Η μάχη του Βαλτετσιου (Ιστορία Ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ: Γαλανή γραμμή πορείας: σώμα Θ. Κολοκοτρωνη
Διακεκομμένη Γαλανή γραμμή: σώμα Πλαπούτα
Κοκκινη: πορεία κύριου τουρκικού σώματος υπό τον Ρουμπή
Κόκκινη διακεκομμένη: τουρκικό ιππικό
Πορτοκαλί γραμμές: άλλα τουρκικά σώματα
Μωβ γραμμή: Νικηταράς και άλλοι
ΥΠΟΜΝΗΜΑ: Γαλανή γραμμή πορείας: σώμα Θ. Κολοκοτρωνη
Διακεκομμένη Γαλανή γραμμή: σώμα Πλαπούτα
Κοκκινη: πορεία κύριου τουρκικού σώματος υπό τον Ρουμπή
Κόκκινη διακεκομμένη: τουρκικό ιππικό
Πορτοκαλί γραμμές: άλλα τουρκικά σώματα
Μωβ γραμμή: Νικηταράς και άλλοι
.
.
Ο κεχαγιάμπεης διαίρεσε τους στρατιώτες του σε πέντε σώματα. Δύο από αυτά είχαν δύναμη 3.000 ανδρών και τα υπόλοιπα τρία είχαν δύναμη 2.000. Το πρώτο τουρκαλβανικό σώμα που εξήλθε από την Τριπολιτσά ήταν εκείνο που προοριζόταν για την κύρια έφοδο στο Βαλτέτσι, αποτελούμενο από 3.000 Βαρδουνιώτες, Φαναρίτες, Καρυτινούς και Τριπολιτσιώτες με επικεφαλής τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή και υπαρχηγό του τον Μουραμπούτη από την Κυπαρισσία, αμφότερους εμπειροπόλεμους οπλαρχηγούς.
Το σώμα έφθασε ακριβώς στα βόρεια του Βαλτετσίου με αποστολή τόσο να αποκλείσει το τοπικό στρατόπεδο από εκείνα του Χρυσοβιτσίου και της Πιάνας (προκειμένου να μην δεχθεί ενισχύσεις), όσο και να υπερκεράσουν τον προμαχώνα των Γορτυνίων-Ολυμπίων. Σύντομα πραγματοποίησε έξοδο και το δεύτερο τουρκικό σώμα το οποίο κατευθύνθηκε στο Καλογεροβούνι, περίπου μία ώρα νοτίως του Βαλτετσίου, με αποστολή να ενισχύσει το σώμα του Ρουμπή αν χρειαζόταν, πλήττοντας τους αγωνιστές από τα νότια. Το τρίτο τουρκικό σώμα έσπευσε στο Φραγκόβρυσο και από εκεί στην Κανδρέβα (σημερινή Ασέα) με κύρια αποστολή την αποτροπή αποστολής ενισχύσεων στο Βαλτέτσι από τους αγωνιστές των Βερβαίνων. Το τέταρτο τουρκικό σώμα, αποτελούμενο από ιππείς, πέρασε από το Καλογεροβούνι και κατέλαβε τους Αραχαμίτες στα νοτιοδυτικά του Βαλτετσίου. Επιπρόσθετη αποστολή των τριών τελευταίων σωμάτων ήταν η αποκοπή της οδού υποχώρησης των αγωνιστών του Βαλτετσίου και η επακόλουθη αιχμαλώτιση ή θανάτωση τους. Τα τέσσερα τουρκικά σώματα απέκλειαν με τους ελιγμούς υπερκέρασης το Βαλτέτσι από όλες τις κατευθύνσεις, εκτός από τα βορειοδυτικά όπου το χωριό περιοριζόταν από το ύψωμα Ρεζενίκο (βλ. σχετικό χάρτη). Τέλος, το πέμπτο τουρκικό σώμα ακολουθούσε με τα ορεινά πυροβόλα και τα πυρομαχικά.Ο κεχαγιάμπεης διαίρεσε τους στρατιώτες του σε πέντε σώματα. Δύο από αυτά είχαν δύναμη 3.000 ανδρών και τα υπόλοιπα τρία είχαν δύναμη 2.000. Το πρώτο τουρκαλβανικό σώμα που εξήλθε από την Τριπολιτσά ήταν εκείνο που προοριζόταν για την κύρια έφοδο στο Βαλτέτσι, αποτελούμενο από 3.000 Βαρδουνιώτες, Φαναρίτες, Καρυτινούς και Τριπολιτσιώτες με επικεφαλής τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή και υπαρχηγό του τον Μουραμπούτη από την Κυπαρισσία, αμφότερους εμπειροπόλεμους οπλαρχηγούς.
Ο Κολοκοτρώνης είδε από το Χρυσοβίτσι τις δύο πυρές της Επάνω Χρέπας και αντιλήφθηκε ότι οι Τούρκοι επιτίθονταν στο Βαλτέτσι. Χωρίς χρονοτριβή ειδοποίησε τον Πλαπούτα, διοικητή της Πιάνας, και άλλους οπλαρχηγούς να σπεύσουν στο Βαλτέτσι και σε λίγο ξεκίνησε και ο ίδιος με 800 ενόπλους, σχεδόν όλη τη δύναμη του Χρυσοβιτσίου. Ο Κολοκοτρώνης είχε ειδοποιήσει και την εφορία της Καρύταινας να στείλει προμήθειες και νερό στο απειλούμενο στρατόπεδο.
Οι Αλβανοί του Ρουμπή πλησίασαν πρώτα τις οχυρώσεις του Μητροπέτροβα και των ανδρών του, οι οποίες βρίσκονταν στις χαμηλότερες υπώρειες του λόφου των Μεσσηνίων. Σύμφωνα με τον Αμβρόσιο Φραντζή, αρχικά ο Ρουμπής πλησίασε τις οχυρώσεις και κάλεσε τους Μεσσήνιους να δηλώσουν υποταγή με αντάλλαγμα να τους χορηγηθεί αμνηστεία. Μάλιστα επικαλέσθηκε τη γειτονία του με εκείνους (τα Βαρδούνια βρίσκονταν κοντά στη Μεσσηνία) όπως και του Μουραμπούτη από την Αρκαδιά (Κυπαρισσία), προκειμένου να γίνει πιστευτός. Ο Ρουμπής ήλπιζε ότι μερικοί Μεσσήνιοι θα ολιγοψυχούσαν κι έτσι θα δημιουργείτο ρήγμα στις τάξεις τους, όπως είχε συμβεί παλαιότερα. Ωστόσο οι Μεσσήνιοι απάντησαν με γέλια και κάλεσαν εκείνοι τους Αλβανούς να παραδοθούν, προειδοποιώντας τους ότι δεν θα ακούσουν τις παρακλήσεις τους στη συνέχεια. Όπως τους είπε χαρακτηριστικά ο αγωνιστής που τους φώναζε την απάντηση του Μητροπέτροβα: «…Πάνε εκείνα που ξέρατε».
Ο Ρουμπής απάντησε αμέσως στέλνοντας δεκατέσσερις λαβαροφόρους του να καρφώσουν στις ελληνικές επάλξεις τα οθωμανικά «μπαϊράκια» (σημαίες), αλλά μία ομοβροντία από τους προμαχώνες τους θέρισε. Οι σημαιοφόροι έπεσαν αιμόφυρτοι και οι Αλβανοί εξαπέλυσαν αμέσως μετωπική επίθεση. Οι αγωνιστές αναχαίτισαν το πρώτο κύμα των επιτιθέμενων αλλά ακολούθησε νέα ορμητικότερη έφοδος, η οποία αποκρούσθηκε επίσης. Ο Ρουμπής έδωσε εντολή για ανάπτυξη των ανδρών του με στόχο την υπερκέραση των προμαχώνων. Οι πείσμονες Αλβανοί του είχαν πολλές απώλειες επειδή κινούντο ακάλυπτοι στην προσπάθεια τους να καταλάβουν κατάλληλες θέσεις για την υπερκέραση των αγωνιστών. Εδιναν ιδανικούς στόχους στους Ελληνες οι οποίοι τους πυροβολούσαν ακατάπαυστα, παρότι είχαν αντιληφθεί ότι οι εχθροί τους κύκλωναν σταθερά από την ανατολική και τη βόρεια πλευρά. Ωστόσο δεν εγκατέλειψαν τους προμαχώνες, γνωρίζοντας ότι θα διασώζονταν μόνο αν αποδεκάτιζαν τους εχθρούς με διασταυρούμενα πυρά διατηρώντας τις θέσεις τους.
.
Στο μεταξύ ο Κολοκοτρώνης είχε φροντίσει για την ενθάρρυνση τους, στέλνοντας έναν έφιππο σημαιοφόρο που εμφανίσθηκε στο ύψωμα Ρεζενίκο, σε σημείο όπου τον έβλεπαν οι υπερασπιστές του Βαλτετσίου. Ο αγωνιστής τους ειδοποίησε με ειδικές συνθηματικές κινήσεις της σημαίας του, ότι οι Ελληνες των άλλων στρατοπέδων έσπευδαν ταχέως στο Βαλτέτσι. Ο Ρουμπής είδε τις κινήσεις του σημαιοφόρου και αντιλήφθηκε πως διέθετε λίγο ακόμη χρόνο προκειμένου να εξουδετερώσει τους υπερασπιστές του Βαλτετσίου, πριν καταφθάσουν οι ελληνικές ενισχύσεις. Εστειλε όλες τις δυνάμεις του να περικυκλώσουν τους προμαχώνες του χωριού, ενώ ζήτησε ενισχύσεις από τα άλλα τουρκαλβανικά σώματα. Οι αγωνιστές αντιστέκονταν αποτελεσματικά, ωστόσο οι προμαχώνες των τριών λόφων και της εκκλησίας δεν μπορούσαν πλέον να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, επειδή δέχονταν τα πυκνά αλβανικά πυρά.
Όμως ο Ρουμπής δεν πρόλαβε να εφαρμόσει το σχέδιο του. Μιάμιση ώρα μετά την αρχή της μάχης, ο Κολοκοτρώνης και οι άνδρες του εμφανίσθηκαν στα νώτα των Αλβανών, καταλαμβάνοντας ένα ύψωμα στα βόρεια του χωριού, και από εκεί άρχισαν να τους πυροβολούν. Σε λίγο εμφανίσθηκε και ο Πλαπούτας με τους δικούς του στα βορειοανατολικά του Βαλτετσίου. Όταν οι αγωνιστές του μανιάτικου προμαχώνα αντιλήφθηκαν την άφιξη των ενισχύσεων, χαιρέτησαν τους συναγωνιστές τους με μία ομοβροντία, ενώ αμέσως κραυγές χαράς ακούσθηκαν από όλες τις θέσεις των επαναστατών, τόσο των υπερασπιστών του Βαλτετσίου όσο και των νεοφερμένων. Οι Αλβανοί άρχισαν να ανησυχούν από αυτές τις εκδηλώσεις, ενώ οι άνδρες που βρίσκονταν υπό την άμεση διοίκηση του Ρουμπή βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά. Από τη μία πλευρά τους πυροβολούσαν οι Μεσσήνιοι και οι Μανιάτες και από τα νώτα οι τυφεκιοφόροι των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα. Ο Μουσταφά κατανόησε ότι ο Ρουμπής κινδύνευε και έστειλε προς ενίσχυση του το σώμα που βρισκόταν στο Καλογεροβούνι. Οι 1.500 πεζοί και 500 ιππείς του τελευταίου επιτέθηκαν με μανία στον προμαχώνα των Μανιατών αλλά αναχαιτίσθηκαν. Ο πολεμικός οίστρος των Τούρκων διακρινόταν από το γεγονός ότι οι ιππείς τους επιτίθονταν μετωπικά εναντίον των ελληνικών επάλξεων, κραδαίνοντας με το ένα χέρι την πάλα τους και καλύπτοντας με το άλλο τα μάτια προκειμένου να μην ολιγοψυχήσουν. Όμως τα τυφέκια των αγωνιστών έκαναν θραύση. Οι δύο αντίπαλοι συνέχισαν να μάχονται πεισματωδώς αναμένοντας ο ένας την υποχώρηση του άλλου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Όμως ο Ρουμπής δεν πρόλαβε να εφαρμόσει το σχέδιο του. Μιάμιση ώρα μετά την αρχή της μάχης, ο Κολοκοτρώνης και οι άνδρες του εμφανίσθηκαν στα νώτα των Αλβανών, καταλαμβάνοντας ένα ύψωμα στα βόρεια του χωριού, και από εκεί άρχισαν να τους πυροβολούν. Σε λίγο εμφανίσθηκε και ο Πλαπούτας με τους δικούς του στα βορειοανατολικά του Βαλτετσίου. Όταν οι αγωνιστές του μανιάτικου προμαχώνα αντιλήφθηκαν την άφιξη των ενισχύσεων, χαιρέτησαν τους συναγωνιστές τους με μία ομοβροντία, ενώ αμέσως κραυγές χαράς ακούσθηκαν από όλες τις θέσεις των επαναστατών, τόσο των υπερασπιστών του Βαλτετσίου όσο και των νεοφερμένων. Οι Αλβανοί άρχισαν να ανησυχούν από αυτές τις εκδηλώσεις, ενώ οι άνδρες που βρίσκονταν υπό την άμεση διοίκηση του Ρουμπή βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά. Από τη μία πλευρά τους πυροβολούσαν οι Μεσσήνιοι και οι Μανιάτες και από τα νώτα οι τυφεκιοφόροι των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα. Ο Μουσταφά κατανόησε ότι ο Ρουμπής κινδύνευε και έστειλε προς ενίσχυση του το σώμα που βρισκόταν στο Καλογεροβούνι. Οι 1.500 πεζοί και 500 ιππείς του τελευταίου επιτέθηκαν με μανία στον προμαχώνα των Μανιατών αλλά αναχαιτίσθηκαν. Ο πολεμικός οίστρος των Τούρκων διακρινόταν από το γεγονός ότι οι ιππείς τους επιτίθονταν μετωπικά εναντίον των ελληνικών επάλξεων, κραδαίνοντας με το ένα χέρι την πάλα τους και καλύπτοντας με το άλλο τα μάτια προκειμένου να μην ολιγοψυχήσουν. Όμως τα τυφέκια των αγωνιστών έκαναν θραύση. Οι δύο αντίπαλοι συνέχισαν να μάχονται πεισματωδώς αναμένοντας ο ένας την υποχώρηση του άλλου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Προς το τέλος της ημέρας, το πέμπτο τουρκικό σώμα έφερε τα βαριά πυροβόλα και τα έστησε απέναντι στον μανιάτικο προμαχώνα. Όμως το έδαφος παρουσίαζε πολλές γεωφυσικές ανωμαλίες και δεν μπορούσε να υπολογισθεί το ορθό βεληνεκές της εκάστοτε θέσης των πυροβόλων. Οταν ύψωναν τα πυροβόλα, τα βλήματα τους έπεφταν στους άνδρες του Ρουμπή, ενώ όταν τα χαμήλωναν, οι βολές έφθαναν το πολύ μπροστά στους πρόποδες του λόφου των Μανιατών, χωρίς να τους βλάπτει. Τελικά οι Τούρκοι σταμάτησαν να τα χρησιμοποιούν. Ο Κολοκοτρώνης ήταν ικανοποιημένος, βλέποντας ότι οι αγωνιστές είχαν καθηλώσει τους Αλβανούς του Ρουμπή απειλώντας τους με εξόντωση. Ιδιαίτερα είχε διακριθεί ο Μητροπέτροβας, ο ακατάβλητος γέροντας με τη λευκή γενειάδα, ο οποίος παρά την προχωρημένη ηλικία του, έδινε διαρκώς οδηγίες στους άνδρες του ενώ ταυτόχρονα μαχόταν από την έπαλξη του όρθιος, χωρίς να αναπαυθεί ούτε στιγμή. Ο Μητροπέτροβας ήταν άριστος ακροβολιστής και πυροβολούσε διαρκώς, λαμβάνοντας τα καριοφίλια που γέμιζαν οι ακόλουθοι του προκειμένου να μη χάνει χρόνο, και φονεύοντας πολλούς Αλβανούς.
Ο Γέρος του Μοριά ανέβηκε σε ένα ύψωμα, γνωστό έως σήμερα ως «του Κολοκοτρώνη το βουνό», και φώναξε στον Μητροπέτροβα και τους Μεσσήνιους του με τη στεντόρεια φωνή του, προκειμένου να ακουστεί και από τους εχθρούς: «Μπάρμπα Μήτρο, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000, έρχεται και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες! Βαστάτε και σας φέρνω από όλα!» Ο Μητροπέτροβας απάντησε με έναν χαιρετιστήριο πυροβολισμό.
Το βράδυ ο Κολοκοτρώνης και μερικοί άνδρες του κατάφεραν να διασχίσουν τις αλβανικές γραμμές και να μεταφέρουν τρόφιμα και πυρομαχικά στους πολεμιστές των προμαχώνων. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στους οπλαρχηγούς να τους ενισχύσει με άνδρες, όμως εκείνοι του απάντησαν πως ήταν καλύτερα να τους κρατήσει για να πλήττει τους εχθρούς από τα νώτα. Ο στρατηγικός στόχος όλων των αρχηγών ήταν η πλήρης περικύκλωση των Τουρκαλβανών.
Ο Γέρος του Μοριά ανέβηκε σε ένα ύψωμα, γνωστό έως σήμερα ως «του Κολοκοτρώνη το βουνό», και φώναξε στον Μητροπέτροβα και τους Μεσσήνιους του με τη στεντόρεια φωνή του, προκειμένου να ακουστεί και από τους εχθρούς: «Μπάρμπα Μήτρο, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000, έρχεται και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες! Βαστάτε και σας φέρνω από όλα!» Ο Μητροπέτροβας απάντησε με έναν χαιρετιστήριο πυροβολισμό.
Το βράδυ ο Κολοκοτρώνης και μερικοί άνδρες του κατάφεραν να διασχίσουν τις αλβανικές γραμμές και να μεταφέρουν τρόφιμα και πυρομαχικά στους πολεμιστές των προμαχώνων. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στους οπλαρχηγούς να τους ενισχύσει με άνδρες, όμως εκείνοι του απάντησαν πως ήταν καλύτερα να τους κρατήσει για να πλήττει τους εχθρούς από τα νώτα. Ο στρατηγικός στόχος όλων των αρχηγών ήταν η πλήρης περικύκλωση των Τουρκαλβανών.
Το shamshir (πάλα αραβικού τύπου) του Νικηταρά (Πηγή: Ιστολόγιο: «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης»).
.
Τα μεσάνυχτα έφθασαν νέες ελληνικές ενισχύσεις, από τα Βέρβαινα. Ο Αντώνης Μαυρομιχάλης, ο Πέτρος Βαρβιτσιώτης, ο Πουλικάκος και άλλοι οδηγούσαν 300 ενόπλους οι οποίοι επέπεσαν αμέσως στα νώτα των Τουρκαλβανών. Ο Βαρβιτσιώτης, ο Πουλικάκος και 17 παλικάρια τους εισχώρησαν στους προμαχώνες του Βαλτετσίου πληροφορώντας τους αρχηγούς ότι την αυγή θα έφθαναν πρόσθετες ενισχύσεις από τα Βέρβαινα. Πράγματι, με την ανατολή του ήλιου της 13ης Μαΐου, έφθασε ένα ακόμη σώμα 400 μαχίμων υπό τους Παναγιώτη Γιατράκο, Αναγνώστη Κονδάκη και άλλους. Από την άλλη πλευρά, σε αδιευκρίνιστες χρονικά στιγμές (της 12ης-13ης Μαΐου) μάλλον έφθασε στο Βαλτέτσι και το τρίτο τουρκικό σώμα από την Κανδρέβα, ίσως και το τουρκικό ιππικό από τους Αραχαμίτες.
Η σύγκρουση αναζωπυρώθηκε με το φως του ήλιου και την έλευση των ενισχύσεων. Οι Μανιάτες του ανατολικού προμαχώνα είχαν προκαλέσει σοβαρές απώλειες στους Τούρκους, γι’ αυτό οι τελευταίοι προσπάθησαν εκ νέου να χρησιμοποιήσουν το πυροβολικό εναντίον τους, πάλι χωρίς επιτυχία. Το σώμα του Ρουμπή κινδύνευε πλέον με περικύκλωση και σφαγή, ενώ σε λίγο οι αντιμαχόμενοι διέκριναν ένα ακόμη ελληνικό σώμα να πλησιάζει από την πλευρά της λίμνης Τάκκα. Ήταν η δύναμη του Νικηταρά που είχε αποσταλεί στην Αργολίδα για να φέρει τον μόλυβδο από τα τζαμιά. Ο Νικηταράς, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, ο Γενναίος (Ιωάννης) Κολοκοτρώνης, ο αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος και ο Σακελλάριος Παπαφώτης είχαν επιστρέψει με τους 300 πολεμιστές τους και στάθμευσαν στα Δολιανά, όπου άκουσαν τους κρότους από τη μάχη στο Βαλτέτσι. Το σώμα έσπευσε στο στρατόπεδο των Βερβαίνων όπου ενώθηκε με 500 Κυνούριους και Τριπολιτσιώτες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί υπό τον Λάμπρο Ριζιώτη, και αναχώρησε αμέσως για το Βαλτέτσι.
Η προσέγγιση των 800 νεοφερμένων αγωνιστών αποκαρδίωσε τους Αλβανούς και ο Ρουμπής χρησιμοποίησε σήματα ρυθμικής ανάφλεξης πυρίτιδας, προκειμένου να ζητήσει την άδεια από τον Μουσταφά να αποσύρει τους άνδρες του. Η ελληνική διάταξη στο Βαλτέτσι είχε καταστεί παγίδα θανάτου για εκείνους. Ο κεχαγιάμπεης είχε αντιληφθεί πως δεν υπήρχε πλέον ελπίδα για νίκη και διέταξε γενική υποχώρηση του στρατού. Οι αγωνιστές αντιλήφθηκαν τα σήματα που αντάλλασαν οι δύο Αλβανοί αρχηγοί και σε λίγο παρατήρησαν τους πρώτους άνδρες τους που άρχισαν να αναδιπλώνονται. Τότε οι Ελληνες, τόσο εκείνοι της εξωτερικής γραμμής μάχης, όσο και εκείνοι των προμαχώνων που τους εγκατέλειψαν και κατέβηκαν στους πρόποδες, εξαπέλυσαν επίθεση στους υποχωρούντες Τουρκαλβανούς ακολουθώντας εντολή του Κολοκοτρώνη. Οι τελευταίοι άρχισαν να φεύγουν πανικόβλητοι αλλά η απώλεια των όπλων τους κατά τη φυγή, τους έσωσε από την εκατόμβη. Πολλοί τα έχασαν τρέχοντας στο ανώμαλο έδαφος του Βαλτετσίου και οι διώκτες τους σταματούσαν για να συλλέξουν τα τυφέκια, τις πιστόλες, τα γιαταγάνια και τις πάλες που παρουσίαζαν μεγάλη έλλειψη στον ελληνικό στρατό. Αυτά τα αποκτήματα θεωρήθηκαν δικαιολογημένα από μερικούς, ως ένα από τα μεγαλύτερα κέρδη της νίκης. Ο αριθμός τους ήταν τόσο μεγάλος, ώστε υπολογίσθηκε πως μπορούσαν να εξοπλίσουν 4.000 αγωνιστές. Ιδιαίτερα πολύτιμα λάφυρα ήταν τα ασημοποίκιλτα και χρυσοποίκιλτα όπλα των Αλβανών αξιωματικών.
Η καταδίωξη των Τουρκαλβανών, κατά την οποία διακρίθηκαν οι άνδρες του Πλαπούτα, συνεχίσθηκε σχεδόν έως τις πύλες της Τριπολιτσάς. Οι πρώτοι άφησαν πίσω τους 514 νεκρούς, ενώ με δυσκολία κατάφεραν να μεταφέρουν στην πόλη 635 τραυματίες. Οι Ελληνες είχαν συνολικά μόλις 4 νεκρούς και 17 τραυματίες. Οι άνδρες του Νικηταρά δεν πρόλαβαν να εμπλακούν ικανώς με τον εχθρό, επειδή όταν έφθασαν στη Μπολέτα (σύγχρονη Μάκρη), στα ανατολικά του Βαλτετσίου, οι Τουρκαλβανοί είχαν ήδη υποχωρήσει. Λίγο αργότερα έφθασαν στην Πιάνα 1.000 Ελληνες από το στρατόπεδο του Λεβιδίου με επικεφαλής τους Ζαΐμη, Κανακάρη, Χαραλάμπη και Πετμεζαίους, οι οποίοι αναχώρησαν για το Βαλτέτσι αμέσως μόλις πληροφορήθηκαν την τουρκική επίθεση.
Όλοι οι Ελληνες πολέμησαν σθεναρά στη μάχη του Βαλτετσίου αλλά εκείνοι που διακρίθηκαν για τον αρειμάνιο αγώνα τους ήταν ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και ο Μητροπέτροβας. Ο Κολοκοτρώνης, πανευτυχής και συγκινημένος, μίλησε σε όλους τους άνδρες προτείνοντας να καθιερωθεί η 13η Μαΐου ως καθαγιασμένη ημέρα νηστείας και να εορτάζεται κάθε χρόνο ως επέτειος του έθνους.
Η μάχη του Βαλτετσίου, διάρκειας 23 ωρών, υπήρξε αποφασιστική για την πορεία του Αγώνα, επειδή απέτρεψε την απόπειρα του Μουσταφά να διαλύσει τα επαναστατικά στρατόπεδα γύρω από την Τριπολιτσά και να προελάσει στη Μεσσηνία και στη Λακωνία. Επιπρόσθετα, η ελληνική νίκη υπήρξε το έναυσμα για τον στενότερο αποκλεισμό και τελικά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, ενώ επρόκειτο για την πρώτη μάχη κατά την οποία οι επαναστάτες πολέμησαν με άρτια οργάνωση, εξελισσόμενοι σε πραγματικό στρατό. Το τελευταίο στοιχείο ανύψωσε το ηθικό τους και τους οδήγησε στη συνειδητοποίηση της πολεμικής τους αξίας, γεγονός αποφασιστικό για τις συγκρούσεις που ακολούθησαν. Οι Τούρκοι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι στο μέλλον δεν θα αντιμετώπιζαν σκόρπιους βοσκούς και ολιγάριθμους κλεφταρματολούς, και κυρίως ότι η εξέγερση που αντιμετώπιζαν δεν ήταν μία απλή «ανταρσία» των τοπικών χριστιανών όπως τη θεωρούσαν, αλλά μία πραγματική επανάσταση που μπορούσε να τους εκδιώξει από τον Μοριά.
.
Τα μεσάνυχτα έφθασαν νέες ελληνικές ενισχύσεις, από τα Βέρβαινα. Ο Αντώνης Μαυρομιχάλης, ο Πέτρος Βαρβιτσιώτης, ο Πουλικάκος και άλλοι οδηγούσαν 300 ενόπλους οι οποίοι επέπεσαν αμέσως στα νώτα των Τουρκαλβανών. Ο Βαρβιτσιώτης, ο Πουλικάκος και 17 παλικάρια τους εισχώρησαν στους προμαχώνες του Βαλτετσίου πληροφορώντας τους αρχηγούς ότι την αυγή θα έφθαναν πρόσθετες ενισχύσεις από τα Βέρβαινα. Πράγματι, με την ανατολή του ήλιου της 13ης Μαΐου, έφθασε ένα ακόμη σώμα 400 μαχίμων υπό τους Παναγιώτη Γιατράκο, Αναγνώστη Κονδάκη και άλλους. Από την άλλη πλευρά, σε αδιευκρίνιστες χρονικά στιγμές (της 12ης-13ης Μαΐου) μάλλον έφθασε στο Βαλτέτσι και το τρίτο τουρκικό σώμα από την Κανδρέβα, ίσως και το τουρκικό ιππικό από τους Αραχαμίτες.
Η σύγκρουση αναζωπυρώθηκε με το φως του ήλιου και την έλευση των ενισχύσεων. Οι Μανιάτες του ανατολικού προμαχώνα είχαν προκαλέσει σοβαρές απώλειες στους Τούρκους, γι’ αυτό οι τελευταίοι προσπάθησαν εκ νέου να χρησιμοποιήσουν το πυροβολικό εναντίον τους, πάλι χωρίς επιτυχία. Το σώμα του Ρουμπή κινδύνευε πλέον με περικύκλωση και σφαγή, ενώ σε λίγο οι αντιμαχόμενοι διέκριναν ένα ακόμη ελληνικό σώμα να πλησιάζει από την πλευρά της λίμνης Τάκκα. Ήταν η δύναμη του Νικηταρά που είχε αποσταλεί στην Αργολίδα για να φέρει τον μόλυβδο από τα τζαμιά. Ο Νικηταράς, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, ο Γενναίος (Ιωάννης) Κολοκοτρώνης, ο αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος και ο Σακελλάριος Παπαφώτης είχαν επιστρέψει με τους 300 πολεμιστές τους και στάθμευσαν στα Δολιανά, όπου άκουσαν τους κρότους από τη μάχη στο Βαλτέτσι. Το σώμα έσπευσε στο στρατόπεδο των Βερβαίνων όπου ενώθηκε με 500 Κυνούριους και Τριπολιτσιώτες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί υπό τον Λάμπρο Ριζιώτη, και αναχώρησε αμέσως για το Βαλτέτσι.
Η προσέγγιση των 800 νεοφερμένων αγωνιστών αποκαρδίωσε τους Αλβανούς και ο Ρουμπής χρησιμοποίησε σήματα ρυθμικής ανάφλεξης πυρίτιδας, προκειμένου να ζητήσει την άδεια από τον Μουσταφά να αποσύρει τους άνδρες του. Η ελληνική διάταξη στο Βαλτέτσι είχε καταστεί παγίδα θανάτου για εκείνους. Ο κεχαγιάμπεης είχε αντιληφθεί πως δεν υπήρχε πλέον ελπίδα για νίκη και διέταξε γενική υποχώρηση του στρατού. Οι αγωνιστές αντιλήφθηκαν τα σήματα που αντάλλασαν οι δύο Αλβανοί αρχηγοί και σε λίγο παρατήρησαν τους πρώτους άνδρες τους που άρχισαν να αναδιπλώνονται. Τότε οι Ελληνες, τόσο εκείνοι της εξωτερικής γραμμής μάχης, όσο και εκείνοι των προμαχώνων που τους εγκατέλειψαν και κατέβηκαν στους πρόποδες, εξαπέλυσαν επίθεση στους υποχωρούντες Τουρκαλβανούς ακολουθώντας εντολή του Κολοκοτρώνη. Οι τελευταίοι άρχισαν να φεύγουν πανικόβλητοι αλλά η απώλεια των όπλων τους κατά τη φυγή, τους έσωσε από την εκατόμβη. Πολλοί τα έχασαν τρέχοντας στο ανώμαλο έδαφος του Βαλτετσίου και οι διώκτες τους σταματούσαν για να συλλέξουν τα τυφέκια, τις πιστόλες, τα γιαταγάνια και τις πάλες που παρουσίαζαν μεγάλη έλλειψη στον ελληνικό στρατό. Αυτά τα αποκτήματα θεωρήθηκαν δικαιολογημένα από μερικούς, ως ένα από τα μεγαλύτερα κέρδη της νίκης. Ο αριθμός τους ήταν τόσο μεγάλος, ώστε υπολογίσθηκε πως μπορούσαν να εξοπλίσουν 4.000 αγωνιστές. Ιδιαίτερα πολύτιμα λάφυρα ήταν τα ασημοποίκιλτα και χρυσοποίκιλτα όπλα των Αλβανών αξιωματικών.
Η καταδίωξη των Τουρκαλβανών, κατά την οποία διακρίθηκαν οι άνδρες του Πλαπούτα, συνεχίσθηκε σχεδόν έως τις πύλες της Τριπολιτσάς. Οι πρώτοι άφησαν πίσω τους 514 νεκρούς, ενώ με δυσκολία κατάφεραν να μεταφέρουν στην πόλη 635 τραυματίες. Οι Ελληνες είχαν συνολικά μόλις 4 νεκρούς και 17 τραυματίες. Οι άνδρες του Νικηταρά δεν πρόλαβαν να εμπλακούν ικανώς με τον εχθρό, επειδή όταν έφθασαν στη Μπολέτα (σύγχρονη Μάκρη), στα ανατολικά του Βαλτετσίου, οι Τουρκαλβανοί είχαν ήδη υποχωρήσει. Λίγο αργότερα έφθασαν στην Πιάνα 1.000 Ελληνες από το στρατόπεδο του Λεβιδίου με επικεφαλής τους Ζαΐμη, Κανακάρη, Χαραλάμπη και Πετμεζαίους, οι οποίοι αναχώρησαν για το Βαλτέτσι αμέσως μόλις πληροφορήθηκαν την τουρκική επίθεση.
Όλοι οι Ελληνες πολέμησαν σθεναρά στη μάχη του Βαλτετσίου αλλά εκείνοι που διακρίθηκαν για τον αρειμάνιο αγώνα τους ήταν ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και ο Μητροπέτροβας. Ο Κολοκοτρώνης, πανευτυχής και συγκινημένος, μίλησε σε όλους τους άνδρες προτείνοντας να καθιερωθεί η 13η Μαΐου ως καθαγιασμένη ημέρα νηστείας και να εορτάζεται κάθε χρόνο ως επέτειος του έθνους.
Η μάχη του Βαλτετσίου, διάρκειας 23 ωρών, υπήρξε αποφασιστική για την πορεία του Αγώνα, επειδή απέτρεψε την απόπειρα του Μουσταφά να διαλύσει τα επαναστατικά στρατόπεδα γύρω από την Τριπολιτσά και να προελάσει στη Μεσσηνία και στη Λακωνία. Επιπρόσθετα, η ελληνική νίκη υπήρξε το έναυσμα για τον στενότερο αποκλεισμό και τελικά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, ενώ επρόκειτο για την πρώτη μάχη κατά την οποία οι επαναστάτες πολέμησαν με άρτια οργάνωση, εξελισσόμενοι σε πραγματικό στρατό. Το τελευταίο στοιχείο ανύψωσε το ηθικό τους και τους οδήγησε στη συνειδητοποίηση της πολεμικής τους αξίας, γεγονός αποφασιστικό για τις συγκρούσεις που ακολούθησαν. Οι Τούρκοι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι στο μέλλον δεν θα αντιμετώπιζαν σκόρπιους βοσκούς και ολιγάριθμους κλεφταρματολούς, και κυρίως ότι η εξέγερση που αντιμετώπιζαν δεν ήταν μία απλή «ανταρσία» των τοπικών χριστιανών όπως τη θεωρούσαν, αλλά μία πραγματική επανάσταση που μπορούσε να τους εκδιώξει από τον Μοριά.
Η επιστροφή του ηττημένου τουρκαλβανικού στρατού στην Τριπολιτσά προκάλεσε συναισθήματα οργής και φόβου στους μουσουλμάνους πολίτες, οι οποίοι ήταν βέβαιοι για την κατάπνιξη της εξέγερσης. Το ηθικό τους πλήγηκε περισσότερο από τη συντριβή του σώματος του Ρουμπή, επειδή συγκέντρωνε επίλεκτους Πελοποννήσιους Αλβανούς, αλλά και από τους θανάτους αρκετών τραυματιών τις επόμενες ημέρες. Ιδιαίτερα πλήγηκε το κύρος του Μουσταφά στον οποίο αποδόθηκε η ευθύνη της ήττας, επειδή όπως ψιθυριζόταν από τους ντόπιους Τουρκαλβανούς, οι ίδιοι είχαν νικήσει επανειλημμένα τους Ελληνες έως την έλευση του.
Το ξίφος ενός Ευρωπαίου φιλλέληνα (Ιστορικό αρχείο Σκιαθα).
.
Το στρατόπεδο του Χρυσοβιτσίου όπου έδρευε ο Κολοκοτρώνης, κατέστη το στρατηγείο της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί οπλαρχηγοί, ανάμεσα τους και νεοφερμένοι Καλαβρυτινοί (εκτός από τους ήδη παρόντες στο Λεβίδι) που έφθασαν μετά το τέλος της μάχης. Στις 17 Μαΐου, οι Ελληνες αρχηγοί της Αργολίδας Τσόκρης, Μπουμπουλίνα και Σταϊκόπουλος, έστειλαν επιστολή στον Κολοκοτρώνη ζητώντας του ενισχύσεις και έναν έμπειρο πολέμαρχο για να οργανώσει την πολιορκία του Ναυπλίου, η οποία είχε ανασυσταθεί. Ο Κολοκοτρώνης τους έστειλε τον ικανό Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά) με 150 Καρυτινούς, τον οποίο επιφόρτισε και με την εποπτεία των Μεγάλων Δερβενίων της Μεγαρίδας, προκειμένου να ειδοποιηθούν εγκαίρως οι Ελληνες στην Τριπολιτσά και την Αργολίδα αν οι Κιοσσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνης πλησίαζαν στον Μοριά. Ο Νικηταράς και ο αδελφός και υπαρχηγός του Νικόλας, είχαν αναλάβει τις επιπρόσθετες αποστολές της αφαίρεσης του μόλυβδου από τα τζαμιά και τους τεκέδες της Αργοναυπλίας για την παρασκευή βλημάτων, και της συγκέντρωσης κρίθου, για να τα στείλουν συνολικά στο Χρυσοβίτσι.
.
ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Στη μάχη του Βαλτετσίου διακρίθηκε η Σταυριανή, μία ηρωική Μανιάτισσα. Η Σταυριανή ήταν μία ψηλή και μελαμψή σαραντάχρονη «αντρογυναίκα» όπως περιγράφεται, που μιλούσε την τραχειά διάλεκτο των πολεμιστών. Όταν η επικοινωνία ανάμεσα στους επιμέρους ελληνικούς προμαχώνες διακόπηκε λόγω των πυκνών αλβανικών0 πυρών, η γενναία γυναίκα έτρεχε ακατάπαυστα και με υποδειγματικό θάρρος από τον έναν προμαχώνα στον άλλον μεταφέροντας πληροφορίες και μοιράζοντας πολεμοφόδια. Οι Αλβανοί τη στόχευαν διαρκώς αλλά παρότι φημίζονταν ως ακροβολιστές, δεν κατόρθωσαν ούτε καν να την τραυματίσουν.
Πριν τη μάχη του Βαλτετσίου, ο κεχαγιάμπεης πληροφορήθηκε την οχύρωση του χωριού και άλλες ελληνικές ενέργειες από έναν προδότη γραμματοκομιστή των επιστολών των οπλαρχηγών. Ο ταχυδρόμος, ένας χωρικός από τα γειτονικά Τσιπιανά, μετέφερε την αλληλογραφία ανάμεσα στα ελληνικά στρατόπεδα από την Πιάνα έως τους Μύλους της Αργολίδας όπου είχε εδραιωθεί η Μπουμπουλίνα. Η καπετάνισσα μεριμνούσε για την επικοινωνία του Κολοκοτρώνη με την Υδρα και τις Σπέτσες. Όταν ο γραμματοκομιστής ξεκινούσε από την Πιάνα με επιστολές για τη Μπουμπουλίνα, σταματούσε μυστικά στην Τριπολιτσά όπου τις παρέδιδε στον Μουσταφά έναντι αδράς αμοιβής. Ο κεχαγιάμπεης τις διάβαζε και τις επέστρεφε στον ταχυδρόμο, που τις παρέδιδε τελικά στους Μύλους. Εκεί η Μπουμπουλίνα του παρέδιδε επιστολές για τον Κολοκοτρώνη και ο γραμματοκομιστής περνούσε πάλι από την Τριπολιτσά και τον κεχαγιάμπεη, πριν καταλήξει στην Πιάνα. Ωστόσο η προδοσία του δεν ωφέλησε ιδιαίτερα τους Τούρκους. Παρότι ο Μουσταφά ενημερωνόταν λεπτομερώς για τις επαφές ανάμεσα στα ελληνικά στρατόπεδα, οι επιστολές περιείχαν πάντοτε υπερβολές σχετικά με τους αριθμούς και την ισχύ των επαναστατών, όπως συνήθιζαν να γράφουν οι Ελληνες αρχηγοί ακόμη και ο ένας στον άλλον προκειμένου να διατηρούν υψηλό φρόνημα. Οι Τούρκοι πίστεψαν τις υπερβολικές πληροφορίες και έτσι δίσταζαν να επιτεθούν στο Βαλτέτσι ενώ οι προμαχώνες του δεν είχαν ακόμη αποπερατωθεί, δίνοντας την ευκαιρία στους υπερασπιστές του να το οχυρώσουν ανενόχλητοι. Τελικά η προδοσία του γραμματοκομιστή αποκαλύφθηκε και οδηγήθηκε στον Κολοκοτρώνη που βρισκόταν στην Πιάνα. Ο ταχυδρόμος παραδέχθηκε την ενοχή του και προκειμένου να εξιλεωθεί, έδωσε πληροφορίες για τους αριθμούς και την κατάσταση των πολιορκημένων. Ο Κολοκοτρώνης τον έδεσε στην ουρά του αλόγου του και τον έφερε στο Χρυσοβίτσι όπου τον παρέδωσε στον Κωνσταντίνο Λάπα από την Ακαρνανία. Του ζήτησε να τον φρουρήσει έως ότου τον στείλει στον Μουσταφά με μία επιστολή του, αλλά μόλις ο Κολοκοτρώνης έφυγε, ο Λάπας του εκρίζωσε τη γλώσσα και έπειτα τον εκτέλεσε.
.
.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση των άρθρων με την υπογραφή 'Περικλής Δεληγιάννης' και 'Periklis Deligiannis' χωρίς άδεια. Τα αναδημοσιευμένα άρθρα (άλλων δημιουργών, εκτός του προαναφερόμενου) υπόκεινται στους όρους χρήσης των ιστολογίων πρωτογενούς δημοσίευσης. ----------------------------------------------© Periklis Deligiannis , All rights reserved
https://periklisdeligiannis.wordpress.com/2015/03/23/%CE%B7-%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CF%84%CE%B5%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%83-%CE%B2%CE%84-%CE%BC%CE%AC%CE%B9%CE%BF%CF%82-1821/
Πιστευω οτι κανετε λαθος να απαγορευετε την αναδημοσιευση,επειδη ειμαι απογονος του Μεγαλου Μητρο Πετροβα υπαρχουν κατα τα απομνημονευματα του Κολοκοτρωνη ορισμενες ασαφειες.
ΑπάντησηΔιαγραφή