Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ εποχή (1600-1400 π.Χ.), στο μυκηναϊκό κόσμο εμφανίζονται δύο νέοι τύποι τάφων, οι θαλαμωτοί (θαλαμοειδείς ή λαξευτοί) και οι θολωτοί και για ένα διάστημα χρησιμοποιούνται συγχρόνως με τους λακκοειδείς. Οι νέες μεγαλοπρεπείς και επιβλητικές ταφικές κατασκευές αντικατοπτρίζουν την επιθυμία των ανθρώπων να τοποθετούν το νεκρό σε μια μνημειώδη κατασκευή όμοια με την επίγεια κατοικία του. Ό,τι εκπροσωπούν για την Αίγυπτο οι πυραμίδες (μνημειώδεις διαστάσεις, αντοχή στο χρόνο, προηγμένη τεχνολογία, την αγωνία του ανθρώπου να χτίσει μια άφθαρτη αιώνια κατοικία και να προβάλει ένα σύμβολο επίγειας ισχύος και γοήτρου) αντιπροσωπεύουν για την Ελλάδα οι θολωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής, που συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.
Είναι τα μεγαλύτερα θολωτά μνημεία του αρχαίου κόσμου, που το ύψος τους ξεπεράστηκε μόνο με την κατασκευή του Πάνθεον στη Ρώμη. Θολωτοί τάφοι συναντώνται όχι μόνο στις Μυκήνες, αλλά και στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αττική, μερικά νησιά των Κυκλάδων, τα Επτάνησα, τη Ρόδο. Πρόκειται για τάφους βασιλέων, ευγενών και αρχόντων, που είναι χτισμένοι σε ειδυλλιακές, περίοπτες θέσεις, κοντά σε μεγάλους προϊστορικούς οικισμούς που συχνά δεν έχουν ακόμα ανασκαφεί. Πολλοί από αυτούς έχουν κηρυχθεί ως προστατευόμενοι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν όμως απαλλοτριωθεί και κινδυνεύουν από την εγκατάλειψη, τη βλάστηση και την υγρασία. Όλοι οι θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας βρέθηκαν συλημένοι ολοκληρωτικά ή μερικώς, γι’ αυτό δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τα έθιμα ταφής.
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
.jpg)
.jpg)
Οι παλαιότεροι όμως θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας, που βρίσκονται στη Μεσσηνία και χρονολογούνται γύρω στο 1600 π.Χ. όταν δηλαδή ήταν ακόμη σε χρήση οι τάφοι της Μεσσαράς, παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τους κρητικούς: είναι υπέργειοι, οικογενειακοί, χτισμένοι απλά χωρίς βασιλικό χαρακτήρα. Εξάλλου η επαφές με τη μινωική Κρήτη, όπως και οι επιρροές από τη μινωική τέχνη φαίνονται στην Περιστεριά, τόσο σε επίπεδο κινητών ευρημάτων όσο και αρχιτεκτονικής των τάφων, ειδικά του θολωτού τάφου 1. Τα ταφικά μνημεία του λόφου της Περιστεριάς, έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς η μορφή τους αποδεικνύει ότι οι Μεσσήνιοι, προηγούνταν έναντι των υπόλοιπων επαρχιών του μυκηναϊκού κόσμου στην κατασκευή του θολωτού ταφικού μνημείου της Εποχής του Χαλκού, διότι ενώ ο τύπος αυτός χρησιμοποιείτο ευρύτατα στη Μεσσηνία, στις Μυκήνες ήταν ακόμη σε χρήση οι λακκοειδείς τάφοι.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ
Οι περισσότεροι τάφοι ιδρύθηκαν σε Πρωτοελλαδικό ΙΙ περιβάλλον. Χρονολογικά ανήκουν στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α-Β περίοδο, και στους πιο πολλούς παρατηρήθηκε μεταγενέστερη χρήση ή και λατρεία (ευρήματα πρωτογεωμετρικών, κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων). Θολωτοί τάφοι απαντούν ήδη στην κεντρική Κρήτη κατά την Πρωτομινωική Περίοδο και στη Μεσσηνία κατά τη Μεσοελλαδική ΙΙΙ. Στην Αργολίδα εμφανίζονται κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδο. Στην Υστεροελλαδική ΙΙ χρονολογούνται και οι θολωτοί τάφοι στο Βαφειό, στο Μυρσινοχώρι (θέση Ρούτσι) και στα Δενδρά. Πλήρη σειρά θολωτών τάφων από διάφορες περιόδους γνωρίζουμε στις Μυκήνες. Εκεί οι πιο πρώιμοι χρονολογούνται επίσης στην Υστεροελλαδική ΙΙ (Τάφος του Αιγίσθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων). Μια δεύτερη ομάδα χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α (Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων). Στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β ανήκουν ο Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέα (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β1) και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β2). Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική (1300-1200 π.Χ.) περίοδο. Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.
ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΜΥΚΗΝΩΝ
Οι τάφοι των Μυκηναίων παρουσιάζονται με τρεις διαφορετικούς τύπους: τους λακκοειδείς, τους θαλαμωτούς και τους θολωτούς. Οι πρώτοι, οι απλούστεροι, αποτελούνται από ένα μακρόστενο κάθετο άνοιγμα που σκεπαζόταν με ακατέργαστες λίθινες πλάκες. Οι θαλαμωτοί λαξεύονται στο μαλακό πέτρωμα στις πλαγιές υψωμάτων και αποτελούνται από δύο τμήματα, τον δρόμο και τον κυρίως θάλαμο και καμιά φορά και από πλευρικό ταφικό δωμάτιο. Στους θαλάμους έφθανε κανείς μέσα από έναν κατηφορικό δρόμο που κατέληγε στη θύρα με το υπέρθυρο που οδηγούσε μέσα στο θάλαμο. Μετά την ταφή έφραζαν το στόμιο με ξερολιθιά. Τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα αποτελούν οι θολωτοί τάφοι. Πρόκειται για υπόγεια κυκλικά κτίσματα με ισόδομους λίθους και σχήμα κωνικό. Διαθέτουν και αυτοί δρόμο, θύρα και στόμιο. Ο μακρύς δρόμος είναι σκαμμένος οριζόντια στη πλαγιά λόφου (όχι επικλινής), που μέσω του στομίου οδηγεί σ’ ένα θάλαμο κυκλικής κάτοψης, στεγασμένο με θόλο. Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή. Τα τοιχώματά του είναι κάθετα, ενώ η είσοδος και ο θάλαμος είναι οικοδομημένος με ογκόλιθους, άλλοτε πάνω από την επιφάνεια του εδάφους (σκεπαζόταν με χώμα δίνοντας την όψη τύμβου) και άλλοτε σε βαθύ κυκλικό σκάμμα ανοιγμένο στην πλαγιά ενός λόφου. Η διάμετρος ποικίλλει από τα 3,50 μ. έως τα 14,50 μ. του θησαυρού του Ατρέως.
Η θόλος είναι κατασκευασμένη από πάνω σαν πηγάδι και οι πλευρές της χτίζονταν με ογκόλιθους τοποθετημένους κατά στρώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στρώση να εξέχει λίγο περισσότερο προς το εσωτερικό της θόλου από την αμέσως κατώτερή της (εκφορικό σύστημα), έτσι ώστε το άνοιγμα να στενεύει προς τα πάνω, έως ότου έμενε μόνο μια οπή. Ο μεγάλος λίθος της κορυφής του θόλου, που έκλεινε την οπή, λέγεται «κλειδί», επειδή εξασφαλίζει τη συνοχή σ’ ολόκληρο το οικοδόμημα. Οι θόλοι είναι κυκλικοί στην κάτοψη κι επειδή θυμίζουν εσωτερικά κυψέλη, συχνά αναφέρονται και ως κυψελόσχημοι. Εξαίρεση αποτελεί ο θολωτός τάφος του Θορικού με σχήμα ελλειψοειδές. Γύρω από τη θόλο συσσωρεύονταν χώματα και πέτρες για να είναι ανθεκτική στις πιέσεις και ενδιαμέσως έμπαινε μια επίστρωση πηλού για στεγανοποίηση.
Οι λάκκοι που βρέθηκαν στο δάπεδό τους χρησίμευαν ως τάφοι ή ως τελετουργικές εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών. Στην περίμετρο των θόλων προστίθονταν μερικές φορές ορθογώνιοι θάλαμοι. Οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι. Μετά από κάθε ταφή έφραζαν την εξωτερική άκρη (στόμιο) του δρόμου με πέτρες και γέμιζαν το εσωτερικό του με χώμα. Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχρι τον πρώτο ενταφιασμό. Ο πολυτελής διάκοσμος της πρόσοψης του θησαυρού του Ατρέα αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα. Η θύρα είναι μνημειακή, με χτιστές παραστάδες, μονολιθικά ανώφλια και υπέρθυρα με ανακουφιστικό τρίγωνο που χρησίμευε για την εξουδετέρωση των πιέσεων. Το υπέρθυρο έφτανε σχεδόν πάντα στο ύψος της πλαγιάς, πράγμα που σημαίνει ότι η θόλος προεξείχε κάπως από το έδαφος. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες, σαν τύμβο, που προστάτευε την κατασκευή από τη φυσική φθορά. Το επιβλητικό αυτό χωμάτινο έξαρμα, μαζί με τη στήλη που τοποθετούσαν στη συνέχεια, λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα.
ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Οι θολωτοί τάφοι, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην επικράτεια του βασιλείου του Νέστορα στη Μεσσηνία, που θεωρείται «η πατρίδα του θολωτού τάφου», πριν εξαπλωθούν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στη Μεσσηνία υπάρχουν οι περισσότεροι θολωτοί τάφοι όλης της Ελλάδας, που χρονολογούνται από τα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ. και εδώ συναντάται όλη η αλυσίδα της αρχιτεκτονικής τους εξέλιξης ως το 1200 π.Χ., οπότε έπαψε η κατασκευή των πολυτελών μνημείων. Πρόσφατες αρχιτεκτονικές μελέτες και φωτογραφικές αποτυπώσεις της κατάστασης και της παθολογίας των 33 θολωτών τάφων της Μεσσηνίας δεν υπάρχουν. Σε αρκετούς, η εικόνα που υπάρχει είναι αποσπασματική και χρειάζονται πρόσθετες ανασκαφές. Είναι κτισμένοι κατά τον εκφορικό τρόπο, από τέλεια αρμοσμένες στρώσεις πελεκητών λίθων χωρίς συνδετικό υλικό και κλείνουν με μια πλάκα, το «κλειδί». Οι μικροί δεν ξεπερνούν σε διάμετρο και ύψος τα 4-6 μ. και άλλοι φθάνουν τα 14 μ. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς θεωρούνται: ο θολωτός τάφος στην Πύλο, στη Μάλθη που είναι ο πιο καλοδιατηρημένος της Ελλάδας, οι 4 Θολωτοί Τάφοι στηνΠεριστεριά που χαρακτηρίζονται ως οι «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου» (στο εσωτερικό τους υπήρχαν πολλά αντικείμενα, όπως κοσμήματα, είδη καθημερινής χρήσης κ.ά.), αυτός της Άνθειας, ο θολωτός τάφος του διαδόχου του Νέστορα Θρασυμήδη στηΒοϊδοκοιλιά, οι 2 θολωτοί τάφοι στον Εγκλιανό κι ο παλαιότερος της ηπειρωτικής χώρας στην τοποθεσία Οσμάναγα, του Κορυφασίου.
ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
Συνολικά, οι θολωτοί τάφοι που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι 120. Από αυτούς, οι 14 μεγαλύτεροι θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου, όπως το συμπαγές υπέρθυρο του Ατρέα που ζυγίζει 120 τόνους. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και τις πλευρές της θόλου. Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν βρεθεί δύο κορυφαία παραδείγματα τέτοιων τάφων της μυκηναϊκής εποχής, ο λεγόμενος «θησαυρός του Ατρέα» στις Μυκήνες και ο «θησαυρός του Μινύα» στον Ορχομενό. Στο δεύτερο από αυτούς τους τάφους, η οροφή του πλευρικού θαλάμου είναι επενδυμένη με μια ασβεστολιθική πλάκα με ανάγλυφη διακόσμηση. Ορισμένοι θολωτοί τάφοι αποκαλούνται θησαυροί πιθανώς να χρησιμεύονταν προς αποταμίευση χρυσού, σιτηρών και άλλων αναγκαίων του βίου, όπως ο θησαυρός του Μινύα στον Ορχομενό. Οι θολωτοί τάφοι είναι συνήθως υπόγειοι, με εξαίρεση το θησαυρό του Μινύα που είναι υπέργειος.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 15 ΤΑΦΩΝ
ΑΝΘΕΙΑΣ
Ιδιαίτερα δεσπόζουσα θέση στην κοιλάδα του Παμίσου, ανατολικά των κοινοτήτων Αιπείας-Άνθειας και 11 χλμ. περίπου ΒΔ της Καλαμάτας, κατέχει η λοφοσειρά «Ελληνικά», που εκτείνεται σε μήκος 1 χλμ. περίπου παράλληλα προς τον άξονα του δημόσιου δρόμου Τρίπολης-Καλαμάτας. Παρουσία επιφανειακών ευρημάτων και μνημείων, εντοπισμένων στις αρχές του αιώνα αλλά και αργότερα (Α. Σκιάς, N. Valmin και R. Hope Simpson), κατέδειξε την συνεχή κατοίκηση και σημαντικότητα του χώρου από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι σχεδόν τα νεώτερα χρόνια. Από το 1984 μέχρι το 1988, η Ζ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ανέσκαψε τον γνωστό από τις επιφανειακές έρευνες των W. MacDonald και R. Hope Simpson (τέλη της δεκαετίας του 1960) «ηγεμονικό» θολωτό μυκηναϊκό τάφο, 600μ. δυτικά της λοφοσειράς, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική Ι-ΙΙ περίοδο (1680-1060 π.Χ.).
Ο τάφος διατήρησε πλήθος αρχαιολογικών μαρτυριών, τόσο των προϊστορικών-πρωτοϊστορικών χρόνων, όσο και των ιστορικών περιόδων της ιστορίας της Μεσσηνίας. Ο μεγάλων διαστάσεων θάλαμος διαμέτρου 10,50 μ. σώζεται σε μέγιστο ύψος 10,25 μ. Εξαίρετη αρχιτεκτονική, μνημειώδεις κατά το πλείστον διαστάσεις, αλλά και σημαντικά (παρά την εντατική σύληση) ευρήματα από τους 13 τάφους που έχουν ερευνηθεί την τελευταία δεκαετία στην ανατολική πλαγιά, φανερώνουν την εξέχουσα κοινωνική θέση των μυκηναίων της περιοχής. Μεταξύ των μυκηναϊκών ευρημάτων ξεχωρίζουν: χρυσά κοσμήματα, τρία σφραγιστικά χρυσά δακτυλίδια με έγγλυφες παραστάσεις, αγγεία με πλούσια διακόσμηση, περίτεχνα μικροαντικείμενα από ελεφαντόδοντο και άλλες πολύτιμες ύλες. Ο τάφος χρησιμοποιήθηκε ξανά κατά τους Γεωμετρικούς (900-700 π.Χ.) και Ελληνιστικούς χρόνους (323-31π.Χ.) για την τέλεση ταφικών τελετών, που συνδέονται με την προγονική λατρεία και την ηρωολατρεία. Τα σημαντικότερα από τα ευρήματα του τάφου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
ΑΤΡΕΑ
.jpg)
.jpg)
Ο κυκλικός θάλαμος του τάφου, διαμέτρου 14,60 μ. και ύψους 13,40 μ., καλύπτεται με κυψελοειδή θόλο και είναι κτισμένος με 33 αλλεπάλληλες σειρές από λείους επιμήκεις αμυγδαλόλιθους, τέλεια συναρμολογημένους, ώστε ο καθένας να εξέχει ελάχιστα από τον κατώτερο. Ο τελευταίος λίθος, το «κλειδί», φράζει την οπή στην κορυφή της θόλου εξασφαλίζοντας την ισορροπία και τη συνοχή της και είναι το μόνο στοιχείο όλης της κατασκευής που έχει αντικατασταθεί στη σύγχρονη εποχή. Το εσωτερικό της θόλου διακοσμούσαν χάλκινοι ρόδακες στους αρμούς των λίθων, από τους οποίους έχουν παραμείνει στη θέση τους μόνο τα καρφιά από την τρίτη σειρά και επάνω. Στη βόρεια πλευρά της θόλου ανοίγεται μικρός, ορθογώνιος, πλευρικός θάλαμος, λαξευμένος στο βράχο (6,50Χ6 μ. και 5 μ. ύψος), όπου έμπαινε κανείς από στενή είσοδο με ανακουφιστικό τρίγωνο στο υπέρθυρο. Στο δάπεδό του ήταν λαξευμένοι δύο λάκκοι, ενώ δύο λίθινες βάσεις δείχνουν ότι και εδώ υπήρχαν κίονες. Πιθανόν από εδώ να προέρχονται οι «ελγίνειες πλάκες» του Βρετανικού Μουσείου, κατασκευασμένες από γύψο και διακοσμημένες με ανάγλυφους ταύρους. Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει μόνο σε δύο ακόμη βασιλικούς θολωτούς τάφους, σ’ αυτόν του Μινύα στον Ορχομενό και στο θολωτό τάφο Α στις Αρχάνες. Η όλη κατασκευή πάνω από τη θόλο καλυπτόταν με τύμβο, που δημιουργήθηκε με τη συσσώρευση χωμάτων και στηριζόταν στη βάση του περιμετρικά με τοίχο κτισμένο στην πρόσοψη με ορθογώνιους πωρόλιθους.
.jpg)
ΑΧΑΡΝΩΝ
.jpg)
Πρόκειται για τον τάφο σημαντικού προσώπου της περιοχής, όπως πιστοποιούν το είδος του τάφου και τα πολυάριθμα κοσμήματα άριστης καλλιτεχνικής ποιότητας. Ιδιαίτερα πλούσιος, ο τάφος περιείχε πήλινα και λίθινα αγγεία, χάλκινα όπλα, ελεφάντινα αντικείμενα, σφραγιδόλιθους, κοσμήματα από χρυσό, άργυρο, χαλκό, υαλόμαζα και φαγεντιανή. Τα μοτίβα των κοσμημάτων και των αγγείων είναι γνωστά μυκηναϊκά-μινωικά σχέδια. Από τα πιο σημαντικά ευρήματα είναι μία ελεφάντινη λύρα µε ανάγλυφες σφίγγες στη βάση της, που βρέθηκε σπασμένη στον ταφικό θάλαμο. Η λύρα αυτή, από τις πρωιμότερες του είδους, είχε πιθανότατα 7 ή 8 χορδές και αποτελεί σπάνιο εύρημα για τη γνώση της μουσικής στην αρχαιότητα.
.jpg)
Άλλο αξιόλογο εύρημα είναι μια ελεφάντινη κυλινδρική πυξίδα µε πώμα. Η πυξίδα είναι διακοσμημένη µε ανάγλυφα κριάρια σε δύο ζώνες, ενώ το πώμα µε τέσσερα κριάρια σε ακτινωτή διάταξη. Τα ευρήματα δείχνουν την οικονομική ευρωστία των κατόχων του τάφου, το επίπεδο πολιτισμού και την υψηλή κοινωνική τους θέση. Στην επίχωση του δρόμου του τάφου, μπροστά από την είσοδο, βρέθηκαν ευρήματα που μαρτυρούν λατρεία αφηρωισµένων νεκρών έως την Κλασική Εποχή (5ος αιώνας π.Χ.), εποχή κατά την οποία σταματά απότομα η χρήση του χώρου, πιθανότατα εξαιτίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Τα ευρήματα του θολωτού τάφου βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
ΒΟΪΔΟΚΟΙΛΙΑΣ
.jpg)
.jpg)
ΔΕΝΔΡΩΝ
To μυκηναϊκό νεκροταφείο των Δενδρών εκτείνεται στη ΝΔ πλαγιά ενός χαμηλού λόφου, δυτικά της μυκηναϊκής Ακρόπολης της Μιδέας. Το ανασκαμμένο τμήμα του περιλαμβάνει ένα θολωτό και 16 θαλαμωτούς τάφους. Οι ανασκαφές στο χώρο άρχισαν την άνοιξη του 1926 από τον Σουηδό αρχαιολόγο Axel W. Persson. Εκείνο το καλοκαίρι ερευνήθηκε ο θολωτός τάφος και την επόμενη χρονιά 3 θαλαμωτοί. Δύο ακόμη τάφοι που εκτείνονται ΒΑ κι έξω από τα όρια του οργανωμένου σήμερα αρχαιολογικού χώρου, ερευνήθηκαν από τον Ν. Μπέρτο, το φθινόπωρο του 1927. Το 1937 ο Persson ανάσκαψε έναν ακόμη θαλαμωτό τάφο και το 1939 άλλους πέντε. Το 1960 ερευνήθηκε ο περίφημος «τάφος της πανοπλίας» από τον Ν. Βερδελή και δύο ακόμη θαλαμωτοί τάφοι από τον Σουηδό αρχαιολόγο P. Åström. Το 1977 ανασκάφηκαν από την Ε. Πρωτονοταρίου–Δεϊλάκη δύο θαλαμωτοί τάφοι και οι τύμβοι που τους περιβάλλουν. Οι θαλαμωτοί τάφοι είχαν λαξευτεί στο μαλακό πέτρωμα σε πυκνή διάταξη στην πλαγιά του λόφου. Αποτελούνται από τρία τμήματα: το δρόμο, το στόμιο και το θάλαμο.
Οι τάφοι διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς το μέγεθος, ο μικρότερος έχει μήκος 8 κι ο μεγαλύτερος σχεδόν 20 μ., όσο και στον τρόπο που διαμορφώνονταν ο ταφικός θάλαμος. Έχουν κατηφορικούς δρόμους με συγκλίνοντα τοιχώματα και τετράπλευρους ταφικούς θαλάμους. Την είσοδο έφραζαν με ξερολιθιά. Επιχρισμένοι τοίχοι και δάπεδα, δίρριχτη ή επίπεδη οροφή, θρανία και κόγχες, αλλά και πλευρικοί θάλαμοι, δίνουν την εντύπωση ότι οι τάφοι αυτοί μιμούνται τις κατοικίες των ζωντανών. Στο δάπεδο των θαλάμων συχνά άνοιγαν συμπληρωματικούς λάκκους. Οι τάφοι είχαν χρησιμοποιηθεί για πολλαπλές ταφές και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Σημαντικές πληροφορίες για τις ταφικές τελετουργίες της μυκηναϊκής εποχής μας δίνουν οι ταφές τριών ζευγών ίππων που βρέθηκαν σε γειτνίαση με τους τάφους. Η ανασκαφή τους απέδωσε πολλά και σημαντικά ευρήματα όπως κοσμήματα, σφραγιδόλιθους, όπλα, εργαλεία και σκεύη από χρυσό, άργυρο, χαλκό, αλάβαστρο γυαλί, ελεφαντοστό, φαγεντιανή και ημιπολύτιμους λίθους, καθώς και ενδιαφέροντα δείγματα κεραμικής και ειδωλοπλαστικής, κορυφαίο δε εύρημα αποτελεί η περίφημη πανοπλία. Τα κτερίσματα σε συνδυασμό με τη μνημειακή κατασκευή των τάφων, υποδεικνύουν μια κοινωνία με σύνθετη κοινωνική διάρθρωση.
.jpg)
Το νεκροταφείο των Δενδρών είναι από τα πιο πλούσια μυκηναϊκά νεκροταφεία της Πελοποννήσου και μπορεί να συγκριθεί με τα μεγάλα νεκροταφεία της Πρόσυμνας, της Δειράδας, της Ναυπλίας και της Ασίνης στην Αργολίδα και των Αηδονιών στην Κορινθία. Όπως βεβαιώνουν τα ευρήματα, ήταν σε συνεχή χρήση από το 1500 έως το 1180 π.Χ. πρέπει δε να ανήκε σε έναν σημαντικό μυκηναϊκό κέντρο, πιθανώς τη γειτονική Μιδέα. Τα κινητά ευρήματα του μυκηναϊκού νεκροταφείου των Δενδρών φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
ΕΓΚΛΙΑΝΟΥ
Κοντά στο μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα του Εγκλιανού υπάρχουν δύο βασιλικοί θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι, συλημένοι από την αρχαιότητα.
.jpg)
.jpg)
ΚΟΡΥΦΑΣΙΟ
.jpg)
Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους παλαιότερους θολωτούς τάφους που έχουν βρεθεί έως τώρα στη Μεσσηνία και σε όλη την Ηπειρωτική Ελλάδα, πιθανότατα ο παλαιότερος, κατασκευασμένος στα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής ή στη μετάβαση από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική εποχή. Ο τάφος θα πρέπει να συνδεθεί με τους άμεσα γειτονικούς οικισμούς που έχουν εντοπισθεί στις Πόρτες και στο Μπεϊλέρ-μπέη. Ο κύριος όγκος της κεραμικής που προήλθε από τον τάφο φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Περιλαμβάνει δύο ευδιάκριτες κατηγορίες αγγείων: Μια τοπική (Μεσσηνιακή) με αγγεία ύστερης Μεσοελλαδικής εμφάνισης και μια Μινωική με αγγεία πολύ γνωστών Μεσομινωικών ΙΙΙ/Υστερομινωικών Ι-Α τύπων. Χαρακτηριστική είναι η απουσία από το υλικό τυπικών δειγμάτων του κλασικού κεραμικού ρυθμού της πρώτης Μυκηναϊκής φάσης.
ΜΑΛΘΗ
.jpg)
.jpg)
Το τείχος περιέκλειε δύο οικιστικά σύνολα: Ένα κεντρικό προς την κορυφή της ακρόπολης, που αποτελούσε το διοικητικό κέντρο, με οικίες και βιοτεχνικά εργαστήρια και ένα περιφερειακό με κατοικίες, αποθήκες και στάβλους σε επαφή με τον περίβολο. Τα τείχη της ακρόπολης δεν προστατεύουν τόσο θησαυρούς, όσο κοπάδια και μια γη, που είναι έτοιμη να δεχτεί νέους κατοίκους από Βορρά και Ανατολή. Μέσα στην ακρόπολη, ανάμεσα στις κατοικίες ή κάτω από αυτές, αποκαλύφθηκαν 47 τάφοι λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι κι ένας ταφικό πίθο με σκελετό παιδιού. Οι πιο πολλοί από τους τάφους αυτούς είχαν μία ταφή, υπήρχαν όμως και κάποιοι με περισσότερες. Σ’ έναν τάφο μάλιστα βρέθηκαν και τα ίχνη από το σάβανο του νεκρού. Εδώ βρέθηκε ο καλύτερα σωζόμενος θολωτός τάφος, από τον Σουηδό N. Valmin, που προστατεύεται από ξύλινο στέγαστρο. Η κατοίκηση της ακρόπολης συνεχίστηκε και κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (περίπου 1680-1060 π.Χ.), οπότε στο κέντρο του οικισμού κατασκευάστηκε μέγαρο, προφανώς έδρα του Μυκηναίου άρχοντα της περιοχής. Τα σημαντικότερα ευρήματα από την ακρόπολη της Μάλθης εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
.jpg)
ΜΙΝΥΑ
.jpg)
.jpg)
Ο τάφος είναι υπέργειος, μαρμάρινος και αποτελείται από 4 μέρη, το δρόμο (μία τάφρο), το στόμιο (είσοδος), τη θόλο (πελώριο κυκλικό οικοδόμημα με κωνική στέγη), και το θάλαμο (ορθογώνιο πλευρικό μικρό δωμάτιο). Ο δρόμος του αρχικά είχε μήκος 30 μ. Η είσοδος, μεγαλοπρεπής και επιβλητική, είναι κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο. Η πόρτα της μεγάλης αίθουσας έχει ύψος 5,46 μ., πλάτος 2,70 μ. στο κατώτερο και 2,43 μ. στο ανώτερο μέρος και έκλεινε με ξύλινη θύρα. Το υπέρθυρό της, που διατηρείται στη θέση του, είναι κατασκευασμένο από μόνο ένα ογκόλιθο μήκους περίπου 6 μ. και βάρους πάνω από 120 τόνους. Η θόλος, το πιο σημαντικότερο από τα 4 μέρη, είναι μια τεράστια κυκλική αίθουσα με διάμετρο δαπέδου 14 μ. και περίπου το ίδιο ύψος. Έχει τοιχώματα από πελεκημένα μάρμαρα ισοδομικά τοποθετημένα έτσι ώστε να σχηματίζουν δακτυλίδια. Τα δακτυλίδια αυτά όσο ανεβαίνουν γίνονται διαρκώς μικρότερα, ώσπου κλείνουν την κορυφή και σχηματίζουν έτσι μια θολωτή κυψέλη.
Η είσοδος του τάφου και το εσωτερικό του τάφου πρέπει να είχαν διακοσμηθεί με χάλκινα και χρυσά κοσμήματα και χαλκοστρωμένο δάπεδο, όπως βεβαιώνεται από τις οπές στους τοίχους για την προσάρτησή τους κι από ένα απομεινάρι πλάκας χαλκού σφηνωμένο ανάμεσα στο δάπεδο και τον τοίχο αριστερά της εισόδου. Στη θόλο γίνονταν οι θυσίες και οι νεκρικές τελετές. Στη ΒΑ πλευρά της θόλου υπάρχει μικρή πόρτα ύψους 2,12 μ. και πλάτους 1,44 μ. που συγκοινωνεί με το θάλαμο (μικρό ορθογώνιο τετράπλευρο δωμάτιο) όπου γινόταν η ταφή των νεκρών. Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει σε δύο ακόμη περιπτώσεις βασιλικών τάφων: στο θολωτό τάφο του Ατρέα στις Μυκήνες, που ήταν σύγχρονος με τον τάφο του Μινύα, και στο θολωτό τάφο Α στις Αρχάνες της Κρήτης. Η οροφή του θαλάμου είναι καλυμμένη με 4 πρασινωπές λεπτές ασβεστολιθικές τετράγωνες πλάκες, με ανάγλυφη διακόσμηση από άνθη παπύρου, χάλκινους ρόδακες και σπειροειδή κοσμήματα. Από απομεινάρια που βρέθηκαν, φαίνεται ότι και οι 4 κατακόρυφοι τοίχοι του θαλάμου, ήταν καλυμμένοι με παρόμοιες πλάκες που έφεραν περίτεχνη και πλούσια διακόσμηση. Στο κέντρο του θαλάμου σώζεται μαρμάρινο βάθρο μήκους 5,73 μ., που προστέθηκε κατά την ελληνιστική εποχή και επάνω του ήταν στημένα αγάλματα των θεών.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑΣ
Στον επιβλητικό λόφος της Περιστεριάς, που απέχει 1-1,5 χλμ. βόρεια από το χωριό Μύρο, ΒΑ της Κυπαρισσίας, βρίσκεται ο μεγαλύτερος θολωτός τάφος της Μεσσηνίας του 16ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για ένα σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο τον οποίο οι αρχαιολόγοι αποκαλούν «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου» για τον πλούτο των ευρημάτων και το μέγεθος των κτισμάτων του, που ανάγονται στην 2η χιλιετία π.Χ. Ανήκει σε μεγάλη μυκηναϊκή πόλη που δεν έχει ανασκαφεί ακόμη και βρίσκεται σε θέση που κατοπτεύει τη θάλασσα.
Ο οχυρός λόφος της Περιστεριάς υψώνεται απότομος από τις 3 πλευρές του, με ομαλή πρόσβαση μόνον από τη νότια, όπου δεν αποκλείεται να είχε δημιουργηθεί οχύρωση στους Μυκηναϊκούς χρόνους. Μέχρι σήμερα, στο λόφο έχουν ανασκαφεί 3 θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι, τμήμα ανακτόρου και έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα οικιών και περιβόλου, ενώ ένας 4ος θολωτός τάφος, ο λεγόμενος Νότιος Θολωτός τάφος 1, βρέθηκε σε οικόπεδο νότια του λόφου, έξω από τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο. Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο λόφος με τα κτίσματά του χρησιμοποιήθηκε από τη Μεσοελλαδική εποχή μέχρι και το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ-Β φάσης, ενώ σ’ ένα σημείο του βρέθηκαν και κατάλοιπα οικίας πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Οι τάφοι, οι οικίες και οι λοιπές κατασκευές δεν είναι όλα σύγχρονα, αλλά αλληλοδιάδοχα χρονικά, δηλαδή χτίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικές φάσεις της Μεσοελλαδικής και Υστεροελλαδικής εποχής, ωστόσο οι φάσεις χρήσης κάποιων συμπίπτουν.
Οι αρχαιότερες κατασκευές πάνω στο λόφο, που χρονολογούνται στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής, εντοπίζονται στην περιοχή γύρω από το μεγάλο θολωτό τάφο 1 (αναστηλωμένο σήμερα). Πρόκειται για:
Το μικρό χρυσοφόρο τάφο, που αποκαλύφθηκε στα δυτικά, δίπλα και πιο χαμηλά από την εξωτερική πλευρά του δυτικού τμήματος του περιβόλου του τύμβου του θολωτού τάφου 1, αμέσως κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο τάφος είναι μικρού ύψους, ακανόνιστου σχήματος, σχεδόν τετράγωνος, με στρογγυλεμένες γωνίες, κτισμένος με πλακωτούς ασβεστολιθικούς λίθους και πολύ λεπτές ασβεστολιθικές καλυπτήριες πλάκες, που υποστηρίζονταν από ξύλινες δοκούς. Στο Α, Β, Δ-ΝΔ τμήμα του είχαν συγκεντρωθεί με ανακομιδή τα οστά των παλαιότερων ταφών, ενώ το Β τμήμα του καταλάμβανε διπλή ταφή. Ο τάφος αυτός ήταν ιδιαίτερα πλούσιος σε χρυσά ευρήματα γι’ αυτό και αναφέρεται στην βιβλιογραφία ως «χρυσοφόρος». Ανάμεσα στα πιο σημαντικά ευρήματά του ξεχωρίζουν, από την διπλή ταφή: ένα πυρολιθικό εργαλείο υπόλευκου χρώματος και γλωσσωτού σχήματος, οκτώ χρυσοί ρόδακες με εξάρτημα και σωληνίσκο εξαρτήσεως μέσα σε μονωτή κύλικα, και ένα χάλκινο ξίφος τύπου Α, που αποτελεί το παλαιότερο παράδειγμα αυτού του μυκηναϊκού εθίμου ταφής, που είναι γνωστό και από άλλους μεσσηνιακούς τάφους (Κακοβάτου, Ρούτσι, Εγκλιανού, Νιχωρίων) και από τις ανακομιδές: χρυσός κάνθαρος μινυακού τύπου με διακοσμημένες λαβές, χρυσές ατρακτοειδείς ταινίες με έκκρουστη διακόσμηση, ένα περιδέραιο με χρυσές κρινοειδείς ψήφους, εικοσιπέντε όμοιοι χρυσοί ρόδακες, ακόσμητες χρυσές ταινίες, πήλινα μινυακά αγγεία του τέλους ακριβώς της Μεσοελλαδικής εποχής. Ο τάφος αυτός, που είναι και ο παλαιότερος της Περιστεριάς έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποδεικνύει, ότι ο χρυσός χρησιμοποιούνταν σε σημαντική ποσότητα ήδη πριν από τα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής και σε άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας εκτός από την Αργολίδα και ότι δεν ήταν πλούσιοι σε χρυσό μόνο οι κάτοικοι των Μυκηνών της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, αλλά και οι σύγχρονοί τους της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Αποτελεί πράγματι την αρχαιότερη ομάδα χρυσών ευρημάτων στην περιοχή, που είναι πιθανόν να αποκτήθηκαν μέσω εμπορικών συναλλαγών με την Κρήτη.
.jpg)
Στην ίδια φάση οικοδομείται και ο αρχαιότερος από τους θολωτούς τάφους του λόφου, ο θολωτός τάφος 3, στη δυτική παρυφή του λόφου. Είναι ο μικρότερος σε μέγεθος, αλλά διατήρησε πολλά από τα χρυσά κτερίσματα, που είχαν εναποτεθεί στις λιγοστές ταφές του ταφικού του θαλάμου. Τα ευρήματα και τα στοιχεία πρωιμότητας στην κατασκευή του (μικροί πλακωτοί ασβεστόλιθοι στην πρόσοψη, στο στόμιο και στο θάλαμο, δύο μεγάλες πλάκες για θεμέλιο στις γωνίες της πρόσοψης, που εξείχαν ελαφρά), χρονολογούν το μνημείο στην πρώιμη Υστεροελλαδική Ι φάση. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου είναι 6,90 μ., ενώ από τη θόλο του σώζεται, σήμερα, μόνο το ανατολικό της τμήμα σε ύψος 2 μ. Ο τάφος είχε δύο φάσεις χρήσης, κατά την Υστεροελλαδική Ι, όπως φαίνεται από το πεταλόσχημο σκάμμα, σε βαθύτερο επίπεδο, που ανοίχτηκε εμπρός από τη είσοδό του και έφτανε ως το κέντρο του θαλάμου. Στο σκάμμα, που περιείχε 2 ανακομιδές, βρέθηκαν δύο μεγαλόσχημοι αμφορείς, που χρονολογούν το σύνολο στη μεταβατική φάση, από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική Ι εποχή. Από το τμήμα του ταφικού θαλάμου προήλθε πλήθος χρυσών ευρημάτων ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν: διάδημα με έκκρουστη διακόσμηση, κύπελλο όμοιο προς ένα των Μυκηνών, κύπελλο τύπου Κεφτί, αβαθής μονωτός κύαθος που ονομάστηκε από τον Schachermyer «κύπελλο τύπου Περιστεριάς», πλήθος χρυσά φυλλάρια, κόσμημα από λεπτό χρυσό έλασμα με παράσταση χρυσαλίδων, ροδάκων, τριτόνων, καρδιόσχημων φύλλων, γλαυκών, χρυσοί σωληνίσκοι για την εισαγωγή νημάτων πολύπλοκων περιδεραίων, αλλά και ψήφοι αμέθυστου και σάρδιου καθώς κι ένα αργυρό κύπελλο διαλυμένο. Η ταυτότητα ενός από τους νεκρούς του τάφου μαρτυρείται από τον πολεμικό εξοπλισμό: αιχμές βελών, χαυλιόδοντες κάπρου από επένδυση οδοντόφρακτων κρανών, χάλκινοι ήλοι από ξίφος. Ο τάφος σταμάτησε να χρησιμοποιείται σύντομα, κατά την Υστεροελλαδική Ι/ΙΙ, οπότε και καταστράφηκε, όταν χτίστηκε το δυτικό-ΒΔ τμήμα του «Κύκλου», δηλαδή του περιβόλου που τον διαχωρίζει από την παρακείμενη Δυτική Οικία. Οι νεότερες αυτές κατασκευές εξαφάνισαν το δρόμο του τάφου. Οι λίθοι της κατεστραμμένης θόλου απομακρύνθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε άλλα κτίσματα του λόφου.
Κατά την ίδια Υστεροελλαδική Ι φάση οικοδομήθηκε και ο νότιος θολωτός τάφος 1, σε απόσταση 100 μ. νοτιότερα του «Κύκλου». Ήταν ελεύθερος, δηλαδή χωρίς τύμβο, ωστόσο η θόλος έφερε πιθανότατα επικάλυψη από υδατοστεγή πηλό.
.jpg)
Στο τέλος της Υστεροελλαδικής Ι και στην αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙ, δημιουργούνται δύο νέα ταφικά κτίσματα κατασκευάζονται, οι θολωτοί τάφοι 1 και 2. Ο θολωτός τάφος 2 είναι λίγο προγενέστερος του 1 και ανάγεται στα τέλη της Υστεροελλαδικής Ι φάσης. Ήταν σε χρήση κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδο, αλλά κατέρρευσε η θόλος του, γεγονός που τερμάτισε τη λειτουργία του. Η διάμετρος της θόλου, που έχει σωθεί σε ύψος 3,50 μ. ανέρχεται σε 10,60 μ. Στον ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν θραύσματα από 3 τουλάχιστον εισηγμένους πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού και συλλέχθηκε πλήθος χρυσών, αργυρών και χαλκών αντικειμένων: απειράριθμα λεπτά χρυσά φυλλάρια, κοίλα θραύσματα χάλκινων αγγείων, χάλκινα ξίφη, σκεύος με ένθετη διακόσμηση χρυσών κρίνων, αργυρών δελφινιών και νίελο, χρυσοί θύσανοι κ.α. Ιδιαίτερης σημασίας εύρημα είναι οι χάνδρες από ήλεκτρο, που υποδηλώνει ότι το εμπόριο του ήλεκτρου με τη Βόρεια Θάλασσα επεκτεινόταν σε όλες τις σημαντικές μυκηναϊκές θέσεις της Νοτιοδυτικής-Δυτικής Πελοποννήσου (Κακόβατος, Εγκλιανός, Ρούτσι, Τραγάνα, Κουκουνάρα, Βοϊδοκοιλιά). Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, ενδεικτικό των επαφών με τη Μινωική Κρήτη, είναι ένα ολόσωμο πήλινο ειδώλιο τύπου Πετσοφά. Στο εσωτερικό του τάφου ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή ανέβλυζε νερό, και γι’ αυτό σχηματίστηκε αγωγός με καλυπτήριες πλάκες κατά μήκος του στομίου και του δρόμου ως το νότιο-ΝΑ τμήμα του «Κύκλου», που κατασκευάστηκε σε φάση μεταγενέστερη της κατασκευής του τάφου, άγνωστο πότε ακριβώς.
Ο νεότερος από τους δυναστικούς θολωτούς τάφους είναι ο θολωτός τάφος 1 (Υστεροελλαδική ΙΙ), στο κέντρο σχεδόν του λόφου. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους θολωτούς τάφους. Έχει επιμελημένη πρόσοψη με λίθινη επένδυση από πωρόλιθο σε όλο της το ύψος. Το στόμιο ιδιαίτερα επιβλητικό, ύψους 5,10 μ., πλάτους 2,33 μ., μήκους 6 μ., ήταν κλειστό με αργολιθοδομή. Στην αριστερή πλευρά της πώρινης πρόσοψης είναι χαραγμένα 2 Κνωσιακά λατομικά σημεία: κλαδί και διπλός πέλεκυς. Το ανώφλι του στομίου αποτελείται από τρία μεγάλα μέρη βάρους μέχρι 22 τόνων το καθένα (από πωρόλιθο ή αμυγδαλίτη), ενώ πιστεύεται ότι υπήρχε και ανακουφιστικό τρίγωνο ώστε το υπερκείμενο βάρος να κατανέμεται στις δύο πλευρικές παραστάδες. Ο τάφος κτίστηκε αφού σχηματίστηκε τεράστιος κύλινδρος για την κατασκευή του οποίου καταστράφηκε τμήμα της παρακείμενης Ανατολικής Οικίας. Ως θεμέλια της θόλου, που έμοιαζε με κυψέλη, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι πλακωτοί λίθοι. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου ανέρχεται σε 12,04 μ. και το ύψος του υπολογίζεται σε περισσότερο από 10 μ. Αν και η θόλος είχε σωθεί, σε ορισμένα σημεία, σε ύψος ως και 1,20 μ. εντούτοις αναστηλώθηκε το 1970, (αλλά με τρόπο ατυχή, καθώς το προεξέχον τμήμα της δεν έχει την επίστρωση πηλού που έδινε στεγανότητα στον τάφο κατά τη μυκηναϊκή εποχή). Ο τάφος δηλαδή είχε ελεύθερη στεγανή θόλο και τύμβο ως το ύψος του ανωφλίου μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια. Ο τύμβος γύρω από τον τάφο περιβαλλόταν από αναλημματικό περίβολο. Στις διαδοχικές ταφές του τάφου από τις οποίες καμία δεν διατηρήθηκε, είχαν εναποτεθεί τουλάχιστον δέκα εισηγμένα ευμεγέθη αγγεία και πιθαμφορείς του ανακτορικού ρυθμού. Η χρήση του συγκεκριμένου τάφου συνεχίστηκε κατά τους ύστατους Κλασσικούς χρόνους και κατά την Ελληνιστική εποχή.
.jpg)
ΠΟΡΟΥ (ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ)
.jpg)


Κοντά στο θολωτό εντοπίστηκε και ερευνήθηκε άλλος κτιστός τετράπλευρος θαλαμοειδής τάφος, που χρησιμοποιήθηκε ως οστεοφυλάκιο. Το δάπεδό του ήταν επιστρωμένο με λευκά βότσαλα. Οι μακρές πλευρές του συγκλίνουν προς τα άνω, η δε στέγη θα ήταν από μεγάλες πλάκες σε οριζόντια δόμηση. Κατά την έρευνα αποκαλύφθηκαν σκελετικά λείψανα 72 ατόμων, τα οποία είχαν μεταφερθεί εκεί με λίγα από τα κτερίσματά τους, όταν κατά τις εργασίες ανέγερσης του νεότερου θολωτού καθαρίστηκε ο χώρος (ανακομιδή). Τα ευρήματα και αυτού του τάφου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου. Από τα κτερίσματα αναφέρουμε λίγα, αλλά σπουδαία δείγματα κεραμικής, ορισμένα κοσμήματα και τις μοναδικές σε θέματα σφραγίδες. Τα αρχαιολογικά ευρήματα του τάφου και η ένταξή του στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α-Β περίοδο (1350 π.Χ.) σηματοδοτούν την ύπαρξη ενός ισχυρού μυκηναϊκού κέντρου.
ΣΤΥΛΟΥ (ΚΡΗΤΗ)
.jpg)
Στο ανακουφιστικό τρίγωνο, πάνω από το υπέρθυρο της εισόδου, ύψους 0.70 μ., βρέθηκαν 12 κύπελλα της όψιμης ελληνιστικής περιόδου, στοιχείο που δηλώνει την τέλεση εναγισμών εκεί. Ανάλογα αγγεία ελληνιστικών χρόνων βρέθηκαν και στο δρόμο, αλλά και σε διαταραγμένα στρώματα και μέσα στην επίχωσή του.
Ο τάφος κατέστη επισκέψιμος το 1970, όταν ερευνήθηκε από τον Κ. Δαβάρα ο λιθόκτιστος δρόμος του, μήκους 20.80 μ. και αφαιρέθηκε το σωζόμενο τμήμα του φράγματος της εισόδου. Την ίδια χρονιά, ο Κ. Δαβάρας ανάσκαψε στη ΝΑ πλευρά του λόφου Αζοϊρές, τμήμα σημαντικού μινωικού οικισμού. Ο οικισμός, στον οποίο φαίνεται ότι ανήκει και ο θολωτός τάφος, συνδέεται ίσως με την Απτέρα της μινωικής περιόδου, γνωστή από τις πινακίδες της Γραμμικής γραφής Β με την ονομασία A-pa-ta-wa. Η ίδρυση του οικισμού τοποθετείται στα Πρωτομινωικά χρόνια και η εγκατάλειψή του στην Yστερομινωική ΙΙΙ-Γ περίοδο (περίπου 1190-1070 π.Χ.).
ΤΡΑΓΑΝΑΣ
Δύο σημαντικοί θολωτοί τάφοι της Μυκηναϊκής εποχής έχουν έλθει στο φως στην τοποθεσία Βιγλίτσα, στο νότιο άκρο μιας πλαγιάς πάνω στην οποία βρίσκεται και το χωριό Τραγάνα, λίγο βορειότερα. Στη Βιγλίτσα φθάνει κανείς ακολουθώντας την παράκαμψη προς Τραγάνα, από διασταύρωση πάνω στον κύριο δρόμο για την Πύλο. Οι πρώτες έρευνες στο χώρο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1909-1912 από τους αρχαιολόγους Α. Σκιά και Κ. Κουρουνιώτη, ενώ συστηματική ανασκαφή έγινε αργότερα από τον Σπ. Μαρινάτο (δεκαετία 1950). Συμπληρωματικές έρευνες έγιναν από τον Γ. Κορρέ κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980. Οι δύο θολωτοί τάφοι «βασιλικών διαστάσεων», που αποκαλύφθηκαν χρονολογούνται στην Πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή (γύρω στο 1680π.Χ.). Θα πρέπει να συνδεθούν άμεσα με πιθανό οικισμό πάνω στο ύψωμα της Βιγλίτσας ή σύμφωνα με άλλους στο σημερινό χωριό της Τραγάνας και στα Βορούλια, 800 μ. περίπου βορειότερα, όπου ήλθε στο φως μια αποθήκη με 120 και πλέον αγγεία της πρώτης Μυκηναϊκής φάσης.
Ο Τάφος 2, με διάμετρο θαλάμου 7,20 μ., κτίσθηκε πιθανότατα κατά την πρώτη Μυκηναϊκή φάση (1550-1500 π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε σχεδόν μέχρι τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής. Το εσωτερικό του τάφου είχε διαταραχθεί από τη μετατροπή του σε κατοικία ή αγροικία κατά την Ελληνιστική εποχή (323-31π.Χ.), όπως μαρτυρούν η κτιστή εστία και τα οικιακά και αποθηκευτικά αγγεία, που βρέθηκαν στο εσωτερικό του. Ένας όμως από τους λάκκους του δαπέδου του περιείχε δύο άθικτες καύσεις νεκρών του προχωρημένου 14ου αιώνα π.Χ. Ο Τάφος 1, με διάμετρο θαλάμου 7,30 μ., είναι περισσότερο επιμελημένης κατασκευής. Φαίνεται να είναι ελαφρώς μεταγενέστερος από τον Τάφο 2, ιδρυμένος λίγο μετά το 1500 π.Χ. Χρησιμοποιήθηκε, με κάποια διακοπή, μέχρι και την Πρωτογεωμετρική εποχή.
Τα ευρήματα των τάφων ήταν πλουσιότατα: δύο θησαυροί χάλκινων σκευών, οπλισμός, σφραγιδόλιθοι, μυκηναϊκή κεραμική, χρυσό περιδέραιο και άλλα μικροαντικείμενα. Εντυπωσιακά είναι τα ίχνη από αρματοτροχιές, πιθανότατα της ταφικής άμαξας, που βρέθηκαν στο δρόμο του Τάφου 1. Από τα ευρήματα του Τάφου 1 που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Χώρας, ξεχωρίζουν ένα μεγάλο χάλκινο δίωτο αγγείο και τρεις πιθαμφορείς με φυτικά θέματα (φυλλωσιές κισσού, αλυσίδες φύλλων κισσού και κρίνα) από την εποχή της αρχικής χρήσης του τάφου. Από τον Τάφο 1 προέρχεται και μια πήλινη πυξίδα του 12ου αιώνα π.Χ, εκτεθειμένη σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με σπάνια απεικόνιση ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου. Τέλος, στα ευρήματα από την πρόσφατη έρευνα του ίδιου τάφου συγκαταλέγεται και σφραγίδα από σάρδιο, με σχηματοποιημένο πτερωτό γρύπα. Σε διάφορα σημεία του σύγχρονου χωριού Τραγάνα βρέθηκαν αποσπασματικά λείψανα του Μυκηναϊκού οικισμού στον οποίο ανήκαν οι τάφοι, ενώ στη θέση «Βορούλια» αποκαλύφθηκε κτίριο, σύγχρονο των θολωτών τάφων με αποθηκευτική προφανώς χρήση, αφού μέσα σε αυτό βρέθηκαν περισσότερα από 100 ακέραια αγγεία Μυκηναϊκών χρόνων για την αποθήκευση τροφών.
ΦΑΡΣΑΛΩΝ
Ο θολωτός τάφος των Φαρσάλων ανήκει στο εκτεταμένο δυτικό νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, που εκτεινόταν δεξιά και αριστερά του δρόμου, που οδηγούσε στη νότια Ελλάδα και περιείχε τάφους διαφόρων τύπων, που χρονολογούνται από τη Μυκηναϊκή ως και την Ελληνιστική εποχή. Ο τάφος κτίστηκε στην Υστεροελλαδική εποχή και συνέχισε να χρησιμοποιείται ως και τα Ελληνιστικά χρόνια. Ωστόσο, αμέσως ΒΔ της θόλου του βρέθηκε σε βαθύτερο επίπεδο ένας θαλαμοειδής τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, τον οποίο, αυτοί που κατασκεύασαν το θολωτό μνημείο, διατήρησαν από σεβασμό. Το βόρειο τμήμα της θόλου κτίσθηκε πάνω στο δρόμο του θαλαμοειδούς και έτσι ο νότιος τοίχος του μυκηναϊκού δρόμου εγκλωβίσθηκε μέσα στην έκταση του θαλάμου του νεότερου τάφου και διατηρήθηκε κάτω από το δάπεδό του.
.jpg)
Το μνημείο ανασκάφηκε το διάστημα 1951-1954 από τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Ν.Μ. Βερδελή. Τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με τις εργασίες συντήρησής του, πραγματοποιήθηκαν και εργασίες ανάδειξης του περιβάλλοντος χώρου του, που διαμορφώθηκε με κλίση προς τους γύρω δρόμους, ώστε να αποπνέει την αίσθηση του τύμβου, που κάλυπτε αρχικά τον τάφο.
ΦΟΥΡΝΙΟΥ (ΚΡΗΤΗ)
.jpg)
.jpg)
.jpg)
Μετά το κτίριο 3 ακολουθεί ο θολωτός τάφος Γ, που είναι υπέργειος με είσοδο στα ανατολικά, διαθέτει παράθυρο στα νότια και κτιστή εστία στο ΝΔ τμήμα της θόλου. Οι ταφές είχαν γίνει σε σαρκοφάγους, αλλά και στο δάπεδο. Βρέθηκαν πάρα πολλά κτερίσματα και χρονολογείται στην Πρωτομινωική III περίοδο (2300/2150-2160/2025 π.X.). Το ταφικό κτίριο 19, που βρίσκεται μεταξύ των θολωτών τάφων Γ και Ε, είναι το μοναδικό αψιδωτό ταφικό κτίριο της Κρήτης. Χρησιμοποιήθηκε για ταφές και αποθέσεις στη Μεσομινωική I-A – Μεσομινωική I-B (19ος αιώνας π.X.). Οι τοίχοι που περιβάλλουν την αψίδα είναι αρκετά παχείς προφανώς για την ενίσχυση του κτηρίου που ήταν στεγασμένο κατά το εκφορικό σύστημα. Οι ταφές συνοδεύονταν από πολλά κτερίσματα.
O θολωτός τάφος E, στο νοτιότερο τμήμα της νεκρόπολης, είναι πιθανότατα το πρώτο ταφικό κτίριο που ιδρύθηκε στο Φουρνί, αφού οι πρώτες ταφές χρονολογούνται μεταξύ 2400-2300 π.X., ενώ χρησιμοποιήθηκε και πάλι δύο αιώνες αργότερα (2100-2000 π.X.). Είναι υπέργειος με θύρα στα ανατολικά, παραστάδες και υπέρθυρο με αρκετές ταφές και πολλά κτερίσματα.
Τέλος, ο Θολωτός τάφος Δ, το νοτιότερο κτίσμα, αποκάλυψε μία ασύλητη πλούσια κτερισμένη γυναικεία ταφή που χρονολογείται στον 14ο αιώνα π.Χ. Ο τάφος είναι λαξευμένος στο σκληρό βράχο, τμήμα του οποίου χρησιμοποιήθηκε σαν τοίχωμα θόλου, ενώ το υπόλοιπο κτίστηκε με πέτρες σε ακανόνιστους δακτυλίους. H νεκρή είχε τοποθετηθεί πάνω σε ξύλινο φορείο.
ΠΗΓΗ
revealedtheninthwave
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.