Η εμβληματική μεγαλιθική πύλη της αρχαίας ακρόπολης των Στυρών. Η πόλη των αρχαίων Στυρών ιδρύθηκε από τους Δρύοπες, πιθανότατα περί τα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ.
Η ιστορία και η μυθολογία του πρωτοελληνικού φύλου. Οι πόλεις τους στη νότια Εύβοια και τα μεγαλιθικά μυστηριώδη «Δρακόσπιτα» που έχτισαν στην περιοχή.
Η εμβληματική μεγαλιθική πύλη της αρχαίας ακρόπολης των Στυρών. Η πόλη των αρχαίων Στυρών ιδρύθηκε από τους Δρύοπες, πιθανότατα περί τα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ.
Γιώργος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε.α. Από το 1996 ασχολείται με την έρευνα ιστορικών μνημείων του Ελληνικού χώρου. Την περίοδο 2010 – 2014 διέμενε στην Χαλκίδα και ερεύνησε την ιστορία της Εύβοιας.
Πρόλογος
Στην περιοχή της νότιας Εύβοιας εντοπίζονται αρκετές αρχαίες μεγαλιθικές κατασκευές, όπως τα μυστηριώδη κτίσματα που αποκαλούνται «Δρακόσπιτα», αλλά και οχυρώσεων με ογκώδη λιθοδομή, με εμφαντικά παραδείγματα τις ακροπόλεις της Δύστου και των Στυρών.
Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί πλείστες θεωρίες σχετικά με τους δημιουργούς αυτών των κυκλώπειων οικοδομημάτων, πολλές από τις οποίες εμπίπτουν στην σφαίρα της φαντασίας. Ωστόσο, από την ενδελεχή έρευνα των πρωτογενών ιστορικών πηγών, συνάγεται ότι περί τα μέσα τηςΥστεροελλαδικής εποχής (ΥΕ, 1600 – 1100 π.Χ.) το νότιο τμήμα της νήσου είχε εποικιστεί από τους Δρύοπες, με την παρουσία τους να είναι διαχρονική σε ολόκληρη την περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρώντας ότι η πολιτιστική επίδραση τους είχε γενεσιουργό ιδιοσυγκρασία για τον τόπο, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίσουμε την προέλευση και την γεωγραφική ανάπτυξη αυτών των προγονικών κατοίκων της Εύβοιας, που αναμφίβολα ανέγειραν εκείνα τα καταπληκτικά μνημεία, αποκλείοντας στο τέλος όλες τις άλλες προτεινόμενες περιπτώσεις.
Στην περιοχή της νότιας Εύβοιας εντοπίζονται αρκετές αρχαίες μεγαλιθικές κατασκευές, όπως τα μυστηριώδη κτίσματα που αποκαλούνται «Δρακόσπιτα», αλλά και οχυρώσεων με ογκώδη λιθοδομή, με εμφαντικά παραδείγματα τις ακροπόλεις της Δύστου και των Στυρών.
Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί πλείστες θεωρίες σχετικά με τους δημιουργούς αυτών των κυκλώπειων οικοδομημάτων, πολλές από τις οποίες εμπίπτουν στην σφαίρα της φαντασίας. Ωστόσο, από την ενδελεχή έρευνα των πρωτογενών ιστορικών πηγών, συνάγεται ότι περί τα μέσα τηςΥστεροελλαδικής εποχής (ΥΕ, 1600 – 1100 π.Χ.) το νότιο τμήμα της νήσου είχε εποικιστεί από τους Δρύοπες, με την παρουσία τους να είναι διαχρονική σε ολόκληρη την περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρώντας ότι η πολιτιστική επίδραση τους είχε γενεσιουργό ιδιοσυγκρασία για τον τόπο, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίσουμε την προέλευση και την γεωγραφική ανάπτυξη αυτών των προγονικών κατοίκων της Εύβοιας, που αναμφίβολα ανέγειραν εκείνα τα καταπληκτικά μνημεία, αποκλείοντας στο τέλος όλες τις άλλες προτεινόμενες περιπτώσεις.
Η ιστορία και η μυθολογία των Δρυόπων
Ο Ηρακλής και οι Δρύοπες
Η διασπορά των Δρυόπων
Χρήσιμα συμπεράσματα για τους Δρύοπες από τα γραφόμενα του Παυσανία
Που βρισκόταν η Δρυοπική μητρόπολη;
Οι Δρύοπες της Εύβοιας
Οι Δρύοπες στον Τρωικό πόλεμο
Η ζωή μετά τον πόλεμο
Οι Δρύοπες στο Ληλάντιο πόλεμο
Η ανάμιξη των Δρυόπων στην πρώτη Περσική εισβολή
Η εμπλοκή των Δρυόπων στη δεύτερη Περσική επίθεση
Ύστερα από δέκα χρόνια, περί τον Αύγουστο του 480 π. Χ., οι πολυεθνικές ορδές των Περσών με επικεφαλής τον ίδιο τον βασιλιά Ξέρξη, κατακλύζουν τον Ελλαδικό χώρο.
Τότε έλαβε χώρα η επική μάχη των Θερμοπυλών, ενώ ταυτόχρονα στην θάλασσα διεξάγονταν η αμφίρροπη ναυμαχία στα ανοιχτά του ακρωτηρίουΑρτεμίσιον της βόρειας Εύβοιας. Τον Ελληνικό στόλο συνέδραμαν ταΣτύρα με δύο πολεμικά πλοία, την ώρα που η Κάρυστος αδρανούσε αναμένοντας την έκβαση των επιχειρήσεων. Η ενότητα των Δρυόπων της νότιας Εύβοιας είχε διασπαστεί. Στις Θερμοπύλες τα Ελληνικά όπλα με προεξάρχοντες τους 300 Σπαρτιάτες υπό τον θρυλικό βασιλιά Λεωνίδαέγραψαν σελίδες απαράμιλλης δόξας και αυτοθυσίας, αλλά η μάχη εναντίον του υπέρογκου Περσικού στρατεύματος ήταν εκ προοιμίου άνιση και μοιραία γνώρισαν μία θριαμβευτική ήττα. Στο δε Αρτεμίσιο ο Ελληνικός στόλος αποχώρησε για τη Σαλαμίνα με μεγάλες απώλειες, έχοντας επιφέρει βαρύ πλήγμα στην εχθρική αρμάδα.
Οι Δρύοπες της Καρύστου Μηδίζουν
Στη συνέχεια ο στρατός του Ξέρξη προέλασε ανενόχλητος προς την Αττική και κατέλαβε την Αθήνα. Εκείνες τις δραματικές στιγμές, οι πολίτες της Καρύστου επιλέγουν να προσχωρήσουν στο πλευρό των Περσών, ενισχύοντας με πλοία των εχθρικό στόλο, καθώς εκτιμούσαν ότι όλα πλέον είχαν κριθεί.
Ωστόσο, οι Έλληνες βγαίνουν νικητές από την συγκλονιστική ναυμαχία της Σαλαμίνας και αλλάζουν άρδην την τακτική κατάσταση. Στην ναυτική σύρραξη συμμετείχαν και πάλι τα Στύρα με δύο πολεμικά πλοία. Ο αρχαίος ιστορικόςΗρόδοτος, περιγράφοντας την συγκρότηση του Ελληνικού στόλου στο βιβλίο Θ’ των «Ιστοριών» του, αναφέρει σαφέστατα τους Στυρείς ως Δρυοπικό λαόμαζί με τους Κύθνιους και επιπλέον απονέμει τον ίδιο εθνολογικό προσδιορισμό στους Ερμιονείς και Ασιναίους, όταν μνημονεύει την σύνθεση των Πελοποννησιακών χερσαίων δυνάμεων του Συνεδρίου των Ελλήνων, που είχαν οχυρωθεί στον Ισθμό της Κορίνθου για να δώσουν τον ύστατο αγώνα υπέρ βωμών και εστιών.
Μέσα από την πυκνή βλάστηση που καλύπτει τον χώρο της Δρυοπικής ακρόπολης της Δύστου, αναδύονται τα εντυπωσιακά ερείπια της «Μεγάλης Οικίας», που ανήκει σε ένα ευρύτερο σύμπλεγμα κτιριακών εγκαταστάσεων εντός του οχυρωματικού περιβόλου.
Η εκδίκηση του Θεμιστοκλή
Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο εμπνευστής της νίκης, Θεμιστοκλής, αποφάσισε να τιμωρήσει τα Ελληνικά νησιά που συντάχθηκαν με τον εχθρό, μάλλον σε μία προσπάθεια να απεξαρτηθούν από τον έλεγχο της ανερχόμενης Αθήνας.
Κοντά σε αυτές, θα πλήρωνε και η Κάρυστος πολύ ακριβά τον «μηδισμό» της. Υπό το πνεύμα μίας μισαλλόδοξης αντεκδίκησης, αλλά και από ιδιοτελή κίνητρα, ο θριαμβευτής Αθηναίος στρατηγός έστειλε απειλητικά μηνύματα στα νησιά απαιτώντας την καταβολή χρημάτων για να μην τους επιτεθεί, εν αγνοία των υπόλοιπων στρατηγών. Η Άνδρος ήταν η πρώτη που αρνήθηκε και μοιραία πολιορκήθηκε. Το άκουσμα αυτής της εξέλιξης τρομοκράτησε τουςΚαρύστιους και τους Πάριους, οι οποίοι απέστειλαν στον Θεμιστοκλή μεγάλα χρηματικά ποσά, κάτι που ενδεχομένως έπραξαν και άλλοι νησιώτες. Η δε Πάρος κατάφερε να αποφύγει την επίθεση, όχι όμως και η Δρυοπική πόλη της νότιας Εύβοιας. Όταν ο Θεμιστοκλής διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κυριεύσει την Άνδρο, στράφηκε εναντίον της Καρύστου και αφού την λεηλάτησε, γύρισε με τον στόλο στη Σαλαμίνα. Ακόμα στο πλαίσιο του «μηδισμού» των Καρύστιων, δημιουργήθηκε μετέπειτα η φήμη πως δεν ήταν οΕφιάλτης αυτός που πρόδωσε τους Έλληνες στις Θερμοπύλες, αλλά οΟνήτης, ο γιός του Φαναγόρου από την Κάρυστο μαζί με τον Κορυδαλλόαπό την Αντίκυρα, χωρίς όμως να γίνει ευρέως πιστευτή.
Η συμβολή των Δρυόπων στη μάχη των Πλαταιών
Το καλοκαίρι του 479 π. Χ., ο Μαρδόνιος με το πολυπληθές Περσικό στράτευμα διασχίζει την Βοιωτία με κατεύθυνση την Αθήνα.
Παράλληλα, ο στρατός του Συνεδρίου των Ελλήνων με επικεφαλής τονΣπαρτιάτη στρατηγό Παυσανία, κινήθηκε για να τον αναχαιτίσει, φθάνοντας στις βόρειες πλαγιές του όρους Κιθαιρών. Ακολούθησε η καθοριστική μάχη των Πλαταιών, στην οποία οι συνασπισμένοι Έλληνες οπλίτες κατήγαγαν μία μεγαλειώδη νίκη, αναγκάζοντας τους Πέρσες να αποσυρθούν οριστικά από την κυρίως Ελλάδα. Στην σύνθεση της Ελληνικής παράταξης, ανάμεσα στους Ερμιονείς και στους Χαλκιδαίους, συγκαταλέγονταν και ένα τμήμα 600 οπλιτών από τα Στύρα και τηνΕρέτρια, στους οποίους αντιστοιχούσε από ένας ελαφρά οπλισμένος βοηθητικός, ανεβάζοντας τον αριθμό των μάχιμων στο διπλάσιο. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, περίπου οι μισοί από αυτούς υπολογίζεται ότι ήταν Δρύοπες Στυρείς πολεμιστές.
Υπερμεγέθεις μονολιθικοί κίονες σε αρχαίο λατομείο στην τοποθεσία Κολώνες του οικισμού Μύλων Καρύστου. Την Ρωμαϊκή περίοδο στις περιοχές της Καρύστου και των Στυρών βρίσκονταν σε λειτουργία πολλά λατομεία μαρμάρου.
Η Αθήνα κηρύσσει πόλεμο στους Δρύοπες της Καρύστου
Στα 478 / 477 π.Χ., η Αθήνα ιδρύει την Συμμαχία της Δήλου, στην οποία προσχωρούν αμέσως τα Στύρα, σε αντίθεση με την Κάρυστο, φανερώνοντας την διχαστική τάση και τον διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό μεταξύ των Δρυόπων της νότιας Εύβοιας.
Όμως, το ισχυρό Αθηναϊκό κατεστημένο δεν θα ανέχονταν την παρουσία μίας πόλεως, που αμφισβητούσε απροκάλυπτα την υπεροχή της και η οποία πρόσφατα είχε συμμαχήσει με τους μισητούς Πέρσες. Περί το 472 π.Χ., οι Αθηναίοι με στρατιωτικό ηγέτη τον Κίμωνα, κηρύσσουν πόλεμο κατά της Καρύστου, με τις υπόλοιπες Ευβοϊκές πόλεις να παραμένουν ουδέτερες. Μάλιστα διεξάχθηκε μία μάχη μεταξύ των εμπολέμων στην αταύτιστη τοποθεσία Κύρνος της Καρυστίας, όπου σκοτώθηκε ο Αθηναίος αθλητήςΕρμόλυκος και τάφηκε στην Γεραιστό[13]. Ύστερα από μακρά περίοδο πολιορκίας, οι Καρύστιοι παραδόθηκαν διά συνθήκης και εισήλθαν καταναγκαστικά στην Συμμαχία της Δήλου, με την υποχρέωση της άνευ όρων στρατολόγησης υπέρ των Αθηναίων και την καταβολή υψηλού φόρου. Αρκετοί ιστορικοί ερευνητές εικάζουν πως έπειτα από περίπου δύο δεκαετίες, εγκαταστάθηκαν στην Κάρυστο και στην Νάξο έποικοι από την Αθήνα, βασιζόμενοι στο εξής χωρίο του Διόδωρου Σικελιώτη: «Τολμίδης ο έτερος στρατηγός εις Εύβοιαν παρέλθων άλλοις χιλίοις πολίταις… την των Ναξίων γην διένειμε». Μολονότι αυτή η μετακίνηση χρονολογείται με ασφάλεια στο 453 π.Χ., εντούτοις η φράση στο αρχαίο κείμενο παρουσιάζει ένα συντακτικό κενό, δημιουργώντας ενδοιασμούς ως προς τον τελικό τόπο προορισμού εκείνων των Αθηναίων πολιτών και επιπρόσθετα δεν αναφέρεται σαφώς αν ένα μέρος τους παρέμεινε στην νότια Εύβοια και συγκεκριμένα στην περιοχή της Καρυστίας. Πάντως, αυτή η εκδοχή γίνεται αποδεκτή από κάποιες απορρέουσες ενδείξεις ενός κατοπινού γεγονότος.
Οι Δρυοπικές πόλεις της νότιας Εύβοιας απέχουν από την επανάσταση κατά των Αθηναίων
Το 446 π.Χ., οι Ευβοϊκές πόλεις επαναστατούν επιχειρώντας να αποτινάξουν την Αθηναϊκή επικυριαρχία, αλλά ο Περικλής καταπνίγει την εξέγερση και εγκαθιστά Αθηναίους κληρούχους σε Χαλκίδα, Ερέτρια και Ιστιαία, οι οποίες δέχονται επαχθείς όρους υποτέλειας.
Στην εξέγερση δεν συνάγεται ότι μετείχαν οι Δρυοπικές πόλεις της νότιας Εύβοιας και ειδικότερα η Κάρυστος και τα Στύρα, που ήταν οι πιο σημαντικές, καθόσον δεν παρατίθεται καμία σχετική πληροφορία. Η συμπεριφορά αυτή εξηγείται μόνο αν δεχτούμε πως είχαν ήδη δεχτεί Αθηναίους εποίκους, με την έννοια της στρατιωτικής φρουράς, οι οποίοι διατήρησαν την καθεστηκυία τάξη. Η διαφαινόμενη πολιτική εξάρτηση τους από την Αθήνα, υποδηλώνεται και από το ότι δεν υπάρχει καμία καταγραφή για την επιβολή κάποιου κολάσιμου επιτιμίου σε αυτές, όπως συνέβηκε με τις σημαίνουσες Ευβοϊκές πόλεις που επαναστάτησαν. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένο πως στην ευρύτερη Καρυστία είχε εγκατασταθεί ένα τμήμα από τους Αθηναίους πολίτες, τους οποίους καθοδήγησε ο στρατηγός Τολμίδης το 453 π.Χ., σύμφωνα με την εξιστόρηση του Διόδωρου. Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία εποίκων δείχνει να επιβεβαιώνεται από την ανακάλυψη στην Κάρυστο μερικών επιτύμβιων επιγραφών των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ., που εκτιμάται ότι ανήκουν σε κληρούχους από την Αθήνα.
Το εσωτερικό ενός από τα δύο μακρόστενα «Δρακόσπιτα» στην τοποθεσία Πάλλη Λάκα Στυρών. Διακρίνεται ο εκφορικός τρόπος δόμησης με πλακόπετρες κυκλώπειων διαστάσεων, που εισέχουν κλιμακωτά σε επάλληλες διαστρώσεις.
Οι Δρύοπες κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο
Ενδεχομένως, μετά από αυτή την περίοδο τα Στύρα, αλλά και η Δύστος για την οποία τα ιστορικά στοιχεία είναι μηδαμινά, προσδένονται στο άρμα της Ερέτριας και χάνουν την αυτονομία τους.
Θα περάσουν στην σφαίρα επιρροής της, αποτελώντας Ερετριακούς δήμους, ενώ το ιστορικό στίγμα τους γίνεται εξαιρετικά δυσδιάκριτο τους επόμενους αιώνες. Το σχίσμα των Δρυόπων της νότιας Εύβοιας είναι ανεπανόρθωτο. Η Κάρυστος διατήρησε την ανεξαρτησία της, υπό τηνεποπτική επικυριαρχία της Αθήνας και τάχθηκε υποχρεωτικά στο πλευρό τους κατά τον αδελφοκτόνο Πελοποννησιακό πόλεμο (431/430 – 404 π. Χ.), χωρίς όμως να διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο σε όλη την κλίμακα των πολυετών πολεμικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, οι Καρύστιοι συνέδραμαν με ένα στρατιωτικό απόσπασμα την Αθηναϊκή δύναμη του στρατηγού Νικία σε μία νικηφόρα επιδρομή εναντίον της Κορίνθου το καλοκαίρι 425 π.Χ., η οποία ήταν ελάσσονος σημασίας. Μετά από δέκα χρόνια, η Κάρυστος και τα Στύρα συνεισέφεραν στην αποτυχημένη Σικελική εκστρατεία (415 – 413 π.Χ.). Ο δε ιστορικός Θουκυδίδης όταν αφηγείται για τους λαούς που ενεπλάκησαν στις Συρακούσες, στα πλαίσια της υπόψη επιχείρησης, κατονομάζει τους Καρύστιους σαφώς ως Δρύοπες. Το 411 π.Χ., το πολίτευμα της Αθήνας μεταβάλλεται σε ολιγαρχικό και η φρουρά της πόλης ενισχύεται μεταξύ άλλων και από 300 Καρύστιους οπλίτες, λόγω έλλειψης στρατευσίμων ανδρών. Ύστερα από εκείνο το έτος, η Κάρυστος μαζί με την Ερέτρια και την Χαλκίδα ιδρύουν το Κοινό των Ευβοέων, σπάζοντας τα δεσμά υποτέλειας των Αθηναίων, καθώς ήταν αναμενόμενη η ήττα τους από τους Λακεδαιμόνιους στον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Ο ήλιος της Βεργίνας ανατέλλει και στη νότιο Εύβοια
Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Ελληνικός κόσμος συνταράσσεται από ένα νέο κυκεώνα εμφύλιων συγκρούσεων, οι οποίες θα σταματήσουν όταν ανατείλει ο ήλιος της Μακεδονικής κυριαρχίας.
Στην μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ., ο βασιλιάς της ΜακεδονίαςΦίλιππος Β’ αναδεικνύεται νικητής, επισφραγίζοντας τις προσπάθειες του για ένωση όλων των Ελλήνων. Οι Δρυοπικές πόλεις της νότιας Εύβοιας εντάσσονται βιαίως στο διευρυμένο Μακεδονικό βασίλειο, με πρώτη την Δύστο εναντίον της οποίας εκστρατεύει ο Φίλιππος αμέσως μετά την υποταγή της Ερέτριας, όπως αφηγείται ο ιστορικός ρήτορας Θεόπομπος ο Χίος (380 – 323 / 300 π.Χ.) στο σύγγραμμα του «Φιλιππικά»[14]. Στην μετέπειτα Ελληνιστική περίοδο, ο επεκτατισμός της Ρώμης θα επηρεάσει την εύθραυστη πολιτικοστρατιωτική κατάσταση της Ελλάδας υπό την εξάρτηση των Μακεδόνων, καταλήγοντας στην οριστική κατάκτηση της χώρας από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες το 146 π.Χ..
Το εσωτερικό ενός από τα δύο μακρόστενα «Δρακόσπιτα» στην τοποθεσία Πάλλη Λάκα Στυρών. Διακρίνεται ο εκφορικός τρόπος δόμησης με πλακόπετρες κυκλώπειων διαστάσεων, που εισέχουν κλιμακωτά σε επάλληλες διαστρώσεις.
Οι Δρυοπικές πόλεις επί Ρωμαιοκρατίας
Κατά την διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, τα Στύρα και η Κάρυστος γνώρισαν μεγάλη οικονομική άνθηση, εξαιτίας της βιομηχανικής λειτουργίας των λατομείων του πρασινόφαιου μαρμάρου, το οποίο ήταν δημοφιλές δομικό υλικό στους αρχιτέκτονες εκείνης της εποχής.
Ο φημισμένος γεωγράφος Στράβων στο έργο του «Γεωγραφικά», μας δίνει μία ανεπαίσθητη εικόνα για τις πόλεις αυτές περί τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. καταγράφοντας: «Η Κάρυστος βρίσκεται κάτω από το όρος Όχη, κοντά είναι τα Στύρα και το Μαρμάριον, όπου υπάρχει το λατομείο τωνΚαρυστίων κιόνων και ιερό του Μαρμαρινού Απόλλωνα. Από εδώ διαπλέει κανείς στις Αραφηνίδες Αλές[15]. Στην δε Κάρυστο φύεται και η λίθος, η οποία ξύνεται και υφαίνεται και από αυτό το συστατικό γίνονται χειρόμακτρα, που μόλις λερωθούν τα ρίχνουν στην φωτιά και καθαρίζουν, παραπλήσια με τα λινά όταν αυτά πλένονται. Τα μέρη αυτά έχουν κατοικηθεί από ανθρώπους προερχόμενους από την Τετράπολη περί τον Μαραθώνακαι τους Στειριείς. Τα Στύρα καταστράφηκαν στον Μαλιακό πόλεμο από τον στρατηγό των Αθηναίων Φαίδρο και την χώρα τους κατέχουν οιΕρετριείς. Υπάρχει δε Κάρυστος και τόπος της Λακωνικής, της Αίγυος προς την Αρκαδία, απ’ όπου ο Αλκμάν λέει για Καρύστιο οίνο».
Τα ορυχεία της Καρύστου και η καύση των νεκρών Δρυόπων
Στην διήγηση του Στράβωνα απαιτείται να τονίσουμε μερικά πολύ ενδιαφέροντα σημεία.
Ο αναφερόμενος πυρίμαχος λίθος που επιδέχονταν υφαντικής κατεργασίας είναι φυσικά ο αμίαντος, ο οποίος κρυσταλλώνεται υπό μορφή μακριών ινών, καθιστώντας δυνατή την χρησιμοποίηση του για την παρασκευή κλωστών, υφασμάτων, φύλλων και άλλων προϊόντων, που είναι άκαυστα. Από την φιλοσοφική πραγματεία του Πλούταρχου (45 – 120 μ.Χ.) «Περί Εκλελοιπόντων Χρηστηρίων», πληροφορούμαστε ότι στην εποχή του τα ορυχεία της Καρύστου είχαν σταματήσει την παραγωγή πετρωδών νημάτων[16]. Η καταγραφή αυτή, οδήγησε σχεδόν όλους τους νεότερους μελετητές να θεωρήσουν πως είχαν εξαντληθεί τα κοιτάσματα αμιάντου, πιθανότατα προς το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ.. Όμως, ο μεταγενέστεροςΛατίνος συγγραφέας Γάϊος Ιούλιος Σόλινος, που έζησε στον πρώιμο 3οαιώνα μ.Χ., στο έργο του «Πολυϊστορία» μνημονεύει ότι στην Κάρυστο παράγεται ύφασμα που αντέχει στη φωτιά[17], υποδηλώνοντας την επαναλειτουργία των ορυχείων, μετά από μία προσωρινή παύση στα χρόνια του Πλούταρχου ή την ανεύρεση νέων κοιτασμάτων. Άρα λοιπόν, εκτός της λατόμευσης, οι Καρύστιοι διέθεταν και την τεχνογνωσία της εξόρυξης και επεξεργασίας του αμίαντου, ο οποίος απαντάται ακόμα και σήμερα στην περιοχή εντός σχηματισμών οφίτη (σερπετίνη) λίθου. Έχει διατυπωθεί η άποψη πως η δημιουργία αυτών των ανθεκτικών υφασμάτων στην αρχαιότητα, σχετίζονταν με τον τρόπο καψίματος των νεκρών, που αποτελούσε κατάλοιπο ταφικών εθίμων των Δρυόπων. Η σωρός του θανόντα ατόμου τυλίγονταν από πανί ή λωρίδες αμιάντου, έτσι ώστε να παραμείνουν εντός οι στάχτες μαζί τα οστέινα λείψανα και να μην αναμειχθούν με τα λοιπά υπολείμματα της καύσης. Ωστόσο, με την πρακτική αυτή η πλήρης αποτέφρωση του νεκρού είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα επιτυγχάνονταν, εξαιτίας της πυρίμαχης προστασίας του ιδιότυπου σαβάνου, ενώ είναι πιο λογική η εκδοχή του ανάματος της νεκρικής πυράς πάνω σε ένα υπόστρωμα αμιάντου. Όταν τα τελετουργικά υφάσματα ρυπαίνονταν δεν τα έπλεναν, αλλά τα καθάριζαν ρίχνοντας τα στην φωτιά, στην οποία απέδιδαν εξαγνιστικές ιδιότητες.
Το μνημειακό «Δρακόσπιτο» στην κορυφή του όρους Όχη. Αποτελεί το καλύτερα κατασκευασμένο κτίσμα αυτής της κατηγορίας και από τα αρχαιολογικά ευρήματα συνάγεται ότι ήταν αρχαίο ιερό των Δρυόπων.
Γιατί οι Στυρείς καταφρονούσαν τις Δρυοπικές ρίζες τους
Ο Στράβωνας διατείνεται ότι στα Στύρα και στην Κάρυστο διέμεναν μέτοικοι από την Τετράπολη του Μαραθώνα και τον Αττικό δήμο της Στειρίας[18], εγείροντας ερωτήματα για το πότε και κάτω από ποιες συνθήκες πραγματοποιήθηκε αυτός ο εποικισμός.
Σίγουρα δεν πρέπει να αποτελούσαν το σύνολο του αστικού και αγροτικού πληθυσμού, καθόσον ο μεταγενέστερος Παυσανίας αναφέρει τους Στυρείς ωςαπαρνημένους Δρύοπες. Ακόμα έχει εκφραστεί η άποψη πως οι έποικοι από τα ανατολικά παράλια της Αττικής ήταν Δρυοπικής καταγωγής, λόγω της παρεμφερούς ονομασίας του αρχαίου δήμου της Στειρίας με τα Ευβοϊκά Στύρα. Ίσως πάλι από αυτή την ανάμειξη να επήλθε κάποια αλλοίωση στην εθνοτική συνείδηση των κατοίκων, με αποτέλεσμα σταδιακά να απολέσουν την φυλετική τους ταυτότητα. Έτσι εξηγείται η αληθινή αιτία που οι Στυρείς καταφρονούσαν τις Δρυοπικές ρίζες τους, οι οποίες εξακολουθούσαν να τους αποδίδονται στον 2ο αιώνα μ.Χ., όπως αφήνει να εννοηθεί ο Παυσανίας.
Η καταστροφή των Στυρών το 323 π.Χ.
Ένα άλλο αξιόλογο ιστορικό δεδομένο είναι η καταστροφή των Στυρών από τον Αθηναίο στρατηγό Φαίδρο του Καλλία.
Το γεγονός αυτό μάλλον έλαβε χώρα το 323 π.Χ., κατά την πρώτη φάση του Μαλιακού ή επικρατέστερα του Λαμιακού πολέμου (323 – 322 π.Χ.), που ξέσπασε αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μεταξύ του Μακεδονικού βασιλείου και των πόλεων της αντιμακεδονικής παράταξης της νότιας Ελλάδας, με κύριο υποκινητή τη πόλη της Αθήνας. Η επιδρομή εκτιμάται ότι επρόκειτο για μία περιστασιακή επιχείρηση εκφοβισμού των πόλεων της Εύβοιας, οι οποίες είχαν ταχθεί με το μέρος των Μακεδόνων. Τέλος, ο Στράβων κάνει λόγο και για την ύπαρξη της Πελοποννησιακής Καρύστου, που βρίσκονταν στα δυτικά σύνορα της Λακωνίας με την Αρκαδία, πλησίον του σημερινού χωριού Γεωργίτσι. Αυτή η αρχαία πόλη δεν έχει καμία συγγενική σχέση με την Ευβοϊκή Κάρυστο και πρόκειται για απλή συνωνυμία, ενώ φημίζονταν για την ποιότητα του οίνου της, τον οποίο εξυμνούσε ο Λάκωνας λυρικός ποιητής Αλκμάν (περί το 650 π. Χ.).
Το εσωτερικό του «Δρακόσπιτου» της Όχης. Διακρίνεται καθαρά ο εκφορικός τρόπος δόμησης της στέγης, καθώς και το πελώριο προεκτεινόμενο μονολιθικό υπέρθυρο, βάρους αρκετών τόνων.
Το τέλος της ιστορικής διαδρομής των Δρυόπων
Με την είσοδο στην Βυζαντινή περίοδο, οι Δρύοπες δεν εμφανίζονται πλέον ως ξεχωριστό εθνοτικό φύλο στους τοπικούς πληθυσμούς των κείμενων περιοχών στην Πελοπόννησο και στην νότια Εύβοια.
Αποτελούν ήδη μια ανάμνηση της αρχαιότητας και η ιστορική υπόσταση τους καταγράφεται σε πραγματείες και λεξικά, όπως του Στέφανου Βυζάντιου (τέλη 5ου αιώνα μ.Χ.) και του Σουίδα (12ος αιώνας μ.Χ.), πολλές φορές αρκετά διαστρεβλωμένη. Μάλιστα, στο δεύτερο αναπαράγεται η κακόπιστη δοξασία ότι ήταν έθνος «άδικον», που ερμηνεύεται ως επιβλαβές και αδίστακτο, μεταφέροντας αυτή την εσφαλμένη εντύπωση στους σύγχρονους μελετητές. Επίσης, στο ίδιο λεξικό του Σουίδα παρατίθεται μία επουσιώδης μυθολογική παραλλαγή για την εκδίωξη των Δρυόπων από την πατρογονική κοιτίδα τους, η οποία τοποθετείται εδώ περί την «Πυθώνα» χώρα, δηλαδή γύρω από την περιοχή του μαντείου των Δελφών[19] στην Φωκίδα. Σύμφωνα με αυτή, τους μετοίκισε ο Ηρακλής όταν φέροντας τον σκοτωμένο Ερυμάνθιο κάπρο (τρίτος άθλος), ζήτησε από εκείνους φαγητό και αυτοί δεν του έδωσαν. Πάντως, για την συγκεκριμένη καταχώριση του Σουίδα δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν οι αρχαίες φιλολογικές παραπομπές της και ίσως να συνιστά χαλκευμένο μύθευμα, προκειμένου να τεκμηριωθεί η σαθρή άποψη πως οι Δρύοπες ήταν ένας απολίτιστος και αφιλόξενος λαός, παρόλο που οι ιστορικές μαρτυρίες και τα διατηρούμενα αρχιτεκτονικά μνημεία φανερώνουν ακριβώς το αντίθετο.
Που στηρίζεται η ορθολογική απόδειξη ότι οι Δρύοπες υπήρξαν οι δημιουργοί των Δρακόσπιτων
Όπως παρουσιάσαμε παραπάνω, οι Δρύοπες κατά την μεταναστευτική πορεία τους προς το νότο εγκαταστάθηκαν σε ολόκληρη την επικράτεια της νότιας Εύβοιας στα μέσα της Υστεροελλαδικής εποχής (ΥΕ ΙΙΙ Β2, 1250 – 1190 π.Χ.).
Η δε ονομαστική παρουσία της εθνοτικής ταυτότητας του πρωτοελληνικού φύλου ήταν διαχρονική και αδιάλειπτη, τουλάχιστον μέχρι τα χρόνια του περιηγητή Παυσανία τον 2ο αιώνα μ.Χ., στην δύση της Ρωμαϊκής περιόδου. Πάνω σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο στηρίζεται η ορθολογική απόδειξη ότι οι Δρύοπες υπήρξαν οι δημιουργοί των μεγαλιθικών κατασκευών στο νότιο τμήμα της νήσου. Ωστόσο, προς εξάλειψη και των τελευταίων ψηγμάτων αμφιβολιών, απαιτείται να γνωρίσουμε τους άλλους επίδοξους διεκδικητές, αφού πρώτα γίνει μία σύντομη μνεία στα διαφιλονικούμενα κυκλώπεια οικοδομήματα.
Άποψη του «Δρακόσπιτου» της Όχης από ψηλά. Διακρίνεται η στέγαση της οροφής με μεγαλιθικές πλάκες, ενώ κατά πάσα πιθανότητα το δομικό υλικό προσπορίστηκε επί τόπου, από το υφιστάμενο βραχώδες έδαφος της κορυφής.
Οι επιβεβαιωμένες οχυρώσεις με μεγαλιθική δόμηση στη νότια Εύβοια
Όσον αφορά τις επιβεβαιωμένες οχυρώσεις με μεγαλιθική δόμηση της Δρυοπικής επικράτειας, αυτές απαντώνται κυρίως σε δύο φρουριακά συγκροτήματα.
Το ένα από αυτά είναι η αρχαία ακρόπολη των Στυρών που βρίσκεται στο βραχώδες ύψωμα του Αγίου Νικολάου, στα νοτιοδυτικά της σύγχρονης κωμόπολης. Διασώζεται μόνο η εμβληματική πύλη πλαισιωμένη με λίγα κατάλοιπα τειχών, κατασκευασμένων από εντυπωσιακούς λαξευμένους ογκόλιθους. Το δεύτερο είναι η ακρόπολη της αρχαίας Δύστου, που οι οχυρώσεις της περιβάλλουν τον κωνικό λόφο Καστρί, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Η συγκεκριμένη περίπτωση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθώς δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία συστηματική ανασκαφή, παρά μόνο κάποιες επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες. Μέσα στην πυκνή βλάστηση παραμένουν αποκρυμμένα τα μεγαλιθικά ερείπια του οχυρωματικού περιβόλου και των έντεκα αμυντικών πύργων του, της μνημειακής πύλης της ακρόπολης, που εμφανίζει δομικές ομοιότητες με την αντίστοιχη των Στυρών, αλλά και διάφορων κτισμάτων ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, όπως η λεγόμενη «Μεγάλη Οικία», η οποία διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση διαθέτοντας δόμηση από ογκώδεις κατεργασμένους λίθους και στήλες.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Δύστος τεκμηριώνεται συμπερασματικά ως Δρυοπική πόλη και από τον Γερμανό ιστορικό Fritz Geyer (1879 – 1938)στην σχετική πραγματεία του για την ιστορία της νήσου Εύβοιας. Μία μεθοδική ανασκαφική έρευνα στην τοποθεσία του λόφου Καστρί, ίσως φέρει στο φως σημαντικά κινητά ευρήματα, ακόμα και επιγραφικά, αποκαλύπτοντας τις χαμένες σελίδες της ιστορίας της αρχαίας πολίχνης, ενώ σίγουρα θα αναδεικνύονταν ένα επιβλητικό μνημειακό σύνολο, εφάμιλλο πολλών προβεβλημένων αρχαιολογικών χώρων της Ελλάδας.
Τα «Δρακόσπιτα» της νότιας Εύβοιας
Άλλες μεγαλιθικές κατασκευές στην νότια Εύβοια είναι τα αινιγματικά «Δρακόσπιτα».
Πρόκειται για 20 λίθινα αρχαία οικοδομήματα[20], τετράγωνης ή ορθογώνιας παραλληλόγραμμης κάτοψης, που είναι διεσπαρμένα από την περιοχή των Στυρών και νοτιότερα, έχοντας αρβανίτικά τοπωνύμια. Τα γνωστότερα από αυτά είναι το διάσημο κτίσμα στην κορυφή του όρους Όχηκαι το σύμπλεγμα των τριών «Δρακόσπιτων» στην θέση Πάλλη Λάκα Στυρών. Με τα «Δρακόσπιτα» έχουν ασχοληθεί εκτενώς ο αρχιτέκτων – αρχαιολόγος Νικόλαος Μουτσόπουλος και ο Ευβοέας ιατρός – ερευνητήςΘεόδωρος Σκούρας, προσδίδοντας τους ένα ομοειδή χαρακτήρα, λόγω του εκφορικού τρόπου δόμησης τους από διαδοχικές επικαλυπτόμενες στρώσεις ογκολιθικών πλακόπετρων. Ωστόσο, μέσα από μία πιο εξειδικευμένη μελέτη τους προκύπτει ότι δύναται να διαχωριστεί ο σκοπός της χρήσης τους. Με βάση την μορφολογική διαρρύθμιση τους και τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα δεκατέσσερα κατατάσσονται ως αρχαίες αγροικίες, με δωμάτια και αυλή, και τα πέντε ως μεμονωμένοι πύργοι. Μόνο το καλοδιατηρημένο κτίριο στην κορυφή του όρους Όχη, φαίνεται να είχε διαφορετικό χαρακτήρα και φαίνεται να αποτελούσε κάποιου είδους ιερό, με δεδομένα την ανακάλυψη εντός του ορισμένων λατρευτικών αντικειμένων, αλλά και την διαπίστωση της τέλεσης θυσιών τόσο στον εσωτερικό, όσο και στον εξωτερικό χώρο του, τουλάχιστον από την Αρχαϊκή εποχή (περ. 700 – 500 π.Χ.) και έπειτα. Η δε ακριβής χρονολόγηση των «Δρακόσπιτων» παρουσιάζει δυσκολίες, καθώς δέχτηκαν μικροεπεμβάσεις κατά την διάρκεια των αιώνων. Οι πρόσφατες πιλοτικές μετρήσεις με την μέθοδο της θερμοφωταύγειας στην μεγαλιθική πύλη της ακρόπολης των Στυρών και στα «Δρακόσπιτα» Πάλλη Λάκα και Καψάλας, έδωσαν ένα φάσμα χρονολογιών με την παλαιότερη οικοδομική φάση να ανάγεται στο 650 π.Χ.. Όμως, προκειμένου να πιστοποιηθεί η χρονική τοποθέτηση τους, απαιτείται η διασταύρωση των στοιχείων με την συγκριτική εφαρμογή και άλλων μεθόδων χρονολόγησης και στα υπόλοιπα παρόμοια μνημεία της νότιας Εύβοιας. Ενδεχομένως, τα αποτελέσματα μίας πιο αναλυτικής έρευνας να επιφέρουν εκπλήξεις, ανάγοντας το αρχικό δομικό στάδιο των κτισμάτων σε ακόμα αρχαιότερη περίοδο.
Μερικά από τα αρχαία αγγεία, όπως βρέθηκαν κάτω από το δάπεδο του «Δρακόσπιτου» της Όχης, κατά τις διενεργηθείσες ανασκαφές το καλοκαίρι του 1959, υπό την επίβλεψη του καθηγητή του ΑΠΘ Νικόλαου Μουτσόπουλου.
Γιατί ονομάστηκαν «Δρακόσπιτα»
Η ονομασία «Δρακόσπιτα» δόθηκε από τους απλοϊκούς χωρικούς των μεσαιωνικών χρόνων, μάλλον από τους Αρβανίτες εποίκους του 15ου αιώνα, επειδή πίστευαν ότι τους υπερμεγέθεις ογκόλιθους που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους δεν ήταν δυνατόν να τους μετακινήσουν άνθρωποι, παρά μόνο εκείνα τα υπερφυσικά όντα, οι τρομεροί δράκοι.
Αυτή είναι μία άκρως ελκυστική, αλλά εντελώς φανταστική δοξασία, που αποτελεί αγαπημένο θέμα των λαογραφικών παραδόσεων. Οι αληθινοί δημιουργοί των κυκλώπειων μνημείων υπήρξαν με βεβαιότητα οι Δρύοπες, οι αρχέγονοι κάτοικοι των Στυρών και της Καρύστου, όπως εξάγεται μέσα από τις αρχαίες πηγές. Εντούτοις, αρκετοί ερευνητές, ανάμεσα τους και έγκριτοι ιστορικοί, εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις πάνω σε αυτό το ζήτημα, κατακυρώνοντας την θεμελίωση τους σε κάποια άλλα πρωτοελληνικά φύλα, χωρίς να διατυπώνουν επαρκείς δικαιολογητικές σκέψεις.
Ποιοι είναι οι υπόλοιποι υποψήφιοι κατασκευαστές των «Δρακόσπιτων»
Έτσι λοιπόν, ως υποψήφιοι κατασκευαστές εμφανίζονται οι Δόλοπες, οι οποίοι ουδέποτε μετατοπίστηκαν από την χώρα τους στην οροσειρά των Αγράφων, περί την βορειοδυτική Ευρυτανία, ενώ η φυλετική συγγένεια τους με τους Δρύοπες επέτεινε την σύγχυση.
Ένας άλλος λαός είναι οι Κάρες, που είχαν εποικίσει την περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, απέναντι από την Σάμο και την Ρόδο, ορμώμενοι από τον νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, πιθανότατα γύρω στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ.. Η εκδοχή ότι αυτοί ήταν οι αρχιτέκτονες των «Δρακόσπιτων» της νότιας Εύβοιας, στηρίζεται στην παρουσία ανάλογων κτισμάτων σε οχυρώσεις και ταφικά μνημεία στην Καρία (χερσόνησος τηςΑλικαρνασσού) και στην Λυκία, ωστόσο το εκφορικό ή εμφορικό σύστημα δόμησης τους ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στον αρχαιοελληνικό κόσμο και δεν μπορεί να καταλογιστεί ως κριτήριο προέλευσης. Οι δε Κάρες, σύμφωνα με τον Όμηρο, έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο (1194 – 1184 π.Χ.) με την πλευρά των Τρώων, όταν ένας Δρυοπικός κλάδος είχε ήδη εγκατασταθεί στα Στύρα και στην Κάρυστο, συμμετέχοντας στην επική σύγκρουση με το μέρος των Ελλήνων Αχαιών.
Το ίδιο ισχύει και για τους Λέλεγες, των οποίων η επικράτεια βρίσκονταν στα Μικρασιατικά παράλια αντίκρυ από την Λέσβο και είχαν συνταχθεί και αυτοί με τους Τρώες[21]. Επίσης, εντελώς αβάσιμη είναι η υπόθεση πως μετά την αποχώρηση του Ξέρξη από τον Ελληνικό χώρο το 480 π.Χ., ένας αριθμός από Κάρες πολεμιστές της Περσικής στρατιάς παρέμεινε πίσω και εποίκισε την περιοχή της Καρυστίας. Έστω και αν αποδεχτούμε ότι συνέβηκε πράγματι αυτό το περιστατικό, είναι αδύνατον οι εκείνοι επήλυδες να επικράτησαν του γηγενούς Δρυοπικού πληθυσμού, χωρίς να καταφέρουν να διατηρήσουν την ονομασία του φύλου τους ως ιστορικών κατοίκων της νότιας Εύβοιας. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε η παλαιότερη διαπιστωθείσα οικοδομική φάση των μεγαλιθικών κτισμάτων τοποθετείται στο 650 π. Χ., δηλαδή πάνω από ενάμιση αιώνα πριν την εκστρατεία του Ξέρξη. Για τους ίδιους χρονολογικούς λόγους, εξίσου ανεδαφική είναι και η εικασία ότι ανεγέρθηκαν από Κάρες ή Λέλεγες σκλάβους, που εργάζονταν στα λατομεία του«Καρύστιου λίθου» κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου και επιπλέον κάτι τέτοιο δεν προκύπτει μέσα από τα κείμενα της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας.
Γενική άποψη του συγκροτήματος των τριών «Δρακόσπιτων» τύπου αρχαίας ποιμενικής αγροικίας στην τοποθεσία Πάλλη Λάκα Στυρών. Σύμφωνα με τις απτές ιστορικές ενδείξεις, τα ιδιόμορφα κτίσματα αυτής της κατηγορίας ανεγέρθηκαν από τους Δρύοπες.
Σε κάποιες νεότερες πηγές αναφέρονται ακόμα και οι Φοίνικες ως οι κατασκευαστές των «Δρακόσπιτων», οι οποίοι φέρονται αόριστα να έχουν αποικίσει την Εύβοια. Πάνω σε αυτό το πνεύμα έχει υποστηριχθεί αυθαίρετα πως το όνομα της Δρυοπικής πόλης Στύρα προέρχεται από την προφορική παραφθορά της Φοινικικής θεότητας Αστάρτη (Αστύρα), μία ετυμολογία την οποία απορρίπτει ο Fritz Geyer. Αυτή η υποθετική εγκατάσταση των Φοινίκων στην νήσο στηρίζεται σε εντελώς αίολα επιχειρήματα, αποτελώντας μία ευφάνταστη ερμηνευτική προέκταση των πληροφοριών κυρίως τουΗροδότου σχετικά με τον Φοινικικής καταγωγής Κάδμο, για τον οποίο επινοήθηκε από ορισμένους ξένους ιστορικούς του 19ου αιώνα η εκδοχή πως πριν μεταβεί στην Βοιωτία διήλθε από την Εύβοια, όπου παρέμεινε ένα μέρος από τους Φοίνικες έποικους που καθοδηγούσε. Η εσφαλμένη αντίληψη για την τυχόν κατοίκηση της νήσου από τους Φοίνικες αντικρούεται επαρκέστατα από τον Άγγελο Φουριώτη, στην μελέτη του «Η Εύβοια έως τον Ζ’ Αιώνα π.Χ.» και στο τρίτο κεφάλαιο, στο οποίο πραγματεύεται τους λαούς (εθνοτικά φύλα) που εγκαταστάθηκαν σε αυτήν στην απώτερη αρχαιότητα. Πιθανότατα, οι Ευβοείς να είχαν διακομιστικές συναλλαγές με τους εμπορικά δραστήριους Φοίνικες, αλλά η σχέση αυτή δεν δικαιολογεί ένα ενδεχόμενο εποικισμό του νότιου τμήματος της Εύβοιας από τους δεύτερους σε τόσο ευρεία κλίμακα, που να επηρεάσει τον υπάρχοντα Δρυοπικό πολιτισμό. Τέλος, στην εμπεριστατωμένη μελέτη του Άγγελου Φουριώτη δεν γίνεται κανένας απολύτως λόγος για μία πιθανή εγκατάσταση Καρών, Λελέγων ή Δολόπων στην νότια Εύβοια ή κάπου αλλού στην νήσο. Το ίδιο διαπιστώνεται και μέσα από την πραγματεία του Fritz Geyer ο οποίος ασχολήθηκε ενδελεχώς με την ιστορία της νήσου μέχρι την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου (431 – 404 π. Χ.).
Το πολιτισμικό ίχνος των Δρυόπων διακρίνεται αδιαφιλονίκητα στα υφιστάμενα μεγαλιθικά μνημεία της νότιας Εύβοιας
Δίχως καμία αμφιβολία, το πρωτοελληνικό φύλο των Δρυόπων διατήρησε ακραιφνή την εθνοτική του ταυτότητα, κατά την διάρκεια της αρχαιότητας και συμμετείχε ενεργά σε καθοριστικά γεγονότα για τον Ελληνισμό, όπως η Τρωική εκστρατεία και οι Μηδικοί πόλεμοι.
Το πολιτισμικό τους ίχνος διακρίνεται αδιαφιλονίκητα στα υφιστάμενα μεγαλιθικά μνημεία, φανερώνοντας ότι κατείχαν σπουδαίες γνώσεις αρχιτεκτονικής και εφαρμοσμένης μηχανικής, καθώς για την ανύψωση και την τοποθέτηση των γιγαντιαίων ογκόλιθων, απαιτούνταν η χρήση κατάλληλων ανυψωτικών μηχανημάτων. Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε μία αντικειμενική προσέγγιση στην γηγενή καταγωγή των Δρυόπων και στην ονομαστική δραστηριότητα τους, μέσα από μία αναδρομή στις πρωτογενείς ιστορικές αναφορές για τις αρχαίες πολίχνες της Καρύστου, των Στυρών και της Δύστου, προκειμένου να γίνει πλήρως κατανοητός ο άρρηκτος δεσμός τους με την επικράτεια της νότιας Εύβοιας.
Παραπομπές
[1] Πριν από την πληθυσμιακή εξάπλωση των Ιώνων, Αχαιών, Αιολέων και Δωριέων, που εκλαμβάνονται ως τα αμιγέστερα Ελληνικά γένη, στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο και στα Μικρασιατικά παράλια κυριαρχούσαν διάφορα φύλα, όπως οι Πελασγοί, οι Δόλοπες, οι Δρύοπες, οι Αίμονες, οι Λέλεγες, οι Κάρες και άλλοι, τα οποία προσδιορίζονται ως εθνολογικά ομοιογενή και αυτόχθονα, έχοντας αναπτύξει ταυτόσημα πολιτισμικά στοιχεία, συνιστώντας την στέρεα βάση του προαιώνιου Ελληνισμού. Η γηγενής διαχρονικότητα τους αποδεικνύεται απερίφραστα μέσα από την αρχαία Ελληνική γραμματεία, με κορυφαίο παράδειγμα το Δρυοπικό φύλο, που διατήρησε ακμαία την ομοιογένεια του από τα βάθη της αρχαιότητας έως την Κλασσική εποχή και μετέπειτα. Για αυτόν τον λόγο, ο χαρακτηρισμός ως «προελλήνων» εκείνων των πρωτογενών φύλων με κοινές εγγενείς καταβολές είναι εντελώς αδόκιμός και αντ’ αυτού θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ο όρος «πρωτοέλληνες», ο οποίος ταιριάζει και με τον χρονολογικό διαχωρισμό των ιστορικών εποχών. Η δε ανυπόστατη θεωρία περί δήθεν ινδοευρωπαϊκής προέλευσης της Ελληνικής γλώσσας και των Ελληνικών φύλων που επικράτησαν μεταγενέστερα, έχει καταρριφθεί παταγωδώς από τα αδιάψευστα αρχαιολογικά ευρήματα και τις σύγχρονες ανθρωπολογικές μελέτες.
[2] Αρκετοί ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι Δρύοπες προέρχονταν από το γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου, όπου υπήρχε χώρα καλούμενη επίσης Δρυοπίς και πόλη με το όνομα Δρυς. Ωστόσο, η εγκατάσταση μίας πληθυσμιακής ομάδας τους σε αυτή την περιοχή φαίνεται να έγινε μεταγενέστερα, καθώς στην Ήπειρο κατοικούσαν πρωτογενώς κάποια άλλα Ελληνικά φύλα. Στην εντύπωση αυτή συνέτεινε η αντίληψη της εσφαλμένης ταύτισης των Δρυόπων με το συγγενικό φύλλο των Δολόπων, η επικράτεια των οποίων ορίζονταν γύρω από την οροσειρά των Αγράφων, με επίκεντρο το βόρειο τμήμα του σημερινού νομού Ευρυτανίας.
[3] Κατά μία άλλη μυθολογική παραλλαγή, ο Δρύοψ θεωρούνταν γιός του ποτάμιου Θεού Πηνειού, ενώ ορισμένοι ερευνητές ισχυρίζονται εσφαλμένα ότι πρόκειται για τον νόθο γιό του Πριάμου, ο οποίος σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα στην πολιορκία της Τροίας και συνεπώς δεν μπορεί να ήταν ο γενάρχης ενός πρωτοελληνικού φύλου όπως οι Δρύοπες, που προϋπήρχαν του Τρωικού πολέμου και μάλιστα συμμετείχαν σε αυτόν εναντίον των Τρώων (Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Υ, στίχος 455). Τέλος, σε άλλη εκδοχή που μνημονεύεται εν μέρει και από τον περιηγητή Παυσανία, ο Δρύοπας αναφέρεται ως γιός του Θεού Απόλλωνα και της Δίας, κόρης του βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα, η οποία απέκρυψε το νεογέννητο σε κάποια δρυ. Αυτή η δοξασία εντάχθηκε ως παρένθετη στην μυθολογική παράδοση των Δρυόπων μάλλον μετά την μετανάστευση τους στην Πελοπόννησο, λόγω της συνωνυμίας του γενάρχη τους με τον γιό της Δίας και εγγονό του Πελασγού και της εξευμενιστικής λατρείας τους προς τον Απόλλωνα.
[4] Οι Αμαδρυάδες θεωρούνταν ως νύμφες των δασών και των λόγγων. Εκπορεύονταν από το δέντρο Δρυς και άλλα δέντρα, τα οποία προστάτευαν. Ο κύκλος της ζωής τους ήταν προσαρμοσμένος με την ανάπτυξη των δέντρων που διαφύλασσαν και πέθαιναν όταν αυτά αφανίζονταν.
[5] Σύμφωνα με μία μυθολογική παραλλαγή, στον Άμφισσο αποδίδεται και η ίδρυση της αρχαίας Άμφισσας, που όμως υπήρξε Λοκρική πόλη και όχι Δρυοπική, ενώ ήταν πιο διαδεδομένη η δοξασία ότι η υπόψη πόλη πήρε το όνομα της από την Άμφισσα, την κόρη του Μάκαρος, γιού του Αίολου.
[6] Η Αρκαδική «Μαλεάτιδα χώρα» μνημονεύεται από τον Ξενοφώντα στο έργο του «Ελληνικά» (βιβλίο ΣΤ’) και η κώμη Μαλέα συμπεριλαμβάνεται σε παλαιά εξειδικευμένα αρχαιολογικά λεξικά, όπως το «Λεξικόν των Αρχαίων Μυθολογικών, Ιστορικών και Γεωγραφικών Κύριων Ονομάτων» του Νικολάου Λωρεντή του 1837 και το «Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας» του Αλέξανδρου Ραγκαβή του 1888.
[7] Αργότερα την περιοχή ανάμεσα στα όρη Οίτη και Παρνασσός, δηλαδή το βόρειο τμήμα του σύγχρονου νομού Φωκίδας, την κατέλαβαν Δωριείς ορμώμενοι από την τοποθεσία των ορέων Όσσα και Όλυμπος και της έδωσαν την επωνυμία Δωρίς (Δωρίδα).
[8] Η Λυκώρεια ήταν αταύτιστη μυθική πόλη της αρχαίας Φωκίδας, που θεωρείται ότι βρίσκονταν στα νοτιοδυτικά υψίπεδα του Παρνασσού ή ακόμα και κοντά στην ψηλότερη κορυφή του (2.457 μέτρα), η οποία στην αρχαιότητα αποκαλούνταν με το ίδιο όνομα, αλλά μάλλον κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας παραφθάρηκε σε Λιάκουρα. Πάντως, και τα δύο τοπωνύμια της κορυφής επισημαίνονται μαζί στους στρατιωτικούς χάρτες.
[9] Ορισμένοι εκφράζουν την άποψη ότι τα ερείπια στο Οινοχώριο ανήκουν σε μία άλλη αρχαία πόλη με την ονομασία Δρυόπη, αλλά κάτι τέτοιο δεν προκύπτει μέσα από τις πρωτογενείς συγγραφικές πηγές, ούτε στηρίζεται σε επιγραφικά αρχαιολογικά ευρήματα.
[10] Το φαράγγι της Αρχάμπολης βρίσκεται στην βορειοανατολική Καρυστία, ανάμεσα στους οικισμούς Θύμι και Ευαγγελισμός. Η πιθανή ταύτιση των υφιστάμενων αρχαίων ερειπίων με την πόλη των Αιγών έγινε από τον Αμερικάνο αρχαιολόγο Keller D., που ερεύνησε την θέση το 1986, και η άποψη του εκλαμβάνεται ως η περισσότερο αληθοφανής.
[11] Αυτή η επιδερμική θεωρία στηρίζεται σε ένα χωρίο του Στράβωνα (βιβλίο Ζ’, κεφάλαιο 7, εδάφιο 1), όπου τα αρχέγονα φύλα (Πελασγοί, Δρύοπες κ.α.) που κατοικούσαν στην Ελλάδα παρουσιάζονται γενικά ως βαρβαρικά, επαναλαμβάνοντας την άποψη του προγενέστερου ιστοριογράφου Εκαταίου του Μιλήσιου (560/550 – πριν 480 π. Χ.), η οποία απηχούσε μία προσωπική εκτίμηση του τελευταίου, χωρίς επιστημονικά τεκμηριωμένο υπόβαθρο.
[12] Φωτίου, Βιβλιοθήκη, σελίδες 139 – 140 (Έκδοση Bekkeri, 1824). Σε αρκετές πηγές, κυρίως του διαδικτύου, το συμβάν της δηώσεως της Καρύστου από τον Λεωδάμαντα τοποθετείται χρονικά πολύ μεταγενέστερα από το 10ο – 9ο αιώνα π. Χ.. Συγκεκριμένα μετά εικάζεται ότι έγινε το 630 π. Χ., μετά τον πόλεμο για τον έλεγχο του Ληλάντιου πεδίου μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας στα μέσα του 7ου αιώνα π. Χ., με το σκεπτικό πως η Μίλητος είχε συνταχθεί με το πλευρό της Ερέτριας στην σύρραξη και η Κάρυστος ήταν διαφαινόμενη σύμμαχος της Χαλκίδας. Όμως, ενώ το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας είναι σωστό, το δεύτερο είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμο και δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Ο Λεωδάμας υπήρξε ο τελευταίος βασιλιάς – τύραννος της Μιλήτου, καθώς δολοφονήθηκε από τον στασιαστή Φίτρη, ο οποίος με την σειρά του εξοντώθηκε από τους γιούς του φονευθέντα. Τότε επελέγη ως αισυμνήτης (άρχοντας) ο Επιμένης που εξολόθρευσε την ομάδα των γιών του Φίτρη και μετέβαλλε το πολίτευμα σε αριστοκρατικό. Σύμφωνα με έγκριτους ιστορικούς, η κατάλυση της βασιλείας – τυραννίας στην Μίλητο πραγματοποιήθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα από την εγκαθίδρυση της από τον Νηλέα, περί το 1050 π. Χ.. Άρα λοιπόν, είναι πιο δόκιμο η αναφερόμενη άλωση της Καρύστου να αναχθεί στον 10ο – 9ο αιώνα. Επιπλέον, η αιχμάλωτη γυναίκα από την Κάρυστο εμφανίζεται να έχει αποκτήσει το παιδί της από τον Λεωδάμαντα ή από ένα γιό του, κάτι που δεν αναγράφεται στο εδάφιο του Πατριάρχη Φωτίου.
[13] Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η τοποθεσία Κύρνος τοποθετείται αόριστα στην περιοχή της Γεραιστού, ενώ παλαιότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι βρίσκονταν είτε στο ακρωτήριο Παξιμάδι, στον δυτικό βραχίονα του όρμου της Καρύστου, είτε στο ακρωτήριο Μανδήλι, στο νοτιότατο σημείο της Εύβοιας. Ο δε Ερμόλυκος, γιός του Ευθοίνου, είχε διαπρέψει στην ναυμαχία της Μυκάλης εναντίον των Περσών το 479 π. Χ., και ήταν πρωταθλητής στην πυγμή και στην πάλη.
[14] Θεόπομπος, Φιλιππικά, βιβλίο ΚΔ’. Η πληροφορία αυτή διασώζεται στα «Εθνικά» του Στέφανου Βυζάντιου στο λήμμα «Δύστος» και αποτελεί ίσως την παλιότερη ιστορική καταχώρηση για την αρχαία πόλη της Δύστου.
[15] Όλη η παραλία από την Ραφήνα μέχρι τη σημερινή Λούτσα λεγόταν «Αραφηνίδες Αλές».
[16] Πλουτάρχου, Ηθικά, Περί Εκλελοιπόντων Χρηστηρίων, ΙΙ – 434α.
[17] Caius Julius Solinus, Polyhister, chapter 11, paragraph 15.
[18] Η Αττική Τετράπολις προέρχονταν από την ένωση των όμορων αρχαίων δήμων Μαραθώνα, Οινόης, Προβαλίνθου και Τρικορύθου. Ο Αττικός δήμος των Στειριέων (Στειρία) βρίσκονταν στην θέση του σημερινού Λιμένα Μαρκόπουλου, παρά τον όρμο του Πόρτο Ράφτη. Από ορισμένους εκφράζεται η άποψη ότι οι κάτοικοι αυτών των αρχαίων πόλεων κατάγονταν από το Δρυοπικό φύλο, αλλά αυτό δεν δύναται να επιβεβαιωθεί με ασφάλεια.
[19] Στο λεξικό του Σουίδα σημειώνεται ότι «Πυθώ» είναι η χώρα της Φωκίδος στην Ελλάδα, όπου υπήρχε πόλη καλούμενη ως Δελφοί και σε αυτή ήταν το ιερό του Απόλλωνος, που αποκαλούνταν Πυθώ (έκδοση Bekkeri,1854, σελίδες 320 και 920).
[20] Άλλα δύο κτίσματα τύπου «Δρακόσπιτου» εντοπίζονται στην κεντρική Εύβοια.
[21] Ο Ηρόδοτος αναφέρει μία παράδοση των Κρητών, κατά την οποία οι Λέλεγες κατοικούσαν αρχικά στα νησιά του Αιγαίου και όταν μετανάστευσαν στα Μικρασιατικά παράλια και στην εκείθεν ενδοχώρα, μετονομάστηκαν σε Κάρες και η χώρα τους αποκαλέστηκε Καρία, αλλά σημειώνει πως οι δεύτεροι αποποιούνταν αυτή την ταύτιση και θεωρούσαν τους εαυτούς τους αυτόχθονες, που έφεραν πάντοτε το ίδιο όνομα. Ο δε Στράβων παρουσιάζει τα δύο φύλα ως σύνοικους και συμπολεμιστές, που διέμεναν στην ίδια περιοχή της Μικράς Ασίας, η οποία μετέπειτα καταλήφθηκε από Ίωνες και ονομάστηκε Ιωνία. Όμως, καταγράφει και την αντίληψη πως οι Λέλεγες κατοικούσαν κάποτε και σε διάφορα μέρη του Ελληνικού χώρου, χωρίς ανάμεσα τους να συμπεριλαμβάνεται η Εύβοια.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις – Βιβλίο Δ’ – Μεσσηνιακά – Εκδόσεις «Κάκτος» – Αθήνα – 1992.
2. Στράβωνος, Γεωγραφικά – Βιβλία Η’ (Πελοπόννησος) και Ι (Δυτική Ελλάδα, Νησιά του Αιγαίου) – Εκδόσεις «Κάκτος» – Αθήνα – 1994.
3. Διόδωρος Σικελιώτης – Βίβλος Τέταρτη και Ενδέκατη– Βιβλιοθήκη Ιστορική – Εκδόσεις «Κάκτος» – Αθήνα – 1992.
4. Ηρόδοτος – Ιστορίαι – (Μέρος Β’, βιβλία Ε-Ι) – Εκδόσεις «4π» – Αθήνα – 2011.
5. Ομήρου, Ιλιάδα (Μέρος Α’, Ραψωδίες Α-Μ) – Εκδόσεις «4π» – Αθήνα – 2011.
6. Θουκυδίδη – Ιστορίαι (Πελοποννησιακός Πόλεμος) – (τρίτομο έργο) – Εκδόσεις «4π» – Αθήνα – 2011.
7. Η Ιστορία της Αρχαίας Εύβοιας του Jules Girard (Νεοελληνική απόδοση με πρόλογο από τον Γ. Ι. Φουσάρα) – ΑΕΜ – Τόμος ΙΑ’ – 1964.
8. Τοπογραφία και Ιστορία της Νήσου Εύβοιας μέχρι του Πελοποννησιακού Πολέμου του Fritz Geyer (κατά μετάφραση εκ του Γερμανικού υπό του Ανδρέου Ζάπαλου) – ΑΕΜ – Τόμος Θ’ – 1962.
9. Οχυρώσεις, Πύργοι, Δρακόσπιτα και Αγροικίες στην Νότια Εύβοια – Μαρία Χιδίρογλου – ΑΕΜ – Τόμος ΛΗ’ – 2008/2009.
10. Η Εύβοια έως τον Ζ’ Αιώνα π. Χ. – Κεφάλαιο Τρίτο (Λαός) – Άγγελου Φουριώτη – ΑΕΜ – Τόμος ΙΣΤ’ – 1971.
11. Τοπογραφία και Ιστορία της Νήσου Εύβοιας μέχρι του Πελοποννησιακού Πολέμου του Fritz Geyer (κατά μετάφραση εκ του Γερμανικού υπό του Ανδρέου Ζάπαλου) – ΑΕΜ – Τόμος Θ’ – 1962.
12. Τα Δρακόσπιτα της Εύβοιας – Σκούρας Θεόδωρος – Χαλκίδα – 1991.
13. «Τα Δρακόσπιτα της ΝΔ Εύβοιας» – Νικόλαος Κ. Μουτσόπουλος – Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ – Τόμος Η’ (σελ. 263 – 478) – Θεσσαλονίκη – 1982.
Ενδεικτικές ιστοσελίδες – ιστότοποι.
1. el.wikipedia.org / Δρακόσπιτα – Δρύοπες.
2. evoikanea.blogspot.gr / Εύβοια: Δρακόσπιτα – Τα Μεγαλιθικά Μνημεία.
3. epathlo.gr / Τα Δρακόσπιτα της Εύβοιας.
4. galaxy.gr / Δρακόσπιτα – Κάρυστος.
5. infocenterevia.gr / Δρακόσπιτα – Ακρόπολη Στύρων.
6. academia.edu / Megalithic Monuments in Ancient Greece.
7. filoumenos.com / Δρύοπες.
8. stelladirodi.it / Αρχαία Ελληνικά Φύλα.
9. hellasforce.com / Δρύοπες.
10. ethnologic.blogspot.gr / Προελληνικοί Λαοί.
11. karystos.net / Εύβοια και Ιστορία / Κάρυστος.
12. constantinoupoli.com / Ο Φυλετικός Χάρτης της Αρχαίας Ελλάδας και της Μικράς Ασίας.
13. koutouzis.gr / driopi+alla.htm / Ποιοί Ήταν οι Δρύοπες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.