Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, ήτοι από τα μέσα του 15ου έως τα τέλη του 13ου αι. π.Χ., το Αιγαίο πέλαγος, αλλά και εν γένει οι ακτές της ανατολικής Μεσογείου χαρακτηρίζονται από την παρουσία και την κυριαρχία των μυκηναϊκών οικισμών. Ο συγκεκριμένος πολιτισμός, η «ελληνικότητα» του οποίου είναι αδιαμφισβήτητη και επιβεβαιώνεται μέσω των γραπτών πηγών (με την αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β), ονομάζεται «Μυκηναϊκός», εξαιτίας της περιοχής που παρείχε τα πρώτα αρχαιολογικά υλικά κατάλοιπα και ενός εκ των σπουδαιότερων διοικητικών κέντρων του, δηλαδή την περιοχή των Μυκηνών, στον νομό Αργολίδας.
Ο συγκεκριμένος πολιτισμός ξεκίνησε αρχικά από την Πελοπόννησο, την κεντρική Ελλάδα (Φωκίδα, Βοιωτία και Αττική), την Αιτωλοακαρνανία, τη Θεσσαλία και το νησί της Εύβοιας. Σε αυτές τις περιοχές παρατηρούνται με συνέπεια κάποια κοινά «μυκηναϊκά» χαρακτηριστικά, όπως οι ανακτορικές κατοικίες, η ύπαρξη επιγραφών σε γραμμική Β, οι θαλαμωτοί τάφοι, οι σφραγίδες κ.ά.
Η ακτινοβολία των Μυκηνών σύντομα εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά γεωγραφικά όρια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα, θολωτοί τάφοι βρέθηκαν και στην Κρήτη, αλλά και τις Κυκλάδες, ενώ η μυκηναϊκή κεραμική ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη έως και την κοιλάδα του Πάδου, τη Σαρδηνία και την Ισπανία στα δυτικά, την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και τη Θράκη στα βόρεια, τον Ευφράτη στα ανατολικά και την πεδιάδα του Νείλου στα νότια. Από την άλλη πλευρά, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε 26 χεττιτικές επιστολές γίνεται λόγος για μια εθνική οντότητα ονόματι Ahhiyawa, με το Χετταίο βασιλιά να αποκαλεί τον αντίστοιχό βασιλιά της Ahhiyawa ως «αδερφό του», αλλά και ως «Μέγα Βασιλέα». Αντιστοίχως, σε αιγυπτιακές επιγραφές της εποχής, γίνεται αναφορά σε έναν πολιτισμό του Αιγαίου με την ονομασία «Tnj» ή «Tanaju». Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι ονομασίες αυτές πιθανότατα ταιριάζουν με τις «ομηρικές»: Αχαιοί (Ahhiyawa) και Δαναοί (Tanaju), επιβεβαιώνοντας την εξάπλωση του πολιτισμού των Μυκηναίων σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, αλλά και τις σχέσεις του με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις της εποχής.
Εκτός των άλλων επιτευγμάτων τους, οι Μυκηναίοι φαίνεται να είχαν διακριθεί σε τομείς όπως εκείνοι της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας, αλλά και της μηχανικής. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως ο Παυσανίας, στη θέα των πανίσχυρων τειχών της Τίρυνθας, δεν παρατήρησε απλά ένα φρούριο της «Εποχής των Ηρώων», αλλά ένα κατασκεύασμα εφάμιλλο με τις Πυραμίδες της Αιγύπτου, που το απέδιδε σε υπεράνθρωπους χτίστες και συγκεκριμένα στους Κύκλωπες της Λυκίας.
Στη συνέχεια θα μας απασχολήσουν τρεις από τις σπουδαιότερες μυκηναϊκές τεχνολογικές καινοτομίες.
Η αποστράγγιση της Κωπαΐδας
Η λίμνη Κωπαΐδα βρισκόταν στα βόρεια του νομού Βοιωτίας και περικλειόταν από τα όρη Ελικώνας (το βουνό του ποιητή Ησιόδου) στα δυτικά, Πτώο στα ανατολικά, Χλωμό στα βόρεια και από μικρότερα υψώματα στα νότια που χώριζαν την Κωπαΐδα από την πεδιάδα της Θήβας και των Βαγίων. Στην αρχαιότητα είχε επίσης και την ονομασία «Κηφισίδα λίμνη», επειδή χυνόταν σε αυτήν ο ποταμός Κηφισός. Κάτοικοι της περιοχής αυτής, από τον 16ο αι. π.Χ. και κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, ήταν οι Μινύες του Ορχομενού. Οι Μινύες ήταν εκείνοι που ανέλαβαν να εκπονήσουν ένα ιδιαίτερα δύσκολο και ρηξικέλευθο έργο, την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας.
Τα νερά από τα ποτάμια και τους χειμάρρους, που υπερχείλιζαν τις πεδιάδες, περνούσαν μέσα από ένα ανώμαλο κανάλι, πλάτους 40-60 μέτρων και από ένα σύστημα όχθεων στη βορειοανατολική πλευρά της λίμνης, όπου συγκεντρώνονταν σε ένα αυλάκι (συνολικής απόστασης 9 χιλιομέτρων), παρασύροντας έτσι τα νερά μακριά από την πεδιάδα, σε βαθιές τρύπες. Ωστόσο, οι τρύπες αυτές δεν ήταν αρκετές, ώστε να απορροφήσουν ολόκληρη την ποσότητα του νερού. Ως εκ τούτου, τον 14ο αι. π.Χ., Μινύες και Μυκηναίοι μηχανικοί κατασκεύασαν ένα υπόγειο, κεκλιμένο τούνελ, θαμμένο στο εσωτερικό του βράχου, μήκους 2.230 μέτρων. Αυτό το υδραυλικό σύστημα αποτελούνταν από 16 θαμμένα, κάθετα τετράγωνα φρεάτια, μήκους 100-200 μέτρα και βάθους 18-63 μέτρα, έκαστο. Όταν οι μηχανικοί έφταναν στο επιθυμητό βάθος, ξεκινούσαν να σκάβουν πλευρικά, με σκοπό να ενώσουν μεταξύ τους τα φρεάτια. Το τούνελ ήταν ικανό να συγκεντρώνει μεγάλες ποσότητες υδάτων, καταλήγοντας, έτσι, στην αποξήρανση της λίμνης με απόλυτη επιτυχία.
το μεγάλο οχυρό του Γλα στην Κωπαΐδα |
Για να προστατεύσουν το σπουδαίο και ζωτικής σημασίας δημιούργημά τους, οι Μινύες κατασκεύασαν μια σειρά από φρούρια, αρχής γενομένης με το μεγάλο οχυρό του Γλα. Το νησί του Γλα εκτεινόταν περίπου 500 μέτρα από την ανατολικότερη όχθη της Κωπαΐδας, απέναντι από το σημερινό χωριό Τοπόλια ή Κάστρο. Αποτελούσε μια σπουδαία οχυρωματική θέση, που περιελάμβανε μια εντυπωσιακή σειρά τειχών με επάλξεις, ύψους 6 μέτρων και συνολικής διαμέτρου ενός χιλιομέτρου, τα οποία ήταν τοποθετημένα κυκλικά της νήσου, προστατεύοντας από κάθε πιθανό σημείο την ακρόπολη, που βρίσκονταν στη μέση του νησιού.
Με την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου έργου, οι Μινύες εξασφάλισαν για την επικράτειά τους πολλά στρέμματα καλλιεργήσιμων εδαφών. Χαρακτηριστικά, τα πιο εύφορα εξ αυτών απέδιδαν ετησίως δύο σοδειές, ενώ τα λιγότερο εύφορα αποτελούνταν από λιβάδια, που έτρεφαν ένα σημαντικό αριθμό από κοπάδια βοοειδών και χοίρων. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εύκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί γιατί και πώς οι Μινύες είχαν συγκεντρώσει τον εντυπωσιακό πλούτο τους, που καθιστούσε τον Ορχομενό μια ανεξάρτητη και αυτάρκη πόλη της Μυκηναϊκής εποχής. Συν τοις άλλοις, το έργο αυτό αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα οργάνωσης σε μικροπεριφερειακή κλίμακα.
Η Ακρόπολη της Τίρυνθας |
Η εκτροπή του χειμάρρου της Τίρυνθας
Η πόλη της αρχαίας Τίρυνθας βρίσκεται στο 8ο χιλιόμετρο του δρόμου Άργους-Ναυπλίου. Μυθικός ιδρυτής της Τίρυνθας θεωρείται ο Αργείος πρίγκηπας Προίτος, ο οποίος κατέφυγε στην περιοχή μετά τη διαμάχη με τον αδελφό του Ακρίσιο, στη Λυκία. Κατά την επιστροφή του έφερε μαζί του τους Κύκλωπες που έχτισαν για χάρη του τα μεγαλειώδη τείχη. Με την Τίρυνθα σχετίζονται επίσης και οι μυθικοί ήρωες Βελλερεφόντης και Περσέας, καθώς και ο ημίθεος Ηρακλής.
Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, η Τίρυνθα αποτελούσε μεγάλο διοικητικό κέντρο και διέθετε μια από τις σημαντικότερες οχυρωμένες ακροπόλεις της εποχής, τα κατάλοιπα της οποίας ήρθαν αρχικά στο φως από τον Heinrich Schliemann. Ωστόσο, για πολλούς αιώνες, ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, οι κάτοικοι της περιοχής ταλανίζονταν από τις καταστροφικές πλημμύρες ενός χειμάρρου, που οδηγούσαν σε υλικές ζημιές, καταστροφές της σοδειάς, αλλά ακόμα και σε απώλειες ανθρωπίνων ζωών. Με σκοπό να αποτρέψουν παρόμοια γεγονότα, κατά τον 13ο αι. π.Χ., την περίοδο δηλαδή της ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού, μηχανικοί της εποχής κατασκεύασαν φράγμα το οποίο και επιτύγχανε την εκτροπή του εν λόγω χειμάρρου.
Περίπου 4χλμ ανατολικά της πόλης της Τίρυνθας αποκλείστηκε η βαθιά κοίτη του χειμάρρου, πλάτους 50μ με πρόχωμα ύψους 10μ και μήκους 100μ περίπου, επενδεδυμένου μερικά και ενισχυμένου στα άκρα με ογκολίθους (παρόμοιας κατασκευής με τα «κυκλώπεια» τείχη της Τίρυνθας και των Μυκηνών) και διανοίχθηκε τεχνητό κανάλι μήκους 1,5χλμ, γνωστό στις μέρες μας με το όνομα Μεγάλο Ρέμα, το οποίο μετέφερε τα νερά στη γειτονική κοίτη του ρέματος Αγίου Αδριανού. Η νέα διώρυγα σκάφθηκε στο ίδιο βάθος και πλάτος που είχε η παλιά κοίτη. Η επιλογή της τοποθεσίας του έργου, καθώς και το σημείο εκτροπής (εκεί όπου η μακρόστενη κοιλάδα του χειμάρρου ανοίγεται προς την πεδιάδα και όπου μπόρεσαν να περιληφθούν και μικρότεροι ακραίοι παραπόταμοι), αποδεικνύουν την ακρίβεια με την οποία οι κατασκευαστές είχαν διερευνήσει τις υδρολογικές παραμέτρους του συστήματος. Το φράγμα απέκοψε τα 4/5 της επιφάνειας απορροής του χειμάρρου (περίπου 21 τ.χλμ.). Εκτιμάται ότι για την κατασκευή του απαιτήθηκαν εκσκαφές όγκου 160.000κ.μ. περίπου, η κατασκευή του τεχνητού καναλιού διήρκησε περίπου τέσσερα χρόνια και σε ημερήσια βάση εργάζονταν 100 άτομα, ενώ η κατασκευή του φράγματος πρέπει να έγινε σε ένα έτος και μάλιστα την ξηρή περίοδο. Για την ολοκλήρωσή του εργάσθηκαν επιπλέον 33 άτομα και χρησιμοποιήθηκαν πολλά ζώα για τη μεταφορά των χωμάτων και των ογκολίθων.
Το πιο εντυπωσιακό σε αυτήν την κατασκευή είναι το γεγονός ότι εξακολουθεί να λειτουργεί επί 3.000 χρόνια περίπου έως και σήμερα, προστατεύοντας ακόμα την περιοχή από τις εποχιακές πλημμύρες του χειμάρρου. Από κάποιους μελετητές έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι, πιθανότατα, η εκπόνηση του φράγματος της Τίρυνθας, αποτέλεσε το πραγματικό γεγονός πίσω από τον μύθο του άθλου του Ηρακλή, σύμφωνα με τον οποίο είχε κληθεί να καθαρίσει τους στάβλους του Αυγεία. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, οι σχέσεις του ημίθεου με την περιοχή είναι γνωστές, λόγω και της καταγωγής του Ευρυσθέα από την Τίρυνθα, του μυθικού βασιλιά, δηλαδή, που του είχε αναθέσει τους άθλους.
Το οδικό δίκτυο των Μυκηναίων
Οι Μυκηναίοι είχαν διακριθεί στους τομείς της πολεοδομίας και της αρχιτεκτονικής. Πιο συγκεκριμένα, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, για την προστασία των κατοίκων των πόλεών τους, δεν βασίζονταν αποκλειστικά στα πλεονεκτήματα που πρόσφερε το φυσικό περιβάλλον, αντιθέτως φρόντιζαν να τις περιβάλλουν με οχυρώσεις. Κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, οι οχυρωματικές θέσεις χωρίζονταν σε 3 βασικές κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν τα τείχη, τα οποία περιελάμβαναν μια ζώνη περιορισμένης έκτασης, προστατεύοντας ελάχιστα σπίτια, όπως στη Μάλθη της Μεσσηνίας, αλλά και στον Άραξο της Αχαΐας. Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούσαν οι οχυρώσεις που λειτουργούσαν ως καταφύγια. Οι ισχυροί τοίχοι τους περιέκλειαν μια αρκετά μεγάλη έκταση, με αποτέλεσμα να καταφεύγει εκεί όλος ο πληθυσμός της γύρω περιοχής σε περίπτωση κινδύνου. Τέτοιες θέσεις ήταν εκείνες της Κρίσας, στη Φωκίδα, αλλά και της Ευτρήσης και του Γλα, στη Βοιωτία. Ο τρίτος και πιο εντυπωσιακός τύπος αφορούσε τις οχυρωμένες ακροπόλεις, τα τειχισμένα ανάκτορα: Μυκήνες, Τίρυνθα, Αθήνα, ακρωτήρι της Ασίνης κ.ά.
Για να μπορούν οι Μυκηναίοι να ελέγχουν την τεράστια περιοχή τους, η οποία περιελάμβανε την Κορινθία και τη Βόρεια Αργολίδα, είχαν οργανώσει ένα διοικητικό σύστημα που βασιζόταν στην αυστηρή ιεραρχία και σε έναν πολύπλοκο γραφειοκρατικό μηχανισμό, ο οποίος για να δουλέψει χρειαζόταν γρήγορες και ασφαλείς επικοινωνίες, που επιτυγχάνονταν με τους δρόμους που κατασκευάστηκαν. Από την άλλη πλευρά, η κατασκευή οργανωμένου οδικού δικτύου θεωρήθηκε επιτακτική ανάγκη, καθώς θα επέτρεπε τη γρήγορη αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων όπου οι συνθήκες το απαιτούσαν, καθώς και τον έλεγχο της περιοχής στην περίπτωση που δέχονταν επιδρομή. Σε εποχές ειρήνης, το οδικό δίκτυο των Μυκηναίων εξυπηρετούσε τις επικοινωνίες και το εμπόριο, καθώς και τον έλεγχο της αγροτικής παραγωγής. Τον 13ο αι. π.Χ., λοιπόν, κατασκευάστηκαν δρόμοι, αλλά και γέφυρες, κατάλληλες για το ασφαλές και ομαλό πέρασμα των ξακουστών ιππήλατων μυκηναϊκών αμαξών. Έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα τα μυκηναϊκά οδικά δίκτυα στην Αργολίδα, τη Μεσσηνία, τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί κανείς να ακολουθήσει τη φορά του δρόμου, όταν υπάρχουν αναλήμματα, πλακόστρωτα ή ακόμα και γέφυρες.
Μυκηναική γέφυρα στο Αρκαδικό |
Ο καλύτερα διατηρημένος δρόμος είναι εκείνος που ξεκινά από τις Μυκήνες και κατευθύνεται προς τα ανατολικά, μήκους 3χλμ περίπου, πλάτους 3,5μ και πλάτους οδοστρώματος 2,10-2,40μ. Τα αναλήμματά του, κτισμένα με κυκλώπειο σύστημα, φθάνουν το ύψος των 4 μέτρων. Ένας παρόμοιος δρόμος εντοπίζεται και στη Μεσσηνία. Παρουσιάζει κλίση 6% και στηρίζεται και εκείνος σε κυκλώπειο αναλημματικό τοίχο. Το συγκεκριμένο οδικό δίκτυο διευκόλυνε τις μετακινήσεις όχι μόνο με χρήση αρμάτων, αλλά και ζώων ή πεζή.
Συνοψίζοντας, οι Μυκηναίοι ανέπτυξαν έναν σπουδαίο πολιτισμό και αποτέλεσαν μια πανίσχυρη δύναμη της εποχής τους, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι της ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνο. Τα επιτεύγματά τους ήταν πολλά και εντυπωσιακά. Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι το γεγονός ότι μετά την εξαφάνιση της γραμμικής Β και το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού στις αρχές του 11ου αι. π.Χ., οι γραπτές πηγές δεν εμφανίζονται ξανά στον ελλαδικό χώρο, μέχρι και τον 8ο αι. π.Χ.
Οι Μυκηναίοι προσπάθησαν και κατάφεραν να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους και να θεμελιώσουν την κυριαρχία και την αίγλη της επικράτειάς τους, δίνοντας διαρκώς μία άνιση μάχη απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, τις πλημμύρες, τους χειμάρρους, τα άγονα και βραχώδη εδάφη. Ωστόσο, σε αυτήν τη μάχη βγήκαν νικητές, περνώντας το πανανθρώπινο μήνυμα ότι η οξύνοια, αλλά και η εφευρετικότητα του ανθρωπίνου γένους είναι ικανά να ξεπεράσουν οποιαδήποτε δυσκολία, όσο αξεπέραστη κι αν φαίνεται.
Εργασία του Κων/νου Βασιλείου, στο πλαίσιο της πρακτικής του άσκησης στο Μουσείο των Ηρακλειδών
Επιμέλεια κειμένου: Αφροδίτη Παγούνη
ΠΗΓΕΣ
Baga, Dina. «Drainning projects in the lake Kopaida (14th century B.C.) ». Technology in Ancient Greece. Νοέμβριος, 1997.
Balcer, Jack Martin. «The Mycenaean Dam at Tiryns». American Journal of Archaeology, Τεύχος 78, No. 2, σελ. 141-149. Απρίλιος, 1974.
Kelder, Jorrit. «AHHIYAWA AND THE WORLD OF THE GREAT KINGS: A RE-EVALUATION OF MYCENAEAN POLITICAL STRUCTURES». TALANTA XLIV, 2012.
Πλιάκος, Κώστας. « Ανακαλύπτοντας τους αρχαίους μυκηναϊκούς δρόμους: Γνωρίστε και περπατήστε τους». CNN Greece. 03 Φεβρουαρίου 2020.
Treuil, Rene, Pascal Darcque, J.-Cl. Poursat και Gilles Touchais. Οι πολιτισμοί του Αιγαίου. Δεύτερη έκδοση. Μτφ. Όλγα Πολυχρονοπούλου και Άννα Φίλιππα- Touchais. Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Αθήνα, 2015.
Tsountas, Chrestos και J. Irving Manatt. The Myceneaen Age. A study of the monuments and culture of Pre- Homeric Greece. Macmillan and Co. Λονδίνο, 1897.
Whittaker, Helène. Mycenaean Cult Buildings: A Study of Their Architecture and Function in the Context of the Aegean and the Eastern Mediterranean. Monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 1. Bergen: Norwegian Institute at Athens, 1997.
ΠΗΓΗ : https://www.ancientgreektechnology.gr/el/ta-nea/item/114-the-mycenaean-inventions
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.