Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

TO ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΛΑΤΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ



        ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΕΩΣ 
ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ, ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ. 
"Πρῶτοι γὰρ Ἑλλήνων οὗτοι περαιωθέντες τὸν Ἰόνιον κόλπον ᾤκησαν Ἰταλίαν, ἄγοντος αὐτοὺς Οἰνώτρου τοῦ Λυκάονος"·




                        ΤΟ  ΛΑΤΙΟ

Το  σημερινό  Λάτιο (ιταλικά: Lazio, Λάτσιο) είναι περιφέρεια της Ιταλίας. Συνορεύει βορειοδυτικά με την περιφέρεια της Τοσκάνης, βόρεια με την Ούμπρια, βορειοανατολικά με την περιφέρεια Μάρκε, ανατολικά με την περιφέρεια του Αμπρούτσο και αυτήν του Μολίζε, νοτιοανατολικά με την Καμπανία ενώ στα δυτικά βρέχεται από την Τυρρηνική θάλασσα.

Ο όρος Λάτιο προέρχεται πιθανότατα από το αρχαίο «Latium», δοσμένο από τους Λατίνους, πρόγονους των αρχαίων Ρωμαίων που με τη σειρά τους διατήρησαν αυτήν την ονομασία λόγω του πλάτους της περιοχής («latus» στα λατινικά), που σήμαινε επίσης και «εύφορη χώρα».

Στην αρχαιότητα η περιοχή του Λατίου οριοθετούνταν ως τους πρόποδες των Απεννίνων προς ανατολή, την αρχαία πόλη Τερατσίνα προς νότο και τα όρη Αουσόνι προς βορρά.

 

 
Το αρχαίο Λάτιον

και οι γειτονικοί λαοί

 

(Από το "Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου" του Δ.Ε.Ευαγγελίδη, λήμμα Λατίνοι)

 

Λατίνοι

 Ένας από τους πλέον σημαντικούς αριοευρωπαϊκούς λαούς της Ιταλικής χερσονήσου κατά την Αρχαιότητα. Οι Λατίνοι ανήκαν στους λεγόμενους Πρωτο-ιταλικούς λαούς, που διείσδυσαν στην Ιταλική χερσόνησο, προερχόμενοι από την κεντρική Ευρώπη, γύρω στο 1200 π.Χ. σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη.

Αυτό το πρώτο κύμα των φορέων των ιταλικών γλωσσών, που κατατάσσονται στην Αριοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, ομιλούσαν γλώσσες της λεγομένης Λατινο-Φαλισκικής ομάδας. Στην ομάδα αυτήν, μεταξύ άλλων, κατατάσσονται η Λατινική, η σπουδαιότερη από κάθε άποψη γλώσσα ολόκληρου του κλάδου των Ιταλικών γλωσσών, καθώς και η στενά συγγενής με την Λατινική, Φαλισκική, η γλώσσα των Φαλίσκων (βλ. Φαλίσκοι), των οποίων η σημαντικότερη πόλη ήταν οι Φαλέριοι - Falerii Veteris (σημερ. Cività Castellana), γύρω στα 40 χλμ. βορείως της Ρώμης, από την οποία πήρε και το όνομά της η γλώσσα.

Οι Λατίνοι εγκαταστάθηκαν στην εύφορη περιοχή ανατολικά του ποταμού Τίβερη, στο Λάτιον (Latium), όπου έκτισαν τους οικισμούς τους. Στα βορειοδυτικά, πέρα από τον Τίβερη, όπου εγκαταστάθηκαν οι συγγενείς τους Φαλίσκοι, εκτεινόταν η Ετρουρία, η χώρα των πολιτιστικά ανώτερων Ετρούσκων, που θα επιβληθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα στους Λατίνους, τους οποίους όμως θα εκπολιτίσουν. Στα νοτιοανατολικά, ήταν η χώρα των ισχυρών Ουόλσκων (Volsci), βόρεια από αυτούς ήσαν εγκατεστημένοι οι Έρνικοι (Hernici) και ακόμη βορειότερα οι Αίκουοι (Aequi), ενώ στα ανατολικά τους οι Μαρσοί (Marsi), Ομβρικά φύλα, σύμφωνα με τις πλέον σύγχρονες απόψεις
(βλ. C. A. H. Vol. IV σελ. 702-703).

Ακριβώς βορειότερα από το Λάτιο, άρχιζε η επικράτεια των Σαβίνων, των θρυλικών προγόνων των Σαμνιτών (ή Σαυνιτών), που ομιλούσαν μια οσκο-ουμβρική διάλεκτο. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι σύμφωνα με παλαιότερες απόψεις (βλ. M. Grant: History of Rome – London 1979, σελ. 38-39), αυτά τα γειτονικά φύλα των Λατίνων ομιλούσαν Οσκικές διαλέκτους.

 

 Οι σπουδαιότερες πόλεις-κράτη του Λατίου γύρω στο 500 π.Χ.

 

Οι Λατινικές πόλεις θα συμπήξουν από τον 5ο αιώνα π.Χ. μια Ένωση, ένα «Κοινόν» θρησκευτικού χαρακτήρα, την Λατινική Συμπολιτεία (League), την οποία παραδοσιακά αποτελούσαν 30 κοινότητες, μία από τις οποίες ήταν και η Ρώμη. Το θρησκευτικό κέντρο αυτής της Ομοσπονδίας ήταν το Ιερό του Λατίνου Γιούπιτερ – Iuppiter/Jupiter Latiaris (ο υπέρτατος θεός τους, αντίστοιχος με τον Δία των Ελλήνων), στο όρος Αλβανόν (Monte Albanum), όπου συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο οι εκπρόσωποι των Λατινικών κοινοτήτων.

Η Άλβα Λόγκα (Alba Longa), κτισμένη στις πλαγιές του όρους Αλβανόν, σύμφωνα με την παράδοση που αναφέρει ο Βιργίλιος, υπήρξε η μητρική πόλη της Ρώμης (που απείχε περίπου 20 χλμ. ΒΔ) και η ηγέτιδα δύναμη της περιοχής από τον 10ο μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ., οπότε υπέκυψε στην ισχύ των ρωμαϊκών όπλων και καταστράφηκε, σύμφωνα με την παράδοση (βλ. Διόδ. Σικελ. Η΄ απόσπ. 25), από τον Ρωμαίο βασιλέα Τούλλο Οστίλιο (Tullus Hostilius, 672-640 π.X. βλ. Ρωμαίοι).

Ο Στράβων αναφέρει (Ε΄ ΙΙΙ. 2) κάποιες μυθικές παραδόσεις για τους Λατίνους, οι οποίοι, σύμφωνα με αυτές, πήραν το όνομά τους από τον βασιλιά των Αβοριγίνων (=αυτοχθόνων), τον Λατίνο, ο οποίος συμμάχησε με τον Αινεία (τον ήρωα των Τρώων, που κατέληξε εδώ μετά την άλωση της Τροίας) και τους συντρόφους του, εναντίον των Ρουτούλων. Οι Ρουτούλοι κατοικούσαν στην Αρδέα (Ardea), μια πόλη περίπου 30 χλμ. νοτίως της Ρώμης και στις συγκρούσεις τους με τον Αινεία και τους συμμάχους του θα ηττηθούν, αλλά ο Λατίνος θα φονευθεί σε μια μάχη. Ο Αινείας τότε θα γίνει βασιλεύς των Αβοριγίνων, που κατοικούσαν στην περιοχή όπου αργότερα θα ιδρυθεί η Ρώμη και προς τιμήν του Λατίνου θα ονομάσει τους υπηκόους του Λατίνους. Μετά τον θάνατο του Αινεία, θα τον διαδεχθεί ο γιος του, ο Ασκάνιος, ο οποίος θα ιδρύσει την Άλβα Λόγκα.

Σύμφωνα με την ρωμαϊκή παράδοση, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα της Ρώμης με τις άλλες πόλεις της Λατινικής Ομοσπονδίας, θα οδηγήσουν σε πολεμικές συγκρούσεις, η πρώτη από τις οποίες θα καταλήξει στην καταστροφή της Άλβα Λόγκα από τους Ρωμαίους, όπως προαναφέραμε.

Η παρακμή της ετρουσκικής ισχύος θα έχει ως αποτέλεσμα το τέλος της επικυριαρχίας τους στο Λάτιο μετά τις αλλεπάλληλες ήττες τους, αρχικά το 524 π.Χ. από τους Έλληνες άποικους της Κύμης με επικεφαλής τον Αριστόδημο και στην συνέχεια το 504 π.Χ. και την συντριπτική τους ήττα στην Αρίκια από τις συνδυασμένες δυνάμεις των Λατίνων και του Αριστόδημου της Κύμης, που θα νικήσουν τον πολυάριθμο στρατό του Ετρούσκου Λαρς Πορσέννα.

Γύρω στο 496 π.Χ. παρόμοιες αντιθέσεις θα οδηγήσουν στην σύγκρουση με το Λαβίνιον (Lavinium), μια ιστορική πόλη κοντά στην θάλασσα, περίπου 25 χλμ. στα νοτιοανατολικά της Ρώμης και το Τούσκουλο (Tusculum). Οι Ρωμαίοι, σύμφωνα με την παράδοση, θα επιτύχουν μια περιφανή νίκη κοντά στην λίμνη Ρηγίλλη (Regillus, σήμερα αποξηραμένη). Φαίνεται όμως ότι τα πραγματικά γεγονότα ήσαν κάπως διαφορετικά, δεδομένου ότι αμέσως μετά, οι Ρωμαίοι θα συνάψουν μια Συνθήκη με τις υπόλοιπες Λατινικές πόλεις στην βάση της ισοτιμίας, απόδειξη της αδυναμίας της Ρώμης να επιβληθεί πλήρως και θα εντάξουν στο Πάνθεόν τους την λατρεία των θεϊκών Διδύμων Κάστορος και Πολυδεύκη (οι Διόσκουροι της ελληνικής μυθολογίας), που λατρεύονταν στο Τούσκουλο. Μετά όμως από μια σειρά γεγονότων και ιστορικών συγκυριών που συνέβησαν στην διάρκεια του β΄ μισού του 4ου αιώνα π.Χ. οι Λατίνοι θα υποταχθούν στην Ρώμη και θα απορροφηθούν στην επικράτειά της. Τα γεγονότα αυτά ήσαν τα εξής:

Γύρω στο 343 π.Χ. οι Καμπανοί, απειλούμενοι από νέα κύματα μεταναστών από το Σάμνιον (Samnium, η χώρα των Σαμνιτών), θα λάβουν την μοιραία απόφαση, κάτω από την ηγεσία της Καπύης, να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια από την Ρώμη. Οι Ρωμαίοι, έχοντας από καιρό επισημάνει τα πλούσια εδάφη της Καμπανίας και με την προοπτική ότι θα επωφεληθούν από την ανάμειξή τους στις υποθέσεις της Καμπανίας, δεν δίστασαν να πάρουν την απόφαση και να απαντήσουν θετικά στο αίτημα των Καμπανών. Έτσι, θα ξεσπάσει όχι μόνον ο λεγόμενος Α΄ Σαμνιτικός πόλεμος (343-341 π.Χ.), αλλά η απόφασή τους αυτή θα αποτελέσει και το έναυσμα για μια αλυσσιδωτή αντίδραση, που οι επιπτώσεις της θα επηρεάσουν ευρύτερες περιοχές.


Αρχικά (343 π.Χ.), οι Ρωμαίοι θα νικήσουν τους Σαμνίτες και θα τους εκδιώξουν από την Καμπανία, αλλά στην συνέχεια θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα, καθώς οι στρατιώτες τους θα στασιάσουν (342 π.Χ.) αρνούμενοι να πολεμήσουν σε μια ξένη περιοχή. Επί πλέον η Καπύη θα ανακαλέσει την απόφασή της και αντί να συμπαραταχτεί με τους Ρωμαίους θα συμμαχήσει με την Λατινική Συμπολιτεία εναντίον τους. Οι Λατίνοι, είχαν αρχίσει να τηρούν εχθρική στάση προς την Ρώμη, όταν αντιλήφθηκαν ότι τυχόν απόσπαση εδαφών από την Καμπανία και προσάρτησή τους στην ρωμαϊκή επικράτεια θα είχε ως αποτέλεσμα την περικύκλωσή τους. Έτσι, με τις πρώτες στρατιωτικές αποτυχίες των Ρωμαίων βρήκαν την ευκαιρία και το θάρρος να απαιτήσουν αναθεώρηση των συνθηκών με την Ρώμη και επάνοδο στο παλαιό καθεστώς της ισοτιμίας, μεταξύ Ρώμης και των υπολοίπων Λατινικών πόλεων. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ρωμαϊκή Σύγκλητος θα απορρίψει αμέσως αυτές τις προτάσεις και ο πόλεμος με την Λατινική Συμπολιτεία θα ξεσπάσει το 341 π.Χ.

Ο πόλεμος αυτός υπήρξε ο σκληρότερος σε μια σειρά πολεμικών συγκρούσεων που θα ακολουθήσουν, αλλά η Ρώμη θα ακολουθήσει μια μακρόπνοη στρατηγική σε συνδυασμό με επιδέξιους διπλωματικούς ελιγμούς με στόχο την διάσπαση και αποδυνάμωση των αντιπάλων της.

Οι Λατίνοι θα αναγκασθούν τελικώς να υποταχθούν στους Ρωμαίους, κυρίως μετά από την βαριά ήττα που υπέστησαν μαζί με τους Καμπανούς συμμάχους τους, στο Τριφάνον (Trifanum), το 340 π.Χ. και μετά την συνθηκολόγηση των Καμπανών, οι πόλεις του Λατίου θα υποκύψουν η μία μετά την άλλη. Η Λατινική Συμπολιτεία τελικώς θα διαλυθεί το 338 π.Χ. ως αποτέλεσμα της ασυνεννοησίας και της έλλειψης ενότητας μεταξύ των πόλεών της, στην μακρόχρονη διαμάχη της με την Ρώμη (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στο Grant, M.: History of Rome ό.π. σελ. 47-49). Οι Ρωμαίοι πάντως θα συμπεριφερθούν με ιδιαίτερη διπλωματία και εξυπνάδα απέναντι στους Λατίνους, αποφεύγοντας κάθε εκδικητική συμπεριφορά. Οι πολίτες ορισμένων πόλεων θα λάβουν τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ενώ στις υπόλοιπες πόλεις δεν θα χορηγηθούν μεν πλήρη δικαιώματα, αλλά θα αποκτήσουν μια νέα σχέση με την Ρώμη, με την δημιουργία για πρώτη φορά ενός νέου τύπου πολιτικών δικαιωμάτων «άνευ ψήφου» (civitas sine suffragio).

Οι Λατίνοι σύντομα θα απορροφηθούν πλήρως εντός του ανερχόμενου ρωμαϊκού κράτους, το οποίο μέσα σε τρεις αιώνες θα κυριαρχήσει στον τότε γνωστό κόσμο.

Όπως προαναφέραμε, γλώσσα των Λατίνων ήταν η Λατινική, η σπουδαιότερη από κάθε άποψη γλώσσα ολόκληρου του κλάδου των Ιταλικών γλωσσών, που κατατάσσονται στην Αριοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Η Λατινική , όπως και η στενά συγγενής της, η Φαλισκική, η γλώσσα των Φαλίσκων, ανήκαν στην λεγόμενη Λατινο-Φαλισκική ομάδα.

Οι παλαιότερες επιγραφές στην Λατινική γλώσσα εμφανίζονται στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. και ανήκουν στην λεγόμενη Παλαιά Λατινική (Old Latin), η οποία περιέχει αρκετούς αρχαϊσμούς, που διατηρήθηκαν (τουλάχιστον στις επιγραφές), μέχρι τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Ήδη όμως σε φιλολογικά έργα από τα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται η λεγόμενη Κλασσική Λατινική (Classical Latin).

Με την σταδιακή υποταγή των λαών της Ιταλικής χερσονήσου στην Ρώμη και την βαθμιαία αφομοίωσή τους, οι γλώσσες τους θα εξαφανισθούν προς όφελος της Λατινικής, από την εξέλιξη της οποίας στους νεώτερους χρόνους, θα προκύψουν οι λεγόμενες Ρωμανικές γλώσσες, Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική, Πορτογαλική, Ρουμανική κ.λ.π.

 
 
Οι Αρκάδες στο Λάτιο 
από  το  1800  π.Χ.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΕΩΣ 
ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ, ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ.

2. Πρῶτοι γὰρ Ἑλλήνων οὗτοι περαιωθέντες τὸν Ἰόνιον κόλπον ᾤκησαν Ἰταλίαν, ἄγοντος αὐτοὺς Οἰνώτρου τοῦ Λυκάονος· ἦν δὲ πέμπτος ἀπό τε Αἰζειοῦ καὶ Φορωνέως τῶν πρώτων ἐν Πελοποννήσῳ δυναστευσάντων. Φορωνέως μὲν γὰρ Νιόβη γίνεται· ταύτης δὲ υἱὸς καὶ Διὸς, ὡς λέγεται, Πελασγός· Αἰζειοῦ δὲ υἱὸς Λυκάων· τούτου δὲ Δηιάνειρα θυγάτηρ· ἐκ δὲ Δηιανείρας καὶ Πελασγοῦ Λυκάων ἕτερος· τούτου δὲ Οἴνωτρος, ἑπτακαίδεκα γενεαῖς πρότερον τῶν ἐπὶ Τροίαν στρατευσάντων. Ὁ μὲν δὴ χρόνος, ἐν ᾧ τὴν ἀποικίαν ἔστειλαν Ἕλληνες εἰς Ἰταλίαν, οὗτος ἦν.
3. Ἀπανέστη δὲ τῆς Ἑλλάδος Οἴνωτρος οὐκ ἀρκούμενος τῇ μοίρᾳ· δύο γὰρ καὶ εἴκοσι παίδων Λυκάονι γενομένων εἰς τοσούτους ἔδει κλήρους νεμηθῆναι τὴν Ἀρκάδων χώραν. Ταύτης μὲν δὴ τῆς αἰτίας ἕνεκα Πελοπόννησον Οἴνωτρος ἐκλιπὼν καὶ κατασκευασάμενος ναυτικὸν διαίρει τὸν Ἰόνιον πόρον καὶ σὺν αὐτῷ Πευκέτιος τῶν ἀδελφῶν εἷς. Εἵποντο δὲ αὐτοῖς τοῦ τε οἰκείου λαοῦ συχνοί, πολυάνθρωπον γὰρ δὴ τὸ ἔθνος τοῦτο λέγεται κατ´ ἀρχὰς γενέσθαι, καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ὅσοι χώραν εἶχον ἐλάττω τῆς ἱκανῆς.
4. Πευκέτιος μὲν οὖν, ἔνθα τὸ πρῶτον ὡρμίσαντο τῆς Ἰταλίας, ὑπὲρ ἄκρας Ἰαπυγίας ἐκβιβάσας τὸν λεὼν αὐτοῦ καθιδρύεται, καὶ ἀπ´ αὐτοῦ οἱ περὶ ταῦτα τὰ χωρία οἰκοῦντες Πευκέτιοι ἐκλήθησαν. Οἴνωτρος δὲ τὴν πλείω τοῦ στρατοῦ μοῖραν ἀγόμενος εἰς τὸν ἕτερον ἀφικνεῖται κόλπον τὸν ἀπὸ τῶν ἑσπερίων μερῶν παρὰ τὴν Ἰταλίαν ἀναχεόμενον, ὃς τότε μὲν Αὐσόνιος ἐπὶ τῶν προσοικούντων Αὐσόνων ἐλέγετο, ἐπεὶ δὲ Τυρρηνοὶ θαλασσοκράτορες ἐγένοντο, μετέλαβεν ἣν ἔχει νῦν προσηγορίαν.

XII. 1. Εὑρὼν δὲ χώραν πολλὴν μὲν εἰς νομάς, πολλὴν δὲ εἰς ἀρότους εὔθετον, ἔρημον δὲ τὴν πλείστην καὶ οὐδὲ τὴν οἰκουμένην πολυάνθρωπον, ἀνακαθήρας τὸ βάρβαρον ἐκ μέρους τινὸς αὐτῆς ᾤκισε πόλεις μικρὰς καὶ συνεχεῖς ἐπὶ τοῖς ὄρεσιν, ὅσπερ ἦν τοῖς παλαιοῖς τρόπος οἰκήσεως συνήθης. Ἐκαλεῖτο δὲ ἥ τε χώρα πᾶσα πολλὴ οὖσα ὅσην κατέσχεν Οἰνωτρία, καὶ οἱ ἄνθρωποι πάντες ὅσων ἦρξεν Οἴνωτροι, τρίτην μεταλαβόντες ὀνομασίαν ταύτην. Ἐπὶ μὲν γὰρ Αἰζειοῦ βασιλεύοντος Αἰζειοὶ ἐλέγοντο, Λυκάονος δὲ παραλαβόντος τὴν ἀρχὴν ἀπ´ ἐκείνου αὖθις Λυκάονες ὠνομάσθησαν, Οἰνώτρου δὲ κομίσαντος αὐτοὺς εἰς Ἰταλίαν Οἴνωτροι χρόνον τινὰ ἐκλήθησαν. 

«Πρώτοι γαρ Ελλήνων αυτοί περαιωθέντες τον Ιόνιον κόλπον, ώκησαν Ιταλίαν, άγοντος αυτούς Οινώτρου του Λυκάονος… Ην δε ούτος πέμπτος από Αζετού και Φορωνέως των πρώτων εις Πελοπόννησον δυναστενσάντων… Ευρών δε χώραν πολλήν εις νομάς, και αρότρους εύθετον, έρημον δε την πλείστην, και ουδέ της οικουμένης πολυάνθρωπον, ώκησε πόλεις μικράς και συνεχώς επί ταις όρεσι…»
 
Οἴνωτρος δὲ ὁ τῶν παίδων νεώτατος Λυκάονι ἀρσένων Νύκτιμον τὸν ἀδελφὸν χρήματα καὶ ἄνδρας αἰτήσας ἐπεραιώθη ναυσὶν ἐς Ἰταλίαν, καὶ ἡ Οἰνωτρία χώρα τὸ ὄνομα ἔσχεν ἀπὸ Οἰνώτρου βασιλεύοντος. οὗτος ἐκ τῆς Ἑλλάδος ἐς ἀποικίαν στόλος πρῶτος ἐστάλη: ἀναριθμουμένῳ δὲ ἐς τὸ ἀκριβέστατον οὐδὲ ἐκ τῶν βαρβάρων οὐδένες πρότερον ἢ Οἴνωτρος ἀφίκοντο ἐς τὴν ἀλλοδαπήν.
Παυσανία Αρκαδικά



Ο πρώτος που αποφάσισε να μεταναστεύσει σε άλλους τόπους
(κατά τους αρχαίους Έλληνες) και να κτίσει αποικία, ήταν
ο Οίνωτρος, γιος του Λυκάονα. Στην Αρκαδία είχαν γίνει τόσο
πολλοί, που δεν μπορούσε η γη να τους θρέψει. Με τις ευλογίες
και τη βοήθεια του βασιλιά αδελφού του, Νύκτιμου, ο Οίνωτρος έφτιαξε πλοία, πήρε μαζί του πολλούς Αρκάδες και ανάμεσά τους
τον αδελφό του τον Πευκέτιο, κι έβαλε πλώρη Δυτικά.


  Νυκτίμου δὲ. τὴν βασιλείαν παραλαβόντος ὁ

ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμὸς ἐγένετο. [...]

Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη Γ'


Έπιασαν στην Απουλία (νοτιοανατολική Ιταλία), πρώτοι αυτοί, 17 γενιές πριν από τον πόλεμο της Τροίας, μετά τη λήξη του οποίου

ο Αινείας έφυγε από την Τροία και έγινε οικιστής του Λάτιου.

Στην Απουλία εγκαταστάθηκε ο Πευκέτιος και έτσι ένα μεγάλο

τμήμα της περιοχής ονομάστηκε Πευκετία. Κοντά του έσπευσαν τα αδέλφια του από την Αρκαδία, ο Ίαπυς που συγχέεται με τον
Ιάπυγα, γιο του Δαίδαλου, και που έγινε επώνυμος της Ιαπυγίας (περιοχή της Καλαβρίας στη Νότια Ιταλία, απέναντι από τη Σικελία), και ο Δαύνος, οικιστής της Δαυνίας (της περιοχής γύρω από το σημερινό Μπάρι).

Ο Οίνωτρος συνέχισε, διέσχισε τον πορθμό της Σικελίας κι έφτασε

ως την Αυσονία («τότε» περιοχή ανάμεσα στον Πορθμό και τις εκβολές του Λείρι ποταμού, ανάμεσα στην Καμπανία και το Λάτιο). Η περιοχή ονομάστηκε Οινωτρία και από αυτήν, Οινωτρία
ονομάστηκε ολόκληρη η χερσόνησος. Πολύ αργότερα, ο βασιλιάς Ιταλός, Πελασγός κι αυτός κατά μια εκδοχή (Σικελός κατά άλλη), ονόμασε τη χώρα Ιταλία.

Από τους Αρκάδες αυτούς αποίκους, οι Αβοριγίνες απλώθηκαν σε όλη την Ιταλία. Αβοριγίνες ονομάζονταν οι υπεράκριοι, αυτοί που κατά το Αρκαδικό σύστημα κατοικούσαν στα άκρα, αλλά και οι αυτόχθονες (από το Λατινικό ab origine που σημαίνει γνήσιοι, πρωταρχικοί, αλλά και πρωτόγονοι).

Ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων (ο πρεσβύτερος) καθώς και άλλοι

Ρωμαίοι που έγραψαν γενεαλογίες, ανέφεραν ότι οι Αβοριγίνες
ήταν Αρκάδες. Υπήρχαν όμως και άλλοι που έλεγαν ότι οι
Αβοριγίνες ήταν Σαβίνοι (αρχαίος λαός που ζούσε στην Κεντρική Ιταλία και αντιστάθηκε σκληρά στους Ρωμαίους, οι οποίοι μόλις
το 290 π.Χ. μπόρεσαν τελικά να τους υποτάξουν). Όμως ο επιφανής ιστορικός Μάρκος Τερέντιος Ρεατίνος Ουάρων (116 – 27 π.Χ.), ισχυριζόταν ότι οι Ρεατίνοι Σαβίνοι ονομάζονταν και ήταν Αρκάδες.

Οι Αρκάδες απλώθηκαν στην Ιταλία, εκδιώκοντας τους εκεί εγκατεστημένους Σικελούς, έναν από τους λαούς της θάλασσας

που έγιναν αιτία να καταρρεύσει η Μυκηναϊκή οικονομία.
Σύμφωνα με τους Αιγυπτιακούς παπύρους, ανάμεσα στο 1220 και στο 1193 π.Χ., (περίπου τότε έπεσε και η Τροία), βασίλευαν ο
Ραμσής Γ΄ και ο γιος του Μενεφθά. Αυτή την εποχή η χώρα
δέχθηκε την επίθεση των «λαών της θάλασσας». Οι φαραώ τους αντιμετώπισαν και αυτοί στράφηκαν προς την Παλαιστίνη. Στα 1174 ξαναφάνηκαν στην Αίγυπτο, αποκρούστηκαν και σκόρπισαν. Ονομάζονταν Σαντάνα, Τούρσα, Σέκελες, Ρούκι, Νερντέν,
Πλέστ κλπ. Από αυτούς, οι Σέκελες (Σικελοί), απλώθηκαν στην
Ιταλία. Αυτούς έδιωξαν οι Αρκάδες όταν έφτασαν εκεί., και τους περιόρισαν στο νησί που ονομάστηκε Σικελία. Οι Αβοριγίνες
Αρκάδες κατοίκησαν σε μερικούς από τους λόφους στους
οποίους αργότερα κτίστηκε η Ρώμη.

Εξήντα χρόνια πριν από τα Τρωικά, όταν στην Αρκαδία βασίλευε

ο Αγαμήδης (γιος του Στύμφαλου κατά τη μυθολογία), ο Εύανδρος (γιος του Ερμή και της Θέμιδας κατά τη μυθολογία) που ζούσε
στην περιοχή του Παλλαντίου (στα όρια της σημερινής Τρίπολης), αρμάτωσε δύο καράβια και πήγε μετανάστης στην Ιταλία.
  Βρέθηκε κι αυτός στην περιοχή των λόφων όπου αργότερα
κτίστηκε η Ρώμη.

Στους εκεί Αβοριγίνες Αρκάδες βασίλευε ο Φαύνος

(συνώνυμος του Ρωμαϊκού θεού των δασών και των κοπαδιών,
που ταυτίζεται με τον Αρκαδικό Πάνα). Ο βασιλιάς Φαύνος
επέτρεψε στους νεοφερμένους συμπατριώτες του να κατοικήσουν
σε έναν από τους λόφους. Ο Εύανδρος τον οχύρωσε και τον
ονόμασε Παλλαντίνο είτε σε ανάμνηση της μητρόπολης που ξεκίνησαν, είτε από το όνομα του γιου του, Πάλλαντα. Είναι ο Παλλαντίνος λόφος, ο κεντρικός από τους 7 λόφους της Ρώμης. Τιμώντας την Αρκαδική καταγωγή της ονομασίας του λόφου, ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων Αντωνίνος (138-161 μ.Χ.),
επισκέφθηκε το Παλλάντιο της Αρκαδίας και τον εκεί οικισμό
τον μετέτρεψε σε πόλη.
 
 

 


 


Η  ΙΤΑΛΙΑ,  ΜΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ 
ΑΠΟ  ΤΟ  2.000  Π.Χ.

Σύμφωνα με τον  Ηρόδοτο, η Ιταλική  χερσόνησος και τα μεγάλα νησιά που την περιβάλλουν αποτελούσαν «οικείο  τόπο», ήδη
από την Μινωική Περίοδο,  δηλ.  προ  του  2.000 π.Χ.

Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την διακίνηση προϊόντων μεταλλουργίας  και  κεραμικής  στην Ιταλία κατά την  Μυκηναϊκή περίοδο και οι σχετικές εμπορικές οδοί παρέμειναν ανοικτές και αναπτύχθηκαν περισσότερο  μέχρι  και  τον 11ο αι π.Χ. 
Τα περισσότερα κατάλοιπα μυκηναϊκής κεραμεικής στην Ιταλία βρέθηκαν σε οικισμούς  και μάλιστα σε περιοχές γειτονικές στις παραλιακές τοποθεσίες της εμπορικής συναλλαγής (π.χ. στο ακρωτήριο Punta di Mezzogiorno) (Smith, σσ 14-17). Φαίνεται
λοιπόν, ότι λόγω  της σημαντικής χρηστικής τους αξίας, τα
αιγαιακά κεραμεικά είχαν μεγάλη ζήτηση  στις τοπικές αγορές.
Τα αγγεία αποτελούσαν  το κυριότερο εξαγώγιμο είδος των Μυκηναίων στην Ιταλία και είναι αξιοσημείωτο ότι τα 
περισσότερα ήταν κατασκευασμένα από πηλό προερχόμενο
από το νησί της Αίγινας.

  Τα σημαντικότερα  τοπικά  εργαστήρια φαίνεται  ότι βρίσκονταν στην Β. Ιταλία (π.χ. Frattesina ή Fondo Paviani στην περιοχή
Veneto).  Στις θέσεις αυτές όμως, βρέθηκαν και μυκηναϊκά έργα μεταλλοτεχνίας, πράγμα που υποδεικνύει ότι οι σχετικές
ανταλλαγές  ήταν, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, αμφίδρομες
(Smith, σσ 36-39).  Επίσης  στην θέση Satyrion της Ν. Ιταλίας, παρουσιάζονται  εμφανείς αιγαιακές επιρροές.  Στα ιταλικά εργαστήρια  φαίνεται  ότι  εργάσθηκαν κατά καιρούς  Μυκηναίοι  κεραμείς   και  πολλοί   Ιταλοί συνάδελφοι τους μετέφεραν
αιγαιακή τεχνογνωσία και  τεχνοτροπία, έχοντας «μετεκπαιδευτεί
σε κάποιο εργαστήριο κεραμεικής του Αιγαίου» (Vagnetti, σ. 149).



Η πανάρχαια οικειότητα των Ιταλικών περιοχών για  τους Έλληνες επιβεβαιώνεται και σε προηγούμενες γραπτές μαρτυρίες, είτε πρόκειται για  Ομηρικά τοπωνύμια (π.χ. Σικανία/Σικελία) είτε για περιγραφές τοπίων στον Ησίοδο (π.χ.  Αίτνα). Διαδεδομένοι μύθοι, όπως αυτός του Ευάνδρου,  μαρτυρούν ότι η εμπειρία των ιταλικών χωρών είχε παραμείνει ζωηρή στην  αρχαία ελληνική συλλογική μνήμη (Smith, σ 7).

Το εμπόριο με την Ιταλία άνθισε από την ΥΕ ΙΙΙΑ έως την ΥΕ ΙΙΙΒ2 Περίοδο (Peruzzi, σ.  155). Η πρώτη αναλυτική καταγραφή των τεκμηρίων κεραμεικής (σχετικά ελλιπής) έγινε  το 1958 από τον William Τaylour (μαθητή του A. Wace).
Κατά την πρώιμη Εποχή του Χαλκού εμφανίστηκε η ανάγκη για μια σταθερή  βάση προμήθειας μετάλλων που έλειπαν από το Αιγαίο (χαλκός, κασσίτερος).  Έτσι  η ανάγκη για ένα
πολυσύνθετο εμπορικό δίκτυο τόσο με την Ανατολή όσο και  με την Δύση (και δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε με ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο)  ήταν πλέον επιτακτική.  Άφθονα  τεκμήρια  για την διασπορά μυκηναϊκών προϊόντων έχουν ανακύψει σε διάφορες περιοχές της  Ευρώπης.  Η επίδραση της μυκηναϊκής παρουσίας ήταν εμφανής και αφορούσε την αρχιτεκτονική, τις θρησκευτικές τελετουργίες  και  την τεχνοτροπία.  
Η μυκηναϊκή  αγγειογραφία ήταν τόσο δημοφιλής, ώστε όταν
τα «γνήσια» εισαγόμενα είδη δεν επαρκούσαν για την κάλυψη
της ζήτησης, ιδρύονταν τοπικά εργαστήρια που παρήγαν και  προωθούσαν στην αγορά «απομιμήσεις» (Dickinson 2003, σ 352).  Οι  Μυκηναίοι είχαν φέρει σε επαφή τις ανακτορικές κοινωνίες
με τις νομαδικές φυλές, την  ανατολή με την δύση και τον βορρά, την Μεσόγειο με τα Ουράλια. Με την πάροδο του  χρόνου, ο πολιτισμός τους απέκτησε μία τελείως ιδιόμορφη χροιά, μείγμα μινωικών  παραδόσεων, ιεραρχικών αξιών της Εγγύς Ανατολής, ηρωικών επών «ευρωπαϊκού τύπου»,  με μία ήπια «γεύση» ασιατικής στέππας (Broodbank, σ 441).


Το  Λάτιο  και  οι  Έλληνες

Α.   ΜΥΘΟΙ  ΚΑΙ  ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

Οι  παραδόσεις των Ιταλιωτών σχετικά με τις μετακινήσεις
Ελληνικών πληθυσμών και τον  αποικισμό της χερσονήσου
ανάγονται στα απώτατο μυθικό παρελθόν.

Μία από τις παλαιότερες, ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ των
Λατίνων λογίων, αφορούσε την  εγκατάσταση αποίκων από την
Τεγέα στην Ετρουρία και την ίδρυση ομώνυμης αποικίας, η 
οποία εκλατινίσθηκε ως Tagetici (Peruzzi, σ 137). Η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε  σπέρματα αλήθειας στον συγκεκριμένο μύθο,
με την ανεύρεση κεραμεικής της  Υστερομινωικής (ΥΜ) ΙΙΙΒ Περιόδου στο Luni sul Mignone.

Ειδικά για το Λάτιο, οι  ανάλογοι μύθοι ήταν περισσότεροι λεπτομερειακοί και επεξεργασμένοι. Οι γηγενείς 
πίστευαν ότι το Λάτιο ιδρύθηκε στα μέσα του 13ου αι από
Αρκάδες, με επικεφαλής τον  Εύανδρο και ότι η ονομασία του Παλατίνου λόφου προέρχεται από το Παλλάδειον όρος 
της Αργολίδας. Πίστευαν επίσης ότι η μυθική θεότητα των Πρωτολατίνων Carmenta (θεά  του τοκετού και της προφητείας)
ήταν η μητέρα του Εύανδρου Νικοστράτη, η οποία είχε 
μαντικές ικανότητες, εξού και το Λατινικό της όνομα

(από το carmen = ιερή  ωδή/χρησμός). Σύμφωνα με την παράδοση,
η Carmenta ήταν η πρώτη που επινόησε το  Λατινικό αλφάβητο. Ασφαλώς, ο αρκαδικός αποικισμός δεν ήταν η μοναδική
προσπάθεια  για μόνιμη εγκατάσταση των Ελλήνων
στην Κ. Ιταλία. Άλλες μυθολογικές αφηγήσεις  θέλουν τους Μυκηναίους να ιδρύουν την Tibur (από το όνομα του ποταμού Τίβερη). Είναι  γνωστό ότι το Λάτιο βρισκόταν σε ιδιαίτερα
εύφορη περιοχή με στρατηγική σημασία. 

Επιπλέον, ήταν η απόληξη της Via Salaria, δηλαδή του δρόμου του αλατιού, που συνέδεε  το δέλτα του Τίβερη με την Ρώμη, πολυσύχναστου ήδη από την Εποχή του Χαλκού 
(Peruzzi, σ 11).



  Μια ρομαντική άποψη για τα ερείπια της Alba Longa, μετά την καταστροφή της από τη Ρώμη κάτω από τον Tullus Hostilius
τον 7ο αιώνα π.Χ.






Β.   ΓΡΑΦΗ  ΚΑΙ  ΓΛΩΣΣΑ
Ισχυρές ενδείξεις για την μυκηναϊκή επίδραση στον Ιταλικό χώρο προέρχονται από την  γλωσσολογία.
Εκτός από τις μυθικές αναφορές σχετικά με την συμβολή της Carmenta,  φαίνεται ότι η Γραμμική Β΄ πιθανόν να υπήρξε το
πρώτο  σύστημα γραφής που διαδόθηκε στο Λάτιο
(Peruzzi, σ 28).
Για παράδειγμα, η προέλευση  όρων που περιγράφουν όπλα,
όπως balteum και cuspis, είναι προφανώς μυκηναϊκή, από τις  λέξεις  παλτόν (ελαφρύ ακόντιο) και kwshiphis (αιχμή δόρατος),
αντίστοιχα, αν και  ενδέχεται οι λατινικοί όροι να αναφέρονται σε παρεμφερή και όχι ταυτόσημα όπλα.
Ομοιότητες διακρίνονται και σε άλλους όρους της μεταλλοτεχνίας, όπως η λέξη bractea, η   οποία θεωρείται ότι αντιστοιχεί στον prakteeus (μεταλλουργός) της Γραμμικής Β΄ (Peruzzi, σ. 60-64).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα γλωσσικά «δάνεια» ακολούθησαν την εισαγωγή των  αντίστοιχων τεχνολογικών ή τεχνοτροπικών καινοτομιών. Είναι γνωστό, για παράδειγμα,  ότι η προϊστορική αρχιτεκτονική στο Λάτιο αντιπροσωπεύεται κυρίως από ξύλινες
καλύβες, οι οποίες κυριαρχούν έως την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Παράλληλα με τις  μετακινήσεις των Μυκηναίων όμως,
εμφανίζονται περισσότερο εκλεπτυσμένα κτίρια με  παράθυρα.
Η λατινική λέξη fenestra που περιγράφει το παράθυρο προέρχεται πιθανότατα   από τον μυκηναϊκό όρο festra. Εξάλλου, έχει
διατυπωθεί η άποψη ότι η λατινική λέξη για  το συνηθέστερο
ένδυμα των Ρωμαίων (ένα είδος χιτώνα γνωστό ως toga) ενδεχομένως προέρχεται από την λέξη teba (ή tepa), με την οποία
οι Μυκηναίοι αναφέρονταν γενικά στα  υφάσματα (Peruzzi, σ 87).
Με την μεταγενέστερη διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας,  προέκυψε η λέξη τήβεννος, η οποία πάλι παραπέμπει στον Τέμεννο (Tebennos, σύμφωνα  με το λεξικό της Σούδας), ένα από τους ηγέτες των Αρκάδων αποίκων στο Λάτιο.  Η λέξη vervactum, η οποία περιέγραφε τα χωράφια σε αγρανάπαυση, φαίνεται ότι προέρχεται
από το «άκτιτον», μυκηναϊκό όρο για το χώμα (Peruzzi, σ 114). Εξάλλου, η μονάδα μέτρησης επιφανειών «jugus» (από την οποία προέρχεται το μεταγενέστερο yoke)  παραπέμπει ευθέως στο
ζεύγος (και αργότερα στην λέξη ζυγός), επίσης μονάδα μέτρησης  
της γης από τους Μυκηναίους, η οποία μάλλον υποδήλωνε την
έκταση που μπορούσε να  οργώσει δύο «ζευγμένα» ζώα.
Τέλος, η λατινική λέξη για την ζωοτροφή (forbea)  ενδεχομένως προέρχεται από την «φόρβη» (ή poqa, όπως αναφέρεται στην Γραμμική Β΄)  (Peruzzi, σ 116). 
  

Γ.   H  ΘΡΗΣΚΕΙΑ  ΤΩΝ  ΛΑΤΙΝΩΝ 
 Οι σύγχρονοι ερευνητές διακρίνουν σαφείς μυκηναϊκές
επιδράσεις και στην θρησκεία, οι  οποίες και πάλι σχετίζονται
με γλωσσικές συγγένειες. Σύμφωνα με την παράδοση του  Ευάνδρου, οι Αρκάδες άποικοι μετέφεραν στο Λάτιο την λατρεία του Διονύσου και της  Νίκης. Για την λατρεία του Διονύσου γνωρίζουμε ότι προοριζόταν η περιοχή Lupercal 
(από όπου ονομάσθηκαν αργότερα οι εορταστικές εκδηλώσεις lupercalia). Αργότερα, ο  Διόνυσος πέρασε στην θρησκεία των Ρωμαίων ως Faunus, πιθανώς από τον ομώνυμο  μυθικό
βασιλιά του Λατίου, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση θεοποιήθηκε από τον  Εύανδρο. Για την λατρεία της Νίκης, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι είχε πανάρχαιες ρίζες στο  Λάτιο
και ότι ήταν διαδεδομένη ήδη από την εποχή του Ρωμύλου,
ενώ ο πρώτος ναός που  αφιερώθηκε στην θεά χρονολογείται
από το 294 π.Χ. Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις 
(Peruzzi, σσ 121-124), η θεότητα αυτή αποτελεί εξέλιξη της Πότνιας (potinija), η οποία  κατείχε εξέχουσα θέση στην μυκηναϊκή θρησκεία. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η  μυκηναϊκή ονομασία των ναού της θεάς
(woikos potnias = Οίκος Ποτνίας)  παρερμηνεύθηκε ως μία
λέξη από τους Πρωτολατίνους και κατέληξε στην παραφθορά «Vica Pota» (και ο Πλούταρχος όντως αναφέρει παραδόσεις σχετικά με την λατρεία αυτής  της «μεταβατικής» θεότητας)
και αργότερα στο «Victoria» (Νίκη). Έτσι, η Πότνια 
εξελίχθηκε σε Νίκη στην ιταλική χερσόνησο, ενώ η «νεότερη» ελληνική εκδοχή της είναι  μάλλον η Δήμητρα. Γλωσσικές συγγένειες υπάρχουν και για κάποια αντικείμενα  θρησκευτικής χρήσης, με βάση ενδείξεις από το Λάτιο και την Σαρδηνία (Antigori), όπως  για παράδειγμα capis (σκάφις) και bucar (βούκερως – είδος θρησκευτικού αγγείου) (Smith, σ 143). 





Δ.   ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ  ΕΥΡΗΜΑΤΑ  ΠΟΥ  ΤΕΚΜΗΡΙΩΝΟΥΝ  ΤΗΝ  ΕΠΙΔΡΑΣΗ  ΤΩΝ  ΕΛΛΗΝΩΝ  ΣΤΟ  ΛΑΤΙΟ.
 

Αρχαιολογικά ευρήματα στην Alba Longa, αλλά και στους
λόφους Alban  υποδεικνύουν ότι οι Μυκηναίοι ανέπλεαν τον Τίβερη (οι εκβολές του οποίου δεν διέθεταν  σημαντικό λιμάνι), προκειμένου να εμπορευθούν στην περιοχή του Λατίου.
Από εκεί, στοιχεία του πολιτισμού τους διοχετεύθηκαν σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ιταλίας. 

1.   Η σημαντικότερη μυκηναϊκή θέση στο  Λάτιο ήταν το
Luni sul Mignone, ηφαιστειογενής τοποθεσία, φυσικά οχυρή με μεγάλη  στρατηγική αξία, η οποία κατοικήθηκε συνεχώς,
από την 4η χιλιετία έως την Εποχή του Σιδήρου (Smith, σ 93).   

 


Στο Luni sul Mignone βρέθηκε άφθονη μυκηναϊκή κεραμεική, 
η  οποία ανάγεται στην ΥΕ ΙΙΙΑ έως και ΥΕ ΙΙΙΓ Περίοδο.  


   Το  Luni sul Mignone  βρίσκεται στο  65 χλμ
βορειοδυτικά της Ρώμης.  Στο Luni έχουν βρεθεί  πολλά ασυνήθιστα οικοδομικά ερείπια, που αποτελούνται από μεγάλες τάφρους που βρίσκονται  μέσα σε  βράχους.
Αυτά  έχουν ερμηνευτεί ως μυκηναϊκές  στέγες από τη Μέση και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (XVII-XI αιώνα π.Χ.).  Τα ευρήματα δείχνουν  το  έντονο  ενδιαφέρον
των  Μυκηναίων  για τις αποθέσεις χαλκού στα  βουνά  του Tolfa, λίγα χιλιόμετρα προς τα νότια


2.   Εμφανής  μυκηναϊκή παρουσία υπάρχει  στο Monte Rovello
(το οποίο διέθετε κοιτάσματα μεταλλευμάτων).  

3.  Στην νησίδα Piediluco βρέθηκαν πολλά κατάλοιπα οπλισμού
με  αιγαιακές επιδράσεις.
 
4.   Στο Contigliano εντοπίσθηκε ορειχάλκινος θησαυρός και  κυπριακός τρίποδας του τέλους των μυκηναϊκής εποχής.
 
5.   Στα μοναστήρια San Giovenale  και San Omobono κοντά
στην Ρώμη  βρέθηκαν  μυκηναϊκά  τεχνουργήματα 
(Peruzzi σσ 151-154). 
 





  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


 


1.    Τσούντας Χρ., Μυκήναι και Μυκηναίος πολιτισμός, Αθήναι 1893 


2.   Mυλωνάς Γ., Πολύχρυσοι Μυκήναι, Αθήνα 1983

3.   Δημακοπούλου Κ. (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσμος. Πέντε
αιώνες πρώιμου Ελληνικού πολιτισμού 1600-110 π.Χ.,
Αθήνα 1988

4.   Δημακοπούλου Κ. (επιμ.),  Τροία, Μυκήνες, Τίρυνς,
Ορχομενός. Εκατό χρόνια από το θάνατο του Ερρίκου Σλήμαν, Αθήνα 1990.

5.   Dickinson O. Αιγαίο: Εποχή του Χαλκού.
Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Αθήνα, 2003

6.   Dickinson O. Προέλευση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.
Εκδόσεις Καρδαμίτσα.  Αθήνα, 2014

7.   Mosse C, & Schnapp-Gourbeillon A. Επίτομη Ιστορία της
Αρχαίας Ελλάδας. Εκδόσεις  Παπαδήμα. Αθήνα, 2013

8.   Renfrew C, Bahn P. Αρχαιολογία: Θεωρίες, Μεθοδολογία και Πρακτικές Εφαρμογές.  Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Αθήνα, 2011

9.   Faure P., Η καθημερινή ζωή στη Μυκηναϊκή εποχή,
Αθήνα 1987

10.   Hooker J., Εισαγωγή στη Γραμμική Β γραφή, Αθήνα 1994

11.   Μοuntjoy P., Mυκηναϊκή γραπτή κεραμική: οδηγός ταύτισης, Αθήνα 1998

12.   Ruiperez M., J. Melena, Οι Μυκηναίοι Έλληνες, Αθήνα 1996

13.  Treuil R., P. Darcque, J.-Cl. Poursat, G. Touchais, Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού, Αθήνα, 1996

 14.  Vermeule, E. Ελλάς, Εποχή του Χαλκού, Αθήνα 1983

15.   Boardman, John, Οι Έλληνες στην Υπερπόντια Εξάπλωσή τους, Αθήνα, Καρδαμίτσα 1999 (The Greeks Overseas, 3rd ed., London 1980).

16.   Coldstream, N. Γεωμετρική Ελλάς, Αθήνα, Καρδαμίτσα

 17.   Osborne, R., Η Γέννηση της Ελλάδας (Greece in the Making, 1200-479 B.C., London 1996).

18.   Ridgway, D., Οι Πρώτοι Έλληνες στη Δύση, Αθήνα,
Καρδαμίτσα 1999 (The first Western Greeks, Cambridge 1992).

19.   Greco, E., Αρχαιολογία της Μεγάλης Ελλάδας, Αθήνα 2001 (Archeologia della Magna Grecia, Bari 1992).

20.   Rutter, J. (επιμ).: Τα μαθήματα αρ. 16, 19-22, 24-29 στον ιστότοπο των Μαθημάτων Προϊστορικού Αιγαίου του Πανεπιστημίου Dartmouth http://www.dartmouth.edu/~prehistory/aegean/

21.   Πολλές από τις ανακοινώσεις στο Secondo Congresso Internazionale di Micenologia, Roma 1990, Rome 1997, αναφέρονται σε ευρήματα μυκηναϊκής κεραμικής στην Ιταλία.

22.   Smith, Th.R., Mycenaean Trade and Interaction in the West Central Mediterranean, 1600-1000 B.C., Oxford 1987.

23.   Broodbank C. The Making of the Middle Sea. Thames &
Hudson. London, 2013

24.   Peruzzi E, Myceneans in Early Latium. Edizioni dell' Ateneo & Bizzarri. Roma. 1980

25.  Smith ΤR, Mycenaean Trade and Interaction in the West
Central Mediterranean: 1600-1000 BC. British Archaeological Reports International Series 371. Oxford, 1987

26.   Stubbings FH. The Expansion of the Mycenean Civilization (Cambridge Ancient  History, Revised Edition, Vol. ii, ch. xxii(a)). Cambridge University Press. Cambridge,  1964

27.   Taylour W. Mycenaean Pottery in Italy. Cambridge University Press. Cambridge, 1958

28.   Vagnetti L. Mycenaean Pottery in the Central Mediterranean: Imports and Production in their Context. In: Crielaard JP, Stissi V,
van Wijngaarden GJ (eds). The Complex

29.   Past of Pottery: Production, Circulation and Consumption of Mycenaean and Greek  Pottery (Sixteenth to Early Fifth Centuries BC). JC Gieben. Amsterdam, 1999; pp 137-161

30.   van Wijngaarden G.-J. Production, Circulation and
Consumption of Mycaenean  Pottery (16th to 12th Centuries). In: Crielaard JP, Stissi V, van Wijngaarden GJ (eds).

31.   Grguric N., The Mycenaeans c. 1650 – 1100 BC. Osprey publishing. Oxford, 2005

32.   D’Amato R. & Salimbeti A., Bronze age Greek warrior
1600 – 1100 BC. Osprey  publishing. Oxford, 2011

33.   Galaty M., W.A. Parkinson (επιμ.), Rethinking Mycenaean palaces II, UCLA Cotsen Institute of Archaeology, Los Angeles 2007

34.   Boardman, John, The Diffusion of Classical Art in Antiquity, London 1994.

35.   Cerchiai, L. et alii (ed.), The Greek Cities of Magna Graecia
and Sicily, Los Angeles 2004.

36.   Dunbabin, T.J., The Western Greeks, Oxford 1948.

37.   Graham, A.J., “The Western Greeks”, in CAH 3.3, 163-195.

38.   Hackens, T., Van Der Driessen, B., Antiquités étrusques, italiques et romaines. Choix de documents graphiques, 
Louvain-La-Neuve, 1977 (σχέδια και χάρτες).

39.   Lepore, E, Colonie greche dell’Occidente antico, Roma 1989.

40.   Vallet, G., Le monde colonial grec de l’Italie méridionale
et de la Sicile, Rome 1996. 

41.   Woodhead, A.G., The Greeks in the West, Bristol 1962.

 

ΖΗΝΩΝ  ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ

 

 






















































































































































































































































 
 
 

 
 
 

 
 
 
 


 

 

 

 

 

 

 
 

 

 

 

 

 
 

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...