Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το άρθρο, γιατί κάνει μία εξαιρετική και αποκαλυπτική εμβάθυνση στα προβλήματα της εποχής μας, αυτά που συνήθως χαρακτηρίζονται ως «Σημεία των καιρών».
Μετάφραση από τα Ιταλικά, του Αναστασίου Γιαννά.
Ήδη το 1845, ο Μαξ Στίρνερ, ο φιλόσοφος του αναρχικού ατομικισμού, χαιρόταν, γιατί ο Θεός πεθαίνει στις καρδιές των Ευρωπαίων, «Να τα σπάσουμε με το Ιερό ή, καλύτερα, να σπάσουμε το Ιερό, είναι κάτι που μπορεί να γενικευθεί. Δεν είναι ότι έρχεται μια νέα επανάσταση, αλλά το ισχυρό, το περήφανο, το χωρίς σεβασμό, το χωρίς ντροπή, το χωρίς συνείδηση, είναι ένα έγκλημα που πυκνώνει στον ορίζοντα με βροντή. Δεν βλέπεις ότι ο ουρανός, γεμάτος προαισθήματα, σκοτεινιάζει
και σιωπά; ». Προφητεία αποκρουστική μέσα στην ευφορία που προδίδει, αλλά - ομολογουμένως – πολύ ακριβής. Μαθητές που πετάνε μολότοφ, κορίτσια που κτυπάνε κορίτσια, οδηγοί που όλο και περισσότερο, με αδιαφορία, κατ 'εξακολούθηση παρανομούν, σκοτώνουν περαστικούς και το σκάνε αφήνοντας αβοήθητα τα θύματά τους στην άσφαλτο. Φοιτητές που δέρνουν καθηγητές, νεανικές ομιλίες γεμάτες υβρεολόγια και ακαταλαβίστικες εκφράσεις. Η σεξουαλική ανωμαλία λανσάρεται πλέον ως μόδα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Μία υπανθρωπότητα , «χωρίς σεβασμό, χωρίς ντροπή και συνείδηση» που παίρνει στην κατοχή της την κοινωνία, «δυνατή και περήφανη» και, ίσως, ήδη πλειοψηφική.
Το σύνολο της κοινωνίας, μέσα στους σωματιδιακούς και βίαιους αποσχηματισμούς της, είναι ήδη αυτή στην οποία ήλπιζε ο Στίρνερ: Μία απόλυτη αποκοινωνικοποίηση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Ο Μαξ Στίρνερ (1806-1856) ήταν ο πρώτος απόστολος της "ατομικής ελευθερίας" χωρίς όρια, που σήμερα είναι η ιδεολογία που διέπει τις άπειρες εκφάνσεις των απολίτιστων «χωρίς ντροπή».
Σύχναζε στο club των χεγκελιανών της Αριστεράς (μαζί με τον Μαρξ), τo « club των απελευθερωμένων »: Εδώ ο Θεός δεν ήταν πλέον μισητός, ήταν ήδη θαμμένος. Δεν ήταν τίποτα άλλο από μία αλλοτρίωση του εγώ, η οποία επιβαρύνεται από φαντασιακά καθήκοντα. Αλλά η απόλυτη ελευθερία έλειπε ακόμη: Το κράτος, έστω το δημοκρατικό, εξακολουθεί να επιβάλλει νόμους· ο σοσιαλισμός εξακολουθεί να θέλει να υποδουλώσει το άτομο στην ανθρωπότητα, κάτι που είναι απλά ένας άλλος τρόπος υποδούλωσης σε έναν [άλλο] Θεό.
«Εάν εγώ, ως ελεύθερος πολίτης, συμβάλω για να σχηματιστούν οι νόμοι, όμως μετά θα πρέπει να υπόκειμαι σε αυτούς τους νόμους : και αυτοί επίσης περιορίζουν την ελευθερία μου.» Ο Στίρνερ υποστηρίζει το δικαίωμα (ή μάλλον, την εξουσία) του Εγώ να μην είναι πιστό ακόμη και στον εαυτό του.
Το Εγώ του Στίρνερ είναι στην πραγματικότητα η πιο ιδιαίτερη οντότητα της οποίας ο καθένας από εμάς έχει την εμπειρία της στον ίδιο του τον εαυτό, απείρως μεταβαλλόμενη, οδηγούμενη από τις επιθυμίες της στιγμής. Επομένως είναι κάτι που «τα ονόματα δεν μπορούν να ονομάσουν», απροσδιόριστη από την ουσία της.
Ο Στίρνερ την αποκαλεί «το Μοναδικό». Γιατί δεν είναι "ένα" εγώ απλώς «διαφορετικό» από τα άλλα· είναι μία απόλυτη διαφορά. «Εγώ» δεν είμαι ένα άλλο "εσύ", είμαι η αδάμαστη θέληση μου , που θέλει να επιβληθεί ενάντια σε όλες τις αφηρημένες έννοιες που της επιβάλλονται: από το Θεό ή από τον Σωκράτη, από το κράτος ή από την φιλανθρωπία.
Ο Στίρνερ δεν είναι σοσιαλιστής. Πράγματι, υποστηρίζει τον «ελεύθερο ανταγωνισμό». Αλλά τον απόλυτο, τον αληθινό, όχι μόνο τον οικονομικό, αλλά τον «ζωτικό». Και, όπως λέει, δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός εφόσον υπάρχει ένα Κράτος που τον ρυθμίζει. Επειδή οι κανόνες μεταβάλλουν τους δυνητικά ελεύθερους σε υπηρέτες, ο Στίρνερ είναι ενάντια σε κάθε τάξη και κάθε νόμο: γιατί, «όταν θα έχει εκδιωχθεί το επέκεινα (η μετα θάνατον ζωή) ,» ο νόμος μας επιβάλλει «ένα εσωτερικό επέκεινα το οποίο γίνεται ένας νέος ουρανός.»
Ο Στίρνερ μισεί επίσης την επανάσταση: αυτή απαιτεί από το Εγώ, το Μοναδικό, να θυσιάσει τις επιθυμίες του και τις παρορμήσεις του(την "ελευθερία" του) σε ένα έργο που δεν έχει υλοποιηθεί ακόμα, σε έναν Θεό το μέλλοντος. Αλλά το Μοναδικό είναι θνητό, δεν έχει χρόνο για το αύριο, θέλει εξουσία και ηδονή σήμερα. Το Μοναδικό είναι εχθρός του αιώνιου αλλά και του σταθερού ή του μελλοντικού.
Θέλει το παρόν και το θέλει χωρίς όρια. Γι’ αυτό ο Στίρνερ, ενάντια στην επανάσταση, νομιμοποιεί μόνο την «εξέγερση»: τη βία των δρόμων όπου αρπάζονται τα προϊόντα από τα καταστήματα και πυρπολείται η ιδιοκτησία των άλλων, και όπου ο κάθε εξεγερμένος «χορηγείται» στους άλλους μόνο για το χρόνο και για το σκοπό κατά τον οποίο ο εγωισμός των άλλων συμπίπτει με τον δικό του. Η μόνη ηθική που έχει ο Στίρνερ είναι πολύ απλή: Τι είναι καλό; "Αυτό που μπορώ να χρησιμοποιήσω." Τι μου επιτρέπετε; " Ό, τι είμαι σε θέση να κάνω." Λοιπόν, παρατηρήστε και σκεφτείτε: οι μεταμοντέρνες νομοθεσίες δεν έχουν σχεδιαστεί για να παρέχουν ακριβώς αυτό το είδος της ελευθερίας του Μοναδικού;
Σε πρώτο πλάνο δεν είναι πια τα κοινωνικά δικαιώματα (των εργαζομένων για τον μισθό τους, για παράδειγμα), αλλά τα ατομικά δικαιώματα που αποσκοπούν στην προσωπική ευτυχία, έτσι όπως ο καθένας την εννοεί και την θέλει σε αυτή την συγκεκριμένη στιγμή. Και αυτή είναι η έννοια των «νομιμοποιήσεων» . Θέλεις να αφήσεις τη σύζυγό σου για μια άλλη; Εντάξει, λέει το μετά-μοντέρνο κράτος, αλλά περίμενε να «νομιμοποιήσουμε » το διαζύγιο. Δεν θέλεις το παιδί που γεννιέται στην κοιλιά σου; Έτοιμοι: εδώ είναι η «νομιμοποίηση» της έκτρωσης. Θέλεις να επιδεικνύεις την ομοφυλοφιλία σου; Είναι «νόμιμο », άρα μπορείς να το κάνεις, και να αδιαφορήσεις, για τα παιδιά που σε κοιτάνε και μετά θα υποστούν τις συνέπιες. Δικαίωμα στην ευθανασία , στην κατοχή ναρκωτικών; Κάνε λίγο υπομονή, τα «νομιμοποιούμε». Οδηγείς μεθυσμένος, υπότροπος, και σκοτώνεις τέσσερις ανθρώπους; Μόνον κατ’ οίκον περιορισμό. Η νέα νομοθεσία είναι επιεικής προς τις εκδηλώσεις του Μοναδικού, δηλαδή του ιδιωτικού εγωισμού σου.
Αλλά και οι κερδοσκόποι της Wall Street δεν θέλουν νόμους που περιορίζουν την «ελευθερία» τους να γίνουν πλούσιοι. Και αυτή, είναι άλλωστε, η έννοια της συνεχούς επίκλησης, της υπεροπτικής απαίτησης, για την «ελαχιστοποίηση του κράτους». Ο Θεός είναι νεκρός , άρα δεν υπάρχει τίποτα για να ντρεπόμαστε. Δεν χρειάζεται να εξηγήσετε, πολύ λιγότερο να δικαιολογηθείτε: «Είναι νόμιμο, μπορώ να το κάνω». Όπως είπε ο Στίρνερ, «θεμελίωσα τα ιδανικά μου πάνω στο τίποτα.» Ή όπως θα πει ο Νίτσε: «Τα πλεονεκτήματα αυτής της εποχής: Τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται». Δεν υπάρχουν πιο αμαρτωλοί, και ως εκ τούτου ούτε εγκλήματα ούτε λάθη.
Έτσι, η πολιτική έχει γίνει ένα με το οργανωμένο έγκλημα και μας ζητά να τη ψηφίσουμε: Η κάστα- ισχυρός συνασπισμός από« μοναδικούς»- τα παίρνει όλα, πλουτίζει σε βάρος των φτωχών.
Είναι όλοι οπαδοί του Στίρνερ χωρίς να το γνωρίζουν. Ο Στίρνερ τουλάχιστον ήξερε τι θα φέρει αυτός ο "ελεύθερος ανταγωνισμός" μεταξύ ιεροποιημένων εγωισμών: Τον διαρκή πόλεμο των «μοναδικών», όλοι εναντίον όλων, χωρίς συνείδηση και χωρίς σεβασμό, μέχρι τη συλλογική αυτοκτονία.
«Η ανθρωπότητα θα ταφεί, και πάνω στον τάφο της, Εγώ, επιτέλους μόνος κυρίαρχος, Εγώ, κληρονόμε μου, θα γελάσω.» Σε ποιο μέρος μπορεί να αντηχήσει αυτό το γέλιο, μιας που ο «Μοναδικός» που θα έπρεπε να γελάσει τελευταίος, θα σκοτωθεί και αυτός; Ίσως μέσα στα σκοτάδια των αβύσσων, εκεί που δεν υπάρχει παρά μόνον: κλαυθμός και οδυρμός και βρυγμός των οδόντων.
καρικατούρα του Μαξ Στίρνερ |
και σιωπά; ». Προφητεία αποκρουστική μέσα στην ευφορία που προδίδει, αλλά - ομολογουμένως – πολύ ακριβής. Μαθητές που πετάνε μολότοφ, κορίτσια που κτυπάνε κορίτσια, οδηγοί που όλο και περισσότερο, με αδιαφορία, κατ 'εξακολούθηση παρανομούν, σκοτώνουν περαστικούς και το σκάνε αφήνοντας αβοήθητα τα θύματά τους στην άσφαλτο. Φοιτητές που δέρνουν καθηγητές, νεανικές ομιλίες γεμάτες υβρεολόγια και ακαταλαβίστικες εκφράσεις. Η σεξουαλική ανωμαλία λανσάρεται πλέον ως μόδα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Μία υπανθρωπότητα , «χωρίς σεβασμό, χωρίς ντροπή και συνείδηση» που παίρνει στην κατοχή της την κοινωνία, «δυνατή και περήφανη» και, ίσως, ήδη πλειοψηφική.
Το σύνολο της κοινωνίας, μέσα στους σωματιδιακούς και βίαιους αποσχηματισμούς της, είναι ήδη αυτή στην οποία ήλπιζε ο Στίρνερ: Μία απόλυτη αποκοινωνικοποίηση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Ο Μαξ Στίρνερ (1806-1856) ήταν ο πρώτος απόστολος της "ατομικής ελευθερίας" χωρίς όρια, που σήμερα είναι η ιδεολογία που διέπει τις άπειρες εκφάνσεις των απολίτιστων «χωρίς ντροπή».
Σύχναζε στο club των χεγκελιανών της Αριστεράς (μαζί με τον Μαρξ), τo « club των απελευθερωμένων »: Εδώ ο Θεός δεν ήταν πλέον μισητός, ήταν ήδη θαμμένος. Δεν ήταν τίποτα άλλο από μία αλλοτρίωση του εγώ, η οποία επιβαρύνεται από φαντασιακά καθήκοντα. Αλλά η απόλυτη ελευθερία έλειπε ακόμη: Το κράτος, έστω το δημοκρατικό, εξακολουθεί να επιβάλλει νόμους· ο σοσιαλισμός εξακολουθεί να θέλει να υποδουλώσει το άτομο στην ανθρωπότητα, κάτι που είναι απλά ένας άλλος τρόπος υποδούλωσης σε έναν [άλλο] Θεό.
«Εάν εγώ, ως ελεύθερος πολίτης, συμβάλω για να σχηματιστούν οι νόμοι, όμως μετά θα πρέπει να υπόκειμαι σε αυτούς τους νόμους : και αυτοί επίσης περιορίζουν την ελευθερία μου.» Ο Στίρνερ υποστηρίζει το δικαίωμα (ή μάλλον, την εξουσία) του Εγώ να μην είναι πιστό ακόμη και στον εαυτό του.
Το Εγώ του Στίρνερ είναι στην πραγματικότητα η πιο ιδιαίτερη οντότητα της οποίας ο καθένας από εμάς έχει την εμπειρία της στον ίδιο του τον εαυτό, απείρως μεταβαλλόμενη, οδηγούμενη από τις επιθυμίες της στιγμής. Επομένως είναι κάτι που «τα ονόματα δεν μπορούν να ονομάσουν», απροσδιόριστη από την ουσία της.
Ο Στίρνερ την αποκαλεί «το Μοναδικό». Γιατί δεν είναι "ένα" εγώ απλώς «διαφορετικό» από τα άλλα· είναι μία απόλυτη διαφορά. «Εγώ» δεν είμαι ένα άλλο "εσύ", είμαι η αδάμαστη θέληση μου , που θέλει να επιβληθεί ενάντια σε όλες τις αφηρημένες έννοιες που της επιβάλλονται: από το Θεό ή από τον Σωκράτη, από το κράτος ή από την φιλανθρωπία.
Ο Στίρνερ δεν είναι σοσιαλιστής. Πράγματι, υποστηρίζει τον «ελεύθερο ανταγωνισμό». Αλλά τον απόλυτο, τον αληθινό, όχι μόνο τον οικονομικό, αλλά τον «ζωτικό». Και, όπως λέει, δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός εφόσον υπάρχει ένα Κράτος που τον ρυθμίζει. Επειδή οι κανόνες μεταβάλλουν τους δυνητικά ελεύθερους σε υπηρέτες, ο Στίρνερ είναι ενάντια σε κάθε τάξη και κάθε νόμο: γιατί, «όταν θα έχει εκδιωχθεί το επέκεινα (η μετα θάνατον ζωή) ,» ο νόμος μας επιβάλλει «ένα εσωτερικό επέκεινα το οποίο γίνεται ένας νέος ουρανός.»
Ο Στίρνερ μισεί επίσης την επανάσταση: αυτή απαιτεί από το Εγώ, το Μοναδικό, να θυσιάσει τις επιθυμίες του και τις παρορμήσεις του(την "ελευθερία" του) σε ένα έργο που δεν έχει υλοποιηθεί ακόμα, σε έναν Θεό το μέλλοντος. Αλλά το Μοναδικό είναι θνητό, δεν έχει χρόνο για το αύριο, θέλει εξουσία και ηδονή σήμερα. Το Μοναδικό είναι εχθρός του αιώνιου αλλά και του σταθερού ή του μελλοντικού.
Θέλει το παρόν και το θέλει χωρίς όρια. Γι’ αυτό ο Στίρνερ, ενάντια στην επανάσταση, νομιμοποιεί μόνο την «εξέγερση»: τη βία των δρόμων όπου αρπάζονται τα προϊόντα από τα καταστήματα και πυρπολείται η ιδιοκτησία των άλλων, και όπου ο κάθε εξεγερμένος «χορηγείται» στους άλλους μόνο για το χρόνο και για το σκοπό κατά τον οποίο ο εγωισμός των άλλων συμπίπτει με τον δικό του. Η μόνη ηθική που έχει ο Στίρνερ είναι πολύ απλή: Τι είναι καλό; "Αυτό που μπορώ να χρησιμοποιήσω." Τι μου επιτρέπετε; " Ό, τι είμαι σε θέση να κάνω." Λοιπόν, παρατηρήστε και σκεφτείτε: οι μεταμοντέρνες νομοθεσίες δεν έχουν σχεδιαστεί για να παρέχουν ακριβώς αυτό το είδος της ελευθερίας του Μοναδικού;
η εξέγερση του Εγώ |
Αλλά και οι κερδοσκόποι της Wall Street δεν θέλουν νόμους που περιορίζουν την «ελευθερία» τους να γίνουν πλούσιοι. Και αυτή, είναι άλλωστε, η έννοια της συνεχούς επίκλησης, της υπεροπτικής απαίτησης, για την «ελαχιστοποίηση του κράτους». Ο Θεός είναι νεκρός , άρα δεν υπάρχει τίποτα για να ντρεπόμαστε. Δεν χρειάζεται να εξηγήσετε, πολύ λιγότερο να δικαιολογηθείτε: «Είναι νόμιμο, μπορώ να το κάνω». Όπως είπε ο Στίρνερ, «θεμελίωσα τα ιδανικά μου πάνω στο τίποτα.» Ή όπως θα πει ο Νίτσε: «Τα πλεονεκτήματα αυτής της εποχής: Τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται». Δεν υπάρχουν πιο αμαρτωλοί, και ως εκ τούτου ούτε εγκλήματα ούτε λάθη.
Έτσι, η πολιτική έχει γίνει ένα με το οργανωμένο έγκλημα και μας ζητά να τη ψηφίσουμε: Η κάστα- ισχυρός συνασπισμός από« μοναδικούς»- τα παίρνει όλα, πλουτίζει σε βάρος των φτωχών.
Είναι όλοι οπαδοί του Στίρνερ χωρίς να το γνωρίζουν. Ο Στίρνερ τουλάχιστον ήξερε τι θα φέρει αυτός ο "ελεύθερος ανταγωνισμός" μεταξύ ιεροποιημένων εγωισμών: Τον διαρκή πόλεμο των «μοναδικών», όλοι εναντίον όλων, χωρίς συνείδηση και χωρίς σεβασμό, μέχρι τη συλλογική αυτοκτονία.
«Η ανθρωπότητα θα ταφεί, και πάνω στον τάφο της, Εγώ, επιτέλους μόνος κυρίαρχος, Εγώ, κληρονόμε μου, θα γελάσω.» Σε ποιο μέρος μπορεί να αντηχήσει αυτό το γέλιο, μιας που ο «Μοναδικός» που θα έπρεπε να γελάσει τελευταίος, θα σκοτωθεί και αυτός; Ίσως μέσα στα σκοτάδια των αβύσσων, εκεί που δεν υπάρχει παρά μόνον: κλαυθμός και οδυρμός και βρυγμός των οδόντων.
οι Τέσσερις Καβαλάρηδες της Αποκάλυψης, πίνακας του Βίκτωρ Βασνέτσωφ (1887) http://theodotus.blogspot.gr |
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.