Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Τέσσερις μεγάλοι Ρωμαίοι στρατηγοί, θαυμαστές του Μ. Αλεξάνδρου!


Η προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει επηρεάσει σημαντικές προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας. Ο στρατηγικός του νους και η γρήγορη κατάκτηση σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, συχνά προκαλούσαν τον θαυμασμό και τάσεις μίμησης, μεγάλων Ρωμαίων στρατηγών όπως του Σκιπίωνα του Αφρικανού, του Πομπήιου, του Ιουλίου Καίσαρα και του Αντωνίου. Το συγκεκριμένο άρθρο θα παρουσιάσει με ποιόν τρόπο επηρεάστηκαν αυτοί οι στρατηγοί από το πρότυπό τους και ποιές ήταν οι αντιδράσεις των συμπολιτών τους.
 1) Σκιπίων Αφρικανός
  Ένας σημαντικός στρατηγός της ρεπουμπλικανικής περιόδου, ο οποίος υπήρξε και θαυμαστής του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν ο Σκιπίων Αφρικανός. Ο Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων (Αφρικανός) καταγόταν από ένα μεγάλο ρωμαϊκό οίκο, των Σκιπιώνων. Θεωρούταν ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της εποχής του διότι ήταν αυτός, ο οποίος έκαμψε την αντίσταση της Καρχηδόνας, νικώντας το 202 π.Χ. στη μάχη της Ζάμας τον Αννίβα. Το τέλος στο μεγάλο αυτό αντίπαλο της Ρώμης έδωσε ο θετός γιος του Σκιπίωνα Αφρικανού, ο Σκιπίων Αιμιλιανός, ο οποίος κατέλαβε την Καρχηδόνα και την εξανδραπόδισε (146 π.Χ.), καταστρέφοντας έτσι τον μεγαλύτερο αντίπαλο της Ρώμης.
   Ο Σκιπίωνας είχε ιδιαίτερη αδυναμία ως προς τον ελληνικό τρόπο ζωής και του άρεσε να συχνάζει στις παλαίστρες, γεγονός, που πολλές φορές απολάμβανε αρνητικών σχολίων από τους συμπολίτες του Ρωμαίους. Σύμφωνα μάλιστα με τον Πλούταρχο κατηγορήθηκε πρώτα για ασύδοτη σπατάλη και έπειτα διότι περιφερόταν σε δημόσιους ελληνικούς χώρους γυμναστικής και διασκέδασης. Ο Λίβιος αναφέρει, ότι επικρίθηκε κυρίως γιατί περιφερόταν στα γυμναστήρια με ελληνικά ενδύματα (μανδύα και σανδάλια) και ενδιαφερόταν για την πάλη και τα βιβλία, μια συμπεριφορά ανάρμοστη για Ρωμαίο και ανεπίτρεπτη εν καιρώ πολέμου. Όμως η αγάπη του Σκιπίωνα για τον ελληνικό πολιτισμό ήταν μεγάλη και όντας ο ίδιος στρατηγός δεν ήταν δυνατόν να μην έχει ως πρότυπό του τον Μέγα Αλέξανδρο. Μάλιστα υπάρχει και σχετική αναφορά, η οποία θέλει τους Έλληνες να βλέπουν στο πρόσωπο του Σκιπίωνα (όπως και στο πρόσωπο του Τίτου Φλαμινίνου) τον νέο Αλέξανδρο.
Μια αναφορά του Πλούταρχου σχετικά με τον Αφρικανό, είναι αυτό, που κινεί το ενδιαφέρον και ενδυναμώνει την άποψη σχετικά με τον θαυμασμό, που έτρεφε ο Σκιπίωνας για τον Μέγα Αλέξανδρο. Μέσα από πληροφορίες, που αντλούνται από κείμενα του Πλούταρχου αλλά και του Τίτου Λίβιου υπήρχαν κοινοί μύθοι σχετικά με την γέννηση του Σκιπίωνα και του Αλεξάνδρου. Συγκεκριμένα η παράδοση των Σκιπιώνων διατηρούσε ένα μύθευμα, ότι είχε επισκεφθεί την μητέρα του Αφρικανού ένα θαυματουργό φίδι πριν τη γέννησή του, όπως και την Ολυμπιάδα την μητέρα του Αλεξάνδρου, μύθους, τους οποίους ο Σκιπίωνας άφηνε διπλωματικά να διαδίδονται, όπως γράφει χαρακτηριστικά και ο Τίτος Λίβιος : «aucta arte quadam nec abnuendi tale quicqam nec palam adfirmandi».
  Οι πληροφορίες αυτές, που αντλούνται από τα κείμενα δύο εξεχόντων συγγραφέων της εποχής τους, μόνο μια εικόνα θα μπορούσαν να δώσουν για τις σκέψεις, που είχε ο Ρωμαίος στρατηγός για τον Έλληνα στρατηλάτη, έναν υπέρμετρο θαυμασμό για τον Αλέξανδρο και τα κατορθώματά του και μια προσπάθεια να ταυτιστούν κάποια γεγονότα της ζωής του Αφρικανού με τον Μακεδόνα βασιλιά. Σίγουρα ο Μέγας Αλέξανδρος σε μια εποχή πολεμικών συγκρούσεων και αγώνων θα ήταν συχνά αντικείμενο συζήτησης και θαυμασμού από ένδοξους στρατηγούς. Ο Τίτος Λίβιος αναφέρει στην ιστοριογραφία του, ότι σε μια συζήτηση, που είχαν ο Αννίβας με τον Σκιπίωνα ο πρώτος εκφράζει την άποψή του ότι: «Alexandrum Macedonum regem fuisse maximum imperatorem» και αυτό γιατί με μια μικρή στρατιωτική δύναμη κατάφερε να καταβάλει μεγαλύτερους στρατούς και είχε φτάσει στις πιο απομακρυσμένες χώρες, που δεν θα μπορούσε κανείς να ελπίσει ότι θα τις έβλεπε «quas visere supra spem humanam esset». 
 
ii) Πομπήιος
Ένας μεγάλος στρατηγός, ο οποίος είχε επηρεαστεί αρκετά από το πρότυπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν ο Γναίος Πομπήιος (106-48 π.Χ.). Ο Πομπήιος έτρεφε μεγάλη αγάπη και θαυμασμό για τον Αλέξανδρο και αυτό φαίνεται κυρίως από την προσωνυμία «Magnus» δηλαδή Μέγας, που παραπέμπει αποκλειστικά στον Μέγα Αλέξανδρο. Μάλιστα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο θαυμασμός του Πομπήιου οδηγούσε περισσότερο προς την ταύτισή του με το πρότυπο, παρά προς μια απλή συμπάθεια για τον Μακεδόνα στρατηγό. Το προσωνύμιο «Μέγας» δόθηκε στον Πομπήιο όταν το 81 π.Χ. νίκησε στην Αφρική το Γναίο Δομίτιο Αενοβάρβο, τον ηγεμόνα της Νουμιδίας Ιάρβαν και οπαδούς του Μάριου. Έπειτα από ένα θρίαμβο, που διετέλεσε στην Ρώμη την ίδια χρονιά ο στρατός του τον αναγόρευσε Μέγα και ο Σύλλας το αναγνώρισε. Η imitatio Alexandri όμως γίνεται ακόμα πιο εμφανής κατά την διάρκεια των εκστρατειών του Πομπήιου στην Ανατολή εναντίον του Τιγράνη της Αρμενίας και του Μιθριδάτη Δ΄ του Πόντου, που και αυτός υπήρξε φανατικός μιμητής του Μ. Αλεξάνδρου. Είναι γνωστό ότι στις εκστρατείες του στην Ασία, τον Πομπήιο τον συνόδευε ο Θεοφάνης από την Μυτιλήνη, κατά το παράδειγμα του Καλλισθένη που είχε ακολουθήσει τον Αλέξανδρο ως ιστοριογράφος του. Ο Θεοφάνης έγραψε ένα σχετικό έργο για τον Πομπήιο, Τα Περί Πομπήιον, όπου τον παρουσιάζει ως νέο Μεγάλο Αλέξανδρο. Αλλά και ο Πλούταρχος δίνει την εξής μαρτυρία: «… οι κατά τω Αλεξάνδρω παραβάλλοντες αυτόν (Πομπήιον) και προσβιβάζοντες…» δηλαδή αναφέρει ότι και ο απλός κόσμος ακόμα παρομοίαζε τον Πομπήιο με τον Μέγα Αλέξανδρο. Επίσης σε έναν θρίαμβό του ο εικοσιπεντάχρονος τότε Πομπήιος φορούσε την χλαμύδα, η οποία λεγόταν ότι ανήκε στον Μακεδόνα βασιλιά αντί της τελετουργικής ποικίλης τηβέννου (toga picta). Ο Αππιανός συγκεκριμένα αναφέρει ότι:

« … αυτός δε ο Πομπήιος επί άρματος ην… χλαμύδα έχων, ως φασίν, Αλεξάνδρου του Μακεδόνος, εί τω πιστόν έστιν. Έοικε δ’ αυτήν ευρειν εν Μιθριδάτου, Κωων παρά Κλεοπάτρας λαβόντων».

   Μάλιστα ήταν και ο πρώτος νικηφόρος Ρωμαίος στρατηγός, που απόκτησε τον τίτλο “Magnus”, ο οποίος και αναγράφεται στα νομίσματά του, καθώς επίσης και σε λατινικές επιγραφές προερχόμενες από την Ιταλία και την Ισπανία. Σε άλλη πάλι σειρά νομισμάτων του ιδίου παρατηρείται να απεικονίζονται σύμβολα των διάφορων κατακτήσεών του παρόμοια μ’ εκείνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
  Στις Ρωμαϊκές επαρχίες της Ανατολής ο Πομπήιος συχνά παρενέβαλε τον εαυτό του με τον Ηρακλή και το Διόνυσο, όπως ακριβώς έκανε και το πρότυπό του, ο Μέγας Αλέξανδρος. Επίσης εμφανιζόταν και ως κτίστης και ιδρυτής πόλεων, από τις οποίες πολλές είχαν και το όνομά του κατά το παράδειγμα των Αλεξανδρουπόλεων.
   Ο Πομπήιος καλλιεργούσε τις φήμες που ήθελαν να τον συγκρίνουν και στην εξωτερική του εμφάνιση με τον Μέγα Αλέξανδρο. Προσπαθούσε από τα πρώτα κιόλας χρόνια της νιότης του να μοιάζει με τον Μακεδόνα βασιλιά ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά σε διάφορες πτυχές της ζωής του, για παράδειγμα χτένιζε τα μαλλιά του προς τα πίσω και προσπαθούσε ακόμα και να μιμείται το βλέμμα του Έλληνα στρατηλάτη, μια ομοιότητα όπου σύμφωνα με τον Σαλλούστιο και τον Πλούταρχο πιο πολύ συζητιόταν παρά φαινόταν. Μάλιστα ο Πλούταρχος συμπληρώνει, ότι του αποδιδόταν καμιά φορά και το όνομα Αλέξανδρος περιπαικτικά:

« Ήν δε τις και τις και αναστολή της κόμης ατρέμα και των περί τά όμματα ρυθμων υγρότης του προσώπου, ποιουσα μαλλον λεγομένην ή φαινομένην ομοιότητα προς τάς Αλεξάνδρου βασιλέως».

   Μια άλλη προσπάθεια μίμησης του Αλεξάνδρου, την οποία έκανε ο Πομπήιος την φανερώνουν τα πορτρέτα του. Το σημαντικότερο πορτρέτο του Πομπήιου, το οποίο φανερώνει την ομοιότητα με πορτρέτα του Αλεξάνδρου είναι εκείνο, το οποίο βρίσκεται σήμερα στην Κοπεγχάγη και είναι αντίγραφο του 1ου μ.Χ. αιώνα από τιμητικό ανδριάντα, που στήθηκε το 55 π.Χ. στην “Curia του Πομπήιου” στη Ρώμη. Μια προσεκτική παρατήρηση του πορτρέτου του Πομπήιου και ενός ανδριάντα του Αλεξάνδρου αναδεικνύει αμέσως τις ομοιότητες των δύο έργων. Για παράδειγμα οι βόστρυχοι του Πομπήιου πάνω από το μέτωπο είναι όρθια χτενισμένοι κατά τον ίδιο τρόπο με του Αλεξάνδρου. Επίσης έχει υιοθετηθεί η “ αναστολή” του Αλεξάνδρου, δηλαδή η ελαφριά κλίση της κεφαλής που γίνεται αντιληπτή από το λαιμό του πορτρέτου. Μέσα από αυτό το γλυπτό ο Πομπήιος ήλπιζε οι θεατές να τον παραβάλλουν με το πρότυπό του τον Αλέξανδρο, γιατί και αυτός όπως και ο Αλέξανδρος είχε οδηγήσει τα στρατεύματά του με επιτυχία στην Ανατολή. Αλλά και σε διάφορα «ιδιωτικά» κτίσματα, εκτεθειμένα στη δημόσια θέα, όπως το θέατρο του Πομπήιου προβάλλονταν παντού αγάλματα και εικόνες, που παρέπεμπαν στις νίκες του μιμητή του Αλεξάνδρου.
   Η προσπάθεια που κάνει ο Πομπήιος να μοιάσει στο πρότυπό του αποτυπώνεται σε διάφορες πλευρές της ζωής του. Ο Πομπήιος σίγουρα οδηγήθηκε σε αυτές τις τάσεις μίμησης περισσότερο εξαιτίας της αίγλης, που περιέβαλε το όνομα του Αλεξάνδρου ως νικηφόρου στρατηγού και ίσως μπορεί να είχε οδηγήσει και στην απόλυτη imitatio Alexandri εφόσον στόχος του Πομπήιου είναι η απόλυτη ταύτιση με το πρότυπό του και μια προσπάθεια ο θεατής βλέποντας τα έργα, που απεικονίζουν το Πομπήιο και αυτά, που απεικονίζουν τον Αλέξανδρο να ταυτίζει αμέσως τον μιμητή με το πρότυπό του. Πάντως από τον Κικέρωνα εξυμνήθηκε ως ο μεγαλύτερος ηγέτης στην παγκόσμια ιστορία και αναφέρεται τιμητικά ως clarissimus kai invictissimus. Γενικότερα ο Μέγας Αλέξανδρος φαίνεται πως χρησίμευσε ως πρότυπο του Πομπήιου κυρίως στο ρόλο του στρατηγού και κατακτητή και όχι του μονάρχη. Ένα συμπέρασμα, το οποίο βγαίνει κυρίως εξαιτίας της πολιτικής άποψης, που είχε ο Πομπήιος, πίστευε δηλαδή στην δημοκρατία και δεν είχε βλέψεις για την εγκαθίδρυση ενός μοναρχικού καθεστώτος κατά το πρότυπο του Αλεξάνδρου. 
 
iii) Ιούλιος Καίσαρ
  Από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της ύστερης ρεπουμπλικανικής περιόδου, ο οποίος είχε ως πρότυπο τον Μέγα Αλέξανδρο ήταν και ο Ιούλιος Καίσαρ (100-44 π.Χ.). Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ καταγόταν από τον οίκο των Ιουλίων, μιας από τις παλαιότερες και σεβαστές ρωμαϊκές οικογένειες. Η γενιά του Καίσαρα ανήγε την καταγωγή της στο γιο του Αινεία, Ίουλο. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της ρεπουμπλικανικής εποχής, ο οποίος πολέμησε και κέρδισε πάρα πολλές μάχες σχεδόν σ’όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς επίσης και για έναν μεγάλο πολιτικό που πολλές φορές δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί και μη νόμιμα μέσα για να επιτύχει τους σκοπούς του.
   Ανταγωνιζόμενος τον Πομπήιο και γνωρίζοντας τον θαυμασμό του για τον Αλέξανδρο προσπάθησε να τον ξεπεράσει. Αναμφισβήτητα ο Ιούλιος Καίσαρ, σε σύγκριση με τον Πομπήιο, υπήρξε πολύ μεγαλύτερη πολιτική και στρατιωτική φυσιογνωμία.  
  Γι’ αυτό κιόλας το λόγο ο Καίσαρας μεταξύ άλλων επηρεάστηκε από το πρότυπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου κυρίως στον πολιτικό τομέα, δηλαδή στις πολιτικές του ιδέες και μεθόδους. Ξεκινώντας την ανάλυση για τον τρόπο, που επηρεάστηκε ο Καίσαρας από τον Μακεδόνα βασιλιά παρατηρείται μια πληθώρα αρχαίων πηγών, που μαρτυρούν την μεγάλη επιθυμία του Ιουλίου Καίσαρα να εμφανιστεί ως διάδοχος του Έλληνα στρατηλάτη.
  Ένας από τους μεγαλύτερους ιστοριογράφους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ο Γάιος Τράγκυλλος Σουητώνιος συνέγραψε μεταξύ άλλων και την βιογραφία του Ιουλίου Καίσαρα δίνοντας παράλληλα και αρκετές πληροφορίες, που φανερώνουν την λατρεία, την οποία έτρεφε ο Καίσαρας για το πρότυπό του, τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Σουητώνιος αναφέρει λοιπόν το εξής περιστατικό: όταν ήταν νέος και υπηρετούσε ως quaestor (ταμίας) έτυχε να σταλθεί στην Ισπανία. Εκεί καθώς περιερχόταν και επόπτευε τα επαρχιακά δικαστήρια, έπειτα από εντολή του πραίτορα, έφτασε στην πόλη Γάδειρα (Gades), που βρισκόταν στην Έσχατη Ισπανία (Ulterior Hispania). Επισκεπτόμενος ένα ναό του Ηρακλέους παρατήρησε ένα άγαλμα, το οποίο υπήρχε στο ναό και ήταν αφιερωμένο στον Μέγα Αλέξανδρο. Αφού κοίταξε το άγαλμα του Αλεξάνδρου απογοητευμένος, θρήνησε για την δική του ignavia (νωθρότητα), αφού τίποτα αξιομνημόνευτο δεν είχε κατορθώσει ο ίδιος σε μια ηλικία, που ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει τον κόσμο. Αποφάσισε λοιπόν να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του και ζήτησε να του επιτραπεί η επάνοδός του στην Ρώμη, όπου τον περίμεναν μεγαλύτερες ευκαιρίες. Ο Σουητώνιος προσθέτει σε αυτό το χωρίο του έργου του την άποψη ότι η επιθυμία για κυριαρχία μπορεί κιόλας να φώλιαζε στο μυαλό του Καίσαρα, ύστερα από μια εξήγηση, που έδωσε ένας μάντης στα όνειρά του.
   Από τα παραπάνω λόγια του Σουητώνιου γίνεται κατανοητό ότι ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ είχε την επιθυμία να αναλάβει εξ΄ολοκλήρου την διακυβέρνηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αφού παραμέριζε την σύγκλητο και εγκαθίδρυε έναν τύπο μοναρχικού πολιτεύματος. Η επίσπευση αυτών των σχεδίων του Καίσαρα για κατάληψη της εξουσίας μπορεί να δόθηκε μ’ αυτήν την επίσκεψή του στο ναό του Ηρακλή παρατηρώντας το άγαλμα του Αλεξάνδρου. Ο Έλληνας στρατηλάτης με τα επιτεύγματά του σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα αφύπνισαν τον Ιούλιο Καίσαρα και έτσι αυτός αποφάσισε ότι ήταν καιρός πλέον να αναλάβει δράση για να επιτύχει τους στόχους του, παίρνοντας ως σύμβολο του τον Αλέξανδρο όπως άλλωστε είχε πάρει και ο ίδιος ο Αλέξανδρος ως προσωπικό του σύμβολο τον ομηρικό ήρωα της Ιλιάδος, Αχιλλέα.
   Όμως πέραν του θαυμασμού, που απολάμβανε ο Αλέξανδρος στη σκέψη του Ιουλίου Καίσαρα ίσως ο τελευταίος να μην είχε υιοθετήσει εξ’ ολοκλήρου ως πρότυπό του τον Μακεδόνα στρατηγό. Αυτό, που ώθησε τον Ρωμαίο στρατηγό (όπως αργότερα και τον Αντώνιο) να πάρει ως πρότυπό του τον Μέγα Αλέξανδρο μάλλον ήταν η ήττα στην Παρθία, που υπέστησαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα και μέσα από τον Έλληνα στρατηλάτη ο Καίσαρας σχεδίαζε να εξαλείψει την ντροπή αυτής της ήττας. Μάλιστα ο Κικέρωνας φοβούμενος το πρότυπο του βασιλιά-κατακτητή και θέλοντας να εκφράσει τα ανάμεικτα συναισθήματά του απέναντι στο πρόσωπο του Ιουλίου Καίσαρα σε μια επιστολή του προς τον Αττικό χρησιμοποιεί το όνομα του Αλεξάνδρου. Απόρροια αυτής της κίνησης του Κικέρωνα πρέπει να ήταν ο φόβος μήπως ο Καίσαρας γυρίσει από την Ανατολή νικητής και προσπαθήσει βάσει του προτύπου του να καταλάβει την εξουσία ως βασιλιάς-κατακτητής. Μάλλον οι Ρωμαίοι εκείνη την εποχή δεν είχαν ξεπεράσει τον φόβο της εισβολής από ανατολάς και η ήττα από τους Πάρθους να ξύπνησε τέτοιου είδους σκέψεις.
  Επίσης είναι γνωστό ότι ο Καίσαρας διατηρούσε δεσμό με την Κλεοπάτρα, βασίλισσα της Αιγύπτου, και είχε αποκτήσει και έναν γιο μαζί της, τον Καισαρίωνα. Μάλιστα υπήρχαν φήμες, που διακήρυτταν, ότι ήθελε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από την Ρώμη στην Ανατολή και να νυμφευθεί την Κλεοπάτρα.
  Εκτός όμως από την ιδεολογική υπόσταση του θαυμασμού του Ιουλίου απέναντι στον Αλέξανδρο παρατηρείται και μια προσπάθεια μίμησης, μια imitatio Alexandri, αν θα μπορούσε να ειπωθεί με σαφήνεια ο όρος αυτός για την περίπτωση του Καίσαρα. Συγκεκριμένα ο Ιούλιος Καίσαρας θέλοντας να δώσει μια εξωτερική χροιά στην ταύτιση με το πρότυπό του, αλλά και προσπαθώντας να πετύχει την σύνδεση του ονόματός του με τον Μέγα Αλέξανδρο και έτσι να φανερωθεί ως διάδοχος του Έλληνα κατακτητή, κάνει κάποιες κινήσεις, που σαφώς θυμίζουν τον Μέγα Αλέξανδρο. Από τον Σουητώνιο και από τον Δίωνα Κάσσιο υπάρχουν πληροφορίες ότι ο Καίσαρας είχε ένα άλογο που θύμιζε κατά πολύ το άλογο του Μακεδόνα βασιλιά, τον Βουκεφάλα. Επίσης είχε στήσει ένα άγαλμα του αλόγου του μπροστά στο ναό της Venus Genetrix, ο οποίος δέσποζε στην πλατεία και θεωρούνταν μυθική γενέτειρα της οικογένειάς του. Σύμφωνα πάλι με τον Στάτιο, σ’ ένα έφιππο ανδριάντα του Μ. Αλεξάνδρου, το οποίο ήταν έργο του Λυσίππου, ο Καίσαρας είχε αντικαταστήσει το κεφάλι του Έλληνα στρατηλάτη με ένα δικό του πορτρέτο.
  Ο Στράβωνας, ο οποίος αφηγούμενος την πορεία του Ιουλίου Καίσαρα προς το Ίλιο (Τροία), δίνει έναν παραλληλισμό μεταξύ Αλεξάνδρου και Καίσαρος και τον επονομάζει «φιλαλέξανδρον»:

«ο δε Καίσαρ και φιλαλέξανδρον ων και της προς τους Ιλιέας συγγενείας γνωριμώτερα έχων τεκμήρια επερρώσθη προς την ευεργεσίαν…».

  Επίσης εκτός από την φιλαλεξανδρεία του ο Καίσαρας ήταν και φιλόμηρος κάτι, το οποίο γνωστοποιεί ο Στράβωνας: «…εκείνος γάρ κατά συγγενείας ανανέωσιν ώρμησε προνοειν αυτων, άμα και φιλόμηρος ών.». Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτή η φιλομηρία του Καίσαρα ίσως να πήγαζε και από το πρότυπό του γιατί ως γνωστόν ο Αλέξανδρος ήταν μεγάλος θαυμαστής του Ομήρου και της Ιλιάδος, την οποία και κουβαλούσε πάντα μαζί του στις εκστρατείες του.
   Ούτως ή άλλως αυτή η προνομιακή μεταχείριση, που απολάμβανε τον Ίλιο από τον Καίσαρα είχε γίνει, σίγουρα κατά κοινή ομολογία, σύμφωνα με το παράδειγμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου:

«καθ’ ημας μέντοι Καισαρ ο Θεός πολύ πλέον αυτων προυνόησε, ζηλώσας άμα και Αλέξανδρον».

  Ο Λουκανός επίσης αναφέρει ότι ο Ιούλιος Καίσαρας είχε επισκεφθεί τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μια κίνηση που σαφώς υποδηλώνει την φιλαλεξανδρεία του. Τέλος ο Αππιανός παρατηρεί ότι ο Καίσαρας ήταν : «ανήρ…εικότως εξομοιούμενος Αλεξάνδρω» και ο Υπερείδης διέσωσε την εξής πληροφορία : «…εβούλετο εν τη αγορα στησαι εικόνα Αλεξάνδρου βασιλέως του ανικήτου θεου». Ήθελε λοιπόν ο Καίσαρας να στήσει έναν ανδριάντα του Αλεξάνδρου στο forum (αγορά) της Ρώμης.
  Ο Ιούλιος Καίσαρας ακολουθώντας πιστά το πρότυπό του προσπάθησε ακόμα και να εισαγάγει την θεοποίησή του στη Ρώμη εγκαθιδρύοντας παράλληλα και ένα τύπο μοναρχικού πολιτεύματος στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, προσδίδοντας όμως στις ιδέες του αυτές συμβολικό χαρακτήρα και πάντοτε σεβόμενος τη ρωμαϊκή παράδοση. Σχετικά με το θέμα της θεοποίησης τα αρχαιολογικά και νομισματικά δεδομένα παρέχουν έμμεσες πληροφορίες, που αφορούν την ταύτιση του Καίσαρα με τον Jupiter (Δία), μια εξομοίωση, που θυμίζει και τον συσχετισμό Μεγάλου Αλεξάνδρου – Δία. Επίσης υπάρχουν επιγραφές σε ανδριάντα του, οι οποίες φέρουν την προσωνυμία Divus invictus (Θεός ανίκητος), όπως ο Μέγας Αλέξανδρος. Ένα άλλο κοινό στοιχείο είναι ότι ο Ιούλιος Καίσαρας, όπως και ο Αλέξανδρος, προπαγάνδιζε τη θεϊκή του καταγωγή με παραστάσεις της Venus (Αφροδίτης) και του Αινεία στα νομίσματά του, και με την επιγραφή divus Julius. Στη Ρώμη στήθηκε το 46 π.Χ. ένα άγαλμα του πάνω σε σφαίρα, όπου έφερε το επίθετο ημίθεος.
   Ο Ιούλιος Καίσαρας εκτός από τον θαυμασμό που έτρεφε για τον Μέγα Αλέξανδρο ως αήττητο στρατηγό και πολιτικό ίσως να είδε και στο πρότυπό του και τον μέγα ειρηνοποιό. Ο S.Weinstock σε ένα από τα άρθρα του διατύπωσε την σκέψη, ότι ο Καίσαρας και μετά ο Αύγουστος εισήγαγαν την λατρεία της Pax (ειρήνης) μάλλον σε μια προσπάθειά τους να συναγωνιστούν το παράδειγμα του προτύπου τους ως ειρηνοποιού.
   Η συγκεκριμένη άποψη, ακόμα και αν δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ισχύ, σίγουρα κάνει κατανοητό ότι η προσωπικότητα του Αλεξάνδρου υπήρξε ελκυστική από μεγάλες και ισχυρές προσωπικότητες του ρωμαϊκού κόσμου, όπως ο Ιούλιος Καίσαρ, και οι απόψεις του σίγουρα ενστερνίζονταν και επηρέαζαν κατά πολύ τις ιδέες και τις αποφάσεις των μιμητών του.
  Τέλος παρατηρείται ότι κυρίως στις ανατολικές επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους υπάρχουν διάσπαρτα αρκετά μνημεία, που φανερώνουν την λατρεία του Καίσαρα ως κοσμοκράτορα. Έχοντας λοιπόν κατανοήσει τους πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους και τα σχέδια του Μεγάλου Αλεξάνδρου επιδίωξε και αυτός, ο Ιούλιος Καίσαρας, την κοσμοκρατορία των Ρωμαίων. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό κυρίως από τις εκστρατείες που έκανε στην Γαλατία καθώς και από τα μεγαλεπήβολα σχέδια του για εκστρατείες και εξάπλωση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ανατολή έχοντας ως πρότυπό του πάντα εκείνες του Μακεδόνα στρατηλάτη. 
 
iv) Αντώνιος
Ο τέταρτος σημαντικότερος στρατηγός της ρεπουμπλικανικής περιόδου, ο οποίος επηρεάστηκε από το πρότυπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν ο Μάρκος Αντώνιος. Ο Μάρκος Αντώνιος ήταν ένας από τους στρατηγούς, που βρίσκονταν στο στρατιωτικό επιτελείο του Καίσαρα και ίσως ο πιο έμπιστός του. Ο Οίκος των Αντωνίων συνήθιζε να ανάγει την καταγωγή του σε έναν κατά τα άλλα άγνωστο γιο του Ηρακλή, τον Άντων. Μάλιστα ο Πλούταρχος σχετικά με το θέμα της καταγωγής του Μάρκου Αντωνίου αναφέρει τα εξής:

« Ην δε και λόγος παλαίος Ηρακλείδας είναι τους Αντωνίους, απ’ Άντωνος, παιδός Ηρακλέους γεγονότας…».

  Αυτή η προβολή του γενεαλογικού δέντρου και η καταγωγή του οίκου των Αντωνίων από τον Ηρακλή θεωρείται ότι ίσως είναι φανταστική. Στα πρώτα χρόνια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας ο Μάρκος Αντώνιος, έχοντας ως παράδειγμά του τον Αλέξανδρο, προπαγάνδιζε την καταγωγή του από τον Ηρακλή με μια σειρά από νομίσματα, τα οποία είχαν παράσταση λιονταριού. Μετά το θάνατό του Ιουλίου Καίσαρα το 44 π.Χ. ο Αντώνιος μαζί με τον Οκταβιανό και τον Λέπιδο (43 π.Χ.) σχημάτισαν την δεύτερη τριανδρία (triumviratus) και καταδίωξαν μέχρι τελευταίου τους δολοφόνους του Ιουλίου Καίσαρα. Μάλιστα σύμφωνα με τον Πλούταρχο όταν ο Αντώνιος αντίκρισε το νεκρό σώμα του Βρούτου το σκέπασε με την πορφύρα του, θέλοντας να μιμηθεί την ενέργεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου όταν ο τελευταίος κάλυψε το σώμα του νεκρού Πέρση βασιλιά, Δαρείου:

«Βρούτω δε την αυτου φοινικίδα πολλων χρημάτων αξίαν ουσαν επέρριψε, και των απελευθέρων τινί των εαυτου προσέταξε της ταφης επιμεληθηναι».

  Αυτή η κίνηση μαρτυρεί τον θαυμασμό, που έτρεφε απέναντι στο πρόσωπο του Αλεξάνδρου και σίγουρα προσπάθησε να δημιουργήσει μια υπόνοια σύγκρισης με τον Μακεδόνα στρατηγό. Θα μπορούσε επίσης να βγει και το εξής συμπέρασμα, ότι ίσως στο μυαλό του Αντωνίου να φώλιαζε η σκέψη για δημιουργία μιας αυτοκρατορίας στην Ανατολή κατά το πρότυπο του Αλεξάνδρου.
  Ένα άλλο γεγονός, ίσως να επηρέασε ακόμα περισσότερο την σκέψη του Μάρκου Αντώνιου για την υιοθέτηση του προτύπου του Αλεξάνδρου. Ο φόβος για εισβολή εξ ανατολάς αναθερμαίνεται. Οι Πάρθοι το 41-40 π.Χ. για μια ακόμα φορά εισβάλουν στα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και επιτίθονται στην επαρχία της Συρίας καταλαμβάνοντάς τη. Ο Αντώνιος, όπως και ο Καίσαρας προηγουμένως, αποφασίζει να εξαλείψει την ντροπή της ήττας παίρνοντας ως πρότυπό του τον αήττητο Μακεδόνα βασιλιά. Έπειτα από αυτά τα γεγονότα οι δύο μεγάλοι άνδρες συμφώνησαν να διοικήσει ο μεν Οκταβιανός τις δυτικές επαρχίες και ο δε Αντώνιος τις ανατολικές (Συμφωνία στο Βρινδήσιο 40 π.Χ.).
   Ο Αντώνιος λοιπόν, μετά από αυτή την συμφωνία, καταλήγει στην Ανατολή και την Αίγυπτο. Επειδή ήθελε να συσχετιστεί το όνομά του με τον Αλέξανδρο παρουσιάζοντας ίσως τον εαυτό του στην Ανατολή ως νέο Αλέξανδρο και διάδοχό του, σε έναν ανδριάντα, όπου βρίσκεται σήμερα στο Κάιρο, απεικονίζεται με την μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σε στάση κυρίαρχου της Οικουμένης, όπως οι Λυσίππειοι ανδριάντες.
  Στην Αίγυπτο διαμένει στην Αλεξάνδρεια. Εκεί συνάπτει ερωτικές σχέσεις με την Κλεοπάτρα, βασίλισσα της Αιγύπτου, η οποία πριν είχε αποκτήσει ένα γιο από τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Καισαρίωνα, και αποκτά μαζί της ένα γιο, τον οποίο και ονομάζει Αλέξανδρο-Ήλιο. Ο Πλούταρχος σχετικά με αυτό το περιστατικό αναφέρει τα εξής:

« Ηύξησε δε την διαβολήν παιδας εξ αυτης διδύμους ανελόμενος, και προσαγορεύσας τον μεν Αλέξανδρον, την δε Κλεοπάτραν, επίκλησιν δε τον μεν Ήλιον, την δε Σελήνην.».

   Το ζεύγος αυτό Αντωνίου – Κλεοπάτρας παρουσιάζει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι δημιουργείται ένας παραλληλισμός με άλλα ζευγάρια της αρχαιότητας, τα οποία σχετίζονται με τον Μέγα Αλέξανδρο και τους προγόνους του.
   Ξεκινά λοιπόν με τον παραλληλισμό του ζεύγους Ηρακλή – Ομφαλής και αργότερα, με την ανάπτυξη στενότερων σχέσεων με την Κλεοπάτρα (41 π.Χ.), ο Μάρκος Αντώνιος αρχίζει να εμφανίζεται ως νέος Διόνυσος, όπως ακριβώς είχε κάνει και το πρότυπό του ο Μέγας Αλέξανδρος. Έτσι στην Ταρσό εμφανίστηκε με την Κλεοπάτρα, θυμίζοντας το ζεύγος Διονύσου – Αφροδίτης. Δυο χρόνια αργότερα, κατά την διάρκεια παραμονής του στην πόλη των Αθηνών, ο Αντώνιος τιμήθηκε και επισήμως ως «νέος Διόνυσος» και εκεί διοργάνωσε διονυσιακές γιορτές. Κατά την δεύτερη επίσκεψη του στην Αίγυπτο, μετά τον πόλεμο εναντίον των Πάρθων, εκδηλώνεται ακόμα πιο φανερά η ταύτισή του με τον Διόνυσο αφού τιμήθηκε ο ίδιος ως Διόνυσος – Όσιρις και η Κλεοπάτρα ως Σελήνη - Ίσιδα. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία ότι ο Μάρκος Αντώνιος, με αυτή την συμβολική ταύτιση, που επιδίωξε με τον Ηρακλή και τον Διόνυσο, είχε ως απώτερο σκοπό την έμμεση εμφάνιση του ως διαδόχου του Μεγάλου Αλεξάνδρου έτσι ώστε να μπορέσει να εδραιώσει την κυριαρχία του στα εδάφη, που είχε άλλοτε κατακτήσει ο Έλληνας στρατηλάτης.
   Η μόνιμη διαμονή στην Αίγυπτο και η στενότερη επαφή του με το πρότυπό του, αφού όπως είναι γνωστό το μαυσωλείο του Αλεξάνδρου βρισκόταν στην Αίγυπτο, στην περιοχή Σήμα, ίσως γέννησαν και τις σκέψεις για δημιουργία ενός βασιλείου στην Ανατολή, αλλά μπορεί και ο Αντώνιος να ήθελε να καταλάβει ακόμα και την ίδια την Ρώμη μεταφέροντας το κέντρο εξουσίας από την Ρώμη στην Ανατολή, προβάλλοντας παράλληλα τον εαυτό του ως άμεσο διάδοχο του Αλεξάνδρου και των ελληνιστικών βασιλέων. Όπως γίνεται αντιληπτό ήταν ευκολότερο γι’ αυτόν να εμφανιστεί ως διάδοχος του Αλεξάνδρου στην Ανατολή γιατί ακόμα διατηρούνταν ζωηρή η ανάμνηση του Μακεδόνα βασιλιά.
   Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν και την Κλεοπάτρα η ναυμαχία και η ήττα του στόλου τους στο Άκτιο (31 π.Χ.) από τον Οκταβιανό σταμάτησαν και τα κατακτητικά τους σχέδια για κατάληψη της Ρώμης και για δημιουργία ενός ισχυρού ανατολικού βασιλείου. Με την κατάληψη της Αιγύπτου (30 π.Χ.) από τον Οκταβιανό η διακυβέρνηση του ρωμαϊκού κράτους περνά σε νέα μοίρα.
Περικλής Χρυσικός

P. Zanker, Ο Αύγουστος και η δύναμη των εικόνων (μτφ. Μ. Πεχλιβάνος), Αθήνα 2006.
Δημήτρης Κ. Σαμσάρης, «Ο Μέγας Αλέξανδρος ως πρότυπο Ρωμαίων στρατηγών και αυτοκρατόρων», Δωδώνη, τεύχος πρώτο, τόμος δέκατος ένατος (1990), 253-261.
Ν. Πετρόχειλος, Ρωμαίοι και Ελληνισμός. Μια διαλεκτική σχέση, Αθήνα 1984.
Μ.Rostovtzeff, Ρωμαϊκή Ιστορία (μτφ. Β. Κάλφογλου-Καλοτεράκη), Αθήνα 1984.
Ν. Πετρόχειλος, «Η προσωπικότητα του Μ. Αλεξάνδρου στον Τίτο Λίβιο», Αριάδνη 4 (1988) 90-101.
 
ΠΗΓΗ 


http://www.polispost.com 

http://lampaterre.blogspot.gr/2014/06/blog-post_5941.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.