Του Σάββα Καλεντερίδη
Οι πρωταγωνιστές της επιχείρησης εισβολής και κατοχής της Κύπρου σε πολιτικό επίπεδο ήταν ο πρωθυπουργός Ετζεβίτ και ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης συνεργασίας Νετζμετίν Ερμπακάν. Ο Ετζεβίτ ήταν μαθητής και χαϊδεμένο παιδί του εγκεφάλου της εισβολής Χένρι Κίσινγκερ, ενώ ο Νετζμετίν Ερμπακάν ήταν ο επικεφαλής του πολιτικού Ισλάμ, εκ των δασκάλων και καθοδηγητών του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο Ετζεβίτ έκανε πολύ προσεκτικά βήματα σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων κατά τον πρώτο και τον δεύτερο Αττίλα και προχώρησε έως τη γραμμή που του είχε ορίσει ο υπερατλαντικός πολιτικός μέντοράς του, ενώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι Τούρκοι στρατηγοί διατηρούσαν έντονες επιφυλάξεις για τη συγκεκριμένη επιχείρηση.
Επίσης θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο Ερμπακάν, ο οποίος ήταν αυτός που συγκάλεσε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, που έλαβε την απόφαση για την απόβαση -ο Ετζεβίτ έλειπε σε ταξίδι στο Λονδίνο, για να λάβει την απαραίτητη στήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου-, ζητούσε την κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου, ενώ ο ίδιος ο Οζάλ δήλωσε ότι κακώς η Τουρκία δεν κατέλαβε τότε και τα Δωδεκάνησα, δεδομένης της αδυναμίας της Ελλάδας να υπερασπιστεί την Κύπρο και τα νησιά.
Για όσους αδυνατούν να κατανοήσουν τη στάση των Τούρκων στρατηγών, να εξηγήσουμε ότι οι Τούρκοι στρατηγοί, οι κεμαλιστές και οι κυβερνήσεις που ελέγχονταν ασφυκτικά από αυτούς, παρότι είχαν σαφώς επιθετικούς και επεκτατικούς στόχους εις βάρος της Ελλάδας - Κύπρου και μόνο, στην πράξη ακολουθούσαν μια ιδιαίτερα εσωστρεφή και συντηρητική εξωτερική πολιτική, κυρίως γιατί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν μια αποτυχία, η οποία θα οδηγούσε στη αποκαθήλωσή τους από το σύστημα εξουσίας, αφού η κυριαρχία τους στηριζόταν στην επιβολή και στον φόβο και σίγουρα όχι στις πλατιές λαϊκές μάζες.
Πιο απλά, οι στρατηγοί και το βαθύ κράτος ακολουθούσαν επιθετική και επεκτατική πολιτική μόνο εις βάρος της Ελλάδας - Κύπρου, έχοντας τη σαφή στήριξη του διεθνούς παράγοντα, και οι πολιτικές κρίσεις που προκαλούσαν είχαν πάντα εξασφαλισμένο αποτέλεσμα -λόγω της σίγουρης υποχώρησης της ελληνικής πλευράς- έχοντας διαβεβαιώσεις ότι σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν θα «τεντώσει» το σχοινί, για να μετατραπεί η κρίση σε πολεμική σύγκρουση, με απρόβλεπτες και ίσως καταστροφικές συνέπειες για τους στρατηγούς και την εξουσία τους.
Κατά τ’ άλλα, η τουρκική εξωτερική πολιτική χαρακτηριζόταν όλα αυτά τα χρόνια -ή καλύτερα δεκαετίες- από μια χαρακτηριστική εσωστρέφεια και συντηρητισμό, με εξαίρεση πάντα την πολιτική τους απέναντι στην Ελλάδα – Κύπρο.
Η πολιτική αυτή αποτελεί παρελθόν για τις κυβερνήσεις Ερντογάν, ιδιαίτερα μετά την πλατιά λαϊκή στήριξη που απολαμβάνουν, αφού στις εκλογές του 2011 το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έλαβε ποσοστό που αγγίζει το 50%, ποσοστό πρωτόγνωρο για την πολιτική Ιστορία της Τουρκίας.
Τι σημαίνει αυτό;
Οτι η πολιτική της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας λαμβάνει επικίνδυνα επεκτατικές και επιθετικές διαστάσεις και οι μόνοι που δεν το βλέπουν είναι εκείνοι που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να το δουν.
Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι από το 2010 ο ίδιος ο Ερντογάν έχει δώσει οδηγίες προς το τουρκικό Γενικό Επιτελείο να κάνει πιο επιθετικούς τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς εναντίον της χώρας μας, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους στη Θράκη, να παραμείνουν όμως ως στρατηγικός στόχος το Αιγαίο και η αποτροπή της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.
Κι αυτό γιατί η Αγκυρα θεωρεί πλέον ότι έχοντας πετύχει να οργανώσει τη μουσουλμανική μειονότητα σε παρακρατική και παραστρατιωτική βάση, χρησιμοποιώντας ως παράρτημα του τουρκικού Γενικού Επιτελείου το προξενείο Κομοτηνής, έχει εξασφαλίσει ένα στρατηγικής σημασίας μέσο πίεσης και άσκησης τρομοκρατίας στην Ελλάδα, το οποίο μάλιστα μπορεί να χρησιμοποιήσει και σε επιχειρησιακό επίπεδο, δημιουργώντας τεράστιου μεγέθους επιχειρησιακά προβλήματα για την υπεράσπιση της Θράκης.
Ελπίζουμε το άρθρο αυτό να συνεφέρει τους κλώνους του ΓΑΠ και του αλήστου μνήμης Δρούτσα στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών…
Πηγή
Οι πρωταγωνιστές της επιχείρησης εισβολής και κατοχής της Κύπρου σε πολιτικό επίπεδο ήταν ο πρωθυπουργός Ετζεβίτ και ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης συνεργασίας Νετζμετίν Ερμπακάν. Ο Ετζεβίτ ήταν μαθητής και χαϊδεμένο παιδί του εγκεφάλου της εισβολής Χένρι Κίσινγκερ, ενώ ο Νετζμετίν Ερμπακάν ήταν ο επικεφαλής του πολιτικού Ισλάμ, εκ των δασκάλων και καθοδηγητών του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο Ετζεβίτ έκανε πολύ προσεκτικά βήματα σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων κατά τον πρώτο και τον δεύτερο Αττίλα και προχώρησε έως τη γραμμή που του είχε ορίσει ο υπερατλαντικός πολιτικός μέντοράς του, ενώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι Τούρκοι στρατηγοί διατηρούσαν έντονες επιφυλάξεις για τη συγκεκριμένη επιχείρηση.
Επίσης θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο Ερμπακάν, ο οποίος ήταν αυτός που συγκάλεσε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, που έλαβε την απόφαση για την απόβαση -ο Ετζεβίτ έλειπε σε ταξίδι στο Λονδίνο, για να λάβει την απαραίτητη στήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου-, ζητούσε την κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου, ενώ ο ίδιος ο Οζάλ δήλωσε ότι κακώς η Τουρκία δεν κατέλαβε τότε και τα Δωδεκάνησα, δεδομένης της αδυναμίας της Ελλάδας να υπερασπιστεί την Κύπρο και τα νησιά.
Για όσους αδυνατούν να κατανοήσουν τη στάση των Τούρκων στρατηγών, να εξηγήσουμε ότι οι Τούρκοι στρατηγοί, οι κεμαλιστές και οι κυβερνήσεις που ελέγχονταν ασφυκτικά από αυτούς, παρότι είχαν σαφώς επιθετικούς και επεκτατικούς στόχους εις βάρος της Ελλάδας - Κύπρου και μόνο, στην πράξη ακολουθούσαν μια ιδιαίτερα εσωστρεφή και συντηρητική εξωτερική πολιτική, κυρίως γιατί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν μια αποτυχία, η οποία θα οδηγούσε στη αποκαθήλωσή τους από το σύστημα εξουσίας, αφού η κυριαρχία τους στηριζόταν στην επιβολή και στον φόβο και σίγουρα όχι στις πλατιές λαϊκές μάζες.
Πιο απλά, οι στρατηγοί και το βαθύ κράτος ακολουθούσαν επιθετική και επεκτατική πολιτική μόνο εις βάρος της Ελλάδας - Κύπρου, έχοντας τη σαφή στήριξη του διεθνούς παράγοντα, και οι πολιτικές κρίσεις που προκαλούσαν είχαν πάντα εξασφαλισμένο αποτέλεσμα -λόγω της σίγουρης υποχώρησης της ελληνικής πλευράς- έχοντας διαβεβαιώσεις ότι σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν θα «τεντώσει» το σχοινί, για να μετατραπεί η κρίση σε πολεμική σύγκρουση, με απρόβλεπτες και ίσως καταστροφικές συνέπειες για τους στρατηγούς και την εξουσία τους.
Κατά τ’ άλλα, η τουρκική εξωτερική πολιτική χαρακτηριζόταν όλα αυτά τα χρόνια -ή καλύτερα δεκαετίες- από μια χαρακτηριστική εσωστρέφεια και συντηρητισμό, με εξαίρεση πάντα την πολιτική τους απέναντι στην Ελλάδα – Κύπρο.
Η πολιτική αυτή αποτελεί παρελθόν για τις κυβερνήσεις Ερντογάν, ιδιαίτερα μετά την πλατιά λαϊκή στήριξη που απολαμβάνουν, αφού στις εκλογές του 2011 το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έλαβε ποσοστό που αγγίζει το 50%, ποσοστό πρωτόγνωρο για την πολιτική Ιστορία της Τουρκίας.
Τι σημαίνει αυτό;
Οτι η πολιτική της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας λαμβάνει επικίνδυνα επεκτατικές και επιθετικές διαστάσεις και οι μόνοι που δεν το βλέπουν είναι εκείνοι που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να το δουν.
Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι από το 2010 ο ίδιος ο Ερντογάν έχει δώσει οδηγίες προς το τουρκικό Γενικό Επιτελείο να κάνει πιο επιθετικούς τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς εναντίον της χώρας μας, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους στη Θράκη, να παραμείνουν όμως ως στρατηγικός στόχος το Αιγαίο και η αποτροπή της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.
Κι αυτό γιατί η Αγκυρα θεωρεί πλέον ότι έχοντας πετύχει να οργανώσει τη μουσουλμανική μειονότητα σε παρακρατική και παραστρατιωτική βάση, χρησιμοποιώντας ως παράρτημα του τουρκικού Γενικού Επιτελείου το προξενείο Κομοτηνής, έχει εξασφαλίσει ένα στρατηγικής σημασίας μέσο πίεσης και άσκησης τρομοκρατίας στην Ελλάδα, το οποίο μάλιστα μπορεί να χρησιμοποιήσει και σε επιχειρησιακό επίπεδο, δημιουργώντας τεράστιου μεγέθους επιχειρησιακά προβλήματα για την υπεράσπιση της Θράκης.
Ελπίζουμε το άρθρο αυτό να συνεφέρει τους κλώνους του ΓΑΠ και του αλήστου μνήμης Δρούτσα στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών…
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.