Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Καραμανλής και Μακάριος γνώριζαν για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου  1ο μέρος της Συνέντευξης του προέδρου του Συλλόγου «Βετεράνοι Κύπρου 1974» Νίκου Αργυρόπουλου στο ΚΑΝΑΛΙ 1 και τον Θ. Ασβεστόπουλο.
Σαράντα +(δυο) ολόκληρα χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες, από την εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο, που είχε ως αποτέλεσμα την κατοχή του βόρειου τμήματος της μεγαλονήσου από τους Τούρκους ακόμα και σήμερα. Στις 20 Ιουλίου 1974 άρχισε να γράφεται μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην Ιστορία του Ελληνισμού, με πολλά ερωτηματικά για τη δημιουργία αυτής της κατάστασης να παραμένουν αναπάντητα τέσσερις δεκαετίες μετά.
Με αφορμή την αποφράδα αυτή επέτειο, το ΚΑΝΑΛΙ 1 ήρθε σε επαφή με τον πρόεδρο του Συλλόγου «ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ ΚΥΠΡΟΥ 1974» κ. Νίκο Αργυρόπουλο, ο οποίος περιέγραψε τις ιστορικές στιγμές όπως τις έζησε ο ίδιος ως έφεδρος Λοχίας Τεθωρακισμένων της Εθνικής Φρουράς τον Ιούλιο του 1974 και τις σχολιάζει με πιο έμπειρη και ξεκάθαρη ματιά μετά το πέρασμα τόσων ετών.  Ο κ. Αργυρόπουλος στο πρώτο μέρος της συνέντευξης που παραχώρησε, περιγράφει το τεταμένο πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην Κύπρο πριν την τουρκική εισβολή, ενώ μιλάει με τη γλώσσα της αλήθειας για το τι έγινε πραγματικά στο πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου, το οποίο αποτέλεσε την αφορμή για την απόβαση του Αττίλα μετά από πέντε ημέρες.

- Κύριε Αργυρόπουλε πείτε μας αρχικά πότε ακριβώς βρεθήκατε στην Κύπρο και που υπηρετήσατε.



- Στην Κύπρο μετατέθηκα τον Ιανουάριο του 1974 στο μέσον της στρατιωτικής μου θητείας. Είχα κλείσει ήδη έναν χρόνο, αφού παρουσιάστηκα τον Ιανουάριο του 1973. Ήταν 14 Ιανουαρίου 1974 όταν βρέθηκα στη μεγαλόνησο και εντάχθηκα στην Εθνική Φρουρά, τον Κυπριακό στρατό δηλαδή, ως έφεδρος λοχίας τεθωρακισμένων. Τοποθετήθηκα στην 21 ΕΑΝ (Επιλαρχία Αναγνωρίσεως) με έδρα την Λευκωσία. Μαζί με άλλους Ελλαδίτες έφεδρους Υπαξιωματικούς ήμουν εκπαιδευτής αυτής της μονάδας, η οποία διέθετε 40 απαρχαιωμένα άρματα Marmon-Herrington. Η Κύπρος τότε ήταν μία Δημοκρατία 14 ετών και είχε έναν στρατό από το 1964, την Εθνική Φρουρά, η οποία ήταν στα σπάργανα, δεν είχε ακόμα δικούς της Αξιωματικούς από κάποια Στρατιωτική Σχολή. Συνεπώς ήταν στελεχωμένη από Ελλαδίτες Αξιωματικούς και Υπαξιωματικούς, οι οποίοι οργάνωναν και εκπαίδευαν τον Κυπριακό Στρατό.
Από την άλλη η συνθήκη Λονδίνου-Ζυρίχης του 1959 προέβλεπε επίσημα ένα Σύνταγμα από κάθε εγγυήτρια δύναμη, την Ελλάδα και την Τουρκία, τα οποία αποτελούσαν η ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) και η ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου). Στην Κύπρο από την πλευρά τη δική μας υπήρχαν ουσιαστικά δύο μονάδες Τεθωρακισμένων Αρμάτων Μάχης, η 23 ΕΜΑ (Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων) η οποία είχε 40 άρματα Τ-34 ρωσικής κατασκευής από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η 21 ΕΑΝ (Επιλαρχία Αναγνωρίσεως) με τα 40 Marmon-Herrington, που πολέμησαν στο Ελ Αλαμέιν!
Παράλληλα υπήρχε και το 286 ΜΤΠ (Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού) που διέθετε τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού.  Παρά τον απαρχαιωμένο αυτόν εξοπλισμό όμως προβάλαμε αργότερα σθεναρή αντίσταση στον Τούρκο εισβολέα. Τυπικά το ανθρώπινο δυναμικό στρατού από την Ελλάδα στην Κύπρο ήταν το ένα Σύνταγμα της ΕΛΔΥΚ, ενώ στην Εθνική Φρουρά οι Ελλαδίτες πρέπει να ήταν περισσότεροι από 500.
- Πως δεχτήκατε τη διαταγή να πάτε στην Κύπρο; Ήσασταν υποψιασμένος για το τι θα συνέβαινε; πως αντιλαμβανόσασταν τότε την πολιτική κατάσταση και ποιες ήταν οι πολιτικές συνθήκες που ζήσατε στην Κύπρο πριν την εισβολή των Τούρκων;
- Μεταβήκαμε στην Κύπρο για να αντικαταστήσουμε την παλιά σειρά της ΕΛΔΥΚ και της Εθνικής Φρουράς. Για μένα η Κύπρος ήταν και είναι γη Ελληνική. Δεν είχε καμία διαφορά, τουλάχιστον για μένα, από το να υπηρετούσα στην Αλεξανδρούπολη, στην Καλαμάτα, στην Κρήτη ή οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ελλάδος. Είναι το ακρότατο σημείο του Ελληνισμού και δέχτηκα με πολύ ενδιαφέρον αυτή την «πρόκληση». Πραγματικά μου άρεσε όταν μου είπαν «πας Κύπρο»! Τότε δεν ήμασταν σε θέση να ξέρουμε ότι κάτι γίνεται, ούτε ακούσαμε κάποια φήμη ότι θα γίνει κάτι συνταρακτικό.
Όταν όμως φτάσαμε στην Κύπρο είδαμε ότι υπήρχε ένα κλίμα που δεν ήταν σαν αυτό που υπήρχε στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα υπήρχε μία έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Η μία πλευρά ήταν οι «ενωτικοί», αυτοί δηλαδή που υποστήριζαν την ένωση με την Ελλάδα και τον αγώνα που είχε κάνει η Κύπρος το 1955- ΄59 με σκοπό την απελευθέρωση από τον αγγλικό ζυγό και την ένωση με την Μητέρα Πατρίδα. Αυτό άλλωστε ήταν και η απαίτηση του Κυπριακού λαού, όταν σε δημοψήφισμα που έγινε το 1950, το 96% απαίτησε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Στην πορεία όμως κάποιοι διαφοροποιήθηκαν και αποτέλεσαν την άλλη παράταξη, τους «ανθενωτικούς», αυτούς που δεν ήθελαν ένωση με την Ελλάδα.
Έβλεπα με πολύ μεγάλη έκπληξη και απορία το φαινόμενο ότι εκεί οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων δεν ήταν για θέματα πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά αλλά για το μείζον Εθνικό ζήτημα «ένωση με την Ελλάδα ή όχι» το οποίο προκαλούσε σφοδρές αντιπαραθέσεις έως και συγκρούσεις μεταξύ των Κυπρίων! Ήταν αυτό το στοιχείο που τους έφερνε σε διχόνοια, το οποίο δυστυχώς εκδηλώθηκε ακόμα και κατά την τουρκική εισβολή.  Αρκετοί Κύπριοι της παράταξης των «ανθενωτικών» δεν πολέμησαν εναντίον των τούρκων!
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του τέως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Δημήτρη Χριστόφια, ο οποίος απ’ όσο γνωρίζω δήλωσε ότι δεν πολέμησε διότι «δεν βρήκε την μονάδα του». Βέβαια στη συνέχεια ως Πρόεδρος της Κύπρου αποκάλεσε τους Τούρκους «αδέρφια μας». Από την άλλη βέβαια, όσοι ήθελαν την ένωση με την Ελλάδα τότε, μας έβλεπαν πολύ φιλικά. Οι «ανθενωτικοί» όμως μας μισούσαν, απλά και μόνο επειδή ερχόμασταν από την Ελλάδα και όλα αυτά τονίζω πριν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και πριν τον πόλεμο.
Το «εφεδρικό», δηλαδή ο προσωπικός στρατός του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, μας επετίθετο στους δρόμους χωρίς λόγο! Σε εμένα είχαν επιτεθεί μια φορά έξω από το γήπεδο ΓΣΠ στη Λευκωσία, καθώς περπατούσα με έναν φίλο μου λοχία εξ Ελλάδος, όταν βγήκαν από δύο αυτοκίνητα άνθρωποι του «εφεδρικού» και έπεσαν κατά πάνω μας. Εμένα μάλιστα με χτύπησαν, αλλά τελικά προλάβαμε και καταφύγαμε στη λέσχη της ΕΛΔΥΚ που ήταν κοντά. Αυτό το θλιβερό περιστατικό συνέβη τον Μάρτιο του 1974, αρκετά πριν το πραξικόπημα δηλαδή. Εμείς όμως δεν καταλαβαίναμε για ποιο λόγο γίνονταν αυτά, γιατί να μας επιτίθενται, γιατί να μας βρίζουν. Τουλάχιστον εμείς οι στρατιώτες δεν είχαμε κάνει κάτι κακό και φυσικά δεν εκπροσωπούσαμε την Ελληνική Κυβέρνηση. Δεν υπήρχε κάποιο πραγματικό πρόβλημα με τους εξ Ελλάδος. Προφανώς πρόβλημα είχαν αυτοί που κουβάλαγαν μέσα τους μίσος κατά της Ελλάδος και δημιούργησαν ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα με την στάση τους στον πόλεμο.
- Να έρθουμε πρώτα στο πραξικόπημα κατά του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Έχει επικρατήσει σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης σε Ελλάδα και Κύπρο, ότι όλα ξεκίνησαν στις 15 Ιουλίου και όσα έγιναν στη συνέχεια ήταν απλά φυσικό επακόλουθο…
- Θα ήθελα να σχολιάσω το ότι «επικράτησε» πως το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου ευθύνεται για την τουρκική εισβολή. Δεν επικράτησε τυχαία, το δούλεψαν πολύ καλά αυτοί που ήθελαν να κουκουλώσουν τις ευθύνες τους. Κατά τη γνώμη μου, η εφαρμογή του σχεδίου για τον σφαγιασμό της Κύπρου, ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1973. Διότι οι παράγοντες, τα πρόσωπα που συνετέλεσαν σε αυτή την τραγωδία, οι πρωταγωνιστές, τότε μπήκαν στη σκηνή και πήραν στα χέρια τους τις τύχες της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, στις 17 Νοεμβρίου 1973 έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, που είχε σαν αποτέλεσμα να μπει στην άκρη ο Παπαδόπουλος και να γίνει αφεντικό στην Ελλάδα ο Ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης. Δεν σχολιάζω κάτι, απλώς αποτυπώνω το γεγονός.
Το καθεστώς Ιωαννίδη λοιπόν στις 25 Νοεμβρίου 1973 διόρισε «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη και «Πρωθυπουργό» τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο. Ήταν ο δεύτερος δοτός πρωθυπουργός της Χούντας ως πολιτικό πρόσωπο ο Ανδρουτσόπουλος, πρώτος ήταν ο Μαρκεζίνης, που διορίστηκε λίγο πιο πριν, τον Οκτώβριο του 1973. Επίσης στις 25 Νοεμβρίου τοποθετείται Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων ο Γρηγόριος Μπονάνος, Αρχηγός Στρατού ο Ανδρέας Γαλατσάνος, Αρχηγός Πολεμικής Αεροπορίας ο Αλέξανδρος Παπανικολάου, ενώ παραμένει στη θέση του ο, από 1ης Ιουνίου 1973 Αρχηγός Πολεμικού Ναυτικού, Πέτρος Αραπάκης. Όλοι αυτοί παραμένουν και τον Ιούλιο του 1974, έχουν τις τύχες της Ελλάδος στα χέρια τους, με αυτούς γίνεται το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και με αυτούς διεξάγεται στη συνέχεια ο πόλεμος με τους Τούρκους. Στις 24 Ιουλίου 1974 ο διορισμένος από το στρατιωτικό καθεστώς Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, διορίζει τον τρίτο δοτό Πρωθυπουργό της εποχής εκείνης, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης (διορισμένος από τον Ιωαννίδη και όχι εκλεγμένος) παρέμεινε στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1974, προσδίδοντας τη μορφή και τον χαρακτήρα του πολιτεύματος ως Στρατιωτικό. Για ποια «μεταπολίτευση» μιλάμε ότι έγινε στις 24 Ιουλίου;
Ενώ λοιπόν έγιναν εκλογές στις 17 Νοεμβρίου 1974 όπου κέρδισε ο Καραμανλής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που τις επικύρωσε ήταν ο στρατηγός Γκιζίκης. Άρα οι εκλογές έγιναν επί Χούντας, από το στρατιωτικό καθεστώς του Γκιζίκη. Είχε απομακρυνθεί βέβαια ο Ιωαννίδης, αλλά όχι για αυτά που έκανε στην Κύπρο.
Ο στρατηγός Γκιζίκης λοιπόν παρέμεινε στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας ακόμα ένα μήνα μετά τις πρώτες βουλευτικές εκλογές. Ο Γρηγόριος Μπονάνος παρέμεινε Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων μέχρι τις 19 Αυγούστου 1974, προτελευταία μέρα του πολέμου με τους Τούρκους και ενώ υποτίθεται ότι είχε αλλάξει το καθεστώς, αφού από τις 24 Ιουλίου είχε διοριστεί Πρωθυπουργός ο Καραμανλής. Και ο Γαλατσάνος παρέμεινε Αρχηγός στο Στρατό Ξηράς μέχρι τις 19 Αυγούστου. Ο Παπανικολάου όμως παρέμεινε Αρχηγός στην Πολεμική Αεροπορία μέχρι τις 23 Ιανουαρίου 1975 και ο Αραπάκης Αρχηγός στο Πολεμικό Ναυτικό μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 1975.
Αυτούς λοιπόν που το καθεστώς της «μεταπολίτευσης» στην Ελλάδα και στην Κύπρο εν χορώ κατηγορούσε ότι είναι υπεύθυνοι για την τραγωδία στην Κύπρο, δηλαδή το πραξικόπημα και την εισβολή, τους διατήρησε στις θέσεις τους. Και δεν φτάνει μόνο που τους διατήρησε αλλά ούτε καν τους ήλεγξε. ΠΟΤΕ και ΚΑΝΕΙΣ δεν τους τιμώρησε, δεν τους ανέκρινε, δεν τους έκανε καν ερωτήσεις για το τι συνέβη! Είχε δίκιο ο Ιωαννίδης όταν είπε «Εμένα κατηγορείτε για προδότη; Με κάλεσε ποτέ κανείς σε ανάκριση, σε απολογία για το θέμα της Κύπρου; Τόλμησε ποτέ κανείς να με δικάσει;». Η αλήθεια είναι ότι κανείς από αυτούς δεν δικάστηκε ποτέ για ότι έκανε στην Κύπρο.
Το επί 40 χρόνια ερώτημά μου είναι «γιατί δεν δικάστηκαν ποτέ αυτοί που το ίδιο το καθεστώς της μεταπολίτευσης κατηγόρησε ως υπεύθυνους;»
Όλοι αυτοί δεν πέρασαν ούτε από ανάκριση, δεν τους έγινε ποτέ ούτε έστω «φιλική ερώτηση» γιατί έκαναν το πραξικόπημα και έριξαν τον Μακάριο. Έριξαν το ανάθεμα πάνω τους, λένε ακόμα για το «προδοτικό πραξικόπημα» που έδωσε την αφορμή στους Τούρκους να εισβάλλουν στην Κύπρο. Όντως ήταν η αφορμή, όμως ποιος την έδωσε; Αυτοί! Όσοι ήρθαν μετά και τους κατηγορούσαν, οι εκπρόσωποι της Δημοκρατίας, τι τους έκαναν; Πως τιμώρησαν αυτό το έγκλημα που καθόρισε τη ζωή ολόκληρου του Ελληνισμού από τότε και μετά; Ούτε που τους ρώτησαν!
Αντίθετα τους συγκάλυψαν γιατί φοβόντουσαν το τι θα βγει στο φως, φοβόντουσαν μην αποκαλυφθούν οι δικές τους ενοχές γιατί ήταν συνένοχοι στο έγκλημα. Το πραξικόπημα ήταν έτσι σχεδιασμένο που το ήξεραν όλοι όσοι έπαιξαν ρόλο αργότερα στην Ελλάδα, από οποιαδήποτε θέση, πρωθυπουργοί, υπουργοί, οι πάντες. Και ο Καραμανλής το γνώριζε από πριν και ο Μακάριος.
-Εσείς πως ζήσατε εκείνη την ημέρα; Τι διαταγές είχατε και τι κάνατε στις 15 Ιουλίου;
-Ήμουν στο στρατόπεδο όπου υπηρετούσα, το BMH (πρώην Βρετανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο) στη Λευκωσία, όπου ήταν η έδρα της μονάδας μου της 21 ΕΑΝ.
Μετά την αναφορά, γύρω στις 7 το πρωί, μας συγκέντρωσαν όλους τους οπλίτες, υπαξιωματικούς και στρατιώτες, στο ΚΨΜ, εκτός από τους οδηγούς αρμάτων οι οποίοι πήγαν και έβαλαν μπροστά τα άρματα. Εμείς δεν υποψιαστήκαμε κάτι, απλώς ακούγαμε που μπήκαν μπρος οι μηχανές και σκεφτόμασταν ότι μπορεί να ήταν κάποια συντήρηση. Μας έκλεισαν μάλιστα τα παράθυρα, για να μην βλέπουμε τι ακριβώς γίνεται έξω και ο Υποδιοικητής μας ανέπτυσσε τα καθήκοντα του θαλαμοφύλακα…
Όταν τελείωσε η ενημέρωση και βγήκαμε έξω είδαμε τα άρματα έτοιμα και μας δίνονταν οι διαταγές «εσύ εκεί, εσύ εκεί..». Εγώ τοποθετήθηκα επικεφαλής σε ένα τεθωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού, στο οποίο επιβιβάστηκαν κάποιοι καταδρομείς, οι οποίοι ήταν προσκολληόμενοι στη μονάδα μας. Ανέβηκαν κι αυτοί και ξεκινήσαμε στις 8:15 περίπου να πάμε «κάπου». Μπροστά ήταν τα άρματα Marmon-Herrington. Εμείς ακολουθούσαμε χωρίς να ξέρουμε τον τελικό προορισμό. Είχαμε μαζί μας οπλισμό και πυρομαχικά. Το προφανές ήταν ότι πάμε σε κάποια άσκηση. Ήταν πρωί και θεωρούσαμε ότι ήταν λογικό να βγούμε εκτός Λευκωσίας και να πάμε σε κάποιο πεδίο βολής, το οποίο θα μαθαίναμε εκείνη τη στιγμή. Υποθέταμε ότι θέλανε να δουν την πολεμική μας ετοιμότητα σε συνθήκες ασκήσεως. Όπως και να έχει οι διαταγές δίνονται και εκτελούνται, δεν συζητούνται.
Ξαφνικά βρεθήκαμε στο Προεδρικό Μέγαρο. Πάντως όταν φτάσαμε εκεί όλη η ιστορία είχε τελειώσει. Το Προεδρικό καιγόταν, είχαν σκοτωθεί κάποια άτομα και στον περίβολο βρίσκονταν νεκροί καταδρομείς. Υπήρχαν κάποιοι ακροβολιστές οι οποίοι χτυπούσαν τους στρατιώτες που ήταν ανεπτυγμένοι εκεί. Ο Μακάριος είχε ήδη φύγει περίπου μισή ώρα πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα. Ένας αξιωματικός από τη δική μας τη μονάδα, ο Διοικητής της Ίλης Εφόδου, που είχε εντολή να πάει στις 07:30 στην πίσω πλευρά του Προεδρικού Μεγάρου για να την αποκλείσει, έφτασε εκεί τελικά στις 2 το μεσημέρι! Ο Μακάριος είχε ήδη διαφύγει πριν πέσει ο πρώτος πυροβολισμός.
-Εκείνη την ώρα ο Αρχιεπίσκοπός Μακάριος δεν υποδεχόταν Ελληνόπουλα από τη Αίγυπτο;
-Ανύπαρκτο γεγονός! Δεν υπήρχαν παιδιά στο Προεδρικό Μέγαρο στις 15 Ιουλίου 1974. Το λέω σαν αυτόπτης μάρτυρας που ήμουν εκεί επί μέρες. Είναι δυνατόν να έφυγε ολόκληρη ομάδα παιδιών χωρίς να το αντιληφθεί κανείς; Υπήρχε το προσωπικό του Προεδρικού Μεγάρου, που ήταν καθισμένοι κάτω από τα πεύκα, άνδρες και γυναίκες που δεν είχαν τη δυνατότητα να φύγουν, ούτε και προσπάθησε κανείς να φύγει. Τους κράτησαν εκεί μέχρι το απόγευμα και στη συνέχεια με τζιπ τους μετέφεραν στο κέντρο της Λευκωσίας και από εκεί ο καθένας στο σπίτι του. Παιδιά σχολείου, δημοτικού ή γυμνασίου, δεν υπήρχαν εκείνη τη μέρα στο Προεδρικό Μέγαρο. Αν ήταν εκεί ένα ή δύο παιδιά μπορεί και να μην τα αντιληφθείς. Αν είναι όμως ολόκληρο σχολείο δεν γίνεται να μην το δεις και μάλιστα σε τέτοιες συνθήκες.
Ο Μακάριος είναι βεβαιωμένο ότι είχε έρθει στο Προεδρικό νωρίς το πρωί, προερχόμενος από το όρος Τρόοδος. Εδώ είναι ένα πραγματικά παράδοξο. Η άλλη μονάδα, η 23 ΕΜΑ που έκανε και την επίθεση στο Προεδρικό Μέγαρο, μαζί με τους καταδρομείς, είχε έδρα τους Αγίους Τριμυθιάς και το στρατόπεδο ήταν δίπλα στο μοναδικό δρόμο που συνδέει τη Λευκωσία με το Τρόοδος. Εάν όντως ο στόχος ήταν ο Μακάριος, όπως διατείνονται κάποιοι, τότε πολύ απλά ο διοικητής της 23 ΕΜΑ με τα 40 βαρέα άρματα θα τον περίμενε έξω από το στρατόπεδο, όπου και θα «σιδέρωνε» το αυτοκίνητο που τον μετέφερε. Και τίθεται το ερώτημα. Γιατί δεν έκανε αυτό που ήταν εύκολο και με σίγουρο αποτέλεσμα και προτίμησε την «αμφιβόλου αποτελέσματος» επίθεση στο Προεδρικό Μέγαρο;
Ο Μακάριος λοιπόν πήγε στο Προεδρικό νωρίς το πρωί εκείνης της μέρας και μετά από λίγο έφυγε. Όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα είχε ήδη φύγει από το Μέγαρο. Αυτά μου τα είπαν την ίδια μέρα καταδρομείς, οι οποίοι ήταν στο άγημα που απέδιδε τιμές κάθε πρωί στο Μακάριο.
Οι άντρες του συγκεκριμένου αγήματος διέμεναν σε ένα ξύλινο οίκημα, στον περίβολο του Προεδρικού, που ήταν δίπλα από το μονοπάτι που διέφυγε ο Μακάριος. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι την προηγούμενη μέρα τους είχαν πάρει τα όπλα! Τα όπλα που παρουσίαζαν κάθε πρωί στον Μακάριο, τους τα είχαν αφαιρέσει από την Κυριακή το βράδυ, με εντολή του ίδιου του Αρχιεπισκόπου. Όταν ρώτησαν «τι θα παρουσιάσουμε αύριο στον Πρόεδρο» έλαβαν την απάντηση «θα χαιρετήσετε, δεν χρειάζεται να παρουσιάσετε όπλα!».
Αυτό υποθέτω ότι το έκαναν για να μην γυρίσει κανένας «τρελός» καταδρομέας και σκοτώσει τον Μακάριο όταν διέφευγε. Άρα οι άνδρες του τιμητικού αγήματος δεν απολάμβαναν της εμπιστοσύνης του Μακαρίου και γι’ αυτό τους αφαίρεσαν τα όπλα, ώστε να είναι ασφαλής η «διαφυγή». Όσο για τον Μακάριο, με τη βοήθεια δύο ανδρών της ασφάλειάς του κατέβηκε στο ρέμα πίσω από το Προεδρικό, φορώντας κανονικά τα ράσα του και όχι με πολιτικά όπως έχει διαδοθεί, μετά μπήκε στο αυτοκίνητο και έτσι «διέφυγε». Αυτό μου το είπαν την ίδια μέρα καταδρομείς που ήταν στο τιμητικό άγημα και τον είδαν να φεύγει.
-Πως κρίνετε τη στάση του Μακάριου μετά τη διαφυγή του;
-Ο Μακάριος πήγε στην Πάφο και μετά κατέφυγε στις αγγλικές βάσεις στο Ακρωτήρι. Εκεί ήταν ασφαλής, δεν μπορούσε να τον πειράξει κανείς. Μου έκανε εντύπωση το ότι έφυγε από την Κύπρο. Γιατί όσο βρισκόταν επί Κυπριακού εδάφους, και ιδιαίτερα στις αγγλικές βάσεις όπου ήταν απολύτως ασφαλής, κι αφού ήταν ζωντανός, δεν μπορούσε να επικρατήσει κανένα πραξικόπημα. Αν ο Πρόεδρος διαφύγει εκτός επικράτειας ή έχει σκοτωθεί, τότε έχουμε κατάλυση της συνταγματικής τάξεως δια πραξικοπήματος. Τότε μπορεί να το αξιοποιήσει αυτό κάποια άλλη εγγυήτρια δύναμη, ότι διασαλεύτηκε η συνταγματική νομιμότητα στο νησί και μπορεί (σύμφωνα με τη συνθήκη Λονδίνου – Ζυρίχης) να επέμβει για να την αποκαταστήσει.
Αν ο Μακάριος παρέμενε στην Κύπρο δεν θα μπορούσε να επέμβει κανείς.Όταν λοιπόν παραβρέθηκε στη Συνέλευση του ΟΗΕ στις 19 Ιουλίου και με την έκκληση που έκανε εκεί να επέμβουν οι εγγυήτριες δυνάμεις, τότε νομιμοποίησε την εισβολή. 
Την ίδια μέρα στο Λονδίνο ο Γεώργιος Μαύρος, μετέπειτα πρόεδρος της Ένωσης Κέντρου, σε συνέντευξη του στο BBC δήλωσε ότι «πρέπει να επέμβουν οι εγγυήτριες δυνάμεις για να αποκαταστήσουν τη συνταγματική νομιμότητα στην Κύπρο». Τον ρωτάει τότε ο δημοσιογράφος «τι εννοείτε να επέμβουν; Εγγυήτρια Δύναμη είναι και η Τουρκία. Λέτε δηλαδή να επέμβει η Τουρκία;» και ο Μαύρος απάντησε χαρακτηριστικά «είπον!»
Αυτή είναι η αλήθεια. Αποδεικνύεται ότι ο Μακάριος γνώριζε για το πραξικόπημα και όλα τα άλλα είναι φληναφήματα. Ο Γεώργιος Τουμπάζος, ο αρχηγός της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Κύπρου, σε συνέντευξη του το 1979 – ο Μακάριος είχε πεθάνει πια – δήλωσε τα εξής: «Οι μόνοι που γνωρίζαμε για το πραξικόπημα είμασταν εγώ και ο Μακάριος. Μάλιστα πιο πριν με έστειλε στο εξωτερικό να συναντήσω κάποιους γνωστούς του και όταν επέστρεψα μου είπε να πάρω την οικογένεια μου από το Ζέφυρο που παραθέριζε, διότι εκεί θα γινόταν η απόβαση!». Αυτά τα είπε ο Μακάριος στον Τουμπάζο πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Ο «Ζέφυρος» ήταν ένα ξενοδοχείο ακριβώς εκεί που έγινε η απόβαση, στο Πεντεμίλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.