Σύσκεψη των γενναίων
και ευφυών στρατιωτικών
με τους πράκτορες των
ξένων πρεσβειών «έλληνες
πολιτικούς».
Το καλοκαίρι του 1974 η Κύπρος σπαρασσόταν και η Ελλάδα βρισκόταν σε δραματικό σημείο. Στις 15 Ιουλίου 1974 η Εθνική Φρουρά (με εντολή του στρατιωτικού καθεστώτος της Αθήνας, το οποίο είχε ως ιθύνοντα νου τον «αόρατο» δικτάτορα Δημήτριο Ιωαννίδη) είχε ανατρέψει τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Στη θέση του είχε τοποθετηθεί ο βουλευτής Νίκος Σαμψών.
"ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΝΑΙ, ΘΑ ΠΕΣΟΥΝ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ".
Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΕΙΣΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Ιουλίου 1974, ισχυρή τουρκική ναυτική μοίρα αποτελούμενη από αποβατικά σκάφη στα οποία επέβαιναν τουλάχιστον 30.000 άνδρες προσέγγισε τις βόρειες ακτές της Κύπρου και, δίχως να συναντήσει αντίδραση, αποβίβασε καταδρομείς σην παραθαλάσσια θέση "Πέντε Μίλι", κανονιοβολώντας, παράλληλα ολόκληρη την ακτογραμμή. Επιπλέον, αεροπορικές δυνάμεις των τούρκων πραγματοποιούσαν συνεχόμενους βομβαρδισμούς έως και τη Λευκωσία, ενώ εκατοντάδες αλεξιπτωτιστές ρίχτηκαν σε στρατηγικά σημεία, με στόχο τη δημιουργία προγεφυρώματος.
Η καθυστερημένη κινητοποίηση των ελληνοκυπριακών μονάδων (Εθνική Φρουρά, ΕΛΔΥΚ κ.α.) επέτρεψε στους εισβολείς να παγιώσουν σε σύντομο χρόνο τις θέσεις τους από την Κερύνεια έως και την περιοχή του Αγίου Ιλαρίωνα, σε ένα εκτεταμένο μέτωπο εντός του οποίου εγκλωβίστηκαν εκατοντάδες ελληνοκύπριοι στρατιώτες αλλά και οι κάτοικοι των ελληνοκυπριακών χωριών. Μόνο στην πρωτεύουσα κατέστη δυνατό να αναχαιτιστούν (κι αυτό μόνο προσωρινά) οι τούρκοι, από μια αντεπίθεση της ΕΛΛ.ΔΥ.Κ. σε συνδυασμό με τις προσπάθειες των κατοίκων να εξουδετερώσουν τους αλεξιπτωτιστές πυροβολώντας από τις ταράτσες και τα μπαλκόνια κατοικιών και δημόσιων κτιρίων.
Η απόβαση των Τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε ως αποτέλεσμα την κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περίπου 200.000 Έλληνες εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, περίπου 4.000 νεκροί, και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Οι Τούρκοι κατακτούν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων.
Από τα ξημερώματα της Κυριακής 20 Ιουλίου 1974, η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση γενικής επιστράτευσης, όπως είχε αποφασίσει σε έκτακτη συνεδρίασή του, υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, το Υπουργικό Συμβούλιο.
Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΠΡΑΤΤΕΙ.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΔΗΛΩΝΕΙ, ΟΛΟ ΦΑΝΦΑΡΕΣ.
«Η Τουρκία ενήργησε σήμερον την 5.45 π.μ. κατά παράβαση των υφισταμένων συνθηκών, των συμμαχικών υποχρεώσεων και των κανόνων διεθνούς δικαίου, απόβασιν στρατιωτικών δυνάμεων εις την νήσον Κύπρον.
Η ενέργεια αυτή αποτελεί καταφανή παράβασιν των διεπουσών την Κύπρον διεθνών συμφωνιών, απειλούσαν την διεθνή ειρήνην και αποβλέπουσα εις την εκ μέρους της Τουρκίας πραξικοπηματικήν δημιουργίαν καταστάσεων, αι οποίαι θέτουν εν κινδύνω ζωτικά ελληνικά συμφέροντα.
Η Ελλάς καταγγέλλει τας εκνόμους ταύτας ενεργείας και δηλοί ότι θα υπερασπίση πάση δυνάμει τα νόμιμα δικαιώματά της και τα εθνικά της συμφέροντα, οπουδήποτε κρίνει ότι ταύτα απειλούνται εκ παρανόμων και επεκτατικών τουρκικών ενεργειών.
Εν όψει της δημιουργηθείσης καταστάσεως, διετάχθη γενική επιστράτευσις».
ΟΙ «ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ» ΤΑ ΕΙΧΑΝ ΚΑΝΕΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΦΟΒΟ ΚΑΙ «ΣΥΝΩΜΟΤΟΥΣΑΝ».
ΠΩΣ ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ. Ο ΜΠΟΝΑΝΟΣ
Ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ Γρηγόριος Μπονάνος (βλ. «Η Αλήθεια», Αθήνα 1986, σελ. 271) γράφει:
«Όταν εμείναμε μόνοι οι τέσσαρες, ήλεγξα αν παρακολουθούμεθα από κάποιον (!) και όταν εβεβαιώθην ότι αυτό δεν συνέβαινε, τους είπα να καθίσουν. Επίστευα ότι είχεν έλθη η ώρα να υλοποιήσω το σχέδιον που από καιρόν εσκεπτόμην. Να πολιτικοποιήσω το καθεστώς και να απομακρύνω τας Ενόπλους Δυνάμεις από την ευθύνην της διακυβερνήσεως της χώρας και την φθοράν της αναμείξεώς των με έργα άσχετα με την αποστολήν των. Αλλ΄ είχα ανάγκην και της συμφώνου γνώμης των άλλων Αρχηγών. Τας απόψεις μου βεβαίως τας εγνώριζαν όλοι, αφού άλλωστε δεν τας απέκρυπτα και τας είχα αναπτύξει κατ΄ επανάληψιν εις συγκεντρώσεις αξιωματικών. Επηκολούθησε λοιπόν μεταξύ μας η ακόλουθος συνομιλία, την οποίαν μεταφέρω εδώ μαγνητοφωνικώς και κατά λέξιν:
Aρχηγός προς Γαλατσάνον:
-Aνδρέα, ελέγχεις τον Στρατόν;
-Mάλιστα.
-Εάν διατάξεις οτιδήποτε, θα εκτελεσθή;
-Mάλιστα.
Αρχηγός προς Αραπάκην:
-Πέτρο, ελέγχεις το Ναυτικόν;
-Mάλιστα, κύριε Αρχηγέ. Είμαι πολύ αγαπητός.
-Εάν διατάξεις οτιδήποτε, θα εκτελεσθή;
-Μάλιστα.
Αρχηγός προς Παπανικολάου:
-Εσύ, Αλέκο, ελέγχεις την Αεροπορία;
-Μάλιστα.
Αρχηγός προς όλους:
-Τώρα σας ερωτώ, εάν εγώ διατάξω κάτι, σεις θα πειθαρχήσετε και θα το εκτελέσετε;
Oμόφωνος απάντησις:
-Βεβαίως, κύριε Αρχηγέ. Οτιδήποτε διατάξετε, θα εκτελεσθή.
Τόγε ηγέρθην της θέσεώς μου και αντήλλαξα χειραψίαν με έναν έκαστον χωριστά, λέγων: Αυτή η χειραψία είναι η επισφράγισις ενός συμβολαίου τιμής μεταξύ μας. Ουδείς όμως πρέπει να λάβει γνώσιν των αποφάσεών μας, διότι οι μηχανισμοί του Ιωαννίδη παραμένουν ισχυροί ακόμη. Να αναμένετε τας διαταγάς μου».
Ο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
Ο αρχηγός της πολεμικής αεροπορίας Παπανικολάου στην «απόρρητη έκθεσή» του (βλ. Σταύρου Ψυχάρη «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», β΄ έκδοση, ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη , 2010, σελ. 255-257) γράφει:
«στις 9.15 το πρωί της 23ης Ιουλίου οι τέσσερις (λεβέντες) αρχηγοί μετέβησαν στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας στρατηγού Φαίδωνος Γκιζίκη», όπου «και ενώ είχαν ανταλλαγή ορισμέναι αόριστοι σκέψεις χωρίς να έχει προταθεί παρ΄ ουδενός τι το συγκεκριμένον, εισήλθε εις το γραφείον ο ταξίαρχος Ιωαννίδης και εκάθησεν εις το αριστερόν του υποφαινομένου.
Και πάλιν συνεχίσθη επί ολίγον η αποφυγή υφ΄ απάντων διατυπώσεως συγκεκριμένης τινός προτάσεως, ότε ο υποφαινόμενος, υπό το κράτος εντόνου εξάρσεως και εν απολύτω πεποιθήσει ότι εξεπλήρουν εθνικόν χρέος, εστράφη προς τον Ιωαννίδην και εν πλήρη πνευματική διαυγεία είπε εις αυτόν:
«Κύριε ταξίαρχε, σας εγνώρισα για πρώτην φοράν κατά την 25ην Νοεμβρίου 1973. Έλαβον μέρος εις την μεταβολήν διά το καλόν της πατρίδος. Δεν είμαι σε θέσιν να εκτιμήσω τι καλόν επράξατε δια αυτόν τον τόπον, πρέπει όμως να παραδεχθείτε ότι επράξατε και κακόν. Έχετε κάνει λάθος εκτιμήσεως και κατ’ αυτήν την στιγμήν η πατρίς ευρίσκεται εις τραγικήν θέσιν. Λέγων όλα αυτά, γνωρίζω ότι είναι δυνατόν να σας προκαλέσω να σύρετε το περίστροφό σας και να με φονεύσετε. Όμως, εν ονόματι των παιδιών μου και εννοώ κυρίως τα παιδιά μου που είναι κατά τη στιγμή αυτή δεμένα μέσα στα αεροπλάνα, και εν ονόματι όλων των στρατευμένων παιδιών μας και ολοκλήρου της πατρίδος, σας παρακαλώ να μας αφήσετε ησύχους να ίδωμεν πως θα εξέλθωμεν από το αδιέξοδον και να προλάβωμεν μεγαλύτερα δεινά. Σας παρακαλούμεν όλοι μας να μας αφήσετε».
Ευθύς άμα τω πέρατι των λόγων του υποφαινομένου, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης ηγέρθη, εφόρεσεν το πηλήκιόν του και στραφείς προς τον υποφαινόμενον είπεν:
«Δεν γνωρίζει καλά ποιος είμαι ο κύριος αρχηγός της αεροπορίας, αλλά αφού βλέπω ότι όλοι σας συμφωνείτε δεν έχω θέσιν ανάμεσά σας και φεύγω».
Ενώ απήρχετο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του είπε:
Στάσου πρέπει να βοηθήσεις. (!)
Και εκείνος απήντησεν:
Καλά, δεν θα αντιδράσω.
Με στρατιωτικό χαιρετισμό
Τότε, ο υποφαινόμενος παρενέβη και πάλιν προσθέσας:
-Κύριε Ταξίαρχε, πρέπει να διατάξετε τους ανθρώπους σας να πειθαρχήσουν εις ό,τι αποφασίσομεν;.
Επ΄ αυτού επέμειναν άπαντες και ούτως προ της θύρας εξόδου, απήντησεν: Καλώς. Θα πράξω τούτο, και χαιρετήσας στρατιωτικώς ανεχώρησεν».
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: οι αρχηγοί του κατά ξηράν, θάλασσαν και αέρος πανάρχαιου, ένδοξου και τιμημένου Ελληνικού στρατού, ενώ οι Έλληνες σφαγιάζονται, αυτοί, σαν μωρές παρθένες, φοβούνται να πράξουν το καθήκον τους, να αυτοκτονήσουν).
Ο ΑΡΑΠΑΚΗΣ
Ο αρχηγός του Ναυτικού Αραπάκης γράφει, (βλ. «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις Λιβάνη, 2000, σελ.301) ότι, σε συζήτηση των τεσσάρων, (21 Ιουλίου): «εκμεταλλευόμενος την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, βρήκα ότι ήταν οι κατάλληλη ευκαιρία να ρίξω την ιδέα να προχωρήσουμε σε αλλαγή από την στρατιωτική στην πολιτική ηγεσία. Πρότεινα τότε να καλέσουμε τους πολιτικούς και να προχωρήσουμε στη μεταπολίτευση».
Ο ΕΒΡΑΙΟΣ ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ
Ο εβραίος υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Χένρι Κίσινγκερ, από το βράδυ της 22ας Ιουλίου είχε προαναγγείλει ότι «ενδεχομένως τη στιγμή αυτή πραγματοποιείται πολιτική μεταβολή» στην Ελλάδα. (βλ. Σπύρου Μαρκεζίνη «Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος», γ΄ τόμος εκδόσεις Πάπυρος, 1994, σελ. 233).
Η ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ. ΟΙ "ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ" ΤΩΝ ΟΡΓΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ ΤΟ ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ.
(ΟΙ ΜΑΧΑΡΑΓΙΑΔΕΣ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥΣΤΑΝ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ).
Στις 2 μετά το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου συνεκλήθη τελικώς η σύσκεψη των πολιτικών, υπό τον Γκιζίκη, στο γραφείο του στη Βουλή. Νωρίτερα οργίαζε το παρασκήνιο. Ο Μπονάνος βολιδοσκόπησε για την πρωθυπουργία τον Πέτρο Γαρουφαλιά, ο οποίος αποδέχθηκε. Ίσως εκείνη την ώρα να ήταν ο πιο αρεστός στους στρατιωτικούς πολιτικός. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στις εκλογές που ακολούθησαν (της 17ης Νοεμβρίου 1974) ηγήθηκε ενός σχήματος που πολιτογραφήθηκε ως «φιλοχουντικό». Θα μπορούσαν να θεωρήσουν κάτι τέτοιο και τον Σπύρο Μαρκεζίνη, αλλά με τι μούτρα, αφού τον είχαν ανατρέψει στις 25 Νοεμβρίου 1973, σταματώντας τη «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος του Γεωργίου Παπαδόπουλου…
ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΤΡΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΝ ΝΑ ΑΡΠΑΞΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑ ΚΟΚΚΑΛΟ.
Στη σύσκεψη προσκλήθηκαν με τηλεφώνημα που τους έγινε από το διευθυντή του Στρατιωτικού Οίκου του Γκιζίκη συνταγματάρχη Μπραβάκο οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Μαύρος, Στέφανος Στεφανόπουλος, Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Ευάγγελος Αβέρωφ, Γαρουφαλιάς, ο οικονομολόγος Ξενοφών Ζολώτας και ο διπλωμάτης Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς.
Ο Κανελλόπουλος (ο καταργηθείς από την 21η Απριλίου πρωθυπουργός) βρισκόταν στο κατάλυμά του στην Κηφισιά όταν έλαβε το τηλεφώνημα. Άρχισε να οδηγεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα το αυτοκίνητό του ώστε να προλάβει να συναντήσει τον Μαύρο (που είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της Ενώσεως Κέντρου στο εσωτερικό μετά το θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου) πριν από τη σύσκεψη.
Οι δύο άνδρες (οι οποίοι είχαν συνδεθεί στενά στην «επταετία») όχι μόνο κατάφεραν να συναντηθούν, αλλά κατά τη διάρκεια της ολιγόλεπτης συνομιλίας τους φαίνεται ότι συμφώνησαν ότι μια στέρεη πολιτική κυβέρνηση μπορεί να προκύψει μόνο με τη συμμετοχή των δύο παλαιών μεγάλων κομμάτων: της ΕΡΕ (τελευταίος αρχηγός της ήταν ο Κανελλόπουλος) και της Ενώσεως Κέντρου. Λογικά εκεί θα συμφωνήθηκε και το δίπολο Κανελλόπουλος πρωθυπουργός και Μαύρος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών.
Στη σύσκεψη προσήλθαν όλοι οι προσκεκληθέντες, πλην του Παλαμά που βρισκόταν στην Κέρκυρα.
Ο «ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» ΠΑΡΑΚΑΛΕΙ ΓΟΝΑΤΙΣΤΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ
Ο Γκιζίκης ξεκίνησε ζητώντας από τους παρευρισκόμενους να δεχθούν και τη συμμετοχή της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο ίδιος έθεσε το ερώτημα «μήπως θα πρέπει να εμπλέξουμε την Τουρκία σε πόλεμο στον Έβρο με σκοπό τον αντιπερισπασμό;» (βλ. Αλέξανδρου Ζαούση «O Eμπαιγμός», τόμος β’ εκδόσεις Παπαζήση, 1998, σελ. 429) και, συγχρόνως, πρότεινε τα υπουργεία Εσωτερικών, Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως να παραμείνουν υπό τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Εισέπραξε αρνητική απάντηση στο ερώτημα και ένα σχεδόν ομόθυμο ΟΧΙ στην πρότασή του. Ίσως μόνο ο Γαρουφαλιάς να το αποδεχόταν με δεδομένο το πρωινό «τάξιμο» του Μπονάνου προς εκείνον. Φαίνεται ότι μες στη φούρια του να ορκιστεί πρωθυπουργός είχε λησμονήσει το αντίστοιχο πάθημα του Μαρκεζίνη κάποιους μήνες νωρίτερα!
Πιο κατηγορηματικός δε στην άρνηση ήταν ο Μαύρος, ο οποίος απευθυνόμενος προς τον Γκιζίκη (βλ. C.Woodhouse, «Rise and Fall of the Greek Colonels», Λονδίνο 1985, σελ. 164) του είπε: «Θα αστειεύεστε, κύριε πρόεδρε».
Μίλησαν όλοι, άλλοι ενιαία (Μαύρος-Κανελλόπουλος), άλλοι εμφανώς συγκινημένοι (Νόβας), ένας προτείνοντας για πρωθυπουργό μη πολιτικό πρόσωπο (ο Μαρκεζίνης τον Παλαμά, υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του και αναπληρωτή ΥΠ.ΕΞ. της τελευταίας του Παπαδόπουλου) κ.ο.κ.
Η πλάστιγγα, πάντως, έγερνε προς κυβέρνηση Κανελλόπουλου-Μαύρου με την τυπική συνηγορία όλων. Ακόμα και του Αβέρωφ που συμφώνησε μεν σε αυτή τη λύση αλλά πρότεινε κυβέρνηση να σχηματίσει ο ευρισκόμενος στο Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής (βλ. Ψυχάρης, ο.π., σελ. 216) αλλά τον διέκοψε ο Γκιζίκης λέγοντάς του ότι «επειγόμεθα κι εκείνος βρίσκεται μακριά». Στις 17.40 μ.μ. περατώθηκε η σύσκεψη με τους Κανελλόπουλο και Μαύρο να δεσμεύονται ότι στις 8 μ.μ. θα επανέλθουν για να παρουσιάσουν ενώπιον όλων τη σύνθεση της κυβέρνησής τους. Αποχώρησαν και οι υπόλοιποι πολιτικοί. Όλοι πλην ενός!
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΛΙΝ ΤΟ 1941, ΟΤΑΝ ΠΛΗΣΙΑΖΑΝ ΤΗΝ ΜΟΣΧΑ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ, ΚΑΛΕΣΕ ΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΙΠΕ: «ΒΟΗΘΕΙΑ, ΧΑΝΟΜΑΣΤΕ, ΠΑΡΤΕ ΕΣΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ». ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΕΠΕΒΑΛΛΑΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΝΟΜΟ – ΣΕ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ - ΤΟΥΦΕΚΙΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΡΙΨΑΣΠΙΔΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΣΑΝ ΤΗΝ ΜΟΣΧΑ.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΟΙ ΑΝΙΚΑΝΟΙ ΚΑΙ ΑΧΡΕΙΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΚΑΛΕΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ.
Πέντε λεπτά μετά το τέλος της σύσκεψης, από την Προεδρία της Δημοκρατίας ανακοινώθηκε και μεταδόθηκε από τα υπάρχοντα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δίκτυα ότι «ενόψει των εξαιρετικών περιστάσεων υπό τας οποίας τελεί η πατρίς, αι ένοπλοι δυνάμεις απεφάσισαν όπως αναθέσουν την διακυβέρνησιν της χώρας εις πολιτικήν κυβέρνησιν».
Οι λαϊκές εκδηλώσεις ανησύχησαν τους κρατούντες και στις 7.45 μ.μ. το αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων αναγκάστηκε να μεταδώσει:
«Ως εγνωστοποιήθη διά προηγουμένης ανακοινώσεως της Προεδρίας της Δημοκρατίας η χώρα αποκτά πολιτικήν κυβέρνησιν. Συνιστάται εις τον λαόν να τηρήσει την ψυχραιμίαν και την αυτοκυριαρχίαν του προς το καλόν του έθνους».
Ένα τέταρτο αργότερα οι πολιτικοί άρχισαν να καταφθάνουν στο χώρο του Κοινοβουλίου για τη νέα σύσκεψη, αποθεούμενοι από τους πολίτες που είχαν συγκεντρωθεί στον ευρύτερο χώρο της πλατείας Συντάγματος. Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά της ώρας για να φθάσει ο καθένας τους στο γραφείο του Γκιζίκη.
Στον προθάλαμο του προεδρικού γραφείου οι περισσότεροι πίστευαν ότι σε λίγο θα ορκιζόταν πρωθυπουργός ο Κανελλόπουλος. Ο ίδιος βεβαίως είχε ενημερωθεί από τις 6.15 μ.μ. ότι κυβέρνηση θα σχημάτιζε τελικώς ο Καραμανλής. Ο Αβέρωφ, ο οποίος είχε παραμείνει στο γραφείο με τους στρατιωτικούς, μετά το τέλος της πρώτης συσκέψεως είχε μπει στον κόπο να τον ενημερώσει για την εξέλιξη. Μέσα σε μισή ώρα ο Ηπειρώτης πολιτικός (ηγετικό στέλεχος της ΕΡΕ) είχε καταφέρει όχι μόνο να πείσει τους Γκιζίκη, Μπονάνο, Γαλατσάνο, Αραπάκη και Παπανικολάου αλλά να βρει και στο τηλέφωνο τον Καραμανλή, να τους τον δώσει να μιλήσουν μαζί του και να εξασφαλίσει τελικώς τη δέσμευσή του ότι εντός των επομένων ωρών θα επιστρέψει «με κάθε μέσο» στην Ελλάδα.
Στις 9 μ.μ. ξεκίνησε η προγραμματισθείσα σύσκεψη. Ο Κανελλόπουλος πρότεινε να διακόψουν και να συναντηθούν εκ νέου μετά τα μεσάνυχτα όταν θα επέστρεφε ο Καραμανλής. Ο Γκιζίκης δεν το δέχτηκε τονίζοντας ότι «ήδη ευρισκόμεθα σε διαρκή σύσκεψη γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται». Και όντως ο Μαύρος, έχοντας αναλάβει άτυπα καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών, βρισκόταν μ’ ένα τηλέφωνο στο χέρι επικοινωνώντας πότε με την Κύπρο και πότε με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ενημέρωνε τους υπολοίπους για τις εξελίξεις στο πεδίο των στρατιωτικών και διπλωματικών μαχών.
Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΤΑΝ.
ΟΙ ΑΠΑΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ ΔΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΟΥΝ.
Εκείνες τις ώρες ο ευρισκόμενος ακόμα στο Παρίσι Καραμανλής ρύθμιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες της επιστροφής του. Επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο ο οποίος ήταν στο Λονδίνο. Ο τελευταίος του ζήτησε να τον συνοδεύσει στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο, ο Καραμανλής τού είπε να καθυστερήσει την άφιξή του στην Αθήνα κι ότι θα τον ειδοποιούσε ο ίδιος «σε λίγες ημέρες». (Βεβαίως αυτή η πρόσκληση δεν έφτασε ποτέ και σε κάθε ευκαιρία ο τέως βασιλεύς τονίζει ότι εξηπατήθη από τον Καραμανλή). Στις 10.20 μ.μ. ανακοινώνεται επίσημα το… όνομα. Τα μέσα ενημέρωσης μεταδίδουν: «Ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ανεχώρησε ήδη εκ Παρισίων δι’ Αθήνας, κληθείς όπως συμμετάσχει της συσκέψεως την οποίαν συνεκάλεσεν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Γκιζίκης».
Λίγο νωρίτερα, στις 10 ακριβώς, ο Καραμανλής αναχώρησε για την Ελλάδα από το αεροδρόμιο Λε Μπουρζέ, με αεροσκάφος που του είχε διαθέσει ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Έπειτα από τέσσερις ώρες το αεροσκάφος προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Χιλιάδες πολίτες είχαν καταφέρει να διεισδύσουν ακόμα και στο διάδρομο προσγειώσεως. Δήλωσε ότι επιθυμεί «ενότητα, σωφροσύνην και υπομονήν» και επιβιβάστηκε σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στην Εθνική Αντιπροσωπεία. Στο περιστύλιο τον υποδέχτηκαν οι Γκιζίκης και Καραμανλής και ακολούθως πήρε μέρος στη σύσκεψη των πολιτικών και της στρατιωτικής ηγεσίας.
Ενώπιον του Γκιζίκη και χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ στις 4.20 π.μ. ορκίστηκε πρωθυπουργός.
Στις 4 το απόγευμα, παρουσία του, ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησής του: Μαύρος (αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών), Ζολώτας (Συντονισμού), Αβέρωφ (Εθνικής Αμύνης), Γεώργιος Ράλλης (Εσωτερικών), Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου (Δικαιοσύνης), Σόλων Γκίκας (Δημοσίας Τάξεως), Νικόλαος Λούρος (Παιδείας), Κωνσταντίνος Τσάτσος (Πολιτισμού), Κώστας Λάσκαρης (Απασχολήσεως), Ανδρέας Κοκκέβης (Κοινωνικών Υπηρεσιών) και Παναγιώτης Λαμπρίας (υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ).
Δύο μέρες αργότερα η κυβέρνηση συμπληρώθηκε με τους: Χριστόφορο Στράτο, Γιάγκο Πεσμαζόγλου, Δημήτριο Παπασπύρου, Χαράλαμπο Πρωτοπαππά, Αθανάσιο Κανελλόπουλο, Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη, Γεώργιο Μυλωνά, Ιωάννη Μηναίο, Ευάγγελο Δεβλέτογλου, Γιάννη Μπούτο, Γιάννη Βαρβιτσιώτη, Δημήτρη Τσάτσο, Κωνσταντίνο Αποσκίτη, Γεώργιο Γιαννόπουλο, Γεώργιο Παπαγιαβή, Αθανάσιο Ταλιαδούρο, Κωστή Στεφανόπουλο, Αθανάσιο Τσαλδάρη, Κώστα Αλαβάνο και Μανώλη Κεφαλογιάννη.
Αργότερα έγιναν μέλη αυτής της κυβέρνησης οι Δημήτρης Μπίτσιος, Ιωάννης Κατσαδήμας και Βάσος Βασιλείου.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, σαν δειλό αστράτευτο υποκείμενο, άργησε να έρθει στην Ελλάδα. Περίμενε να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, ότι οι πράκτορες πολιτικοί ελέγχουν τον στρατό και μετά πήρε τα 100 εκατομμύρια από τον εβραίο Ροκφέλερ και ήρθε στην Ελλάδα να ιδρύσει το ΚΛΕΦΤΟΠΑΣΟΚ και να θάψει τον έξυπνο ελληνικό λαό.
Το καλοκαίρι του 1974 η Κύπρος σπαρασσόταν και η Ελλάδα βρισκόταν σε δραματικό σημείο. Στις 15 Ιουλίου 1974 η Εθνική Φρουρά (με εντολή του στρατιωτικού καθεστώτος της Αθήνας, το οποίο είχε ως ιθύνοντα νου τον «αόρατο» δικτάτορα Δημήτριο Ιωαννίδη) είχε ανατρέψει τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Στη θέση του είχε τοποθετηθεί ο βουλευτής Νίκος Σαμψών.
"ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΝΑΙ, ΘΑ ΠΕΣΟΥΝ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ".
Ο
ΧΑΤΖΑΡΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΟΥ ΤΑ ΛΕΕΙ
ΩΜΑ:
«Ο ρουφιανο πρακτορίσκος της Κεντρικής Υπηρεσίας
Δημήτριος Ιωαννίδης, της Στοάς «Πυθαγόρας», μαζί με τον αδελφό πτέραρχο Πέτρο Αραπάκη, της Στοάς «Προμηθεύς» διαφωνούσαν. Η αμερικανική
πρεσβεία έψαχνε μάταια τον πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο
και τον υπουργό Κυπραίο. Το
πραξικόπημα των στρατηγών είχε ήδη συντελεστεί. Οι άνθρωποι του Ιωαννίδη είχαν
εκδιωχτεί και ανέλαβαν οι στρατηγοί. Υπουργός Εξωτερικών, ήταν
πλέον ο πράκτωρ Αραπάκης, της Στοάς
«Προμηθεύς», που
συμφώνησε με τους Αμερικανούς για την έναρξη της εκεχειρίας στις 16.00. Το πρωί της 22ας Ιουλίου, οι Τούρκοι από το
προγεφύρωμα στο Πέντε Μίλι, κινήθηκαν προς την Κερύνεια, η οποία
βομβαρδιζόταν συνεχώς από θάλασσα και από ξηρά. Αφού κατέλαβαν τα γύρω χωριά
λίγο μετά το μεσημέρι διεισέδυσαν στην Κερύνεια. Η τραγικότητα των στιγμών ήταν
απερίγραπτη. Μεμονωμένες ομάδες εθνοφρουρών μάχονταν απεγνωσμένα, χωρίς να
αναμένουν από πουθενά ενίσχυση. Οι κάτοικοι (κυρίως γυναικόπαιδα) κατέφυγαν
στην προστασία της ειρηνευτικής δύναμης των Ην. Εθνών, στο ξενοδοχείο «Ντομ»
και στα χωριά Πέλλαπαϊς και Άγ. Επίκτητος. Η
ανακωχή στις 1600, βρήκε τους Τούρκους να ελέγχουν το προγεφύρωμα Πέντε Μίλι -
Γλυκιώτισσας, μέσω Τέμπλους προς τον Άγ. Ιλαρίωνα ,το θύλακά τους στη Λευκωσία,
και την Κερύνεια με μια έκταση 7 χλμ. στα δυτικά της και 3-4 χλμ. στα ανατολικά
της. Κι ενώ ήδη από τις 4 το απόγευμα ίσχυε επίσημα η ανακωχή, οι Τούρκοι
συνέχιζαν τις επιθέσεις».
Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΕΙΣΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Ιουλίου 1974, ισχυρή τουρκική ναυτική μοίρα αποτελούμενη από αποβατικά σκάφη στα οποία επέβαιναν τουλάχιστον 30.000 άνδρες προσέγγισε τις βόρειες ακτές της Κύπρου και, δίχως να συναντήσει αντίδραση, αποβίβασε καταδρομείς σην παραθαλάσσια θέση "Πέντε Μίλι", κανονιοβολώντας, παράλληλα ολόκληρη την ακτογραμμή. Επιπλέον, αεροπορικές δυνάμεις των τούρκων πραγματοποιούσαν συνεχόμενους βομβαρδισμούς έως και τη Λευκωσία, ενώ εκατοντάδες αλεξιπτωτιστές ρίχτηκαν σε στρατηγικά σημεία, με στόχο τη δημιουργία προγεφυρώματος.
Η καθυστερημένη κινητοποίηση των ελληνοκυπριακών μονάδων (Εθνική Φρουρά, ΕΛΔΥΚ κ.α.) επέτρεψε στους εισβολείς να παγιώσουν σε σύντομο χρόνο τις θέσεις τους από την Κερύνεια έως και την περιοχή του Αγίου Ιλαρίωνα, σε ένα εκτεταμένο μέτωπο εντός του οποίου εγκλωβίστηκαν εκατοντάδες ελληνοκύπριοι στρατιώτες αλλά και οι κάτοικοι των ελληνοκυπριακών χωριών. Μόνο στην πρωτεύουσα κατέστη δυνατό να αναχαιτιστούν (κι αυτό μόνο προσωρινά) οι τούρκοι, από μια αντεπίθεση της ΕΛΛ.ΔΥ.Κ. σε συνδυασμό με τις προσπάθειες των κατοίκων να εξουδετερώσουν τους αλεξιπτωτιστές πυροβολώντας από τις ταράτσες και τα μπαλκόνια κατοικιών και δημόσιων κτιρίων.
Η απόβαση των Τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε ως αποτέλεσμα την κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περίπου 200.000 Έλληνες εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, περίπου 4.000 νεκροί, και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Οι Τούρκοι κατακτούν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων.
Από τα ξημερώματα της Κυριακής 20 Ιουλίου 1974, η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση γενικής επιστράτευσης, όπως είχε αποφασίσει σε έκτακτη συνεδρίασή του, υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, το Υπουργικό Συμβούλιο.
Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΠΡΑΤΤΕΙ.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΔΗΛΩΝΕΙ, ΟΛΟ ΦΑΝΦΑΡΕΣ.
«Η Τουρκία ενήργησε σήμερον την 5.45 π.μ. κατά παράβαση των υφισταμένων συνθηκών, των συμμαχικών υποχρεώσεων και των κανόνων διεθνούς δικαίου, απόβασιν στρατιωτικών δυνάμεων εις την νήσον Κύπρον.
Η ενέργεια αυτή αποτελεί καταφανή παράβασιν των διεπουσών την Κύπρον διεθνών συμφωνιών, απειλούσαν την διεθνή ειρήνην και αποβλέπουσα εις την εκ μέρους της Τουρκίας πραξικοπηματικήν δημιουργίαν καταστάσεων, αι οποίαι θέτουν εν κινδύνω ζωτικά ελληνικά συμφέροντα.
Η Ελλάς καταγγέλλει τας εκνόμους ταύτας ενεργείας και δηλοί ότι θα υπερασπίση πάση δυνάμει τα νόμιμα δικαιώματά της και τα εθνικά της συμφέροντα, οπουδήποτε κρίνει ότι ταύτα απειλούνται εκ παρανόμων και επεκτατικών τουρκικών ενεργειών.
Εν όψει της δημιουργηθείσης καταστάσεως, διετάχθη γενική επιστράτευσις».
ΟΙ «ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ» ΤΑ ΕΙΧΑΝ ΚΑΝΕΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΦΟΒΟ ΚΑΙ «ΣΥΝΩΜΟΤΟΥΣΑΝ».
ΠΩΣ ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ. Ο ΜΠΟΝΑΝΟΣ
Ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ Γρηγόριος Μπονάνος (βλ. «Η Αλήθεια», Αθήνα 1986, σελ. 271) γράφει:
«Όταν εμείναμε μόνοι οι τέσσαρες, ήλεγξα αν παρακολουθούμεθα από κάποιον (!) και όταν εβεβαιώθην ότι αυτό δεν συνέβαινε, τους είπα να καθίσουν. Επίστευα ότι είχεν έλθη η ώρα να υλοποιήσω το σχέδιον που από καιρόν εσκεπτόμην. Να πολιτικοποιήσω το καθεστώς και να απομακρύνω τας Ενόπλους Δυνάμεις από την ευθύνην της διακυβερνήσεως της χώρας και την φθοράν της αναμείξεώς των με έργα άσχετα με την αποστολήν των. Αλλ΄ είχα ανάγκην και της συμφώνου γνώμης των άλλων Αρχηγών. Τας απόψεις μου βεβαίως τας εγνώριζαν όλοι, αφού άλλωστε δεν τας απέκρυπτα και τας είχα αναπτύξει κατ΄ επανάληψιν εις συγκεντρώσεις αξιωματικών. Επηκολούθησε λοιπόν μεταξύ μας η ακόλουθος συνομιλία, την οποίαν μεταφέρω εδώ μαγνητοφωνικώς και κατά λέξιν:
Aρχηγός προς Γαλατσάνον:
-Aνδρέα, ελέγχεις τον Στρατόν;
-Mάλιστα.
-Εάν διατάξεις οτιδήποτε, θα εκτελεσθή;
-Mάλιστα.
Αρχηγός προς Αραπάκην:
-Πέτρο, ελέγχεις το Ναυτικόν;
-Mάλιστα, κύριε Αρχηγέ. Είμαι πολύ αγαπητός.
-Εάν διατάξεις οτιδήποτε, θα εκτελεσθή;
-Μάλιστα.
Αρχηγός προς Παπανικολάου:
-Εσύ, Αλέκο, ελέγχεις την Αεροπορία;
-Μάλιστα.
Αρχηγός προς όλους:
-Τώρα σας ερωτώ, εάν εγώ διατάξω κάτι, σεις θα πειθαρχήσετε και θα το εκτελέσετε;
Oμόφωνος απάντησις:
-Βεβαίως, κύριε Αρχηγέ. Οτιδήποτε διατάξετε, θα εκτελεσθή.
Τόγε ηγέρθην της θέσεώς μου και αντήλλαξα χειραψίαν με έναν έκαστον χωριστά, λέγων: Αυτή η χειραψία είναι η επισφράγισις ενός συμβολαίου τιμής μεταξύ μας. Ουδείς όμως πρέπει να λάβει γνώσιν των αποφάσεών μας, διότι οι μηχανισμοί του Ιωαννίδη παραμένουν ισχυροί ακόμη. Να αναμένετε τας διαταγάς μου».
Ο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
Ο αρχηγός της πολεμικής αεροπορίας Παπανικολάου στην «απόρρητη έκθεσή» του (βλ. Σταύρου Ψυχάρη «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», β΄ έκδοση, ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη , 2010, σελ. 255-257) γράφει:
«στις 9.15 το πρωί της 23ης Ιουλίου οι τέσσερις (λεβέντες) αρχηγοί μετέβησαν στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας στρατηγού Φαίδωνος Γκιζίκη», όπου «και ενώ είχαν ανταλλαγή ορισμέναι αόριστοι σκέψεις χωρίς να έχει προταθεί παρ΄ ουδενός τι το συγκεκριμένον, εισήλθε εις το γραφείον ο ταξίαρχος Ιωαννίδης και εκάθησεν εις το αριστερόν του υποφαινομένου.
Και πάλιν συνεχίσθη επί ολίγον η αποφυγή υφ΄ απάντων διατυπώσεως συγκεκριμένης τινός προτάσεως, ότε ο υποφαινόμενος, υπό το κράτος εντόνου εξάρσεως και εν απολύτω πεποιθήσει ότι εξεπλήρουν εθνικόν χρέος, εστράφη προς τον Ιωαννίδην και εν πλήρη πνευματική διαυγεία είπε εις αυτόν:
«Κύριε ταξίαρχε, σας εγνώρισα για πρώτην φοράν κατά την 25ην Νοεμβρίου 1973. Έλαβον μέρος εις την μεταβολήν διά το καλόν της πατρίδος. Δεν είμαι σε θέσιν να εκτιμήσω τι καλόν επράξατε δια αυτόν τον τόπον, πρέπει όμως να παραδεχθείτε ότι επράξατε και κακόν. Έχετε κάνει λάθος εκτιμήσεως και κατ’ αυτήν την στιγμήν η πατρίς ευρίσκεται εις τραγικήν θέσιν. Λέγων όλα αυτά, γνωρίζω ότι είναι δυνατόν να σας προκαλέσω να σύρετε το περίστροφό σας και να με φονεύσετε. Όμως, εν ονόματι των παιδιών μου και εννοώ κυρίως τα παιδιά μου που είναι κατά τη στιγμή αυτή δεμένα μέσα στα αεροπλάνα, και εν ονόματι όλων των στρατευμένων παιδιών μας και ολοκλήρου της πατρίδος, σας παρακαλώ να μας αφήσετε ησύχους να ίδωμεν πως θα εξέλθωμεν από το αδιέξοδον και να προλάβωμεν μεγαλύτερα δεινά. Σας παρακαλούμεν όλοι μας να μας αφήσετε».
Ευθύς άμα τω πέρατι των λόγων του υποφαινομένου, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης ηγέρθη, εφόρεσεν το πηλήκιόν του και στραφείς προς τον υποφαινόμενον είπεν:
«Δεν γνωρίζει καλά ποιος είμαι ο κύριος αρχηγός της αεροπορίας, αλλά αφού βλέπω ότι όλοι σας συμφωνείτε δεν έχω θέσιν ανάμεσά σας και φεύγω».
Ενώ απήρχετο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του είπε:
Στάσου πρέπει να βοηθήσεις. (!)
Και εκείνος απήντησεν:
Καλά, δεν θα αντιδράσω.
Με στρατιωτικό χαιρετισμό
Τότε, ο υποφαινόμενος παρενέβη και πάλιν προσθέσας:
-Κύριε Ταξίαρχε, πρέπει να διατάξετε τους ανθρώπους σας να πειθαρχήσουν εις ό,τι αποφασίσομεν;.
Επ΄ αυτού επέμειναν άπαντες και ούτως προ της θύρας εξόδου, απήντησεν: Καλώς. Θα πράξω τούτο, και χαιρετήσας στρατιωτικώς ανεχώρησεν».
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: οι αρχηγοί του κατά ξηράν, θάλασσαν και αέρος πανάρχαιου, ένδοξου και τιμημένου Ελληνικού στρατού, ενώ οι Έλληνες σφαγιάζονται, αυτοί, σαν μωρές παρθένες, φοβούνται να πράξουν το καθήκον τους, να αυτοκτονήσουν).
Ο ΑΡΑΠΑΚΗΣ
Ο αρχηγός του Ναυτικού Αραπάκης γράφει, (βλ. «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις Λιβάνη, 2000, σελ.301) ότι, σε συζήτηση των τεσσάρων, (21 Ιουλίου): «εκμεταλλευόμενος την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, βρήκα ότι ήταν οι κατάλληλη ευκαιρία να ρίξω την ιδέα να προχωρήσουμε σε αλλαγή από την στρατιωτική στην πολιτική ηγεσία. Πρότεινα τότε να καλέσουμε τους πολιτικούς και να προχωρήσουμε στη μεταπολίτευση».
Ο ΕΒΡΑΙΟΣ ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ
Ο εβραίος υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Χένρι Κίσινγκερ, από το βράδυ της 22ας Ιουλίου είχε προαναγγείλει ότι «ενδεχομένως τη στιγμή αυτή πραγματοποιείται πολιτική μεταβολή» στην Ελλάδα. (βλ. Σπύρου Μαρκεζίνη «Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος», γ΄ τόμος εκδόσεις Πάπυρος, 1994, σελ. 233).
Η ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ. ΟΙ "ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ" ΤΩΝ ΟΡΓΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ ΤΟ ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ.
(ΟΙ ΜΑΧΑΡΑΓΙΑΔΕΣ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥΣΤΑΝ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ).
Στις 2 μετά το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου συνεκλήθη τελικώς η σύσκεψη των πολιτικών, υπό τον Γκιζίκη, στο γραφείο του στη Βουλή. Νωρίτερα οργίαζε το παρασκήνιο. Ο Μπονάνος βολιδοσκόπησε για την πρωθυπουργία τον Πέτρο Γαρουφαλιά, ο οποίος αποδέχθηκε. Ίσως εκείνη την ώρα να ήταν ο πιο αρεστός στους στρατιωτικούς πολιτικός. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στις εκλογές που ακολούθησαν (της 17ης Νοεμβρίου 1974) ηγήθηκε ενός σχήματος που πολιτογραφήθηκε ως «φιλοχουντικό». Θα μπορούσαν να θεωρήσουν κάτι τέτοιο και τον Σπύρο Μαρκεζίνη, αλλά με τι μούτρα, αφού τον είχαν ανατρέψει στις 25 Νοεμβρίου 1973, σταματώντας τη «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος του Γεωργίου Παπαδόπουλου…
ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΤΡΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΝ ΝΑ ΑΡΠΑΞΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑ ΚΟΚΚΑΛΟ.
Στη σύσκεψη προσκλήθηκαν με τηλεφώνημα που τους έγινε από το διευθυντή του Στρατιωτικού Οίκου του Γκιζίκη συνταγματάρχη Μπραβάκο οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Μαύρος, Στέφανος Στεφανόπουλος, Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Ευάγγελος Αβέρωφ, Γαρουφαλιάς, ο οικονομολόγος Ξενοφών Ζολώτας και ο διπλωμάτης Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς.
Ο Κανελλόπουλος (ο καταργηθείς από την 21η Απριλίου πρωθυπουργός) βρισκόταν στο κατάλυμά του στην Κηφισιά όταν έλαβε το τηλεφώνημα. Άρχισε να οδηγεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα το αυτοκίνητό του ώστε να προλάβει να συναντήσει τον Μαύρο (που είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της Ενώσεως Κέντρου στο εσωτερικό μετά το θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου) πριν από τη σύσκεψη.
Οι δύο άνδρες (οι οποίοι είχαν συνδεθεί στενά στην «επταετία») όχι μόνο κατάφεραν να συναντηθούν, αλλά κατά τη διάρκεια της ολιγόλεπτης συνομιλίας τους φαίνεται ότι συμφώνησαν ότι μια στέρεη πολιτική κυβέρνηση μπορεί να προκύψει μόνο με τη συμμετοχή των δύο παλαιών μεγάλων κομμάτων: της ΕΡΕ (τελευταίος αρχηγός της ήταν ο Κανελλόπουλος) και της Ενώσεως Κέντρου. Λογικά εκεί θα συμφωνήθηκε και το δίπολο Κανελλόπουλος πρωθυπουργός και Μαύρος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών.
Στη σύσκεψη προσήλθαν όλοι οι προσκεκληθέντες, πλην του Παλαμά που βρισκόταν στην Κέρκυρα.
Ο «ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» ΠΑΡΑΚΑΛΕΙ ΓΟΝΑΤΙΣΤΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ
Ο Γκιζίκης ξεκίνησε ζητώντας από τους παρευρισκόμενους να δεχθούν και τη συμμετοχή της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο ίδιος έθεσε το ερώτημα «μήπως θα πρέπει να εμπλέξουμε την Τουρκία σε πόλεμο στον Έβρο με σκοπό τον αντιπερισπασμό;» (βλ. Αλέξανδρου Ζαούση «O Eμπαιγμός», τόμος β’ εκδόσεις Παπαζήση, 1998, σελ. 429) και, συγχρόνως, πρότεινε τα υπουργεία Εσωτερικών, Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως να παραμείνουν υπό τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Εισέπραξε αρνητική απάντηση στο ερώτημα και ένα σχεδόν ομόθυμο ΟΧΙ στην πρότασή του. Ίσως μόνο ο Γαρουφαλιάς να το αποδεχόταν με δεδομένο το πρωινό «τάξιμο» του Μπονάνου προς εκείνον. Φαίνεται ότι μες στη φούρια του να ορκιστεί πρωθυπουργός είχε λησμονήσει το αντίστοιχο πάθημα του Μαρκεζίνη κάποιους μήνες νωρίτερα!
Πιο κατηγορηματικός δε στην άρνηση ήταν ο Μαύρος, ο οποίος απευθυνόμενος προς τον Γκιζίκη (βλ. C.Woodhouse, «Rise and Fall of the Greek Colonels», Λονδίνο 1985, σελ. 164) του είπε: «Θα αστειεύεστε, κύριε πρόεδρε».
Μίλησαν όλοι, άλλοι ενιαία (Μαύρος-Κανελλόπουλος), άλλοι εμφανώς συγκινημένοι (Νόβας), ένας προτείνοντας για πρωθυπουργό μη πολιτικό πρόσωπο (ο Μαρκεζίνης τον Παλαμά, υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του και αναπληρωτή ΥΠ.ΕΞ. της τελευταίας του Παπαδόπουλου) κ.ο.κ.
Η πλάστιγγα, πάντως, έγερνε προς κυβέρνηση Κανελλόπουλου-Μαύρου με την τυπική συνηγορία όλων. Ακόμα και του Αβέρωφ που συμφώνησε μεν σε αυτή τη λύση αλλά πρότεινε κυβέρνηση να σχηματίσει ο ευρισκόμενος στο Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής (βλ. Ψυχάρης, ο.π., σελ. 216) αλλά τον διέκοψε ο Γκιζίκης λέγοντάς του ότι «επειγόμεθα κι εκείνος βρίσκεται μακριά». Στις 17.40 μ.μ. περατώθηκε η σύσκεψη με τους Κανελλόπουλο και Μαύρο να δεσμεύονται ότι στις 8 μ.μ. θα επανέλθουν για να παρουσιάσουν ενώπιον όλων τη σύνθεση της κυβέρνησής τους. Αποχώρησαν και οι υπόλοιποι πολιτικοί. Όλοι πλην ενός!
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΛΙΝ ΤΟ 1941, ΟΤΑΝ ΠΛΗΣΙΑΖΑΝ ΤΗΝ ΜΟΣΧΑ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ, ΚΑΛΕΣΕ ΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΙΠΕ: «ΒΟΗΘΕΙΑ, ΧΑΝΟΜΑΣΤΕ, ΠΑΡΤΕ ΕΣΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ». ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΕΠΕΒΑΛΛΑΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΝΟΜΟ – ΣΕ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ - ΤΟΥΦΕΚΙΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΡΙΨΑΣΠΙΔΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΣΑΝ ΤΗΝ ΜΟΣΧΑ.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΟΙ ΑΝΙΚΑΝΟΙ ΚΑΙ ΑΧΡΕΙΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΚΑΛΕΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ.
Πέντε λεπτά μετά το τέλος της σύσκεψης, από την Προεδρία της Δημοκρατίας ανακοινώθηκε και μεταδόθηκε από τα υπάρχοντα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δίκτυα ότι «ενόψει των εξαιρετικών περιστάσεων υπό τας οποίας τελεί η πατρίς, αι ένοπλοι δυνάμεις απεφάσισαν όπως αναθέσουν την διακυβέρνησιν της χώρας εις πολιτικήν κυβέρνησιν».
Οι λαϊκές εκδηλώσεις ανησύχησαν τους κρατούντες και στις 7.45 μ.μ. το αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων αναγκάστηκε να μεταδώσει:
«Ως εγνωστοποιήθη διά προηγουμένης ανακοινώσεως της Προεδρίας της Δημοκρατίας η χώρα αποκτά πολιτικήν κυβέρνησιν. Συνιστάται εις τον λαόν να τηρήσει την ψυχραιμίαν και την αυτοκυριαρχίαν του προς το καλόν του έθνους».
Ένα τέταρτο αργότερα οι πολιτικοί άρχισαν να καταφθάνουν στο χώρο του Κοινοβουλίου για τη νέα σύσκεψη, αποθεούμενοι από τους πολίτες που είχαν συγκεντρωθεί στον ευρύτερο χώρο της πλατείας Συντάγματος. Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά της ώρας για να φθάσει ο καθένας τους στο γραφείο του Γκιζίκη.
Στον προθάλαμο του προεδρικού γραφείου οι περισσότεροι πίστευαν ότι σε λίγο θα ορκιζόταν πρωθυπουργός ο Κανελλόπουλος. Ο ίδιος βεβαίως είχε ενημερωθεί από τις 6.15 μ.μ. ότι κυβέρνηση θα σχημάτιζε τελικώς ο Καραμανλής. Ο Αβέρωφ, ο οποίος είχε παραμείνει στο γραφείο με τους στρατιωτικούς, μετά το τέλος της πρώτης συσκέψεως είχε μπει στον κόπο να τον ενημερώσει για την εξέλιξη. Μέσα σε μισή ώρα ο Ηπειρώτης πολιτικός (ηγετικό στέλεχος της ΕΡΕ) είχε καταφέρει όχι μόνο να πείσει τους Γκιζίκη, Μπονάνο, Γαλατσάνο, Αραπάκη και Παπανικολάου αλλά να βρει και στο τηλέφωνο τον Καραμανλή, να τους τον δώσει να μιλήσουν μαζί του και να εξασφαλίσει τελικώς τη δέσμευσή του ότι εντός των επομένων ωρών θα επιστρέψει «με κάθε μέσο» στην Ελλάδα.
Στις 9 μ.μ. ξεκίνησε η προγραμματισθείσα σύσκεψη. Ο Κανελλόπουλος πρότεινε να διακόψουν και να συναντηθούν εκ νέου μετά τα μεσάνυχτα όταν θα επέστρεφε ο Καραμανλής. Ο Γκιζίκης δεν το δέχτηκε τονίζοντας ότι «ήδη ευρισκόμεθα σε διαρκή σύσκεψη γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται». Και όντως ο Μαύρος, έχοντας αναλάβει άτυπα καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών, βρισκόταν μ’ ένα τηλέφωνο στο χέρι επικοινωνώντας πότε με την Κύπρο και πότε με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ενημέρωνε τους υπολοίπους για τις εξελίξεις στο πεδίο των στρατιωτικών και διπλωματικών μαχών.
Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΤΑΝ.
ΟΙ ΑΠΑΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ ΔΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΟΥΝ.
Εκείνες τις ώρες ο ευρισκόμενος ακόμα στο Παρίσι Καραμανλής ρύθμιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες της επιστροφής του. Επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο ο οποίος ήταν στο Λονδίνο. Ο τελευταίος του ζήτησε να τον συνοδεύσει στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο, ο Καραμανλής τού είπε να καθυστερήσει την άφιξή του στην Αθήνα κι ότι θα τον ειδοποιούσε ο ίδιος «σε λίγες ημέρες». (Βεβαίως αυτή η πρόσκληση δεν έφτασε ποτέ και σε κάθε ευκαιρία ο τέως βασιλεύς τονίζει ότι εξηπατήθη από τον Καραμανλή). Στις 10.20 μ.μ. ανακοινώνεται επίσημα το… όνομα. Τα μέσα ενημέρωσης μεταδίδουν: «Ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ανεχώρησε ήδη εκ Παρισίων δι’ Αθήνας, κληθείς όπως συμμετάσχει της συσκέψεως την οποίαν συνεκάλεσεν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Γκιζίκης».
Λίγο νωρίτερα, στις 10 ακριβώς, ο Καραμανλής αναχώρησε για την Ελλάδα από το αεροδρόμιο Λε Μπουρζέ, με αεροσκάφος που του είχε διαθέσει ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Έπειτα από τέσσερις ώρες το αεροσκάφος προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Χιλιάδες πολίτες είχαν καταφέρει να διεισδύσουν ακόμα και στο διάδρομο προσγειώσεως. Δήλωσε ότι επιθυμεί «ενότητα, σωφροσύνην και υπομονήν» και επιβιβάστηκε σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στην Εθνική Αντιπροσωπεία. Στο περιστύλιο τον υποδέχτηκαν οι Γκιζίκης και Καραμανλής και ακολούθως πήρε μέρος στη σύσκεψη των πολιτικών και της στρατιωτικής ηγεσίας.
Ενώπιον του Γκιζίκη και χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ στις 4.20 π.μ. ορκίστηκε πρωθυπουργός.
Στις 4 το απόγευμα, παρουσία του, ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησής του: Μαύρος (αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών), Ζολώτας (Συντονισμού), Αβέρωφ (Εθνικής Αμύνης), Γεώργιος Ράλλης (Εσωτερικών), Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου (Δικαιοσύνης), Σόλων Γκίκας (Δημοσίας Τάξεως), Νικόλαος Λούρος (Παιδείας), Κωνσταντίνος Τσάτσος (Πολιτισμού), Κώστας Λάσκαρης (Απασχολήσεως), Ανδρέας Κοκκέβης (Κοινωνικών Υπηρεσιών) και Παναγιώτης Λαμπρίας (υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ).
Δύο μέρες αργότερα η κυβέρνηση συμπληρώθηκε με τους: Χριστόφορο Στράτο, Γιάγκο Πεσμαζόγλου, Δημήτριο Παπασπύρου, Χαράλαμπο Πρωτοπαππά, Αθανάσιο Κανελλόπουλο, Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη, Γεώργιο Μυλωνά, Ιωάννη Μηναίο, Ευάγγελο Δεβλέτογλου, Γιάννη Μπούτο, Γιάννη Βαρβιτσιώτη, Δημήτρη Τσάτσο, Κωνσταντίνο Αποσκίτη, Γεώργιο Γιαννόπουλο, Γεώργιο Παπαγιαβή, Αθανάσιο Ταλιαδούρο, Κωστή Στεφανόπουλο, Αθανάσιο Τσαλδάρη, Κώστα Αλαβάνο και Μανώλη Κεφαλογιάννη.
Αργότερα έγιναν μέλη αυτής της κυβέρνησης οι Δημήτρης Μπίτσιος, Ιωάννης Κατσαδήμας και Βάσος Βασιλείου.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, σαν δειλό αστράτευτο υποκείμενο, άργησε να έρθει στην Ελλάδα. Περίμενε να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, ότι οι πράκτορες πολιτικοί ελέγχουν τον στρατό και μετά πήρε τα 100 εκατομμύρια από τον εβραίο Ροκφέλερ και ήρθε στην Ελλάδα να ιδρύσει το ΚΛΕΦΤΟΠΑΣΟΚ και να θάψει τον έξυπνο ελληνικό λαό.
Ένα
από τα πρώτα
διατάγματα του Καραμανλή
(άλλη απάτη) είναι
να αμνηστεύσει τους
στρατιωτικούς. Τον Σεπτέμβριο
όμως, μπροστά στη βεβαιότητα να συμμετέχει ως υποψήφιος ο Γεώργιος
Παπαδόπουλος στις εθνικές εκλογές, εξέδωσε προεδρικό διάταγμα με το οποίο
ανακάλεσε την αμνηστία, διέτασσε τη σύλληψη και την παραπομπή τους σε δίκη,
στην οποία οι πρωταίτιοι του στρατιωτικού κινήματος δικάστηκαν από την
«ανεξάρτητη δικαιοσύνη», του πενταμελούς Εφετείου Αθηνών σε πρώτο και
τελευταίο βαθμό και καταδικάστηκαν σε θάνατο, από δικαστές -
υπαλλήλους του Παπαδόπουλου,
που πληρώνονταν κανονικά
απ΄ αυτόν για εφτά
χρόνια. Η φαιδρή
παλαβομάρα της νεοελληνικής
κοινωνίας στο αποκορύφωμα.
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Υ.Γ.
«ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΝΑΙ.
ΘΑ ΠΕΣΟΥΝ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ».
Ο Δήμος Μπότσαρης αναφέρει ότι το 1971 μαζεύτηκαν στο Παρίσι πάνω από εκατό έλληνες «πολιτικοί αρχηγοί» «αντιστασιακοί» στην «χούντα». Ανάμεσά τους, ο Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, η Μελίνα Μερκούρη με τον ιουδαίο άνδρα της και πολλοί άλλοι.
Με την οικονομική ενίσχυση του Ρότσιλντ θα συζητούσαν και θα προγραμμάτιζαν ένα εφικτό σχέδιο για να πολεμήσουν και να ρίξουν την ελληνική στρατιωτική δικτατορία, η οποία έδειχνε ακλόνητη.
Η κουβέντα κράτησε ένα χρόνο. Ο καθένας πρότεινε το κοντό του και το μακρύ του. Ακούστηκαν εκατοντάδες προτάσεις. Όλες όμως είχαν ένα αδύνατο σημείο. Οι «αντιστασιακοί» έπρεπε να «αγωνισθούν» και αυτό ήταν επικίνδυνο.
Όταν μετά ατελείωτες κουβέντες έφθασαν σε αδιέξοδο, ένας είχε την σωτήρια φαεινή ιδέα: «Συναγωνιστές, προτείνω να μην κάνουμε τίποτε. Έλληνες είναι, θα πέσουν μόνοι τους».
Και πράγματι δεν έκαναν τίποτε. Έφαγαν όλα τα λεφτά του Ρότσιλντ σε ταξίδια, διασκεδάσεις και γκόμενες (Τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου απέκτησε το εξώγαμο με την σουηδέζα τηλεπαρουσιάστρια).
Η «Χούντα» πράγματι έπεσε με εκκωφαντικό τρόπο μόνη της. Μέσα σε προδοσίες, ίντριγκες, αλληλομαχαιρώματα, συνωμοσίες, μικρότητες, γελοία παιδιαρίσματα. Κανένας δεν αυτοκτόνησε από ντροπή και ενοχές. Μικρόψυχοι και άνανδροι μέχρι το τέλος. Πράγματι έλληνες ήταν.
Ο Δήμος Μπότσαρης αναφέρει ότι το 1971 μαζεύτηκαν στο Παρίσι πάνω από εκατό έλληνες «πολιτικοί αρχηγοί» «αντιστασιακοί» στην «χούντα». Ανάμεσά τους, ο Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, η Μελίνα Μερκούρη με τον ιουδαίο άνδρα της και πολλοί άλλοι.
Με την οικονομική ενίσχυση του Ρότσιλντ θα συζητούσαν και θα προγραμμάτιζαν ένα εφικτό σχέδιο για να πολεμήσουν και να ρίξουν την ελληνική στρατιωτική δικτατορία, η οποία έδειχνε ακλόνητη.
Η κουβέντα κράτησε ένα χρόνο. Ο καθένας πρότεινε το κοντό του και το μακρύ του. Ακούστηκαν εκατοντάδες προτάσεις. Όλες όμως είχαν ένα αδύνατο σημείο. Οι «αντιστασιακοί» έπρεπε να «αγωνισθούν» και αυτό ήταν επικίνδυνο.
Όταν μετά ατελείωτες κουβέντες έφθασαν σε αδιέξοδο, ένας είχε την σωτήρια φαεινή ιδέα: «Συναγωνιστές, προτείνω να μην κάνουμε τίποτε. Έλληνες είναι, θα πέσουν μόνοι τους».
Και πράγματι δεν έκαναν τίποτε. Έφαγαν όλα τα λεφτά του Ρότσιλντ σε ταξίδια, διασκεδάσεις και γκόμενες (Τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου απέκτησε το εξώγαμο με την σουηδέζα τηλεπαρουσιάστρια).
Η «Χούντα» πράγματι έπεσε με εκκωφαντικό τρόπο μόνη της. Μέσα σε προδοσίες, ίντριγκες, αλληλομαχαιρώματα, συνωμοσίες, μικρότητες, γελοία παιδιαρίσματα. Κανένας δεν αυτοκτόνησε από ντροπή και ενοχές. Μικρόψυχοι και άνανδροι μέχρι το τέλος. Πράγματι έλληνες ήταν.
ΓΡΑΦΕΙ Ο
ΧΑΤΖΑΡΑΣ:
Η τρίτη ελληνική δημοκρατία ξεκίνησε τον
Ιούλιο του 1974 με την εσχάτη προδοσία της Κύπρου, που οργάνωσαν οι ΗΠΑ και την
υλοποίησαν σε δύο φάσεις, η αμερικανόδουλη Χούντα και η «Εθνική κυβέρνηση», Καραμανλή-Μαύρου.
Το καλοκαίρι του 1973, ένα χρόνο πριν την «ματαπολίτευση» συναντήθηκαν στο Παρίσι στο σπίτι του Σάυρους Σουλτσμπέργκερ ο Καραμανλής, με τον Κίσινγκερ, και μετά από αυτή τη συνάντηση δρομολογήθηκε από τους αμερικανούς η λύση του Καραμανλή.
Το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, στην αίθουσα συσκέψεων του τρίτου ορόφου του Πενταγώνου, περίμεναν τον Σίσκο να φέρει τα νέα από την Άγκυρα. Παρόντες ο πρόεδρος ο Φαίδων Γκιζίκης, ο πρωθυπουργός Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Κυπραίος, που καθόταν στην καρέκλα του παραιτηθέντος από τις 8 Ιουλίου Σπυρίδωνα Τετενέ, ο υπουργός Άμυνας αντιστράτηγος εν αποστρατεία Ευστάθιος Λατσούδης, ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνος, οι αρχηγοί Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, Γαλατσάνος, Παπανικολάου, Αραπάκης, και ο ταξίαρχος Ιωαννίδης. Όταν έφθασαν «ασθμαίνοντες» από το αεροδρόμιο ο Χένρι Τάσκα με τον Τζότζεφ Σίσκο, ο απεσταλμένος του Κίσινγκερ και ζήτησε «αυτοσυγκράτηση», και τους κάλεσε «να αποφύγουν κάθε πολεμική ενέργεια», ενώ τους διαβεβαίωσε ότι,
«οι Αμερικανοί θα έπειθαν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την Κύπρο, τα επόμενα 24ωρα, αφήνοντας μια δύναμη 1.500 ανδρών για ενίσχυση της ΤΟΥΡΔΥΚ και τόνωσης του ηθικού των Τουρκοκυπρίων».
Τα βασικά ήταν , η «αυτοσυγκράτηση», αυτό που συνιστούσε ο Μπονάνος στο ΓΓΕΦ ενώ ο αποβατικός στολίσκος έφτανε στο Πέντε Μίλι και «η αποφυγή κάθε πολεμικής ενέργειας», όπως έπραξαν ο Παπανικολάου και ο Αραπάκης.
Ακολούθως ο Γκιζίκης αλλά και ο Κυπραίος ως υπουργός εξωτερικών, είπαν στους αμερικανούς ότι αν οι Τούρκοι δεν αποχωρούσαν άμεσα, η Ελλάδα θα έφευγε από το ΝΑΤΟ και θα «κήρυττε τον πόλεμο στην Αγκυρα».
Η σύσκεψη κατέληξε στο 48 τελεσίγραφο, στην εκπνοή του οποίου, η Αθήνα θα κήρυττε το Πόλεμο στην Τουρκία. Μετά την αποχώρηση του Σίσκο, ο Ταξίαρχος διέταξε τον αντιστράτηγο Μπονάνο να κηρυχθεί η Γενική Επιστράτευση, (που δεν κηρύχθηκε όταν πάτησε ο Αττίλας στην Κύπρο), «διέταξε» τον Αραπάκη να στείλει τα υποβρύχια που βρισκόντουσαν στα Δωδεκάνησα στην Κύπρο για να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία, και τον αρχηγό της Αεροπορίας Παπανικολάου, να αποσταλούν τα Φάντομ για να προσβάλουν τους εισβολείς. Ούτε ο Αραπάκης ούτε ο Παπανικολάου ανέλαβαν να εκτελέσουν τις εντολές.
Ο Μπονάνος και ο Γκιζίκης ήθελαν να περιμένουν τα αποτελέσματα της αμερικανικής μεσολάβησης.
Ο Ιωαννίδης πρότεινε ακόμα την καταγγελία των συμφωνιών του Λονδίνου και την κήρυξη της Ένωσης της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Αποφασίστηκε μόνο η αποστολή μιας μοίρας, (επιχείρηση Νίκη), η οποία έγινε την επομένη αφού όμως ο Μπόλαρης απείλησε με το πιστόλι του τον αρμόδιο στρατηγό στο Πεντάγωνο.
Με το τέλος της σύσκεψης ήταν φανερό ότι ο Ιωαννίδης δεν αποφάσιζε.
Φυσικά είχε την δύναμη να συλλάβει την τριανδρία, (Μπονάνο. Αραπάκη, Παπανικολάου), να τους περάσει στρατοδικείο και να τους εκτελέσει αυθημερόν, και να διορίσει κυβέρνηση Πολιτικών και να αναλάβει αυτός αρχιστράτηγος.
Δεν έκανε τίποτα από αυτά και η γενική επιστράτευση εξελίχθηκε σε μια καταστροφική οπερέτα, αλλά αποκατέστησε την ιεραρχία στον στρατό.
Το καλοκαίρι του 1973, ένα χρόνο πριν την «ματαπολίτευση» συναντήθηκαν στο Παρίσι στο σπίτι του Σάυρους Σουλτσμπέργκερ ο Καραμανλής, με τον Κίσινγκερ, και μετά από αυτή τη συνάντηση δρομολογήθηκε από τους αμερικανούς η λύση του Καραμανλή.
Το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, στην αίθουσα συσκέψεων του τρίτου ορόφου του Πενταγώνου, περίμεναν τον Σίσκο να φέρει τα νέα από την Άγκυρα. Παρόντες ο πρόεδρος ο Φαίδων Γκιζίκης, ο πρωθυπουργός Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Κυπραίος, που καθόταν στην καρέκλα του παραιτηθέντος από τις 8 Ιουλίου Σπυρίδωνα Τετενέ, ο υπουργός Άμυνας αντιστράτηγος εν αποστρατεία Ευστάθιος Λατσούδης, ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνος, οι αρχηγοί Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, Γαλατσάνος, Παπανικολάου, Αραπάκης, και ο ταξίαρχος Ιωαννίδης. Όταν έφθασαν «ασθμαίνοντες» από το αεροδρόμιο ο Χένρι Τάσκα με τον Τζότζεφ Σίσκο, ο απεσταλμένος του Κίσινγκερ και ζήτησε «αυτοσυγκράτηση», και τους κάλεσε «να αποφύγουν κάθε πολεμική ενέργεια», ενώ τους διαβεβαίωσε ότι,
«οι Αμερικανοί θα έπειθαν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την Κύπρο, τα επόμενα 24ωρα, αφήνοντας μια δύναμη 1.500 ανδρών για ενίσχυση της ΤΟΥΡΔΥΚ και τόνωσης του ηθικού των Τουρκοκυπρίων».
Τα βασικά ήταν , η «αυτοσυγκράτηση», αυτό που συνιστούσε ο Μπονάνος στο ΓΓΕΦ ενώ ο αποβατικός στολίσκος έφτανε στο Πέντε Μίλι και «η αποφυγή κάθε πολεμικής ενέργειας», όπως έπραξαν ο Παπανικολάου και ο Αραπάκης.
Ακολούθως ο Γκιζίκης αλλά και ο Κυπραίος ως υπουργός εξωτερικών, είπαν στους αμερικανούς ότι αν οι Τούρκοι δεν αποχωρούσαν άμεσα, η Ελλάδα θα έφευγε από το ΝΑΤΟ και θα «κήρυττε τον πόλεμο στην Αγκυρα».
Η σύσκεψη κατέληξε στο 48 τελεσίγραφο, στην εκπνοή του οποίου, η Αθήνα θα κήρυττε το Πόλεμο στην Τουρκία. Μετά την αποχώρηση του Σίσκο, ο Ταξίαρχος διέταξε τον αντιστράτηγο Μπονάνο να κηρυχθεί η Γενική Επιστράτευση, (που δεν κηρύχθηκε όταν πάτησε ο Αττίλας στην Κύπρο), «διέταξε» τον Αραπάκη να στείλει τα υποβρύχια που βρισκόντουσαν στα Δωδεκάνησα στην Κύπρο για να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία, και τον αρχηγό της Αεροπορίας Παπανικολάου, να αποσταλούν τα Φάντομ για να προσβάλουν τους εισβολείς. Ούτε ο Αραπάκης ούτε ο Παπανικολάου ανέλαβαν να εκτελέσουν τις εντολές.
Ο Μπονάνος και ο Γκιζίκης ήθελαν να περιμένουν τα αποτελέσματα της αμερικανικής μεσολάβησης.
Ο Ιωαννίδης πρότεινε ακόμα την καταγγελία των συμφωνιών του Λονδίνου και την κήρυξη της Ένωσης της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Αποφασίστηκε μόνο η αποστολή μιας μοίρας, (επιχείρηση Νίκη), η οποία έγινε την επομένη αφού όμως ο Μπόλαρης απείλησε με το πιστόλι του τον αρμόδιο στρατηγό στο Πεντάγωνο.
Με το τέλος της σύσκεψης ήταν φανερό ότι ο Ιωαννίδης δεν αποφάσιζε.
Φυσικά είχε την δύναμη να συλλάβει την τριανδρία, (Μπονάνο. Αραπάκη, Παπανικολάου), να τους περάσει στρατοδικείο και να τους εκτελέσει αυθημερόν, και να διορίσει κυβέρνηση Πολιτικών και να αναλάβει αυτός αρχιστράτηγος.
Δεν έκανε τίποτα από αυτά και η γενική επιστράτευση εξελίχθηκε σε μια καταστροφική οπερέτα, αλλά αποκατέστησε την ιεραρχία στον στρατό.
Ο τουρκικός αποβατικός στολίσκος, από 6
αποβατικά , απέπλευσε από την Μερσίνα στις 11.30 π.μ. της 19ης Ιουλίου. Μέρα
Μεσημέρι.
Το πληροφορήθηκε και η ΚΥΠ αμέσως. Οι Τούρκοι έφθασαν στο Πέντε Μίλι στις 5.30 της επομένης. 18 ώρες μετά. Και όταν μιλούσε στο Συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ ο Μακάριος ο στολίσκος ήταν εν πλω και εκείνος το γνώριζε.
Οι Τούρκοι έφθασαν στο Πέντε Μίλι στις 5.30 της επομένης. 18 ώρες μετά.
Οι Τούρκοι, ονομάζουν την αποβατική δύναμη που έστειλαν «Ταξιαρχία».
Στην πραγματικότητα ήταν τρία τάγματα πεζικού μια επιλαρχία αρμάτων, δυο μοίρες πυροβολικού, και μια μοίρα καταδρομών. 2000-2500. Εριξαν και τους Αλεξιπτωτιστές, (ένα τάγμα) στο Κιόνελι.
Το πληροφορήθηκε και η ΚΥΠ αμέσως. Οι Τούρκοι έφθασαν στο Πέντε Μίλι στις 5.30 της επομένης. 18 ώρες μετά. Και όταν μιλούσε στο Συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ ο Μακάριος ο στολίσκος ήταν εν πλω και εκείνος το γνώριζε.
Οι Τούρκοι έφθασαν στο Πέντε Μίλι στις 5.30 της επομένης. 18 ώρες μετά.
Οι Τούρκοι, ονομάζουν την αποβατική δύναμη που έστειλαν «Ταξιαρχία».
Στην πραγματικότητα ήταν τρία τάγματα πεζικού μια επιλαρχία αρμάτων, δυο μοίρες πυροβολικού, και μια μοίρα καταδρομών. 2000-2500. Εριξαν και τους Αλεξιπτωτιστές, (ένα τάγμα) στο Κιόνελι.
Στην Κύπρο,το πρωί της 23 Ιουλίου 1974 το Γ.Ε.Ε.Φ.
έστειλε στη περιοχή του Ανατολικού Πενταδακτύλου τον Διοικητή Πυροβολικού
Γ.Ε.Ε.Φ. Συνταγματάρχη Γεώργιο Πούλλο για να εκτιμήσει την κατάσταση. Ο Σχης
Πούλλος στη πορεία του προς τη θέση Ασιεντρούσα στη διάβαση του Μπέλλα-Παΐς που
ήταν ταγμένη η 181 Μ.Π.Π. πέρασε από το Σταθμό Διοικήσεως του 361 Τ.Π., και
συνάντησε τον Διοικητή του τάγματος Αντισυνταγματάρχη Χάντζο Δημήτριο.
Ο Α/νχης Χάντζος αφού ενημέρωσε το Σ/χη Πούλλο για τη κατάσταση του σύστησε να διατάξει την άμεση και χωρίς χρονοτριβή υποχώρηση της 181 Μ.Π.Π. σε ασφαλέστερη θέση για να αποφευχθεί η προσβολή και καταστροφή της από τις Τούρκικες δυνάμεις Ο Σ/χης Πούλλος πήγε στο σταθμό διοίκησης της 181 Μ.Π.Π. και συνάντησε τον Διοικητή της Μοίρας Α/νχη (ΠΒ) Καλπουρτζή Στυλιανό ο οποίος του ζήτησε να διατάξει την αναδίπλωση της Μοίρας εξηγώντας του, τους κινδύνους.
Ο Πούλλος αρνήθηκε λέγοντας ότι « το Πυροβολικό ουδέποτε υποχωρεί και ότι αν χρειαστεί, « οι πυροβολητές της 181 Μ.Π.Π. θα πέσετε μέχρι το τελευταίο όπως οι πυροβολητές του Κοσκινά στη Πτολεμαίδα το 1912 » .
Μετά την αποχώρηση του Σχη Πούλλου και περί την 12:00 παρατηρήθηκε κίνηση Τουρκικού τάγματος πεζικού και Τ/Κ καταδρομέων προς τη διασταύρωση του δρόμου προς Συγχαρί και Κάτω Δίκωμο και οι ανδρες της Μοίρας δέχτηκαν πυρά από τις Τούρκικες Δυνάμεις.
Η κατάληψη της διασταύρωσης και του μόνου δρομολογίου διαφυγής είχε ήδη ολοκληρωθεί.
Ο Α/νχης Χάντζος αφού ενημέρωσε το Σ/χη Πούλλο για τη κατάσταση του σύστησε να διατάξει την άμεση και χωρίς χρονοτριβή υποχώρηση της 181 Μ.Π.Π. σε ασφαλέστερη θέση για να αποφευχθεί η προσβολή και καταστροφή της από τις Τούρκικες δυνάμεις Ο Σ/χης Πούλλος πήγε στο σταθμό διοίκησης της 181 Μ.Π.Π. και συνάντησε τον Διοικητή της Μοίρας Α/νχη (ΠΒ) Καλπουρτζή Στυλιανό ο οποίος του ζήτησε να διατάξει την αναδίπλωση της Μοίρας εξηγώντας του, τους κινδύνους.
Ο Πούλλος αρνήθηκε λέγοντας ότι « το Πυροβολικό ουδέποτε υποχωρεί και ότι αν χρειαστεί, « οι πυροβολητές της 181 Μ.Π.Π. θα πέσετε μέχρι το τελευταίο όπως οι πυροβολητές του Κοσκινά στη Πτολεμαίδα το 1912 » .
Μετά την αποχώρηση του Σχη Πούλλου και περί την 12:00 παρατηρήθηκε κίνηση Τουρκικού τάγματος πεζικού και Τ/Κ καταδρομέων προς τη διασταύρωση του δρόμου προς Συγχαρί και Κάτω Δίκωμο και οι ανδρες της Μοίρας δέχτηκαν πυρά από τις Τούρκικες Δυνάμεις.
Η κατάληψη της διασταύρωσης και του μόνου δρομολογίου διαφυγής είχε ήδη ολοκληρωθεί.
Εκείνη περίπου την ώρα στην Κύπρο εγκρίθηκε
από το ΓΕΕΦ η μετακίνηση της Μοίρας σε ασφαλέστερη περιοχή. Ήταν όμως ήδη πολύ
αργά.
Η διαφυγή της Μοίρας προς Συγχαρί ήταν πλέον αδύνατη. Ο Διοικητής της Μοίρας μετά από πίεση των αξιωματικών της Μοίρας καθώς και της 191 Π.Ο.Π.
(Πυροβολαρχία Ορεινού Πυροβολικού ), που δρούσε υπό τη Διοίκηση της 181 Μ.Π.Π. και έγκριση από τη Διοίκηση Πυροβολικού ΓΕΕΦ, αποφάσισε να μετακινήσει τη Μοίρα ανατολικότερα.
Το δρομολόγιο όμως που είχε επιλεγεί μετά από συμβουλή καταδρομέων της 32 Μ.Κ. που γνώριζαν τη περιοχή αποδείχτηκε μετά από αναγνώριση που εκτέλεσε
ο Διοικητής της Μοίρας, αδιέξοδο για το μεγάλο όγκο της φάλαγγας που αποτελούσε τη Μοίρα.
Τότε αποφασίστηκε και εγκρίθηκε από τη Διοίκηση Πυροβολικού η κίνηση της Μοίρας προς Συγχαρί, μετά την κήρυξη της εκεχειρίας στις 1600, που βρήκε τους Τούρκους να ελέγχουν το προγεφύρωμα Πέντε Μίλι - Γλυκιώτισσας, μέσω Τέμπλους προς τον Άγ. Ιλαρίωνα, το θύλακά τους στη Λευκωσία, και την Κερύνεια με μια έκταση 7 χλμ. στα δυτικά της και 3-4 χλμ. στα ανατολικά της.
Κι ενώ ήδη από τις 4 το απόγευμα ίσχυε επίσημα η ανακωχή, οι Τούρκοι συνέχιζαν τις επιθέσεις. Με την προσέγγιση της φάλαγγας της 181 ΜΠΠ, στη διασταύρωση προς Κάτω Δίκωμο η Μοίρα προσβλήθηκε από τα Τούρκικα τμήματα που είχαν στο μεταξύ οργανώσει ενέδρα με πυκνά πυρά πεζικού και κυρίως με βλήματα όλμων με αποτέλεσμα η Μοίρα να ακινητοποιηθεί και να καταστραφεί και μεγάλος αριθμός Αξιωματικών και στρατιωτών να σφαγιαστούν.
Μετά τη προσβολή της Μοίρας ακολούθησε σκληρή και άνιση μάχη εκ του συστάδην πρωτοφανής σε αγριότητα για δύο περίπου ώρες με τους πυροβολητές της 181 Μ.Π.Π. και της 191 Π.Ο.Π. να αρνούνται να εγκαταλείψουν τα πυροβόλα τους και να πέφτουν νεκροί πάνω σε αυτά.
Μαρτυρίες αναφέρουν την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε τις κρίσιμες εκείνες ώρες ο ήρωας Διοικητής της Μοίρα Αντισυνταγματάρχης Καλμπουρτζής Στυλιανός βάλλοντας μόνος από προωθημένη θέση για να καλύψει την ασφαλή αποχώρηση των «παιδιών» του.
Η Μοίρα είχε 37 Αγνοούμενους μεταξύ των οποίων και ο Διοικητής της Αντισυνταγματάρχης (ΠΒ) Καλμπουρτζής Στυλιανός.
Η διαφυγή της Μοίρας προς Συγχαρί ήταν πλέον αδύνατη. Ο Διοικητής της Μοίρας μετά από πίεση των αξιωματικών της Μοίρας καθώς και της 191 Π.Ο.Π.
(Πυροβολαρχία Ορεινού Πυροβολικού ), που δρούσε υπό τη Διοίκηση της 181 Μ.Π.Π. και έγκριση από τη Διοίκηση Πυροβολικού ΓΕΕΦ, αποφάσισε να μετακινήσει τη Μοίρα ανατολικότερα.
Το δρομολόγιο όμως που είχε επιλεγεί μετά από συμβουλή καταδρομέων της 32 Μ.Κ. που γνώριζαν τη περιοχή αποδείχτηκε μετά από αναγνώριση που εκτέλεσε
ο Διοικητής της Μοίρας, αδιέξοδο για το μεγάλο όγκο της φάλαγγας που αποτελούσε τη Μοίρα.
Τότε αποφασίστηκε και εγκρίθηκε από τη Διοίκηση Πυροβολικού η κίνηση της Μοίρας προς Συγχαρί, μετά την κήρυξη της εκεχειρίας στις 1600, που βρήκε τους Τούρκους να ελέγχουν το προγεφύρωμα Πέντε Μίλι - Γλυκιώτισσας, μέσω Τέμπλους προς τον Άγ. Ιλαρίωνα, το θύλακά τους στη Λευκωσία, και την Κερύνεια με μια έκταση 7 χλμ. στα δυτικά της και 3-4 χλμ. στα ανατολικά της.
Κι ενώ ήδη από τις 4 το απόγευμα ίσχυε επίσημα η ανακωχή, οι Τούρκοι συνέχιζαν τις επιθέσεις. Με την προσέγγιση της φάλαγγας της 181 ΜΠΠ, στη διασταύρωση προς Κάτω Δίκωμο η Μοίρα προσβλήθηκε από τα Τούρκικα τμήματα που είχαν στο μεταξύ οργανώσει ενέδρα με πυκνά πυρά πεζικού και κυρίως με βλήματα όλμων με αποτέλεσμα η Μοίρα να ακινητοποιηθεί και να καταστραφεί και μεγάλος αριθμός Αξιωματικών και στρατιωτών να σφαγιαστούν.
Μετά τη προσβολή της Μοίρας ακολούθησε σκληρή και άνιση μάχη εκ του συστάδην πρωτοφανής σε αγριότητα για δύο περίπου ώρες με τους πυροβολητές της 181 Μ.Π.Π. και της 191 Π.Ο.Π. να αρνούνται να εγκαταλείψουν τα πυροβόλα τους και να πέφτουν νεκροί πάνω σε αυτά.
Μαρτυρίες αναφέρουν την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε τις κρίσιμες εκείνες ώρες ο ήρωας Διοικητής της Μοίρα Αντισυνταγματάρχης Καλμπουρτζής Στυλιανός βάλλοντας μόνος από προωθημένη θέση για να καλύψει την ασφαλή αποχώρηση των «παιδιών» του.
Η Μοίρα είχε 37 Αγνοούμενους μεταξύ των οποίων και ο Διοικητής της Αντισυνταγματάρχης (ΠΒ) Καλμπουρτζής Στυλιανός.
«… Μια άλλη μεγάλη αναπηρία των Ελλήνων είναι η ολέθρια και διεφθαρμένη πολιτική ζωή. Το μέγεθος στο οποίο παίζονται πολιτικά παιχνίδια στην Ελλάδα και το σημείο στο οποίο ο Έλληνας πολιτικός θα φτάσει, ακόμα και να θυσιάσει την χώρα του μαζί και πολλές ζωές, προκειμένου να κρατήσει το κόμμα του στην εξουσία για ακόμη λίγες εβδομάδες, δύσκολα κάποιος μπορεί να το πιστέψει…»
ΑπάντησηΔιαγραφήAMERICAN CONSULATE GENERAL
SUBJECT: The Near Eastern Question
George Horton,
Athens, Greece, September 27, 1922
Ζ.Π.
Λαμπερές παρουσίες στον κήπο του Προεδρικού για την 45η επέτειο από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜεγαλοπρεπής ήταν η εκδήλωση για την 45η επέτειο από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, έστειλε μήνυμα αρραγούς ενότητας.
Στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου βρέθηκαν πολιτικοί, στρατιωτικοί, αντιστασιακοί του αντιδικτατορικού αγώνα για την καθιερωμένη δεξίωση. Σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο, οι βουλευτές, ευρωβουλευτές και ο Έλληνας Επίτροπος, Δημήτρης Αβραμόπουλος.
Οι προσκλήσεις, που διανεμήθηκαν με καθυστέρηση, λόγω των εθνικών εκλογών της 7ης Ιουλίου, ήταν προσωπικές και ατομικές, καθώς δεν αφορούσαν την συνοδεία συζύγων. Τον εθνικό ύμνο έψαλε η παιδική χορωδία της Λυρικής Σκηνής.
Και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την αναμνηστική φωτογραφία των πολιτικών αρχηγών, με τον Προκόπη Παυλόπουλο, έλειπε ο Γιάνης Βαρουφάκης. Κανείς, όμως, δεν έμαθε τον λόγο της καθυστέρησης του αρχηγού του Μέρα25. Το αξιοσημείωτο, ωστόσο, ήταν η πρώτη συνάντηση και η χειραψία που είχαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιάνης Βαρουφάκης, μετά από πολύ καιρό και όσα ακολούθησαν μετά την ατυχή διαπράγματευση, την άνοιξη του 2015
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν εκεί, δίπλα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ στην άλλη μεριά κάθισε ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Δίπλα του η Φώφη Γεννηματά με τον Κυριάκο Βελόπουλο και απέναντί τους ο Δημήτρης Κουτσούμπας και ο Πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας.
Αμέσως μετά το μήνυμά του, ο κ. Παυλόπουλος, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης και οι πολιτικοί αρχηγοί κατευθύνθηκαν στο κιόσκι, για το καθιερωμένο κοκτέιλ.
Ζ.Π.