«Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο
οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση της με το τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα
πολυάριθμα θύματα. Την διέταξε να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι
πλησιάζει το τέλος της και είχε τρομάξει πολύ. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο
και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της, την οποία παρέλαβε ο
Ορέστης και όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα αναλύθηκε σε
δυνατές κραυγές απελπισίας και σε γόους. Όρμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της
και μέσα σε έναν καταιγισμό από προπηλακισμούς, την έσυραν κοντά σε ανοιγμένο
λάκκο, κι εκεί την έγδυσαν με τη βία. Ο Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν
και οι κραυγές της, και τελικά καθίζοντάς την χάμω, τράβηξε το περίστροφό του
και της φύτεψε μια-δύο σφαίρες στον αυχένα…».
Ο
ίδιος ο εκτελεστής Μακαρώνας – μπακάλης από τους Ποδαράδες - εξ άλλου, που την
εκτέλεσε τελικά με περίστροφο, θα δηλώσει αργότερα: «Δεν λυπήθηκα παρά μόνο για το γούνινο παλτό της που το πήρε
ο Ορέστης».
Πολύβιου Μαρσάν:
«Ελένη Παπαδάκη,
Μια φωτεινή
θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος», (Εκδόσεις
Καστανιώτη, 2001)
Νίκος Ζαχαριάδης, στην 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ (25-27 Ιουνίου 1945):
Νίκος Ζαχαριάδης, στην 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ (25-27 Ιουνίου 1945):
«Αγριότητες έγιναν και
τέτοιες έκαμαν και μέλη του κόμματος... Περιπτώσεις όπως του Κορώνη, είτε της ηθοποιού Παπαδάκη δεν μπορούν
να βρουν δικαίωση και πρέπει να καταδικαστούν ανοιχτά...».
Ιστολόγιο αφιερωμένο στην
Ελένη Παπαδάκη: http://elenipapadaki.blogspot.com/
Η Ελένη Παπαδάκη, γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1903, στην οδό Ιπποκράτους 70Β, σ’ ένα νεοκλασικό σπίτι απ’ αυτά που κοιτώντας τα σήμερα προσπαθούμε να μαντέψουμε την ιστορία των ανθρώπων που τα κατοίκησαν κάποτε. Ο πατέρας της, Νικόλαος Παπαδάκης, ήταν ανώτερος υπάλληλος της Ιονικής Τράπεζας και η μητέρα της Αικατερίνη Κωνσταντινίδη ήταν κόρη του πανεπιστημιακού καθηγητή Στυλιανού Κωνσταντινίδη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Η οικογένεια Παπαδάκη είχε και ένα γιo, τον Μιχάλη, δύο χρόνια μικρότερο από την Ελένη.
Έτυχε εξαιρετικής μόρφωσης και από νεαρή ηλικία έτρεφε μεγάλο πάθος για το θέατρο. Αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και παρακολούθησε ως ακροάτρια μαθήματα φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλούσε απταίστως τέσσερις γλώσσες (γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά) και τελειοποίησε τα αρχαία ελληνικά της για να μπορεί να διαβάζει τους τραγικούς από το πρωτότυπο. Τη μόρφωσή της συμπλήρωσε με σπουδές φωνητικής μουσικής και πιάνου στο «Ελληνικό Ωδείο» Αθηνών.
Σε ηλικία 17 ετών εμφανίσθηκε επί σκηνής στο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά (25 Ιουνίου 1925), ερμηνεύοντας το ρόλο της Προγονής στο έργο του Λουίτζι Πιραντέλο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα. Η πρώτη αυτή εμφάνισή της χαιρετίστηκε με ενθουσιώδεις κριτικές. «Η σκηνή απέκτησε μίαν μεγάλην ηθοποιόν» έγραψε στην εφημερίδα Δημοκρατία ο Κωστής Μπαστιάς. Το ίδιο έτος διακρίθηκε και ως Ηρωδιάς στη Σαλώμη του Όσκαρ Γουάιλντ και Ρίλκε βαν Έιντεν στο έργο του Λενορμάν Ο χρόνος είναι όνειρο.
Το ταλέντο της δεν άργησε να αναγνωριστεί και πολύ σύντομα βρέθηκε να παίζει στο πλευρό «ιερών τεράτων» του θεάτρου, όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού. Οι ερμηνείες της πάντως ως Αντιγόνη, Εκάβη και Κλυταιμνήστρα θα κάνουν το κοινό να παραληρεί, ενώ πλήθος άλλων ρόλων θα την τοποθετήσουν στην κορυφή της πυραμίδας, χωρίς καμία αμφιβολία.
Το
1926 συμμετείχε στο θίασο Οι Νέοι ως
πρωταγωνίστρια σε έργα των Ντ’ Ανούτσιο (Τζοκόντα),
Γρηγορίου Ξενόπουλου (Η Αναδυομένη)
και άλλων συγγραφέων. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με την Κυβέλη, τη Μαρίκα
Κοτοπούλη,
τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Νίκο Δενδραμή, τον Γιώργο Παππά, τον Περικλή Γαβριηλίδη
και διακρίθηκε ιδίως ως:
- Μαργαρίτα
(«Κυρία με τις Καμέλιες» του Δουμά)
- Άννα
(«Ωραία Νεράιδα» του Λοτάρ)
- Κάτια
Μάσλοβα («Ανάσταση» του Τολστόι)
- Νόρα
(«Σπίτι με τις Κούκλες» του Ίψεν)
- Δούκισσα
(«Εχθρά» του Νικοντέμι)
- Ελένη
Νικολάγεβνα («Ζήλεια» του Αρτσιμπάτσεφ)
Το 1931 έπαιξε με δικό της θίασο στην Κωνσταντινούπολη, όπου της έγιναν μεγάλες τιμές και γράφτηκαν ενθουσιώδεις κριτικές.
Ο Τούρκος συγγραφέας και ποιητής Χαλίτ Φαχρί σε κριτική του ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Είδα τότε την Παπαδάκη εμπρός μου ζωντανό σύμβολο μιας ευγενούς τέχνης. Αν και δεν γνωρίζω λέξη ελληνική, ούτε και είχα διαβάσει το έργο στο πρωτότυπο, η φωνή της, οι κινήσεις, η μιμική και οι στάσεις της καλλιτέχνιδας αυτής με τη φλογερή ψυχή, μου μιλούσαν και έρχονταν σε εμένα ως λόγια. Είναι ιδιαιτέρως άξιο εκτίμησης και επαίνου το γεγονός ότι μια καλλιτέχνις τόσο νέα υποδύεται με τόση δύναμη το πρόσωπο μιας ώριμης γυναίκας, μιας μητέρας».
Το 1931 πραγματοποίησε και τη μοναδική της εμφάνιση στον κινηματογράφο. Πρωταγωνίστησε στη βωβή ταινία του Ιωάννη Λούμου Στέλλα Βιολάντη, H ψυχή του πόνου, που βασιζόταν στο διήγημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου Στέλλα Βιολάντη. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν την ικανοποίησε και αποφάσισε να αφιερωθεί στο θέατρο.
Το 1932 προσελήφθη στο επανασυσταθέν Εθνικό Θέατρο, στο οποίο μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής της έπαιξε πρωταγωνιστικούς ρόλους, που άφησαν εποχή. Ξεχώρισε ως:
- Έλα
Ρεντχάιμ («Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ίψεν, 1933)
- Δυσδαιμόνα («Οθέλλος»
του Σέξπιρ,
1933)
- Ζελφά
(«Ιούδας» του Σπύρου Μελά, 1934)
- Βασίλισσα
(«Δον Κάρλος» του Σίλερ, 1934)
- Έρσίλια
Ντρέι («Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλο, 1935)
- Μπετίνα
Κλάουζεν («Πριν από το ηλιοβασίλεμα» του Χάουπτμαν, 1936)
- Αγγέλα
Παπαστάμου («Πειρασμός» του Ξενόπουλου, 1936)
- Λαίδη
Γουίντερμιρ («Βεντάλια» του Όσκαρ Γουάιλντ, 1937)
- Μανταλένια
(«Ψευτοσπουδαίες» του Μολιέρου, 1938)
- Ναταλία της
Οράγγης («Πρίγκηπας του Χόμπουργκ» του Κλάιστ, 1938)
- Ρεγάνη
(«Βασιλιάς Λιρ» του Σέξπηρ, 1938)
- Λαίδη
Τσίλτερν («Ιδανικός σύζυγος» του Όσκαρ Γουάιλντ, 1938)
- Λαίδη Τιζλ
(«Σχολείο κακογλωσσιάς» του Σέρινταν, 1939)
- Μαρία («Το
Κοντσέρτο» του Χέρμαν Μπαρ, 1939)
- Δωροθέα
(«Δωροθέα Άνγγερμαν» του Χάουπτμαν, 1940)
- Δοούκισσα
του Μάλμπορο («Ένα ποτήρι νερό» του Σκριμπ, 1940)
- Πόρσια
(«Έμπορος της Βενετίας» του Σέξπιρ,1940)
- Σελιμένη
(«Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, 1943)
Στην κριτική του για την παράσταση του έργου του Πιραντέλο Να ντύσουμε τους φτωχούς ο Αχιλλέας Κύρου έγραψε: «Τα χειροκροτήματα ανήκον ιδίως εις την δεσποινίδα Παπαδάκη, η οποία απέδειξε προσόντα αληθώς ανωτέρου ηθοποιού». Για τον ίδιο ρόλο ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης-Νόβας σημείωνε: «Αλλά η δόξα της βραδυάς ήταν η δεσποινίς Παπαδάκη. Σ’ αυτή δεν λέω ότι ημπορεί να είναι υπερήφανη. Υπερήφανοι πρέπει να είμαστε ημείς γι’ αυτήν».
Υψηλού επιπέδου ήταν και οι ερμηνείες της σε παραστάσεις
αρχαίου δράματος. Ξεχώρισε ως:
- Κλυταιμνήστρα («Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, 1936)
- Αντιγόνη («Αντιγόνη» του Σοφοκλή. 1940 και 1941)
- Ιφιγένεια («Ιφιγένεια Εν Ταύροις» του Ευριπίδη, 1941)
- Εκάβη («Εκάβη» του Ευριπίδη, 1943 και 1944).
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1943 ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε στο Ελεύθερο Βήμα για την Εκάβη της Παπαδάκη, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της καριέρας της: «Η καταπληκτική ερμηνεία της Εκάβης μας σταμάτησε μπρος σε ένα γεγονός, που πολύ ολίγα όμοιά του μπορούμε να απαντήσουμε, όχι μόνο ανάμεσά μας, μα και γενικά στην ιστορία ολόκληρη της ηθοποιίας. Εννοώ το γεγονός αυτό: Να ιδούμε μια μεγάλη καλλιτέχνιδα σαν την Ελένη Παπαδάκη, να υποταχθή, να πειθαρχήση απόλυτα και ολόκληρη στο Λόγο και το Πνεύμα του έργου, με μια τέτοια καθαυτό θρησκευτική ταπείνωση μπροστά στον ποιητή, ώστε μονομιάς -όσο μεγάλη καλλιτέχνιδα κι’ αν ήταν σε πρωτήτερες της επιδόσεις- να μας αποκαλυφθή αναπλασμένη σ’ ένα άλλο ανώτατο επίπεδο δημιουργικής της Αρετής». Η ηθοποιός Έλσα Βεργή έλεγε αργότερα ότι «Η Εκάβη της Παπαδάκη ήταν το σύμβολο μιας ολόκληρης φυλής στο πρόσωπο μιας μάνας».
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΒΡΑΙΟΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, η Ελένη Παπαδάκη συνελήφθη στο σπίτι του φίλου και συναδέλφου της Δημήτρη Μυράτ στα Πατήσια (21 Δεκεμβρίου 1944) από άνδρες του ΕΛΑΣ, κατόπιν διαταγής του Καπετάν Ορέστη, του 23χρονου αρχηγού της ΟΠΛΑ της περιοχής. Κατηγορήθηκε για φιλογερμανική στάση και ως «φιλενάδα του Ράλλη», δηλαδή του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη. Φήμες που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα την ήθελαν να παντρεύεται τον Ράλλη. Η πραγματικότητα ήταν ότι οι οικογένειες Ράλλη και Παπαδάκη συνδέονταν με φιλία από τα προπολεμικά χρόνια και η Ελένη Παπαδάκη είχε μεσολαβήσει στον Ράλλη για την απελευθέρωση ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ αντιστασιακών ή ακόμη και Εβραίων καταζητούμενων. Η «πριγκίπισσα της μοναξιάς», όπως την αποκαλούσαν, κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε καταφέρει να σώσει κόσμο από τα νύχια των γερμανών, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μεταξύ των οποίων τον γιό του γνωστού βιβλιοπώλη Ελευθερουδάκη και τον γιατρό Γιώργο Μουστρούφα, κατοπινό στέλεχος της κομμουνιστικής «Κυβέρνησης» του Βουνού. Όμως όλα αυτά ξεχάστηκαν τόσο γρήγορα…
Νωρίτερα και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1944, η Παπαδάκη είχε διαγραφεί από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), που ελεγχόταν από το ΚΚΕ, για φιλογερμανική στάση.
Τα μεσάνυχτα άρχισε η ανάκριση της Παπαδάκη από τον καπετάν Ορέστη και τις πρώτες πρωινές ώρες της 22ας Δεκεμβρίου του 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο «δικαστήριο» του ΕΛΑΣ. Αμέσως μετά μεταφέρθηκε μαζί με άλλους μελλοθανάτους στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ στο Γαλάτσι, όπου δολοφονήθηκε με δύο σφαίρες στον αυχένα από τον εκτελεστή της ΟΠΛΑ Βλάσση Μακαρώνα. Η διαταγή του Ορέστη ήταν να εκτελεστεί με τσεκούρι, αλλά ο Μακαρώνας μάλλον τη λυπήθηκε και προτίμησε ένα πιο «ανώδυνο» τρόπο.
Η Παπαδάκη παρέμεινε αγνοούμενη για ένα μήνα. Το πτώμα της βρέθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1945, προκαλώντας σοκ στην αθηναϊκή κοινωνία. Η κηδεία ήταν «μεγαλοπρεπεστάτη», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, κι έγινε στις 28 Ιανουαρίου στο Άγιο Γεώργιο Καρύτση, παρουσία πλήθους κόσμου. Ο τραγικός θάνατος της Παπαδάκη έθεσε πρόωρα τέρμα σε μια λαμπρή καριέρα και θρηνήθηκε ως εθνική απώλεια. Ο Άγγελος Σικελιανός της αφιέρωσε τους στίχους, εν είδει επιγράμματος:
Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε
κι όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνη.
Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κ’ οι εννιά αδελφές εσκύψαν
να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι.
Ο επίλογος της δολοφονίας της Ελένης Παπαδάκη γράφτηκε με τη συγγνώμη του γ.γ. του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη, και την εκτέλεση του Ορέστη από τους ΕΒΡΑΙΟΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ως «πράκτορα της Ιντέλιτζενς Σέρβις».
Ο Μακαρώνας και η ομάδα του συνελήφθησαν από τις αρχές, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.
Στιγμιότυπο από την
κηδεία της Ελένης Παπαδάκη. Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, οι
ηθοποιοί Μελίνα Μερκούρη, Άννα Καλουτά, Κώστας Μουσούρης, Ανδρέας Φιλιππίδης,
Μαρίκα Νέζερ, Μαρίκα Κοτοπούλη, Βασίλης Λογοθετίδης κ.ά.
«ΟΙ
ΕΒΡΑΙΟΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ»
Αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανών
το εβραιοκομμουνιστικό ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) εξαπέλυσε ένα κυνήγι «μαγισσών» κατά των
καλλιτεχνών και των διανοούμενων που υπετίθετο
ότι συνεργάστηκαν κατά την
Κατοχή με τους Γερμανούς. Έτσι η διοίκηση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) που
ελεγχόταν από το ΚΚΕ, προχώρησε σε διαγραφές ηθοποιών που δεν ήταν αρεστοί στο κόμμα , χαρακτηρίζοντάς τους
ως «φασίστες»
και «δωσιλόγους».
Μέσα σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας
πολλοί κορυφαίοι καλλιτέχνες όπως η Κυβέλη, η
Μαρίκα Κοτοπούλη, η Βάσω
Μανωλίδου ο Δημήτρης Χορν, η Ελένη Παπαδάκη, ο Χρήστος
Ευθυμίου, ο Νίκος Δενδραμής και πολλοί
άλλοι χαρακτηρίστηκαν
«ευνοούμενοι» των αρχών Κατοχής και
υπέστησαν δριμεία πολεμική.
Όπως γράφει ο ιστορικός και
δημοσιογράφος Γεώργιος Λεονταρίτης «πολλές
γυναίκες του
θεάτρου μισούσαν την Παπαδάκη διότι
δεν μπόρεσαν να την επισκιάσουν».
Στις 20 Οκτωβρίου 1944 το
διοικητικό συμβούλιο του ΣΕΗ συνεδρίασε πραξικοπηματικά στα γραφεία του, στην οδό Σατωβριάνδου 52α. Θέμα της ημερησίας διάταξης ήταν «Πρόταση
διαγραφής Ελλήνων ηθοποιών που πρόδωσαν τον ιερό
Εθνικό Ελληνικό αγώνα». Η πλειοψηφία καταδίκασε
και διέγραψε την ηθοποιό Ελένη Παπαδάκη με
την κατηγορία ότι υπήρξε ερωμένη του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη
Ράλλη. Στη διαγραφή της πρωτοστάτησαν γνωστοί
αριστεροί καλλιτέχνες πως ο Σπύρος Πατρίκιος, ο Δήμος Σταρένιος, ο Λ.
Δαρζέντας, η Ολυμπία Παπαδούκα και η Καίτη Ντιριντάουα. Η τελευταία κατά την περίοδο της Κατοχής διατηρούσε σχέσεις με γνωστούς
μαυραγορίτες. Λίγο πριν από την αποχώρηση των Γερμανών όμως φρόντισε να
αποκτήσει διασυνδέσεις με την αριστερά και το ΕΑΜ και να αλλάξει στρατόπεδο.
Όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, η Παπαδάκη βρισκόταν στη διώροφη μονοκατοικία
της οικογενείας της, επί της οδού Ιακωβίδου 28 στα Πατήσια. Δύο στενές της
φίλες, η Αιμιλία Καραβία και η Μπούμπα Κορυζή (μετέπειτα σύζυγος του Παναγή
Παπαληγούρα), τη συμβούλευσαν να καταφύγει στην «ελεύθερη ζώνη» του Κολωνακίου
στο κέντρο της Αθήνας. Τα γεγονότα όμως πρόλαβαν τις ανησυχίες τους. Το βράδυ
της 21ης Δεκεμβρίου συγκεντρώθηκαν μερικοί φίλοι, ανάμεσά τους και η
Ελένη Παπαδάκη, στην οικία του Δημήτρη Μυράτ για να παίξουν χαρτιά. Έξω
ακούγονταν σποραδικοί πυροβολισμοί. Ξαφνικά τρεις εξαγριωμένοι άνδρες εισέβαλαν
κρατώντας περίστροφα και φωνάζοντας: «Την Ελένη Παπαδάκη! Που είναι η Ελένη
Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους. Μπρος, πάμε στην Πολιτοφυλακή».
Ο θόρυβος που προκλήθηκε και οι φωνές έφθασαν μέχρι τον πρώτα όροφο όπου
βρίσκονταν συγκεντρωμένες οι γυναίκες και ετοιμάζονταν να κατεβούν να δουν τι
συμβαίνει. Μόλις αντιλήφθηκαν ότι οι άνδρες που εισήλθαν στο σπίτι ήταν
πολιτοφύλακες του ΕΑΜ, η Χρυσούλα Μυράτ υπέδειξε στην Παπαδάκη να διαφύγει από
το πίσω παράθυρο. Ατάραχη η μεγάλη τραγωδός του θεάτρου, αρνήθηκε να φύγει
λέγοντας στη φίλη της: «Γιατί να φύγω; Θα πάω να δω τι με θέλουν». Στο μεταξύ
οι πολιτοφύλακες ωθούσαν τους άλλους στον δρόμο με ύβρεις και απειλές. Τότε
άνοιξε η εσωτερική πόρτα και εμφανίσθηκε η ηθοποιός. «Εγώ είμαι η Ελένη
Παπαδάκη. Τι θέλετε;». Έκπληκτος ο ένας πολιτοφύλακας που φερόταν ως αρχηγός
της ομάδας, την κοίταξε στα μάτια. Ήταν
ο φοιτητής της Ιατρικής Κων. Μπιλιράκης.
«Ακολούθησέ μας στην Πολιτοφυλακή για μια ανάκριση», της είπε.
Ο Δημήτρης Μυράτ,
βλέποντας την ταραχή που επικρατούσε, επιχείρησε να παρέμβει για να ηρεμήσει
την κατάσταση. «Μην κάνεις έτσι. Ανήκω κι εγώ στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουμε
όλοι».
Αφού ανηφόρισαν για λίγο την οδό Ιακωβίδου, ο Μπιλιράκης σταμάτησε.
«Εσείς φύγετε», είπε στους άλλους συλληφθέντες.
Με τους πολιτοφύλακες παρέμειναν η Παπαδάκη, η φίλη της Αιμιλία Καραβία, ο
Μυράτ και ο Σαμ Μπράντενμπουργκ, ένας
Εβραίος φίλος της Παπαδάκη. Λίγο αργότερα η Ομάδα σταμάτησε στην οδό
Πατησίων 314, όπου βρίσκονταν τα γραφεία του ΕΑΜ. Ο Μπιλιράκης άφησε τους
άλλους στον προθάλαμο και εισήλθε σε ένα γραφείο για να αναφέρει στους
ανωτέρους του τη σύλληψη της Παπαδάκη. Μετά από μερικά λεπτά εμφανίσθηκε και
διέταξε την ομάδα να τον ακολουθήσει μέχρι την Πολιτοφυλακή. Ο Μυράτ μίλησε με
κάποιους γνωστούς του ΕΛΑΣίτες, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι ήθελαν την Ελένη
Παπαδάκη μόνο για μια «ανάκριση». Υποψιασμένος ωστόσο ο ηθοποιός σταμάτησε στη
γωνία Ροστάν και Πατησίων και είπε στον Μπιλιράκη: «Εγώ δεν χρειάζομαι πλέον,
ούτε εσείς με χρειάζεσθε, και σας αφήνω». Ο Μπιλιράκης δεν έφερε αντίρρηση.
Λίγο αργότερα, αφού απομακρύνθηκε ο Μυράτ, ο Μπιλιράκης παρέδωσε τους
κρατουμένους του σε άλλους «συναγωνιστές» και έφυγε.
Ενώ η Παπαδάκη ζούσε τις τελευταίες της στιγμές, κάποιοι πολιτοφύλακες
διεξήγαγαν έρευνα στην οικία της για να ανακαλύψουν όπλα! Η μητέρα της και η
Καραβία τους ρώτησαν για ποιαν λόγο συνέλαβαν την Ελένη, η οποία δεν είχε βλάψει ποτέ
κανέναν, κάτι που μπορούσαν να βεβαιώσουν οι συνάδελφοί της. Τότε ο επικεφαλής
της Πολιτοφυλακής τούς απάντησε μειδιώντας: «Μα, οι συνάδελφοί της, οι ηθοποιοί, την κατέδωσαν. Ήταν ερωμένη
του Ράλλη, του δωσίλογου πρωθυπουργού».
Η Καραβία παρατήρησε τότε ότι η κατηγορία αυτή δεν ευσταθεί και πως υπήρχαν
κάποιοι συνάδελφοί της που την αντιπαθούσαν και θα έκαναν τα πάντα για να τη
δουν εκτός θεάτρου. Ο πολιτοφύλακας σήκωσε αδιάφορα τους ώμους και είπε:
«Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε».
Κάποια στιγμή οδήγησαν την Παπαδάκη στο χωλ το οποίο χρησιμοποιείτο ως
ανακριτικό γραφείο.
Μια συγκρατούμενή της, η κυρία Χριστοδουλοπούλου, άκουσε τον διάλογο που
ακολούθησε και τον διηγήθηκε αργότερα. Ο «ανακριτής» ρώτησε ειρωνικά:
«Πού είναι η κυρία Ράλλη;». Μπροστά του είχε ένα έγγραφο το οποίο ανέφερε
ότι η Παπαδάκη είχε παντρευτεί τον Ιωάννη Ράλλη. «Πότε έκανες τους γάμους
σου;».
Έκπληκτη η Παπαδάκη άργησε λίγο να απαντήσει. «Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να
πείτε. Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον Ράλλη». «Ασ’ τα αυτά. Να τι λέει το
φυλλάδιο...». «Αν ήταν έτσι, θα φοβόμουνα, δεν θα είχα μείνει εδώ, θα πήγαινα
στο κέντρο να κρυφτώ. Κι άλλωστε ο Ράλλης έχει νέα και όμορφη γυναίκα».
Ο «ανακριτής», ένας εργάτης στα κάρβουνα με το όνομα Τάκης, σηκώθηκε
οργισμένος και τη χαστούκισε. Από τη στιγμή εκείνη η τύχη της τραγικής ηθοποιού
ήταν προδιαγεγραμμένη. Μετά τη σύντομη ανάκριση η Παπαδάκη οδηγήθηκε στη βίλα
Παπαλεονάρδου στο Παγκράτι η οποία ήταν έδρα της Πολιτοφυλακής, μαζί με άλλες
γυναίκες κρατούμενες.
Το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου 1944 μια μαύρη FORD εμφανίσθηκε στα διυλιστήρια της Ούλεν. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου
καθόταν, τρέμοντας από τα κρύο και τον φόβο η Παπαδάκη. Όταν εξήλθε από το
αυτοκίνητο αντίκρισε μια ομάδα από άνδρες του ΕΛΑΣ οποίοι αφαιρούσαν από τα
υποψήφια θύματα χρήματα, κοσμήματα και ρολόγια. Επικεφαλής των ΕΛΑΣιτών ήταν ένας εικοσιτριάχρονος με αδρά
χαρακτηριστικά, ο οποίος είχε το προσωνύμιο «Ορέστης». Οι άλλοι εκτελεστές ήταν
ο Ιω. Κουκούτσης, ο Πέτρος Τζογανάκης παντοπώλης από τους Ποδαράδες, ο Βλάσσης
Μακαρώνας, ο Στέφανος Λιόλιος κ.ά. Όταν ήλθε η σειρά της Παπαδάκη να αφήσει
τα προσωπικά της αντικείμενα, ο «Ορέστης» την έστειλε με τους άλλους ομήρους.
Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά και ο «Ορέστης» τη θυμήθηκε: «Πως είπε αυτή πώς τη
λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδικάσανε στο σωματείο Ηθοποιών;».
Αμέσως έδωσε τη διαταγή της εκτέλεσης. Σε ένα εξαιρετικό λεύκωμα που
επιμελήθηκε ο Πολύβιος Μαρσάν αφιερωμένο στη μεγάλη ηθοποιό, περιγράφεται το
τραγικό τέλος της:
«Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την
εκτέλεση της με το τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Την
διέταξε να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της και
είχε τρομάξει πολύ. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους
παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της, την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν τη
διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας
και σε γόους. Όρμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σε έναν
καταιγισμό από προπηλακισμούς, την έσυραν κοντά σε ανοιγμένο λάκκο, κι εκεί την
έγδυσαν με τη βία. Ο Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν και οι κραυγές
της, και τελικά καθίζοντάς την χάμω, τράβηξε το περίστροφό του και της φύτεψε
μια-δύο σφαίρες στον αυχένα…»
Όπως όμως έδειξε αργότερα η ιατροδικαστική έρευνα, το πτώμα της άτυχης ηθοποιού έφερε μια μαχαιριά στον λαιμό και πλήγματα από τσεκούρι στο σώμα. Τα χέρια επίσης του θύματος ήταν γαντζωμένα στα μαλλιά της, σε μια προσπάθεια να προφυλάξει, ίσως, το κεφάλι της από τα κτυπήματα. Τέλος τα μάτια της - τα πιο όμορφα μάτια του ελληνικού θεάτρου - ήταν ορθάνοικτα από τρόμο και καθρέφτιζαν όλη τη φρίκη που είχε ζήσει.
Στέφανος Λιόλιος, εκτελεστής – δήμιος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
«Τους διέταζα να γδυθούν κι ύστερα τους έβαζα να γονατίσουν στο χώμα και να σκύψουν το κεφάλι πάνω σε μεγάλες πέτρες, που είχα αραδιάσει έξω από τα Διυλιστήρια της Ούλεν. Τότε έπαιρνα ένα τσεκούρι και τους έδινα μια τσεκουριά πίσω στο κεφάλι και αν δεν τους αποτελείωνα με την πρώτη, τους έδινα και δεύτερη και τρίτη, ώσπου “να τα βροντήξουν”… Άλλα παλικάρια, όπως ο Τζογανάκος και ο Μακαρόνας, τους έδιναν κάμποσες μαχαιριές στην καρδιά και κατόπιν ερχόταν αλλουνού η σειρά. Όταν κουραζόμουν, έπαιρνε άλλος τη θέση μου…».
Η δολοφονία της Παπαδάκη προκάλεσε φόβο και αγανάκτηση στη κοινή γνώμη. Ο δημοσιογράφος Παύλος Παλαιολόγος γράφει σε ένα χρονογράφημά του: «Δεν είναι μόνο η ζωή που κλαίμε. Μαζί με αυτή κλαίμε τους θησαυρούς που παίρνει μαζί της, κλαίμε το θέατρο που ορφανεύει και πιο πολύ κλαίμε το κακό μας χάλι, το χάλι μιας κοινωνίας που έφθασε στο κατάντημα να φυτεύει σφαίρες στον αυχένα της Τέχνης της…».-
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΘΥΜΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΟΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.