Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Η Δούκισσα της Πλακεντίας γεννήθηκε στην Philadelphia των Η.Π.Α. στα 1785. Το όνομα της ήταν Sophie de Marbois-Lebrun και ήταν κόρη του επιτετραμμένου της Γαλλίας στο Κογκρέσο της ομώνυμης πόλης, François Barbé-Marbois. Στην ηλικία των 19 παντρεύτηκε τον Charles Lebrun, γιο του υπουργού οικονομικών του Ναπολέοντα Charles-François Lebrun, τον οποίο ο Ναπολέων είχε τιμήσει με τον τίτλο του υπασπιστή και του είχε παραχωρήσει το Δουκάτο της Piacenza (λατινικά Placentia), που μαζί με την Parma και την Guastalla αποτέλεσαν κομμάτι του γαλλικού βασιλείου μέχρι το 1847. Το ζεύγος απέκτησε μια κόρη, την Ελίζα, αλλά ο γάμος δεν μακροημέρευσε, αφού οι στρατιωτικές υποχρεώσεις του Charles Lebrun τον κρατούσαν μακριά από την οικογένεια του. Η Sophie de Marbois-Lebrun στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με την αριστοκρατία του πλούτου, της πολιτικής και του πνεύματος της εποχής. Στις διάφορες δεξιώσεις του Ναπολέοντα ήταν πάντα παρούσα και σε μια από αυτές φαίνεται να γνώρισε και τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίο αρχικά εκτίμησε πολύ θετικά. Ο Edmond About που γνώρισε την Δούκισσα στην Ελλάδα και αναφέρει για αυτήν: «Η αυλή (ενν. της Γαλλίας) την θαύμαζε για την ομορφιά της, από την οποία έλειπε μόνο λίγη χάρη, ο αυτοκράτορας την εκτιμούσε για την αρετή της και δεν έδινε ποτέ αφορμή όταν ζούσε χωριστά από τον άνδρα της[…]. Έτρεφε, τέλος, μεγάλη αγάπη για την μοναχοκόρη της, η οποία της έμοιαζε σε όλα». Στην γαλλική πρωτεύουσα την εποχή εκείνη ήταν ευρέως διαδεδομένο το φιλελληνικό κίνημα, γεγονός που επηρέασε βαθιά την εύπορη Δούκισσα, η οποία συνέβαλε οικονομικά στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Υπό την παρότρυνση του μετέπειτα Κυβερνήτη της Ελλάδας αποφασίζει να εγκαταλείψει τον σύζυγο της, παρότι ποτέ δεν έβγαλαν διαζύγιο, και μαζί με την κόρη της να ταξιδέψουν για την Ελλάδα στα 1829.
Πρώτος σταθμός της ήταν η Κέρκυρα, από όπου την παρέλαβε ο Ανδρέας Μιαούλης και την μετέφερε στο Ναύπλιο. Από εκεί, μαζί με την πολυαγαπημένη κόρη της, θα επισκεφτεί την Πελοπόννησο και θα επενδύσει σε κτήματα στην Αθήνα. Η συμπάθεια της όμως για τον Καποδίστρια άρχισε σταδιακά να φθίνει, κυρίως λόγω του τρόπου διακυβέρνησης του. Μάλιστα, μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη στα 1831, διένειμε και φυλλάδια στο Παρίσι με επικριτικά σχόλια για την διακυβέρνηση του, ενώ πολλοί είναι αυτοί που εικάζουν ότι την είχε προσεταιριστεί πολιτικά η οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων. Στην διάρκεια των ταραχών του Καποδίστρια με τους πολιτικούς του αντιπάλους, η Δούκισσα επέστρεψε στην Ρώμη. Κατά την εκεί διαμονή της, η κόρη της ασθένησε σοβαρά, μάλλον με φυματίωση, και αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα το 1832 με την ελπίδα ότι το αττικό κλίμα θα βοηθούσε στην ασθένεια της Ελίζας. Το 1836 αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι στην Μέση Ανατολή. Επισκέφτηκε με την κόρη της και μεγάλη συνοδεία το Λίβανο, την Συρία και διάφορα άλλα μέρη. Στη διάρκεια του ταξιδιού η υγεία της Ελίζας χειροτέρευσε με αποτέλεσμα να καταλήξει τον Ιούνιο του 1837. Η Δούκισσα απαρηγόρητη, πραγματοποίησε την τελευταία επιθυμία της κόρης της, η οποία της είχε ζητήσει να την βαλσαμώσει ώστε να είναι για πάντα μαζί της. Έτσι, συντετριμμένη και με την κόρη της βαλσαμωμένη επιστρέφει στην Αθήνα.
Η απώλεια της μονάκριβης θυγατέρας της φαίνεται ότι είχε τεράστιο αντίκτυπο στην προσωπικότητα της Δούκισσας. Αποτραβήχτηκε στο σπίτι της στο Μεταξουργείο και τοποθέτησε την λάρνακα με την μούμια της κόρης της στο υπόγειο. Προσπάθησε να βρει καταφύγιο από την θλίψη της στη θρησκεία και φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει μια δική της, ένα κράμα χριστιανισμού και ιουδαϊσμού. Ο Ed. About σημειώνει ότι: «Ο πρόωρος θάνατος της κόρης της από κάποια ανίατη ασθένεια, το γήρας που τη βρήκε, η μοναξιά από την οποία δεν φρόντισε να προφυλαχτεί, μια φυσική κλίση προς ό, τι ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, και ίσως η αδιάλειπτη ανάγνωση ενός και μοναδικού βιβλίου, την έριξαν σε μια θρησκεία που δεν ανήκει παρά σ’ εκείνη, πολύ μακριά από τον χριστιανισμό, αλλά κοντά στον ιουδαϊσμό, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με αυτόν. Μια θρησκεία χωρίς πιστούς, της οποίας είναι ταυτόχρονα η ιέρεια και προφήτισσα». Η Christiane Lüth, σύζυγος του προσωπικού ιερέα της Αμαλίας, γνώρισε την Δούκισσα όταν μετακόμισε με την οικογένεια της δίπλα από το σπίτι της στην σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου και αναφέρει για την υψηλή γειτόνισσα της: «Δίπλα μας έμενε η γαλλίδα δούκισσα της Πλακεντίας, μια παράξενη κυρία, πλούσια, χωρισμένη από τον άντρα της. Δεν ήταν ούτε Εβραία ούτε χριστιανή. Είχε τη δική της θρησκευτική πίστη, την είχε τυπώσει στα γαλλικά κι είχε μοιράσει στον κόσμο τα αντίτυπα. Μας είχε δώσει κι εμάς ένα. Είχε μια μοναχοκόρη που πέθανε όταν ήταν δεκάξι χρόνων και διατηρούσε το λείψανο της σε οινόπνευμα μέσα σε ένα γυάλινο φέρετρο στο υπόγειο του σπιτιού. Εκεί κατέβαινε που και που για να κλάψει την κόρη της. Η κοπέλα μας και τα παιδιά το είχαν διασκέδαση να πηγαίνουν να κρυφοκοιτάζουν την πεθαμένη στο υπόγειο». Μια ακόμη περιγραφή της Δούκισσας μας δίνει και η Γερμανίδα κυρία των τιμών της Αμαλίας, Julie von Nordenpflycht σε ένα γράμμα της από το 1842: «[…] Ζώσα μακράν του συζύγου της, διαμένοντος εν Παρισίοις (αγνοώ, αν είναι διαζευγμένη ή μη), διήλθε πολλά έτη εν τη Ανατολή, ένθα απώλεσε την μονογενή θυγατέρα αυτής, της οποίας το πτώμα φέρει μεθ΄ εαυτής. […] Τους Γερμανούς πλήν του αρχιάτρου μας μισεί σχεδόν άπαντας. Και αυτοί οι Βασιλείς και η ακολουθία των δεν τυγχάνουσι της ευνοίας της. […] Προς τινας εκ των ευνοουμένων της είναι αύτη λίαν γενναιόδωρος. Δωρείται εις αυτούς χρήματα, γήπεδα, ίππους μεγίστης αξίας. Ουδέποτε όμως δίδει τι εις πτωχόν. «Είμαι γενναιόδωρος» λέγει, «δεν δίδω όμως ελεημοσύνην». […] Εξέρχεται καθ΄ εκάστην εις περίπατον ή διοργανοί εκδρομάς εις το Πεντελικόν, εις ας καλεί τους ευνοουμένους της.[…] Διαδίδεται ωσαύτως περί αυτής ότι ησπάσθη εν Παλαιστίνη τον Ιουδαϊσμόν. Και βεβαίως δεν πρεσβεύει φανερώς το τοιούτον θρήσκευμα, αλλ΄ εκ των θρησκευτικών της δοξασιών, αίτινες αποτελούσι το κύριον θέμα της ομιλίας της, συνάγει τις τούτο».
Η Δούκισσα αγάπησε ιδιαίτερα την Αττική και συνεχώς έκανε εκδρομές στις πέριξ περιοχές με σκοπό να βρει την κατάλληλη τοποθεσία για να αναγείρει ένα «Καστέλο», όπως έλεγε. Η περιοχή που την μαγνήτισε ήταν στους πρόποδες της Πεντέλης, εκεί που σήμερα είναι η Νέα Πεντέλη. Εκεί έκανε τακτικούς περιπάτους και εκδρομές με διάφορους ξένους αλλά και Έλληνες. Τελικά το 1839 αποκτά από την μονή Πεντέλης αντί 7.155 δραχμών έκταση 1738 στρεμμάτων και ξεκινά να χτίζει το «Καστέλο» σε σχέδια του φίλου της αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη. Επιθυμία της Δούκισσας ήταν να καταστεί το θερινό ανάκτορο της. Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1844, η Δούκισσα επανέρχεται με ένα νέο σχέδιο, να χτίσει δυο πύργους πάνω στον δρόμο που οδηγούσε στην Μονή Πεντέλης. Ο πρώτος, η «Plaisance», ολοκληρώθηκε αλλά ο δεύτερος, η «Tourelle», δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Οι επενδύσεις της Δούκισσας στην Πεντέλη την έφεραν πολλάκις αντιμέτωπη με την Μονή της Πεντέλης. Αντιδικίες σχετικά με τις εκτάσεις, τους όρους δόμησης, την βόσκηση των ζώων της μονής ή την υδροδότηση δημιουργούσαν εντάσεις μεταξύ Μονής και Δούκισσας. Η τελευταία σε όλες τις περιπτώσεις κατέφευγε στην κρατική διοίκηση, στην οποία φαίνεται είχε ισχυρές γνωριμίες. Μάλιστα ο Ιωάννης Κωλέτης είχε κατηγορηθεί ότι σκανδαλωδώς είχε παραχωρήσει όλη την Πεντέλη στην Δούκισσα…
Οι συνεχείς δραστηριότητες της πλουσιοτάτης Δούκισσας στην Πεντέλη δεν άργησαν να τραβήξουν και την προσοχή των περιφερόμενων ληστών. Ο αστικός μύθος συνδέει εσφαλμένα την Δούκισσα με την δράση του ληστή Νταβέλη. Στην πραγματικότητα ο ληστής που αποπειράθηκε να απαγάγει την Δούκισσα ήταν ο περιβόητος εκείνα τα χρόνια Σπύρος Μπίμπισης. Με πολλές ληστείες και φόνους στο ενεργητικό του αποτελούσε φόβητρο σε όλη την Αττικοβοιωτία και η κυβέρνηση τον είχε επικηρύξει για 3.000 δραχμές. Αυτόν τον φοβερό λήσταρχο της περιοχής συναπάντησε η Δούκισσα στην Πεντέλη τον Ιούνιο του 1846 σε μια βόλτα της με συνοδεία τριών φίλων της. Οι ληστές αφού αντιλήφθηκαν με ποια είχαν να κάνουν προσάρμοσαν ανάλογα και τα λύτρα που ζητούσαν, απαιτώντας 200.000 δραχμές. Σε δυο επιστολές της προς τον πρώην σύζυγο της αναφέρει τη στιχομυθία με τον λήσταρχο: «Ο λήσταρχος: Είστε πιο πλούσια κι από βασιλιά, Παλάτι Αθήνα, Παλάτι Πεντέλη, χτήμα και χωριά. – Άντε λοιπόν, του λέω, πάρτε χωριό και Παλάτι. Όσο για χρήματα δεν έχω. Δεν είμαι όσο πλούσια νομίζετε.[…] ο λήσταρχος είπε ότι θα μας σκότωνε και τότε εγώ κατέβηκα από την άμαξα, στάθηκα απέναντι του και του είπα: «Άντε λοιπόν σκοτώστε με κι αφήστε τους άλλους να φύγουν». Αλλά αυτοί ήθελαν τα λεφτά μου κι όχι τη ζωή μου. Όταν αρνήθηκα λέγοντας πως δεν μπορούσα να τους πληρώσω, έκαναν πως δεν με πιστεύουν κι έλεγαν τί θα τα κάνετε τα λεφτά άμα σας σκοτώσουμε, ενώ εμείς με αυτά τα λεφτά θα περάσουμε στην Τουρκιά και θα βλογούμε το όνομα σας». Για καλή τύχη της Δούκισσας και των φίλων της για το περιστατικό ενημερώθηκαν έγκαιρα κάτοικοι του Χαλανδρίου οι οποίοι κινητοποιήθηκαν για να την σώσουν. Στην θέα των κατοίκων ο ληστής και τα τσιράκια του τράπηκαν σε φυγή. Σε άλλη επιστολή η Δούκισσα αναφέρει και τα εξής αποκαλυπτικά για την δράση και την κάλυψη των κυκλωμάτων ληστείας εκείνη την εποχή: «Να είστε βέβαιος (αναφέρεται στον πρώην σύζυγο της) πως η πολιτική της αντιπολιτεύσεως δεν έχει καμία σχέση με αυτή την υπόθεση (σημ. πολλές φορές τα αντιπολιτευόμενα κόμματα χρησιμοποιούσαν ληστές για να κλονίσουν την σταθερότητα των κυβερνήσεων και αυτό ήταν εν γνώσει της Δούκισσας). Θα ήθελα να πω το ίδιο και για τους καλόγερους από το μοναστήρι της Πεντέλης, αλλά δυστυχώς είμαι πεπεισμένη για το αντίθετο. Και πρώτα- πρώτα θα ξέρετε πως ένας από αυτούς τους καλόγερους είναι φίλος των ληστών και τους προμηθεύει ψωμί και κρέας για να μπορούν να ζουν πιο ανθρώπινα. […] Έχει προστάτες (ενν. τον Μπίμπιση) ανάμεσα σε αυτούς που πλησιάζουν τον Κωλέτη, και μάλιστα κάποιον Αθηναίο δήμαρχο που έφαγε ένα βράδυ σπίτι μου μαζί σας. Ο κοσμάκης κατηγορεί αυτόν τον πρώην δήμαρχο πως προστατεύει πολλές κλεψιές παίρνοντας παράδες. Αλλά κατάφερε να επηρεάσει πολλούς από αυτούς που ψηφίζουν στην Αττική, κι έτσι αυτό βοήθησε πολύ τον Κωλέτη να βγή στην Αθήνα. Αλλά και πάλι για τον Μπίμπιση, ένας άλλος από τους προστάτες του, ο καλόγερος Χ. Ταμπακόπουλος, που έχει δικό του το μοναστήρι της Καισαριανής, ήρθε να δη και μου είπε τάχατες σα συμβουλή, λίγες μέρες πιο ύστερα, πως ο Μπίμπισης είχε μια κόρη δεκάξη χρονώ και πως αν ήθελα να την φροντίσω θα μου το χρωστούσε χάρη».
Ο Ed.About άκουσε την περιπέτεια της Δούκισσας από την ίδια σε μια επίσκεψη του στο θερινό της ανάκτορο στην Πεντέλη. Η ίδια αναφέρεται με μάλλον συμπαθητικά λόγια για τον επίδοξο απαγωγέα της: «[…] ο κακομοίρης μου έλεγε με ύφος όλο στόμφο: «Κυρία μου, δώστε μου αυτές τις διακόσιες χιλιάδες δραχμές. Θα πάνε σε καλή μεριά. Θα αποτραβηχτούμε στην Τουρκιά. Δεν θα ξανακλέψουμε κανένα. Θα αγοράσουμε κανένα καλό κτήμα και θα πίνουμε νερό στο όνομα σας. Αν βλέπατε με πόσο σεβασμό μου μιλούσε από την πόρτα της άμαξάς μου, θα νομίζατε πως ζητά ελεημοσύνη. […] Όταν αυτός ο δυστυχής ο Μπίμπισης είδε πως του έλαχε η μοίρα να φύγει χωρίς τα λεφτά του, με αποχαιρέτησε, αλλά με ένα ύφος τόσο απογοητευμένο που βούρκωσα. Του έδωσα δέκα φράγκα που τα δέχτηκε με ευγνωμοσύνη. Έχουν καλοσύνη αυτοί οι άνθρωποι». Για τον Μπίμπιση, πάντως, υπάρχουν αρκετές αναφορές που τον παρουσιάζουν μάλλον ως έναν λήσταρχο με τρόπους… Η Christiane Lüth στο ημερολόγιο της αναφέρει για τον ληστή: «Ήρθε ο Μαρκέττι (Ιταλός φίλος της οικογένειας) και μας διηγήθηκε μια πολύ όμορφη ιστορία, για τον τρόπο που συμπεριφέρεται ο Μπίμπισης σε αυτούς που επιτίθεται. Πρέπει να είναι ένας ευγενής- ληστής και θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να τον γνωρίσει κανείς όταν βρίσκεται στην περίοδο που είναι νομοταγής». Μάλιστα, φαίνεται ότι ακόμη και άνθρωποι του πνεύματος είχαν φιλική σχέση με τον εν λόγω ληστή. Ο Βαβαρός καθηγητής του Πολυτεχνείου και γλύπτης Christian Siegel είχε φάει μαζί του και ανέφερε ότι ήταν ένας «ευγενικός οικοδεσπότης», ενώ και ο Δανός αρχιτέκτονας Hans Christian Hansen θεωρούσε τον Μπίμπιση φίλο του. Ο δε Ed. About αναφέρεται στον Μπίμπιση με συμπάθεια τονίζοντας ότι: «Ο τζέντλεμαν αυτός δεν είχε γίνει ληστής από κακία αλλά από πικρία. Η γυναίκα του τον είχε απατήσει και εκείνος έπαιρνε την εκδίκησή του από τον πλησίον του. Άντρας με αποφασιστικότητα εξάλλου, δεν φοβόταν να ασκεί το λειτούργημά του στις εισόδους της Αθήνας». Ο Μπίμπισης τελικά έπεσε στον «βωμό του καθήκοντος», αφού φονεύτηκε σε ενέδρα κοντά στον Μαραθώνα τον Νοέμβριο του 1847.
Το γεγονός που κυριολεκτικά γονάτισε την ταλαιπωρημένη Δούκισσα ήταν η πυρκαγιά που ξέσπασε στο σπίτι της στο Μεταξουργείο και έκαψε και την μουμιοποιημένη κόρη της, τον Δεκέμβριο του 1847. Για το περιστατικό γράφει η Christiane Lüth στο ημερολόγιο της: «Το βράδυ είχε πολύ δυνατό αέρα. Έπιασε μάλιστα φωτιά το σπίτι της Δούκισσας της Πλακεντίας και κάηκε το βαλσαμωμένο λείψανο της κόρης της. Όπως συμβαίνει πάντα στις φωτιές, δεν υπήρχε κανένας να βοηθήσει, παρά μόνο εκείνοι που ενδιαφέρονταν να κλέψουν, και φυσικά δεν υπήρχε ούτε νερό. Η δούκισσα παρακαλούσε να σώσει κάποιος το λείψανο της κόρης της, αλλά κανείς δεν τολμούσε να κατέβει στο υπόγειο, γιατί εκεί βρισκόταν». Από αυτό το σημείο και μετά η υγεία της Δούκισσας χειροτέρεψε, ενώ απομονώθηκε ακόμη περισσότερο από τα εγκόσμια και ο χαρακτήρας της έγινε ακόμη πιο δύστροπος. Οι μόνες με τις οποίες είχε επαφή ήταν η Φωτεινή Μαυρομιχάλη, κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας και η κόρη του ήρωα του Μεσολογγίου Χρ. Καψάλη, Ελένη. Τον Απρίλιο του 1854 η «σοβαρά και μελαγχολική» Sophie de Marbois-Lebrun άφησε την τελευταία πνοή της και ετάφη στην Πεντέλη σε τάφο που της φιλοτέχνησε ο φίλος της αρχιτέκτονας Σταμάτης Κλεάνθης.
ΠΗΓΗ : http://eranistis.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.