Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

H ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ. ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΗΤΑΝ ΘΕΟΣ…


ΑΥΡΗΛΙΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΤΟΝ ΥΙΟΝ  ΛΥΣΙΜΑΧΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ
ΕΙΣ ΘΕΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ

H αρχαία ανάγλυφη στήλη της Φλώρινας με τον Αλέξανδρο ως θεό.  Η  παραπάνω  ανάγλυφη μαρμάρινη στήλη ανακαλύφθηκε το 1957, ανάμεσα  στα χωριά Σκοπός και Αχλάδα της Φλώρινας, πολύ κοντά στα σύνορα Ελλάδας και Σκόπων. Λίγα χιλιόμετρα από εκεί, μέσα  στους  Σκόπους,  βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Ηράκλειας  της  Λυγκηστίδος. Η  αρχαία Ηράκλεια Λυγκηστίδα ιδρύθηκε από τον Αμύντα τον Γ΄(393-370 π.Χ.), πατέρα του Φιλίππου του Β΄ (359-336 π.Χ.) και ήταν η σημαντικότερη πόλη της μακεδονικής Λυγκηστίδος ( «Ηράκλεια: Αμύντου του Φιλίππου κτίσμα», στο A. Westermann (Gr. Edidit), Stephani Byzantii Εθνικών quæ supersunt (Lipsiae, 1839), 134.).

Η ΑΡΧΑΙΑ  ΠΟΛΗ  ΤΗΣ  ΦΛΩΡΙΝΑΣ
Η  αρχαία  ελληνική πόλη της Φλώρινας βρίσκεται στο νότιο τμήμα της σύγχρονης πόλης της Φλώρινας, πάνω στα άνδηρα της βόρειας πλαγιάς του πυκνοφυτεμένου λόφου του Αγίου Παντελεήμονα, όπως ονομάζεται από το ομώνυμο εκκλησάκι που βρίσκεται στην περιοχή. Λίγο χαμηλότερα, προς τα ανατολικά, βρίσκεται το πρώην ξενοδοχείο Ξενία, όπου την περίοδο 1930 - 1934 ανασκάφτηκε από τους Αντώνιο Κεραμόπουλλο και Γεώργιο Μπακαλάκη τμήμα της ιδίας πόλης, τα λείψανα της οποίας εξαφανίσθηκαν μέσα στη δεκαετία του '60 κατά την ανέγερση του Ξενία. Η ανασκαφική έρευνα της ΙΖ΄ΕΠΚΑ άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του '80 με οικονομική ενίσχυση κυρίως του Υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης, ενώ η συντήρηση και η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου έγιναν με χρηματοδότηση του Β΄ και Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης.

Ο ανασκαμμένος αρχαιολογικός χώρος, πάνω σε επάλληλα άνδηρα, καταλαμβάνει έκταση 8 περίπου στρεμμάτων με βεβαιωμένη χάραξη οικοδομικών τετραγώνων. Έχουν αποκαλυφθεί τμήματα οικοδομικών τετραγώνων με προσανατολισμό Α-Δ, που χωρίζονται από κάθετους δρόμους, πλάτους 3μ., όχι πάντα ευθείς, καθώς οι εξωτερικοί τοίχοι των κτηρίων γωνιάζουν μέσα σε αυτούς, περιορίζοντας τα κατηφορικά οδοστρώματα. Τα οικοδομικά τετράγωνα ορίζονται δυτικά από οριζόντιους δρόμους αναλόγου πλάτους, που οριοθετούν και τη θέση των υψηλότερων ανδήρων. Εκτός από τους φαρδύς αυτούς δρόμους, υπάρχουν και άλλη μικρότεροι πλάτους, 1 - 1,5 μ., μέσα στα οικοδομικά τετράγωνα, που διευκόλυναν την πρόσβαση στα σπίτια, αλλά και την αποχέτευση των όμβριων υδάτων. Οι δρόμοι είναι στρωμένοι με λίθους και σε κάποια σημεία είχαν λίθινες βαθμίδες, που συγκρατούσαν το οδόστρωμα στις κατωφέρειες και διευκόλυναν την άνοδο στα ψηλότερα επίπεδα. Μερικοί διασχίζονταν από αποχετευτικούς αγωγούς καλυμμένους με λίθινες πλάκες. Μέσα στα οικοδομικά τετράγωνα υπάρχουν 4 - 5 σπίτια με 3 - 4 χώρους το καθένα, από τους οποίους ο ένας, συνήθως ο μεγαλύτερος, που βλέπει προς τα ανατολικά είναι υπαίθριος. Σε όλα σχεδόν τα σπίτια υπάρχουν αποθηκευτικοί χώροι με μεγάλα πιθάρια. Μερικά έχουν βρεθεί στη θέση τους, με υπολείμματα καμένων σιτηρών (κριθάρι, σίκαλη, βρώμη) και χώροι με εστίες, ενώ σε αρκετά από αυτά υπήρχαν υπολείμματα εγκαταστάσεων επεξεργασίας σιδερένιων αντικειμένων, κυρίως εργαλείων (βρέθηκαν μάζες σιδηροσκουριών και τμημάτων μεταλλικών κλιβάνων). 
Οι τοίχοι των σπιτιών, πλάτους 0,40 - 0,50 μ., ήταν μέχρι ύψους περίπου 1 μ. κατασκευασμένοι με αδρά διαμορφωμένους λίθους χωρίς συνοδευτικό υλικό. Το πάνω τμήμα τους ήταν πλίθινο, όπως πλίθινοι ήταν και μερικοί εσωτερικοί τοίχοι. Μερικές φορές ήταν επιχρισμένοι με λευκά κονιάματα. Τα δάπεδα των σπιτιών ήταν συνήθως χωμάτινα, σε μερικές όμως περιπτώσεις ήταν στρωμένα με ουδέτερες φυσικές ψηφίδες ή κομμάτια κεραμιδιών. Μερικές φορές στο δάπεδο υπήρχε ένα πιθάρι, ως φρεάτιο καθαρισμού. 
Η στέγαση των σπιτιών γινόταν με μεγάλες κεραμίδες, μερικές από τις οποίες είχαν ενδιαφέρουσες χαράξεις και επιγραφές π. χ. ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Στις εισόδους των σπιτιών μερικές φορές υπήρχαν λίθινες βαθμίδες λόγο της διαφοράς των επιπέδων και στις πλευρές των δωματίων κτιστά πεζούλια για την τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων.

      Η κατοίκηση της πόλης πρέπει να άρχισε στον 4ο αι. π. Χ. όπως αποδεικνύει η παλιότερη κεραμική και έληξε με μια πυρκαγιά στις αρχές του 1ου αι. π. Χ. Ωστόσο η ανεύρεση και κεραμικής της 2ης χιλιετίας π. Χ. είναι ενδεικτική της ύπαρξης εγκατάστασης στην περιοχή αυτή από τους προϊστορικούς χρόνους.

Στην ανασκαφή της αρχαίας  Ελληνικής πόλης της Φλώρινας βρέθηκε μεγάλος αριθμός πήλινων αγγείων ποικίλων ειδών (πινάκια, λάγηνοι, ηθμοί, μυροδοχεία, υδρίες, λυχνάρια κ.α.) απλά αβαφή, με μελαμβαφή και με διακόσμηση ανάγλυφη ή με επίθετα χρώματα. Σε αρκετά από τα ανάγλυφα αγγεία αναγνωρίζονται οι ίδιες μήτρες κατασκευής, με ανάγλυφα αγγεία από την Πέλλα, την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου. Πρέπει να υπήρχε όμως και τοπικό εργαστήριο όπως αποδεικνύουν τα τμήματα μητρών και κάποιες σφραγίδες, που βρέθηκαν στην ανασκαφή.
Τα διακοσμητικά θέματα των ανάγλυφων αγγείων ήταν φυτικά, μυθολογικά, σκηνές της καθημερινής ζωής. Κυριαρχούν οι πολεμικές σκηνές, οι ερωτικές και θέματα του τρωικού κύκλου, που ταυτίζονται πολλές φορές και με επιγραφές.
Στο χείλος δύο πιθαριών οι ιδιοκτήτες χάραξαν τα ονόματά τους, ΠΑΡΑΜΟΝΟΥ και ΑΜΜΙΑ.  Οι ενσφράγιστες λαβές αμφορέα από διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου (Θάσο, Κω), αλλά και την ιταλική χερσόνησο, καθώς και τα πολλά νομίσματα (Μακεδόνων βασιλέων : Φιλίππου Β΄, Αλεξάνδρου Γ΄, Λυσιμάχου, Αντιγόνου, Φιλίππου Ε΄, Πέλλης, Θεσσαλονίκης, Αμφίπολης, αλλά και αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα νέας κοπής, 148 - 147 π. Χ. ), αποδεικνύουν εκτεταμένες εμπορικές συναλλαγές.

      Αρκετά είναι και τα αντικείμενα λατρείας, όπως τα θυμιατήρια και τα πήλινα είδωλα θεοτήτων του ελληνικού πανθέου (Αφροδίτης, Άρτεμης, Ερμή, Μητέρας των Θεών). Το μεγάλο πλήθος των υφαντικών βαρών αποδεικνύει μια ανεπτυγμένη υφαντουργία, ενώ ο μεγάλος αριθμός των γεωργικών εργαλείων και οι μεγάλες ποσότητες των αποθηκευμένων σιτηρών μαρτυρούν την ενασχόληση με την γεωργία και διάφορα είδη οικοτεχνίας (επεξεργασία μετάλλων, κεραμική, κοροπλαστική κλπ.).

      Τα ευρήματα της ανασκαφής της ελληνιστικής πόλης της Φλώρινας εκτίθενται στο Β΄ όροφο του αρχαιολογικού μουσείου της Φλώρινας.

Οι  θρησκευτικές δοξασίες, τα ταφικά έθιμα η πολιτική και κοινωνική ζωή των κατοίκων της Ανω Μακεδονίας  
(σημερινή  Δυτική  Μακεδονία). 
Εκεί όπου ο Αλέξανδρος ήταν θεός...
 Ο σημερινός Νομός Φλώρινας ανήκε κατά την αρχαιότητα στην Ανω Μακεδονία, που περιελάμβανε την Ελιμιώτιδα, την Ορεστίδα, τη Λυγκηστίδα, την Πελαγονία, την Εορδαία και ίσως τη Δερρίοπο, την Τυμφαία, την Ατιντανία και τη Δασσαρήτιδα. Πλην της Εορδαίας, που από νωρίς είχε ενσωματωθεί στο κράτος των Αργεαδών της Κάτω Μακεδονίας, όλες οι υπόλοιπες περιοχές αποτελούσαν ανεξάρτητα κρατίδια που είχαν το καθένα τους δικούς του ηγεμόνες. Ωστόσο από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. τα κρατίδια αυτά, ή έστω τα περισσότερα, ήταν υποτελή στο κράτος των Αιγών, ενώ από την εποχή του Φιλίππου Β', του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενσωματώθηκαν πλήρως σε αυτό.

Η Ανω Μακεδονία μόνο τα τελευταία χρόνια μπορούμε να πούμε ότι τράβηξε την προσοχή των αρχαιολόγων και των ιστορικών, και ίσως όχι στον βαθμό που θα έπρεπε. Αγνοημένη από τους αρχαίους συγγραφείς, χωρίς σημαντικά ορατά λείψανα και λαμπρά έργα τέχνης ­ τα εντυπωσιακά ευρήματα της Αιανής Κοζάνης, πόλης της Ελιμιώτιδος, μόλις πρόσφατα ήλθαν στο φως ­, δεν προκαλούσε ενδιαφέρον στους ευρωπαίους περιηγητές και θαυμαστές της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Και σε αυτό βέβαια κάποιο ρόλο έπαιξε και το δυσπρόσιτο της περιοχής. Στις αρχές του 19ου αι. η αποσκίρτηση του Αλή Πασά από τον σουλτάνο και η δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους στην Ηπειρο, το οποίο προσάρτησε και εδάφη της Δυτικής Μακεδονίας, έδωσε αφορμή στις Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης, και ιδιαίτερα στους Αγγλους και στους Γάλλους, να σπεύσουν στην περιοχή προς ίδιον συμφέρον.
Πρόξενοι και στρατιωτικοί ακόλουθοι διαπιστευμένοι στην αυλή του Αλή Πασά ανιχνεύουν και κατασκοπεύουν για λογαριασμό των χωρών τους και περιοχές της Ανω Μακεδονίας. Καθώς είναι μέτοχοι κλασικής παιδείας, όπως ο γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα Pouqueville και ο άγγλος συνταγματάρχης Leake, ανάμεσα στις σκοτεινές τους ασχολίες καταγράφουν και αρχαιότητες που συναντούν ή τους υποδεικνύουν κάτοικοι της περιοχής, διατυπώνοντας ενδιαφέρουσες ιστορικές και τοπογραφικές παρατηρήσεις. 
Είναι προς τιμήν του ελληνικού κράτους ότι με την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912 ίδρυσε αμέσως νέες αρχαιολογικές περιφέρειες στα νεοαποκτηθέντα εδάφη. Μία από αυτές μάλιστα είχε έδρα της τη Φλώρινα, όπου και τοποθετήθηκε ως έφορος ένας σπουδαίος φιλόλογος και εξαίρετος άνθρωπος, ο Ν. Παπαδάκις.
Η περιοχή του σημερινού Νομού Φλώρινας κατά την αρχαιότητα ήταν κατανεμημένη σε τρία από τα λεγόμενα διαμερίσματα της Ανω Μακεδονίας. Πιο συγκεκριμένα, ένα τμήμα στα ανατολικά βρισκόταν στην επικράτεια της Εορδαίας, ένα άλλο στα δυτικά ανήκε στην Ορεστίδα, ενώ το κεντρικό και μεγαλύτερο μέρος αποτελούσε το νότιο τμήμα της Λυγκηστίδος. Οποιος επιθυμεί να αποκτήσει μια έγκυρη, ευσύνοπτη και διαχρονική γνώση της ιστορίας αυτού του νομού και συγχρόνως να έχει μια καλή εικόνα για τα αρχαία υλικά κατάλοιπα της περιοχής, δεν έχει παρά να επισκεφθεί το Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλώρινας.

Ευρήματα της έκτης χιλιετίας

Στον κάτω όροφο του Μουσείου στήθηκε πρόσφατα, με καλαισθησία και γνώση, μια νέα έκθεση από την προϊσταμένη της ΙΖ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη. Το κτίριο έχει ανακαινιστεί και οι αίθουσές του, που ζωντανεύουν με έντονους χρωματισμούς, κερδίζουν γρήγορα τον επισκέπτη.

Στον πρώτο χώρο υπάρχει εποπτικό υλικό σχετικό με τη γεωμορφολογία του νομού και συγχρόνως παρουσιάζονται με διδακτικό τρόπο οι δραστηριότητες των παλαιότερων κατοίκων της περιοχής. Οι πρωιμότερες απ' αυτές ανάγονται με τα σημερινά δεδομένα στην έκτη χιλιετία. Αρχαιολογικό αλλά και φωτογραφικό και σχεδιαστικό υλικό, που συνοδεύεται από σύντομα επεξηγηματικά κείμενα, δίνει στον επισκέπτη πολλές και ποικίλες πληροφορίες. Σημαντική θέση κατέχουν στο τμήμα αυτό τα ευρήματα από τον προϊστορικό οικισμό του Αρμενοχωρίου που βρίσκεται πέντε χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης της Φλώρινας.

Σε άλλες αίθουσες εκτίθενται γλυπτά, ολόγλυφα και ανάγλυφα, αναθηματικά ή επιτύμβια, όπως και επιγραφές, στο σύνολό τους ελληνικές.  Όλα  αυτά μας δίνουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικές με τις θρησκευτικές δοξασίες, τα ταφικά έθιμα, την πολιτική και κοινωνική ζωή, τα ονόματα των κατοίκων κ.ά. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει μια ανάγλυφη στήλη που χρονολογείται γύρω στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. και μνημονεύει τον Αλέξανδρο ως θεό. Η λατρεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια του 3ου αι. μ.Χ. μας είναι γνωστή και από αλλού. Στην τελευταία αίθουσα του ισογείου εκτίθεται με εντυπωσιακό τρόπο ένα ψηφιδωτό με γεωμετρικά μοτίβα και επιγραφή, που διακοσμούσε το δάπεδο ενός ρωμαϊκού κτιρίου στις Κάτω Κλεινές.

 Οι Μακεδονικές  πόλεις  της  περιοχής  της  Φλώρινας
Στον επάνω όροφο εκτίθενται από το 1991 ευρήματα κυρίως από δύο σημαντικές ελληνιστικές πόλεις του νομού.
Η μία βρίσκεται κοντά στον σύγχρονο οικισμό των Πετρών, η άλλη στον λόφο του Αγίου Παντελεήμονα, στη σημερινή πόλη της Φλώρινας.
 Τα εκθέματα αυτά, που συνοδεύονται και από μακέτες, φωτογραφίες, σχέδια και αποκαταστάσεις, μας δίνουν μια εικόνα για την πολεοδομική οργάνωση των πόλεων αυτών, για τα σπίτια και τις ασχολίες των κατοίκων τους, για τα προϊόντα που παρήγαν, για τους θεούς τους κ.ά. Στους ίδιους χώρους εκτίθενται και τρεις μαρμάρινοι οδοδείκτες της Εγνατίας οδού, το πέρασμα της οποίας κατά τον 2ο αι. π.Χ. από το ανατολικό τμήμα του σημερινού Νομού Φλώρινας έδωσε σημαντική ώθηση στην οικονομική, και όχι μόνο, ανάπτυξη της περιοχής. Τέλος, εκτίθενται και ευρήματα των βυζαντινών χρόνων, κυρίως τοιχογραφίες και εικόνες από διάφορες εκκλησίες του νομού, και ιδιαίτερα από αυτές των Πρεσπών.

Η στήλη αυτή χρονολογήθηκε στον 3ο μ.Χ. αιώνα και δημοσιεύθηκε το 1985 (Θ. Ριζάκης & Γ. Τουράτσογλου (Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, ΤΑΠ. 1985), 137-138, αρ. 148).) και ανήκει στη Μόνιμη Συλλογή του Αρχαιολογικού Μουσείου Φλώρινας (αρ. 11). Το κεντρικό θέμα της, αναφέρεται στην αποθέωση  της θρυλικής μακεδονικής οικογένειας. Γνωρίζουμε από τον Αίλειο Αριστείδη πως ο Αμύντας λατρεύονταν σε Ναό στην Πύδνα, ενώ ο Φίλιππος, πιθανόν άρχισε και ίσως είχε το επίκεντρο της λατρείας του στην Αμφίπολη, αλλά όχι σε Ναό. Το αργότερο το 343 π.Χ., αυτή η λατρεία γενικεύθηκε με νομοθέτηση (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Προτρεπτικός προς Έλληνας, PG 08, 149B). Γνωρίζουμε, επίσης, πως ο Αλέξανδρος ζήτησε στην Ασία το 327 να του αποδίδονται ανάλογες τιμές. Κάτι για το οποίο προτείναμε πως σχετίζεται με την εννεαετή επέτειο από το θάνατο του Φιλίππου, όπου πιθανώς τελέσθηκε η περσεφόνια θεοποίηση του Φιλίππου, ακολουθώντας τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα (Αρριανός, Ανάβασις Αλεξάνδρου Δ΄, 9, 9). Η θεοποίηση του Αλεξάνδρου, επίσης, γενικεύθηκε με το βασιλιά εν ζωή, το έτος 324 από την Συνέλευση της Κορίνθου. Πρόκειται για την ίδια χρονιά, όπου πέθανε ο Ηφαιστίων, ο οποίος τιμήθηκε με τιμές υπέρμετρες, παρά το βασιλικό έθος.
Η στήλη χωρίζεται σε 3 τμήματα / πλαίσια. Στο υψηλότερο, του οποίου η στέψη προσομοιάζει με ένα καμαροσκεπές κτίριο, ο καλλιτέχνης δημιούργησε 2 όφεις / δράκοντες, οι οποίο τέμνονται σε ένα αυγό. Αυτό είναι το ορφικό αυγό της Δημιουργίας (Αθηναγόρας ο Αθηναίος και φιλόσοφος, Πρεσβεία περί Χριστιανών, PG 6, 927A-B.). Φαίνεται πως ετέθη αντί του κηρυκείου του Ερμού, ενός ενωτικού συμβόλου του διαχωρισμού των διεστώτων αντιπάλων μερών (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βίβλος Ι΄, 96. Βλ και Όμηρος, Οδύσσεια, Ω, 1-10. Πρβλ. και Bekker (ed.), Thukydidis Libri I et II ex recensione Bekkeri in usum scholarum (Berlin: A. Schone, 1874), Scholia in Liber I, 53.). Νοητός και φυσικός κόσμος σε αλληλεπίδραση, ή απηχείται η ψυχή του ανθρώπου, όπου κατά την πλατωνική παράδοση, συνίσταται από ένα αθάνατο και ένα θνητό είδος (Φαίδρος). Δεν πρέπει εδώ να λησμονήσουμε τον μεσοπλατωνισμό και ειδικά τον Νουμήνιο, ο οποίος επέδρασε σημαντικά κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Μπορεί, επίσης, να υποδηλώνει την παρουσία στην περιοχή, ιερού των Καβείρων ή της Δήμητρος και της Περσεφόνης (Ομηρικοί ύμνοι, Εςς Δήμητραν, 18-21. Βλ. και Στράβων, Γεωγραφικά, Ι, 1, 9. Πρβλ. και Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι – Αλέξανδρος, 2.7). Λατρειών οι οποίες υποστηρίχθηκαν από την βασιλική δυναστεία των Τημενιδών και προώθησε η Ολυμπιάς (πεθ. το 316 π.Χ.), βασίλισσα της Μακεδονίας, σύζυγος του Φιλίππου και φυσικά μητέρα του Αλεξάνδρου του Γ΄.
Στο κεντρικό τμήμα, από τα αριστερά προς τα δεξιά, ο γλύπτης σμίλεψε την μορφή του Αλεξάνδρου, σε μια φόρμα έξω από το τυπικό πρότυπο, χωρίς να απλώνονται τα χαρακτηριστικά μακριά μαλλιά του. Φέρει ένα παραζώνιο ανεστραμμένο ξίφος, σε μια μανιέρα συνήθης για τα πορτραίτα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Έχει υποστηριχθεί ότι αυτό το στοιχείο, η πλαισίωση μιας σημαντικής μορφής με αυτό το ξίφος, δηλώνει την ολοκλήρωση κάποιου γεγονότος, π.χ. μιας μάχης ή μιας εκστρατείας.
Η δεύτερη κατά σειρά ανθρώπινη μορφή, εκτελεσμένη στο κέντρο, είναι γενειοφόρος και έχει αποδοθεί στον Φίλιππο τον Β΄. Το τρίτο πορτραίτο, προς τα αριστερά, συνιστά μια γυναικεία μορφή η οποία ταυτίσθηκε με την Ολυμπιάδα. Είναι ελάχιστα μεγαλύτερη σε αναλογία από τους δύο προηγούμενους. Κρατά σκήπτρο και ανακαλεί στη μνήμη την Περσεφόνη ως βασίλισσα και ιέρεια των μυστηρίων. Δίπλα της μια δυσανάλογα μικρότερη γυναικεία μορφή, πιθανώς μια ιέρεια. Η Ολυμπιάς απεικονίσθηκε συχνά σε νομίσματα με την μορφή της Περσεφόνης, πιθανώς ως μητέρα του Αλεξάνδρου, ο οποίος θεοποιήθηκε ως Διόνυσος. Η μητέρα του Διονύσου στο βασικό μύθο ήταν η Σεμέλη, την οποία ο Διόνυσος επανέφερε από τον Άδη. Στην ορφική παραλλαγή, ο Διόνυσος Ζαγρεύς προήλθε από τον Δία, ο οποίος με τη μορφή δράκοντα ενώθηκε με την Περσεφόνη (Νόννος, Διονυσιακά, VI, 155-165). Αν λοιπόν ως Διόνυσος τιμήθηκε ο Αλέξανδρος, τότε η μητέρα του Ολυμπιάς, λογικότατα ταυτίσθηκε με την Περσεφόνη, ελέω δωδωναίας παράδοσης και γενάρχη Αιακού και παραλληλίσθηκε, ίσως, με την επαναφορά της Σεμέλης.
Στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, επί Μάρκου Αυρηλίου (161-180 μ.Χ.) και Κόμμοδου (177-192 μ.Χ.), υπήρξε μια αναβίωση της λατρείας του Αλεξάνδρου, η οποία, όπως ήταν φυσικό, συμπεριέλαβε και άλλα μέλη της οικογενείας του. Ανάλογη ώθηση είχαμε και επί Καρακάλλα (198-217 μ.Χ.), παρότι το 215 είχε καταστρέψει την Αλεξάνδρεια. Το μακεδονικό μοντέλο της εκθέωσης, το οποίο συνεχίσθηκε στα ελληνιστικά χρόνια, ταίριαξε και επηρέασε πολύ την consecratio των Ρωμαίων αυτοκρατόρων με αρχή τον Ιούλιο Καίσαρα (Suetonius Gaius Tranquillus, De vita Caesarum, Julius Caesar, LXXXVIII). Στο αποθεωμένο πρόσωπο του Καίσαρα, συγκεφαλαιώνονταν η ενότητα των Ρωμαίων και αυτής της Pax Romana.
Στο τρίτο και χαμηλότερο τμήμα της μαρμάρινης στήλης, διασώζεται η αρχαία αναθηματική επιγραφή, γραμμένη στα αρχαία ελληνικά:

ΑΥΡΗΛΙΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΤΟΝ ΥΙΟΝ/

ΛΥΣΙΜΑΧΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ/

(Ε)ΙΣ ΘΕΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ

(Για  το  παραπάνω  άρθρο  πήραμε  στοιχεία  από  αντίστοιχο  άρθρο  του  κ. Κόττη  Κωνσταντίνου,  27.10.2016,  ptolemeos.gr).




H  ΛΑΤΡΕΙΑ  ΤΟΥ  ΘΕΟΥ  ΑΔΗ  ΣΤΗΝ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

 Η αρχαϊκότητα της λατρείας του Άδη στη Μακεδονία συνάγεται μόνον εμμέσως από την παρουσία στο μακεδόνικο ημερολόγιο του μηνός Αύδναίου- Αύδνναίον-Αύδωναίον —αντίστοιχου με τον αττικό μήνα Ποσειδεώνα (Δεκέμβριος-Ιανουάριος)—, κατά τη διάρκεια του οποίου τελούνταν προφανώς, οι γιορτές των αύδωναίων προς τιμήν του θεού και των νεκρών .



Η  ΛΑΤΡΕΙΑ  ΤΟΥ  ΘΕΟΥ  ΗΡΑΚΛΗ  ΣΤΗΝ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Η λατρεία του Ηρακλή, του προγονικού θεού των Μακεδόνων, με την προσωνυμία Κυναγίδας, υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Βοττιαία και την Ανω Μακεδονία, ενώ δε μαρτυρείται από τη Χαλκιδική και την Μακεδονία εκείθεν του Αξιού.


Η  ΛΑΤΡΕΙΑ  ΤΟΥ  ΘΕΟΥ 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ  ΣΤΗΝ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Η απονομή θεϊκών τιμών στον  Αλέξανδρο,  στη γενέθλια  γη της Μακεδονίας, υπήρξε όψιμη,   αφού στο φυλετικό βασίλειο των Αντιπατριδών και των Αντιγονιδών, αντίθετα απ' ό,τι στις δορίκτητες πολυεθνικές ηγεμονίες των Επιγόνων της Ανατολής, υπήρξε μια συνειδητή απροθυμία θεοποίησης του μεγάλου Μακεδόνα.
Εμφανίζεται στο πρώτο μισό του 3ου αι. μ.Χ. και εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα της προβολής του νεαρού στρατηλάτη ως προτύπου της ρωμαϊκής ηγετικής τάξης.
Τόσον η αναθηματική στήλη από το Σκοπό Φλωρίνης όσο και η επιτύμβια από τις Κάτω Κλεινές του ίδιου νομού, φέρουν πολυπρόσωπες παραστάσεις με απεικονίσεις θεοτήτων, μεταξύ των οποίων η μορφή του θεοποιημένου Αλεξάνδρου.

Στη στήλη μάλιστα του Σκοπού ο Αλέξανδρος παριστάνεται ισότιμα με τον σπένδοντα Δία και την σκηπτροφόρο Ήρα. Η ταυτότητα του υιού του Φιλίππου συμπεραίνεται και από τον αγαλματικό τύπο που στην περίπτωση του ανάγλυφου
από το Σκοπό ταυτίζεται με τον λεγόμενο τύπο Μαγνησίας και από τά συοδευτικά επιγραφικά κείμενα


 Σκοπός: ίς θεόν Αλέξανδρον

Κάτω Κλεινές: Αλεξάνδρω θεοειδΐ).




 Η ύπαρξη της Φλώρινας αρχίζει τουλάχιστον απ' το 10.000 π.Χ. στο βουνό της ΒΟΡΡΑΣ (π. Καϊμάκτσαλαν), όπου ζούσε ο θεός του ανέμου ΒΟΡΕΑΣ, ενώ η κοιλάδα Σκλήθρου - Λεχόβου έγινε απ' την πτώση αίματος στην περίοδο διαμάχης Θεών - Τιτάνων.

Ιστορία
 
Η πρωιμότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στην Φλώρινα ως αυτή την στιγμή σύμφωνα με αρχαιολογικές ανασκαφές τοποθετείται στην μέση Νεολιθική Περίοδο (5800 - 5300 π. Χ., οικισμοί Αρμενοχωρίου, Μελίτης, Αγ. Παντελεήμονα, Αγίων Αναργύρων, Βαρικού).           
Στις εποχές του Χαλκού (3100 - 1050 π. Χ.) και του Σιδήρου η κατοίκηση αυξάνεται στις λεκάνες της Φλώρινας και του Αμυνταίου
  • Πρώιμη Εποχή Χαλκού :Άνω Κλεινές, Σκοπός, Λόφοι, Νίκη, Παλαίστρα, Kλαδοράχη, Πέρασμα, Αγ. Βαρθολομαίος, Βαλτόνερα.
  • Ύστερη Εποχή Χαλκού : Οξιά - Μικρολίμνη, Τρίγωνο, Φλώρινα, Παπαγιάννη, Νεοχώρι, Πέτρες.
  • Εποχή Σιδήρου : Πέτρες, Αετός, Βαρικό, Βεγόρα, Λιμνοχώρι, Φαράγγι, Παλαίστρα, Αγ. Παντελεήμονας).
       Τα ελλιπή ανασκαφικά στοιχεία στην Φλώρινα για  την κλασική εποχή αναπληρώνουν οι πληροφορίες των ιστορικών πηγών (Ηρόδοτος Θ΄137, Θουκυδίδης 4, 124 - 128, Στράβων 7.326, Διόδωρος Σικελιώτης 16.4) από τις οποίες μαρτυρείται ότι στο Β΄μισό του 5ου αι. π. Χ. την περιοχή κυβερνούσε ο βασιλικός οίκος των Λυγκηστών που οι μυθικές ρίζες του ανάγονταν στην Κόρινθο.
       Λυγκηστίδα ονομάστηκε από το μυθικό ήρωα Λυγκέα ή από το αιμοβόρο θηλαστικό Λύγξ - Λύγκος - Λύγκας . Ο Βασιλικός οίκος των Λυγκηστών είχε βασιλιά τον Αρραβαίο, πατέρα της πριγκίπισσας Ευρυδίκης, η οποία ήταν η μητέρα του Φίλιππου Β΄ Βασιλιά της Μακεδονίας.
       Το 352 π. Χ. ο Φίλιππος Β΄ κτίζει την Ηράκλεια στην Λυγκηστίδα η οποία θα αποτελέσει φρούριο κατά των Βορείων και Δυτικών εχθρών της Μακεδονίας. Τον Μ. Αλέξανδρο ακολούθησαν πολλοί Φλωρινιώτες και πολλοί ήταν ηγέτες. Περίφημη η Λυγκηστίδα τάξη, δηλαδή η στρατιωτική ομάδα των Λυγκηστών.
       Το 148 π. Χ. η Μακεδονία υποτάσσεται στους Ρωμαίους και η Φλώρινα υπάγεται στην 4η Τοπαρχία και το 48 π. Χ. καίγεται από τους Ρωμαίους στην διάρκεια Ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων(Καίσαρ - Πομπήιος), από τον ρωμαίο στρατηγό Δομίτιο, φίλο του Καίσαρα.


ΖΗΝΩΝ  ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
 

 



 
  
 


 

 

 
 

 

 
 
 
 
 
 
 


 
 
 

 
 
 



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.