ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η έκταση των γραπτών Ελληνικών έργων που έχουμε στην κατοχή μας, όπως και η κατάσταση στην οποία μας παραδόθηκαν από τους προγενεστέρους, είναι απόρροια των ιστορικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν επί χιλιάδες χρόνια υπό την επίδραση διαφόρων πολιτικών και πολιτιστικών παραγόντων. Η γραφική ύλη που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες ακόμη και σε πολύ προχωρημένες φάσεις της αρχαιότητας ήταν ο πάπυρος. Οι Αιγύπτιοι γνώριζαν αυτήν τη γραφική ύλη από την 3η χιλιετία π.Χ. και είχαν το μονοπώλιο της εξαγωγής της, καθώς το φυτό του παπύρου ευδοκιμούσε μόνο στη χώρα τους. Τα φύλλα γραφής κατασκευάζονταν από τα στελέχη του φυτού, που σχίζονταν σε λεπτές λουρίδες. Δύο στρώσεις από τις ίνες αυτές τοποθετούνταν σταυρωτά η μια επάνω στην άλλη (οι οριζόντιες ίνες συνέθεταν την πρόσθια όψη και οι κάθετες ίνες την οπίσθια όψη) και πιέζονταν, ώστε να δημιουργηθεί το φύλλο γραφής...
Η συγκόλληση περισσότερων φύλλων, του ενός δίπλα στο άλλο, γεννούσε το αρχαίο βιβλίο, τον κύλινδρο. Όπως γίνεται αντιληπτό από τα ανωτέρω, οι συγγραφείς της αρχαιότητας σχεδίαζαν και έδιναν την οριστική μορφή στα έργα τους σε ένα υλικό φθαρτό, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που εξηγεί το γιατί δεν μπορούμε ποτέ να φθάσουμε έως το ιδιόχειρο του συγγραφέα, το αρχικό αυτόγραφό του. Πάντως, γνωρίζουμε ότι οι μεγάλοι ποιητές της Κλασικής Περιόδου χρησιμοποιούσαν στα χειρόγραφά τους μόνον κεφαλαία γράμματα, που συνεχίζονταν το ένα πίσω από το άλλο, χωρίς χωρισμό των λέξεων, χωρίς τόνους και πνεύματα.
Ξέρουμε, επίσης, πως σε Αττικά πεζά κείμενα της εποχής του Ισοκράτη (436 π.Χ. - 338 π.Χ.) ένα σημάδι στο περιθώριο του κειμένου ήταν αυτό που φανέρωνε το τέλος της περιόδου. Στα κείμενα των δραμάτων πάλι η αλλαγή των προσώπων δηλωνόταν απλώς με μια οριζόντια παύλα, την παράγραφον. Είναι αυτονόητο ότι οι προαναφερθείσες ιδιορρυθμίες προκαλούσαν δυσκολίες στο διάβασμα των κειμένων και αποτελούσαν την αιτία πολυάριθμων λαθών. Το ζήτημα του ακριβούς καθορισμού της εμφάνισης των βιβλιόσχημων συγγραμμάτων, με άλλα λόγια της εποχής κατά την οποία οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να κρατούν στα χέρια τους φιλολογικά έργα που είχαν τη μορφή βιβλίου, παραμένει ανοιχτό.
Σύμφωνα πάντως με ορισμένες ενδείξεις, η απαρχή του Ελληνικού βιβλίου πρέπει να αναζητηθεί στο χώρο της πρώιμης Ιωνικής φιλοσοφίας και επιστήμης, στον 6ο αιώνα π.Χ. Στην Αθήνα, ειδικότερα, το βιβλίο εμφανίστηκε κατά πάσαν πιθανότητα τον 5ο αιώνα π.Χ., όταν το κλεινόν άστυ βρέθηκε στο επίκεντρο της Ελληνικής πνευματικής ζωής και προσωπικότητες όπως ο φιλόσοφος Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές της Ιωνίας διέθεταν μεγάλη επιρροή στην πόλη. Η εξάπλωση της χρήσης του βιβλίου τον 4ο αιώνα π.Χ. ήταν ραγδαία, με αναπόφευκτη συνέπεια την αλλοίωση των κειμένων που είχαν μεγάλη διάδοση.
Το γεγονός αυτό οδήγησε τον μεν Πλάτωνα να κάνει λόγο στον Φαίδρο για τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη γραπτή μετάδοση της γνώσης, τον δε Αθηναίο ρήτορα και πολιτικό Λυκούργο να προβεί στην κατάρτιση ενός κρατικού αντιγράφου των κειμένων των μεγάλων τραγικών ποιητών (Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη). Στους κατοπινούς αιώνες, η συγκέντρωση όλης της Ελληνικής γραμματείας στη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, που ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β' τον Φιλάδελφο και αποτέλεσε τη σημαντικότερη από την άποψη της έκτασης και της οργάνωσης αρχαία βιβλιοθήκη, ήταν εξαιρετικής κρισιμότητας για την Ελληνική φιλολογία.
Μολονότι εκατοντάδες χιλιάδες τόμοι Ελληνικών συγγραμμάτων -καρπός μιας εργώδους συλλεκτικής δραστηριότητας-, χάθηκαν γύρω στο 47 π.Χ., όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, οι κριτικές εκδόσεις των Αλεξανδρινών λογίων συνέβαλαν καθοριστικά στη μερική διάσωση των κειμένων των μεγάλων Ελλήνων συγγραφέων. Όμως, πέραν της καταστροφής της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, πολυάριθμες απώλειες στη γραμματεία των Ελλήνων προξένησε και η μεταβολή της μορφής του βιβλίου, που άρχισε στο β' μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. και ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Τον κύλινδρο διαδέχτηκε ο κώδικας, ο οποίος ήταν πιο εύκολος στη χρήση και σχηματιζόταν από περισσότερες σειρές φύλλων γραφής, που ήταν δυνατόν να γραφούν και στην οπίσθια όψη. Ο νέος τύπος βιβλίου εκτόπισε σταδιακά τον παλαιό, και καθετί που δεν ταίριαζε σε αυτήν τη μεταβολή χάθηκε. Σε ό,τι αφορούσε τη γραφική ύλη, ο πάπυρος συνέχισε να χρησιμοποιείται και για τους κώδικες, αλλά τη θέση του, ως κατάλληλο υλικό για τη νέα μορφή του βιβλίου, έπαιρνε ολοένα και περισσότερο η περγαμηνή. Αυτή η λευκή στιλπνή μεμβράνη από κατεργασμένο δέρμα χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά ως γραφική ύλη στην Πέργαμο της Μυσίας, τελειοποιήθηκε δε εκεί σε μια εποχή κατά την οποία η Αίγυπτος απαγόρευε την εξαγωγή παπύρου.
Σήμερα η διάδοση και η χρήση του βιβλίου θεωρείται μια σύγχρονη σχετικά ανακάλυψη, η σημασία της οποίας σηματοδοτήθηκε ύστερα από την ανακάλυψη της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο. Ωστόσο, η διάδοση και η χρήση του βιβλίου εντοπίζεται αρκετά πρώιμα, ήδη από την αρχαιότητα. Κύρια πηγή των πληροφοριών μας για την διερεύνηση των παραπάνω παραμέτρων είναι οι γραπτές πηγές. Ωστόσο, οι ελλιπείς ή αποσπασματικές πληροφορίες των γραπτών κειμένων συμπληρώνονται από τις αγγειογραφίες, επιγραφικές μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Από την εξέταση των πληροφοριών γίνεται αντιληπτό ότι η σύγχρονη παραγωγή του βιβλίου, η οποία στηρίζεται στην χρήση της μηχανής, οφείλει την σύλληψη του τρόπου παραγωγής και διάδοσης του βιβλίου στην αρχαία σκέψη.(Εναλλακτικά: Η εξέταση των πληροφοριών για την παραγωγή, την διάδοση και την χρήση του βιβλίου από την αρχαία Ελλάδα μέχρι την Ρώμη κάνει την σύγχρονη διαδικασία της παραγωγής, της διάδοσης και της χρήσης του βιβλίου να φαίνεται κοινότοπη και να αναδεικνύει την μοναδικότητα της αρχαίας Ελληνικής σκέψης και την θεμελίωση των ιδεών αυτής στο πέρασμα των αιώνων).
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Αρχαία Ελλάδα
Στην προσπάθεια να οριοθετήσει κάποιος την πρώτη εμφάνιση του βιβλίου ανατρέχει στην εποχή της επινόησης της γραφής. Είναι γνωστό ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δανείστηκαν το Φοινικικό αλφάβητο από τους Φοίνικες και το προσάρμοσαν στην Ελληνική γλώσσα με την συμπλήρωση του από τα επτά φωνήεντα. Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι η χρήση της γραφής σηματοδότησε ταυτόχρονα και την έναρξη της συγγραφής και της διάδοσης του βιβλίου. Ο σημερινός αναγνώστης με την χρήση του όρου βιβλίου αναφέρεται κυρίως στο λογοτεχνικό, επιστημονικό ή σχολικό βιβλίο. Στην αρχαία, όμως, Ελληνική κοινωνία δεν συνέβαινε το ίδιο, ιδίως στα πρώτα στάδια της διαμόρφωσης και της χρήσης της γραφής.
Ομοίως γίνεται αντιληπτό ότι η παραγωγή και η διάδοση του βιβλίου ακολούθησε αργούς ρυθμούς. Κάποιος θα μπορούσε τότε να ισχυριστεί ότι πρόκειται για μια κοινωνία με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ενισχυθεί από την έλλειψη στοιχείων και την αδυναμία του χρονικού προσδιορισμού της εμφάνισης ενός συστηματικού εκπαιδευτικού μοντέλου. Ο Rosalind Thomas απορρίπτει αυτούς τους ισχυρισμούς και σκιαγραφεί την σταδιακή υιοθέτηση της χρήσης της γραφής και της εξέλιξης της παιδείας σε μια κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται προφορική.
Οι μαρτυρίες για την ύπαρξη βιβλίων τοποθετείται στα μέσα του 6ου αιώνα, κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης της Αθήνας από τον τύραννο Πεισίστρατο, ο οποίος διέταξε την γραπτή καταχώριση των Ομηρικών Επών με αφορμή την απαγγελία αυτών στην γιορτή των Παναθηναίων. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα, αν υπήρχαν βιβλία από τον 8ο αιώνα, όταν υιοθετείται η Ελληνική γραφή μέχρι τον 6ο αιώνα που σταδιακά εμφανίζεται η ανάγκη της καταγραφής και της μελέτης των κειμένων της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας σε βιβλία. Τα Ομηρικά Έπη είναι τα πρώτα γνωστά λογοτεχνικά Ελληνικά κείμενα, το περιεχόμενο των οποίων αναπαραγόταν και διαδιδόταν συνεχώς.
Βέβαια, είναι γνωστή η προφορική αναπαραγωγή και η διάδοση αυτών. Αναλογιζόμενοι την μεγάλη έκταση των Ομηρικών Επών και την από στήθους απαγγελία αυτών από τους ραψωδούς φαίνεται αδύνατον η προφορική αναπαραγωγή τους να ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της προφορικής εκμάθησης, αφού η ύπαρξης της γραφής μπορούσε να διευκολύνει την καταγραφή και την εκμάθηση αυτών. Κατ’ επέκταση, λοιπόν, αφού η χρήση της γραφής συνυπήρχε με την προφορική συνήθεια της διάδοσης των λογοτεχνικών έργων, αυτό που συμπεραίνει κανείς είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ένιωθαν την ανάγκη να μελετήσουν το κείμενο των Ομηρικών Επών, αλλά να το αναπαράγουν και να το μάθουν προφορικά.
Ακόμη και η Κλασική Αθήνα του 4ου αιώνα με την έντονη πνευματική ανάπτυξη στηριζόταν στην προφορική διάδοση και εκμάθηση του περιεχομένου των λογοτεχνικών έργων και την προφορική πνευματική εξάσκηση. Αυτή η αντίληψη και συνήθεια εξηγεί την περιορισμένη διάδοση και χρήση του βιβλίων μέχρι τον 5ο αιώνα. Ο Αριστοφάνης ειρωνεύεται τους κατόχους των βιβλίων, αφού, όπως φαίνεται, η γνώση δεν στηριζόταν στην μελέτη των βιβλίων. Η προτίμηση της προφορικής έναντι της γραπτής αναπαραγωγής, ως αντίληψη της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, καταδεικνύεται και από την άποψη του Πλάτωνα, όπως αυτή εκφράζεται στο έργο του Φαίδρος.
Όπου ο Σωκράτης κατακρίνει την εξάρτηση κάποιου από το βιβλίο και την αδυναμία αξιοποίησης της μνήμης του. Εν γένει, εκφράζει την προτίμησή του για τον προφορικό λόγο έναντι του γραπτού και συνακόλουθα την αξία την μνημοτεχνικής μεθόδου. Σ’ αυτό συνηγορεί και ο Ισοκράτης, ο οποίος αποδέχεται την ανωτερότητα του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου. Οι μαρτυρίες για την ύπαρξη βιβλίων πληθαίνουν τον 5ο αιώνα και συνοδεύονται από αγγειογραφίες που μαρτυρούν την χρήση του βιβλίου, ιδιαίτερα σε ένα μαθησιακό περιβάλλον, η ανάπτυξη του οποίου φαίνεται να εξελίσσεται συστηματικά τότε.
Η εξοικείωση με την γραφή και η σταδιακή ανάπτυξη της παιδείας εντατικοποιείται και ενισχύεται με την ανάπτυξη της Αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως μαρτυρούν τα ακόλουθα γεγονότα. Έτσι, προέκυψε η ανάγκη της διαμόρφωσης ενός δημοσίου αρχείου με το χτίσιμο του βουλευτηρίου και την φύλαξη ενός αρχειακού υλικού σχετικά με τα ζητήματα που θέτονταν υπό συζήτηση. Επίσης, για την αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης προβλέφθηκε η γραπτή καταχώρηση των καταθέσεων των μαρτύρων στα πλαίσια μιας δίκης, ώστε να μην μπορεί στην συνέχεια ο μάρτυρας να αλλάξει την κατάθεσή του ή να προσποιηθεί την άγνοια κάποιων στοιχείων.
Μεγάλης σημασίας αποδείχτηκε ο νόμος που εισήγαγε ο Λυκούργος, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να καταγράφονται όλα τα έργα που παίζονταν στο θέατρο και να φυλάσσονται αυτά ως αρχεία από την πόλη. Οι ρήτορες της εποχής επικαλούνταν το περιεχόμενο των επιγραφών των δημοσίων μνημείων και συνακόλουθα ο γραπτός λόγος άρχισε να αποκτά μεγαλύτερη ισχύ από τον προφορικό. Ο Αισχίνης ήταν ένας από τους πρώτους ρήτορες, ο οποίος έκανε χρήση των επιγραφών των δημόσιων μνημείων για την απόδειξη ή την ενίσχυση των λεγόμενών του. Η συνήθεια αυτή των ρητόρων αναδεικνύει μια νέα ανάγκη τους, αφού προτιμούν την επίκληση του γραπτού λόγου για να ενισχύσουν την αποδεικτική ισχύ των επιχειρημάτων τους έναντι του προφορικού λόγου.
Επιπρόσθετα, καταγράφονται οι οφειλέτες, οι ευεργέτες και τα ιστορικά διατάγματα, τα οποία συνοδεύονται και από την δημόσια ανάγνωσή τους από τον γραμματέα στην συνέλευση και στο συμβούλιο. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, την σταδιακή ανάδειξη της σημασίας του γραπτού λόγου παράλληλα με την χρήση των μεθόδων του προφορικού. Η σημασία του προφορικού λόγου έγκειται στην γνώση και στην διάδοση του γραπτού λόγου. Εκτός, όμως από την συνήθεια του προφορικού λόγου για την απόκτηση της γνώσης, σταδιακά αναδεικνύεται η σημασία της ανάγνωσης των βιβλίων, τα οποία αποτελούσαν κτήμα κυρίως των λογίων της εποχής, και συνακόλουθα της μελέτης αυτών.
Ο Πλάτων σε αρκετά έργα του αναφέρεται στην συνήθεια της ανάγνωσης από τα βιβλία. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία που αντλούμε από τον Αριστοφάνη, σύμφωνα με τον οποίο ο κάθε ηθοποιός είχε ένα χειρόγραφο το οποίο συμβουλεύονταν οι ηθοποιοί για την εκμάθηση του ρόλου τους, στα πλαίσια της διδασκαλίας του δράματος. Σε άλλο έργο του, αναφέρει ότι οι Αθηναίοι πολίτες μπορούσαν να διαβάζουν τα θεατρικά έργα μόνοι τους για την προσωπική τους ευχαρίστηση. Ο Σωκράτης στον Φαίδωνα του Πλάτωνα αναφέρει ότι άκουσε να διαβάζεται και στην συνέχεια να αγοράζεται ένα βιβλίο του Αναξαγόρα.
Ο Ευκλείδης από τα Μέγαρα στον Θεαίτητο του Πλάτωνα ανακαλεί την συζήτηση του Σωκράτη με τον Θεαίτητο, την οποία είχε καταγράψει την ίδια στιγμή και ζητά από έναν δούλο να τού την αναγνώσει. Παράλληλα με την αύξηση των μαρτυριών για την ύπαρξη και την χρήση του βιβλίου πληθαίνουν οι πληροφορίες για την εκπαίδευση των νέων. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην ύπαρξη διδασκαλείων, όπως και ο Παυσανίας. Αυτές τις μαρτυρίες επιβεβαιώνουν και αγγειογραφίες της εποχής, οι οποίες απεικονίζουν νέους να μελετούν κρατώντας στα χέρια τους παπύρους.
Η σημασία της παιδείας αναδεικνύεται με την παράλληλη αύξηση του ενδιαφέροντος για τα γραπτά κείμενα και την διαμόρφωση του γυμνασίου. Κομβικό ρόλο θα διαδραματίσουν δύο γνωστά γυμνάσια της αρχαιότητας, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τα οποία θα αποτελέσουν τα ανώτερα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Ιδιαίτερα η βιβλιοθήκη του γυμνασίου του Αριστοτέλη θα διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο και στην μετέπειτα δημιουργία της πρώτης αρχαίας Ελληνικής βιβλιοθήκης, εκείνης της Αλεξάνδρειας.
Τα πολυποίκιλα ενδιαφέροντα του Αριστοτέλη και η έντονη αναζήτηση της αλήθειας βασισμένη στην λογική θα τον οδηγήσουν να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό βιβλίων στην βιβλιοθήκη του γυμνασίου. Ο Kenyon, υποστηρίζει ότι ο Αριστοτέλης συνέβαλε στην ουσιαστική μετάβαση της αρχαίας κοινωνίας από την προφορικότητα στην συνήθεια της ανάγνωσης και της μελέτης των βιβλίων.
Αρχαία Ρώμη
Οι Ρωμαίοι μιμήθηκαν την συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να παράγουν και να συλλέγουν βιβλία, όπως αποδεικνύεται και από τα λογοτεχνικά έργα που παρήγαγαν οι πρώτοι Ρωμαίοι λόγιοι. Οι πληροφορίες που αντλούνται από τους λόγιους της εποχής σκιαγραφούν αποκλειστικά μια κοινωνία λογίων, η οποία επικοινωνεί με την προφορική συζήτηση και χρησιμοποιεί την απαγγελία ως μέσο διάδοσης της λογοτεχνικής παραγωγής, η οποία ξεκινά τον 3ο π.Χ. αιώνα με τον Λίβιο Ανδρόνικο, τον Ναίβιο, τον Κάτωνα κ.ά.. Οι λόγιοι Ρωμαίοι στην διοργάνωση διάφορων δείπνων συμπεριελάμβαναν την απαγγελία κάποιου λογοτεχνικού αποσπάσματος από ένα χειρόγραφο.
Επίσης, σε κλειστό κύκλο προσκεκλημένων λογίων, απαγγέλλονταν τα αποσπάσματα ενός βιβλίου, το οποίο βρισκόταν υπό συγγραφή από τον ίδιο τον δημιουργό του, ώστε ο συγγραφέας να εξαγάγει χρήσιμα συμπεράσματα για την ευρύτερη μελλοντική πρόσληψη του έργου του. Η Ρωμαϊκή κοινωνία υιοθέτησε την συνήθεια της παραγωγής του βιβλίου και ασχολήθηκε κυρίως με την μελέτη του περιεχομένου του βιβλίου, παρά την έντονη ανάπτυξη της προφορικής διάδοσης της γνώσης, όπως εκείνη των αρχαίων Ελλήνων. Αυτή την εικόνα της κλειστής ομάδας των διαλεγόμενων λογίων που εξετάζουν τα κείμενα και προωθούν την γνώση σκιαγραφεί ο Αίλιος Γέλλιος στο έργο του Αττικές Νύχτες.
Η ανάγνωση διαφόρων αποσπασμάτων από ένα βιβλίο είναι η αφορμή για την διατύπωση μιας ερώτησης και την έναρξη μιας συζήτησης που προωθεί την γνώση. Η συζήτηση αυτή αποτελεί μια φιλολογική έρευνα του νοήματος του σχετικού αποσπάσματος, το οποίο αναγνώστηκε και για το οποίο διατυπώθηκε η ερώτηση με απώτερο στόχο οι συζητητές να εξελίξουν τον τρόπο σκέψης τους. Αφορμή για την έναρξη μιας συζήτησης αποτελεί και η διατύπωση μιας ερώτησης για την προέλευση μιας λέξης και την ανάδειξη των γνώσεων ενός προσώπου έναντι άλλου, εντάσσοντας την μελέτη των βιβλίων μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο ανταγωνισμού και αναγνώρισης.
Κατ’ επέκταση η σημασία του βιβλίου για τους Ρωμαίους εδράζεται στην αρχική απόκτηση γνώσεων, για να διακριθεί στην συνέχεια το άτομο και να αναγνωριστεί από την κοινότητα. Ο Οράτιος στις επιστολές του αναφέρει ότι έδωσε το βιβλίο με τα ποιήματά του στον Αύγουστο και εκείνος δέχτηκε να το τοποθετήσει στην βιβλιοθήκη του στον Παλατινό λόφο. Τα κίνητρα είναι προφανή, αφού ο Αυτοκράτορας θα συμπληρώσει την συλλογή του και έτσι θα αποκτήσει την αναγνώριση του λαού για την ίδρυση ενός νέου οικοδομήματος και παράλληλα ο ποιητής θα καταξιωθεί, αφού θα συγκαταλέγεται το βιβλίο του σε μια βιβλιοθήκη ανάμεσα στα έργα άλλων αναγνωρισμένων ποιητών και συγγραφέων.
Ο Σενέκας πολλές φορές σχολίαζε καυστικά με αφορμή την ίδρυση τόσο κάποιας δημόσιας όσο και ιδιωτικής βιβλιοθήκης ότι τα βιβλία δεν συγκεντρώνονταν για να διαβάζονται, αλλά για να δείχνονται. Εκτός από την μελέτη του περιεχομένου των βιβλίων μαρτυρείται η εκτίμηση του βιβλίου ως υλική κατασκευή, αφού πολλές φορές αποτέλεσε αντικείμενο δώρου, όπως εκείνα που δώρισε ο Κάτουλλος. Επίσης, ο Μαρτιάλης παρουσιάζεται ως θαυμαστής του υλικού του βιβλίου, όπως φαίνεται από τις περιγραφές των βιβλίων στα ποιήματά του.
Οι Ρωμαίοι, λοιπόν, απέδιδαν μεγαλύτερη σημασία στο υλικό του βιβλίου από την ουσιαστική μελέτη αυτού και προσανατολίζονταν στην απόδειξη βαθμού της γνώσης που κατείχε ο καθένας, ορμώμενοι από την θέληση να ξεχωρίσουν και να αναδειχτούν κοινωνικά έναντι άλλων Ρωμαίων πολιτών. Επιπλέον, η πληθώρα των βιβλιοθηκών που έχτισαν οι Ρωμαίοι και η προσήλωσή τους στην οικοδομική αρτιότητα και μεγαλοπρέπεια αυτών, αλλά και η επιθυμία τους να συγκεντρώσουν τα περισσότερα υπαρκτά χειρόγραφα αποδεικνύουν τα εξωτερικά κίνητρα των Ρωμαίων παρά την ουσιαστική αγάπη τους για γνώση που προέρχεται από αυτά.
ΥΛΙΚΑ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ
Όταν ακούει κανείς για γραπτά κείμενα στην αρχαία Ελλάδα, σκέπτεται συνήθως επιγραφές σε μάρμαρο ή συγγράμματα γραμμένα σε παπύρους ή περγαμηνές. Υπήρχαν όμως και κείμενα γραμμένα επί ποικίλης ύλης. Οι νόμοι του Σόλωνα π.χ. είχαν γραφεί σε ξύλινους κυλίνδρους, που ονομάζονταν «άξονες», καθώς και σε τριγωνόμορφες πινακίδες, τις «κύρβεις» που είχαν στηθεί πάνω στην Ακρόπολη. Ο Πλίνιος κάνει λόγο για επιγραφές χαραγμένες σε πλάκες μολύβδου, σώθηκε δε και μια πλάκα ανεπίγραφη χαλκού και άλλη σιδήρου. Ο Ιώσηπος αναφέρει μολύβδινους χάρτες και ο Πλούταρχος ιστορεί ότι η ποιήτρια Αριστομάχη αφιέρωσε στους Δελφούς σύγγραμμα, που είχε μορφή μεταλλικού ειληταρίου.
Συνεχίστε την ανάγνωση στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
http://greekworldhistory.blogspot.gr/2016/01/blog-post_20.html
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η έκταση των γραπτών Ελληνικών έργων που έχουμε στην κατοχή μας, όπως και η κατάσταση στην οποία μας παραδόθηκαν από τους προγενεστέρους, είναι απόρροια των ιστορικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν επί χιλιάδες χρόνια υπό την επίδραση διαφόρων πολιτικών και πολιτιστικών παραγόντων. Η γραφική ύλη που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες ακόμη και σε πολύ προχωρημένες φάσεις της αρχαιότητας ήταν ο πάπυρος. Οι Αιγύπτιοι γνώριζαν αυτήν τη γραφική ύλη από την 3η χιλιετία π.Χ. και είχαν το μονοπώλιο της εξαγωγής της, καθώς το φυτό του παπύρου ευδοκιμούσε μόνο στη χώρα τους. Τα φύλλα γραφής κατασκευάζονταν από τα στελέχη του φυτού, που σχίζονταν σε λεπτές λουρίδες. Δύο στρώσεις από τις ίνες αυτές τοποθετούνταν σταυρωτά η μια επάνω στην άλλη (οι οριζόντιες ίνες συνέθεταν την πρόσθια όψη και οι κάθετες ίνες την οπίσθια όψη) και πιέζονταν, ώστε να δημιουργηθεί το φύλλο γραφής...
Η συγκόλληση περισσότερων φύλλων, του ενός δίπλα στο άλλο, γεννούσε το αρχαίο βιβλίο, τον κύλινδρο. Όπως γίνεται αντιληπτό από τα ανωτέρω, οι συγγραφείς της αρχαιότητας σχεδίαζαν και έδιναν την οριστική μορφή στα έργα τους σε ένα υλικό φθαρτό, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που εξηγεί το γιατί δεν μπορούμε ποτέ να φθάσουμε έως το ιδιόχειρο του συγγραφέα, το αρχικό αυτόγραφό του. Πάντως, γνωρίζουμε ότι οι μεγάλοι ποιητές της Κλασικής Περιόδου χρησιμοποιούσαν στα χειρόγραφά τους μόνον κεφαλαία γράμματα, που συνεχίζονταν το ένα πίσω από το άλλο, χωρίς χωρισμό των λέξεων, χωρίς τόνους και πνεύματα.
Ξέρουμε, επίσης, πως σε Αττικά πεζά κείμενα της εποχής του Ισοκράτη (436 π.Χ. - 338 π.Χ.) ένα σημάδι στο περιθώριο του κειμένου ήταν αυτό που φανέρωνε το τέλος της περιόδου. Στα κείμενα των δραμάτων πάλι η αλλαγή των προσώπων δηλωνόταν απλώς με μια οριζόντια παύλα, την παράγραφον. Είναι αυτονόητο ότι οι προαναφερθείσες ιδιορρυθμίες προκαλούσαν δυσκολίες στο διάβασμα των κειμένων και αποτελούσαν την αιτία πολυάριθμων λαθών. Το ζήτημα του ακριβούς καθορισμού της εμφάνισης των βιβλιόσχημων συγγραμμάτων, με άλλα λόγια της εποχής κατά την οποία οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να κρατούν στα χέρια τους φιλολογικά έργα που είχαν τη μορφή βιβλίου, παραμένει ανοιχτό.
Σύμφωνα πάντως με ορισμένες ενδείξεις, η απαρχή του Ελληνικού βιβλίου πρέπει να αναζητηθεί στο χώρο της πρώιμης Ιωνικής φιλοσοφίας και επιστήμης, στον 6ο αιώνα π.Χ. Στην Αθήνα, ειδικότερα, το βιβλίο εμφανίστηκε κατά πάσαν πιθανότητα τον 5ο αιώνα π.Χ., όταν το κλεινόν άστυ βρέθηκε στο επίκεντρο της Ελληνικής πνευματικής ζωής και προσωπικότητες όπως ο φιλόσοφος Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές της Ιωνίας διέθεταν μεγάλη επιρροή στην πόλη. Η εξάπλωση της χρήσης του βιβλίου τον 4ο αιώνα π.Χ. ήταν ραγδαία, με αναπόφευκτη συνέπεια την αλλοίωση των κειμένων που είχαν μεγάλη διάδοση.
Το γεγονός αυτό οδήγησε τον μεν Πλάτωνα να κάνει λόγο στον Φαίδρο για τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη γραπτή μετάδοση της γνώσης, τον δε Αθηναίο ρήτορα και πολιτικό Λυκούργο να προβεί στην κατάρτιση ενός κρατικού αντιγράφου των κειμένων των μεγάλων τραγικών ποιητών (Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη). Στους κατοπινούς αιώνες, η συγκέντρωση όλης της Ελληνικής γραμματείας στη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, που ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β' τον Φιλάδελφο και αποτέλεσε τη σημαντικότερη από την άποψη της έκτασης και της οργάνωσης αρχαία βιβλιοθήκη, ήταν εξαιρετικής κρισιμότητας για την Ελληνική φιλολογία.
Μολονότι εκατοντάδες χιλιάδες τόμοι Ελληνικών συγγραμμάτων -καρπός μιας εργώδους συλλεκτικής δραστηριότητας-, χάθηκαν γύρω στο 47 π.Χ., όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, οι κριτικές εκδόσεις των Αλεξανδρινών λογίων συνέβαλαν καθοριστικά στη μερική διάσωση των κειμένων των μεγάλων Ελλήνων συγγραφέων. Όμως, πέραν της καταστροφής της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, πολυάριθμες απώλειες στη γραμματεία των Ελλήνων προξένησε και η μεταβολή της μορφής του βιβλίου, που άρχισε στο β' μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. και ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Τον κύλινδρο διαδέχτηκε ο κώδικας, ο οποίος ήταν πιο εύκολος στη χρήση και σχηματιζόταν από περισσότερες σειρές φύλλων γραφής, που ήταν δυνατόν να γραφούν και στην οπίσθια όψη. Ο νέος τύπος βιβλίου εκτόπισε σταδιακά τον παλαιό, και καθετί που δεν ταίριαζε σε αυτήν τη μεταβολή χάθηκε. Σε ό,τι αφορούσε τη γραφική ύλη, ο πάπυρος συνέχισε να χρησιμοποιείται και για τους κώδικες, αλλά τη θέση του, ως κατάλληλο υλικό για τη νέα μορφή του βιβλίου, έπαιρνε ολοένα και περισσότερο η περγαμηνή. Αυτή η λευκή στιλπνή μεμβράνη από κατεργασμένο δέρμα χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά ως γραφική ύλη στην Πέργαμο της Μυσίας, τελειοποιήθηκε δε εκεί σε μια εποχή κατά την οποία η Αίγυπτος απαγόρευε την εξαγωγή παπύρου.
Σήμερα η διάδοση και η χρήση του βιβλίου θεωρείται μια σύγχρονη σχετικά ανακάλυψη, η σημασία της οποίας σηματοδοτήθηκε ύστερα από την ανακάλυψη της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο. Ωστόσο, η διάδοση και η χρήση του βιβλίου εντοπίζεται αρκετά πρώιμα, ήδη από την αρχαιότητα. Κύρια πηγή των πληροφοριών μας για την διερεύνηση των παραπάνω παραμέτρων είναι οι γραπτές πηγές. Ωστόσο, οι ελλιπείς ή αποσπασματικές πληροφορίες των γραπτών κειμένων συμπληρώνονται από τις αγγειογραφίες, επιγραφικές μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Από την εξέταση των πληροφοριών γίνεται αντιληπτό ότι η σύγχρονη παραγωγή του βιβλίου, η οποία στηρίζεται στην χρήση της μηχανής, οφείλει την σύλληψη του τρόπου παραγωγής και διάδοσης του βιβλίου στην αρχαία σκέψη.(Εναλλακτικά: Η εξέταση των πληροφοριών για την παραγωγή, την διάδοση και την χρήση του βιβλίου από την αρχαία Ελλάδα μέχρι την Ρώμη κάνει την σύγχρονη διαδικασία της παραγωγής, της διάδοσης και της χρήσης του βιβλίου να φαίνεται κοινότοπη και να αναδεικνύει την μοναδικότητα της αρχαίας Ελληνικής σκέψης και την θεμελίωση των ιδεών αυτής στο πέρασμα των αιώνων).
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Αρχαία Ελλάδα
Στην προσπάθεια να οριοθετήσει κάποιος την πρώτη εμφάνιση του βιβλίου ανατρέχει στην εποχή της επινόησης της γραφής. Είναι γνωστό ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δανείστηκαν το Φοινικικό αλφάβητο από τους Φοίνικες και το προσάρμοσαν στην Ελληνική γλώσσα με την συμπλήρωση του από τα επτά φωνήεντα. Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι η χρήση της γραφής σηματοδότησε ταυτόχρονα και την έναρξη της συγγραφής και της διάδοσης του βιβλίου. Ο σημερινός αναγνώστης με την χρήση του όρου βιβλίου αναφέρεται κυρίως στο λογοτεχνικό, επιστημονικό ή σχολικό βιβλίο. Στην αρχαία, όμως, Ελληνική κοινωνία δεν συνέβαινε το ίδιο, ιδίως στα πρώτα στάδια της διαμόρφωσης και της χρήσης της γραφής.
Ομοίως γίνεται αντιληπτό ότι η παραγωγή και η διάδοση του βιβλίου ακολούθησε αργούς ρυθμούς. Κάποιος θα μπορούσε τότε να ισχυριστεί ότι πρόκειται για μια κοινωνία με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ενισχυθεί από την έλλειψη στοιχείων και την αδυναμία του χρονικού προσδιορισμού της εμφάνισης ενός συστηματικού εκπαιδευτικού μοντέλου. Ο Rosalind Thomas απορρίπτει αυτούς τους ισχυρισμούς και σκιαγραφεί την σταδιακή υιοθέτηση της χρήσης της γραφής και της εξέλιξης της παιδείας σε μια κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται προφορική.
Οι μαρτυρίες για την ύπαρξη βιβλίων τοποθετείται στα μέσα του 6ου αιώνα, κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης της Αθήνας από τον τύραννο Πεισίστρατο, ο οποίος διέταξε την γραπτή καταχώριση των Ομηρικών Επών με αφορμή την απαγγελία αυτών στην γιορτή των Παναθηναίων. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα, αν υπήρχαν βιβλία από τον 8ο αιώνα, όταν υιοθετείται η Ελληνική γραφή μέχρι τον 6ο αιώνα που σταδιακά εμφανίζεται η ανάγκη της καταγραφής και της μελέτης των κειμένων της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας σε βιβλία. Τα Ομηρικά Έπη είναι τα πρώτα γνωστά λογοτεχνικά Ελληνικά κείμενα, το περιεχόμενο των οποίων αναπαραγόταν και διαδιδόταν συνεχώς.
Βέβαια, είναι γνωστή η προφορική αναπαραγωγή και η διάδοση αυτών. Αναλογιζόμενοι την μεγάλη έκταση των Ομηρικών Επών και την από στήθους απαγγελία αυτών από τους ραψωδούς φαίνεται αδύνατον η προφορική αναπαραγωγή τους να ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της προφορικής εκμάθησης, αφού η ύπαρξης της γραφής μπορούσε να διευκολύνει την καταγραφή και την εκμάθηση αυτών. Κατ’ επέκταση, λοιπόν, αφού η χρήση της γραφής συνυπήρχε με την προφορική συνήθεια της διάδοσης των λογοτεχνικών έργων, αυτό που συμπεραίνει κανείς είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ένιωθαν την ανάγκη να μελετήσουν το κείμενο των Ομηρικών Επών, αλλά να το αναπαράγουν και να το μάθουν προφορικά.
Ακόμη και η Κλασική Αθήνα του 4ου αιώνα με την έντονη πνευματική ανάπτυξη στηριζόταν στην προφορική διάδοση και εκμάθηση του περιεχομένου των λογοτεχνικών έργων και την προφορική πνευματική εξάσκηση. Αυτή η αντίληψη και συνήθεια εξηγεί την περιορισμένη διάδοση και χρήση του βιβλίων μέχρι τον 5ο αιώνα. Ο Αριστοφάνης ειρωνεύεται τους κατόχους των βιβλίων, αφού, όπως φαίνεται, η γνώση δεν στηριζόταν στην μελέτη των βιβλίων. Η προτίμηση της προφορικής έναντι της γραπτής αναπαραγωγής, ως αντίληψη της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, καταδεικνύεται και από την άποψη του Πλάτωνα, όπως αυτή εκφράζεται στο έργο του Φαίδρος.
Όπου ο Σωκράτης κατακρίνει την εξάρτηση κάποιου από το βιβλίο και την αδυναμία αξιοποίησης της μνήμης του. Εν γένει, εκφράζει την προτίμησή του για τον προφορικό λόγο έναντι του γραπτού και συνακόλουθα την αξία την μνημοτεχνικής μεθόδου. Σ’ αυτό συνηγορεί και ο Ισοκράτης, ο οποίος αποδέχεται την ανωτερότητα του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου. Οι μαρτυρίες για την ύπαρξη βιβλίων πληθαίνουν τον 5ο αιώνα και συνοδεύονται από αγγειογραφίες που μαρτυρούν την χρήση του βιβλίου, ιδιαίτερα σε ένα μαθησιακό περιβάλλον, η ανάπτυξη του οποίου φαίνεται να εξελίσσεται συστηματικά τότε.
Η εξοικείωση με την γραφή και η σταδιακή ανάπτυξη της παιδείας εντατικοποιείται και ενισχύεται με την ανάπτυξη της Αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως μαρτυρούν τα ακόλουθα γεγονότα. Έτσι, προέκυψε η ανάγκη της διαμόρφωσης ενός δημοσίου αρχείου με το χτίσιμο του βουλευτηρίου και την φύλαξη ενός αρχειακού υλικού σχετικά με τα ζητήματα που θέτονταν υπό συζήτηση. Επίσης, για την αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης προβλέφθηκε η γραπτή καταχώρηση των καταθέσεων των μαρτύρων στα πλαίσια μιας δίκης, ώστε να μην μπορεί στην συνέχεια ο μάρτυρας να αλλάξει την κατάθεσή του ή να προσποιηθεί την άγνοια κάποιων στοιχείων.
Μεγάλης σημασίας αποδείχτηκε ο νόμος που εισήγαγε ο Λυκούργος, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να καταγράφονται όλα τα έργα που παίζονταν στο θέατρο και να φυλάσσονται αυτά ως αρχεία από την πόλη. Οι ρήτορες της εποχής επικαλούνταν το περιεχόμενο των επιγραφών των δημοσίων μνημείων και συνακόλουθα ο γραπτός λόγος άρχισε να αποκτά μεγαλύτερη ισχύ από τον προφορικό. Ο Αισχίνης ήταν ένας από τους πρώτους ρήτορες, ο οποίος έκανε χρήση των επιγραφών των δημόσιων μνημείων για την απόδειξη ή την ενίσχυση των λεγόμενών του. Η συνήθεια αυτή των ρητόρων αναδεικνύει μια νέα ανάγκη τους, αφού προτιμούν την επίκληση του γραπτού λόγου για να ενισχύσουν την αποδεικτική ισχύ των επιχειρημάτων τους έναντι του προφορικού λόγου.
Επιπρόσθετα, καταγράφονται οι οφειλέτες, οι ευεργέτες και τα ιστορικά διατάγματα, τα οποία συνοδεύονται και από την δημόσια ανάγνωσή τους από τον γραμματέα στην συνέλευση και στο συμβούλιο. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, την σταδιακή ανάδειξη της σημασίας του γραπτού λόγου παράλληλα με την χρήση των μεθόδων του προφορικού. Η σημασία του προφορικού λόγου έγκειται στην γνώση και στην διάδοση του γραπτού λόγου. Εκτός, όμως από την συνήθεια του προφορικού λόγου για την απόκτηση της γνώσης, σταδιακά αναδεικνύεται η σημασία της ανάγνωσης των βιβλίων, τα οποία αποτελούσαν κτήμα κυρίως των λογίων της εποχής, και συνακόλουθα της μελέτης αυτών.
Ο Πλάτων σε αρκετά έργα του αναφέρεται στην συνήθεια της ανάγνωσης από τα βιβλία. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία που αντλούμε από τον Αριστοφάνη, σύμφωνα με τον οποίο ο κάθε ηθοποιός είχε ένα χειρόγραφο το οποίο συμβουλεύονταν οι ηθοποιοί για την εκμάθηση του ρόλου τους, στα πλαίσια της διδασκαλίας του δράματος. Σε άλλο έργο του, αναφέρει ότι οι Αθηναίοι πολίτες μπορούσαν να διαβάζουν τα θεατρικά έργα μόνοι τους για την προσωπική τους ευχαρίστηση. Ο Σωκράτης στον Φαίδωνα του Πλάτωνα αναφέρει ότι άκουσε να διαβάζεται και στην συνέχεια να αγοράζεται ένα βιβλίο του Αναξαγόρα.
Ο Ευκλείδης από τα Μέγαρα στον Θεαίτητο του Πλάτωνα ανακαλεί την συζήτηση του Σωκράτη με τον Θεαίτητο, την οποία είχε καταγράψει την ίδια στιγμή και ζητά από έναν δούλο να τού την αναγνώσει. Παράλληλα με την αύξηση των μαρτυριών για την ύπαρξη και την χρήση του βιβλίου πληθαίνουν οι πληροφορίες για την εκπαίδευση των νέων. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην ύπαρξη διδασκαλείων, όπως και ο Παυσανίας. Αυτές τις μαρτυρίες επιβεβαιώνουν και αγγειογραφίες της εποχής, οι οποίες απεικονίζουν νέους να μελετούν κρατώντας στα χέρια τους παπύρους.
Η σημασία της παιδείας αναδεικνύεται με την παράλληλη αύξηση του ενδιαφέροντος για τα γραπτά κείμενα και την διαμόρφωση του γυμνασίου. Κομβικό ρόλο θα διαδραματίσουν δύο γνωστά γυμνάσια της αρχαιότητας, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τα οποία θα αποτελέσουν τα ανώτερα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Ιδιαίτερα η βιβλιοθήκη του γυμνασίου του Αριστοτέλη θα διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο και στην μετέπειτα δημιουργία της πρώτης αρχαίας Ελληνικής βιβλιοθήκης, εκείνης της Αλεξάνδρειας.
Τα πολυποίκιλα ενδιαφέροντα του Αριστοτέλη και η έντονη αναζήτηση της αλήθειας βασισμένη στην λογική θα τον οδηγήσουν να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό βιβλίων στην βιβλιοθήκη του γυμνασίου. Ο Kenyon, υποστηρίζει ότι ο Αριστοτέλης συνέβαλε στην ουσιαστική μετάβαση της αρχαίας κοινωνίας από την προφορικότητα στην συνήθεια της ανάγνωσης και της μελέτης των βιβλίων.
Αρχαία Ρώμη
Οι Ρωμαίοι μιμήθηκαν την συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να παράγουν και να συλλέγουν βιβλία, όπως αποδεικνύεται και από τα λογοτεχνικά έργα που παρήγαγαν οι πρώτοι Ρωμαίοι λόγιοι. Οι πληροφορίες που αντλούνται από τους λόγιους της εποχής σκιαγραφούν αποκλειστικά μια κοινωνία λογίων, η οποία επικοινωνεί με την προφορική συζήτηση και χρησιμοποιεί την απαγγελία ως μέσο διάδοσης της λογοτεχνικής παραγωγής, η οποία ξεκινά τον 3ο π.Χ. αιώνα με τον Λίβιο Ανδρόνικο, τον Ναίβιο, τον Κάτωνα κ.ά.. Οι λόγιοι Ρωμαίοι στην διοργάνωση διάφορων δείπνων συμπεριελάμβαναν την απαγγελία κάποιου λογοτεχνικού αποσπάσματος από ένα χειρόγραφο.
Επίσης, σε κλειστό κύκλο προσκεκλημένων λογίων, απαγγέλλονταν τα αποσπάσματα ενός βιβλίου, το οποίο βρισκόταν υπό συγγραφή από τον ίδιο τον δημιουργό του, ώστε ο συγγραφέας να εξαγάγει χρήσιμα συμπεράσματα για την ευρύτερη μελλοντική πρόσληψη του έργου του. Η Ρωμαϊκή κοινωνία υιοθέτησε την συνήθεια της παραγωγής του βιβλίου και ασχολήθηκε κυρίως με την μελέτη του περιεχομένου του βιβλίου, παρά την έντονη ανάπτυξη της προφορικής διάδοσης της γνώσης, όπως εκείνη των αρχαίων Ελλήνων. Αυτή την εικόνα της κλειστής ομάδας των διαλεγόμενων λογίων που εξετάζουν τα κείμενα και προωθούν την γνώση σκιαγραφεί ο Αίλιος Γέλλιος στο έργο του Αττικές Νύχτες.
Η ανάγνωση διαφόρων αποσπασμάτων από ένα βιβλίο είναι η αφορμή για την διατύπωση μιας ερώτησης και την έναρξη μιας συζήτησης που προωθεί την γνώση. Η συζήτηση αυτή αποτελεί μια φιλολογική έρευνα του νοήματος του σχετικού αποσπάσματος, το οποίο αναγνώστηκε και για το οποίο διατυπώθηκε η ερώτηση με απώτερο στόχο οι συζητητές να εξελίξουν τον τρόπο σκέψης τους. Αφορμή για την έναρξη μιας συζήτησης αποτελεί και η διατύπωση μιας ερώτησης για την προέλευση μιας λέξης και την ανάδειξη των γνώσεων ενός προσώπου έναντι άλλου, εντάσσοντας την μελέτη των βιβλίων μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο ανταγωνισμού και αναγνώρισης.
Κατ’ επέκταση η σημασία του βιβλίου για τους Ρωμαίους εδράζεται στην αρχική απόκτηση γνώσεων, για να διακριθεί στην συνέχεια το άτομο και να αναγνωριστεί από την κοινότητα. Ο Οράτιος στις επιστολές του αναφέρει ότι έδωσε το βιβλίο με τα ποιήματά του στον Αύγουστο και εκείνος δέχτηκε να το τοποθετήσει στην βιβλιοθήκη του στον Παλατινό λόφο. Τα κίνητρα είναι προφανή, αφού ο Αυτοκράτορας θα συμπληρώσει την συλλογή του και έτσι θα αποκτήσει την αναγνώριση του λαού για την ίδρυση ενός νέου οικοδομήματος και παράλληλα ο ποιητής θα καταξιωθεί, αφού θα συγκαταλέγεται το βιβλίο του σε μια βιβλιοθήκη ανάμεσα στα έργα άλλων αναγνωρισμένων ποιητών και συγγραφέων.
Ο Σενέκας πολλές φορές σχολίαζε καυστικά με αφορμή την ίδρυση τόσο κάποιας δημόσιας όσο και ιδιωτικής βιβλιοθήκης ότι τα βιβλία δεν συγκεντρώνονταν για να διαβάζονται, αλλά για να δείχνονται. Εκτός από την μελέτη του περιεχομένου των βιβλίων μαρτυρείται η εκτίμηση του βιβλίου ως υλική κατασκευή, αφού πολλές φορές αποτέλεσε αντικείμενο δώρου, όπως εκείνα που δώρισε ο Κάτουλλος. Επίσης, ο Μαρτιάλης παρουσιάζεται ως θαυμαστής του υλικού του βιβλίου, όπως φαίνεται από τις περιγραφές των βιβλίων στα ποιήματά του.
Οι Ρωμαίοι, λοιπόν, απέδιδαν μεγαλύτερη σημασία στο υλικό του βιβλίου από την ουσιαστική μελέτη αυτού και προσανατολίζονταν στην απόδειξη βαθμού της γνώσης που κατείχε ο καθένας, ορμώμενοι από την θέληση να ξεχωρίσουν και να αναδειχτούν κοινωνικά έναντι άλλων Ρωμαίων πολιτών. Επιπλέον, η πληθώρα των βιβλιοθηκών που έχτισαν οι Ρωμαίοι και η προσήλωσή τους στην οικοδομική αρτιότητα και μεγαλοπρέπεια αυτών, αλλά και η επιθυμία τους να συγκεντρώσουν τα περισσότερα υπαρκτά χειρόγραφα αποδεικνύουν τα εξωτερικά κίνητρα των Ρωμαίων παρά την ουσιαστική αγάπη τους για γνώση που προέρχεται από αυτά.
ΥΛΙΚΑ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ
Όταν ακούει κανείς για γραπτά κείμενα στην αρχαία Ελλάδα, σκέπτεται συνήθως επιγραφές σε μάρμαρο ή συγγράμματα γραμμένα σε παπύρους ή περγαμηνές. Υπήρχαν όμως και κείμενα γραμμένα επί ποικίλης ύλης. Οι νόμοι του Σόλωνα π.χ. είχαν γραφεί σε ξύλινους κυλίνδρους, που ονομάζονταν «άξονες», καθώς και σε τριγωνόμορφες πινακίδες, τις «κύρβεις» που είχαν στηθεί πάνω στην Ακρόπολη. Ο Πλίνιος κάνει λόγο για επιγραφές χαραγμένες σε πλάκες μολύβδου, σώθηκε δε και μια πλάκα ανεπίγραφη χαλκού και άλλη σιδήρου. Ο Ιώσηπος αναφέρει μολύβδινους χάρτες και ο Πλούταρχος ιστορεί ότι η ποιήτρια Αριστομάχη αφιέρωσε στους Δελφούς σύγγραμμα, που είχε μορφή μεταλλικού ειληταρίου.
Συνεχίστε την ανάγνωση στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
http://greekworldhistory.blogspot.gr/2016/01/blog-post_20.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.