ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ Ή ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ;
Ποια είναι η σωστή ελληνική γραφή;
Ας αρχίσουμε από το δεύτερο συνθετικό του ρήματος: όμνυμι, ομνύω, «ορκίζομαι».
·
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΟΜΝΥΜΙ >
- Από: ὀμ + -νυ- + -μι.
- Αβέβαιη ετυμολογία (παράβαλε στα Σανσκριτικά: amiti).
- Ο αόριστος ὤμοσα οδηγεί σε θέμα ὀμο-, οπότε ο μέλλων ὀμοῦμαι θα παράγεται από ὀμό-ομαι.
- Ο παρακείμενος ὀμ-ώμο-κα είναι νεότερος σχηματισμός που απαντά για πρώτη φορά στην αττική διάλεκτο (αττικός διπλασιασμός).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ - ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ αόριστος ὤμοσσα και ὄμοσ(σ)α
- ὄμνυμι και ὀμνύω, ὤμνυν και ὤμνυον, μέσος μέλλων με ενεργητική σημασία ὀμοῦμαι και (μεταγενέστερα ὀμόσω), ὤμοσα, ὀμώμοκα, ὠμωμόκειν, (σύνθ. - ὀμωμοκὼς ἔσομαι)
- (σύνθ. -όμνυμαι), (σύνθ. -ωμνύμην), (σύνθ. -ὠμοσάμην), παρακείμενος ὀμώμο(σ)ται, πληθ. πρκ. ὀμώμονται, μετοχή ὀμωμοσμένος.
- Παθητικός Μέλλων ὀμοσθήσομαι, παθητικός αόριστος ὠμόσθην και σπάνια ὠμόθην.ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀνώμοτος 'χωρίς όρκο', συνώμοτον 'κοινοπραξία που σχηματίζεται με όρκο', συνωμότης, ἀντωμοσία 'όρκος που γίνεται από τον κατήγορο ή το συνήγορο', διωμοσία 'όρκος που γίνεται από κοινού κατά τη διάρκεια της ανάκρισης', ἐξωμοσία, κατωμοσία, ὑπωμοσία, ὀρκωμοσία
- ρήματα: ἀντόμνυμι 'ορκίζομαι κι εγώ', ἀπόμνυμι 'ορκίζομαι ότι δεν, αρνούμαι', διόμνυμαι, ἐξόμνυμαι 'αρνούμαι με όρκο', ἐπόμνυμαι'επιβεβαιώνω με όρκο', κατόμνυμι 'επιβεβαιώνω την κατηγορία εναντίον κάποιου με όρκο', προόμνυμι 'ορκίζομαι εκ των προτέρων', προσόμνυμι, συνόμνυμι 'παίρνω μέρος σε συνομωσία', ὑπόμνημαι 'ορκίζομαι ότι κάποιος έχει σοβαρό λόγο να απουσιάζει από το δικαστήριο και προκαλώ με αυτόν τον τρόπο αναβολή της δίκης', ὁρκωμοτέω-ῶ
- επίθετα: ἀπώμοτος 'δεσμευμένος με όρκο να μην κάνει κάτι', διώμοτος'δεσμευμένος με όρκο', ἐνώμοτος, ἐπώμοτος
- επιρρήματα: ἀνωμοτί 'χωρίς όρκο'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ὁρκωμότης, ὄμοσις 'όρκος'
- επίθετα: ἀπωμοτικός, ἐπωμοτικός, κατωμοτικός, συνωμοτικός
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- εξωμότης, εξωμοτούντες, συνωμότισσα, συνωμοτέω-ώ, συνωμοτικώς
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντος: μόσιμο, ομνύω, ομνύγω, ομνύζω, ιμνύζω, ομνώ, εμόνω,
- Καππαδοκία: ομασά, ᾽μασία 'όρκος', ομανίσκω.
- Κύπρος: ομόν-νω,
- Ήπειρος: αμόνου 'ορκίζομαι'
- Η γραφή <συνωμοσία> οφείλεται στη λειτουργία φωνολογικού νόμου της αρχαίας ελληνικής ο οποίος οδηγούσε σε έκταση του βραχέος φωνήεντος με το οποίο ξεκινούσε το δεύτερο συνθετικό μιας λέξης (πρόκειται για τον νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει»). Για την ακρίβεια, έπρεπε και το πρώτο συνθετικό να λήγει σε φωνήεν, λ.χ. ορκ(ο) + όμνυμι= ορκωμοσία. Η γραφή <συνωμοσία> αποτελεί παράδειγμα επέκτασης του νόμου και σε λέξη όπου το πρώτο συνθετικό λήγει σε σύμφωνο (τον του συν).Οι γραφές <συνομωσία> και <ορκομωσία> μπορεί να οφείλονται σε σύγχυση λόγω των διαδοχικών [o] (ιδίως αν θυμάται κανείς ότι κάπου υπάρχει και ω…).Ορκωμοσία < ελληνιστική κοινή ὁρκωμοσία < ὁρκωμότης < ὅρκος +ὄμνυμι (το ω (ορκωμοσία) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)Ειδικά το <ορκομωσία> είναι πολύ πιθανόν να εξηγείται και από το πρώτο συνθετικό ορκο– του όρκος.Οι γραφές συνωμοσία και ορκωμοσία μάλλον ανήκουν σε αυτές που πρέπει κανείς να θυμάται απέξω, εκτός αν είναι τόσο εξοικειωμένος με θέματα ετυμολογίας και γενικά γλωσσολογίας.Είναι εσφαλμένη ετυμολογική εξήγηση να δίνεται η σωστή γραφή ορκωμοσία και συνωμοσία από τον αόριστο ώμοσα. Οφείλεται καθαρά στον φωνολογικό νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει» της αρχαίας ελληνικής, ο οποίος οδηγούσε σε έκταση του βραχέος φωνήεντος, με το οποίο ξεκινούσε το δεύτερο συνθετικό μιας λέξης.Π.χ.Όροφος- διώροφο, (μετατροπή του ο σε ω).Άλλα παραδείγματα:οδύνη–επώδυνος,όλεθρος–πανωλεθρία,oμαλός–ανώμαλοςορυχείο–χρυσωρυχείο.Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ
- 1. υπόσχομαι με όρκο, ορκίζομαι
- με σύστ. Α
- ΘΟΥΚ 5.18.9 ὀμνύντων δὲ τὸν ἐπιχώριον ὅρκον
- ΔΗΜ 19.44 τοὺς ὅρκους ἔμελλε Φίλιππος ὀμνύναι τοὺς περὶ τῆς εἰρήνης
- με δοτ. προσ.
- ΙΣΑΙΟΣ 2.39 τί ἔδει αὐτοὺς ὀμνύναι ἐμοί;
- 2. ορκίζομαι για κτ., επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ. με όρκο
- με αιτ.
- ΞΕΝ Ελλ 7.4.10 οἱ μέντοι...Θηβαῖοι ἠξίουν αὐτοὺς καὶ συμμαχίαν ὀμνύναι
- ΔΗΜ 18.32 ἐπειδὴ γὰρ ὤμοσε τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος
- με απρφ. κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)
- ΣΟΦ Φιλ 357 ὀμνύντες βλέπειν τὸν οὐκέτ΄ ὄντα ζῶντ΄ Ἀχιλλέα πάλιν
- ΞΕΝ Ελλ 5.1.32 ὤμνυσαν ἐμπεδώσειν ταῦτα
- ΘΟΥΚ 5.47.9 ὀμνύντων δὲ Ἀθήνησι μὲν ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἔνδημοι ἀρχαί
- ΕΥΡ ΙΤαυ 743 ὄμνυ { ορκίσου! }
- ως μτχ. πρκ. ὀμωμοκώς-ότες
- ΔΗΜ 24.27 τοὺς δὲ νομοθέτας εἶναι ἕνα καὶ χιλίους ἐκ τῶν ὀμωμοκότων
- 3. ορκίζομαι σε κπ. ή σε κτ., επικαλούμαι ως μάρτυρα
- με αιτ. προσ. ή πράγμ., στο οποίο ορκίζεται κπ.
- ΔΗΜ 23.5 ὀμνύω τοὺς θεοὺς ἅπαντας { ορκίζομαι σ' όλους τους θεούς }
- ΕΥΡ Μηδ 746 ὄμνυ πέδον Γῆς πατέρα θ΄ ῞Ηλιον πατρὸς τοὐμοῦ θεῶν τε συντιθεὶς ἅπαν γένος
- με δοτ. προσ.
- ΞΕΝ ΚΑναβ 6.1.31 ὀμνύω ὑμῖν θεοὺς πάντας καὶ πάσας
- με πρόθ.
- ΔΗΜ 23.101 ὀμωμοκότας κατὰ τοὺς νόμους
- ΑΝΔΟΚ 3.34 τοῖς Ἕλλησιν͵ ἐφ΄ οἷς ὅρκοι τε ὀμοσθήσονται
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια)
- 1. (προκειμένου για όρκο) δίνομαι, εκφωνούμαι
- ΑΙΣΧ Αγ 1284 ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας
- 2. με επικαλείται κπ. σε όρκο
- ΕΥΡ Ρησ 816 Ζεὺς ὀμώμοται πατὴρ { έχει γίνει όρκος στο όνομα του πατέρα Δία }
- συνωμότης (ο) {συνωμοτών}, συνωμότρια (η) {συνωμοτριών} πρόσωπο που οργανώνει ή συμμετέχει σε συνωμοσία: οι συνωμότες συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Επίσης (λαϊκώς.) συνωμότισσα (η) {δύσχρηστο συνωμοτισσών}.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ αρχαίας. < συν- + -ωμότης (με έκταση τού αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει)< όμνυμι «ορκίζομαι».Η λέξη δήλωνε αρχικώς τους συνδεδεμένους με όρκο και, κατ’ επέκταση, εκείνους που κατέστρωναν από κοινού μυστικά σχέδια].
συνωμοτώ ρήμα {συνωμοτείς... | συνωμότησα} συμφωνώ μυστικά (με άλλους), για να βλάψω (κάποιον/κάτι): συνωμοτούν εναντίον τού κράτους / τού καθεστώτος / τού αρχηγού τους || έχει την έμμονη ιδέα ότι όλος ο κόσμος συνωμοτεί εναντίον του.
συνωμοσία (η) {συνωμοσιών}1. συνεννοήσεις και ενέργειες που χαρακτηρίζονται από μυστικότητα και στοχεύουν στην τέλεση παράνομων πράξεων, κυρίως σχετικών με την ανατροπή καθεστώτος: συνωμοσία εναντίον τού κράτους / βασιλιά || ανατρεπτική / εγκληματική / ιστορική / πολιτική / αντεθνική / σκοτεινή / στρατιωτική / διεθνής συνωμοσία || εξυφαίνω / αποκαλύπτω / συμμετέχω σε συνωμοσία.2. κάθε είδους ενέργεια που στρέφεται εναντίον ενός, λίγων ή πολλών ατόμων και συντελείται σε συνθήκες μυστικότητας: Είμαι αθώος! Έπεσα θύμα συνωμοσίας!ΣΥΝΩΝΥΜΑ: πλεκτάνη, μηχανορραφία.ΦΡΑΣΕΙΣ(α) συνωμοσία σιωπής η συμφωνημένη, συστηματική αποφυγή κάθε αναφοράς, σχολιασμού, μνείας για κάτι που δημοσιεύεται, εκδίδεται ή γενικότερα για τη δράση προσώπου ή για κάποιο γεγονός· η συνεννοημένη αγνόηση: συνωμοσία σιωπής στον αθηναϊκό Τύπο για τις καταγγελίες τού πρώην υπουργού.(β) θεωρία της συνωμοσίας, η αντίληψη σύμφωνα με την οποία οτιδήποτε άσχημο —ιδίως όταν πρόκειται για την πολιτική κατάσταση μιας χώρας ή τη σχέση της με άλλα κράτη— οφείλεται σε μυστικές εχθρικές ενέργειες, που κατευθύνονται από «διεθνή κέντρα ανωμαλίας».
συνωμοσιολογία (η) {συνωμοσιολογιών}λόγος περί συνωμοσίας, π.χ.:«όλη αυτή η συνωμοσιολογία έχει μετατοπίσει το κέντρο βάρους της συζήτησης από τις ευθύνες τής κυβέρνησης στον ρόλο άγνωστων και αόρατων ξένων κέντρων συνωμοσίας».
συνωμοτικός, -ή, -ό αυτός που σχετίζεται με συνωμοσία ή συνωμότη, αυτός που προσιδιάζει σε συνωμότη: συνωμοτική ενέργεια || συνωμοτικό βλέμμα / χαμόγελο. — συνωμοτικ-ά | -ως. Παράγωγα:συνωμοτικότητα (η).ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: η σωστή ελληνική γραφή είναι: Συνωμοσία.-ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.