(Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα)
Το 656 π.Χ. ο Κύψελος κατέλαβε την εξουσία στην Κόρινθο από όπου εξεδίωξε το κυβερνών γένος των Βακχιαδών. Ένα προεξέχον μέλος του, ο Δημάρατος, εγκατέλειψε την πόλη μαζί με πολλούς πρόσφυγες και έπλευσε προς τη Δυτική Μεσόγειο την οποία οι Κορινθιοι θαλασσοπόροι γνώριζαν ήδη καλά. Αφού εγκαταστάθηκαν για ένα διάστημα στην ευβοϊκή αποικία των Πιθηκουσσών νήσων, κοντά στη σημερινή Νεάπολη, τελικά κατέληξαν στην Ταρκυνία (Tarchna στην ετρουσκική γλώσσα), μια από τις σημαντικές πόλεις της Ετρουρίας.
Ενδεχομένως το γεγονός ότι ήταν Δωριείς τους καθιστούσε ανεπιθύμητους στις ιωνικές Πιθηκούσσες αλλά επιθυμητούς στους Ταρκυνίους αριστοκράτες, οι οποίοι ήταν ήδη λάτρεις του ελληνικού πολιτισμού και τρόπου ζωής όπως φαίνεται στα αρχαιολογικά ευρήματα. Η ακολουθία του Δημαρατου περιελάμβανε μεταξύ άλλων αρκετούς ειδικευμένους τεχνίτες και καλλιτέχνες, οι οποίοι ήταν περιζήτητοι στην Ετρουρία. Επίσης οι Ταρκύνιοι ενδιαφέρονταν μάλλον για τη στρατιωτική ενίσχυση τους με τους Κορινθιους μαχίμους. Η πόλη τους ήταν ήδη μία από τις μεγάλες δυνάμεις της Ετρουρίας και γενικά της Ιταλίας. Οι Ελληνες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν ειδικά στη Γραβίσκη, το κύριο επίνειο της Ταρκυνίας, με την άδεια των αρχών της. Φαίνεται πως λίγοι επέλεξαν την εγκατάσταση στο άστυ. Οπως φαίνεται από τα ευρήματα, η Ταρκυνία είχε ήδη μία αξιόλογη ελληνική παροικία, κυρίως από Χαλκιδείς και Δωριείς, η οποία ενισχύθηκε με τους νεοφερμένους Κορινθιους.
Σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα (ΙΙΙ, 46) και τον Ρωμαίο «εθνικό ιστορικό» Τίτο Λίβιο (Ι, 34), στην Ταρκυνία ο Δημάρατος απέκτησε έναν γιο τον οποίο ονόμασε Ταρκύνιο προς τιμήν της νέας πατρίδας του ή σύμφωνα με μια άλλη άποψη επειδή ο Δημάρατος και οι άνθρωποι του ενσωματώθηκαν στο μεγάλο γένος των Ταρκυνίων το οποίο ζούσε και σε άλλες ετρουσκικές πόλεις (Καίρη, Βούλκοι κ.α.). Λόγω της ξενικής καταγωγής του πατρός του, ο Ταρκύνιος δεν μπορούσε να καταλάβει κάποιο αξίωμα στην πόλη, γι’ αυτό ακολούθησε τη συμβουλή της Ετρούσκης συζύγου του, Τανακίλ, να εγκατασταθούν στη Ρώμη. Η τελευταία δεν ήταν ακόμη ετρουσκική αλλά είναι βέβαιο ότι οι πολιτισμένοι Ετρούσκοι έβρισκαν απασχόληση στο Λάτιο ως μισθοφόροι, διοικητικοί αξιωματούχοι κτλ, από τους Λατίνους και Σαβίνους πολέμαρχους της περιοχής.
Λεύκιος Ταρκύνιος Πρίσκος |
Σύμφωνα πάντα με τη διήγηση του Λιβίου και του Διονυσίου, ο Λατίνος βασιλιάς της Ρώμης Αγκος Μάρκιος προσέλαβε τον Ταρκύνιο στην υπηρεσία του και εκτιμώντας τις ικανότητες του, τον όρισε επίτροπο για την ομαλή διαδοχή του από τους γιους του. Όμως όταν πέθανε, ο Ταρκύνιος εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι η βασιλεία στη Ρώμη δεν ήταν κληρονομική αλλά αποτέλεσμα της επιλογής του λαού. Ετσι έπεισε τους Ρωμαίους να εκλέξουν εκείνον βασιλιά της Ρώμης, παραμερίζοντας τους γιους του Μαρκίου. Με αυτόν τον τρόπο, έγινε ο βασιλιάς Λεύκιος Ταρκύνιος Πρίσκος (Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος), ιδρυτής της ετρουσκικής δυναστείας της Ρώμης.
Πολλοί ιστορικοί απορρίπτουν αυτήν την «ήπια» αντικατάσταση της λατινικής δυναστείας από μία ξένη ετρουσκική. Μία βίαιη αντικατάσταση της είναι πιο πιθανή – αυτή είναι και η δική μου άποψη. Μάλλον τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως ακολούθως, σύμφωνα με την αποκατάσταση ενός Ιταλού ιστορικού:
Η εποχή χαρακτηρίζεται από τη δράση Ετρούσκων τυχοδιωκτών πολέμαρχων (κοντοττιέρων όπως τους αποκαλούν σήμερα χρησιμοποιώντας έναν μεσαιωνικό όρο). Φαίνεται πως ο Ταρκύνιος εξελίχθηκε σε σημαντικό πολέμαρχο-κοντοττιέρο συγκεντρώνοντας γύρω του έναν προσωπικό στρατό, και ψάχνοντας για ένα δικό του βασίλειο. Οι Ετρούσκοι κοντοττιέροι δεν γίνονταν τύραννοι στις δικές τους πόλεις (αν και συχνά ήταν αιρετοί κυβερνήτες ετρουσκικών πόλεων) αλλά κατελάμβαναν μη-ετρουσκικά εδάφη της υπόλοιπης Ιταλίας, επεκτείνοντας έτσι την τυρρηνική επικράτεια. Την προσοχή του Ταρκυνίου τράβηξαν λίγα χωριά Λατίνων και Σαβίνων που βρίσκονταν σε μια λοφοσειρά σε στρατηγική θέση στα νότια του Τίβερη, και τα οποία ήταν συνδεδεμένα από το 700 π.Χ σε μια συνομοσπονδία χωρίς όμως να αποτελούν πόλη-κράτος. Το 616 π.Χ. τα κατέλαβε με τον στρατό του, εκδίωξε τους γιους του ηττημένου ηγήτορα της συνομοσπονδίας, και υποχρέωσε τη συνέλευση των κατοίκων να τον αναγνωρίσουν επίσημα ως βασιλιά. Ο Ταρκύνιος συνοίκισε τους κατοίκους των τεσσαρων ή πέντε χωριών σε μια πόλη που την τείχισε και της έδωσε όψη πραγματικού ελληνικού-ετρουσκικού άστεως με Αγορά (Forum), ναούς (Καπιτώλιο κ.α.), δημόσια κτήρια, κλπ. Επειδή η νέα πόλη βρισκόταν «δίπλα στο ποτάμι» (‘Aroma’ ή ‘Aruma’ στην ετρουσκική), δηλαδή τον Τίβερη, απέκτησε αυτό το όνομα το οποίο στην λατινική αποδόθηκε ως “Roma”.
Έτσι ο Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος έγινε ο πραγματικός ιδρυτής της Ρώμης, ο πρώτος που την έκανε πόλη (Urbs), και ο πρώτος πραγματικός βασιλιάς της (616-578 πΧ). Οι προηγούμενοι Λατίνοι και Σαβίνοι «βασιλείς της Ρώμης» (753-616 πΧ κατά την παράδοση, αλλά στην πραγματικότητα μάλλον 700-616 πΧ), αν υπήρξαν πραγματικά, δεν ήταν παρά οι πολιτικο-θρησκευτικοί αδύναμοι ηγήτορες της συνομοσπονδίας των σκόρπιων οικισμών στους Επτά λόφους. Η εκτίμηση μου είναι ότι αν ο Ταρκύνιος δεν την είχε κάνει πραγματική πόλη, πιθανώς θα παρέμενε μια ασήμαντη ένωση χωριών όπως τόσες άλλες, η οποία αργά ή γρήγορα θα προσαρτάτο στην πολιτική χώρα κάποιας γειτονικής πόλης-κράτους, κατά το πιθανότερο των ετρουσκικών Ουηίων (Veii) οι οποίοι επεκτείνονταν συνεχώς σε νέα λατινικά εδάφη. Σήμερα είναι διαδεδομένη η άποψη ότι η παράδοση για τους «βασιλείς της Ρώμης» του 700-616 πΧ πλάστηκε από τους μεταγενέστερους Ρωμαίους οι οποίοι δεν ανέχονταν να θεωρείται ιδρυτής της πόλης τους ένας Ετρούσκος, λόγω της αντιπάθειας αλλά και του φόβου που έτρεφαν για το λαό του ακόμη και όταν εκείνος είχε γίνει ανάμνηση. Όμως εξίσου θεωρείται ότι αυτή η αντιπάθεια των Ρωμαίων για τους Ετρούσκους ίσως επέφερε την «επιθυμία τους» για έναν Ελληνα ιδρυτή όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Αν ο Ταρκύνιος ήταν γιος του Δημάρατου, τότε ανάμεσα στους πολεμιστές του θα βρίσκονταν αρκετοί Κορίνθιοι και άλλοι Ελληνες. Ανεξάρτητα από το ποια ήταν η καταγωγή του, στους ιθαγενείς Λατίνους και Σαβίνους οι Τυρρηνοί βασιλείς της Ρώμης (616-509 πΧ) προσέθεσαν νέους Ετρούσκους και Έλληνες κατοίκους. Στο τέλος του 6ου αιώνα πΧ η ελληνική εμπορική συνοικία της Ρώμης κατελάμβανε το ένα τέταρτο της έκτασης της.
Ετρουσκικό κράνος κορινθιακού σχεδιασμού.
.
Οι σύγχρονοι ερευνητές και ιστορικοί είναι διχασμένοι σχετικά με το ζήτημα της ελληνικής καταγωγής του Ταρκυνίου. Μερικοί θεωρούν ότι πρόκειται για «πατριωτικό εφεύρημα» των Ελλήνων των 2ου-1ου αι. π.Χ., το οποίο αποδέχθηκαν ασυζητητί οι Ρωμαίοι επειδή επιθυμούσαν έναν Ελληνα οικιστή για τη Ρώμη. Πράγματι οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να αποδώσουν «ένδοξες» ρίζες στην ταπεινή αρχικά πόλη τους, οι οποίες ήταν συνήθως φανταστικές. Αλλοι θεωρούν ότι ο Ταρκύνιος ήταν πράγματι κορινθιακής καταγωγής.
Δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει κάποιο σύγχρονο κείμενο που να αμφισβητεί την εγκατάσταση του Δημάρατου στην Ταρκυνία, η οποία πρέπει να θεωρείται ιστορικό γεγονός. Εξάλλου αυτή η εγκατάσταση διαφαίνεται στην πολιτισμική επίδραση της αρχαϊκής Κορίνθου στην Ταρκυνία. Εντούτοις αυτή η επίδραση υφίσταται και στις άλλες ετρουσκικές πόλεις, κυρίως των ακτών, αλλά αυτή μπορεί να αποδοθεί στην εξάπλωση των πολιτισμικών στοιχείων που έφεραν οι Κορίνθιοι του Δημαράτου στις άλλες πόλεις με αφετηρία την Ταρκυνία. Από την άλλη πλευρά, δεν αποκλείεται αυτή η επίδραση να οφείλεται και στους δραστήριους Κορίνθιους ναυτικούς-εμπόρους, ανεξάρτητα από το επεισόδιο του Δημάρατου. Όμως το πρόβλημα το οποίο έχει διχάσει τους ερευνητές και ιστορικούς, βρίσκεται στη σχέση Δημάρατου-Ταρκυνίου, δηλαδή αν πράγματι ο δεύτερος ήταν γιος του πρώτου. Το ότι αυτό αναφέρεται (εκτός από τον Διονύσιο τον Αλικαρν.) και από τον Λίβιο χρησιμοποιείται και από τα δύο «στρατόπεδα» υπέρ ή κατά της κορινθιακής καταγωγής του Ταρκυνίου: οι μεν θεωρούν πως το ότι αναφέρεται από τον Ρωμαίο Λίβιο είναι ενισχυτικό της ιστορικότητας της, ενώ οι δε την αμφισβητούν επισημαίνοντας τον υπερπατριωτικό χαρακτήρα του έργου του Λιβίου, ο οποίος αρκετές φορές στρέβλωσε την ιστορική πραγματικότητα προκειμένου να μην εκτεθεί η Ρώμη ή για να της εξασφαλίσει ένα ένδοξο παρελθόν. Πχ σημειώνει ότι το 387 πΧ οι Γαλάτες ηττήθηκαν από έναν ρωμαϊκό «στρατό σωτηρίας» λίγο πριν καταλάβουν τη Ρώμη και υποχώρησαν, ενώ είναι βέβαιο ότι οι εισβολείς κατέλαβαν την πόλη εκτός από την ακρόπολη του Καπιτωλίνου λόφου, και την λεηλάτησαν αγρίως.
Οι σύγχρονοι ερευνητές και ιστορικοί είναι διχασμένοι σχετικά με το ζήτημα της ελληνικής καταγωγής του Ταρκυνίου. Μερικοί θεωρούν ότι πρόκειται για «πατριωτικό εφεύρημα» των Ελλήνων των 2ου-1ου αι. π.Χ., το οποίο αποδέχθηκαν ασυζητητί οι Ρωμαίοι επειδή επιθυμούσαν έναν Ελληνα οικιστή για τη Ρώμη. Πράγματι οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να αποδώσουν «ένδοξες» ρίζες στην ταπεινή αρχικά πόλη τους, οι οποίες ήταν συνήθως φανταστικές. Αλλοι θεωρούν ότι ο Ταρκύνιος ήταν πράγματι κορινθιακής καταγωγής.
Δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει κάποιο σύγχρονο κείμενο που να αμφισβητεί την εγκατάσταση του Δημάρατου στην Ταρκυνία, η οποία πρέπει να θεωρείται ιστορικό γεγονός. Εξάλλου αυτή η εγκατάσταση διαφαίνεται στην πολιτισμική επίδραση της αρχαϊκής Κορίνθου στην Ταρκυνία. Εντούτοις αυτή η επίδραση υφίσταται και στις άλλες ετρουσκικές πόλεις, κυρίως των ακτών, αλλά αυτή μπορεί να αποδοθεί στην εξάπλωση των πολιτισμικών στοιχείων που έφεραν οι Κορίνθιοι του Δημαράτου στις άλλες πόλεις με αφετηρία την Ταρκυνία. Από την άλλη πλευρά, δεν αποκλείεται αυτή η επίδραση να οφείλεται και στους δραστήριους Κορίνθιους ναυτικούς-εμπόρους, ανεξάρτητα από το επεισόδιο του Δημάρατου. Όμως το πρόβλημα το οποίο έχει διχάσει τους ερευνητές και ιστορικούς, βρίσκεται στη σχέση Δημάρατου-Ταρκυνίου, δηλαδή αν πράγματι ο δεύτερος ήταν γιος του πρώτου. Το ότι αυτό αναφέρεται (εκτός από τον Διονύσιο τον Αλικαρν.) και από τον Λίβιο χρησιμοποιείται και από τα δύο «στρατόπεδα» υπέρ ή κατά της κορινθιακής καταγωγής του Ταρκυνίου: οι μεν θεωρούν πως το ότι αναφέρεται από τον Ρωμαίο Λίβιο είναι ενισχυτικό της ιστορικότητας της, ενώ οι δε την αμφισβητούν επισημαίνοντας τον υπερπατριωτικό χαρακτήρα του έργου του Λιβίου, ο οποίος αρκετές φορές στρέβλωσε την ιστορική πραγματικότητα προκειμένου να μην εκτεθεί η Ρώμη ή για να της εξασφαλίσει ένα ένδοξο παρελθόν. Πχ σημειώνει ότι το 387 πΧ οι Γαλάτες ηττήθηκαν από έναν ρωμαϊκό «στρατό σωτηρίας» λίγο πριν καταλάβουν τη Ρώμη και υποχώρησαν, ενώ είναι βέβαιο ότι οι εισβολείς κατέλαβαν την πόλη εκτός από την ακρόπολη του Καπιτωλίνου λόφου, και την λεηλάτησαν αγρίως.
Εχει επίσης διατυπωθεί η άποψη ότι οι Ρωμαίοι και οι Ελληνες της εποχής ακμής των Λιβίου και Διονυσίου Αλικαρν. (1ος αι. πΧ), δηλαδή τα χρόνια της βασιλείας του Αυγούστου τα οποία χαρακτηρίζονταν από τον ρωμαϊκό υπερπατριωτισμό και την ανάγκη επανασυγγραφής της Ρωμαϊκής Ιστορίας στα πλαίσια πλέον της οικουμενικής δύναμης, εκμεταλλεύθηκαν την διαφορά κατά μία γενιά των δύο κυριότερων προσωπικοτήτων της Ταρκυνίας του δεύτερου μισού του 7ου αι. πΧ, δηλαδή του Δημαρατου και του Ταρκυνίου, προκειμένου να τους συνδέσουν γενεαλογικά ως πατέρα και γιο.
Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι στο πλήρες λατινικό όνομα του κοντοττιέρου-βασιλιά (Λεύκιος Ταρκύνιος Πρίσκος) δεν υπάρχει ελληνικό ανθρωπωνύμιο παρά ένα λατινικό-οσκικό (Λεύκιος) που το υιοθέτησε μάλλον για να «κολακεύσει» τους Λατίνους υπηκόους του, το ετρουσκικό του γένους του, και η χρονολογική υπόσταση του (Πρεσβύτερος, σε αντίθεση με τον μεταγενέστερο βασιλιά Νεότερο Ταρκύνιο). Όμως πρέπει να παρατηρηθεί εξίσου ότι το πλήρες ετρουσκικό όνομα του είναι άγνωστο και ίσως εκεί να υπήρχε κάποιο ελληνικό ανθρωπωνύμιο. Στις τυρρηνικές επιγραφές έχουν αναγνωσθεί περιπτώσεις Ετρούσκων πολιτών οι οποίοι είχαν ελληνικά ανθρωπωνύμια μαζί με τα ετρουσκικά τους (Ρουτίλιος Ιπποκράτης, Λαρισαίος, Λαρθ Τελικλής κ.α.). Αργότερα το ίδιο συνέβαινε και με Ρωμαίους.
Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι στο πλήρες λατινικό όνομα του κοντοττιέρου-βασιλιά (Λεύκιος Ταρκύνιος Πρίσκος) δεν υπάρχει ελληνικό ανθρωπωνύμιο παρά ένα λατινικό-οσκικό (Λεύκιος) που το υιοθέτησε μάλλον για να «κολακεύσει» τους Λατίνους υπηκόους του, το ετρουσκικό του γένους του, και η χρονολογική υπόσταση του (Πρεσβύτερος, σε αντίθεση με τον μεταγενέστερο βασιλιά Νεότερο Ταρκύνιο). Όμως πρέπει να παρατηρηθεί εξίσου ότι το πλήρες ετρουσκικό όνομα του είναι άγνωστο και ίσως εκεί να υπήρχε κάποιο ελληνικό ανθρωπωνύμιο. Στις τυρρηνικές επιγραφές έχουν αναγνωσθεί περιπτώσεις Ετρούσκων πολιτών οι οποίοι είχαν ελληνικά ανθρωπωνύμια μαζί με τα ετρουσκικά τους (Ρουτίλιος Ιπποκράτης, Λαρισαίος, Λαρθ Τελικλής κ.α.). Αργότερα το ίδιο συνέβαινε και με Ρωμαίους.
Αποψη της νεκρόπολης της Ταρκυνίας.
.
Στην ίδια προαναφερόμενη ανάγκη των Ρωμαίων για ένα ένδοξο παρελθόν, οφείλονται και οι τελείως φανταστικές παραδόσεις τους περί ίδρυσης της Ρώμης από απογόνους Τρώων (Αινεία) ή σε άλλες περιπτώσεις Αχαιών ηρώων. Όπως έχει διαπιστωθεί αρχαιολογικά, φιλολογικά και πιθανώς τοπωνυμικά, μερικοί Μυκηναίοι (Αχαιοί και Αρκάδες) και Μικρασιάτες (Λούβιοι) πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στους λόφους της μεταγενέστερης Ρώμης και στο υπόλοιπο Λάτιο σταδιακά κατά τους 12ο-10ο αι. π.Χ. αλλά απλά συγκατοίκησαν με τους εγχώριους Λατίνους και αφομοιώθηκαν, χωρίς να εμπλέκονται στην ίδρυση της Ρώμης. Ωστόσο, αυτή είναι η πρώτη επαφή μεταξύ των Ελλήνων και των προγόνων των Ρωμαίων.
Αυτό που πρέπει να θεωρείται βέβαιο είναι ότι η Ρώμη υπήρξε περισσότερο δημιούργημα του Ταρκύνιου, την δυναστεία του οποίου οι εντόπιοι κατόρθωσαν να εκδιώξουν με εξέγερση το 509 π.Χ., μετατρέποντας την σε πλήρως λατινική πόλη – αν και ιστορικοί όπως ο Cornell ο οποίος έχει εκπονήσει μία ογκώδη μελέτη για την πρώιμη Ιστορία της Ρώμης έχουν διαφορετική άποψη θεωρώντας μύθο την «Ετρουσκική Ρώμη». Ωστόσο ο Cornell θεωρείται υπερβολικός από αρκετούς, επειδή αμφισβητεί σχεδόν όλη την αρχαία ρωμαϊκή παράδοση (πέρα από τις διηγήσεις του Λιβίου).
Οι ερευνες για το ζήτημα της καταγωγής του Ταρκύνιου συνεχίζονται. Εντούτοις, αν δεν υπάρξει τουλάχιστον κάποιο αρχαιολογικό εύρημα που να σχετίζεται με εκείνον, το ερώτημα θα μείνει για πάντα αναπάντητο.
.
Περικλής Δεληγιάννης
.https://periklisdeligiannis.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.