Θεμελιωτής του Νεοκλασικισμού και ιδρυτής της επιστημονικής Αρχαιολογίας, ο Βίνκελμαν μετέδωσε τη λάμψη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε σημείο μάλιστα που ορισμένοι δεν δίστασαν να μιλήσουν για «πολιτισμικό ζυγό» της Ελλάδας έναντι των υπόλοιπων χωρών.
«Ο μόνος δρόμος για τους σύγχρονους καλλιτέχνες ώστε να γίνουν μεγάλοι, ίσως ανεπανάληπτοι, είναι να μιμηθούν τους αρχαίους», υποστηρίζει ο Βίνκελμαν, συνοψίζοντας εν πολλοίς το περιεχόμενο και τις προσδοκίες του Νεοκλασικισμού.
Το παρόν βιβλίο, το αναμφισβήτητα κορυφαίο πόνημα του Βίνκελμαν, ολοκληρώθηκε το 1764 και θέτοντας συγκεκριμένες μεθόδους έρευνας και ανάλυσης στους κατοπινούς τεχνοκριτικούς, χαρακτηρίζεται δικαίως ο θεμέλιος λίθος όλων των ιστοριών Τέχνης.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε άλλωστε το γεγονός ότι το έργο του Βίνκελμαν, παράλληλα με την προβολή και την ορθή επανεξέταση των αρχαίων πολιτισμών, διέσωσε αρκετά έργα Τέχνης από αφανισμό ή κακομεταχείριση, καθώς οι παράταιρες ενθέσεις στα «ακρωτηριασμένα» αγάλματα αποτελούσαν κοινό τόπο, ενώ τη θλιβερή πραγματικότητα πλαισίωναν οι καταστροφές που στόχευαν στην εκμετάλλευση της πρώτης ύλης.
Ο Βίνκελμαν εστιάζει στην ουσία της Τέχνης, και διακρίνοντας συγκεκριμένες τεχνοτροπίες και τάσεις αφήνει κατά μέρος το συνολικό έργο καλλιτεχνών. Αντιλαμβάνεται την Τέχνη ως ένα συνολικό σώμα που εξελίσσεται στο πέρασμα του χρόνου, ενώ τα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των έργων Τέχνης αναλύονται για πρώτη φορά με αντικειμενικά - επιστημονικά κριτήρια. Ο κύριος όγκος του παρόντος τεχνοκριτικού και αρχαιογνωστικού πονήματος αφορά τη μνημειακή γλυπτική και λιγότερο τη ζωγραφική των αρχαίων λαών, ενώ η αρχιτεκτονική απουσιάζει πλήρως.
Εξετάζοντας ευσύνοπτα την Τέχνη των Αιγυπτίων, των Περσών, των Φοινίκων, των Ετρούσκων και των Ρωμαίων, αφιερώνει τον κύριο όγκο της μελέτης του στην Τέχνη των αρχαίων Ελλήνων, αναλύοντας παράλληλα τα αίτια υπεροχής της έναντι όλων των υπολοίπων.
Με επιδέξια γραφή και βαθιά γνώση, ο Βίνκελμαν ταξινομεί, αξιολογεί και ερμηνεύει την Τέχνη των αρχαίων λαών, παραπέμποντας τον αναγνώστη σε κλιματολογικά, μυθολογικά, θρησκευτικά, ανθρωπολογικά, κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία, που αντλούνται κυρίως από κειμενικές πηγές.
Τα συντηρητικά και αυστηρά ήθη των Αιγυπτίων απαγόρευαν τους αισθητικούς πειραματισμούς, ενώ η σκέψη τους αντιπαρερχόταν το φυσικό και έκλινε προς το μυστηριώδες. Οι Πέρσες, αντίστοιχα, στερούνταν ελευθερίας, γεγονός που αποτυπωνόταν και στη μη απεικόνιση των θεοτήτων με ανθρώπινη μορφή. Η ετρουσκική Τέχνη, η πιο συγγενική με την αντίστοιχη ελληνική, εξαιτίας μεταξύ άλλων και της κοινής πελασγικής καταγωγής των δύο λαών, οδήγησε ορισμένους σε παρανοήσεις, ως προς τη διάκριση των δύο τεχνών. Ο Βίνκελμαν ξεδιαλύνει το θολό τοπίο, καθιστώντας σαφείς τις λεπτές αλλά μείζονες διαφοροποιήσεις μεταξύ των ελληνικών και ετρουσκικών αρχαίων έργων Τέχνης. Η υπερβολή των Ετρούσκων στην απόδοση των σωμάτων και ο αντίστοιχος τονισμός των οστών ερχόταν σε αντιδιαστολή με την Τέχνη των αρχαίων Ελλήνων, που απέδιδε την πλαστικότητα των μυών, την αξεδιάλυτη ενότητα των σωματικών μελών καθώς και την απαράμιλλη εκφραστική αρμονία.
«Κανένας λαός δεν εκτιμούσε τόσο πολύ την ομορφιά και την ελευθερία όσο οι αρχαίοι Ελληνες», υποστηρίζει ο Βίνκελμαν, σε έναν τόπο όπου «ακόμη και οι βασιλείς κυβερνούσαν πατρικά».
Ο γερμανός φιλέλληνας διακρίνει τις ενδεδυμένες και γυμνές μορφές των αγαλμάτων, με την πρώτη κατηγορία να εντείνει εύλογα τα στοιχεία αρχαιογνωστικού ενδιαφέροντος.
Η εστίαση, αντίστοιχα, στο πρωτογενές υλικό των αγαλμάτων (μάρμαρο, χρυσός, χαλκός, πορφυρίτης, ελεφαντόδοντο) παράλληλα με την κατηγοριοποίηση που εξυπηρετεί, παρέχει στον Βίνκελμαν τη δυνατότητα να αναφερθεί σε όλα τα στάδια της δημιουργίας, από την εξόρυξη και την επεξεργασία των πρώτων υλών, μέχρι και το τελικό στάδιο της καλλιτεχνικής σύλληψης. Η Τέχνη αποτυπώνεται ως αντανάκλαση της ζωής, η τεχνική ως προϋπόθεση κάθε είδους τεχνοτροπίας, ενώ η συνύπαρξη τεχνίτη και καλλιτέχνη προβάλλει την «παρείσφρηση» του αιώνιου και ιδανικού κάλλους στα πρωτογενή υλικά.
Το έργο του Βίνκελμαν συνδυάζει την ποιητική διάθεση ενός φιλότεχνου και το αυστηρό αναλυτικό πνεύμα ενός επιστήμονα- αρχαιολόγου. Η επίτευξη αυτής της δυσεύρετης συζυγίας δημιουργεί μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ των κειμενικών πηγών και των αρχαίων έργων Τέχνης, για τα οποία ο αναγνώστης εξάγει εξίσου πολύτιμα συμπεράσματα.
Το έργο του Βίνκελμαν, επηρεάζοντας μεταξύ άλλων τους Μπάιρον, Σίλερ και Γκαίτε, ώθησε τον Νίτσε στην εντυπωσιακή διαπίστωση ότι:
«Κάθε δημιουργία δίπλα σε εκείνες των Ελλήνων μοιάζει έκτρωμα αδέξιας μίμησης και γελοιογραφία», με τη δηκτική φράση του γερμανού φιλοσόφου να καταδεικνύει, παράλληλα με το γενικότερο κλίμα της εποχής, τα αξεπέραστα πρότυπα που δημιούργησε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα (βλ. Η γέννηση της τραγωδίας). *
ΠΗΓΗ : http://www.enet.gr/
«Ο μόνος δρόμος για τους σύγχρονους καλλιτέχνες ώστε να γίνουν μεγάλοι, ίσως ανεπανάληπτοι, είναι να μιμηθούν τους αρχαίους», υποστηρίζει ο Βίνκελμαν, συνοψίζοντας εν πολλοίς το περιεχόμενο και τις προσδοκίες του Νεοκλασικισμού.
Το παρόν βιβλίο, το αναμφισβήτητα κορυφαίο πόνημα του Βίνκελμαν, ολοκληρώθηκε το 1764 και θέτοντας συγκεκριμένες μεθόδους έρευνας και ανάλυσης στους κατοπινούς τεχνοκριτικούς, χαρακτηρίζεται δικαίως ο θεμέλιος λίθος όλων των ιστοριών Τέχνης.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε άλλωστε το γεγονός ότι το έργο του Βίνκελμαν, παράλληλα με την προβολή και την ορθή επανεξέταση των αρχαίων πολιτισμών, διέσωσε αρκετά έργα Τέχνης από αφανισμό ή κακομεταχείριση, καθώς οι παράταιρες ενθέσεις στα «ακρωτηριασμένα» αγάλματα αποτελούσαν κοινό τόπο, ενώ τη θλιβερή πραγματικότητα πλαισίωναν οι καταστροφές που στόχευαν στην εκμετάλλευση της πρώτης ύλης.
Ο Βίνκελμαν εστιάζει στην ουσία της Τέχνης, και διακρίνοντας συγκεκριμένες τεχνοτροπίες και τάσεις αφήνει κατά μέρος το συνολικό έργο καλλιτεχνών. Αντιλαμβάνεται την Τέχνη ως ένα συνολικό σώμα που εξελίσσεται στο πέρασμα του χρόνου, ενώ τα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των έργων Τέχνης αναλύονται για πρώτη φορά με αντικειμενικά - επιστημονικά κριτήρια. Ο κύριος όγκος του παρόντος τεχνοκριτικού και αρχαιογνωστικού πονήματος αφορά τη μνημειακή γλυπτική και λιγότερο τη ζωγραφική των αρχαίων λαών, ενώ η αρχιτεκτονική απουσιάζει πλήρως.
Εξετάζοντας ευσύνοπτα την Τέχνη των Αιγυπτίων, των Περσών, των Φοινίκων, των Ετρούσκων και των Ρωμαίων, αφιερώνει τον κύριο όγκο της μελέτης του στην Τέχνη των αρχαίων Ελλήνων, αναλύοντας παράλληλα τα αίτια υπεροχής της έναντι όλων των υπολοίπων.
Με επιδέξια γραφή και βαθιά γνώση, ο Βίνκελμαν ταξινομεί, αξιολογεί και ερμηνεύει την Τέχνη των αρχαίων λαών, παραπέμποντας τον αναγνώστη σε κλιματολογικά, μυθολογικά, θρησκευτικά, ανθρωπολογικά, κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία, που αντλούνται κυρίως από κειμενικές πηγές.
Τα συντηρητικά και αυστηρά ήθη των Αιγυπτίων απαγόρευαν τους αισθητικούς πειραματισμούς, ενώ η σκέψη τους αντιπαρερχόταν το φυσικό και έκλινε προς το μυστηριώδες. Οι Πέρσες, αντίστοιχα, στερούνταν ελευθερίας, γεγονός που αποτυπωνόταν και στη μη απεικόνιση των θεοτήτων με ανθρώπινη μορφή. Η ετρουσκική Τέχνη, η πιο συγγενική με την αντίστοιχη ελληνική, εξαιτίας μεταξύ άλλων και της κοινής πελασγικής καταγωγής των δύο λαών, οδήγησε ορισμένους σε παρανοήσεις, ως προς τη διάκριση των δύο τεχνών. Ο Βίνκελμαν ξεδιαλύνει το θολό τοπίο, καθιστώντας σαφείς τις λεπτές αλλά μείζονες διαφοροποιήσεις μεταξύ των ελληνικών και ετρουσκικών αρχαίων έργων Τέχνης. Η υπερβολή των Ετρούσκων στην απόδοση των σωμάτων και ο αντίστοιχος τονισμός των οστών ερχόταν σε αντιδιαστολή με την Τέχνη των αρχαίων Ελλήνων, που απέδιδε την πλαστικότητα των μυών, την αξεδιάλυτη ενότητα των σωματικών μελών καθώς και την απαράμιλλη εκφραστική αρμονία.
«Κανένας λαός δεν εκτιμούσε τόσο πολύ την ομορφιά και την ελευθερία όσο οι αρχαίοι Ελληνες», υποστηρίζει ο Βίνκελμαν, σε έναν τόπο όπου «ακόμη και οι βασιλείς κυβερνούσαν πατρικά».
Ο γερμανός φιλέλληνας διακρίνει τις ενδεδυμένες και γυμνές μορφές των αγαλμάτων, με την πρώτη κατηγορία να εντείνει εύλογα τα στοιχεία αρχαιογνωστικού ενδιαφέροντος.
Η εστίαση, αντίστοιχα, στο πρωτογενές υλικό των αγαλμάτων (μάρμαρο, χρυσός, χαλκός, πορφυρίτης, ελεφαντόδοντο) παράλληλα με την κατηγοριοποίηση που εξυπηρετεί, παρέχει στον Βίνκελμαν τη δυνατότητα να αναφερθεί σε όλα τα στάδια της δημιουργίας, από την εξόρυξη και την επεξεργασία των πρώτων υλών, μέχρι και το τελικό στάδιο της καλλιτεχνικής σύλληψης. Η Τέχνη αποτυπώνεται ως αντανάκλαση της ζωής, η τεχνική ως προϋπόθεση κάθε είδους τεχνοτροπίας, ενώ η συνύπαρξη τεχνίτη και καλλιτέχνη προβάλλει την «παρείσφρηση» του αιώνιου και ιδανικού κάλλους στα πρωτογενή υλικά.
Το έργο του Βίνκελμαν συνδυάζει την ποιητική διάθεση ενός φιλότεχνου και το αυστηρό αναλυτικό πνεύμα ενός επιστήμονα- αρχαιολόγου. Η επίτευξη αυτής της δυσεύρετης συζυγίας δημιουργεί μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ των κειμενικών πηγών και των αρχαίων έργων Τέχνης, για τα οποία ο αναγνώστης εξάγει εξίσου πολύτιμα συμπεράσματα.
Το έργο του Βίνκελμαν, επηρεάζοντας μεταξύ άλλων τους Μπάιρον, Σίλερ και Γκαίτε, ώθησε τον Νίτσε στην εντυπωσιακή διαπίστωση ότι:
«Κάθε δημιουργία δίπλα σε εκείνες των Ελλήνων μοιάζει έκτρωμα αδέξιας μίμησης και γελοιογραφία», με τη δηκτική φράση του γερμανού φιλοσόφου να καταδεικνύει, παράλληλα με το γενικότερο κλίμα της εποχής, τα αξεπέραστα πρότυπα που δημιούργησε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα (βλ. Η γέννηση της τραγωδίας). *
ΠΗΓΗ : http://www.enet.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.