι η ελληνική συμμαχία εναντίον των βαρβάρων ήταν ουσιαστικά μία αποκλειστικά Στερεοελλαδική συμμαχία.
Γαλατικό χρυσοποικιλτο κράνος.
-
Τέλος, πρέπει να κάνω κάποιες επισημάνσεις σχετικά με μία δραματική αλλαγή στη Νοτιοελληνική πολεμική τέχνη, η οποία συνδέεται συχνά με την κελτική εισβολή στη Νότια Ελλάδα η οποία ακολούθησε: την εγκατάλειψη του οπλιτικού πολέμου.
Από την προαναφερόμενη στάση των Πελοποννησίων και του Κεραυνού φαίνεται ότι γενικά οι Έλληνες δεν εκτιμούσαν έως τότε τους Κέλτες ως πολεμιστές και τους θεωρούσαν απλούς βαρβάρους ληστές, οι οποίοι μπορούσαν να διαλυθούν εύκολα από τις φάλαγγες τους. Αυτό το στοιχείο διαφαίνεται και στον προαναφερόμενο ειρωνικό σχολιασμό του Αλεξάνδρου για εκείνους. Εξάλλου η κελτική επιτυχία στην Μακεδονία οφειλόταν στους ανόητους χειρισμούς του Πτολεμαίου. Όπως θα δούμε, ο Βρέννος μετά την επίθεση του στις Θερμοπύλες απέφυγε να ξαναδώσει κανονική μάχη με τους νότιους Έλληνες οπλίτες ενώ όταν τελικά οι Γαλάτες αναγκάστηκαν αργότερα να αντιμετωπίσουν τους συντεταγμένους Έλληνες μάχιμους στη μάχη της Λυσιμάχειας (277 π.Χ.), κατακρεουργήθηκαν από αυτούς αφού είχαν υποπέσει και στην ενέδρα τους. Ωστόσο, οι πολεμιστές της Ελλάδας εντυπωσιάστηκαν από τις ευέλικτες γαλατικές τακτικές που τους προκάλεσαν στη συνέχεια (κατά την κελτική εισβολή στη νότια Ελλάδα) πολλά θύματα. Αυτές οι τακτικές υποστηρίζονταν από τον ανάλογο ελαφρύ εξοπλισμό. Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι αυτή η επιρροή ευθύνεται για τη βαθμιαία εγκατάλειψη της οπλιτικής οπλοσκευής από τους μητροπολιτικούς Ελληνες μετά από την κελτική επιδρομή, και τον επανεξοπλισμό τους με θυρεούς (ιταλογαλατικές ασπίδες) και κελτικούς αλυσοθώρακες. Η άποψη μου είναι ότι επηρεάστηκαν μάλλον και από τον παρόμοιο ιταλικό τρόπο πολέμου των Ρωμαίων και των Σαμνιτών. Η εκστρατεία του Πύρρου στην Ιταλία την ίδια εποχή όπου παρότι δεν ηττήθηκε ποτέ, είχε πολύ μεγάλες απώλειες πολεμώντας τους ευέλικτους Ρωμαίους, και οι επαφές των Ελλήνων με την Ιταλία ευθύνονται μάλλον για αυτήν την επιρροή. Ο κυριότερος λόγος όμως ήταν οι νέες πολιτικοκοινωνικές συνθηκες στη νότια Ελλάδα, η οποία αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα: ο νέος οπλισμός ήταν αρκετά φθηνότερος και οι νέες τακτικές δεν απαιτούσαν τόσο ισχυρή κοινωνική συνοχή. Αυτή η κατάσταση η οποία συνδυάστηκε εγκαίρως με την ιταλική και γαλατική επιρροή, επέφερε το τέλος του οπλιτικού πολέμου και του οπλίτη.
Παρά τους ισχυρισμούς ορισμένων αρχαίων συγγραφέων ότι οι Γαλάτες δεν κατόρθωσαν να εισδύσουν στο Ιερό των Δελφών, αναφορές Λατίνων συγγραφέων και του Στράβωνος για την ανάκτηση μέρους του χρυσού των Δελφών από τους Ρωμαίους στην Τολώσα των Τεκτοσάγων (σύγχρονη Τουλούζη) το 106 πΧ, ευρήματα από την Ιταλία που απεικονίζουν την Πυθία των Δελφών να έχει αποκεφαλισθεί από τους Γαλάτες ή το Ιερό των Δελφών να καίγεται από αυτούς και άλλα στοιχεία, υποδεικνύουν ότι οι Κέλτες κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος του Ιερού ή σχεδόν ολο το Ιερο. Αυτή τουλάχιστον είναι η άποψη που επικρατεί μεταξύ των σύγχρονων Κελτολόγων. Εισέβαλαν στο Ιερό μάλλον κατά την πρώτη ημέρα της επίθεσης τους όταν σκοτώθηκε και ο Αλεξίμαχος, ενώ τη δεύτερη ημέρα η έλευση των Αιτωλών του Φιλόμηλου ανέτρεψε την κατάσταση υπέρ των Ελλήνων οι οποίοι μάλλον τότε κατόρθωσαν να τους εκδιώξουν από τον χώρο του Ιερού. Οι Γαλάτες υποχώρησαν αλλά με πλούσια λάφυρα, κυρίως χρυσό. Φαίνεται ότι οι περισσότεροι Ελληνες συγγραφείς αντέδρασαν σε αυτήν τη συμφορά όπως αργότερα ο Τίτος Λίβιος ο οποίος επέμενε ότι οι Κέλτες δεν κατέλαβαν τη Ρώμη το 387 π.Χ. ενώ το αντίθετο είναι αναμφισβήτητο. Ηταν μία ακόμη συμφορά που προκλήθηκε από την ολιγωρία και ασυνεννοησία των Ελλήνων – όχι σπάνιο φαινόμενο. Στην εικόνα: Ο Βρέννος και οι άνδρες του εντός του Ιερού των Δελφών, ενώ αρχίζει η καταιγίδα που ενίσχυσε τους αμυνόμενους Ελληνες (Source: Newark, T. & McBride Α., Ancient Celts, Concord).
-
Ετσι προέκυψε ο Έλληνας θυρεοφόρος και θωρακίτης της Ελληνιστικής εποχής: κατά το 2ο και το 3ο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ., οι περισσότερες πόλεις της Νότιας Ελλάδας εγκατέλειψαν τον βαρύ οπλιτικό εξοπλισμό. Οι μάχιμοι τους υιοθέτησαν ελαφρύ εξοπλισμό, διαφέροντας ελάχιστα από τον συνήθη πελταστή. Η οπλιτική ασπίδα εγκαταλείφθηκε υπέρ του θυρεού μαζί με οποιαδήποτε άλλη θωράκιση εκτός του κράνους. Ο νέος μάχιμος που προέκυψε ήταν ο «θυρεοφόρος» και το βασικό χαρακτηριστικό του ήταν η χρήση του θυρεού αντί της πέλτης την οποία συνήθιζαν έως τότε οι ελαφρά οπλισμένοι Έλληνες. Αργότερα μερικοί θυρεοφόροι εφοδιάστηκαν με τον αλυσιδωτό θώρακα κελτικού τύπου τον οποίο χρησιμοποιούσαν και οι Ρωμαίοι, αποκαλούμενοι «θωρακίται». Σύντομα ο εξοπλισμός του θυρεοφόρου και θωρακίτη και οι ευέλικτες τακτικές που τον συνόδευαν, επεκτάθηκαν και στις ελληνικές πόλεις της Ιταλίας, Σικελίας και άλλων περιοχών του παλαιού ελληνικού αποικισμού.
Οι νέοι μάχιμοι οι οποίοι αντικατέστησαν τον οπλίτη: D: θυρεοφόρος, Α: θωρακίτης (source: Sekunda N &McBride Α., Ptolemaic army, Montvert)
-
Παρά την εξάπλωση αυτών των εξοπλισμών και των αντίστοιχων πελταστικών τακτικών, ο στρατός της Μακεδονίας και της Σπάρτης, οι κατά παράδοση ισχυρότεροι στρατοί της Ελλάδας, δεν υιοθέτησαν ποτέ αυτές τις αλλαγές (πέρα από την απασχόληση μισθοφόρων θυρεοφόρων από άλλες περιοχές). Αντίθετα, η Σπάρτη το 226 πΧ υιοθέτησε τον σχηματισμό της μακεδονικής φάλαγγας. Επίσης τα μεγάλα βασίλεια των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων, οι μεγαλύτερες πολιτικοστρατιωτικές δυνάμεις του Ελληνιστικού κόσμου, δεν υιοθέτησαν αυτές τις αλλαγές για τους μαχίμους του βασιλικού στρατού παρά μετά το 167 π.Χ., μόνο μερικώς, και αποκλειστικά λόγω της ρωμαϊκής επιρροής. Εξάλλου είδαμε ότι οι πόλεις της Νότιας Ελλάδας τις υιοθέτησαν κυρίως λόγω της οικονομικής κάμψης τους: ο εξοπλισμός του θυρεοφόρου/θωρακίτη ήταν αρκετά πιο οικονομικός από εκείνον του οπλίτη. Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι η κελτική εισβολή στην Ελλάδα δεν ήταν ο αποφασιστικός παράγων αυτής της αλλαγής αλλά απλά ένας από τους σημαντικούς παράγοντες.
Σε μελλοντικό άρθρο, θα ασχοληθώ με την επιδρομή των Γαλατών στη Νότια Ελλάδα και τον αγώνα για το Ιερό των Δελφών.
-
-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Πολύβιος: ΙΣΤΟΡΙΑΙ.
(2) Διόδωρος Σικελιώτης : ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ.
(3) Παυσανίας: ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, ΒΟΙΩΤΙΚΑ-ΦΩΚΙΚΑ.
(4) Bury B. J. and Meiggs R.: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, Αθήνα, 1992
(5) CAMBRIDGE ANCIENT HISTORY, First edition, Cambridge, 1925-1930
(6) Delaney, F.: THE CELTS, London, 1989
ΠΗΓΗ : http://periklisdeligiannis.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.