(Το παρόν άρθρο αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα)
Η πεντήρης ήταν η πιο επιτυχημένη από τις πολυήρεις που εμφανίστηκαν κατά την ελληνιστική περίοδο, επειδή βρισκόταν σε μια ενδιάμεση θέση μεταξύ της κλασσικής τριήρους και των εξήρων, οκτήρων, δεκήρων, κ.α. Διατηρούσε σημαντικό μέρος από την ταχύτητα και την ευελιξία της πρώτης ενώ ταυτόχρονα ήταν προικισμένη με το εκτόπισμα και την σταθερότητα που απαιτούσαν οι νέες συνθήκες.
Επρόκειτο για μια σχετικά ελαφριά κατασκευή μικρού βυθίσματος, αλλά αρκετά βαρύτερη και ισχυρότερη από την τριήρη. Είναι γνωστό ότι η τελευταία μπορούσε να τραβηχτεί με τα χέρια των ανδρών της σε μια ακτή, κάτι που φαίνεται ότι συνέβαινε και με την πεντήρη. Όπως και στην τριήρη, τα κουπιά της πεντήρους έπρεπε να ξεκινούν από τα πλευρά της – προκειμένου να συναντήσουν την επιφάνεια του νερού – ευθυγραμμισμένα μεταξύ τους, ξεκινώντας από το ίδιο κάθετο επίπεδο. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον αν ξεκινούσαν απευθείας από τις καμπύλες πλευρές του πλοίου. Την ευθυγράμμιση τους εξασφάλιζε ένα είδος παραλληλόγραμμου κιβωτιόσχημου ζυγοστάτη, ο οποίος προεξείχε από τα πλευρά του πλοίου και είχε την ονομασία «παρεξειρεσία» (ή «πάραδος»). Ο ίδιος ζυγοστάτης παρατηρείται και στις ιταλικές αναγεννησιακές γαλέρες, όπως και πολλά άλλα στοιχεία τα οποία δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και άλλοι Ευρωπαίοι ναυπηγοί της περιόδου στηρίχθηκαν σε αρχαιοελληνικά πρότυπα ναυπήγησης. Η παρεξειρεσία των πεντήρων και των άλλων πολυήρων ήταν κατάφρακτη, δηλαδή καλυμμένη από το κατάστρωμα του πλοίου, χαρακτηριστικό που της έδινε το σχήμα επιμήκους κιβωτίου. Αυτή η κάλυψη προστάτευε τους θρανίτες ερέτες, ενώ ταυτόχρονα λόγω της εκτεταμένης προεξοχής της παρεξειρεσίας από το καθαυτό σκάφος, χρησίμευε και ως εξέδρα από όπου οι πεζοναύτες της πεντήρους μπορούσαν να αποβιβαστούν στο εχθρικό κατάστρωμα (το γνωστό «ρεσάλτο»). Αυτό το στοιχείο ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στην ελληνιστική περίοδο, επειδή οι ναυμαχίες κρίνονταν πολύ συχνά ως «πεζομαχίες», δηλαδή από την συμπλοκή των αντίπαλων πεζοναυτών στα καταστρώματα. Οι Ρωμαίοι είχαν ενισχύσει την παρεξειρεσία των δικών τους πεντήρων ειδικά για αυτόν τον σκοπό.
Επρόκειτο για μια σχετικά ελαφριά κατασκευή μικρού βυθίσματος, αλλά αρκετά βαρύτερη και ισχυρότερη από την τριήρη. Είναι γνωστό ότι η τελευταία μπορούσε να τραβηχτεί με τα χέρια των ανδρών της σε μια ακτή, κάτι που φαίνεται ότι συνέβαινε και με την πεντήρη. Όπως και στην τριήρη, τα κουπιά της πεντήρους έπρεπε να ξεκινούν από τα πλευρά της – προκειμένου να συναντήσουν την επιφάνεια του νερού – ευθυγραμμισμένα μεταξύ τους, ξεκινώντας από το ίδιο κάθετο επίπεδο. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον αν ξεκινούσαν απευθείας από τις καμπύλες πλευρές του πλοίου. Την ευθυγράμμιση τους εξασφάλιζε ένα είδος παραλληλόγραμμου κιβωτιόσχημου ζυγοστάτη, ο οποίος προεξείχε από τα πλευρά του πλοίου και είχε την ονομασία «παρεξειρεσία» (ή «πάραδος»). Ο ίδιος ζυγοστάτης παρατηρείται και στις ιταλικές αναγεννησιακές γαλέρες, όπως και πολλά άλλα στοιχεία τα οποία δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και άλλοι Ευρωπαίοι ναυπηγοί της περιόδου στηρίχθηκαν σε αρχαιοελληνικά πρότυπα ναυπήγησης. Η παρεξειρεσία των πεντήρων και των άλλων πολυήρων ήταν κατάφρακτη, δηλαδή καλυμμένη από το κατάστρωμα του πλοίου, χαρακτηριστικό που της έδινε το σχήμα επιμήκους κιβωτίου. Αυτή η κάλυψη προστάτευε τους θρανίτες ερέτες, ενώ ταυτόχρονα λόγω της εκτεταμένης προεξοχής της παρεξειρεσίας από το καθαυτό σκάφος, χρησίμευε και ως εξέδρα από όπου οι πεζοναύτες της πεντήρους μπορούσαν να αποβιβαστούν στο εχθρικό κατάστρωμα (το γνωστό «ρεσάλτο»). Αυτό το στοιχείο ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στην ελληνιστική περίοδο, επειδή οι ναυμαχίες κρίνονταν πολύ συχνά ως «πεζομαχίες», δηλαδή από την συμπλοκή των αντίπαλων πεζοναυτών στα καταστρώματα. Οι Ρωμαίοι είχαν ενισχύσει την παρεξειρεσία των δικών τους πεντήρων ειδικά για αυτόν τον σκοπό.
Πρόσοψη μιας ρωμαϊκής πεντήρους στην οποία διακρίνεται και ο ρωμαϊκός κόρακας (corvus), ο αποβατικός μηχανισμός των Ρωμαίων στα εχθρικά πλοία.
-
Την κινητήρια δύναμη της πεντήρους παρείχαν τα κουπιά ή τα ιστία, που δεν διέφεραν από αυτά της τριήρους. Τα ιστία αποτελούντο από το μεγάλο κεντρικό ορθογώνιο, αναρτημένο από το κεντρικό κατάρτι, και τον εμπρόσθιο «αρτέμονα», το πρωραίο μικρότερο ιστίο. Κατά τις ναυμαχίες τα ιστία μαζεύονταν και η κίνηση δινόταν μόνο από τα κουπιά. Το κατάρτι μπορούσε να αφαιρεθεί και να αποθηκευθεί. Το «άφλαστον», η πρυμναία προεξέχουσα δοκός, ήταν κυρτό όπως στις τριήρεις. Στις καρχηδονιακές και τις ρωμαϊκές πεντήρεις, το «άφλαστον» κάλυπτε μια μικρή καμπίνα στην πλώρη για τον κυβερνήτη του σκάφους. Ο επιθετικός εξοπλισμός της πεντήρους περιελάμβανε ένα ισχυρό έμβολο στην πλώρη και, ενδεχομένως, ελαφρούς καταπέλτες και σκορπιούς στο κατάστρωμα της που εκτόξευαν ακόντια, βέλη, σφαιρικές πέτρες και αρπαγές. Οι καταπέλτες και οι άλλες βαλλιστικές και πολιορκητικές μηχανές είχαν μεγαλύτερο μέγεθος στις ογκωδέστερες πολυήρεις.
Το εκτόπισμα της πεντήρους ήταν ταυτόχρονα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα και μειονέκτημα της αφού την έκανε ακαταμάχητη στην σύρραξη αλλά δύσχρηστη στην πλοήγηση. Λόγω του τελευταίου στοιχείου, το πλήρωμα της έπρεπε να αποτελείται κατά κανόνα από έμπειρους και ικανούς ναυτικούς. Κατά τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο ολόκληροι στόλοι ρωμαϊκών πεντήρων επανδρωμένοι από αδέξιους Ιταλούς και διοικούμενοι από άπειρους Ρωμαίους ναυάρχους, κατέληξαν στον βυθό της θάλασσας με την πρώτη μεγάλη τρικυμία.
Υπήρχαν τρεις βασικές παραλλαγές πεντήρων που αντιστοιχούσαν στον εκάστοτε αριθμό οριζόντιων σειρών κουπιών: η μονόκροτος, η δίκροτος και η τρίκροτος. Η πρώτη διέθετε πέντε ερέτες σε κάθε κουπί. Όπως φαίνεται αυτός ο τύπος χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα, σε αντίθεση με τους δύο επόμενους. Η δίκροτος πεντήρης διέθετε δύο σειρές κουπιών με τρεις κωπηλάτες στην άνω σειρά και δύο στην χαμηλότερη. Η τρίκροτος πεντήρης είχε τρεις σειρές κουπιών με δύο θρανίτες, δύο ζυγίτες και έναν θαλαμίτη. Υπήρχαν και οι «εθνικές» παραλλαγές πεντήρων. Οι φοινικικές διέφεραν σημαντικά από αυτές των Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Οι καρχηδονιακές πεντήρεις ήταν διαφορετικές από τις ελληνικές γενικά, κ.ο.κ. Τα νομίσματα διαφόρων πόλεων, ελληνικών, φοινικικών και της Ρώμης, καθώς και τα αρχαιολογικά τεκμήρια υποδεικνύουν αυτές τις διαφορές. Οι ρωμαϊκές πεντήρεις φαίνεται ότι ήταν μια σύνθεση του ελληνικού και του καρχηδονιακού τύπου. Η συνεισφορά των Ρωμαίων στην βελτίωση της πεντήρους δεν ήταν ο μηχανισμός του «κόρακα» όπως θεωρείται συχνά (βλ. σχετικό παράρτημα) αλλά η ελαφρά υπερύψωση της πλώρης και της πρύμνης των δικών τους πεντήρων, προκειμένου να πλεονεκτούν οι τοξότες και οι λεγεωνάριοι τους. Από αυτές τις υπερυψωμένες θέσεις οι τοξότες και οι γροσφομάχοι του ρωμαϊκού στρατού μπορούσαν να σαρώνουν με βέλη και γρόσφους τα εχθρικά καταστρώματα, «εκκαθαρίζοντας» τα προκειμένου να αποβιβαστούν σε αυτά χωρίς σοβαρή αντίσταση οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι.
Κάτοψη μιας ρωμαϊκής πεντήρους στην οποία διακρίνεται και ο ρωμαϊκός κόρακας (corvus), ο αποβατικός μηχανισμός των Ρωμαίων στα εχθρικά πλοία.
-
Το πλήρωμα των ρωμαϊκών πεντήρων αποτελείτο από 300 κωπηλάτες και 120 «επιβάτες» (μάχιμοι) σύμφωνα με τον Πολύβιο. Είναι γενικά παραδεκτό ότι στην πραγματικότητα οι 300 «ερέτες» του Πολύβιου συμπεριελάμβαναν περί τους 30 ναύτες (για υπηρεσία καταστρώματος κ.α.) και έναν κυβερνήτη-πλοηγό. Οι κωπηλάτες της πεντήρους ήταν επομένως 270, από 135 σε κάθε πλευρά του σκάφους, διατεταγμένοι σε 27 κατακόρυφες ομάδες κουπιών. Συγκριτικά, το πλήρωμα μιας τριήρους περιελάμβανε 170 ερέτες, 14 ναύτες, έναν πλοηγό, έναν πλοίαρχο και 14 μάχιμους: 10 οπλίτες και 4 τοξότες. Ο κυβερνήτης-πλοηγός ήταν υπεύθυνος για την πλοήγηση της πεντήρους, ενώ ο πλοίαρχος είχε το γενικό πρόσταγμα.
Οι πεζοναύτες ήταν, ανάλογα με την περίοδο και το έθνος, οπλίτες, θυρεοφόροι, λεγεωνάριοι κ.α. Υπήρχαν και ελαφροί μάχιμοι: τοξότες, ακοντιστές και σφενδονήτες (τους οποίους προτιμούσαν οι Ρόδιοι). Ο αριθμός των μαχίμων ήταν κυμαινόμενος. Οι Ρωμαίοι στηρίζονταν πολύ στην αγχέμαχη σύρραξη ή σε αποβατικές ενέργειες για αυτό χρησιμοποιούσαν μεγάλο αριθμό μαχίμων (120 άνδρες) στις πεντήρεις τους. Οι Έλληνες και οι Φοίνικες (Συρίας και Καρχηδόνας) που στηρίζονταν περισσότερο στην ναυτική ικανότητα τους και σε τακτικές εμβολισμού, θα είχαν λιγότερους πεζοναύτες στις πεντήρεις τους. Αντίθετα, φαίνεται ότι οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ελάχιστα το έμβολο των πεντήρων τους.
Ο «διέκπλους», η γνωστή τακτική των τριήρων κατά την οποία το πλοίο σάρωνε τα κουπιά του εχθρικού σκάφους αφήνοντας το ακυβέρνητο, και έπειτα έστριβε για να το εμβολίσει στην πρύμνη, εφαρμοζόταν και με την πεντήρη. Εντούτοις, ο ελιγμός του «διέκπλου» ήταν δυσκολότερος με αυτήν, λόγω του μεγέθους της.
Αναπαράσταση του εσωτερικού μιας πεντήρους κατά τον Denning.
-
Το 1970 ανακαλύφθηκε στα ανοιχτά του αρχαίου λιμένα της Μοτύης της Σικελίας ένα αρχαίο ναυάγιο. Το επόμενο έτος (1971) εντοπίστηκε στον βυθό ένα ακόμη αρχαίο σκάφος, σε απόσταση περίπου 300 μέτρων από το πρώτο. Και τα δύο πλοία χρονολογήθηκαν στην εποχή του Α΄ Καρχηδονιακού πολέμου και εκτιμήθηκε ότι ήταν καρχηδονιακά. Ο ανασκαφέας τους, Χ. Φροστ (Frost), θεώρησε ότι τα δύο πλοία ανήκαν στον τύπο της «λιβυρινίδος» (πρόκειται για την ιλλυρική παραλλαγή της ελληνικής τριημιολίας), μια άποψη που ακολούθησαν μερικοί μελετητές. Εντούτοις, πιθανότερη είναι η άποψη άλλων ειδικών, ότι πρόκειται για δύο πεντήρεις. Είναι βέβαιο ότι οι Καρχηδόνιοι δεν χρησιμοποιούσαν λιβυρινίδες ή τριημιολίες κατά το διάστημα 264-241 π.Χ. και μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα. Ο Μπας (Basch) υπολόγισε το μήκος του δεύτερου σκάφους σε 25 μέτρα, αλλά πιο πιθανό θεωρείται το μήκος των 35 μέτρων λόγω της κυρτότητας μέρους της τροπίδας το οποίο διασώθηκε, κ.α. χαρακτηριστικών. Υπολογίζοντας και τις προεκτάσεις της παρεξειρεσίας (από τις οποίες δεν διασώθηκε τίποτα), το συνολικό πλάτος του ξεπερνούσε τα 5 μέτρα. Οι νεωσοίκοι του Κώθωνα, του πολεμικού λιμένα της Καρχηδόνας, οι οποίοι φιλοξενούσαν αναμφίβολα πεντήρεις τον 3ο αιώνα π.Χ., έχουν πλάτος 5,9 μέτρων. Η διαφωνία ανάμεσα στους ερευνητές σχετικά με το αν τα δύο ναυάγια ανήκουν σε λιβυρινίδες ή πεντήρεις, συνεχίζεται. Παρά ταύτα, τα προαναφερόμενα στοιχεία, καθώς και άλλα, δείχνουν ότι πρόκειται μάλλον για τα μοναδικά ναυάγια πεντήρων που έχουν εντοπιστεί έως τώρα, τα οποία μας δίνουν μια περιορισμένη εικόνα της κατασκευής του θρυλικού πλοίου.
-
ΠΗΓΕΣ
Πολύβιος: ΙΣΤΟΡΙΑΙ
Διόδωρος Σικελιώτης : ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ
Τίτος Λίβιος, ΡΩΜΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Διων Κασσιος, ΡΩΜΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Tarn W.W.: HELLENISTIC NAVAL AND MILITARY DEVELOPMENTS, London 1930
ΠΗΓΗ : http://periklisdeligiannis.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.