Τότες ἐταραχτήκανε τὰ σωθικά μου, καὶ ἔλεγα πὼς ἦρθε ὥρα νὰ ξεψυχήσω· κ᾿ εὑρέθηκα σὲ σκοτεινὸ τόπο καὶ βροντερό, ποὺ ἐσκιρτοῦσε σὰν κλωνὶ στάρι ῾ς τὸ μύλο ποὺ ἀλέθει ὀγλήγορα, ὡσὰν τὸ χόχλο ῾ς τὸ νερὸ ποὺ ἀναβράζει᾿ ἐτότες ἐκατάλαβα πὼς ἐκεῖνο ἤτανε τὸ Μεσολόγγι· ἀλλὰ δὲν ἔβλεπα μήτε τὸ κάστρο, μήτε τὸ στρατόπεδο, μήτε τὴ λίμνη, μήτε τὴ θάλασσα, μήτε τὴ γῆ ποὺ ἐπάτουνα, μήτε τὸν οὐρανό᾿ ἐκατασκέπαζε ὅλα τὰ πάντα μαυρίλα καὶ πίσσα, γιομάτη λάμψι, βροντή, καὶ ἀστροπελέκι· καὶ ὕψωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ μάτια μου νὰ κάνω δέηση, καὶ ἰδοὺ μές᾿ ῾ς τὴν καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα μὲ φόρεμα μαῦρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα, ὅπου ἡ σπίθα ἔγγιζε κ᾿ ἐσβενότουνε· καὶ μὲ φωνή, ποὺ μοῦ ἐφαίνονταν πὼς νικάει τὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου, ἄρχισε·
«Τὸ χάραμα ἐπῆρα Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο, Κρεμώντας τὴ λύρα Τὴ δίκαιη ῾ς τὸν ὦμο, Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει Ὡς ὅπου βυθᾶ, |
II.
Παράμερα στέκει Ὁ ἄντρας καὶ κλαίει· Ἀργὰ τὸ τουφέκι Σηκώνει, καὶ λέει· «Σὲ τοῦτο τὸ χέρι »Τί κάνεις ἐσύ; »Ὁ ἐχθρός μου τὸ ξέρει »Πῶς μοῦ εἶσαι βαρύ.» Τῆς μάνας ὢ λαύρα! Τὰ τέκνα τριγύρου Φθαρμένα καὶ μαῦρα, Σὰν ἴσκιους ὀνείρου· Λαλεῖ τὸ πουλάκι ῾Σ τοῦ πόνου τὴ γῆ, Καὶ βρίσκει σπειράκι, Καὶ μάννα φθονεῖ. |
III.
Γροικοῦν νὰ ταράζῃ Τοῦ ἐχθροῦ τὸν ἀέρα Μίαν ἄλλη, ποὺ μοιάζει Τ᾿ ἀντίλαλου πέρα· Καὶ ξάφνου πετειέται Μὲ τρόμου λαλιά· Πολληώρα γροικειέται Κι᾿ ὁ κόσμος βροντᾶ. |
IV.
Ἀμέριμνον ὄντας Τ᾿ Ἀράπη τὸ στόμα Σφυρίζει, περνώντας ῾Σ τοῦ Μάρκου τὸ χῶμα· Διαβαίνει, κι᾿ ἀγάλι Ξαπλώνετ᾿ ἐκεῖ, Ποὺ ἐβγῆκ᾿ ἡ μεγάλη Τοῦ Μπάϊρον ψυχή. |
V.
Προβαίνει καὶ κράζει Τὰ ἔθνη σκιασμένα. |
VI.
Καὶ ὢ πείνα καὶ φρίκη! Δὲ σκούζει σκυλί! |
VII.
Καὶ ἡ μέρα προβαίνει, Τὰ νέφια συντρίβει· Νά, ἡ νύχτα ποὺ βγαίνει, Κι ἀστέρι δὲν κρύβει. |
συνεχίζεται....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.