Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ;



 "ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ  ΕΛΛΗΝΕΣ"  8  Μαΐου  2015
"Το μέγα ζήτημα, αν υπήρξε ή όχι η Ινδοευρωπαϊκή φυλή και γλώσσα (κατά τους Γερμανούς: Ινδογερμανική - γιατί όχι κατά τους Έλληνες: Ινδοελληνική;) είναι τεράστιο και δυσεπίλυτο.
Περιμένουμε εμπεριστατωμένες απαντήσεις από Έλληνες ιστορικούς.
Ο στρατηγός Ξέρξης Λίβας, στο γνωστό βιβλίο του με τίτλο: «Η Αιγηίς, κοιτίς των Αρίων και του Ελληνισμού», Αθήνα 1963, που πήρε το βραβείο Ι. Κούμαρη, της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, υποστηρίζει την ελληνική καταγωγή όλης της λεγόμενης Ινδοευρωπαϊκής φυλής.
Πράγματι υπάρχει μία βάσιμη πιθανότητα ο αρχικός γόνος της Ιαπετικής Ομοεθνίας, να ήταν οι Πρωτοέλληνες, στο βάθος του χρόνου.
Πριν από 13.000 περίπου χρόνια, οι παγετώνες που έφθαναν μέχρι την Χαλκιδική, άρχισαν να υποχωρούν. Οι δύο Μεσογειακές λίμνες ενώθηκαν. Οι Ηράκλειες στήλες φαγώθηκαν και ο ορμητικός Ατλαντικός ωκεανός εισόρμησε και δημιούργησε την Μεσόγειο θάλασσα. Τότε έγινε η καθίζηση της Αιγηίδος. Από την ενιαία χερσαία λεκάνη του πρωτοελληνικού – αιγαιακού – μικρασιατικού χώρου, όμαιμοι και ομόγλωσσοι λαοί, άρχισαν να περιπλανώνται προς τον βορρά.
Μετά την περιπλάνηση για 10.000 χρόνια στις στέπες της Ρωσίας – Σιβηρίας διεσπάσθηκαν σε φυλετικές ομάδες και πήραν τον δρόμο του γυρισμού στα πατρώα χώματα, από τα οποία βέβαια ποτέ δεν είχαν ξεκόψει τελείως".

Ζ. ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ 


 

ΜΙΝΩΙΤΕΣ,  ΜΥΚΗΝΑΙΟΙ  ΚΑΙ  ΔΩΡΙΕΙΣ.


Οι τρεις  λαοί είχαν είχαν μεγάλες γενετικές συγγένειες μεταξύ τους παρά τις όποιες διαφορές τους και βαθιές ρίζες στον ελλαδικό χώρο.

Οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι είχαν μεγάλες γενετικές συγγένειες μεταξύ τους παρά τις όποιες διαφορές τους, κατάγονταν και οι δύο κυρίως από τους πρώτους νεολιθικούς γεωργούς στην περιοχή του Αιγαίου, ενώ οι σημερινοί Έλληνες είναι γενετικά παρόμοιοι σε μεγάλο βαθμό με τους Μυκηναίους.

Αυτά είναι τα κυριότερα ευρήματα μιας νέας πρωτοποριακής έρευνας Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, οι οποίοι για πρώτοι φορά ανέλυσαν το αρχαίο DNA Μυκηναίων και Μινωιτών και το συνέκριναν με άλλους πληθυσμούς και με τους σύγχρονους Έλληνες.
Η αρχαιογενετική μελέτη, με επικεφαλής δύο Έλληνες γενετιστές του εξωτερικού, τον Ιωσήφ Λαζαρίδη του Τμήματος Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ της Βοστώνης και τον Γιώργο Σταματογιαννόπουλο του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον του Σιάτλ, η οποία δημοσιεύθηκε στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό "Nature", εστίασε στην εποχή του Χαλκού (3η-2η χιλιετία π.Χ.).
Η προέλευση των Μυκηναίων και των Μινωιτών απασχολεί τους αρχαιολόγους για πάνω από έναν αιώνα και οι σχετικές εκτιμήσεις βασίζονταν έως τώρα κυρίως σε αρχαιολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα. Η νέα μελέτη ρίχνει πλέον νέο γενετικό φως στην καταγωγή τους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι Μινωίτες -οι δημιουργοί της πρώτης ευρωπαϊκής γραφής (της Γραμμικής Α, που δεν έχει ακόμη διαβασθεί)- είχαν βαθιές ρίζες στο Αιγαίο και δεν προέρχονταν από κάποιον άλλο μακρινό εξελιγμένο πολιτισμό εκτός αιγαιακού χώρου.
Η γενετική ανάλυση συμπεραίνει ότι οι αρχικοί πρόγονοι τόσο των Μινωιτών όσο και των Μυκηναίων ήσαν κατά βάση ντόπιοι γεωργικοί πληθυσμοί από τη νεολιθική  Ασιατική  Ελληνική  Χερσόνησο, την Ευρωπαϊκή  Ελληνική  Χερσόνησο και τα νησιά του Αιγαίου. 
Για πρώτη φορά μελετήθηκαν δείγματα αρχαίου DNA από οστά και δόντια 19 ατόμων, μεταξύ των οποίων δέκα Μινωιτών από την Κρήτη, από τις τοποθεσίες της Ιεράς Μονής Οδηγήτριας στα νότια του νομού Ηρακλείου και του σπηλαίου του Αγίου Χαραλάμπους στο οροπέδιο του Λασιθίου (2900-1700 π.Χ.), τεσσάρων Μυκηναίων από την Αργολίδα της Πελοποννήσου και τη Σαλαμίνα (1700-1200 π.Χ.) και τριών κατοίκων στην σημερινή  κατεχόμενη  από  τούρκους νοτιοδυτικής Ανατολίας  (2800-1800 π.Χ.). 
Αυτά τα αρχαία γονιδιώματα συγκρίθηκαν με το αρχαίο DNA 332 ανθρώπων από γειτονικές χώρες και 2.616 συγχρόνων (μεταξύ των οποίων δύο σημερινών Κρητών).
 Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) ο Ι. Λαζαρίδης, «οι πρώτοι Νεολιθικοί πληθυσμοί της δυτικής Ανατολίας και της Ευρωπαϊκής  Ελληνικής  Χερσονήσου  ήσαν εξαιρετικά ομοιογενείς, απόγονοι ενός κοινού πρωτο-γεωργικού πληθυσμού που εξαπλώθηκε από την 7η χιλιετία π.Χ. ανά την Ευρώπη. Τα νέα δεδομένα της μελέτης μας αποδεικνύουν πως τόσο οι Μυκηναίοι όσο και Μινωίτες προέρχονται κατά βάση, σε ποσοστό 75% έως 85%, από αυτό τον πρωτο-γεωργικό πληθυσμό».
Η ανατολική και η βόρεια γενετική συνεισφορά

Η έρευνα δείχνει ότι τόσο στους Μυκηναίους όσο και στους Μινωίτες υπάρχει επίσης μια μικρότερη ανατολική γενετική επιρροή, σε ποσοστό 10% έως 15%, από τη Δυτική Ασία, η οποία σχετίζεται με τους αρχαίους κατοίκους του Καυκάσου, της Αρμενίας και του Ιράν.
Όμως οι Μυκηναίοι διέφεραν από τους Μινωίτες, επειδή είχαν στο DNA τους και μια βόρεια γενετική «συνεισφορά» από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της ανατολικής Ευρώπης και της Σιβηρίας.
Αντίθετα, οι Μινωίτες δεν εμφανίζουν τέτοια γενετική κληρονομιά από τους πληθυσμούς των βορείων στεππών. Αυτό, κατά τους ερευνητές, σημαίνει ότι οι μετανάστες-επιδρομείς από το Βορρά εξαπλώθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά δεν έφθασαν έως τη μινωική Κρήτη.
Σύμφωνα με τον κ. Λαζαρίδη, «οι Μυκηναίοι είναι γενετικά παρόμοιοι με τους Μινωίτες, αλλά έχουν κι ένα μικρό ποσοστό προέλευσης, της τάξης του 5% έως 15%, από βόρειους αρχαίους πληθυσμούς της ανατολικής Ευρώπης και Σιβηρίας, το οποίο δεν έχουν οι Μινωίτες. Αυτή η γενετική συνιστώσα φαίνεται πως εξαπλώθηκε μετά το 3.000 π.Χ. δυτικά σε όλη την Ευρώπη, μέσω ποιμενικών πληθυσμών από τις στέπες, που βρίσκονταν βόρεια από τον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία». Όπως αναφέρει ο Έλληνας επιστήμονας, «η ακριβής γεωγραφική προέλευση και η διαδρομή αυτών των βορείων και ανατολικών επιρροών θα διευκρινιστεί καλύτερα στο μέλλον, με δειγματοληψία περισσοτέρων γειτονικών αρχαίων πληθυσμών. Υποδεικνύει πάντως κάποιο βαθμό πληθυσμιακής μετακίνησης προς τον Αιγαιακό χώρο, ένα αρκετά εύλογο συμπέρασμα, αφού η Ελλάδα είναι η γεωγραφική γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία».
Η μελέτη δείχνει ότι ‘μετανάστες' από περιοχές βόρεια και ανατολικά του Αιγαίου μπορεί να συνέβαλαν στην ανάδυση των μεγάλων Αιγαιακών πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού κατά τη δεύτερη και τρίτη χιλιετία π.Χ.  Όμως η έρευνα δεν διαπίστωσε κάποιο διακριτό γενετικό «αποτύπωμα» ούτε των Αιγυπτίων ούτε των Φοινίκων στο DNA των Μινωιτών ή των Μυκηναίων.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «αυτό οδηγεί σε απόρριψη της υπόθεσης ότι οι πολιτισμοί του Αιγαίου δημιουργήθηκαν από μετανάστες που προέρχονταν από παλαιούς πολιτισμούς εκείνων των περιοχών (Μέσης Ανατολής ή Αφρικής)».
 

Η γενετική συνέχεια των Ελλήνων
Όσον αφορά τους σημερινούς Έλληνες, η έρευνα δείχνει ότι είναι γενετικά παρόμοιοι με τους Μυκηναίους, οι οποίοι ήσαν οι πρώτοι που έγραψαν την Ελληνική γλώσσα με τη Γραμμική Β. 
Όπως είναι αναμενόμενο, με το πέρασμα του χρόνου έχει σήμερα πια επέλθει μια επιπλέον μείωση της γενετικής επιρροής των πρωτο-γεωργών.
«Το κύριο συμπέρασμα από την μελέτη μας», υπογραμμίζει ο κ. Λαζαρίδης, «είναι πως η πληθυσμιακή ιστορία της Ελλάδας έχει χαρακτηριστικά σημαντικής γενετικής συνέχειας, αλλά όχι πλήρους απομόνωσης». Οι ερευνητές τονίζουν ότι δυο βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν μελλοντικά, είναι πότε για πρώτη φορά οι κοινοί «ανατολικοί» πρόγονοι των Μινωιτών και των Μυκηναίων έφθασαν στο Αιγαίο και κατά πόσο οι «βόρειοι» πρόγονοι των Μυκηναίων έκαναν σποραδικές διεισδύσεις στην Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα ή μία γρήγορη και μαζική μετανάστευση, όπως συνέβη στην Κεντρική Ευρώπη.
Άσχετα πάντως με τις απαντήσεις στα δύο αυτά ερωτήματα, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι υπήρξαν δύο τουλάχιστον μεταναστευτικά ρεύματα προς το Αιγαίο, ένα από την Ανατολή και ένα από το Βορρά, τα οποία ήλθαν να προστεθούν στην αρχική μετανάστευση και διασπορά στον αιγαιακό και ελληνικό χώρο των εξ Ανατολής πρώτων γεωργών ήδη πολύ πριν την Εποχή του Χαλκού.
Σύμφωνα με τον κ. Λαζαρίδη, «είναι αξιοσημείωτο πόσο συνεχής έχει υπάρξει η κληρονομιά των πρώτων Ευρωπαίων γεωργών στην Ελλάδα και σε άλλες περιοχές της νότιας Ευρώπης, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι πληθυσμοί τους ήσαν πλήρως απομονωμένοι. Οι Έλληνες δεν αναδύθηκαν πλήρως σχηματισμένοι από τα βάθη της προϊστορίας, αλλά στην πραγματικότητα ήσαν πάντα ένας λαός στη διαδικασία του γίγνεσθαι, ένα ‘έργο σε εξέλιξη', καθώς μεταναστευτικά στρώματα δια μέσου των εποχών έρχονταν να προστεθούν, αλλά ποτέ δεν έσβησαν τη γενετική κληρονομιά των πληθυσμών της Εποχής του Χαλκού».

Στη μελέτη συμμετείχαν κορυφαίοι ξένοι επιστήμονες, όπως ο εξελικτικός γενετιστής Ντέηβιντ Ράιχ του Χάρβαρντ και ο Γιοχάνε Κράουζε, διευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Μελέτη της Ανθρώπινης Ιστορίας στην Ιένα της Γερμανίας. 
Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν επίσης οι Γιάννης Σταματογιαννόπουλος και Δήμητρα Λοτάκη (Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον), Γιάννης Μανιάτης (Εργαστήριο Αρχαιομετρίας «Δημόκριτου»), Μανώλης Μιχαλοδημητράκης (Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης), Γιώργος Κορρές (Τμήμα Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών) και οι αρχαιολόγοι Γιάννης Τζεδάκης, Αντώνης Βασιλάκης, Αναστασία Παπαθανασίου και Ελένη Κονσολάκη-Γιαννοπούλου. 



Η  ΑΠΟΨΗ  ΤΗΣ  ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑΣ

Η λεγόμενη «Κάθοδος των Δωριέων» ή «Επιστροφή των Ηρακλειδών» είναι θεωρία ιστορική και γλωσσολογική σύμφωνα με την οποία περί τον 12ο αιώνα π.Χ. ελληνικά φύλα κατήλθαν από το βορρά προς την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησο με συνέπεια την καταστροφή του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
Η σχετική παράδοση οφείλεται στον Ηρόδοτο ο οποίος πρώτος αναφέρθηκε στις μετακινήσεις των Δωριέων στην Ελλάδα.  Σύμφωνα με αυτή την παράδοση οι Δωριείς μετανάστευσαν από τη Φθιώτιδα στην Ιστιαιώτιδα, στην Πίνδο, στη Δρυοπίδα και τελικά στην Πελοπόννησο. Οι υποτιθέμενες αυτές μετακινήσεις έμειναν γνωστές ως «Κάθοδος των Δωριέων» ή «Επιστροφή των Ηρακλειδών».
Στην νεώτερη εποχή οι ιστορικοί και αρχαιολόγοι αναζήτησαν κάποια τεκμηρίωση αυτής της παράδοσης και επικαλέστηκαν ως μαρτυρίες την εισαγωγή της χρήσης του σιδήρου, το έθιμο της καύσης των νεκρών, την παραγωγή της πρωτογεωμετρικής κεραμικής και την καταστροφή των Μυκηναϊκών ανακτόρων. Στην πράξη αυτές οι έρευνες απέδειξαν το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτές οι πρακτικές αποτελούν συνέχεια του πολιτισμού των υπομυκηναϊκών χρόνων.  Χαρακτηριστικά η E. Vermeule αναφέρει ότι "οι κυριότεροι νεωτερισμοί των σκοτεινών αιώνων βρίσκονται όχι κατά μήκος της Δωρικής διαδρομής, αλλ' ακριβώς σε εκείνες τις περιοχές οι οποίες δεν κατακλύστηκαν, οι οποίες διατήρησαν επί μακρότατον τις Μυκηναϊκές παραδόσεις και οι οποίες παρέμειναν ανοικτές σε επαφές με την Ανατολή διά θαλάσσης", δηλ. η Αθήνα, η Κρήτη και η ακτή της Ιωνίας. Ο Μ. Ανδρόνικος χαρακτηρίζει την κάθοδο των Δωριέων ένα "φάντασμα".

Από τα γλωσσολογικά δεδομένα προκύπτουν επίσης ενδείξεις ότι η δωρική διάλεκτος ομιλούνταν και κατά την μυκηναϊκή περίοδο αλλά ήταν κοινωνικά κατώτερη, δεν αναγραφόταν στις πινακίδες και χρησιμοποιούνταν εκτός των ανακτόρων.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Χρήστο Ντούμα οι Δωριείς ήταν κάτοικοι της Ελλάδος που κάποτε εκτοπίστηκαν από τους Μυκηναίους σε ορεινές περιοχές, κάτι ανάλογο με αυτό που έχει συμβεί σε πολλούς πληθυσμούς στην ιστορία της Ελλάδας. Στα ορεινά ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και τη δασική οικονομία γι' αυτό η παράδοση τους χαρακτηρίζει ως οπισθοδρομικούς. Κάποτε από τα ορεινά επέστρεψαν στα πεδινά στις αρχικές τους κοιτίδες όταν για άλλους λόγους παρήκμασαν τα ανακτορικά συγκροτήματα. Σημειώνεται ότι η λέξη "κατίοντες" που συναντάται στον Ηρόδοτο και αλλού σε σχέση με τους Δωριείς έχει και την έννοια του "επιστρέφω από την εξορία". Η σύγχρονη ερμηνεία του "κατίοντες" ως "κατερχόμενοι" οφείλεται στην σύγχρονη χαρτογραφική απεικόνιση όπου ο βορράς είναι "πάνω" και ο νότος "κάτω".
Κατά μία ερμηνεία, το όνομα "Δωριεύς" δεν οφείλεται στην Δωρίδα, αλλά αντίστροφα αυτή η περιοχή ονομάστηκε έτσι λόγω των Δωριέων. Η κατάληξη -εύς υποδεικνύει επάγγελμα, ενώ η ρίζα δωρ- είναι γνωστή από τη μυκηναϊκή εποχή και σχετίζεται με τα δένδρα και τα ξύλα. Η εναλλαγή του όμικρον με το ωμέγα είναι συνήθης μεταξύ των διαλέκτων. Έτσι η λέξη "Δωριεύς" πιθανώς δηλώνει τον ασχολούμενο με την ξυλεία, τον ξυλοκόπο. Είναι πιθανό ότι αργότερα η χρήση του όρου διευρύνθηκε ώστε να χαρακτηρίζει όλους τους "άξεστους" ελληνόφωνους, ανάλογα με τη σύγχρονη χρήση της λέξης "βλάχος". Σχετικός θεωρείται και ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο ο τελευταίος βασιλιάς Κόδρος, προκειμένου να σώσει τους Αθηναίους από τους Δωριείς, μεταμφιέστηκε σε ξυλοκόπο για να διεισδύσει στο στρατόπεδό τους.
Ο Πλάτων στο έργο "Νόμοι" μας παραθέτει έναν διάλογο μεταξύ του ιδίου, του Κνωσείου Κλεινία και του Λακεδαίμονα Μεγίλλου. Στον διάλογο αυτόν οι τρεις γηραιοί άνδρες κατά την διάρκεια της διαδρομής τους από την Κνωσό προς το Ιδαίον Άντρον με σκοπό την μύηση τους στα Ανώτατα Μινωικά Μυστήρια συζητούν, κρίνουν και συγκρίνουν τα 3 Πολιτεύματα τους. Στον στίχο 682d ο Πλάτων μας ενημερώνει ότι οι Δωριείς ήταν Αχαιοί, πράγμα με το οποίο συμφωνεί ο Μέγγιλος.
Πλάτων: "...στην διάρκεια όμως των δέκα ετών της πολιορκίας στο Ίλιον (Τροία), στην πατρίδα κάθε επιτιθεμένου τα πράγματα χειροτέρεψαν. Οι νεότεροι στασίασαν (επαναστάτησαν) και δεν υποδέχθηκαν όπως έπρεπε τους στρατιώτες κατά την επιστροφή τους. Ακολούθησαν αμέτρητοι θάνατοι και σφαγές και εξορίες. Όσοι διώχθηκαν ξαναγύρισαν αργότερα με άλλο όνομα. Τώρα λέγονταν Δωριείς αντί Αχαιοί γιατί εκείνος που τους συγκέντρωσε στην Εξορία κατάγονταν από την Δωρίδα. Πλήρης περιγραφή αυτών που έγιναν τότε υπάρχουν καταγεγραμμένα στην ιστορία των Λακεδαιμόνιων"
Μέγιλλος (Σπαρτιάτης): "Απόλυτα ορθόν"
Πλάτωνος Νόμοι 682d
Οπότε η Κάθοδος  των Δωριέων στην πραγματικότητα ήταν πρώτα άνοδος και έπειτα κάθοδος και όχι των Δωριέων αλλά των Αχαιών. 


ΟΙ  ΔΩΡΙΕΙΣ  ΕΦΟΔΙΑΣΤΗΚΑΝ  ΜΕ  ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ  ΟΠΛΑ  ΑΠΟ  ΤΟΥΣ  ΧΕΤΤΑΙΟΥΣ;

Λέγεται,  χωρίς  επαρκή  τεκμηρίωση,  ότι  η  ανακάλυψη  και  η  χρήση  του  σιδήρου  έγινε  από  τους  Χετταίους.    Οι  Δωριείς  είχαν  σιδερένια  όπλα,  οι  Λαοί  της  θάλασσας  είχαν  σιδερένια  όπλα,  οι  Φιλισταίοι  είχαν  σιδερένια  όπλα..
Ερώτηση  προς  τους  ιστορικούς  του  Ζ.Π.  Αν  πράγματι  οι  Χετταίοι  ανακάλυψαν  τα  σιδερένια  όπλα,  μήπως  έδωσαν  και  την  τεχνογνωσία  του  σιδήρου  στους  Δωριείς,  για  να  εκδικηθούν τους  Αχαιούς  για  τον  Τρωϊκό  Πόλεμο;
 



ΖΗΝΩΝ  ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ 



1 σχόλιο:

  1. ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ: ΜΙΑ ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ. ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ΗΤΑΝ Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΠΛΥΝΤΗΡΙΩΝ.

    Πολλοί νομίζουν ότι η εορτή των Θεοφανείων είναι χριστιανικής υφής καί περιεχομένου. Στην πραγματικότητα τα Θεοφάνεια είναι μία καθαρά αυθεντική εορτή των προγόνων μας.
    Ηρόδοτος. ΗΡΟΔΟΤΟΣ Ιστορίαι (1.46.1-1.52.1): «Επιτελέσας δέ ο Κροίσος ταύτα απέπεμπε ες Δελφούς καί τάδε άλλα άμα τοίσι. κρητήρας δύο μεγάθεϊ μεγάλους, χρύσεον καί αργύρεον, τών ο μέν χρύσεος έκειτο επί δεξιά εσιόντι ες τόν νηόν, ο δέ αργύρεος επ’ αριστερά. Μετεκινήθησαν δέ καί ούτοι υπό τόν νηόν κατακαέντα, καί ο μέν χρύσεος κείται εν τώ Κλαζομενίων θησαυρώ, έλκων σταθμόν είνατον ημιτάλαντον καί έτι δώδεκα μνέας, ο δέ αργύρεος επί τού προνηίου της γωνίης, χωρέων αμφορέας εξακοσίους. επικίρναται γάρ υπό Δελφών Θεοφανίοισι». Όπως λοιπόν συνάγεται από το ανωτέρω παρατιθέμενο απόσπασμα, στους Δελφούς, εορτάζονταν τα Θεοφάνεια.
    Οι κάτοικοι κουβαλούσαν τα αγάλματα των Θεών και τα ιερά σκεύη και τα έπλεναν στον κοντινότερο ποταμό ή λίμνη. Γινόταν δηλαδή μία καθαρτήριος τελετή. Το ίδιο εθιμο-εορτή διατηρείται σε πολλά μέρη της Ελλάδος ακόμη και σήμερα. Κατά την ημέρα των Χριατιανικών Θεοφανείων μεταφέρουν τις εικόνες από την εκκλησία και τις πλένουν στο ποτάμι. Κατ’ αρχάς καθαρίζονταν και εξαγνίζονταν ο ναός της Παλάδος Αθηνάς, στην Ακροπόλη. Κατά αυτό το χρονικό διάστημα, το Ιερό δένονταν με σχοινιά (μία πρακτική που τηρείται ακόμα και σήμερα σε Χριστιανικούς ναούς). Οι ιέρειες του ναού οι επιφορτισμένες τότε τον καθαρισμό ήταν παρθένες, οι οποίες ονομάζονταν «λουτρίδες» και «πλυντρίδες», αλλά και μία ακόμη η οποία λεγόταν «κατανίπτης», επιφορτισμένη ειδικά να επιμελείται του αγάλματος της θεάς. Και η προπαρασκευαστική αυτή εργασία αποτελούσε την εορτή των Καλλυντηρίων.
    Έπειτα άρχιζε η μεγάλη ήμερα των Πλυντηρίων. Σε αυτές κύριο μέρος έπαιζαν οι λεγόμενες «Πραξιεργίδες», ιέριες οι οποίες ήταν υπεύθυνες να ετοιμάζουν το άγαλμα προς λουτρό, βγάζοντας από αυτό τα ενδύματα του και τα κοσμήματα και καλύπτοντάς το με πέπλα. Έπειτα μετά το λουτρό το στόλιζαν και πάλι όπως και πριν. Και τότε άρχιζε η πομπή, υπό την εποπτεία των «νομοφυλάκων». Το άγαλμα της θεάς μεταφερόταν επισήμως προς την θάλασσα του Φαλήρου, βαπτίζονταν τότε εντός της θαλάσσης και παρέμενε εκεί όλη την ημέρα. Η ημέρα αυτή θεωρείτο στην Αθήνα ως αποφράδα διότι η πόλις στερούνταν κατά το χρονικό αυτό διάστημα, την προστασία της πολιούχου θεάς. Για αυτό έπαυε κάθε εργασία, ήταν δε επιβεβλημένη και επίσημη αργία προς την εσπέρα. Κατόπιν το άγαλμα της Θεάς επανέρχονταν στην Αθήνα, εν μέσω εφήβων οι οποίοι κρατούσαν δάδες αναμμένες, και των «Πραξιεργίδων». Και τότε το άγαλμα, καθαρισμένο δια του λουτρού, τίθετο και πάλι επισήμως στον ναό.
    Ζ.Π.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.