Στις 26 Νοεμβρίου 1946, μετά τα μεσάνυχτα,
εκατοντάδες εβραιοκομμουνιστές αντάρτες, οι
περισσότεροι των οποίων
μιλούσαν βουλγάρικα, κτύπησαν το
χωριό Μάνδαλος, πλησίον των Γιαννιτσών, το οποίον υπεράσπιζε ένας μικρός λόχος
65 ειδικών χωροφυλάκων άνευ θητείας. Διοικητής
του λόχου ήταν ένα μόνιμος υπολοχαγός του Στρατού, ο Σταύρος Κωνσταντινίδης. Οι βουλγαροκομμουνιστές κατέλαβαν
το χωριό και δολοφόνησαν 24 αμάχους πολίτες - 4
άνδρες, 5 γυναίκες και 15 ανήλικους, από τους οποίους οι 11 ήταν από 3 έως
9 ετών. Η Δέσποινα Βασιλειάδου ήταν
έγκυος 8-9 μηνών. Της έσχισαν την κοιλιά και έβγαλαν το
έμβρυο. Ακρωτηρίασαν με τσεκούρι και μετά τουφέκισαν
τα 8 ανήλικα παιδιά της, την Μαρία 17 ετών, τον Εμμανουήλ 15, τον Αντώνη 12,
την Σοφία 9, τον Πρόδρομο 8, τον Στάθη 7, τους δίδυμους Βασίλη και Ευθύμη 5 ετών.
«Ούσης εγκύου εννέα μηνών, έσχισαν διά
μαχαίρας την κοιλίαν και εξήγαγον το ζων έμβρυον, όπερ νεκρόν εναπέθεσαν εις
την κοιλία της».
Από τα υπόλοιπα θύματα, 5 παιδιά και 2
γυναίκες τους έσφαξαν με μαχαίρι, ενώ ένα ανδρόγυνο με το παιδί τους, πριν τους
σκοτώσουν, τους ακρωτηρίασαν.
Από τα
συνοριακά όρη και μέσα από τη γιουγκοσλαβική επικράτεια, αντάρτικα σώματα
Ελλήνων κομμουνιστών και των Βουλγάρων
συμμάχων τους (αυτονομιστική-κοΜμουνιστική οργάνωση ΝΟΦ) εφορμούσαν
στους κάμπους, καταλαμβάνοντας χωριά και πολεμώντας τις τοπικές μονάδες στρατού
και χωροφυλακής, που αντιστέκονταν σθεναρά.
Περί το Νοέμβριο η βορειοδυτική Μακεδονία
ήταν ανήσυχη. Η Τζένα και το Πάικο έβριθαν ανταρτών, που νωρίτερα επιτέθηκαν
στο Σκρά, στον Αρχάγγελο και στην Ενωτία. Ειδικά η επίθεση στο Σκρά ήταν μια
επιτυχία άνευ προηγουμένου για τους αντάρτες, αφού αιφνιδίασαν και εξόντωσαν τη
φρουρά και λεηλάτησαν και κατέστρεψαν το χωριό, φονεύοντας 50 αμάχους. Η ηγεσία
των ομάδων αυτών, αφού επιτυχημένα παραπλάνησε τις στρατιωτικές αρχές όσον
αφορά τις προθέσεις της, έστειλε σε μία καταδρομική επιχείρηση 500 αντάρτες, εξ
ων τα 2/3 ήταν Σλάβοι (κάτοικοι ανέφεραν πως οι αντάρτες μιλούσαν σερβικά και
βουλγαρικά), στο νότο.
Στόχος, το χωριό Μάνδαλος, βορειοδυτικά των
Γιαννιτσών. Την υπεράσπιση του Μανδάλου και των κατοίκων του είχε αναλάβει ο
8ος Λόχος Κυνηγών Χωροφυλακής, με δύο διμοιρίες και 65 άνδρες υπό τα όπλα.
Αρχηγός τους ήταν ο Σταύρος Κωνσταντινίδης, υπολοχαγός πεζικού. Οι Λόχοι
Κυνηγών Χωροφυλακής συγκροτούνταν από χωροφύλακες άνευ θητείας, και είχαν
σχεδιαστεί αρχικά ως κινητοί σχηματισμοί με καθήκοντα καταδίωξης των ανταρτών.
Με την πάροδο του χρόνου όμως η συχνότητα των επιχειρησιακών εξόδων τους
περιορίστηκε, με αποτέλεσμα να μένουν οχυρωμένοι και αδρανείς στα χωριά. Αυτό
έδινε μεγάλη ευχέρεια δράσης στους αντάρτες, που μπορούσαν πλέον να κινούνται
ανενόχλητοι στην ύπαιθρο, να διενεργούν αναγνωρίσεις και να τοποθετούν τις
δυνάμεις τους με την άνεση τους, χωρίς το φόβο εντοπισμού ή επίθεσης.
Τα ξημερώματα της 26ης Νοεμβρίου 1946 (03.30
σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές και 04.30 σύμφωνα με το ΔΣΕ) οι
αντάρτες, αφού κατέλαβαν τους γύρω λόφους και περικύκλωσαν το χωριό, εξαπέλυσαν
άγρια επίθεση κατά της φρουράς του. Οι χωροφύλακες ξαφνιάστηκαν, όμως δεν
πανικοβλήθηκαν. Αντίθετα γρήγορα εφάρμοσαν το σχέδιο άμυνας που είχε
προβλεφθεί, με την πρώτη διμοιρία να οχυρώνεται στο σχολείο και η δεύτερη να
καταλαμβάνει ένα μικρό λόφο πάνω από το δημόσιο δρόμο. Οι οχυρές αυτές θέσεις
ήταν ισχυρές και κατάλληλα επιλεγμένες, για αυτό και η πρώτη έφοδος
αποκρούστηκε. Όμως τότε συνέβη ο αναπάντεχος θάνατος του Κωνσταντινίδη. Σε μια
ανάπαυλα της μάχης και ενώ έφυγε από το σχολείο για να πάει στο μικρό λόφο να
συνεννοηθεί με την άλλη διμοιρία, έπεσε πάνω σε μια ομάδα ανταρτών. Μέσα στο
σκοτάδι τους πέρασε για χωροφύλακες και τους μίλησε, και αυτοί βέβαια τον
πυροβόλησαν.
Η μάχη συνεχίστηκε με πολύ μεγάλη σφοδρότητα,
με τους αντάρτες να επιτίθενται ασταμάτητα και με τους χωροφύλακες να αμύνονται
λυσσαλέα. Μέχρι όμως το μεσημέρι οι αντάρτες είχαν προωθηθεί και κέρδιζαν
έδαφος. Οι χωροφύλακες, δεχόμενοι βροχή από βλήματα όλμων και αντιαρματικών όπλων,
έμεναν καθηλωμένοι στις θέσεις τους.
Αρχικά δεν είχε γίνει αντιληπτό το μέγεθος
των δυνάμεων ανταρτών, και θεωρήθηκε πως μόνο 100 επιτίθεντο. Έτσι ο διοικητής
Χωροφυλακής Γιαννιτσών έσπευσε μόνο με μία διμοιρία και ένα επιπλέον μικρό
τμήμα χωροφυλάκων. Οι δυνάμεις ενίσχυσης όμως καθηλώθηκαν από το πυρ των
ανταρτών στη θέση Λάκκα, και δε μπόρεσαν να διασώσουν ούτε τους κινδυνεύοντες
χωροφύλακες, ούτε τους νομιμόφρονες χωρικούς.
Με τους υπερασπιστές αποκλεισμένους, οι
πολιορκητές έγιναν κύριοι του χωριού. Οι αντάρτες εξετράπησαν σε κάθε είδους
θηριωδίες. Συνολικά 24 πολίτες (4 άνδρες, 5 γυναίκες και 15 ανήλικοι, οι 11
μεταξύ 3-9 ετών) βρήκαν φρικτό θάνατο, από όπλα, τσεκούρια και μαχαίρια.
Της
Δέσποινας Βασιλειάδου, που ήταν έγκυος 8-9 μηνών, έσχισαν την κοιλιά και
έβγαλαν το έμβρυο, ενώ έπειτα ακρωτηρίασαν με τσεκούρι και τουφέκισαν τα 8
ανήλικα παιδιά της, τη Μαρία (17 ετών), τον Εμμανουήλ (15), τον Αντώνη (12), τη
Σοφία (9), τον Πρόδρομο (8), το Στάθη (7), το Βασίλη (5) και τον Ευθύμη (5). Ο
πατέρας της οικογένειας Ηλίας Βασιλειάδης γλίτωσε το θάνατο και ύστερα
νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο με ισχυρό ψυχικό κλονισμό.
Η Ανθούσα Βασιλειάδου, ηλικιωμένη 70 ετών, η
νύφη της Βικτώρια (35), τα παιδιά της Βικτωρίας Κατίνα (14), Βασίλης (12),
Θεοδώρα (9), Βαγγέλης (8) και Γιάννης (5) δολοφονήθηκαν με μαχαίρι.
Ανάλογα
φρικτό θάνατο με διάφορες μεθόδους βρήκε ο Σ. Πετρίδης (30 ετών), η σύζυγος του
Μαρία (28) και το οκτάχρονο παιδί τους, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης (30) με το γιο
του, η Ακριβή Βασιλειάδου (28) και ο Σ. Λεοντιάδης. Του τελευταίου πριν τον
σκοτώσουν του έκοψαν τα χέρια και τα πόδια με τσεκούρι. Ενός χωροφύλακα του
έβγαλαν τα μάτια, του τρύπησαν το κρανίο, μέσα από την τρύπα πέρασαν ένα σχοινί
και τον κρέμασαν, αν και οι πηγές δεν προσδιορίζουν αν τα υπέστη αυτά ζων ή αν
επρόκειτο για σκύλευση πτώματος.
Ενώ οι αντάρτες διέπρατταν όλα αυτά τα
κακουργήματα, οι χωροφύλακες έμεναν εγκλωβισμένοι στο σχολείο και συνέχιζαν να
ανθίστανται. Τα πυρομαχικά όμως τελείωναν με γρήγορο ρυθμό, η στέγη του
σχολείου είχε αρχίσει να πέφτει και οι τοίχοι κατέρρεαν. Έξι χωροφύλακες που
βρίσκονταν στο σχολείο είχαν σκοτωθεί, ενώ ακόμη και οι τραυματίες συνέχιζαν να
μάχονται. Όμως ήταν άγνωστο αν οι υπερασπιστές του σχολείου και οι άλλοι
χωροφύλακες στο λόφο θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Έτσι στις 14:30 έγινε έξοδος.
Οι χωροφύλακες του σχολείου, κουβαλώντας στους ώμους τους τραυματίες, ενώθηκαν
με τους άλλους του λόφου και συντεταγμένοι υποχώρησαν προς το Δροσερό. Άλλοι
έξι χωροφύλακες σκοτώθηκαν κατά την έξοδο.
Έχοντας γίνει κύριοι του χωριού, οι βουλγαροκομμουνιστές
έκαψαν 45 σπίτια και 40 αχυρώνες, μαζί με το αυτοκίνητο 3/4 τόνων της
χωροφυλακής. Οι απώλειες τους ανέρχονταν σε 12 νεκρούς και 9 τραυματίες. Οι νεκροί και τραυματίες αντάρτες μεταφέρονταν
με υποζύγια πίσω στο βουνό.
Πρέπει να σημειωθεί πως οι πηγές από πλευράς
του ΔΣΕ μιλούν για 50 περίπου νεκρούς αντιπάλους, ενώ δεν αναφέρουν τίποτε για
τη σφαγή των αμάχων ή τις πυρπολήσεις. Επίσης ρίχνουν τις δικές τους απώλειες
σε 5 νεκρούς και 4 τραυματίες, ενώ γίνεται εκτενής αναφορά στα καταληφθέντα
λάφυρα, που φαίνεται να ήταν πλούσια. Επίσης τα έγγραφα του ΔΣΕ ομιλούν για
συντριπτική ήττα των δυνάμεων ενίσχυσης και πλήθος λαφύρων, ενώ ισχυρίζεται ότι
οι κρατικές δυνάμεις έκαναν χρήση αεροπορίας, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται
πουθενά αλλού.
Τέλος, υποστηρίζεται πως η φρουρά δεν ήταν
από μόνο από χωροφύλακες, αλλά και από στρατιώτες και ενόπλους «Ταγματαλήτες».
Ούτε αυτό επιβεβαιώνεται από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Όλες οι κυβερνητικές πηγές,
των απορρήτων συμπεριλαμβανομένων, μιλούν για χωροφύλακες του 8ου Λόχου
Κυνηγών, ούτε για στρατιώτες, ούτε για άλλους ενόπλους, πόσο μάλλον
ταγματασφαλίτες (που έπαυσαν να υφίστανται από το 1944).
Παρότι είναι δεδομένη η αριθμητική υπεροπλία
των ανταρτών και η τελική τους νίκη, η αναφορά του ΔΣΕ για τις επιχειρήσεις
βρίθει ανακριβειών και υπερβολών. Βρίσκει στρατιώτες και «Ταγματαλήτες» εκεί
που δεν υπάρχουν, διογκώνει τον αριθμό των νεκρών κυβερνητικών και εκμηδενίζει
σχεδόν τις δικές του απώλειες. Συνεπώς η αξιοπιστία του δεν είναι μεγάλη. Να
σημειωθεί πως στα έγγραφα του ΔΣΕ το χωριό δεν αναφέρεται ως Μάνδαλο, αλλά Μαντάλοβο.
Η σλαβική επωνυμία δε μπορεί να είναι παρά ένδειξη της σλαβικής επιρροής (ΝΟΦ,
Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία) στο ΔΣΕ και το ΚΚΕ, όπως και η εξαιρετικά φιλική
σχέση των τελευταίων με τη σλαβόφωνη κοινότητα, και ιδίως τα ξενόφρονα στοιχεία
της.
Οι κομμουνιστές έμειναν στο χωριό ως τις
20:30 το βράδυ, οπότε μία πεδινή πυροβολαρχία του στρατού άρχισε να τους
βομβαρδίζει. Από τρία σημεία μονάδες του Γ’ Σώματος Στρατού έσπευδαν προς
ενίσχυση της φρουράς, αλλά ήταν φυσικά αργά. Παραδόξως ένας αντάρτης δεν έφυγε
από το χωριό, αλλά έμεινε εκεί και παραδόθηκε. Οι αντάρτες δεν επέστρεψαν στα
ορεινά κρυσφήγετα τους, αλλά κινήθηκαν προς το χωριό Αμπελιές, όπου
στρατολόγησαν 40 αριστερούς χωρικούς και έκλεψαν εφόδια της διεθνούς
ανθρωπιστικής βοήθειας, και μόνο τότε γύρισαν στο Πάικο. Ο Ελληνικός Στρατός
ανακατέλαβε το Μάνδαλο το πρωί της 27ης Νοεμβρίου.
Η καταστροφή του Μανδάλου ήρθε ως επιστέγασμα
της πανωλεθρίας του Σκρά, εμψύχωσε τους αντάρτες και αναστάτωσε την κοινή
γνώμη. Ο Ελληνικός Στρατός, που εκείνη την εποχή δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη την
εκπαίδευση και τον εξοπλισμό του, δεν πρόφθασε να διασώσει τους χωροφύλακες.
Διαφάνηκε επίσης η λανθασμένη χρήση των Λόχων Κυνηγών ως στατικών φρουρών. Ο
διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Βεντήρης έστειλε στην Ανωτέρα
Διοίκηση Χωροφυλακής Κεντρικής Μακεδονίας συστάσεις να αναθεωρήσουν το δόγμα
δράσης των Λόχων Κυνηγών και διέταξε αυστηρότατες ανακρίσεις για να
διευκρινιστούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέστηκε η ήττα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Σχετικό τηλεγράφημα της Ανωτέρας Διοικήσεως
Χωροφυλακής Κεντρικής Μακεδονίας.
2. Αναφορά ανταποκριτή εφημερίδας εποχής από
Θεσσαλονίκη, 28-11-1946.
3. Δελτίο Αδικημάτων και Συμβάντων της 27
Νοεμβρίου 1946 από το Αρχηγείο Β’ Χωροφυλακής, Τμήμα Δημοσίας Ασφαλείας,
Γραφείο ΙΙ, με αριθμό πρωτοκόλλου 132/75/386.
4. Διαταγή του Γ’ Σώματος Στρατού
(αντιστράτηγος Βεντήρης) της 6 Δεκεμβρίου 1946 προς την Ανωτέρα Διοίκηση
Χωροφυλακής Κεντρικής Μακεδονίας, με αριθμό Α.Π. 20156 (Εκδόσεις Γενικού
Επιτελείου Στρατού/Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αρχείο Εμφυλίου Πολέμου, τόμος
2, σελ. 553-554).
5. Διαταγή Γ’ Σώματος Στρατού (αντιστράτηγος
Βεντήρης) της 2 Δεκεμβρίου 1946 προς την Χ Μεραρχία, με αριθμό απορρήτου 19919
(Εκδόσεις Γενικού Επιτελείου Στρατού/Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αρχείο
Εμφυλίου Πολέμου, τόμος 2, σελ. 534-535).
6. Μερικό ανακοινωθέν επιχειρήσεων αριθ. 2
του Αρχηγείου Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος
(Εκδόσεις Γενικού Επιτελείου Στρατού/Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αρχείο
Εμφυλίου Πολέμου, τόμος 3, σελ. 148-149).
7. Εκδόσεις Γενικού Επιτελείου
Στρατού/Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον
Αντισυμμοριακόν Αγώνα (τόμος 1-1946, Αθήνα 1971), σελ. 151-153, «Προσβολή του
Μανδάλου και κάθοδος των Κ/συμμοριτών εις την πεδιάδα των Γιαννιτσών»,
παράγραφοι 164-166.
8. Εκδόσεις Αρχηγείου Βασιλικής
Χωροφυλακής/Διεύθυνσης Οργανώσεως-Τμήματος Μελετών, Δράσις της Χωροφυλακής κατά
την περίοδον 1941-1950, σελ. 147, έτος έκδοσης 1962.
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Υ.Γ.
25 Νοεμβρίου
1952. Η δήθεν σύλληψη του πράκτορα Πλουμπίδη που έπρεπε να πάει στο σανατόριο.
Δελτίο των 11 Σπύρος Χατζάρας
Στις 25 Νοεμβρίου 1952, πέντε μήνες μετά την
εκτέλεση του Μπελογιάννη , ανακοινώθηκε το μεσημέρι από τον υπουργό
Εσωτερικών Παυσανία Λυκουρέζο η δήθεν σύλληψη του καταζητούμενου Νίκου
Πλουμπίδη.
Όπως είπε, η σύλληψη έγινε στις 2.45' π.μ. από ομάδα αστυνομικών, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ρακιντζή. Ο Πλουμπίδης όπως είπε ο υπουργός ήταν βαριά άρρωστος από φυματίωση και νεφρίτιδα, και μεταφέρθηκε στο σανατόριο «Σωτηρία».
Δηλαδή, αντί να πάρουν το 166 , το πρώτων Βοηθειών κάλεσαν περιπολικό της Ασφάλειας που τον μετέφερε στη Σωτηρία, όπου βρισκόταν και πριν την Πόλεμο και καθοδηγούσε από εκεί το Κόμμα σε συνεργασία με τον παπα-Δημήτρη Μπάλφουρ.
Ο Πλουμπίδης έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ με «Κοπτάτσια» τον Απρίλιο του 1938 και μαζί με τον Γιώργη Σιάντο ανέλαβαν την καθοδήγηση. Αυτός ήταν ο αρχηγός, όσο ο Νίκος ήταν στην Κέρκυρα και μετά στο Νταχάου.
Ο Πλουμπίδης διέγραψε τα ηγετικά στελέχη του κόμματος Π. Δαμασκόπουλο, Σ. Σκλάβαινα, Μ. Μανωλέα που είχαν υπογράψει δήλωση μετανοίας.
Στις 22 Μαΐου 1939, ο Μανιαδάκης συνέλαβε τον Πλουμπίδη στο Κουκάκι, αλλά, με παρέμβαση του Μπάλφουρ, αντί να μεταφερθεί στην Ακροναυπλία και την Κέρκυρα, επειδή έπασχε από φυματίωση μεταφέρθηκε στο σανατόριο «Σωτηρία» στην πτέρυγα πολιτικών κρατουμένων. Τον Νοέμβριο του 1939 η Ασφάλεια πέτυχε τη σύλληψη του Σιάντου, ο οποίος μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας στην Ακτίνα Θ', μαζί με το Ζαχαριάδη.
Έτσι , μόνος καθοδηγητής ήταν ο Πλουμπίδης, τον οποίο ο Ζαχαριάδης υποπτεύτηκε ως πράκτορα της Ιντέλιτζεντ Σέρβις και κατήγγειλε, τη λεγόμενη Παλιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ (ΠΚΕ) την οποία καθοδηγούσε Πλουμπίδης και στης οποίας τον Ριζοσπάστη αρθρογραφούσε μέσα από την Σωτηρία.
Προσωπικός του νοσοκόμος και έμπιστος διαγγελέας του, ήταν ο «Μπάρμπας» ο Γιώργος Καζιάνης, ο μετέπειτα στρατοπεδάρχης του Ασύλου της Κοκκινιάς, με το επαναστατικό ψευδώνυμο, «Μπάρμπας».
Ο Πλουμπίδης οργάνωσε το ΕΑΜ από τη Σωτηρία, και έφερε σε επαφή τον Τζίμα με τον «Οδυσσεα», τον Γεράσιμο Αλεξάτο, (πράκτορα τω Άγγλων από το 1938), που παρέδωσε τις πρώτες 10000 χρυσές λίρες και τους ασυρμάτους στο Κόμμα για επικοινωνία με το Κάιρο. Ο Πλουμπίδης, έδωσε την εντολή για την χρηματοδότηση της μεταγωγής του Σιάντου Και την απελευθέρωση του. Για ένα μικρό διάστημα μεταφέρθηκε από την αστυνομία της κατοχής στις φυλακές της Τρίπολης από όπου τον απελευθέρωσαν οι λίρες του ΚΚΕ στις 26 Φενρουαρίου 1942. Έκτατε έμεινε στην Αθήνα ως ο κύριος καθοδηγητής και όχι ο Ιωαννίδης ή ο Σιάντος.
Αυτός, δημιούργησε και την ΟΠΛΑ και έδωσε τη διαταγή να παρακολουθείται κάθε αντικομμουνιστική πράξη, κουβέντα, ή σχόλιο εναντίον του ΕΑΜ και να γίνουν λίστες όλων των αντιφρονούντων, των «αντιδραστικών» , που είχαν συγγενείς στρατιωτικούς, αστυνομικούς, και αντάρτες Εθνικών οργανώσεων, οι οποίοι έπρεπε να ΠΕΘΑΝΟΥΝ, για να έρθει ο σοσιαλισμός της θαλασσοκράτειρας.
Ο Πλουμπίδης κατέδωσε τον Μπελογιάννη του οποίου η αποστολή ήταν να αφαιρέσει τον έλεγχο των Κομμουνιστών από τον Πλουμπίδη.
Η απόφαση να βγεί στην επιφάνεια ελήφθη επειδή ήταν μελλοθάνατος με στόχο να αγιοποιηθεί και να εξαγνιστεί. Και αυτό το έργο ανέλαβε το κλιμάκιο της Ιντέλιτζενς Σέρβις.
Στις 27 Νοεμβρίου 1952 από το ραδιοσταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας, μεταδόθηκε ότι «ο ο Πλουμπίδης είναι από 27ετίας πράκτορας της Ασφάλειας. (Από το 1925). Στη χιτλερική κατοχή και την περίοδο της αμερικανοκρατίας, ο προβοκάτορας Πλουμπίδης έκανε μεγάλη ζημιά στο λαϊκό κίνημα και το λαό μας. Ο Πλουμπίδης είναι βαμμένος θανάσιμος εχθρός του λαού. Τα στοιχεία που αφορούν τη χαφιέδικη πρακτορική δράση του θα δημοσιευτούν την κατάλληλη ώρα».
Παράλληλα με αυτή την ανακοίνωση, η Ελεύθερη Ελλάδα μετέδωσε την ίδια ημέρα; ότι ότι καθαιρέθηκε από μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ ο Γιάννης Ιωαννίδης.
Ο Ζαχαριάδης που οι απολογητές του χαφιεδοσοσιαλισμού των κατηγορούν για όλα είπε ότι ο Πλουμπίδης «έκανε μεγάλη ζημιά στο λαϊκό κίνημα και το λαό μας» και ότι «ο Πλουμπίδης είναι βαμμένος θανάσιμος εχθρός του λαού».
Όπως είπε, η σύλληψη έγινε στις 2.45' π.μ. από ομάδα αστυνομικών, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ρακιντζή. Ο Πλουμπίδης όπως είπε ο υπουργός ήταν βαριά άρρωστος από φυματίωση και νεφρίτιδα, και μεταφέρθηκε στο σανατόριο «Σωτηρία».
Δηλαδή, αντί να πάρουν το 166 , το πρώτων Βοηθειών κάλεσαν περιπολικό της Ασφάλειας που τον μετέφερε στη Σωτηρία, όπου βρισκόταν και πριν την Πόλεμο και καθοδηγούσε από εκεί το Κόμμα σε συνεργασία με τον παπα-Δημήτρη Μπάλφουρ.
Ο Πλουμπίδης έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ με «Κοπτάτσια» τον Απρίλιο του 1938 και μαζί με τον Γιώργη Σιάντο ανέλαβαν την καθοδήγηση. Αυτός ήταν ο αρχηγός, όσο ο Νίκος ήταν στην Κέρκυρα και μετά στο Νταχάου.
Ο Πλουμπίδης διέγραψε τα ηγετικά στελέχη του κόμματος Π. Δαμασκόπουλο, Σ. Σκλάβαινα, Μ. Μανωλέα που είχαν υπογράψει δήλωση μετανοίας.
Στις 22 Μαΐου 1939, ο Μανιαδάκης συνέλαβε τον Πλουμπίδη στο Κουκάκι, αλλά, με παρέμβαση του Μπάλφουρ, αντί να μεταφερθεί στην Ακροναυπλία και την Κέρκυρα, επειδή έπασχε από φυματίωση μεταφέρθηκε στο σανατόριο «Σωτηρία» στην πτέρυγα πολιτικών κρατουμένων. Τον Νοέμβριο του 1939 η Ασφάλεια πέτυχε τη σύλληψη του Σιάντου, ο οποίος μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας στην Ακτίνα Θ', μαζί με το Ζαχαριάδη.
Έτσι , μόνος καθοδηγητής ήταν ο Πλουμπίδης, τον οποίο ο Ζαχαριάδης υποπτεύτηκε ως πράκτορα της Ιντέλιτζεντ Σέρβις και κατήγγειλε, τη λεγόμενη Παλιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ (ΠΚΕ) την οποία καθοδηγούσε Πλουμπίδης και στης οποίας τον Ριζοσπάστη αρθρογραφούσε μέσα από την Σωτηρία.
Προσωπικός του νοσοκόμος και έμπιστος διαγγελέας του, ήταν ο «Μπάρμπας» ο Γιώργος Καζιάνης, ο μετέπειτα στρατοπεδάρχης του Ασύλου της Κοκκινιάς, με το επαναστατικό ψευδώνυμο, «Μπάρμπας».
Ο Πλουμπίδης οργάνωσε το ΕΑΜ από τη Σωτηρία, και έφερε σε επαφή τον Τζίμα με τον «Οδυσσεα», τον Γεράσιμο Αλεξάτο, (πράκτορα τω Άγγλων από το 1938), που παρέδωσε τις πρώτες 10000 χρυσές λίρες και τους ασυρμάτους στο Κόμμα για επικοινωνία με το Κάιρο. Ο Πλουμπίδης, έδωσε την εντολή για την χρηματοδότηση της μεταγωγής του Σιάντου Και την απελευθέρωση του. Για ένα μικρό διάστημα μεταφέρθηκε από την αστυνομία της κατοχής στις φυλακές της Τρίπολης από όπου τον απελευθέρωσαν οι λίρες του ΚΚΕ στις 26 Φενρουαρίου 1942. Έκτατε έμεινε στην Αθήνα ως ο κύριος καθοδηγητής και όχι ο Ιωαννίδης ή ο Σιάντος.
Αυτός, δημιούργησε και την ΟΠΛΑ και έδωσε τη διαταγή να παρακολουθείται κάθε αντικομμουνιστική πράξη, κουβέντα, ή σχόλιο εναντίον του ΕΑΜ και να γίνουν λίστες όλων των αντιφρονούντων, των «αντιδραστικών» , που είχαν συγγενείς στρατιωτικούς, αστυνομικούς, και αντάρτες Εθνικών οργανώσεων, οι οποίοι έπρεπε να ΠΕΘΑΝΟΥΝ, για να έρθει ο σοσιαλισμός της θαλασσοκράτειρας.
Ο Πλουμπίδης κατέδωσε τον Μπελογιάννη του οποίου η αποστολή ήταν να αφαιρέσει τον έλεγχο των Κομμουνιστών από τον Πλουμπίδη.
Η απόφαση να βγεί στην επιφάνεια ελήφθη επειδή ήταν μελλοθάνατος με στόχο να αγιοποιηθεί και να εξαγνιστεί. Και αυτό το έργο ανέλαβε το κλιμάκιο της Ιντέλιτζενς Σέρβις.
Στις 27 Νοεμβρίου 1952 από το ραδιοσταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας, μεταδόθηκε ότι «ο ο Πλουμπίδης είναι από 27ετίας πράκτορας της Ασφάλειας. (Από το 1925). Στη χιτλερική κατοχή και την περίοδο της αμερικανοκρατίας, ο προβοκάτορας Πλουμπίδης έκανε μεγάλη ζημιά στο λαϊκό κίνημα και το λαό μας. Ο Πλουμπίδης είναι βαμμένος θανάσιμος εχθρός του λαού. Τα στοιχεία που αφορούν τη χαφιέδικη πρακτορική δράση του θα δημοσιευτούν την κατάλληλη ώρα».
Παράλληλα με αυτή την ανακοίνωση, η Ελεύθερη Ελλάδα μετέδωσε την ίδια ημέρα; ότι ότι καθαιρέθηκε από μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ ο Γιάννης Ιωαννίδης.
Ο Ζαχαριάδης που οι απολογητές του χαφιεδοσοσιαλισμού των κατηγορούν για όλα είπε ότι ο Πλουμπίδης «έκανε μεγάλη ζημιά στο λαϊκό κίνημα και το λαό μας» και ότι «ο Πλουμπίδης είναι βαμμένος θανάσιμος εχθρός του λαού».
Ο ¨Άγιος Πλουμπίδης ήταν ο υπεύθυνος για τις
σφαγές της ΟΠΛΑ στο Περιστέρι, στο Άσυλο Κοκκινιάς, στα Τουρκοβούνια, τα
διυλιστήρια της Ούλεν, την Κυψέλη, τοΔρουγούτι, τον Υμηττός, τη Καισαριανή, το
Βύρωνας, το Μπαρουτάδικο, τα Λατομεία Κοπανά.... Αυτός ήταν πίσω από τις
υπερβασίες.
ΟΣΟ ΑΝΤΕΧΕΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΘΑ ΑΝΤΕΧΕΙ ΚΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ οικογένεια είναι ο βασικός πυλώνας της ελληνικής κοινωνίας. Πρέπει όλοι μας να καταλάβουμε ότι αυτήν την στιγμή η οικογένεια είναι το ουσιαστικότερο κύτταρο της κοινωνίας. Όσο και αν θέλουν κάποιοι να την διαλύσουν, η ελληνική οικογένεια αντέχει και διατηρεί την συνοχή της και το δέσιμο μεταξύ των μελών της…
Η Ελληνική οικογένεια παρά την πίεση της καθημερινότητας και τις πάσης φύσεως δυσκολίες των καιρών μας, κοινωνικές, οικονομικές αλλαγές, τα νέα ήθη που η εποχή του διαδικτύου έχει επιβάλλει, αγωνίζεται να παραμείνει συμπαγής και προσπαθεί να διατηρήσει ζωντανές τις αξίες της. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (EΛΣΤΑΤ) για το τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου 2019 στην Ελλάδα υπάρχουν 4.134.540 «ανθεκτικές» οικογένειες. Από αυτές οι 1.852.311 διαθέτουν από ένα έως εννέα μέλη, ενώ μόλις 2.216 οικογένειες φιλοξενούν πάνω δέκα. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι 3.021.425 είναι πυρηνικές οικογένειες -που δημιουργήθηκαν δηλαδή έπειτα από γάμο και περιλαμβάνουν μόνο τους συζύγους ή και τα παιδιά τους- εκ των οποίων οι 1.570.422 είναι παντρεμένα ζευγάρια με τουλάχιστον ένα τέκνο. Μάλιστα, η ηλικία των γονιών σε 1.201.808 οικογένειες κυμαίνεται από τα 40 έως τα 49 έτη, ενώ το προσδόκιμο ζωής των γιαγιάδων φθάνει τα 83,9 έτη και των παππούδων τα 78,8 έτη. Την ίδια στιγμή ο θεσμός της οικογένειας «κερδίζει» τα διαζύγια, τα οποία εμφανίζουν πτώση τα τελευταία χρόνια, παρά τις δυσκολίες της οικονομικής κρίσης που δυσχεραίνει την καθημερινότητα των ζευγαριών στη χώρα μας. Από 14.880 το 2012 μειώθηκαν στα 11.013 το 2018. Τέλος, μία στις δύο ελληνικές οικογένειες διαμένουν σε σπίτι τριών δωματίων, με το εμβαδό της κατοικίας να είναι μεταξύ 61 και 100 τετραγωνικών μέτρων.
Η μόδα, η απασχόληση και η οικονομική ασφάλεια είναι μερικοί παράγοντες, που επηρεάζουν την απόφαση για δημιουργία οικογένειας. Έτσι σήμερα έχουμε αισθητή αύξηση του αριθμού των γυναικών, οι οποίες επιλέγουν να τεκνοποιήσουν στα 35-39 έτη, όντας εργαζόμενες. Ανεξάρτητα, όμως, από την ηλικία που τα ζευγάρια επιλέγουν να κάνουν παιδιά, το βασικό στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι οι νέοι θέλουν να κάνουν οικογένεια, σε αντίθεση με τους ευρωπαίους συμπολίτες μας, π.χ. Γερμανία, όπου μία στις τρεις γυναίκες τις έχουν πείσει να είναι «συνειδητά άτεκνες». Μπορεί δηλαδή οι νέοι να εγκαταλείπουν την πατρογονική εστία σε μεγαλύτερες ηλικίες απ’ ό,τι παλαιότερα, να δημιουργούν σε μεγαλύτερη ηλικία την δική τους οικογένεια και να αυξάνεται η ηλικία που αποφασίζουν να κάνουν παιδιά, ωστόσο η στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ των διαφορετικών γενεών στην ελληνική οικογένεια, παραμένει δυνατή και σταθερή και είναι αυτή που λύνει τις όποιες δυσκολίες και προβλήματα αντιμετωπίζουν τα μέλη της.
Ποιό είναι «μυστικό» που συμβάλλει στο να παραμένει δεμένη η ελληνική οικογένεια:
«Είναι οι συνήθειες και οι παραδόσεις που περνούν από γενιά σε γενιά, είναι τα οικογενειακά τραπέζια που φέρνουν κοντά μικρούς και μεγάλους, είναι η γιαγιά και ο παππούς που ζουν για τα εγγόνια τους και τα μεγαλώνουν σαν να είναι δικά τους παιδιά, είναι η υπερπροστατευτική Ελληνίδα μάνα που θα νοιάζεται πάντα για τα παιδιά της -και το αν έχουν φάει- σε όποια ηλικία και αν βρίσκονται, είναι οι γιοι και οι κόρες που, παρά το γεγονός ότι έχουν μεγαλώσει, δεν θέλουν να απομακρυνθούν από την προστασία και τη ζεστασιά της οικογένειας, είναι οι γονείς που όσα χρόνια και αν περάσουν θα κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να είναι καλά τα παιδιά τους και θα εργάζονται σκληρά για να προσφέρουν σε εκείνα ένα καλύτερο «αύριο».
Ο Κούλης, λέγεται, ότι θέλει να αναθεωρήσει το άρθρο 21 του Ελληνικού «Συντάγματος», σύμφωνα με το οποίο η οικογένεια αποτελεί «θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους και τελεί υπό την προστασία του Κράτους».
Ζ.Π.