Με κατέπληξε η κλίμακα και η κομψότητα που έχουν οι δυο φτερωτές φιγούρες του Ύπνου και του Θανάτου καθώς γέρνουν πάνω από τον Σαρπηδόνα. Πλάι τους στέκονται δυο ακίνητοι πολεμιστές. Το γυμνό σώμα του Σαρπηδόνα που σηκώνουν αυτοί οι δυο άγγελοι είναι τεράστιο. Σκούρο κόκκινο αίμα τινάζεται από διάφορες πληγές του. Είχε δύσκολο θάνατο. Τα μάτια ήταν κλειστά, τα δόντια –που μπορούσα να μετρήσω παρά το μικροσκοπικό μέγεθός τους- ήταν σφιγμένα μέσα στην επιθανάτια αγωνία του. Καμία φιγούρα του Χριστού επάνω στο σταυρό δε συναγωνιζόταν αυτή την εικόνα.
Στις 12 Νοεμβρίου του 1972 στο κυριακάτικο ένθετο των New York Times ανακοινώνεται: «‘Ενα νέο ελληνικό αγγείο του 6ου π.Χ. αιώνα στη Νέα Υόρκη. Ο διευθυντής του μουσείου δηλώνει: είναι το ωραιότερο ελληνικό αγγείο στον κόσμο». Η δήλωση ανήκει στον Τόμας Χόβινγκ, διευθυντή του Μετροπόλιταν και αποκαλούμενο «καρχαρία των συλλογών».
Ο Χόβινγκ ήθελα να κάνει το Μετροπόλιταν μεγάλο και τα κατάφερε. Με θολές πρακτικές απόκτησε τον κρατήρα του Ευφρονίου. Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, το 1993 παραδέχτηκε ότι γνώριζε την παράνομη προέλευσή του (hot pot, όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσε τον κρατήρα). «Το στιλ μου ήταν η πειρατία, γι' αυτό και έχω τη φήμη του καρχαρία», έγραψε περήφανος, προσθέτοντας ότι η δική του ατζέντα με τους εμπόρους, τους συλλέκτες και τους λαθρέμπορους ήταν μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη. Ο Χόβινγκ έφυγε από τη ζωή το 2009 και φυσικά πήρε πολλά από τα μυστικά της απόκτησης των αντικειμένων του μουσείου στον τάφο του. Επιστροφή στα 1972. Το Μητροπολιτικό Μουσείο αποκτά τον κάλυκα του Ευφρονίου, η ιστορία της απόκτησής του είναι ασαφής όπως και η προέλευσή του. Η τιμή του είναι ένα εκατομμύριο δολάρια, ποσό αστρονομικό για την εποχή. Επισήμως το σενάριο του Μουσείου είναι ότι ο κρατήρας προερχόταν από ιδιωτική συλλογή και ότι το όνομα του συλλέκτη δε μπορούσε να γίνει γνωστό καθώς το μουσείο πιθανώς σε μελλοντικό χρόνο θα είχε και άλλες συναλλαγές μαζί του. Το επικαλούνται τόσο ο Χόβινγκ, όσοκαι ο Ντίτριχ φον Μπότμερ, έφορος ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του Μητροπολιτικού Μουσείου σε τηλεοπτική συνέντευξη στο NBC.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Χόβινγκ δίνει μια συνέντευξη στον συγγραφέα Ανδρέα Αποστολίδη, η οποία υπάρχει στο βιβλίο «Αρχαιοκαπηλία και Εμπόριο Αρχαιοτήτων» (εκδόσεις Άγρα), το οποίο αποτελεί τη βασική πηγή μας προκειμένου να ξεδιπλώσουμε τον μίτο της διαδρομής του αγγείου. Ο Ανδρέας Αποστολίδης με την ιδιότητα του σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ και του συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, γράφει αυτή τη μελέτη για το εμπόριο αρχαιοτήτων, συνδυάζοντας προσωπικές αφηγήσεις, συνεντεύξεις και ιστορίες και αναλύει συγκλονιστικές υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας. Μια από αυτές είναι η ιστορία του κρατήρα του Ευφρονίου. Λέει ο Χόβινγκ ανάμεσα σε άλλα στην συνέντευξή του στον Ανδρέα Αποστολίδη: «Θα μιλήσω για τα άριστα των έργων μας. Και συγκεκριμένα για ένα, το οποίο ίσως είναι το καλύτερο έργο που υπάρχει στην πόλη μας, του οποίου η ζωγραφική είναι εφάμιλλη ενός Ντα Βίντσι και ενός Ντύρερ. Η δραματουργική του σύνθεση έχει την ένταση των καλύτερων συνθέσεων του Ρέμπραντ. Η αρχιτεκτονική του είναι επιπέδου Παρθενώνα σε μικρογραφία. Ο καλλιτέχνης υπήρξε καινοτόμος όσο ο Πάμπλο Πικάσο. Η κατάσταση του έργου είναι συγκλονιστική δεδομένων των αναλογιών του χρόνου». Μιλούσε φυσικά για το διαμάντι του στέμματος στο Μητροπολιτικό, τον κρατήρα του Ευφρονίου. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1973, ο Νικ Γκέητζ (μετέπειτα συγγραφέας του βιβλίου Ελένη), γράφει από τη Ρώμη για τους New York Times, ότι το αγγείο του ΜΕΤ πουλήθηκε από έναν εκπατρισμένο Αμερικανό, ο οποίος είχε φάκελο για ύποπτες συναλλαγές, ζούσε στη Ρώμη και ότι οι Ευρωπαίοι έμποροι και αρχαιολόγοι πίστευαν ότι βρέθηκε σε λαθρανασκαφή ετρουσκικού τάφου, το 1971. Το 2004, σε συνέντευξή του στον Ανδρέα Αποστολίδη ο Γκέητζ λέει ότι «όταν ένα μουσείο δε λέει που βρήκε ένα μεγάλο του απόκτημα, είναι προφανές ότι κάτι έχει να κρύψει». Ο Γκέητζ έμπειρος ερευνητής, αφού κάλυπτε εκείνη την εποχή (τη δεκαετία του 70) τα θέματα της Μαφίας για τους NYT, ανακαλύπτει ότι πίσω από τις συναλλαγές στο τελωνείο βρίσκεται το όνομα και η υπογραφή του Ρόμπερτ Χεχτ, ενός περιβόητου εμπόρου, ο οποίος έβγαζε τους ελληνικούς και ρωμαϊκούς θησαυρούς στην Ιταλία για να πάρουν στη συνέχεια το δρόμο τους για τα μουσεία και τις συλλογές του κόσμου. Ο Γκέητζ ξεκινά για να βρει τα ίχνη του κρατήρα στην Ελβετία. Επισκέπετεται πρώτα τον Νικολά Κουτουλάκη, αρχαιοπώλη και κυρίαρχο πρόσωπο στο εμπόριο αρχαιοτήτων από την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Συρία και την Κύπρο, μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κουτουλάκης κρατά το στόμα του κλειστό. Στη συνέχεια ο Γκέητζ συναντά τον Χεχτ στη Ρώμη. Ο Χεχτ υποστηρίζει ότι τον αγόρασε από μια οικογένεια στη Ρώμη, της οποίας δε μπορεί να αποκαλύψει το όνομα. Τρεις μέρες αργότερα, οι ιταλικές αρχές αρχίζουν την επίσημη ανάκριση. Στις 8 Φεβρουαρίου του 2011, ο έμπορος αρχαιοτήτων Ρόμπερτ Χεχτ άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι, σε ηλικία 92 ετών. Μαζί του πήρε και τα ένοχα μυστικά για το πιο μεγάλο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας που στήθηκε ποτέ. Ανάμεσα στα άλλα, ο Χεχτ εισάγει μια μοναδική πατέντα: σπάει τα πρωτοκλασάτα αγγεία, πουλάει το μεγαλύτερο κομμάτι σε ένα μουσείο και εν συνεχεία επιστρέφει για να τους πουλήσει τμηματικά σε τιμές ρεκόρ και τα υπόλοιπα κομμάτια. Όταν συνελήφθη για τον κρατήρα του Ευφρονίου αφέθηκε ελεύθερος καθώς ο ανασκαφέας αρχαιοκάπηλος, άλλαζε κάθε τόσο την κατάθεσή του. Μετακομίζει στο Παρίσι αλλά το 2001 οι γαλλικές αρχές κάνουν έφοδο στο σπίτι του. Δυστυχώς το προσωπικό του ημερολόγιο δεν αρκεί ως αποδεικτικό στοιχείο των παράνομων δραστηριοτήτων του. Θα καθίσει στο εδώλιο πολλά χρόνια αργότερα, το 2005, όταν μετά από έφοδο των αστυνομικών στις αποθήκες του αρχαιοπώλη Τζιάκομο Μέντιτσι στο Φρίπορτ της Γενεύης, εκτός από έναν αδιανόητο θησαυρό, ανακαλύπτουν και το βιβλίο συναλλαγών του «νοικοκύρη» αρχαιοκάπηλου ο οποίος κατέγραφε με λεπτομέρειες κάθε συναλλαγή. Σε πολλές βρίσκουν το όνομα του Χεχτ.Έτσι θα βρεθεί στο εδώλιο μαζί με την πρώην επιμελήτρια του Μουσείου Γκετί, τη Μάριον Τρου. Οι δίκες κράτησαν μέχρι τρεις εβδομάδες πριν το θάνατό του, όπου σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου τα αδικήματά του είχαν παραγραφεί. Πώς έμαθε ο Τόμας Χόβινγκ του ΜΕΤ για την ύπαρξη του κρατήρα; Τον Σεπτέμβριο του 1971 του τηλεφώνησε η Ελίζαμπεθ Χεχτ, λέγοντάς του ότι ο Μπομπ (Ρόμπερτ Χεχτ) μόλις παρέλαβε ένα εξαιρετικό κομμάτι. Η περιέργεια τρώει τον Χόβινγκ. Είναι όμως ήδη καλά ενημερωμένος για το ποιόν του Χεχτ, τον οποίο εκτιμά για την ενημέρωσή του σε ό,τι εμφανιζόταν παγκοσμίως στο χώρο της τέχνης. Φυσικά ήξερε και για άλλες λιγότερο νομιμες ή διαφανείς συναλλαγές του. Το τι εννοούσε η γυναίκα του Χεχτ στο τηλέφωνο, φτάνει πέντε μήνες αργότερα σε ένα κωδικοποιημένο γράμμα προς τον Ντίτριχ φον Μπότμερ, τον σούπερ Γερμανό έφορο του ΜΕΤ.
Στο γράμμα ο παλιός του φίλος, ο Χεχτ, του έλεγε αν ενδιαφερόταν να αγοράσει έναν κρατήρα της ποιότητας του Λούβρου G103, σε τιμή αντίστοιχη ιμπρεσιονιστικού πίνακα πρώτης διαλογής. Ο Μπότμερ δε χρειαζόταν να συμβουλευθεί κανέναν κατάλογο για να καταλάβει ότι επρόκειτο για έργο ανάλογο του κρατήρα του Ευφρονίου που υπάρχει στο Λούβρο, στον οποίο ο Ανταίος παλεύει με τον Ηρακλή.
Κρατήρας του Ευφρονίου που υπάρχει στο Λούβρο. Ο Ανταίος παλεύει με τον Ηρακλή.
Ο Μπότμερ το θεωρούσε ως ένα από τα δυο καλύτερα ελληνικά αγγεία στον κόσμο. Έμοιαζε απίθανο, αλλά ο Χεχτ πρέπει να είχε στα χέρια του έναν ακέραιο ολόκληρο κρατήρα του Ευφρονίου. Κανένας κρατήρας δεν υπήρχε ανάμεσα στα 27 διασωθέντα αγγεία του Ευφρονίου. Ο Χεχτ διστάζει και λέει στον Μπότμερ ότι ο κρατήρας μάλλον προέρχεται από ετρουσκικό τάφο κοντά στη Ρώμη. Οι ετρουσκικοί τάφοι βρίσκονταν συχνά γεμάτοι με ελληνικά αντικείμενα. Οι Έλληνες απεχθάνονταν να θάβονται με τα πράγματά τους. Ο Μπότμερ τον καθησυχάζει λέγοντάς του ότι οι τάφοι πια στην Ιταλία φυλάσσονται προσεκτικά.
Ο Χεχτ έχει στείλει το ίδιο κωδικοποιημένο μήνυμα σε άλλα δυο μουσεία. Γνωρίζει καλά ποιός έχει το ρευστό στην αγορά. Το ένα είναι το μουσείο του Κλίβελαντ που διέθετε εκείνη την εποχή ένα κληροδότημα 30 εκατομμυρίων δολαρίων και το άλλο είναι το μουσείο της Δανίας το οποίο διέθετε και εκείνο εξαιρετικά υψηλούς πόρους χάρη στην χορηγία της μπύρας Κάρλσμπεργκ, διότι ο ιδιοκτήτης της είχε πάθος με την αρχαιολογία. Και τα δυο μουσεία βρίσκουν την τιμή προσφοράς εξωφρενική. Στην κούρσα προηγείται το ΜΕΤ. Ακολουθεί μια αλληλογραφία κρυπτογραφημένη. Ο Χεχτ ζητά όσα και για τον πίνακα του Μονέ Terrasse a Saint-Adresse, τον οποίο το ΜΕΤ έχει αποκτήσει για 1,4 εκατομμύρια δολάρια. Δυο μήνες αργότερα στέλνει τις πρώτες ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον Μπότμερ. Ο έφορος είναι βέβαιος ότι πρόκειται περί αριστουργήματος. Δείχνει τις φωτογραφίες στον Χόβινγκ, και ο πρόεδρος του μουσείου Douglas Dillon, αποφασίζει να στείλει αντιπροσωπεία στη Ζυρίχη για να εξετάσουν το αγγείο στις 26 Ιουνίου. Το βλέπουν για πρώτη φορά στο εργαστήριο του Φριτς Μπουρκί, ενός συντηρητή επίπλων, ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα ο συντηρητής του Χεχτ. Πετώντας πάνω από τον ατλαντικό, έχουν πάρει την απόφασή τους: ο κρατήρας είναι ο κορυφαίος ανάμεσα στους κορυφαίους και πρέπει να τον αποκτήσουν οπωσδήποτε.
Στη Ζυρίχη φτάνουν στο εργαστήριο του Μπουρκί και ζητούν να βγάλει τον κρατήρα έξω στο φως του ήλιου. Αντιγράφω ακριβώς τα λόγια του Χόβινγκ: «Πήρα μια μπύρα, γύρισα και τον κοίταξα. Ένιωσα ένα απότομο σφίξιμο στο στομάχι σαν να είχα φάει γροθιά, αλλά μια γροθιά σκέτη ηδονή. Ένα τεστ που κάνω ελέγχου της αυθεντικότητας και της αξίας κάθε έργου τέχνης όταν το πρωτοβλέπω είναι να σημειώνω αμέσως την πρώτη μου εντύπωση. Εδώ κατέγραψα "πρόκειται για μεγάλο μνημείο παγκόσμιας ζωγραφικής, δεν πρόκειται απλώς για αγγείο». Με κατέπληξε η κλίμακα και η κομψότητα που έχουν οι δυο φτερωτές φιγούρες του Ύπνου και του Θανάτου καθώς γέρνουν πάνω από τον Σαρπηδόνα. Πλάι τους στέκονται δυο ακίνητοι πολεμιστές. Το γυμνό σώμα του Σαρπηδόνα που σηκώνουν αυτοί οι δυο άγγελοι είναι τεράστιο. Σκούρο κόκκινο αίμα τινάζεται από διάφορες πληγές του. Είχε δύσκολο θάνατο. Τα μάτια ήταν κλειστά, τα δόντια –που μπορούσα να μετρήσω παρά το μικροσκοπικό μέγεθός τους- ήταν σφιγμένα μέσα στην επιθανάτια αγωνία του. Καμία φιγούρα του Χριστού επάνω στο σταυρό δε συναγωνιζόταν αυτή την εικόνα. Κάθισα κάτω και είπα: Θεϊκό!». Ο Μπότμερ διαβάζει το «Λέαγρος καλός» και χρονολογεί τον κρατήρα ανάμεσα στα 520 και 510 π.Χ. Εκείνη την εποχή ο Λέαγρος ήταν ο πιο όμορφος άντρας στην Ελλάδα.
Όψη A΄του Κρατήρα :Ο Ύπνος και ο Θάνατος μεταφέρουν το σώμα του Σαρπηδώνα, ενώ παρευρίσκεται ο Ερμής
Μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια: σε αυτή τη συνάντηση ο Χεχτ δείχνει στον Χόβινγκ και έναν κύλικα με τον Σαρπηδόνα να αιμορραγεί καθώς τον σηκώνει στην πλάτη του ο Θάνατος.
Τους τον δίνει για 70.000 δολάρια. Ο Χόβινγκ αρνείται γιατί νοιώθει ότι το παρατραβάει. Η παρέα πηγαίνει σε ένα Movenpick για να κλείσουν την συμφωνία. Οι διαπραγματεύσεις είναι σκληρές. Ο Χεχτ, ο οποίος είναι ένας εξπέρ στο χώρο των νομισμάτων προτείνει να αγοράσει τη συλλογή νομισμάτων που πουλά το Μετροπόλιταν και να πάρει άλλες 350.000 μετρητά. Ο Χόβινγκ αυτομάτως έχει λύσει το οικονομικό του πρόβλημα. Η συλλογή που έχει προς πώλησιν έχει εκτιμηθεί προς 750.000 έως ένα εκατομμύριο δολάρια. Τελικα καταφέρνει να την πουλήσει για πολύ περισσότερα χρήματα. Το πρώτο εμπόδιο έχει ξεπεραστεί. Το επόμενο είναι η συμφωνία που έχει υπογράψει το μουσείο με την Ουνέσκο. Ο Χεχτ τους διαβεβαιώνει ότι θα έχουν τα χαρτιά του ιδιοκτήτη. Τους λέει και το όνομα: Ντικράν Σαραφιάν από τη Βηρυτό. Έμπορος τέχνης. Όλοι ήξεραν ότι η Βηρυτός ήταν ένας από τους τόπους που ξεπλενόταν κάθε αρχαιότητα προερχόμενη από την Ελλάδα, την Ιταλία ή την Τουρκία. Ο Χόβινγκ πιστεύει ότι ο Σαραφιάν είναι εφεύρεση του Χεχτ και του ζητά για άλλη μια φορά να είναι βέβαιος για την προέλευση του κρατήρα. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται από τις δυο όχθες του Ατλαντικού, σαν ένα δεύτερο θρίλερ και η τιμή κλείνει τελικά στο ένα εκατομμύριο δολάρια. Το ΜΕΤ τα καταθέτει στο όνομα του Χεχτ στην Union Bank της Ελβετίας στη Ζυρίχη. Στο σημείωμα που στέλνει για την τιμή ο Χεχτ στον Χόβινγκ, σε μια απόδειξη φθηνού ελβετικού εστιατορίου υπάρχει ένα μικρό ορθογραφικό λάθος: ο κρατήρας γράφεται crater αντί krater. Η άφιξη του αγγείου σημαίνει και την έναρξη των προβλημάτων του μουσείου. Ο Χόβινγκ δείχνει στο Δ.Σ του ΜΕΤ τα γράμματα του Σαραφιάν αν και ο ίδιος έχει πειστεί ότι ο Σαραφιάν είναι δημιούργημα του Χεχτ. Στα γράμματα υπάρχει το ίδιο ορθογραφικό λάθος: Ο κρατήρας γράφεται crater. Το συμβούλιο δέχεται τα πάντα χωρίς πολλές ερωτήσεις. Έχουν στα χέρια τους ένα έκθεμα που θα κάνει πάταγο και ταυτόχρονα έχουν «περισσέψει χρήματα» από τη διάλυση της συλλογής νομισμάτων του μουσείου. Στις 31 Αυγούστου ο κρατήρας ταξιδεύει πρώτη θέση σε μια πτήση της TWA. Ακολουθεί η επίσημη ανακοίνωση και πέντε εβδομάδες αργότερα αρχίζουν οι μπελάδες. Δεύτερο θέμα στους ΝΥΤ με τίτλο: «Πώς το Μετροπόλιταν προμηθεύτηκε το καλύτερο ελληνικό αγγείο που υπάρχει;» Το υπογράφει ο Γκέητζ και αναφέρει ευθέως ότι το αγγείο προέρχεται από παράνομη ανασκαφή κοντά στη Ρώμη. Ο Γκέητζ μαθαίνει το όνομα του εμπόρου στη Βηρυτό και συναντά τον Σαραφιάν, ο οποίος του λέει ότι έχει πουλήσει στο Χεχτ ένα αγγείο σε κομμάτια σε ένα κουτί παπουτσιών το οποίο είχε από τον πατέρα του. Ενώ ο Γκέητζ ταξιδεύει στη Ρώμη για την έρευνά του, στην Νέα Υόρκη τα δημοσιεύματα πληθαίνουν. Σε τρεις εβδομάδες υπάρχουν 19 δημοσιεύματα για τον Ευφρόνιο.Περισσότερα από την κάλυψη των χριστουγεννιάτικων βομβαρδισμών του Νίξον στο Ανόι. Ο Χόβινγκ αρχίζει να θεωρεί όλη αυτή τη δημοσιότητα εξωφρενική και επικίνδυνη. Ανάμεσα στα άλλα ο Μπότμερ έχει πάρει φόρα και κάνει προκλητικές δηλώσειςν σχετικά με την κυριότητα του κρατήρα. Όλα τα μάτια είναι στραμμένα επάνω τους.
Η γλώσσα του Σαραφιάν είχε λυθεί στον Γκέητζ καθώς ομολογεί ότι δεν έχει δει ποτέ το αγγείο ολόκληρο και ότι δεν πήρε ποτέ χρήματα από τον Χεχτ. «Δεν παραπονιέμαι για τον Χεχτ», δηλώνει. «Ο χασούρης είναι το αμερικανικό δημόσιο που έτσι κι αλλιώς τα χώνει στο Βιετνάμ» . Η ιστορία του Σαραφιάν αρχίζει να καταρρέει. Στους κύκλους των σοβαρών αρχαιολόγων κυκλοφορεί το ανέκδοτο: «αντί να μας λέτε πώς τον Ευφρόνιο τον είχε κρυμμένο ένας Αρμένιος στη Βηρυτό επί πενήντα χρόνια, καλύτερα να μας λέγατε ότι τον φύλαγε ένας Τανζανός στην Αλάσκα». Ο Γκέητζ στην επόμενη αποκάλυψη δίνει την ημερομηνία της ανασκαφής: Τέλη φθινοπώρου του 1971. Ο τυμβωρύχος μιλά στον Γκέητζ για τον Δεκέμβριο του 1971. Δε μπορούσε να ξεχάσει το κομμάτι με την εικόνα ενός άντρα που αιμορραγούσε σε μέγεθος παλάμης.
Όψη Β΄του Κρατήρα: Αθηναίοι έφηβοι αρματώνονται
Η επιστροφή του κρατήρα στην Ιταλία
Ο καλυκωτός κρατήρας αναπαριστά σκηνή του θανάτου του Σαρπηδόνα, όπως την περιγράφει ο Όμηρος στην «Ιλιάδα»:
οἳ δ' ἄρ' ἀπ' ὤμοιιν Σαρπηδόνος ἔντε' ἕλοντο χάλκεα μαρμαίροντα, τὰ μὲν κοίλας ἐπὶ νῆας δῶκε φέρειν ἑτάροισι Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός. καὶ τότ' Ἀπόλλωνα προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς· εἰ δ' ἄγε νῦν φίλε Φοῖβε, κελαινεφὲς αἷμα κάθηρον ἐλθὼν ἐκ βελέων Σαρπηδόνα, καί μιν ἔπειτα πολλὸν ἀπὸ πρὸ φέρων λοῦσον ποταμοῖο ῥοῇσι χρῖσόν τ' ἀμβροσίῃ, περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον· 670 πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν, οἵ ῥά μιν ὦκα θήσουσ' ἐν Λυκίης εὐρείης πίονι δήμῳ, ἔνθά ἑ ταρχύσουσι κασίγνητοί τε ἔται τε τύμβῳ τε στήλῃ τε· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων. Ομήρου Ιλιάς Π 663-683
Ο Σαρπηδόνας ήταν ο γενναίος αρχηγός των Λυκίων, σύμμαχος των Τρώων που χτυπήθηκε θανάσιμα από τον Πάτροκλο. Κατά την περιγραφή που δίνει η Ιλιάδα βλέποντας ο Σαρπηδόνας τον Πάτροκλο να σκοτώνει πολλούς γενναίους Τρώες, πρόσταξε τους δικούς του πολεμιστές να σταθούν. Αποφάσισε να μονομαχήσει μαζί του, οπότε πήδηξε κάτω από το άρμα του. Τον είδε και ο Πάτροκλος και κατέβηκε και αυτός από το δικό του. Ο Δίας, που τους έβλεπε από ψηλά, καρδιοχτύπησε για τον γιο του, τον Σαρπηδόνα, και σκεφτόταν πώς να τον γλιτώσει. Η σύζυγός του, η Ήρα, τον άκουσε να κλαίγεται, αλλά δεν τον παρότρυνε να σώσει τον γιο του. Αντιθέτως, του θύμισε ότι πολλών θεών οι γιοι πολεμούσαν στην Τροία και ορισμένοι από αυτούς είχαν ήδη σκοτωθεί. Αν ο Δίας γλίτωνε τον Σαρπηδόνα, τότε και άλλοι θεοί θα ήθελαν να σώσουν τους δικούς τους γιους. Για τον λόγο αυτό, έπρεπε να αφήσει τον Πάτροκλο να τον σκοτώσει, αν αυτή ήταν η μοίρα του. Ο Δίας με βαριά καρδιά συμφώνησε, και έβρεξε ματωμένες σταγόνες βροχής στον κάμπο της Τροίας για να τιμήσει τον θάνατο του γιου του. Πρώτος έριξε το ακόντιό του ο Πάτροκλος και κάρφωσε τον υπασπιστή του Σαρπηδόνα. Μετά έριξε ο Σαρπηδόνας και πέτυχε ένα από τα άλογα που ήταν ζευμένα στο άρμα του Αχιλλέα (το οποίο είχε πάρει ο Πάτροκλος). Τότε όρμησαν κι οι δυο ο ένας πάνω στον άλλο. Ο Σαρπηδόνας αστόχησε και πάλι, ο Πάτροκλος όμως τον κτύπησε στο στήθος. Ο Σαρπηδόνας, πριν ξεψυχήσει, είπε στον εξάδελφο και φίλο του Γλαύκο να πάρει τη θέση του στη μάχη και να αποτρέψει τους Έλληνες από το να τον «σκυλεύσουν», δηλαδή να του πάρουν την αρματωσιά. Ο Γλαύκος, επειδή ήταν κι αυτός πληγωμένος, παρακάλεσε τους θεούς να τον θεραπεύσουν. Ο Απόλλων τον άκουσε και τον έκανε καλά. Τότε ο Γλαύκος συγκέντρωσε τους ήρωες της Τροίας και τους ζήτησε να δώσουν μάχη για το πτώμα του Σαρπηδόνα, όπως και έγινε. Ο Πάτροκλος κάλεσε κι εκείνος σε βοήθεια Έλληνες ήρωες: πρώτοι ήρθαν οι δύο Αίαντες. Και άρχισε η μάχη γύρω από το κουφάρι του νεκρού ήρωα. Ο Δίας το τύλιξε στο σκοτάδι. Η έκβαση ήταν υπέρ των Ελλήνων, καθώς οΈκτορας δείλιασε προς στιγμή και υπεχώρησε. Τότε οι Έλληνες έβγαλαν την πανοπλία του Σαρπηδόνα και ο Πάτροκλος διέταξε να τη μεταφέρουν στο πλοίο. Μετά ο Δίας φώναξε τον Απόλλωνα και του είπε να πάρει το σώμα του Σαρπηδόνα, να το πλύνει από τη σκόνη και το αίμα, να το αλείψει με μυρωμένο λάδι και να το ντύσει με πολύτιμα υφάσματα, όπως και έγινε. Στη συνέχεια, οι δύο αδελφοί, ο θεός Ύπνος και ο θεός Θάνατος, μετέφεραν το πτώμα στη Λυκία, όπου το έθαψαν με μεγάλες τιμές τα αδέλφια του και οι φίλοι του. Ο Πάτροκλος συνέχισε να κυνηγά τους Τρώες προς τα τείχη, πράγμα που έμελλε να του στοιχίσει τη ζωή αργότερα την ίδια εκείνη ημέρα. Το αγγείο ζωγραφίστηκε από τον Αθηναίο Ευφρόνιο τον 6ο π.Χ. αιώνα. Διασώθηκε από τους Ετρούσκους που συνέλεγαν αρχαία ελληνικά αντικείμενα και στη συνέχεια εξαφανίστηκε για χιλιάδες χρόνια κάτω από το χώμα. Βρέθηκε από αρχαιοκάπηλους στην ιταλική πόλη Τσερβέτερι, γνωστή για τους συνημμένους αρχαίους τάφους της.
Κ. Π. Καβάφη:
Η κηδεία του Σαρπηδόνος (από τα αποκηρυγμένα ποιήματα)
Βαρυάν οδύνη έχει ο Ζεύς. Τον Σαρπηδόνα εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν ο Μενοιτιάδης κ' οι Αχαιοί το σώμα ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν. Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί - που το άφισε και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι - τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο. Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.
Του ήρωος τον νεκρό μ' ευλάβεια και με λύπη σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό. Τον πλένει από τες σκόνες κι απ' τα αίματα· κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφίνοντας κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας τ' αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά. Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.
Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης - στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξη - αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε, μ' άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους, σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.
Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.
Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία τούτοι οδοιπόρησαν οι δυό αδελφοί Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα, και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.
Κι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε με συνοδείες, και τιμές και θρήνους, και μ' άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας, και μ' όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή· κ' έπειτα έμπειροι απ' την πολιτείαν εργάται, και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας ήλθανε κ' έκαμαν το μνήμα και την στήλη.
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.