Η οντολογική προδιαγραφή του έρωτος, έτσι όπως αυτή αναδεικνύεται στον πλατωνικό διάλογο «Συμπόσιον»
Ιωάννα Κοτσώρη,
Υπ. Διδάκτωρ Φιλολογίας Παν. Πελοποννήσου
Ο Πλάτων αποτελεί έναν από τους κορυφαίους στοχαστές της παγκόσμιας ιστορίας. Η
φιλοσοφική του σκέψη έχει αναμφίβολα σημαδέψει κατά τρόπο ανεπανάληπτο το στοχασμό γενικότερα στο πλαίσιο της δυτικής αλλά κατά προέκταση και σε έναν βαθμό και της παγκόσμιας φιλοσοφίας.
φιλοσοφική του σκέψη έχει αναμφίβολα σημαδέψει κατά τρόπο ανεπανάληπτο το στοχασμό γενικότερα στο πλαίσιο της δυτικής αλλά κατά προέκταση και σε έναν βαθμό και της παγκόσμιας φιλοσοφίας.
Το συγγραφικό έργο του Πλάτωνος θα λέγαμε πως είναι αρχικά μνήμη και φήμη, εξιδανικευτική του βίου και του θανάτου και του ήθους και της σκέψης εν γένει του ανθρώπου που τον σημάδεψε πνευματικά: του Σωκράτους. Την ίδια στιγμή, σε αυτό το ίδιο έργο, εκδιπλώνεται με μαεστρία και με ανάπτυξη, η οποία είναι ευμέθοδη και πολύπτυχη, η διδασκαλία του ίδιου του Πλάτωνος.
Η φιλοσοφία του Πλάτωνος είναι σε απόλυτη εχθρότητα προς κάθε δογματισμό, προς κάθε στατική θεώρηση. Όργανό της είναι η ερώτηση, σκοπός της ερώτησης είναι η ανα-ζωοποίηση όλων των δεδομένων που μπορούν να αποτελέσουν θέμα για τη σκέψη μας. Μόνο όταν αρχίζει ο άνθρωπος να ερωτά γιατί αυτό και όχι εκείνο, γιατί αυτό έτσι και όχι αλλιώς, εμφανίζονται τα αντικείμενα τα οποία αφορά η ερώτηση στην πραγματική τους δυναμικότητα. Μόνον ό, τι είναι προβληματικό έχει κάποια αξία, μόνον εκείνο που μας γίνεται πρόβλημα είναι άξιο να ελκύσει την προτίμησή μας, την αγάπη μας, το μίσος μας, τη συμπάθειά μας και την αντιπάθειά μας.
Τα πλατωνικά έργα, εκτός από την Απολογία Σωκράτους και τις Επιστολές, είναι γραμμένα σε μορφή διαλόγου και παράλληλα εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο σαν μια ζωντανή συζήτηση μεταξύ δύο συζητητών με κεντρική φιγούρα των έργων σχεδόν πάντα (εκτός από την περίπτωση του έργου Νόμοι) να εμφανίζεται ο Σωκράτης, ακόμα και όταν φαίνεται να είναι ένας απλός ακροατής.
Την ίδια στιγμή, είναι χαρακτηριστικό πως σε αυτούς τους διαλόγους, ο αναγνώστης παρακολουθεί όλες τις ιδέες και απόψεις τις οποίες εκφράζει ο καθένας από τους συμμετέχοντες ομιλητές. Ο Πλάτων στο τέλος, και μέσα από το παιχνίδι της αντιπαράθεσης των επιχειρημάτων και των λεκτικών σχημάτων, δείχνει προτίμηση προς συγκεκριμένες θέσεις, οι οποίες εκφράζονται με το στόμα του διδασκάλου του Σωκράτους.
Στο Συμπόσιον ο Πλάτων ακολουθεί μια μέθοδο εντελώς ιδιαίτερη, γιατί, ενώ οι άλλοι διάλογοι είναι δυνατόν να έχουν συντεθεί σύμφωνα με μια μέθοδο διαλεκτικής πορείας και επιτρέπουν απόηχους προγενέστερων απόψεων, στο Συμπόσιον μπορεί να εξεικονίζει μια πορεία αποκάλυψης, κριτικής και ανάλυσης για να φτάσει στην αποκάλυψη της αλήθειας του έρωτα.
Το χρόνο της συγγραφής του Συμποσίου μπορούμε να υπολογίσουμε από το λόγο του Αριστοφάνη, στον οποίο αναφέρεται στο έτος 385 π.Χ.. Το Συμπόσιον ανήκει σε μια περίοδο της ζωής του Πλάτωνος θεμελιώδους σημασίας για την εξέλιξη της σκέψης αλλά και της ψυχικής του κατάστασης. Μόλις είχε γυρίσει από το πρώτο του ταξίδι (388 π.Χ.) και είχε ιδρύσει την Ακαδημία. Μετά το δράμα του 399 π.Χ., την καταδίκη δηλαδή και το θάνατο του Σωκράτους, η επιτυχία της Ακαδημίας ήταν τόσο μεγάλη ώστε ένα πλήθος συγκλονίζει το κήρυγμά του. Ο Έρως γίνεται χειραγωγός προς τη φιλοσοφία, λαχτάρα μαζί και χαρά, πόθος και όλβος του απολύτου[1].
Το συγκεκριμένο κείμενο είναι μια αφήγηση κάποιου ατόμου, του Απολλόδωρου, προς κάποιον φίλο του τον Εταίρο, ενώ κατευθύνονται προς την Αθήνα περί το 400 π.Χ. ζώντος του Σωκράτους. Το Συμπόσιον του Αγάθωνα πραγματοποιήθηκε το 416 π.Χ., όπως μας ενημερώνει ο συγγραφέας, η αναδιήγηση περί το 400 π.Χ. και η συγγραφή περί το 385 π.Χ.. Προς τι αυτό; Ο Πλάτων μας μεταφέρει σε μια εποχή δόξας και ακμής της πόλης και ήθελε να περιγράψει μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ευτυχίας. Ο Σωκράτης απέχει πολύ, 17 ολόκληρα χρόνια από τη συμφορά του 399 π.Χ.. Είναι ακόμα γελαστός και αγαπητός, τύπος γεμάτος παραδοξότητες στη διαγωγή και στα λόγια του, αλλά πάντως ο περιζήτητος σύντροφος, ο εύθυμος συζητητής . Όλη αυτή η αναπόληση των ωραίων ημερών και η υποδήλωση της θλιβερής συνέχειας δεν είναι παρά ένα σκηνικό βάθος, από το οποίο θα προβάλλει περισσότερο ανάγλυφη η προσωπικότητα του Σωκράτους.
Από τη βραδιά που ακούστηκαν οι ερωτικοί λόγοι χρόνια πια έχουν περάσει. Ό, τι ήταν συμπτωματικό έχει σβήσει και έχει μετατοπιστεί στη σκοτεινιά της λήθης. Έτσι θα παρουσιαστεί μόνο ό,τι ήταν αξιομνημόνευτο, ό, τι ξεφεύγοντας από το τυχαίο αξίζει να τοποθετηθεί στον κόσμο που αντιστέκει στη λήθη και στο θάνατο. Και είναι αυτό λόγοι ερωτικοί: όχι στη σημασία ότι πρόκειται για «λόγους περί έρωτος», αλλά στη σημασία ότι μέσα από αυτούς ακούγεται η φωνή και η ομιλία του ίδιου του έρωτος, αποκαλυπτική αυτοεμφάνιση της θεϊκής οντότητας μέσα στην περιοχή του ανθρώπινου λόγου.
Οι λόγοι περί Έρωτα είναι το κύριο περιεχόμενο του Συμποσίου. Το υποδηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στην αρχή (172b «τῶν ἄλλων τῶν τότε ἐν τῷ συνδείπνῳ παραγενομένων, περί τῶν ἐρωτικῶν λόγων τίνες ἦσαν»). Η συζήτηση αρχίζει με το λόγο του Φαίδρου, που υποστηρίζει, ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία, ο έρωτας είναι αυτός που μας κάνει να κάνουμε τις ηρωικότερες πράξεις. Ο Έρωτας είναι μέγας θεός και αυτή η διακήρυξη θα αποτελέσει το σύνθημα όλων των κατοπινών λόγων, μέχρι ότου ο Σωκράτης αποδείξει ότι ο έρωτας είναι όχι θεός, αλλά δαίμων3 .
Ο Παυσανίας φέρνει τον έρωτα σε σχέση με τη θεά Αφροδίτη, και υποστηρίζει ότι όπως η Αφροδίτη έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο μορφές. Ο σαρκικός έρωτας αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση, ενώ ο ανώτερος έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη.
Ο γιατρός Ερυξίμαχος από ιατρικής άποψης βλέπει τον έρωτα σαν μια συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα. Ο Αριστοφάνης επιχειρεί να αποδείξει τη δύναμη του έρωτα με το μύθο των σφαιρικών ανθρώπων, που ήταν ερμαφρόδιτοι. Είχαν τόσο μεγάλη δύναμη, που οι θεοί τούς έκοψαν στην μέση και από τότε το ένα μισό αναζητάει το άλλο. Ο Αγάθων με μεγάλη ρητορική ικανότητα και με τη βοήθεια λογικών αποδείξεων λέει πως ο έρωτας είναι ένας θεός που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός. Προς τιμή του τραγουδάει και έναν ύμνο. Είναι εκείνος που μιλά για τον έρωτα καθεαυτόν και όχι για τον έρωτα ως θεσμό. Μας προετοιμάζει για τις θεωρίες της Διοτίμας: την υπέρβαση δηλαδή της διανθρώπινης σχέσης προς τις αιώνιες πραγματικότητες, που θα αποτελέσει την ειδική εισφορά της Διοτίμας.
Εκείνη την στιγμή παρουσιάζεται ο Σωκράτης, συγκεντρωμένος στις σκέψεις του, καθυστερεί και λησμονείται. Δημιουργεί έτσι την ατμόσφαιρα του μυστηριώδους, εντός της οποίας πρέπει να ακουσθούν τα μυσταγωγήματα της Διοτίμας. Ο Σωκράτης εμφανίζεται στην είσοδο τελευταίος, τελευταίος όχι από ματαιόδοξη επιθυμία να αφήσει να τον περιμένουν, αλλά από την ζήτηση της αλήθειας.
Ο Ερυξίμαχος έχει δίκιο: το θέμα το έχουν εξαντλήσει οι προλαλήσαντες, από άποψης ρητορικής. Ένα μόνο μένει για το Σωκράτη: η αλήθεια. Έτσι για μας οι προηγούμενοι λόγοι παρουσιάζονται ως κάτι αρνητικό και ολόκληρη η αισθηματολογία τους ως ανεδαφική, αφού δεν έχει ό, τι εξασφαλίζει νόημα και διάρκεια σε κάθε είδους συγκίνηση: την αλήθεια. Η περιέργεια του αναγνώστη αυξάνει. Πρόκειται να ακούσει κάτι όχι απλώς ανώτερο από τα λεχθέντα, αλλά και τελείως διαφορετικό. Και αισθάνεται ο αναγνώστης μαζί με τους παριστάμενους την αγωνία κατ αρχάς, αν θα τηρήσει ο Σωκράτης την υπόσχεσή του, και την ανακούφιση μαζί, όταν επιτέλους αποφασίζει να μιλήσει4.
Ο Σωκράτης ανησυχεί αν θα έχει τίποτα να προσθέσει σε όσα ωραία ειπώθηκαν. Η ειρωνεία την οποία χρησιμοποιεί ο Σωκράτης και η οποία στη συνέχεια του διαλόγου θα εκφραστεί μέσα από το στόμα και τα λεγόμενα της Διοτίμας, είναι στοιχείο αλλαγής με την οποία θα διαφανεί η διαφορά με τα όσα έχουν ειπωθεί για τον Έρωτα έως τώρα και με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο θαυμασμός μας. Εξαίρεται περισσότερο η σπουδαιότητα των ανακοινωμένων, καθ’ όσον προβάλλουν από ένα φευγαλέο πλήθος άλλων λόγων, οι οποίοι αφήνονται στο ημίφως και την αοριστία. Νιώθουμε, πώς όλοι οι προηγούμενοι λόγοι, που με τόση χλιδή ειπώθηκαν, μαραίνονται, γιατί η ρίζα τους δεν ήταν φιλοσοφική, δηλαδή δεν έφτανε ως την ιδέα5.
Ο Σωκράτης λέει ότι δεν ξέρει να πει τίποτα και δηλώνει ότι οφείλει στη δασκάλα του, τη Διοτίμα, τις απόψεις του για τον έρωτα, ως πόθο και κίνητρο για το ωραίο και αληθινό. Στο ίδιο έργο ο Σωκράτης αναφέρεται σ’ αυτήν ως δασκάλα του λέγοντας ότι ήταν ιέρεια στην Μαντίνεια και ότι ανέβαλε για δέκα έτη με θυσίες το λοιμό το 440 π.Χ.. Ο Πλάτων βέβαια δεν ανέφερε τυχαία αυτό. Πρόθεσή του ήταν να δείξει σε συγκεκριμένο της κατόρθωμα ότι κατείχε και η ίδια τη δαιμόνια εκείνη δύναμη, την οποία αποδίδει στους μάντεις και να προσδώσει κατά αυτόν τον τρόπο κύρος στις αποκαλύψεις της. Σε ένα μεγάλο μέρος ο λόγος του είναι η αφήγηση του διαλόγου περί Έρωτος που είχε με αυτήν. Ουσιαστικά πρόκειται για το λόγο και τη διδασκαλία της Διοτίμας. Το διάλογο αυτό ο Σωκράτης μεταφέρει στους φίλους του, διδάσκοντας ό, τι ο ίδιος είχε προηγουμένως μάθει για τον Έρωτα από αυτήν, η οποία «σε αυτό το θέμα ήταν πολύ σοφή» (201d «ταϋτά τε σοφή ήν και άλλα πολλά»).
Ο Έρωτας λοιπόν δεν είναι ωραίος όπως οι Θεοί αλλά ούτε και άσχημος. Είναι κάτι ανάμεσα, όπως η σωστή δοξασία μεταξύ της γνώσης και της άγνοιας (202 a «ἔστιν τι μεταξύ σοφίας και ἀμαθίας»). Είναι λοιπόν ανάμεσα στους ανθρώπους και στους Θεούς (202d «μεταξύ θνητοῦ και ἀθανάτου»). Ένας δαίμονας μεσάζων και οι άνθρωποι επικοινωνούν με τους Θεούς μέσω αυτού, χρησιμοποιώντας την Ιερατική και τη Μαντική τέχνη.
Ο Έρωτας είναι γιος του Πόρου και της Πενίας, που η σύλληψή του έγινε στα γενέθλια της Αφροδίτης (203c «ἅτε οὖν Πόρου καί Πενίας ὑιός ὤν ὁ Ἔρως ἐν τοιαύτῃ τύχῃ καθέστηκεν»). Έτσι είναι πάντα φτωχός, άσχημος και στερημένος. Κυνηγάει όμως τα ωραία και τα αγαθά με ορμή, ανδρεία και εξυπνάδα. Αγαπάει τη γνώση και είναι εφευρέτης της. Πάντα φιλοσοφεί. Το αντικείμενο του Έρωτα είναι η παντοτινή κατοχή του αγαθού και η αθανασία (206 a «Ἔστιν ἄρα συλλήβδην, ἔφη, ὁ ἔρως τοῦ τό ἀγαθόν αὐτῷ εἶναι ἀεί»). Και η αθανασία αρχικά επιτυγχάνεται μέσα από την αναπαραγωγή των σωμάτων, που διαιωνίζει το είδος (206c «ἔστι δε τοῦτο θεῖον τό πρᾶγμα, καί τοῦτο ἐν θνητῷ ὄντι τῷ ζῴῳ ἀθάνατον ἔνεστιν, ἡ κύησις καί ἡ γέννησις. τά δε ἐν τῷ άναρμόστῳ ἄδύνατον γενέσθαι»).
Αυτός όμως που εγκυμονεί ψυχικά δηλαδή (φρόνηση, δικαιοσύνη, σωφροσύνη) αναζητάει μια όμορφη, έξυπνη και ευγενική ψυχή για να γεννήσει τις αρετές του. Στη συνέχεια το γεννημένο ανατρέφεται από κοινού και αυτό δημιουργεί ένα πιο σπουδαίο δεσμό από αυτό των παιδιών και μια πολύ πιο σταθερή φιλία.
Αυτά βέβαια τα παιδιά (οι αρετές) είναι πιο ωραία και πιο αθάνατα ώστε καθένας θα προτιμούσε τέτοια να γεννήσει και όχι ανθρώπινα. Για παράδειγμα τα «παιδιά» του Λυκούργου σώζουν τη Σπάρτη και οι «νόμοι» του Σόλωνα σώζουν και γεννούν αρετή στην Αθήνα. Γι’ αυτά τα παιδιά τους έχουν τιμηθεί και τους έχουν αφιερωθεί πολλά ιερά (209e «τίμιος δε παρ’ ὑμῖν καί Σόλων διά τήν ταῶν νόμων γέννησιν, καί ἄλλοι ἄλλοθι πολλαχοῦ ἄνδρες, καί ἐν Ἕλλησι καί ἐν βαρβάροις, πολλά καί καλά ἀποφηνάμενοι ἔργα, γεννήσαντες παντοίαν ἀρετήν»).
Στη συνέχεια σ’ αυτό το λόγο η Διοτίμα διδάσκει στο Σωκράτη το σωστό δρόμο για τη μύηση στα «τέλεια και εποπτικά» μυστήρια του Έρωτα. Πρώτα λοιπόν πρέπει από νεαρή ηλικία κάποιος να πλησιάσει νέους με ωραία σώματα, να αγαπήσει κάποιον και σ’ αυτόν να γεννήσει ωραίους λόγους, μετά να διευρύνει την αγάπη του προς όλα τα ωραία σώματα, ανακαλύπτοντας την ομορφιά του είδους, έπειτα ν’ ανακαλύψει την ομορφιά των ψυχών που είναι ανώτερη από αυτή των σωμάτων και που εκδηλώνεται στους ωραίους τρόπους ζωής και στους νόμους (210a «δεῖ γάρ, ἔφη, τόν ὀρθῶς ἰόντα ἐπι τοῦτο τό πρᾶγμα ἄρχεσθαι μέν νέον ὄντα ἰέναι ἐπι τά καλά σώματα, και πρῶτον μέν, ἐάν ὀρθῶς ἡγῆται ὁ ἡγούμενος, ἑνός αὐτόν σώματος ἐρᾶν καί ἐνταῦθα γεννᾷν λόγους καλούς»).
Στη συνέχεια αναζητώντας την ομορφιά των επιστημών, θα στρέψει το βλέμμα του στη μια και μοναδική επιστήμη (210e «Ὅς γάρ ἄν μέχρι ἐνταῦθα πρός τά ἐρωτικά παιδαγωγηθῇ, θεώμενος ἐφεξῆς τε καί ὀρθῶς τά καλά, πρός τέλος ἤδη ἰών ταῶν ἐρωτικῶν ἐξαίφνης κατόψεταί τι θαυμαστόν τήν φύσιν καλόν»). Την επιστήμη της ομορφιάς καθ’ αυτής. Με αυτό λοιπόν το δρόμο της παιδεραστίας φτάνει κανείς ως τη θέαση της ίδιας της ιδέας της ομορφιάς ώστε να μπορεί πια να γεννήσει όχι είδωλο αρετής παρά αληθινή αρετή. Έτσι θα γίνει αγαπημένος στους Θεούς και αθάνατους περισσότερο από κάθε άλλον.
Ακολουθεί ο λόγος του Αλκιβιάδη που θα εγκωμιάσει τον ίδιο τον Σωκράτη. Αναφέρει ότι ο Σωκράτης ήταν ο μόνος που τον έκανε να ντραπεί, εκθειάζει την ανωτερότητα και τις αρετές της ανδρείας και της φρόνησης του Δαιμόνιου Σωκράτους, που όμοιος ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει.
Στο Συμπόσιον ο έρως αποκαλείται δαίμων και, ως τέτοιος ευρίσκεται «εγκαθιδρυμένος» μεταξύ του θείου και του κοσμικού χώρου, μεταξύ δηλαδή θεού ή θεών και ανθρώπων. Ως ενδιάμεση αυτών οντότητα, είναι σαφές πως αντλεί την καταγωγή του από τους θεούς και μάλλον, ως προς τις οντολογικές αναφορές του, έρχεται να επιτελέσει έναν εργαλειακού τύπου ρόλο, αφού αποβλέπει στην αναγωγή των κατωτέρων όντων προς την ευδαιμονία, προς την περιοχή δηλαδή των ανωτέρων υποστάσεων. Οπότε, ως ενδιάμεση οντότητα διαθέτει χαρακτήρα ενοποιητικό. Κατά την γνωσιολογική εκδοχή τής εν λόγω θέσης, ο έρως ως ενδιάμεση οντότητα ενέχει στην υπόστασή του χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δύο ακραίων υποστάσεων και, επί του προκειμένου, της σοφίας και της αμαθείας. Οπότε ο έρως χαρακτηρίζεται και ως φιλόσοφος, καθότι θα «γευματίσει» μετά της σοφίας, εάν και εφόσον υπερβεί την αρνητική όψη που τον διακατέχει, εκείνη της αμαθείας. Αναφορικά με την ανθρώπινη ψυχή η ανωτέρω άποψη σημαίνει πως η ίδια θα είναι σε θέση, εφόσον το γνωστικό μέρος της πληρωθεί διά της φιλοσοφίας, διά του φιλοσοφικού δηλαδή έρωτος, να διάγει και εγκόσμιο βίο ευδαίμονα αλλά και, έτι περαιτέρω, θείο.
Ο πλατωνικός έρωτας έχει πολλά χαρακτηριστικά του Σωκράτη. Είναι πάντα άπορος, δεν είναι μαλακός, ούτε όμορφος αλλά τραχύς. Είναι πάντα ξυπόλητος και άστεγος. Είναι ανδρείος, τολμηρός, κυνηγάει πάντα την ομορφιά και την καλοσύνη. Είναι όμως, δεινός κυνηγός και παγιδευτής, εφευρετικός. Είναι σε όλη του τη ζωή φιλόσοφος, είναι ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ενσυνείδητη άγνοια. Ο πλατωνικός Σωκράτης είναι σαν να γνέφει στον έφηβο να αφήσει τα βάναυσα και να βαδίσει προς τα θεία.. Η ψυχή του Σωκράτη είναι γεμάτη πάθος και έρωτα γα τη νεότητα και με αυτά ανασκαλεύει την ψυχή του εφήβου, αποφεύγοντας ο ίδιος να είναι ένας ψυχρός ορθολογιστής6.
Συμπέρασμα
Βλέπουμε λοιπόν ότι για τη Φιλοσοφία ο Έρωτας ταυτίζεται με τη δύναμη που τείνει στην ολοκλήρωση και στην κατάκτηση της αθανασίας. Σαν πρωταρχική ελκτική δύναμη ο Θεός Έρωτας είναι μια δύναμη ικανή να ταξινομεί και να δίνει ζωή στα πάντα. Πλάθει διαφορετικά σκαλοπάτια από ένα λεπτότατο ουρανό σε μια απτή γη, όπου σε κάθε επίπεδο υπάρχει και μια διαφορετική μορφή Έρωτα.
Και για να φτάσουμε στην ουσία του Έρωτα, πρέπει να μάθουμε να ανακαλύπτουμε τη σκάλα ανάβασης ξεκινώντας από την ομορφιά. Αυτή που υπάρχει στα σώματα, στις ψυχές, στις δράσεις, στους Νόμους της φύσης, στην Επιστήμη και στην Τέχνη και ακόμα πιο πέρα φτάνουμε στο Ωραίο καθ’ αυτό, στην αγνή ιδέα, στην αφηρημένη ομορφιά καθαρή και άψογη, η οποία όμως συμπίπτει και με το Καλό, το Δίκαιο και το Αληθές. Με τον έρωτα υπερνικάει η ανθρώπινη ατέλεια τον εαυτό της, και , επειδή η παιδεία δε θέλει τίποτα άλλο παρά να φέρει τον άνθρωπο προς την ολότητά του, είναι φανερό, ότι ο έρωτας είναι ο θεμελιωτής της παιδείας.
Βιβλιογραφία
Αρχαία Ελληνική Γραμματεία
Συκουτρής, Ιω., [1934] 1966, Πλάτωνος Συμπόσιον, εκδόσεις Εστία, Αθήνα
Ξενόγλωσση
Stewart, J.A., 1905, Myths of Plato: The two Symposium Myths, MacMillan, London, σελ. 428- 434
- Taylor, A.E., 1990, Πλάτων-Ο άνθρωπος και το έργο του, μτφ. Αρζόγλου Ι., εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα,, σελ. 250-279
Ελληνόγλωσση
Πλάτων, 1999, Συμπόσιον, μτφ. – εισαγωγή- σχόλια Δεδούσης Β., προλεγόμενα Γεωργούλης, Κ., εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα
- Πλάτων, 2004, Συμπόσιον, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Υπόμνημα, Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη
- Δεσποτόπουλος Κ. Ι., 1997, Φιλοσοφία του Πλάτωνος, εκδόσεις Ακαδημία Αθηνών- Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας, Αθήνα
- Θεοδωρακόπουλος Ι., 2009, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, εκδόσεις Εστία, Αθήνα
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φιλοσοφείν», Ιούνιος 2014 (10)
[1] Συκουτρής Ι, 2009, σ. 19.
2 Συκουτρής Ι, 2009, σ. 23.
4 Συκουτρής Ι, 2009, σ.σ. 144-145.
5 Θεοδωρακόπουλος Ι. 1964, σ. 260
6 Θεοδωρακόπουλος Ι, 1964, σ. 113.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.