Το
Ελληνικό οικονομικό και εμπορικό δαιμόνιο
(αν αφεθεί ελεύθερο από πολιτικές και
ιδεολογικές αγκυλώσεις), μπορεί να θριαμβεύσει
πάλι. Αν αφήσουν οι πράκτορες πολιτικοί μας και οι βρωμεροί κομμουνιστές τον
Ελληνικό λαό ελεύθερο να επιχειρήσει, θα τους διαλύσουμε όλους στην κονίστρα
της οικονομίας. Γιατί να φοβόμαστε τον ανταγωνισμό; Η ράτσα μας ήταν και
ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ δημιουργική και δραστήρια. Αρκεί να απαλλαγούμε από δύο πράγματα: από
τους έλληνες πολιτικούς και τους κομμουνιστές.
Εδώ και 74 χρόνια
το «ελληνικό» κράτος
δεν προστατεύει και
δεν επενδύει στην υγειά ελληνική
επιχειρηματικότητα.
Απεναντίας διώκει και
καταστρέφει τους τίμιους
έλληνες επιχειρηματίες. Οι
πράκτορες «έλληνες» πολιτικοί,
αυτούς που προωθούν
και προστατεύουν είναι
οι μεγαλέμποροι ναρκωτικών,
οι μαφιόζοι και
κακοποιοί, οι συνδεόμενοι
με ξένες πρεσβείες,
οι λαθρέμποροι πετρελαίου
και οι παλιοί
κομμουνιστές. Το αποτέλεσμα:
όλοι οι παραπάνω
κρατικοδίαιτοι και κομματικοπροστατευόμενοι, απέκτησαν
παράνομα τεράστιες περιουσίες,
εξαγόρασαν εφημερίδες και
τηλεοράσεις, συνεργάστηκαν με
τουρκικές μυστικές υπηρεσίες
(τουρκοκάναλα) και σαν
πλούσιοι «έλληνες» ολιγάρχες
πλέον, επαναπροωθούν και
προβάλλουν, αυτούς που τους
ανέδειξαν και τους
προστατεύουν, τους πράκτορες «έλληνες»
πολιτικούς. Ο μόνος
χαμένος είναι ο
Ελληνικός λαός.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΔΥΟ
Η Olga Cicanci
γεννήθηκε στην πόλη Cahul της Βεσσαραβίας (σημερινή Δημοκρατία της Μολδαβίας)
από οικογένεια ελληνικής καταγωγής.
Αποφοίτησε το 1963 από τη Σχολή Ιστορίας
του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου και το 1976 κατέστη διδάκτωρ των ιστορικών
επιστημών. Έκτοτε αφιέρωσε τη ζωή της στην έρευνα και στην πανεπιστημιακή
διδασκαλία. Άφησε πίσω της ένα σύνολο μελετών, περίπου 150, κυρίως στη
ρουμανική, γαλλική και ελληνική γλώσσα. Τα ενδιαφέροντά της περιελάμβαναν τόσο
τις εμπορικές δραστηριότητες και τα ανθρώπινα δίκτυα στον χώρο της Ν.Α.
Ευρώπης, όσο και ζητήματα πνευματικών ανταλλαγών.
Αρχίζοντας από τον 17ο
αιώνα, οι έμποροι ήταν η πιο δραστήρια κοινωνική κατηγορία της ελληνικής
διασποράς και στα τρία ρουμανικά πριγκιπάτα. Μερικοί από αυτούς ήταν
περαστικοί άλλοι πάλι εγκαταστάθηκαν προσωρινά είτε μόνιμα και άνοιξαν μαγαζιά
όπου πωλούσαν εμπορεύματα που κατέφθαναν από τις αγορές της Ανατολής, κυρίως
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και από εκείνες της νοτιο-ανατολικής και της
κεντρικής Ευρώπης, από τη Ρωσία και την Πολωνία. Μερικοί από τους έλληνες
εμπόρους επενδύουν τα κέρδη τους σε σπίτια και μαγαζιά αλλά και σε τσιφλίκια,
κυρίως στη Μολδαβία και στη Βλαχία, κατέχουν υψηλά αξιώματα, μεγάλης σημασίας,
συγγενεύουν με ρουμανικές οικογένειες (μερικοί μάλιστα αλλάζουν και το επώνυμό
τους παίρνοντας τα ονόματα των τσιφλικιών που απέκτησαν και γίνονται: Popescu,
Jianu κ.λπ.).
Και όλα αυτά γίνονται έναν αιώνα πριν την αποκαλούμενη «εποχή των
Φαναριωτών».
Διαπιστώνουμε,
επίσης, ότι οι έλληνες έμποροι προέρχονταν από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως λ.χ. την Κωνσταντινούπολη, την Τραπεζούντα, τη
Σινώπη, τα Ιωάννινα, την Κοζάνη, τη Θεσσαλονίκη, τη Φιλιππούπολη, το Μελένικο,
τον Τίρναβο, το Αρβανιτοχώρι κ.λπ., αλλά και από τα εμπορικά κέντρα του Αιγαίου
και του Ιονίου Πελάγους.
Ανάλογα με την πολιτική και τη στρατιωτική κατάσταση
που επικρατούσε στην ανατολική και την κεντρική Ευρώπη, οι έλληνες έμποροι του
ρουμανικού χώρου είχαν συχνά ρουμάνους, βούλγαρους και μερικές φορές και
σέρβους συνεταίρους, τους οποίους άφηναν στα κέντρα που βρίσκονταν στους
κυριότερους εμπορικούς σταθμούς που τους εξυπηρετούσαν στη διεξαγωγή, σε καλές
συνθήκες, του διαμετακομιστικού τους εμπορίου, κυρίως μεταξύ Ανατολής και
κεντρικής Ευρώπης, αλλά και του εμπορίου από την Ιταλία (κυρίως τη Βενετία τον
17ο αιώνα), μέσω ξηράς τον 17ο – 18ο αιώνα και
μέσω της Μαύρης Θάλασσας και του Δούναβη τον 18ο – 19ο
αιώνα.
Οι μορφές αυτές
συνένωσης, οι αποκαλούμενες συντροφιές,
θα παραμείνουν ως πρωταρχικές μορφές συνεργασίας και στις δυο ελληνικές εμπορικές εταιρείες της Τρανσυλβανίας του Sibiu (το 1636) και του Braşov (το 1678),
τη δραστηριότητα των οποίων διερεύνησαν, αρχικά, κυρίως οι Nicolae Iorga
και Nestor Camariano. Χάρη στη σύνταξη μονογραφιών, προστέθηκαν τις τελευταίες
δεκαετίες λεπτομερέστερες έρευνες. Μια παρόμοια εργασία σύνθεσης, σχετικά με
τις δυο προαναφερόμενες εμπορικές εταιρείες, έκανα εγώ η ίδια και αναφέρεται
στη χρονική περίοδο 1636-1746.
Η πτυχιακή εργασία της Oana Barbălată, που
δυστυχώς παρέμεινε ανέκδοτη, αναφέρεται στην εμπορική εταιρεία του Sibiu την
περίοδο 1746-1821. Ύστερα από έρευνες που έκανε στα Κρατικά Αρχεία του Sibiu, η
Oana Barbălată διαπίστωσε πως η πλειοψηφία των προϊόντων που εμπορευόταν
περιορισμένος αριθμός μελών, όσα είχαν παραμείνει στην εταιρεία του Sibiu,
προέρχονταν από τη Βενετία και το Τριέστι και τα έφερναν μέχρι την Τρανσυλβανία
Έλληνες, που είχαν εταιρείες στην Τεργέστη, από όπου τα παραλάμβαναν οι υπάλληλοι
της εταιρείας του Sibiu και τα έστελναν στη Βιέννη και στη Λειψία. Προσθέτουμε
επίσης πως αξιόλογη συνεισφορά, καλά ενημερωμένη, ύστερα από την έρευνα που
έκανε στα Κρατικά Αρχεία του Sibiu, στόχος της οποίας ήταν κυρίως ο τρόπος
οργάνωσης και το νομικό καθεστώς της εταιρείας του Sibiu, είναι η διδακτορική
διατριβή της Δέσποινας Τσούρκα-Παπαστάθη, που εκτίμησαν ιδιαίτερα οι ειδικοί.
Αναφέρουμε ακόμα ότι
υπάρχουν ορισμένες μελέτες σχετικές με διάφορες πτυχές της δραστηριότητας της
ελληνικής εταιρείας του Braşov, στηριζόμενες σε ανέκδοτες πληροφορίες, που
συγκέντρωσαν οι Cornelia Papacostea-Danielopolu, Mariana Aftenie και Olga
Cicanci. Ας σημειωθεί πως πολλά ντοκουμέντα και εμπορικά βιβλία, που
προέρχονταν από την ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδας του Braşov και
αναφέρονταν στην περίοδο μετά το 1746, δεν έχουν ακόμα καταγραφεί και
βρίσκονται στα Κρατικά Αρχεία του Braşov . Επίσης, τώρα γίνεται η καταγραφή της
συλλογής των ντοκουμέντων της εταιρείας του Braşov, που αναφέρονται στην ίδια
χρονική περίοδο και προέρχονται από τη Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας,
συλλογή η οποία βρίσκεται σήμερα στο Ιστορικό Αρχείο των Εθνικών Αρχείων του
Βουκουρεστίου.
Μετά το 1742, όταν με απόφαση της
αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας
παραχωρείται στους οθωμανούς εμπόρους το δικαίωμα να αποκτήσουν την αυστριακή
ιθαγένεια, ο αριθμός των μελών στις εταιρείες του Sibiu και του Braşov
μειώνεται αισθητά, προς όφελος μιας άλλης μορφής οργάνωσης του εμπορίου, και
συγκεκριμένα των εμπορικών οίκων. Εμφανίζεται, έτσι, στον ρουμανικό χώρο ένα
πραγματικό δίκτυο παρόμοιων οίκων που συνάπτουν σχέσεις με τη νοτιο-ανατολική
και την κεντρική Ευρώπη.
Ένας τέτοιος εμπορικός οίκος ήταν, την περίοδο
1714-1876, εκείνος της οικογένειας Στάμου
από το Μέτσοβο, με έδρα το Βουκουρέστι. Ο οίκος Στάμου είχε επίσης εκπροσώπους
και στο Ιάσιο, στην Κωνσταντινούπολη, στις Σέρρες, στη Βιέννη, στη Μόσχα,
στο Μέτσοβο και στα Ιωάννινα. Το αρχείο του εμπορικού αυτού οίκου διέθετε και
έναν δίτομο κατάλογο που είχαν επεξεργαστεί οι Dumitru Limona και Natalia
Trandafirescu, κατάλογος τον οποίο μελέτησαν και στον οποίο αναφέρθηκαν πολλοί
ερευνητές. Έτσι λ.χ., η Mihaela Ciobănescu ανέλυσε την εξέλιξη των τιμών στο
εμπόριο δημητριακών που προέρχονταν από τα ρουμανικά πριγκιπάτα και πωλούνταν
στις αγορές της Κωνσταντινούπολης, τον τρόπο που ο μεγαλέμπορος μελετούσε την
αγορά της πρωτεύουσας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την εμπορική δραστηριότητα
στα λιμάνια της Βραΐλας και του Γαλατσίου κ.λπ.
Εκτενείς έρευνες στο Αρχείο
Στάμου έκανε και η Μαρία Σόφη από τη Θεσσαλονίκη, η οποία προετοιμάζει
διδακτορική διατριβή, όπου αναφέρεται ειδικά στη δραστηριότητα του εμπορικού
οίκου Ioan Stamu της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης.
Ο Dumitru Limona
παρουσιάζει στο έντυπο «Το Περιοδικό των Αρχείων» (στη ρουμανική) μερικούς
εμπορικούς οίκους ελλήνων εμπόρων, που είχαν εγκατασταθεί στα ρουμανικά
πριγκιπάτα, για τους οποίους όμως δυστυχώς δεν δημοσιεύτηκαν παρά μόνο μερικές
μελέτες. Πρόκειται για τον εμπορικό οίκο του Ιοn Hagi, ο οποίος είχε
εγκατασταθεί στη Βλαχία το 1782, και τον γιο του Ştefan Hagi Moscu. Ένα πρώην μέλος της εταιρείας Manicati Safranu,
ιδρύει στο Sibiu, μαζί με τους γιους του, στα τέλη του 18ου αιώνα,
εμπορικό οίκο, που διαμετακόμιζε ανατολίτικα εμπορεύματα από τη Βλαχία προς τη
Βιέννη. Ο Dumitru Limona δημοσιεύει επίσης παρουσίαση των εμπορικών βιβλίων του
οίκου Ioan Marcu του Sibiu, που είχε συνεργάτη τον γιο του Gheorghe Marcu,
προεστώτα της ελληνικής εταιρείας του Sibiu την περίοδο 1781-1793.
Χρησιμοποιώντας τους
καταλόγους των ελληνικών ντοκουμέντων, που αναφέρονταν στα, επίσης, ελληνικά
ντοκουμέντα των πόλεων Sibiu και Braşov, η Valentina Filip παρουσιάζει, εν
συντομία, και άλλους εμπορικούς οίκους του Braşov, όπως την εταιρεία του Nica
Gheorghe, με μαρτυρίες από τις αρχές του 19ου αιώνα, είτε
εκείνη του Iordache Panu. Όπως μπορεί να διαπιστωθεί, για τους εμπορικούς
αυτούς οίκους γίνονται μόνον αναφορές, δεδομένου ότι τα αρχεία τους δεν έχουν
διερευνηθεί λεπτομερώς, καθώς για πολλούς από αυτούς δεν έχουν καταγραφεί τα
ντοκουμέντα τους, διαδικασία δύσκολη, αφού απαιτεί ομάδες ερευνητών που να
ξέρουν ελληνικά, λατινικά, γερμανικά, ουγγρικά και παλαιογραφία, καθώς και
κυριλλική γραφή.
Επίσης μέρος των
αρχείων των εμπορικών αυτών οίκων βρίσκονται στο εξωτερικό. Παράδειγμα αποτελεί
η περίπτωση του οίκου Κυριάκης Πολίζου, που ερευνήσαμε εμείς, μελετώντας τα
αρχεία της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας της Βιέννης, όπου είχε την κεντρική έδρα
του. Ο εμπορικός αυτός οίκος είχε παραρτήματα και στο Βουκουρέστι, όπου είχε
συνεργάτες τον Constantin Darvari και τον αδελφό αυτού, αλλά συνεργαζόταν και
με πολλούς άλλους Έλληνες που καταγίνονταν με το εμπόριο στη νοτιο-ανατολική
Ευρώπη μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Υπάρχουν γραπτά τεκμήρια που αναφέρουν την
παρουσία στο Βουκουρέστι, από το 1790 ακόμα, του εμπορικού οίκου Κυριάκης
Πολίζου. Πολλά επίσημα έγγραφα, επιστολές, αντίγραφα αναφορών, αποδείξεις,
δεφτέρια με λογαριασμούς, αναφέρονταν στο μαγαζί του Βουκουρεστίου, όπου είχε
συνέταιρο τον Γρηγόρη Σφουγκαρά, μέσω του οποίου έκανε δουλειές με τον τελώνη
Βασίλη Οικονόμου από το Γαλάτσι, κέντρο όπου διεκπεραίωνε όλες τις εργασίες που
πραγματοποιούσε στη Μολδαβία.
Στα Εθνικά Αρχεία του
Γαλατσίου, η Valentina Filip ερεύνησε 169 έγγραφα, γραμμένα στα ελληνικά, τα
περισσότερα από την αλληλογραφία των αδελφών Chiriţa και Dimitrie Engurlu με
έλληνες εμπόρους από το Sibiu και το Braşov και τα παρουσίασε στην πτυχιακή της
διατριβή με τον τίτλο «Τα Ρουμανικά Πριγκιπάτα στο κέντρο μεταξύ Ανατολής και
Κεντρικής Ευρώπης», εργασία που παρέμεινε όμως ανέκδοτη. Ο Claudiu Turcitu αναφέρεται
και αυτός με τη σειρά του στους αδελφούς Engurlu στην εργασία του για την
απόκτηση διπλώματος Master, ύστερα από έρευνες που έκανε σε 80 καραμανλίδικα
ντοκουμέντα των Αρχείων, επίσης του Γαλατσίου, και δημοσίευσε μελέτη στον τόμο
του Συμποσίου για τις ρουμανο-ελληνικές σχέσεις.
Έτσι, πληροφορούμαστε
πως οι αδελφοί Engurlu, εγκατεστημένοι στο Βουκουρέστι και στο Braşov, είχαν
έρθει από την Κωνσταντινούπολη όπου είχε μείνει μέρος της οικογένειάς τους και
εμπορεύονταν, μαζί με Ρουμάνους και Έλληνες, ανατολίτικα προϊόντα. Ενδιαφέρον
παρουσιάζουν οι πληροφορίες οι σχετικές με τα προϊόντα που προέρχονταν κυρίως
από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως και οι τιμές των προϊόντων αυτών που
πωλούνταν είτε διαμετακομίζονταν μέσω των ρουμανικών πριγκιπάτων.
Τα ρουμανικά
πριγκιπάτα επίσης εφοδιάζονταν με δυτικά προϊόντα, όπως λ.χ. γαλλικά και
αγγλικά, μέσω των εμπορικών κέντρων της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας,
όπως μαθαίνουμε από τις μελέτες των Anca Dobre και Felicia Diaconu που
δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Hrisovul.
Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη λ.χ. η εταιρεία των αδελφών Θεολόγου αγόραζε από τη
Μασσαλία, τη Λυών, το Λονδίνο, το Μάντσεστερ και από άλλα κέντρα, προϊόντα που
διέθεταν οι ελληνικές εταιρείες των εν λόγω εμπορικών κέντρων και ύστερα τα
μετέφεραν στα λιμάνια του Γαλατσίου και της Βραΐλας με ελληνικά σκάφη που
ταξίδευαν με αγγλική σημαία. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από την αρχειακή
συλλογή των Evloghie και Hristo Gheorghiev, που βρίσκεται στο Βουκουρέστι στα
Εθνικά Αρχεία. Εκεί φυλάσσονται 7.044 ντοκουμέντα της περιόδου 1817-1964, από
τα οποία τα 3.523 είναι γραμμένα στα βουλγαρικά, μερικά στα γαλλικά, αγγλικά,
γερμανικά και ιταλικά, ενώ τα υπόλοιπα στα ελληνικά. Οι δυο Βούλγαροι,
γνώστες της ελληνικής κουλτούρας, συνεργάστηκαν με πολλούς έλληνες εμπόρους
της περιοχής των Βαλκανίων και ασφαλώς και με ρουμάνους. Μολονότι έχουν
δημοσιευτεί πολλές μελέτες σχετικά με τους αδελφούς Gheorghiev, πιστεύουμε πως
οι πληροφορίες σε ό,τι αφορά στη δραστηριότητα των ελληνικών και βουλγαρικών
κοινοτήτων στον ρουμανικό χώρο, πληροφορίες που βρίσκονται στο εν λόγω αρχείο,
δεν αξιοποιήθηκαν αρκετά. Και αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα: Απόφοιτος της
Ανωτάτης Σχολής Αρχείων δημοσίευσε απόσπασμα της πτυχιακής της διατριβής σχετικά
με την εκμίσθωση στη Βλαχία, βασιζόμενη στις πληροφορίες των αρχείων Evloghie
και Hristo Gheorghiev. Πέρα από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το φαινόμενο της
εκμίσθωσης, διαπιστώνουμε και τον τρόπο με τον οποίον σχηματίζεται η μεγάλη
αστική τάξη των Βαλκανίων, που, φτάνοντας σε ανώτερα επίπεδα οικονομικής
ευημερίας, ήθελε να διαδραματίσει και ανάλογο κοινωνικό και πολιτικό ρόλο. Δεν
είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα αρχεία Gheorghiev βρίσκουμε και την ελληνική
εφημερίδα Σύλλογοι, που
κυκλοφορούσε στο Βουκουρέστι, Βραΐλα και Γαλάτσι την περίοδο 1885-1893 και όπου
θέτονταν οικονομικά και πολιτιστικά, και μερικές φορές και πολιτικά, προβλήματα
των περιοχών του νότιου Δούναβη.
Άλλοι έλληνες έμποροι
ανοίγουν εμπορικούς οίκους και στην Τρανσυλβανία, όπως λ.χ. ο Mihail Ţumbru από
τη Σιάτιστα, που εγκαταστάθηκε το 1782 στο Braşov αναπτύσσοντας δραστηριότητα
αρχικά στη Βενετία, στο Zemun, στη Βιέννη, στη Θεσσαλονίκη, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα,
στις Σέρρες και αργότερα στον ρουμανικό χώρο, κυρίως στο Βουκουρέστι και στο
Ιάσιο. Στον Ţumbru αναφέρεται σε μελέτη του και ο Dumitru Limona.
Ένας εμπορικός οίκος,
που κυριάρχησε επί μισό αιώνα (1768-1836) στο εμπόριο στην Τρανσυλβανία και στη
Βλαχία, ήταν του Hagi Constantin Pop
στο Sibiu, που ασχολείτο με τις διαμετακομιστικές εισαγωγές και εξαγωγές προς
τη Βιέννη, με ακίνητα, με δάνεια κ.λπ. Ο Andrei Oţetea έκανε σύντομη παρουσίαση
του οίκου Hagi Pop βάσει δημοσιευμένων εγγράφων, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του
αρχείου, που βρίσκεται στα Κεντρικά Ιστορικά Αρχεία του Βουκουρεστίου, και
κυρίως τα ελληνικά ντοκουμέντα παραμένουν άγνωστα. Η καταγραφή του αρχείου
γίνεται τώρα.
Το γεγονός ότι η
ελληνική διασπορά, τουλάχιστον από την άποψη της καταγραφής της, δεν έχει γίνει
ακόμα γνωστή, προκύπτει και από την πρόσφατη μελέτη της Blanka Gorun-Kovacs
σχετικά με τους Έλληνες του Bihor και κυρίως της Oradea, που είναι γραμμένη
βάσει ορισμένων εγγράφων στην ουγγρική γλώσσα. Η ερευνήτρια γράφει πως, από την
εμφάνιση που είχε το πασαλίκι της Buda το 1541, η παρουσία των «Ελλήνων»
(γενική ονομασία, που κατά την άποψή της υποδείκνυε τα Βαλκάνια) μας δίνει μια
ανεξακρίβωτη, κατά τη γνώμη της, πληροφορία, σχετικά με την ύπαρξη μιας ελληνικής
εμπορικής εταιρείας στην Oradea, μολονότι η εφορία είχε εγγεγραμμένους πολλούς
εμπόρους που ανήκαν σε εταιρείες. Το φαινόμενο αυτό, θα λέγαμε εμείς,
διαπιστώνεται και σε άλλα οικονομικά κέντρα της Τρανσυλβανίας και αναφερόταν
στην εξάρτησή τους από τις δυο προνομιούχες εταιρείες των πόλεων Sibiu και
Braşov.
Η Cornelia
Papacostea-Danielopolu αναφέρθηκε στην παρουσία στην Ολτένια τον 18ο αιώνα
ελλήνων και βούλγαρων μεγαλεμπόρων. Σύμφωνα με τον Andrei Oţetea, εκεί
βρισκόταν ο εμπορικός οίκος Dimitrie Aman, αλλά δεν δίνει πολλές πληροφορίες.
Για εκείνο που είμαστε όμως βέβαιοι είναι ότι στην Κραϊόβα δραστηριοποιήθηκε
από το 1815 και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ο εμπορικός οίκος
Nicolae Nanu, το αρχείο του οποίου καταγράφουν τώρα οι φοιτητές της Ανωτάτης
Σχολής Αρχείων και περιλαμβάνει πολλά ελληνικά και ρουμανικά έγγραφα στα
κυριλλικά.
Πρόσφατα, η Natalia
Trandafirescu τελείωσε την καταγραφή της Συλλογής Hagi Ionuş Petru, που
περιέχει 19.000 ντοκουμέντα της περιόδου 1650-1859 και πάρα πολλά από αυτά
είναι γραμμένα στα ελληνικά.
Εκεί υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τα εμπορικά
δρομολόγια που ακολουθούσαν οι έμποροι, με τις εξελίξεις των τιμών, με το
εμπόριο νομισμάτων και ακινήτων κ.λπ.
Την εποχή που η
Τρανσυλβανία ανήκε στην Αυστριακή αυτοκρατορία το Sibiu λεγόταν Hermannstadt
Με ενδιαφέρον
αναμένουμε τη δημοσίευση της διδακτορικής διατριβής της Ruxandra Nazare με
τίτλο «Οι ορθόδοξοι έμποροι της Νότιας Τρανσυλβανίας στα τέλη του 18ου
και στις αρχές του 19ου αιώνα». Γράφτηκε με βάση έρευνα που
έκανε η ενδιαφερόμενη στα ρουμανικά αρχεία και στη Βουδαπέστη και παρουσιάζει
τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών των εμπόρων, οι περισσότεροι από τους
οποίους ήταν Έλληνες, τα εγχειρίδια που χρησιμοποιούσαν, τους μαθητές και τους
καθηγητές της εμπορικής εκπαίδευσης, τα σχολικά και πολιτιστικά πρότυπα, τις
νοοτροπίες κ.λπ. Ας σημειωθεί ότι ήδη έχει δημοσιεύσει μερικές μελέτες από την
προαναφερθείσα εργασία.
Πληροφορίες σχετικά
με την ελληνική εμπορική διασπορά έχουμε και από τα αρχεία ορισμένων
μοναστηριών στους Αγίους Τόπους και στην Ελλάδα. Τα μοναστήρια είχαν και
μαγαζιά που τα νοίκιαζαν είτε τα πουλούσαν και σε έλληνες εμπόρους, όπως
προκύπτει και από τους τόμους ντοκουμέντων που έχουν ήδη δημοσιευτεί. Και
σχετικά με αυτό αναφέρω ένα παράδειγμα. Ο καθηγητής Ioan Caproşu δημοσίευσε
πρόσφατα τον έβδομο τόμο των «Ντοκουμέντων σχετικά με την ιστορία του Ιασίου»
φτάνοντας μέχρι το 1780. Συνεργάστηκα στη μεταγραφή και τη μετάφραση των
ελληνικών εγγράφων και διαπίστωσα πόσο μεγάλη πηγή πληροφοριών, ανεπαρκώς
αξιοποιημένη, είναι οι συλλογές ντοκουμέντων που υπάρχουν στα μοναστήρια.
Ένα άλλο παράδειγμα
αναφέρεται στη συλλογή ντοκουμέντων της μονής Σταυροπόλεως του Βουκουρεστίου,
την καταγραφή των οποίων έκαναν τα τμήματα Ελληνικής Γλώσσας και Παλαιογραφίας
της Ανωτάτης Σχολής Αρχείων και αποτέλεσε ενημερωτική ύλη για το γράψιμο
πτυχιακών διατριβών. Σε αυτές προσθέτουμε τη Συλλογή Bradu Hanul Greci του Βουκουρεστίου,
που και αυτή βρίσκεται επίσης στα Κεντρικά Ιστορικά Αρχεία και δεν έχει
καταγραφεί ακόμα.
Ως γνωστόν, στις αρχές του 19ου αιώνα,
το εμπόριο στον Δούναβη και στη Μαύρη Θάλασσα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όπου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν
οι Έλληνες των νήσων του Ιονίου,
εγκατεστημένοι κυρίως στα παραδουνάβια λιμάνια του Γαλατσίου και της Βραΐλας,
είτε στις εκβολές του Δούναβη, στον Σουλινά και στην Τούλτσεα. Σε ένα πρώτο
στάδιο αυτοί ήρθαν ως άγγλοι πολίτες αργότερα απέκτησαν την ελληνική ή τη
ρουμανική υπηκοότητα. Ύστερα από τη γνωστή εργασία του Σπυρίδωνα Φωκά και τη
μελέτη του Paul Cernovodeanu κυκλοφόρησαν και μερικές άλλες συνθετικές
εργασίες βασιζόμενες στη διερεύνηση αρχείων, όπως εκείνη του Constantin Buşe
για το εξωτερικό εμπόριο του Γαλατσίου, είτε η εργασία της Cornelia
Papacostea-Danielopolu σχετικά με τις ελληνικές κοινότητες της Ρουμανίας και η
πιο πρόσφατη εργασία σύνθεσης του Cristian Filip σχετικά με την ελληνική
κοινότητα της Βραΐλας, ύστερα από έρευνες που έκανε στα αρχεία της πόλης αυτής.
ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΓΑΛΑΤΣΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΝ 289 ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΛΟΙΑ
Μετά το 1846 η ρωσική
κυβέρνηση παίρνει μέτρα για τη βελτίωση του πλου μεταξύ Γαλατσίου και Οδησσού,
που συνέδεε τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Ο Constantin Buşe διαπιστώνει το
γεγονός πως, ενώ στο Γαλάτσι το 1837 βρίσκονταν 152 ελληνικά πλοία, ύστερα από
μερικά χρόνια ο αριθμός τους είχε φτάσει στα 289. Σε αυτά πρέπει να
προσθέσουμε και τα πλοία που έπλεαν με αγγλική και ρωσική σημαία. Σύμφωνα με
πληροφορίες που έχουμε τα τελευταία χρόνια, νεαροί έλληνες ερευνητές, όπως ο
Δημήτριος Κοντογεώργης, μπόρεσαν να διερευνήσουν τα αρχεία του Γαλατσίου και
της Βραΐλας και ασφαλώς θα συμπληρώσουν τις πληροφορίες σχετικά με τα υπό
συζήτηση θέματα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα
πολλοί Έλληνες εγκαθίστανται και στη Βεσσαραβία, κυρίως στα λιμάνια Reni και Ismail,
και έχουν το μονοπώλιο στο εμπόριο δημητριακών στον Προύθο. Τα δημητριακά
έρχονταν από τη Ρωσία και την Ουκρανία μέσω του Προύθου και φτάνοντας στο
Γαλάτσι και τη Βραΐλα τα φόρτωναν σε αγγλικά πλοία μεγάλου εκτοπίσματος και τα
μετέφεραν στην Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και στην
Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι την περίοδο εκείνην άλλοι Έλληνες από
τα νησιά Αίγινα, του Ιονίου Πελάγους (Κεφαλονιά, Ιθάκη, Ζάκυνθος) και του
Αιγαίου (Μύκονος, Άνδρος, Νάξος, Πάρος, κ.λπ.), όπως και από την Πάτρα και
το Ναύπλιο, εγκαθίστανται στη Βεσσαραβία, κυρίως στο Ismail και Reni, όπως
προκύπτει από τον κώδικα του έλληνα υποπρόξενου στο Ismail, που ήταν γραμμένος
ο τόπος αναχώρησης των εμπορευμάτων και ο χρόνος άφιξής τους στη Βεσσαραβία
(συγκεκριμένα τα τέλη του 19ου αιώνα). Μερικοί από αυτούς
διατηρούσαν και τις κατοικίες τους στο Γαλάτσι, στη Βραιλα, στην Τούλτσεα
(Tulcea) ή στον Σουλινά.
Ασφαλώς η παρουσίαση
αυτή δεν είναι απόλυτη, ορισμένα προβλήματα της ελληνικής εμπορικής διασποράς
αναφέρονται και σε άλλες εργασίες που ασχολούνται με συναφή θέματα, όπως λ.χ.
στη μελέτη της Eugenia Negruţi που ασχολείται με την παρουσία των Ελλήνων στην
οικονομική ζωή της Μολδαβίας τον 19ο αιώνα. Για καλύτερη
πληροφόρηση επισυνάπτουμε και έναν κατάλογο με εργασίες των τελευταίων
δεκαετιών, που αναφέρονται στην ελληνική εμπορική διασπορά στον ρουμανικό χώρο,
υποδεικνύοντας και εργασίες με άλλα θέματα, που όμως περιέχουν χρήσιμες
πληροφορίες σχετικά με το υπό συζήτηση ζήτημα.
Την εποχή που η Τρανσυλβανία ανήκε στην Αυστριακή αυτοκρατορία το Sibiu λεγόταν Hermannstadt
Σύμφωνα με την άποψη
μας, την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε έγιναν σοβαρές πρόοδοι για την
εξεύρεση και την καταγραφή, ακόμα και την ανάλυση, ορισμένων ανέκδοτων
ντοκουμέντων, που συμπληρώνουν ουσιαστικά την πληροφόρηση και δίνουν τη
δυνατότητα να γίνουν νέες ερμηνείες. Πρέπει να δημιουργήσουμε στους νέους
ερευνητές συνθήκες για να μάθουν γλώσσες και παλαιογραφία, αλλά και τις
απαραίτητες συνθήκες για τη διερεύνηση του πλούσιου υλικού σε ντοκουμέντα, που
παραμένουν ανέκδοτα.
SUMMARY
ΤΗΕ STATE OF RESEARCH ON/ABOUT
THE GREEK TRADE DIASPORA IN ROMANIA (17th-18th CENTURIES)
This paper offers an overview of the state of research on the Greek trade
diaspora in Romania. The preoccupation of the Romanian historiography with the
Greek trade diaspora in Romania dates back to early 40’s. The commercial
activity and the institutional organization of the Greek trade companies of
Sibiu and Braşov was the topic which initially attracted the attention of
Romanian historians. Since the 80’s multiplied the number of publications and
research projects concerning the history of Greek merchant houses in the
Transylvanian towns, while the economic role of Greeks has been accentuated by
scholars of the Romanian economic history of the 18th century.
Recently, the research interest has been expanded to the study of the Greek
commercial activity in the Romanian port-cities during the 19th
century.
The paper includes information about archival data, unpublished documents
and doctoral theses, as well as a list of the more recent publications
concerning the history of the Greek trade diaspora in Romania.
Υ.Γ.
Υ.Γ.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΘΕΙ ΣΤΗΝ
ΒΟΡΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Στη Γευγελή ο βασικός μισθός δεν ξεπερνάει τα
250 ευρώ. Εκεί έχουν "μετακομίσει" ελληνικές εταιρείες λόγω
οικονομικής κρίσης - Την ίδια περίοδο δρομολογούνται πάνω από 30 εμπορικές
συμφωνίες ανάμεσα σε Ελλάδα και Πγδμ.
Ρεπορτάζ του Euronews καταγράφει αναλυτικά την άνθηση της
ελληνικής επιχειρηματικότητας στη χώρα της πΓΔΜ, την ώρα που οι
διαπραγματεύσεις για το όνομα προχωρούν στην επόμενή τους φάση.
Το Euronews βρέθηκε στη Γευγελή και το News
24/7 μεταφέρει το ρεπορτάζ: Σε αυτή την μικρή πόλη των 15.000 κατοίκων,
λειτουργούν 28 ελληνικές επιχειρήσεις, δίνοντας δουλειά σε εκατοντάδες
εργαζόμενους.
Οι περισσότεροι κάτοικοι εδώ μιλάνε ελληνικά.
Όπως ο Ίλκο Προκοπιέβικ, που έχει περάσει και
τα 18 χρόνια του εργασιακού του βίου σε ελληνικές επιχειρήσεις.
« Για το όνομα υπάρχουν άλλοι που πρέπει να
μιλάνε. Εμείς κοιτάμε τη δουλειά μας» μας είπε και συμπλήρωσε: « Φυσικά θα ήταν
καλό για όλους να βρεθεί μία λύση στο θέμα του ονόματος, μία καλή λύση».
Σε μία πόλη όπου ο βασικός μισθός δεν ξεπερνάει
τα 250 ευρώ, όπως είναι η Γευγελή, η πολιτική περνάει σε δεύτερη μοίρα.
Τον Ίλκο τον συνάντησε η αποστολή του
Euronews σε μία ελληνική εταιρεία ενδυμάτων που απασχολεί 300 άτομα προσωπικό.
«Μετακόμισε» το 2004 για να επιβιώσει.
Ο διευθυντής της, Γιάννης Κίακος λέει ότι θα
προτιμούσε αυτή η επιχείρηση να βρίσκεται στην Ελλάδα και να απασχολεί εκεί όλο
αυτό το προσωπικό, αλλά το
επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα δεν ευνοεί κάτι τέτοιο. Και δεν βλέπει να
αλλάζει κάτι στο άμεσο μέλλον.
Η πρόεδρος του εμπορικού επιμελητηρίου των Σκοπίων,
Ντανέλα Αρσόβσκα, εξηγεί ότι τα τελευταία τρία χρόνια οι οικονομικές σχέσεις ΠΓΔΜ
- Ελλάδας γνωρίζουν νέα άνθηση.
« Στηρίζουμε τις σχέσεις μας σε αμοιβαία
εμπιστοσύνη και φιλία και αυτό δουλεύει για εμάς» τονίζει και ξεκαθαρίζει ότι
ακόμα και τη «δύσκολη» περίοδο της διακυβέρνησης Γκρουέφσκι η επιχειρηματικότητα
είχε μείνει έξω από την πολιτική αντιπαράθεση των δύο χωρών. Μάλιστα το 2017,
πραγματοποιήθηκε η πιο επιτυχημένη συνάντηση επιχειρηματιών από τις δύο πλευρές
των συνόρων.
Οι νέες εμπορικές συνεργασίες
Πάνω από 30 συνεργασίες έχουν ήδη δρομολογηθεί,
κυρίως στους τομείς των αγροτικών προϊόντων και των κατασκευών. Όπως μία
συμφωνία που θα αντικαταστήσει το τούρκικο λάδι που μέχρι τώρα πωλούνταν στην ΠΓΔΜ
με ελληνικό.
Η οικονομία της ΠΓΔΜ αναπτύσσεται σταθερά τα
τελευταία χρόνια, αυτό όμως δεν έχει καταφέρει να αποκλιμακώσει αισθητά την ανεργία,
που παραμένει λίγο κάτω από το 30%.
Πηγή: Euronews
ΖΗΝΩΝ
ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.