Η πρωτόγονη ανθρώπινη κοινωνία μεταξύ των πολλών προβλημάτων που είχε να αντιμετωπίσει είχε και το πρόβλημα της διαφθοράς, του ψεύδους και της αδικίας, προκειμένου να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής στους κόλπους της. Για το σκοπό αυτό, μεταξύ των άλλων μέτρων που έλαβε, επινόησε και τον όρκο, που είναι η βεβαίωση ή υπόσχεση που δίνεται με επίκληση ιερού προσώπου ως μάρτυρα για την αλήθεια ή το ψέμα κάποιου γεγονότος. Ο Ησίοδος μάλιστα στη Θεογονία του θέλει τον όρκο ως παιδί της Έριδας, δηλαδή ως μια προσωποποιημένη οντότητα, που σχετίζεται με την τιμωρία της ψευδορκίας και της επιορκίας, σε συνεργασία με τις Ερινύες. Η έννοια της τιμωρίας στην πρωτόγονη εποχή είναι εμφανής, γιατί, μαζί με τον όρκο, ακουγόταν και μια κατάρα κατά του εαυτού του από τον ορκιζόμενο, εάν έλεγε ψέματα ή παρέβαινε τον όρκο του. Αυτός, λοιπόν, ο φόβος της τιμωρίας
υπήρξε για πολλούς η τροχοπέδη στο να ψευδολογούν ή να παρανομούν σε βάρος συνανθρώπων τους.
Ο όρκος ετυμολογικά έχει σχέση με το έρκος, που παράγεται από το ρήμα είργω= περιορίζω, εμποδίζω, από το οποίο παράγεται η ειρκτή=φυλακή. Έρκος και όρκος είναι η ίδια λέξη με παρεμφερή έννοια. Συνήθεις φράσεις στα έπη είναι: όρκον ομούμαι, ώμοσ(σ)α όρκον.
Στον Όμηρο οι Θεοί έχουν το δικό τους όρκο, τον υπέρτατο όρκο στα νερά της Στύγας, ενώ οι άνθρωποι ορκίζονται στο Δία, τον Ποσειδώνα, τον Ήλιο, τον Απόλλωνα και άλλους θεούς(Γ 276 κεξ). Ο όρκος τους είναι βεβαιωτικός ή υποσχετικός.
Γιατί όμως ο όρκος στη Στύγα να είναι ο υπέρτατος όρκος των Θεών; Λέγεται πως ορκίζονται οι θεοί στη Στύγα, κόρη του Ερέβους και της Νυκτός, γιατί αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στην ήττα των Τιτάνων κατά την Τιτανομαχία, και, για να την ανταμείψει ο Δίας, ονόμασε τη λίμνη στον Άδη, Στύγα, και κατέστησε το νερό της μέγα όρκο των θεών. Ο θεός που θα παραβίαζε τον όρκο αυτό καταδικαζόταν σε απομόνωση για εννιά χρόνια. Στο διάστημα αυτό ήταν ημιθανής, άφωνος και ακίνητος. Επανερχόταν στη φυσική του κατάσταση μόνο κατά το δέκατο έτος. Τον όρκο αυτό δεν μπορούσε να παραβεί ούτε ο ίδιος ο Δίας! Γι’ αυτό και ο όρκος αυτός χαρακτηρίζεται ως μέγας, μέγιστος και δεινότατος.
(Α 233) «αλλ’ έκ τοι ερέω και επί μέγαν όρκον ομούμαι».
(Ο 37και ε 186) «ος τις μέγιστος όρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοίσι»
Όρκος στα νερά της Στύγας
Πόσο σημαντικός και φοβερός είναι ο όρκος των Θεών στα νερά της Στύγας το πληροφορούμαστε από μια σκηνή της Οδύσσειας, στην οποία ο Οδυσσέας έκπληκτος πληροφορείται ξαφνικά από την Καλυψώ πως οι θεοί αποφάσισαν την επιστροφή του στην πατρίδα.
Σκέφτεται πως κάτι άλλο έχει στο μυαλό της η θεά, αφού επί εφτά συνεχή χρόνια την ικετεύει να τον αφήσει να επιστρέψει στην πατρίδα του κι εκείνη πεισματικά τον εμπόδιζε με γλυκόλογα. Πρόκειται για βεβαιωτικό όρκο με τον οποίο εξαναγκάζει τη θεά να του πει την αλήθεια.
ΟΔΥ.«Άλλο, θεά, θα μελετάς μ’ αυτά, κι όχι ταξίδι
ενώ μου ορίζεις με σκαφί της θάλασσας το πέλαγος
να πάρω αυτό, τ’ ατέλειωτο και φοβερό, που τρέχουν
χαρούμενα στον άνεμο. Μα εγώ, θεά, ποτέ μου
δε θα πατήσω στο σκαφί, χωρίς το θέλημά σου,
αν ίσως και δε μου ορκιστείς τον πιο μεγάλο σου όρκο
πως άλλο δε μου μελετάς πάθος φριχτό να πάθω» (ε 184-186).
Η Καλυψώ δικαιολογεί την καχυποψία του Οδυσσέα και του λέει:
«Α, τετραπέρατο κορμί, που κόβει ο νους σου πάντα.
Τι λόγια που σοφίστηκες να βγάλεις απ’ το στόμα!
Ναι, μάρτυράς μου ας είναι η Γη και τα ψηλά Ουράνια,
και το τρεχάμενο νερό της Στύγας, που’ναι ο όρκος
ο πιο μεγάλος, πιο φριχτός των αθανάτων όλων,
πως άλλο δε σου μελετώ πάθος κακό να πάθεις» (ε 189-194).
Ο όρκος στη Γη, τον Ουρανό και τα νερά της Στύγας, που τρέχουν από τη γη στον Άδη, καθησυχάζει και ικανοποιεί το δύσπιστο Οδυσσέα. Η θεά όμως, επιβεβαιώνοντας και έμπρακτα τις καλές της προθέσεις απέναντί του, τον καλεί κοντά της και του δίνει σύνεργα και εντολή να κατασκευάσει σχεδία και να ανοιχτεί μ’ αυτή στο πέλαγος. Ο Οδυσσέας, χαρούμενος από τη στάση της θεάς, κατασκευάζει γρήγορα σχεδία και, αποχαιρετώντας την, αποπλέει για το νησί του.
Ανάλογο όρκο στα νερά της Στύγας δίνει και η Ήρα στις απαιτήσεις του Θεού Ύπνου και του Δία.
Στην πρώτη περίπτωση η Ήρα θέλει να βοηθήσει τους Αχαιούς που βρίσκονται σε δεινή θέση από την πίεση των Τρώων, αλλά σκοντάφτει στην πεισματική άρνηση του Δία, γιατί εκείνος θέλει να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στη Θέτιδα ότι θα βοηθήσει τον Αχιλλέα, το γιο της. Γι’ αυτό η Ήρα, όταν διαπιστώνει πως δεν μπορεί να πετύχει το σκοπό της με την πειθώ, φροντίζει να τον υλοποιήσει με δόλο. Αποφασίζει να αποκοιμίσει το Δία και να βοηθήσει τους Αχαιούς. Διαπραγματεύεται, λοιπόν, με το θεό Ύπνο το σχέδιό της. Ο Ύπνος, παρά τους αρχικούς του δισταγμούς, δέχεται, αλλά απαιτεί να λάβει ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών του την Πασιθέα, τη νεότερη από τις Χάριτες. Για να σιγουρευτεί όμως πως η θεά θα τηρήσει την υπόσχεσή της(υποσχετικός όρκος) αναγκάζει την Ήρα να ορκιστεί στα νερά της Στύγας.
(Ξ 271-276).
« άγρει νυν μοι όμοσσον αάατον Στυγός ύδωρ×
χειρί δε τη ετέρη μεν έλε χθόνα πολυβούτειραν,
τη δ’ ετέρη άλα μαρμαρέην, ίνα νώιν άπαντες
μάρτυροι ώσ’ οι ένερθε θεοί Κρόνον αμφίς εόντες…»
«Εμπρός, στης Στύγας τώρα ορκίσου μου το ιερό νερό,
πιάνοντας την τροφοδότρα γη με το ’να χέρι,
τη λαμπερή τη θάλασσα με τ’ άλλο, να είναι μάρτυρες για μας
όλοι οι καταχθόνιοι θεοί, που είναι γύρω στον Κρόνο,
πως θα μου δώσεις σίγουρα μία από τις πιο νέες Χάριτες,
την Πασιθέα, που πόθος ασίγαστος γι αυτήν με τρώει νύχτα μέρα».
Υποδεικνύεται στη θεά μια διαδικασία απλή μεν αλλά οπωσδήποτε συμβολική, να πιάσει δηλαδή με το ένα χέρι η θεά τη Γη και με το άλλο τη θάλασσα, για να είναι μάρτυρες, αλλά όλοι οι θεοί του κάτω κόσμου.
Και ο ποιητής συμπληρώνει:
«Σ΄αυτά τα λόγια υπάκουσε η θεά, η λευκοχέρα Ήρα×
ορκίστηκε, όπως της το ζήτησε, στο όνομα όλων των θεών
που ζουν βαθιά στα Τάρταρα και λέγονται Τιτάνες».
Η θεά συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις του Ύπνου και ορκίστηκε ότι θα τηρήσει την υπόσχεσή της.
Το επεισόδιο με το Δία έχει όμως και συνέχεια. Ο Δίας, όταν ξυπνά από το βαθύ ύπνο που τον έριξε ο θεός και διαπιστώνει ότι οι Αχαιοί πιέζουν αφόρητα τους Τρώες, οργίζεται με τη νέα κατάσταση πραγμάτων και ζητά να μάθει από την Ήρα, για ποιο λόγο τον κοίμισε και τον ξεγέλασε. Κι εκείνη, απορρίπτοντας από πάνω της την ευθύνη, του ορκίζεται πως ο Ποσειδώνας ήταν εκείνος που κατέτρεχε και κυνηγούσε τους Τρώες και κανένας άλλος.
«Ας είναι μάρτυρές μου η Γη κι ο απέραντος Ουρανός που μας σκεπάζει,
και το νερό της Στύγας που πέφτει κατακόρυφα-πιο φοβερός
και πιο μεγάλος όρκος δεν υπάρχει για τους μακάριους θεούς-,
η ιερή σου κεφαλή και το συζυγικό κρεβάτι μας,
που εγώ σ’ αυτό ποτέ δε θα ορκιζόμουν δίχως λόγο:
χωρίς τη θέλησή μου ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας
κατατρέχει τους Τρώες και τον Έκτορα, ενώ βοηθεί τους άλλους×
φαίνεται πως τον παρακινεί η καρδιά του, γιατί λυπήθηκε
τους Αχαιούς, σαν είδε την τυράγνια τους μπρος στα πλεούμενά τους.
Ωστόσο εγώ κι εκείνον θα συμβούλευα να ’ρθει
στον δρόμο που εσύ χαράζεις, μαυροσύννεφε»( Ο 36-46).
Ο όρκος της Ήρας είναι βεβαιωτικός και ρίχνει την ευθύνη στον Ποσειδώνα, αποφεύγοντας να μιλήσει για το τέχνασμά της, γεγονός που βάζει σε σκέψεις τον αναγνώστη, εάν όντως ο υπέρτατος όρκος της θεάς ανταποκρινόταν στην αλήθεια, αφού η Ήρα αποφεύγει να απαντήσει στο ερώτημα του Δία και απαντά, αληθινά μεν, αλλά για ό,τι αφορά στον Ποσειδώνα και όχι στην ίδια, τη στιγμή που ο αναγνώστης γνωρίζει πόσο συνέβαλε και πόσο επιδίωξε την ήττα των Τρώων η ίδια με το να κοιμίσει γλυκά το Δία.
Από τις περιπτώσεις όρκου που παραθέσαμε γίνεται φανερό πως ο ορκιζόμενος θεός δεν ορκίζεται μόνο στα νερά της Στύγας αλλά επικαλείται και τη μαρτυρία της Γης, του Ουρανού και των θεών του Κάτω κόσμου, που φαίνεται πως ήταν δυνάμεις που περιλαμβάνονταν σε παλιότερους όρκους ή για να καταστήσει τον όρκο του ακόμη ισχυρό. Αν ,λοιπόν, οι θεοί ορκίζονται μεταξύ τους, τότε, γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο και με τους ανθρώπους;
΄Ορκος των θνητών (άρχοντες, βασιλιάδες)
Στα έπη του Ομήρου, ακολουθώντας το παράδειγμα των θεών ορκίζονται και οι άνθρωποι, μόνο που δεν ορκίζονται στα νερά της Στύγας αλλά στο όνομα των ισχυρών Θεών: του Δία, του Ποσειδώνα, του Απόλλωνα, του Ηλίου και άλλων. Συνήθης φράση που ακούγεται κατά τον όρκο είναι: όρκον ομούμαι, δηλαδή δίνω όρκο στο θείο γενικά ή κρατερόν όρκον ομούμαι( δ 253).
(β 377 «γρηύς δε θεών μέγαν όρκον απώμνυ», δ 253, 476, κ 299, 343, 346 «όρκος στους μάκαρες θεούς», μ 298, «καρτερόν όρκον ομμόσσατε», ξ 151 «μυθήσομαι, αλλά συν όρκω», σ 55 «αλλ’ άγε νυν μοι πάντες ομόσσατε καρτερόν όρκον», υ 229 «και επί μέγαν όρκον ομούμαι». )
Στη ραψωδία Α της Ιλιάδας ο μάντης Κάλχας καλείται από τον Αχιλλέα να εξηγήσει στους Αχαιούς την αιτία του λοιμού, πού έπεσε στο στρατόπεδο των Αχαιών. Εκείνος όμως, επειδή φοβάται πως θα θίξει άνδρα ισχυρό, διστάζει, και ζητά με όρκο από τον Αχιλλέα να του υποσχεθεί προστασία. Ο Αχιλλέας δέχεται την παράκληση του μάντη και ορκίζεται στον Απόλλωνα ότι θα τηρήσει τον όρκο του. Πρόκειται για όρκο βασιλιά απέναντι σε μάντη. Ο όρκος δίνεται στο όνομα του Απόλλωνα, θεού εμπλεκομένου στο λοιμό.
(Α 85-90).
« Θαρσήσας μάλα ειπέ θεοπρόπιον, ο τι οίσθα×
ου μα γαρ Απόλλωνα Διίφιλον, ω τε συ, Κάλχαν,
ευχόμενος Δαναοίσι θεοπροπίας αναφαίνεις,
ού τις μευ ζώντος και επί θονί δερκομένοιο
σοι κοίλης παρά νηυσί βαρείας χείρας εποίσει
συμπάντων Δαναών, ουδ’ ην Αγμέμνονα είπης…’
«Με θάρρος φανέρωσε τη θεία βούληση που ξέρεις,×
γιατί, μα τον Απόλλωνα, του Δία τον αγαπημένο γιο,
στον οποίο κι εσύ, Κάλχα, προσεύχεσαι και φανερώνεις τις θεϊκές βουλές του
στους Δαναούς, όσο ζω κι έχω ανοιχτά τα μάτια μου εδώ κάτω
κανένας Δαναός στα κοίλα πλοία δε θα σηκώσει βαρύ το χέρι
επάνω σου, ούτε ο ίδιος ο Αγαμέμνονας, αν τον κατονομάσεις».
Ο μάντης, που έχει σιγουρευτεί, αποκαλύπτει πως αιτία του κακού είναι ο Αγαμέμνων, γιατί πρόσβαλε τον ιερέα του Απόλλωνα κι εκείνος, οργισμένος με τη συμπεριφορά του αρχιστράτηγου, ρίχνει το θανατικό (λοιμό) στο στρατόπεδο των Αχαιών.
Ξεχωριστή όμως είναι η περίπτωση του όρκου στη Ραψωδία Γ της Ιλιάδας (276-285). Πρόκειται για ένα όρκο, στον οποίο τηρείται πιστά το τελετουργικό πρότυπο, και έχει χαρακτήρα βεβαιωτικό. Επικυρώνει τους όρους της συμφωνίας για τη μονομαχία μεταξύ Μενέλαου και Πάρη.
«Μετά ο γιος του Ατρέα τράβηξε το μαχαίρι….έκοψε μια τούφα τρίχες απ’ τα κεφάλια των αρνιών κι οι κήρυκες τις μοίρασαν στους άρχοντες των Τρώων και των Αχαιών.
Τότε ο Ατρείδης υψώνοντας τα χέρια προσευχόταν μπροστά τους μεγαλόφωνα:
«Πατέρα Δία, μέγιστε και πολυδοξασμένε, που από την Ίδη κυβερνάς,
και Ήλιε, που τ’ ακούς και τα εποπτεύεις όλα,
και Ποταμοί και Γη κι εσείς θεοί κάτω απ’ τη γη,
που όσους πάτησαν τον όρκο τους νεκρούς τους τιμωρείτε,
ας είστε μάρτυρες κι απάτητους τους όρκους να φυλάτε,
αν τύχει κι ο Αλέξανδρος σκοτώσει το Μενέλαο,
ας κρατήσει την Ελένη κι όλους τους θησαυρούς,
κι εμείς πίσω ας γυρίσουμε με τα ποντοπόρα πλοία.
Μα αν τύχει κι ο ξανθός Μενέλαος σκοτώσει τον Αλέξανδρο,
οι Τρώες να δώσουν πίσω την Ελένη κι όλους τους θησαυρούς της».
Αυτός είναι ο όρκος. Ακολουθεί η σφαγή των αρνιών και καθένας από τους αρχηγούς των Αχαιών και των Τρώων, χύνοντας με κύπελλα κρασί στα θύματα ευχόταν να τηρηθούν οι όροι της συμφωνίας, αλλιώς του παραβάτη τα μυαλά να χυθούν σαν το κρασί στη γη. Το αποτέλεσμα, βέβαια, της αναμέτρησης ήταν ένα τίποτα, φιάσκο. Ο Πάρης, που προκάλεσε τη μονομαχία, μόλις είδε το Μενέλαο μπροστά του, έτοιμο και αποφασισμένο να πάρει εκδίκηση για την ατιμία που του έκανε, δείλιασε, έκανε στροφή και έτρεξε να σωθεί στο στρατόπεδό του. Η μονομαχία δεν έγινε. Ο πόλεμος, που για την ώρα όλοι πίστεψαν πως θα τελείωνε, θα ξανάρχιζε πάλι.
Όρκο καρτερό δίνει και η Ελένη στον Οδυσσέα ότι δε θα τον καταδώσει, όταν τον αναγνώρισε τότε που μπήκε μεταμφιεσμένος στην Τροία για κατασκοπία.
(δ 250-254)
.Εγώ δε μιν οίη ανέγνων τοίον εόντα,
… …αλλά εγώ ώμοσα καρτερόν όρκον
μη μεν πριν Οδυσήα μετά Τρώεσσ’ αναφήναι
πριν γε τον ες νήας τε θοάς κλισίας τ’αφικέσθαι»
«Και μόνο εγώ τον γνώρισα πως είναι αυτός.
….αλλά του έδωσα μέγα όρκο
πως δε θα τον καταδώσω στους Τρώες
πριν επιστρέψει στα γρήγορα καράβια του και τις σκηνές του».
Την πληροφορία διασώζει και ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Εκάβη, όταν η βασίλισσα της Τροίας παρακαλεί τον Οδυσσέα να θυσιάσει την ίδια στο τάφο του Αχιλλέα και να αφήσει στη ζωή την κόρη της Πολυξένη. Για να τον πείσει μάλιστα του θυμίζει πως και η δική της σιωπή τον έσωσε από το θάνατο, τότε που μπήκε για κατασκοπία στην Τροία.
Πολλές φορές η ανάγκη υποχρεώνει τους ανθρώπους να ορκίζονται για πράγματα που είναι αμφίβολο αν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Επειδή όμως η ανάγκη το επιβάλλει, ορκίζονται. Στη ραψωδία(Κ 321) ο Έκτορας εκβιάζεται από το Δόλωνα να του δώσει, ως αμοιβή, για τη νυχτερινή κατασκοπία που θα πραγματοποιήσει στο στρατόπεδο των Αχαιών, τα άλογα του Αχιλλέα, αν κερδίσει τον πόλεμο. Ο Έκτορας, που επείγεται να πληροφορηθεί την κατάσταση που επικρατεί στο στρατόπεδο των Αχαιών, του υπόσχεται με όρκο ότι θα το πράξει.
«Εμπρός σήκωσε ψηλά το σκήπτρο σου κι ορκίσου
πως θα μου δώσεις τ’ άλογα εκείνα και το χαλκοστόλιστο αμάξι
που κουβαλούν στη μάχη τον έξοχο γιο του Πηλέα×
κι εγώ δε θα φανώ κακός κατάσκοπος, ούτε θα σε γελάσω».
¨Ετσι είπε, κι εκείνος, παίρνοντας στα χέρια του το σκήπτρο, ορκίστηκε¨
Μάρτυς μου ας είναι ο Δίας…
σου υπόσχομαι πως θα τα χαίρεσαι για πάντα μόνο εσύ»(Κ 321-331)
Ο ποιητής όμως, σχολιάζοντας τον όρκο, σημειώνει:
«Μ’ αυτά τα λόγια μάταιο όρκο πήρε× εκείνον όμως τον ξεσήκωσε».
Χαρακτηρίζει τον όρκο όχι ψεύτικο αλλά μάταιο, πλην όμως πείθει το Δόλωνα και επιχειρεί την ίδια νύχτα την κατασκόπευσή του, χωρίς να την ολοκληρώσει, γιατί θα πέσει θύμα του Διομήδη και του Οδυσσέα.
Μήπως με όρκο ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνων δε βεβαιώνει τους Αχαιούς ότι δεν κοιμήθηκε με τη Βρισηίδα, όσον καιρό την κρατούσε αιχμάλωτη στο καλύβι του (Τ188), ή ο Οδυσσέας, όταν μέσα στο παλάτι του, ως κουρελής ξένος, αναγκάζει τους μνηστήρες να ορκιστούν ότι δε θα επέμβουν κατά την μονομαχία του με το γνωστό ζητιάνο του παλατιού ΄Ιρο;
Υπάρχει όμως και μια μαρτυρία στην Οδύσσεια όπου μνημονεύεται ένα γεγονός στο οποίο αφήνεται να νοηθεί ότι υπήρχαν και άνθρωποι που έδινα ψεύτικους όρκους, γιατί ο τρόπος αυτός εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους, όπως ο Αυτόλυκος, ο παππούς του Οδυσσέα και βασιλιάς της Παρνασσίδας, που στη ραψωδία (τ 396) ο ποιητής τον εμφανίζει ικανό άνθρωπο και μοναδικό να χειρίζεται κατά το συμφέρον του όρκους και πονηριές, γεγονός που υποβαθμίζει την εγκυρότητα και την πίστη που είχε ο ομηρικός άνθρωπος στον όρκο και τη δύναμή του.
«Παρνασσόν δ’ ελθόντα μετ’ Αυτόλυκον τε και υίας,
μητρός εής πατέρ’ εσθλόν, ος ανθρώπους εκέκαστο
κλεπτοσύνη θ’ όρκω τε× θεός δε οι αυτός έδωκεν
Ερμείας× »
«…….. Στον Παρνασσό όταν πήγε
και βρήκε τον Αυτόλυκο με τους λεβέντες γιους του,
τον πάππο του απ’ τη μάνα του, που δεν τον έφτανε άλλος
στους όρκους και τις πονηριές, όσα χαρίσματα είχε
απ’ τον Ερμή…»».
Παρά την εξαίρεση αυτή, ο όρκος ήταν μια καθημερινότητα στους ανθρώπους της εποχής εκείνης, αφού με τον τρόπο αυτό οι άνθρωποι μπορούσαν να είναι σίγουροι για κάποια σοβαρά ζητήματα που τους απασχολούσαν και με τον όρκο εξιχνίαζαν την αλήθεια και πιθανώς και τη διευθέτηση του προβλήματος. Άλλωστε, από όσα γνωρίζουμε, ο όρκος ήταν κάτι το αναγκαίο για την αποκάλυψη της αλήθειας. Το αποδεικνύουν όλες αυτές οι περιπτώσεις που αναφέραμε. Ο άνθρωπος της εποχής εκείνης θεωρούσε πως ο όρκος έχει μεγάλη βαρύτητα και διασφάλιζε την ανίχνευση της αλήθειας και την δίκαια απονομή της δικαιοσύνης, διαρκές ανθρώπινο αίτημα.
Λόγος για δικαστήρια και διεξαγωγή δικών ξεκάθαρος δε γίνεται πουθενά στα δύο έπη. Αυτό δε σημαίνει πως αγνοούσαν την έννοια της δικαιοσύνης και την ανάγκη της δίκαιης κρίσης. Αυτά ήταν γνωστά και πάγια αιτήματα του ανθρώπου. Γι’ αυτό, μπορεί να μη γίνεται λόγος συγκεκριμένος για δίκη πουθενά, γίνεται όμως κάποια μνεία από τη μητέρα του Οδυσσέα, την Αντίκλεια, η οποία, για να καθησυχάσει το γιο της, όταν τον συναντά στον Άδη, του λέει πως ο Τηλέμαχος, ο γιος του, διαφεντεύει το παλάτι και την πατρική περιουσία, επιπλέον κυβερνά με δίκαιο τρόπο και όλοι τον ζητούν να τους λύνει τις διαφορές τους.
«Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται και δαίτας είσας
δαίνυνται, ας επέοικε δικασπόλον άνδρ’ αλεγύνειν×
πάντες γαρ καλέουσιν. ……».
Μον’ ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια,
και κάθεται στα ισότιμα τραπέζια, σε όσα πρέπει
ο δικαιοκρίτης να βρεθεί, γιατί τον κράζουν όλοι»(λ 185-189).
Εκεί όμως που η λέξη δικαιοσύνη και δίκη ακούγονται με επίταση είναι στη ραψωδία (Ψ 570 κεξ). Ο αδικημένος από τον Αρχίλοχο Μενέλαος ζητά μια δίκαια κρίση στο ζήτημα που προέκυψε κατά την αρματοδρομία. Κατηγορεί τον Αρχίλοχο ότι με δόλο εμπόδισε το άρμα του κατά τον αγώνα και του έκλεψε τη νίκη. Γι’ αυτό καλεί όλους τους αρχηγούς και άρχοντες να δικάσουν αμερόληπτα την περίπτωση δόλου από το γενναίο Αρχίλοχο, το γιο του Νέστορα.
ΜΕΝΕΛ..
«Εμπρός λοιπόν, άρχοντες των Αργείων κι αρχηγοί,
δικάστε μας εδώ αμερόληπτα, δίχως να χαριστείτε,
μην πει κανένας κάποτε από τους χαλκοχίτωνες Αχαιούς
« Ο Μενέλαος ασκώντας βία στον Αντίλοχο με ψέματα
του πήρε τη φοράδα και έφυγε….»
Μετά στρέφεται στον Αντίλοχο και του ζητά να του ορκιστεί ότι κατά τον αγώνα δεν εμπόδισε με δόλο το άρμα του.
«Διοθρεμμένε Αντίλοχε, έλα λοιπόν εδώ, καθώς ορίζει το έθιμο,
στάσου μπροστά στο άρμα σου και στ’ άλογα, πάρε στα χέρια σου
το λυγερό μαστίγιο, που πριν μ’ αυτό κεντούσες τ’ άλογα,
βάλε το χέρι επάνω τους κι ορκίσου στον κοσμοσείστη Ποσειδώνα
πως δεν εμπόδισες επίτηδες το άρμα μου με δόλο».
Ο Αντίλοχος, μετανιωμένος για την ανέντιμη πράξη του, ομολογεί, χωρίς όρκο, την ενοχή του και ζητά ταπεινά συγγνώμη από το Μενέλαο. Εκείνος, λαμβάνοντας υπόψη τη μεταμέλεια, το νεαρό της ηλικίας του, την προσφορά τη δική του, του πατέρα του και του αδελφού του στον πόλεμο, τον συγχωρεί και του δίνει τη φοράδα, αν και δικαιωματικά είναι δική του, γιατί, λέει, ποτέ δεν ήταν άπονη και αλύγιστη η καρδιά του.
Η έννοια της δικαιοσύνης επιθυμητή και γι’ αυτό γίνεται συχνά μνεία σ’ αυτήν, πλην όμως δε τη συναντάμε πάντοτε με την ίδια έννοια, αλλά άλλοτε αναφέρεται με τη σημασία της μοίρας και άλλοτε με τη σημασία της δικαιοσύνης.
Με την πρώτη σημασία συναντούμε τη λέξη δίκη στις φράσεις:
«αλλ’ αύτη δίκη εστί βροτών»(λ 218)΄. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών.
«η γαρ δίκη εστί γερόντων»(π 168) .Αυτή είναι η μοίρα των γερόντων.
Με τη δεύτερη:
«ου μεν σχέτλια έργα θεοί μάκαρες φιλέουσιν,
αλλά δίκην τίουσι και αίσιμα έργ’ ανθρώπων.»(ξ 84-84)
« Μα οι τρισμακάριστοι θεοί τ’ άδικο δεν το θέλουν×
το δίκιο τιμούν και τις καλές τις πράξεις»
«αυτίκα γαρ μοι οίσατο θυμός αγήνωρ
άνδρ’επελεύσεσθαι μεγάλην επιείμενον αλκήν,
άγριον, ούτε δίκας ευ ειδότα ούτε θέμιστας.»(ι 213-215)
« Γιατί είχε κόψει ο νους μου
ευτύς, πως σε άντρα πήγαινα με δύναμη μεγάλη,
άγριο, που δε γνώριζε ούτε από δικαιοσύνη ούτε από νόμους».
Πάντως, το ξανατονίζουμε πως η έννοια του δικαίου δεν είναι άγνωστη στο ομηρικό άνθρωπο και είναι αυτή που ξεχωρίζει τον πολιτισμένο από τον απολίτιστο, τον πρωτόγονο, τον άγριο όπως τονίζει κι ο ποιητής, τον μη γνωρίζοντα «δίκας και θέμιστας». Νομίζουμε πως με όσα αναφέραμε καταδείχτηκε πόσο μεγάλη είναι η σημασία και η αξία του όρκου, αφού μ’ αυτόν οι άνθρωποι διευθετούν καλύτερα τις διαφορές τους, ανιχνεύουν την αλήθεια και καταπολεμούν το ψέμα που φθείρει την κοινωνική πολιτική και οικονομική ζωή τους. Αν θελήσει να διαπιστώσει κανείς την πληθώρα των περιπτώσεων όπου χρησιμοποιείται ο όρκος, θα κατανοήσει την σημασία και την αξία του, αν και κάποιοι αμφισβητούν την σημασία του, γιατί ισχυρίζονται πως μειώνει την ηθική υπόσταση του ανθρώπου και την αξιοπρέπειά του. Στην ομηρική εποχή όμως δε φαίνεται να είχαν εγερθεί τέτοιες σκέψεις και αμφισβητήσεις, γιατί ακόμη οι άνθρωποι ήταν περισσότερο θεοφοβούμενοι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
υπήρξε για πολλούς η τροχοπέδη στο να ψευδολογούν ή να παρανομούν σε βάρος συνανθρώπων τους.
Ο όρκος ετυμολογικά έχει σχέση με το έρκος, που παράγεται από το ρήμα είργω= περιορίζω, εμποδίζω, από το οποίο παράγεται η ειρκτή=φυλακή. Έρκος και όρκος είναι η ίδια λέξη με παρεμφερή έννοια. Συνήθεις φράσεις στα έπη είναι: όρκον ομούμαι, ώμοσ(σ)α όρκον.
Στον Όμηρο οι Θεοί έχουν το δικό τους όρκο, τον υπέρτατο όρκο στα νερά της Στύγας, ενώ οι άνθρωποι ορκίζονται στο Δία, τον Ποσειδώνα, τον Ήλιο, τον Απόλλωνα και άλλους θεούς(Γ 276 κεξ). Ο όρκος τους είναι βεβαιωτικός ή υποσχετικός.
Γιατί όμως ο όρκος στη Στύγα να είναι ο υπέρτατος όρκος των Θεών; Λέγεται πως ορκίζονται οι θεοί στη Στύγα, κόρη του Ερέβους και της Νυκτός, γιατί αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στην ήττα των Τιτάνων κατά την Τιτανομαχία, και, για να την ανταμείψει ο Δίας, ονόμασε τη λίμνη στον Άδη, Στύγα, και κατέστησε το νερό της μέγα όρκο των θεών. Ο θεός που θα παραβίαζε τον όρκο αυτό καταδικαζόταν σε απομόνωση για εννιά χρόνια. Στο διάστημα αυτό ήταν ημιθανής, άφωνος και ακίνητος. Επανερχόταν στη φυσική του κατάσταση μόνο κατά το δέκατο έτος. Τον όρκο αυτό δεν μπορούσε να παραβεί ούτε ο ίδιος ο Δίας! Γι’ αυτό και ο όρκος αυτός χαρακτηρίζεται ως μέγας, μέγιστος και δεινότατος.
(Α 233) «αλλ’ έκ τοι ερέω και επί μέγαν όρκον ομούμαι».
(Ο 37και ε 186) «ος τις μέγιστος όρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοίσι»
Όρκος στα νερά της Στύγας
Πόσο σημαντικός και φοβερός είναι ο όρκος των Θεών στα νερά της Στύγας το πληροφορούμαστε από μια σκηνή της Οδύσσειας, στην οποία ο Οδυσσέας έκπληκτος πληροφορείται ξαφνικά από την Καλυψώ πως οι θεοί αποφάσισαν την επιστροφή του στην πατρίδα.
Σκέφτεται πως κάτι άλλο έχει στο μυαλό της η θεά, αφού επί εφτά συνεχή χρόνια την ικετεύει να τον αφήσει να επιστρέψει στην πατρίδα του κι εκείνη πεισματικά τον εμπόδιζε με γλυκόλογα. Πρόκειται για βεβαιωτικό όρκο με τον οποίο εξαναγκάζει τη θεά να του πει την αλήθεια.
ΟΔΥ.«Άλλο, θεά, θα μελετάς μ’ αυτά, κι όχι ταξίδι
ενώ μου ορίζεις με σκαφί της θάλασσας το πέλαγος
να πάρω αυτό, τ’ ατέλειωτο και φοβερό, που τρέχουν
χαρούμενα στον άνεμο. Μα εγώ, θεά, ποτέ μου
δε θα πατήσω στο σκαφί, χωρίς το θέλημά σου,
αν ίσως και δε μου ορκιστείς τον πιο μεγάλο σου όρκο
πως άλλο δε μου μελετάς πάθος φριχτό να πάθω» (ε 184-186).
Η Καλυψώ δικαιολογεί την καχυποψία του Οδυσσέα και του λέει:
«Α, τετραπέρατο κορμί, που κόβει ο νους σου πάντα.
Τι λόγια που σοφίστηκες να βγάλεις απ’ το στόμα!
Ναι, μάρτυράς μου ας είναι η Γη και τα ψηλά Ουράνια,
και το τρεχάμενο νερό της Στύγας, που’ναι ο όρκος
ο πιο μεγάλος, πιο φριχτός των αθανάτων όλων,
πως άλλο δε σου μελετώ πάθος κακό να πάθεις» (ε 189-194).
Ο όρκος στη Γη, τον Ουρανό και τα νερά της Στύγας, που τρέχουν από τη γη στον Άδη, καθησυχάζει και ικανοποιεί το δύσπιστο Οδυσσέα. Η θεά όμως, επιβεβαιώνοντας και έμπρακτα τις καλές της προθέσεις απέναντί του, τον καλεί κοντά της και του δίνει σύνεργα και εντολή να κατασκευάσει σχεδία και να ανοιχτεί μ’ αυτή στο πέλαγος. Ο Οδυσσέας, χαρούμενος από τη στάση της θεάς, κατασκευάζει γρήγορα σχεδία και, αποχαιρετώντας την, αποπλέει για το νησί του.
Ανάλογο όρκο στα νερά της Στύγας δίνει και η Ήρα στις απαιτήσεις του Θεού Ύπνου και του Δία.
Στην πρώτη περίπτωση η Ήρα θέλει να βοηθήσει τους Αχαιούς που βρίσκονται σε δεινή θέση από την πίεση των Τρώων, αλλά σκοντάφτει στην πεισματική άρνηση του Δία, γιατί εκείνος θέλει να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στη Θέτιδα ότι θα βοηθήσει τον Αχιλλέα, το γιο της. Γι’ αυτό η Ήρα, όταν διαπιστώνει πως δεν μπορεί να πετύχει το σκοπό της με την πειθώ, φροντίζει να τον υλοποιήσει με δόλο. Αποφασίζει να αποκοιμίσει το Δία και να βοηθήσει τους Αχαιούς. Διαπραγματεύεται, λοιπόν, με το θεό Ύπνο το σχέδιό της. Ο Ύπνος, παρά τους αρχικούς του δισταγμούς, δέχεται, αλλά απαιτεί να λάβει ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών του την Πασιθέα, τη νεότερη από τις Χάριτες. Για να σιγουρευτεί όμως πως η θεά θα τηρήσει την υπόσχεσή της(υποσχετικός όρκος) αναγκάζει την Ήρα να ορκιστεί στα νερά της Στύγας.
(Ξ 271-276).
« άγρει νυν μοι όμοσσον αάατον Στυγός ύδωρ×
χειρί δε τη ετέρη μεν έλε χθόνα πολυβούτειραν,
τη δ’ ετέρη άλα μαρμαρέην, ίνα νώιν άπαντες
μάρτυροι ώσ’ οι ένερθε θεοί Κρόνον αμφίς εόντες…»
«Εμπρός, στης Στύγας τώρα ορκίσου μου το ιερό νερό,
πιάνοντας την τροφοδότρα γη με το ’να χέρι,
τη λαμπερή τη θάλασσα με τ’ άλλο, να είναι μάρτυρες για μας
όλοι οι καταχθόνιοι θεοί, που είναι γύρω στον Κρόνο,
πως θα μου δώσεις σίγουρα μία από τις πιο νέες Χάριτες,
την Πασιθέα, που πόθος ασίγαστος γι αυτήν με τρώει νύχτα μέρα».
Υποδεικνύεται στη θεά μια διαδικασία απλή μεν αλλά οπωσδήποτε συμβολική, να πιάσει δηλαδή με το ένα χέρι η θεά τη Γη και με το άλλο τη θάλασσα, για να είναι μάρτυρες, αλλά όλοι οι θεοί του κάτω κόσμου.
Και ο ποιητής συμπληρώνει:
«Σ΄αυτά τα λόγια υπάκουσε η θεά, η λευκοχέρα Ήρα×
ορκίστηκε, όπως της το ζήτησε, στο όνομα όλων των θεών
που ζουν βαθιά στα Τάρταρα και λέγονται Τιτάνες».
Η θεά συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις του Ύπνου και ορκίστηκε ότι θα τηρήσει την υπόσχεσή της.
Το επεισόδιο με το Δία έχει όμως και συνέχεια. Ο Δίας, όταν ξυπνά από το βαθύ ύπνο που τον έριξε ο θεός και διαπιστώνει ότι οι Αχαιοί πιέζουν αφόρητα τους Τρώες, οργίζεται με τη νέα κατάσταση πραγμάτων και ζητά να μάθει από την Ήρα, για ποιο λόγο τον κοίμισε και τον ξεγέλασε. Κι εκείνη, απορρίπτοντας από πάνω της την ευθύνη, του ορκίζεται πως ο Ποσειδώνας ήταν εκείνος που κατέτρεχε και κυνηγούσε τους Τρώες και κανένας άλλος.
«Ας είναι μάρτυρές μου η Γη κι ο απέραντος Ουρανός που μας σκεπάζει,
και το νερό της Στύγας που πέφτει κατακόρυφα-πιο φοβερός
και πιο μεγάλος όρκος δεν υπάρχει για τους μακάριους θεούς-,
η ιερή σου κεφαλή και το συζυγικό κρεβάτι μας,
που εγώ σ’ αυτό ποτέ δε θα ορκιζόμουν δίχως λόγο:
χωρίς τη θέλησή μου ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας
κατατρέχει τους Τρώες και τον Έκτορα, ενώ βοηθεί τους άλλους×
φαίνεται πως τον παρακινεί η καρδιά του, γιατί λυπήθηκε
τους Αχαιούς, σαν είδε την τυράγνια τους μπρος στα πλεούμενά τους.
Ωστόσο εγώ κι εκείνον θα συμβούλευα να ’ρθει
στον δρόμο που εσύ χαράζεις, μαυροσύννεφε»( Ο 36-46).
Ο όρκος της Ήρας είναι βεβαιωτικός και ρίχνει την ευθύνη στον Ποσειδώνα, αποφεύγοντας να μιλήσει για το τέχνασμά της, γεγονός που βάζει σε σκέψεις τον αναγνώστη, εάν όντως ο υπέρτατος όρκος της θεάς ανταποκρινόταν στην αλήθεια, αφού η Ήρα αποφεύγει να απαντήσει στο ερώτημα του Δία και απαντά, αληθινά μεν, αλλά για ό,τι αφορά στον Ποσειδώνα και όχι στην ίδια, τη στιγμή που ο αναγνώστης γνωρίζει πόσο συνέβαλε και πόσο επιδίωξε την ήττα των Τρώων η ίδια με το να κοιμίσει γλυκά το Δία.
Από τις περιπτώσεις όρκου που παραθέσαμε γίνεται φανερό πως ο ορκιζόμενος θεός δεν ορκίζεται μόνο στα νερά της Στύγας αλλά επικαλείται και τη μαρτυρία της Γης, του Ουρανού και των θεών του Κάτω κόσμου, που φαίνεται πως ήταν δυνάμεις που περιλαμβάνονταν σε παλιότερους όρκους ή για να καταστήσει τον όρκο του ακόμη ισχυρό. Αν ,λοιπόν, οι θεοί ορκίζονται μεταξύ τους, τότε, γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο και με τους ανθρώπους;
΄Ορκος των θνητών (άρχοντες, βασιλιάδες)
Στα έπη του Ομήρου, ακολουθώντας το παράδειγμα των θεών ορκίζονται και οι άνθρωποι, μόνο που δεν ορκίζονται στα νερά της Στύγας αλλά στο όνομα των ισχυρών Θεών: του Δία, του Ποσειδώνα, του Απόλλωνα, του Ηλίου και άλλων. Συνήθης φράση που ακούγεται κατά τον όρκο είναι: όρκον ομούμαι, δηλαδή δίνω όρκο στο θείο γενικά ή κρατερόν όρκον ομούμαι( δ 253).
(β 377 «γρηύς δε θεών μέγαν όρκον απώμνυ», δ 253, 476, κ 299, 343, 346 «όρκος στους μάκαρες θεούς», μ 298, «καρτερόν όρκον ομμόσσατε», ξ 151 «μυθήσομαι, αλλά συν όρκω», σ 55 «αλλ’ άγε νυν μοι πάντες ομόσσατε καρτερόν όρκον», υ 229 «και επί μέγαν όρκον ομούμαι». )
Στη ραψωδία Α της Ιλιάδας ο μάντης Κάλχας καλείται από τον Αχιλλέα να εξηγήσει στους Αχαιούς την αιτία του λοιμού, πού έπεσε στο στρατόπεδο των Αχαιών. Εκείνος όμως, επειδή φοβάται πως θα θίξει άνδρα ισχυρό, διστάζει, και ζητά με όρκο από τον Αχιλλέα να του υποσχεθεί προστασία. Ο Αχιλλέας δέχεται την παράκληση του μάντη και ορκίζεται στον Απόλλωνα ότι θα τηρήσει τον όρκο του. Πρόκειται για όρκο βασιλιά απέναντι σε μάντη. Ο όρκος δίνεται στο όνομα του Απόλλωνα, θεού εμπλεκομένου στο λοιμό.
(Α 85-90).
« Θαρσήσας μάλα ειπέ θεοπρόπιον, ο τι οίσθα×
ου μα γαρ Απόλλωνα Διίφιλον, ω τε συ, Κάλχαν,
ευχόμενος Δαναοίσι θεοπροπίας αναφαίνεις,
ού τις μευ ζώντος και επί θονί δερκομένοιο
σοι κοίλης παρά νηυσί βαρείας χείρας εποίσει
συμπάντων Δαναών, ουδ’ ην Αγμέμνονα είπης…’
«Με θάρρος φανέρωσε τη θεία βούληση που ξέρεις,×
γιατί, μα τον Απόλλωνα, του Δία τον αγαπημένο γιο,
στον οποίο κι εσύ, Κάλχα, προσεύχεσαι και φανερώνεις τις θεϊκές βουλές του
στους Δαναούς, όσο ζω κι έχω ανοιχτά τα μάτια μου εδώ κάτω
κανένας Δαναός στα κοίλα πλοία δε θα σηκώσει βαρύ το χέρι
επάνω σου, ούτε ο ίδιος ο Αγαμέμνονας, αν τον κατονομάσεις».
Ο μάντης, που έχει σιγουρευτεί, αποκαλύπτει πως αιτία του κακού είναι ο Αγαμέμνων, γιατί πρόσβαλε τον ιερέα του Απόλλωνα κι εκείνος, οργισμένος με τη συμπεριφορά του αρχιστράτηγου, ρίχνει το θανατικό (λοιμό) στο στρατόπεδο των Αχαιών.
Ξεχωριστή όμως είναι η περίπτωση του όρκου στη Ραψωδία Γ της Ιλιάδας (276-285). Πρόκειται για ένα όρκο, στον οποίο τηρείται πιστά το τελετουργικό πρότυπο, και έχει χαρακτήρα βεβαιωτικό. Επικυρώνει τους όρους της συμφωνίας για τη μονομαχία μεταξύ Μενέλαου και Πάρη.
«Μετά ο γιος του Ατρέα τράβηξε το μαχαίρι….έκοψε μια τούφα τρίχες απ’ τα κεφάλια των αρνιών κι οι κήρυκες τις μοίρασαν στους άρχοντες των Τρώων και των Αχαιών.
Τότε ο Ατρείδης υψώνοντας τα χέρια προσευχόταν μπροστά τους μεγαλόφωνα:
«Πατέρα Δία, μέγιστε και πολυδοξασμένε, που από την Ίδη κυβερνάς,
και Ήλιε, που τ’ ακούς και τα εποπτεύεις όλα,
και Ποταμοί και Γη κι εσείς θεοί κάτω απ’ τη γη,
που όσους πάτησαν τον όρκο τους νεκρούς τους τιμωρείτε,
ας είστε μάρτυρες κι απάτητους τους όρκους να φυλάτε,
αν τύχει κι ο Αλέξανδρος σκοτώσει το Μενέλαο,
ας κρατήσει την Ελένη κι όλους τους θησαυρούς,
κι εμείς πίσω ας γυρίσουμε με τα ποντοπόρα πλοία.
Μα αν τύχει κι ο ξανθός Μενέλαος σκοτώσει τον Αλέξανδρο,
οι Τρώες να δώσουν πίσω την Ελένη κι όλους τους θησαυρούς της».
Αυτός είναι ο όρκος. Ακολουθεί η σφαγή των αρνιών και καθένας από τους αρχηγούς των Αχαιών και των Τρώων, χύνοντας με κύπελλα κρασί στα θύματα ευχόταν να τηρηθούν οι όροι της συμφωνίας, αλλιώς του παραβάτη τα μυαλά να χυθούν σαν το κρασί στη γη. Το αποτέλεσμα, βέβαια, της αναμέτρησης ήταν ένα τίποτα, φιάσκο. Ο Πάρης, που προκάλεσε τη μονομαχία, μόλις είδε το Μενέλαο μπροστά του, έτοιμο και αποφασισμένο να πάρει εκδίκηση για την ατιμία που του έκανε, δείλιασε, έκανε στροφή και έτρεξε να σωθεί στο στρατόπεδό του. Η μονομαχία δεν έγινε. Ο πόλεμος, που για την ώρα όλοι πίστεψαν πως θα τελείωνε, θα ξανάρχιζε πάλι.
Όρκο καρτερό δίνει και η Ελένη στον Οδυσσέα ότι δε θα τον καταδώσει, όταν τον αναγνώρισε τότε που μπήκε μεταμφιεσμένος στην Τροία για κατασκοπία.
(δ 250-254)
.Εγώ δε μιν οίη ανέγνων τοίον εόντα,
… …αλλά εγώ ώμοσα καρτερόν όρκον
μη μεν πριν Οδυσήα μετά Τρώεσσ’ αναφήναι
πριν γε τον ες νήας τε θοάς κλισίας τ’αφικέσθαι»
«Και μόνο εγώ τον γνώρισα πως είναι αυτός.
….αλλά του έδωσα μέγα όρκο
πως δε θα τον καταδώσω στους Τρώες
πριν επιστρέψει στα γρήγορα καράβια του και τις σκηνές του».
Την πληροφορία διασώζει και ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Εκάβη, όταν η βασίλισσα της Τροίας παρακαλεί τον Οδυσσέα να θυσιάσει την ίδια στο τάφο του Αχιλλέα και να αφήσει στη ζωή την κόρη της Πολυξένη. Για να τον πείσει μάλιστα του θυμίζει πως και η δική της σιωπή τον έσωσε από το θάνατο, τότε που μπήκε για κατασκοπία στην Τροία.
Πολλές φορές η ανάγκη υποχρεώνει τους ανθρώπους να ορκίζονται για πράγματα που είναι αμφίβολο αν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Επειδή όμως η ανάγκη το επιβάλλει, ορκίζονται. Στη ραψωδία(Κ 321) ο Έκτορας εκβιάζεται από το Δόλωνα να του δώσει, ως αμοιβή, για τη νυχτερινή κατασκοπία που θα πραγματοποιήσει στο στρατόπεδο των Αχαιών, τα άλογα του Αχιλλέα, αν κερδίσει τον πόλεμο. Ο Έκτορας, που επείγεται να πληροφορηθεί την κατάσταση που επικρατεί στο στρατόπεδο των Αχαιών, του υπόσχεται με όρκο ότι θα το πράξει.
«Εμπρός σήκωσε ψηλά το σκήπτρο σου κι ορκίσου
πως θα μου δώσεις τ’ άλογα εκείνα και το χαλκοστόλιστο αμάξι
που κουβαλούν στη μάχη τον έξοχο γιο του Πηλέα×
κι εγώ δε θα φανώ κακός κατάσκοπος, ούτε θα σε γελάσω».
¨Ετσι είπε, κι εκείνος, παίρνοντας στα χέρια του το σκήπτρο, ορκίστηκε¨
Μάρτυς μου ας είναι ο Δίας…
σου υπόσχομαι πως θα τα χαίρεσαι για πάντα μόνο εσύ»(Κ 321-331)
Ο ποιητής όμως, σχολιάζοντας τον όρκο, σημειώνει:
«Μ’ αυτά τα λόγια μάταιο όρκο πήρε× εκείνον όμως τον ξεσήκωσε».
Χαρακτηρίζει τον όρκο όχι ψεύτικο αλλά μάταιο, πλην όμως πείθει το Δόλωνα και επιχειρεί την ίδια νύχτα την κατασκόπευσή του, χωρίς να την ολοκληρώσει, γιατί θα πέσει θύμα του Διομήδη και του Οδυσσέα.
Μήπως με όρκο ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνων δε βεβαιώνει τους Αχαιούς ότι δεν κοιμήθηκε με τη Βρισηίδα, όσον καιρό την κρατούσε αιχμάλωτη στο καλύβι του (Τ188), ή ο Οδυσσέας, όταν μέσα στο παλάτι του, ως κουρελής ξένος, αναγκάζει τους μνηστήρες να ορκιστούν ότι δε θα επέμβουν κατά την μονομαχία του με το γνωστό ζητιάνο του παλατιού ΄Ιρο;
Υπάρχει όμως και μια μαρτυρία στην Οδύσσεια όπου μνημονεύεται ένα γεγονός στο οποίο αφήνεται να νοηθεί ότι υπήρχαν και άνθρωποι που έδινα ψεύτικους όρκους, γιατί ο τρόπος αυτός εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους, όπως ο Αυτόλυκος, ο παππούς του Οδυσσέα και βασιλιάς της Παρνασσίδας, που στη ραψωδία (τ 396) ο ποιητής τον εμφανίζει ικανό άνθρωπο και μοναδικό να χειρίζεται κατά το συμφέρον του όρκους και πονηριές, γεγονός που υποβαθμίζει την εγκυρότητα και την πίστη που είχε ο ομηρικός άνθρωπος στον όρκο και τη δύναμή του.
«Παρνασσόν δ’ ελθόντα μετ’ Αυτόλυκον τε και υίας,
μητρός εής πατέρ’ εσθλόν, ος ανθρώπους εκέκαστο
κλεπτοσύνη θ’ όρκω τε× θεός δε οι αυτός έδωκεν
Ερμείας× »
«…….. Στον Παρνασσό όταν πήγε
και βρήκε τον Αυτόλυκο με τους λεβέντες γιους του,
τον πάππο του απ’ τη μάνα του, που δεν τον έφτανε άλλος
στους όρκους και τις πονηριές, όσα χαρίσματα είχε
απ’ τον Ερμή…»».
Παρά την εξαίρεση αυτή, ο όρκος ήταν μια καθημερινότητα στους ανθρώπους της εποχής εκείνης, αφού με τον τρόπο αυτό οι άνθρωποι μπορούσαν να είναι σίγουροι για κάποια σοβαρά ζητήματα που τους απασχολούσαν και με τον όρκο εξιχνίαζαν την αλήθεια και πιθανώς και τη διευθέτηση του προβλήματος. Άλλωστε, από όσα γνωρίζουμε, ο όρκος ήταν κάτι το αναγκαίο για την αποκάλυψη της αλήθειας. Το αποδεικνύουν όλες αυτές οι περιπτώσεις που αναφέραμε. Ο άνθρωπος της εποχής εκείνης θεωρούσε πως ο όρκος έχει μεγάλη βαρύτητα και διασφάλιζε την ανίχνευση της αλήθειας και την δίκαια απονομή της δικαιοσύνης, διαρκές ανθρώπινο αίτημα.
Λόγος για δικαστήρια και διεξαγωγή δικών ξεκάθαρος δε γίνεται πουθενά στα δύο έπη. Αυτό δε σημαίνει πως αγνοούσαν την έννοια της δικαιοσύνης και την ανάγκη της δίκαιης κρίσης. Αυτά ήταν γνωστά και πάγια αιτήματα του ανθρώπου. Γι’ αυτό, μπορεί να μη γίνεται λόγος συγκεκριμένος για δίκη πουθενά, γίνεται όμως κάποια μνεία από τη μητέρα του Οδυσσέα, την Αντίκλεια, η οποία, για να καθησυχάσει το γιο της, όταν τον συναντά στον Άδη, του λέει πως ο Τηλέμαχος, ο γιος του, διαφεντεύει το παλάτι και την πατρική περιουσία, επιπλέον κυβερνά με δίκαιο τρόπο και όλοι τον ζητούν να τους λύνει τις διαφορές τους.
«Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται και δαίτας είσας
δαίνυνται, ας επέοικε δικασπόλον άνδρ’ αλεγύνειν×
πάντες γαρ καλέουσιν. ……».
Μον’ ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια,
και κάθεται στα ισότιμα τραπέζια, σε όσα πρέπει
ο δικαιοκρίτης να βρεθεί, γιατί τον κράζουν όλοι»(λ 185-189).
Εκεί όμως που η λέξη δικαιοσύνη και δίκη ακούγονται με επίταση είναι στη ραψωδία (Ψ 570 κεξ). Ο αδικημένος από τον Αρχίλοχο Μενέλαος ζητά μια δίκαια κρίση στο ζήτημα που προέκυψε κατά την αρματοδρομία. Κατηγορεί τον Αρχίλοχο ότι με δόλο εμπόδισε το άρμα του κατά τον αγώνα και του έκλεψε τη νίκη. Γι’ αυτό καλεί όλους τους αρχηγούς και άρχοντες να δικάσουν αμερόληπτα την περίπτωση δόλου από το γενναίο Αρχίλοχο, το γιο του Νέστορα.
ΜΕΝΕΛ..
«Εμπρός λοιπόν, άρχοντες των Αργείων κι αρχηγοί,
δικάστε μας εδώ αμερόληπτα, δίχως να χαριστείτε,
μην πει κανένας κάποτε από τους χαλκοχίτωνες Αχαιούς
« Ο Μενέλαος ασκώντας βία στον Αντίλοχο με ψέματα
του πήρε τη φοράδα και έφυγε….»
Μετά στρέφεται στον Αντίλοχο και του ζητά να του ορκιστεί ότι κατά τον αγώνα δεν εμπόδισε με δόλο το άρμα του.
«Διοθρεμμένε Αντίλοχε, έλα λοιπόν εδώ, καθώς ορίζει το έθιμο,
στάσου μπροστά στο άρμα σου και στ’ άλογα, πάρε στα χέρια σου
το λυγερό μαστίγιο, που πριν μ’ αυτό κεντούσες τ’ άλογα,
βάλε το χέρι επάνω τους κι ορκίσου στον κοσμοσείστη Ποσειδώνα
πως δεν εμπόδισες επίτηδες το άρμα μου με δόλο».
Ο Αντίλοχος, μετανιωμένος για την ανέντιμη πράξη του, ομολογεί, χωρίς όρκο, την ενοχή του και ζητά ταπεινά συγγνώμη από το Μενέλαο. Εκείνος, λαμβάνοντας υπόψη τη μεταμέλεια, το νεαρό της ηλικίας του, την προσφορά τη δική του, του πατέρα του και του αδελφού του στον πόλεμο, τον συγχωρεί και του δίνει τη φοράδα, αν και δικαιωματικά είναι δική του, γιατί, λέει, ποτέ δεν ήταν άπονη και αλύγιστη η καρδιά του.
Η έννοια της δικαιοσύνης επιθυμητή και γι’ αυτό γίνεται συχνά μνεία σ’ αυτήν, πλην όμως δε τη συναντάμε πάντοτε με την ίδια έννοια, αλλά άλλοτε αναφέρεται με τη σημασία της μοίρας και άλλοτε με τη σημασία της δικαιοσύνης.
Με την πρώτη σημασία συναντούμε τη λέξη δίκη στις φράσεις:
«αλλ’ αύτη δίκη εστί βροτών»(λ 218)΄. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών.
«η γαρ δίκη εστί γερόντων»(π 168) .Αυτή είναι η μοίρα των γερόντων.
Με τη δεύτερη:
«ου μεν σχέτλια έργα θεοί μάκαρες φιλέουσιν,
αλλά δίκην τίουσι και αίσιμα έργ’ ανθρώπων.»(ξ 84-84)
« Μα οι τρισμακάριστοι θεοί τ’ άδικο δεν το θέλουν×
το δίκιο τιμούν και τις καλές τις πράξεις»
«αυτίκα γαρ μοι οίσατο θυμός αγήνωρ
άνδρ’επελεύσεσθαι μεγάλην επιείμενον αλκήν,
άγριον, ούτε δίκας ευ ειδότα ούτε θέμιστας.»(ι 213-215)
« Γιατί είχε κόψει ο νους μου
ευτύς, πως σε άντρα πήγαινα με δύναμη μεγάλη,
άγριο, που δε γνώριζε ούτε από δικαιοσύνη ούτε από νόμους».
Πάντως, το ξανατονίζουμε πως η έννοια του δικαίου δεν είναι άγνωστη στο ομηρικό άνθρωπο και είναι αυτή που ξεχωρίζει τον πολιτισμένο από τον απολίτιστο, τον πρωτόγονο, τον άγριο όπως τονίζει κι ο ποιητής, τον μη γνωρίζοντα «δίκας και θέμιστας». Νομίζουμε πως με όσα αναφέραμε καταδείχτηκε πόσο μεγάλη είναι η σημασία και η αξία του όρκου, αφού μ’ αυτόν οι άνθρωποι διευθετούν καλύτερα τις διαφορές τους, ανιχνεύουν την αλήθεια και καταπολεμούν το ψέμα που φθείρει την κοινωνική πολιτική και οικονομική ζωή τους. Αν θελήσει να διαπιστώσει κανείς την πληθώρα των περιπτώσεων όπου χρησιμοποιείται ο όρκος, θα κατανοήσει την σημασία και την αξία του, αν και κάποιοι αμφισβητούν την σημασία του, γιατί ισχυρίζονται πως μειώνει την ηθική υπόσταση του ανθρώπου και την αξιοπρέπειά του. Στην ομηρική εποχή όμως δε φαίνεται να είχαν εγερθεί τέτοιες σκέψεις και αμφισβητήσεις, γιατί ακόμη οι άνθρωποι ήταν περισσότερο θεοφοβούμενοι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
Hi, how are you? Could you please translate this page? I think it is very important but i can not read it. Thank you!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή