Ο Τιμολέων ήταν ένας Κορίνθιος πολιτικός και στρατιωτικός, που το 365 π.Χ., μαζί με μερικούς φίλους, σκότωσε τον αδελφό του Τιμοφάνη, όταν ο τελευταίος προσπάθησε να γίνει τύραννος της Κορίνθου δια της βίας, πράγμα που πείραξε τα φιλελεύθερα αισθήματα του Τιμολέοντα. Η πράξη του εγκωμιάστηκε από μερικούς και καταδικάστηκε από άλλους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και η μητέρα του που τον καταράστηκε. Η λύπη του για τον σκοτωμένο του αδελφό ή η ντροπή για τη μητέρα του, τον κατέβαλε τόσο πολύ, ώστε είκοσι χρόνια σχεδόν έζησε αποτραβηγμένος, χωρίς να καταπιαστεί με καμιά επίσημη ή πολιτική πράξη.
Η κατάσταση στην Σικελία.
Στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ολόκληρη η Σικελία σχεδόν είχε περάσει στα χέρια των Καρχηδονίων και των τυράννων που ήταν σύμμαχοί τους.
Οι Ελληνίδες πόλεις της Σικελίας ρήμαζαν και ερήμωναν από πληθυσμό λόγω των συνεχών πολεμικών συγκρούσεων. Οι Συρακούσες είχαν γίνει σκιά του παλιού κι ένδοξου μεγαλείου τους, αφού στην αγορά της πόλης έβοσκαν άλογα. Οι Καρχηδόνιοι έσφιγγαν την θηλιά γύρω από τον λαιμό του Ελληνισμού.
Οι Συρακούσες, η ηγέτιδα πόλη του Ελληνισμού στην Σικελία ζήτησε την βοήθεια της μητρόπολης, της Κορίνθου.
Το 345 π.Χ. έφτασαν στην Κόρινθο Συρακούσιοι πρέσβεις και ζήτησαν τη βοήθεια της μητρόπολής τους εναντίον των Καρχηδονίων, που είχαν κάνει επιδρομή, και εναντίον των τυράννων.
Κάποιος πολίτης στην εκκλησία του δήμου υπέδειξε να στείλουν για το σκοπό αυτό τον Τιμολέοντα.
Ο λαός το δεχτήκε πρόθυμα και τον χειροτόνησε στρατηγό. Πριν ξεκινήσει, ο Τιμολέων πήγε στους Δελφούς και πρόσφερε θυσίες.
Θεϊκό σημάδι
Όταν κατέβαινε στο μέρος όπου δίδονταν οι χρησμοί, έγινε κάτι θεϊκό: από τα κρεμασμένα αφιερώματα λύθηκε μια ταινία, που είχε κεντημένα επάνω στεφάνια και νίκες, και έπεσε στο κεφάλι του Τιμολέοντα. Έτσι, θεωρήθηκε πως ο θεός τον έστελνε στεφανωμένο στις πράξεις που επρόκειτο να κάνει.
Η κατασταση στις Συρακούσες
Ο Διονύσιος, ο τύραννος των Συρακουσών, ήταν αποκλεισμένος στην Ορτυγία, το νησί-ακρόπολη των Συρακουσών. Τον πολιορκούσε ο Ικέτας ο τύραννος των Λεοντίνων (ελληνική αποικία της Σικελίας) που ήταν ο κύριος σύμμαχος των Καρχηδονίων. Ο Ικέτας είχε καταλάβει ολόκληρη την πόλη των Συρακουσών, εκτός από την Ορτυγία.
Τόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση που έπρεπε να ανατρέψει ο Τιμολέοντας.
Οι Έλληνες της Σικελίας ήταν ένα βήμα πριν τον αφανισμό και την καταστροφή του πολιτισμού τους από τους βαρβάρους ύστερα από 5 αιώνες συνεχούς παρουσίας στην Σικελία.
Το 345 π.Χ. έφτασε στο Ρήγιο (ελληνική πόλη της νοτίου Ιταλίας απέναντι από την Σικελία) με δέκα πλοία, από τα οποία επτά ήταν της Κορίνθου, δύο της Κέρκυρας και ένα της Λευκάδας και 700 μισθοφόρους. Εκεί είκοσι πλοία των Καρχηδονίων με πρέσβεις του Ικέτα, τους σταμάτησαν και του ανέφεραν πως δεν μπορούσαν να περάσουν στην Σικελία, αλλά μόνο ο Τιμολέοντας αν ήθελε μπορούσε να πάει σαν σύμβουλος του Ικέτα. Ο Τιμολέοντας όμως δεν το έβαλε κάτω, αλλά περίμενε την ευκαιρία να ξεφύγει από τα πλοία του Ικέτα. Με την βοήθεια των κατοίκων του Ρηγίου, απέπλευσε νύχτα σπάζοντας τον κλοιό των πλοίων και κατέπλευσε στο Ταυρομένιο (ελληνική αποικία) στις βορειοανατολικές ακτές της Σικελίας, όπου τον υποδέχτηκε ο Ανδρόμαχος, τύραννος της πόλης. Παρά τις απειλές των βαρβάρων ότι θα ισοπέδωναν την πόλη αν δεν έδιωχνε τον Τιμολέοντα, αυτός πρόσφερε την πόλη του στον Κορίνθιο στρατηγό σαν βάση και ορμητήριο για την απελευθέρωση της Σικελίας από τους Καρχηδόνιους. Το Άδρανο (πόλη στο εσωτερικό της Σικελίας) ζήτησε κι αυτό την βοήθεια του Τιμολέοντα, εκείνος έσπευσε με 1.000 στρατιώτες. Ο Ικέτας τον περίμενε ήδη έξω από τα τείχη της πόλης με 5.000 στρατιώτες. Ο Τιμολέοντας βλέποντας την αριθμητική υπεροπλία των αντιπάλων και μην θέλοντας να διακινδυνεύσει να ηττηθεί, επιτέθηκε την νύχτα στο στρατόπεδο των αντιπάλων κερδίζοντας την μάχη. Αυτή η πρώτη νίκη του Τιμολέοντα είχε πιο πολύ ψυχολογική σημασία παρά στρατηγική, γιατί εξύψωσε το ηθικό των στρατιωτών του.
Ο Διονύσιος που ήταν ακόμη αποκλεισμένος στην Ορτυγία, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τον Τιμολέοντα του παρέδωσε την Ορτυγία, μαζί με 70.000 πανοπλίες που βρίσκονταν εκεί και 2.000 μισθοφόρους που ήταν η προσωπική του φρουρά, με τον όρο να ζήσει σαν απλός πολίτης στην Κόρινθο χωρίς να δικαστεί για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Μια δύναμη 400 ανδρών του Τιμολέοντα με αρχηγούς τον Τηλέμαχο και τον Ευκλείδη κατάφεραν να εισχωρήσουν απαρατήρητοι στην πολιορκημένη πόλη.
Ο Ικέτας αντικρίζοντας τους στρατιώτες του Τιμολέοντος στην Ορτυγία, κάλεσε τον Μάγωνα, στρατηγό των Καρχηδονίων για να καταλάβει την πόλη. Στον Μεγάλο Λιμένα των Συρακούσων κατέπλευσαν 150 πλοία και 60.000 στρατιώτες. Πρώτη φορά στην ιστορία οι βάρβαροι πατούσαν τα άγια χώματα της μητρόπολης του Ελληνισμού της Σικελίας. Ο Τιμολέοντας από την Κατάνη (ελληνική αποικία στην ανατολική ακτή) έστελνε συνεχώς ενισχύσεις και εφόδια στην πολιορκημένη φρουρά της Ορτυγίας. Την ίδια ώρα οι Κορίνθιοι έστειλαν αλλά δέκα πλοία, 2.000 πεζούς και 200 ιππείς ενίσχυση, που όμως δεν μπορούσαν να διεκπεραιωθούν λόγω του αποκλεισμού στην Σικελία και παρέμειναν στους Θουρίους (ελληνική αποικία της νότιας Ιταλίας). Ο Ικέτας και ο Μάγων την Άνοιξη του 343 π.Χ. αποφάσισαν να καταλάβουν την Κατάνη για να σταματήσει να εφοδιάζει τους έγκλειστους στην Ορτυγία. Αφού χαλάρωσαν την πολιορκία, ο Νέωνας ο φρούραρχος της Ορτυγίας κατέλαβε την Αχραδίνα, μια από τις 5 μεγάλες συνοικίες των Συρακουσών. Οι ενισχύσεις των Κορινθίων που περίμεναν στους Θούριους, έσπασαν τον κλοιό των Καρχηδονίων που είχαν αποκλείσει τα στενά της Μεσσήνης και διεκπεραιώθηκαν στην Σικελία, όπου ενώθηκαν με τον Τιμολέοντα. Ήταν πια 4.000 ετοιμοπόλεμοι στρατιώτες. Ο Τιμολέοντας ενισχυμένος πια βάδισε προς τις Συρακούσες. Ο Μάγων ο στρατηγός των Καρχηδονίων, αποχώρησε από τις Συρακούσες αφήνοντας μόνο του τον Ικέτα. Αυτός με τους στρατιώτες κατείχε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλη. Οι Κορίνθιοι ήταν ασταμάτητοι και στην μάχη με τον προδότη Ικέτα εξουδετέρωσαν τις δυνάμεις του.
Οι Συρακούσες ήταν πάλι μια Ελληνική πόλη το φθινόπωρο του 343-2 π.Χ. Η πρώτη πράξη του Τιμολέοντα ήταν να καλέσει όλους τους Συρακούσιους να γκρεμίσουν τα ανάκτορα και τους τάφους των τυράννων στην Ορτυγία, ενώ παράλληλα προσπάθησε να διώξει τους τυράννους της Σικελίας που πολλές φορές τόσο πρόθυμα έγιναν σύμμαχοι των βαρβάρων. Ο Τιμολέοντας, έστειλε 1.000 άνδρες με αρχηγούς τον Δείναρχο και τον Δημάρετο στην επικράτεια των Καρχηδονίων για λαφυραγώγηση, πετυχαίνοντας με αυτό τον τρόπο δυο στόχους. Ο ένας ήταν να μαζέψει χρήματα για να πληρώσει τους μισθοφόρους και ο άλλος να προσεταιριστεί τις πόλεις της Σικελίας. Και τους δυο στόχους τους πέτυχε. Πολλές πόλεις ελληνικές, σικελικές και σικανικές (λαοί που κατοικούσαν την Σικελία πριν την άφιξη των Ελλήνων) πήγαν με το μέρος του Τιμολέοντα. Οι Καρχηδόνιοι όμως, δεν έμειναν άπραγοι και την Άνοιξη του 341-40 π.Χ. εισέβαλαν στην Σικελία. Στο Λιλυβαίο, την πόλη-βάση των Καρχηδονίων στην δυτική Σικελία, είχε μαζευτεί ένας στόλος από 200 πολεμικά πλοία, 1.000 φορτηγά πλοία που μετέφεραν εφόδια, πολεμικές μηχανές και άρματα, 70.000 πεζοί, εκ των οποίων οι 10.000 ήταν Καρχηδόνιοι και 10.000 ίππους για τους ιππείς και για τα άρματα. Αυτήν την τεράστια δύναμη έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες αν δεν ήθελαν να γίνουν παρελθόν.
Ο Τιμολέοντας είχε να παρατάξει μόνο 10.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 3.000 ήταν μόνο Συρακούσιοι, μιας και πολλοί Συρακούσιοι, δυστυχώς, λυποψύχισαν μπροστά στον τεράστιο στρατό των Καρχηδονίων. Αρχηγοί των Καρχηδονίων ήταν ο Αμίκλας και ο Ασδρούβας, ενώ τον στρατό τους αποτελούσαν πολλά έθνη όπως Ίβηρες (Ισπανοί), Κέλτες, Λίγυες (Κέλτες), Λίβυες και Νομάδες. Ο Τιμολέοντας, χωρίς να χάσει καιρό τράβηξε για να πολεμήσει τους Καρχηδόνιους. Κοντά στον Ακράγαντα μια ομάδα 1.000 μισθοφόρων με αρχηγό τον Θράσιο δείλιασε. Ο Τιμολέοντας δεν ήθελε να έχει δειλούς στις τάξεις της φάλαγγάς του γιατί ήξερε πως μια στιγμή ηττοπάθειας θα μπορούσε να ρίξει όλο το στράτευμα ψυχολογικά. Έτσι, συνέχισε με 9.000 άνδρες για να συναντήσει το πεπρωμένο του κατευθνυνόμενος προς τον ποταμό Κρημισό.
Ήταν αρχές του καλοκαιριού όταν ένα πρωινό συνάντησε τον τεράστιο στρατό των βαρβάρων. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό, με τις 70.000 ασπίδες που έλαμπαν στον ήλιο, φωνές και γέλια ακούγονταν από τους Καρχηδόνιους που πίστευαν ότι θα πήγαιναν περίπατο ενάντια σε λίγους «τρελούς» Έλληνες. Εκείνη την ώρα προσπαθούσαν να διαβούν το ποτάμι τα άρματα του εχθρού και μετά οι 10.000 λευκάσπιδες Καρχηδόνιοι και ύστερα οι 2.500 οπλίτες του Ιερού Λόχου, της εκλεκτότερης μονάδας της Καρχηδόνας.
Ο Τιμολέων διέταξε τον αρχηγό του ιππικού του, Δημάρετο, να επιτεθεί εναντίον των αρμάτων και να τους εμποδίσει να διαβούν τον ποταμό. Παρέταξε τις δυνάμεις καλαμβάνοντας το κέντρο της παράταξης με τους καλύτερους μισθοφόρους και τους Συρακούσιους. Μετά έδωσε το σύνθημα να επιτεθούν. Πολλοί Καρχηδόνιοι ήταν ακόμα μέσα στο ποτάμι. Τα δόρατα διαπερνούσαν τις ασπίδες των Καρδηδονίων, ασπίδες και κράνη θραύονταν κάτω από την πίεση των Ελλήνων. Ξαφνικά ξέσπασε καταιγίδα με καταρρακτώδη βροχή και χαλάζι. Η μάχη γίνονταν άντρας με άντρα, ενώ οι Έλληνες μόλις έσπαζαν τα δόρατα γύμνωναν τα ξίφη τους και χτυπούσαν τους βαρβάρους. Οι Έλληνες ήταν αξεπέραστοι στην μάχη εκ του συστάδειν και στην τέχνη του ξίφους. Η καταιγίδα χτυπούσε κατά μέτωπο του Καρχηδονίους, ενώ ο Κρημισός ποταμός είχε φουσκώσει, η μάχη είχε εξελιχτεί σε λασπομαχία όπου μόνο ο πιο γενναίος θα νικούσε. Οι υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις δεν χρησίμευαν σε τίποτε πια. Οι βαριές πανοπλίες του ιερού λόχου, τραβούσαν στον πάτο τους οπλίτες. Ο Τιμολέοντας πάλευε σαν λιοντάρι μέσα στα νερά και το ξίφος του είχε πάρει φωτιά σωριάζοντας μπροστά του πλήθος αντιπάλων. Ίπποι, άρματα και πεζοί είχαν γίνει ένα, θύμιζε περισσότερο μάχη βγαλμένη από τα έπη του Ομήρου, παρά μια μάχη με παράταξη οπλιτικής φάλαγγας του 4ου π.Χ. αιώνα. Καθώς η καταιγίδα λυσσομανούσε ακόμη περισσότερο, οι Έλληνες δεν έκαναν ούτε βήμα πίσω, τα ξίφη τους είχαν βαφτεί κόκκινα όπως και οι μεγάλες αργίτικες ασπίδες τους. Οι Καρχηδόνιοι υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους πλήθος νεκρών και τραυματιών και άλλων που τους παρέσυρε το ποτάμι.
Ο Τιμολέων αμέσως πέρασε την απέναντι όχθη όπου βρίσκονταν το στρατόπεδο των Καρχηδονίων και το κατέλαβε αποκομίζοντας πλούσια λάφυρα. Στο πεδίο της μάχης βρίσκονταν 10.000 νεκροί βάρβαροι από τους οποίους οι 3.000 ήταν Καρχηδόνιοι,15.000 αιχμάλωτοι και 200 άρματα. Η νίκη ήταν συντριπτική.
Ο Τιμολέοντας έστειλε τα λάφυρα στις Συρακούσες και στις άλλες πόλεις της Σικελίας για να τα βάλουν στους ναούς σαν αναθήματα, τα πλουσιότερα όμως τα έστειλε στην πατρίδα του την Κόρινθο για να βλέπουν οι άλλοι Έλληνες πως μόνο η Κόρινθος νίκησε τους βαρβάρους και τους πήρε λάφυρα. Δεν νίκησε άλλους Έλληνες όπως γινόταν τις πιο πολλές φορές. Ο Ικέτας μαζί με τον γιο του συνελήφθησαν και θανατώθηκαν.
Ο Τιμολέοντας το 338 π.Χ. σύναψε άλλη μια μάχη εναντίον των Καρχηδονίων στο ρέμα του Άβολου, κοντά στην Κατάνη όπου είχαν βαρύτατες απώλειες. Τότε υπέγραψαν συνθήκη που έλεγε πως οι Καρχηδόνιοι θα άφηναν ήσυχες τις Ελληνίδες πόλεις της Σικελίας και πως ο ποταμός Άλυκος (κεντροδυτική Σικελία) θα ήταν το όριο μεταξύ Καρχηδονίων και Ελλήνων και τέλος ότι δεν θα υποστήριζαν άλλο πια τους τυράννους.
Ο Τιμολέοντας ζήτησε από την Κόρινθο να στείλει νέους αποίκους μιας και είχε λιγοστέψει επικίνδυνα ο πληθυσμός της Σικελίας. Οι Κορίνθιοι έστειλαν κήρυκες σε όλες τις πανελλήνιες εορτές, στην Μικρά Ασία και στα νησιά ζητώντας νέους αποίκους και να προσκάλεσαν όλους τους εξόριστους Συρακούσιους και τους άλλους Σικελιώτες (Έλληνες της Σικελίας). Συγκεντρώθηκαν με αυτόν τον τρόπο 60.000 άνδρες με τις οικογένειες τους στις Συρακούσες, από αυτούς οι 10.000 πήγαν στο Αγύριο και στις Κεντορίπες, άλλοι άποικοι στάλθηκαν στην Καμάρινα (ελληνική αποικία), οι υπόλοιποι 40.000 μαζί με τις οικογένειές τους κατοίκησαν στις Συρακούσες. Ο Τιμολέοντας επανίδρυσε τον Ακράγαντα και την Γέλα, δυο παλιές ελληνικές αποικίες στις νότιες ακτές της Σικελίας που τις είχαν καταστρέψει οι Καρχηδόνιοι. Συνέταξε τα πολιτεύματα των πόλεων που απελευθέρωσε ή επανίδρυσε και έκανε συμμαχία μεταξύ των πόλεων σε περίπτωση εισβολής των Καρχηδονίων.
Επανέφερε την αστική και ποινική νομοθεσία των Συρακουσών και κάλεσε δυο Κορίνθιους νομοθέτες, τον Διονύσιο και τον Κέφαλο, για να αντικαταστήσουν την δημοκρατία χωρίς όρια που την είχαν εκμεταλλευτεί τόσοι δημαγωγοί και τύραννοι. Ο Τιμολέοντας αφού ολοκλήρωσε το έργο της αναμόρφωσης των πόλεων και της επανελλήνισης της Σικελίας αποσύρθηκε σε ένα αγρόκτημα έξω από τις Συρακούσες μαζί με την οικογένειά του το 332 π.Χ.
Όπως λέει ο Πλούταρχος, «δεν παραδόθηκε στην πολιτική που προκαλεί το φθόνο, πάνω στον οποίο ναυαγούν όλοι οι στρατηγοί, από την απληστία τους ν' αποκτήσουν τιμές και δύναμη αλλά έζησε όλη του την υπόλοιπη ζωή εκεί, ευχαριστημένος με τα καλά που είχε κατορθώσει». Και το σπουδαιότερο απ' όλα ήταν να βλέπει πως εξαιτίας του έγιναν ευτυχισμένες τόσες πόλεις και τόσες χιλιάδες άνθρωποι.
Ωραίο επίσης θέαμα και πολύ τιμητικό γι’ αυτόν ήταν εκείνο που γινόταν στη συνέλευση του δήμου. Γιατί, ενώ όλα τα άλλα τ' αποφάσιζαν μόνοι τους, όταν επρόκειτο να εξετάσουν πάρα πολύ σπουδαία ζητήματα, τον καλούσαν κι εκείνον. Ο Πλούταρχος προσθέτει: «Τον έφερναν τότε διαμέσου της αγοράς, πάνω σε μια άμαξα με δυο άλογα και τον έβαζαν μέσα στο θέατρο έτσι όπως ήταν καθισμένος στην άμαξα. Ο λαός τον χαιρετούσε σύσσωμος με μια φωνή. Η γνώμη του γινόταν δεκτή με ύψωση του χεριού από μέρους του λαού κι οι υπηρέτες τον έπαιρναν πάλι διαμέσου του θεάτρου, ενώ οι πολίτες, αφού τον κατευόδωναν με βοή και χειροκροτήματα, έμεναν μόνοι και συζητούσαν τις άλλες υποθέσεις.
Στο τέλος της ζωής του δεν επισκεφτόταν πολλές φορές τις Συρακούσες, παρά μόνο όταν του ζητούσαν την γνώμη του και λόγω της μετριοφροσύνης του αλλά και της μείωσης της οράσεως.
Ο θάνατος του Τιμολέοντα
Πέθανε από μια πολύ μικρή αφορμή που προστέθηκε στη γεροντική ηλικία του. Αποφάσισαν ν' αναβάλουν την ταφή του για λίγες μέρες, ώστε να δοθεί καιρός στους Συρακουσίους να ετοιμάσουν την ταφή και για να μπορέσουν να συγκεντρωθούν γείτονες και ξένοι. Η κηδεία του έγινε τελικά με μεγάλη λαμπρότητα. Το στολισμένο φέρετρό του το μετέφεραν νέοι, που είχαν εκλεγεί επίτηδες γι' αυτό το σκοπό, μέσα από τα ανάκτορα του Διονυσίου που ήταν γκρεμισμένα και την κηδεία του την παρακολούθησαν πολλές χιλιάδες άνδρες και γυναίκες. Το θέαμα ήταν σχεδόν εορταστικό, γιατί όλοι ήταν στεφανωμένοι και καλοντυμένοι και με φωνές και δάκρυα κι εγκώμια για το νεκρό έδειχναν όχι τυπική και ψυχρή απόδοση τιμών, αλλά αφοσίωση αληθινής αγάπης.
Όταν η νεκρική κλίνη τοποθετήθηκε πάνω στη φωτιά, ο Δημήτριος, ο πιο μελόφωνος από τους κήρυκες, απήγγειλε το έξης κήρυγμα: «Ο δήμος Συρακουσίων, σε τούτο τον Τιμολέοντα του Τιμοδήμου, τον Κορίνθιο, κάνει κηδεία που αξίζει διακόσιες μνας και τον τιμά στον αιώνα τον άπαντα με αγώνες μουσικούς, ιππικούς και γυμνικούς. Γιατί, αφού κατέλυσε τους τυράννους, αφού νίκησε τους βαρβάρους, αφού έκανε πάλι να κατοικηθούν οι πιο μεγάλες από τις κατεστραμμένες πόλεις, απέδωσε τους νόμους στους Σικελιώτες».
Το σώμα του το έθαψαν στην αγορά κι εκεί κατασκεύασαν γύρω από τον τάφο του στοές και μέσα στις στοές παλαίστρες, ώστε να γίνει γυμναστήριο των νέων, που ονομάστηκε Τιμολεόντειο.
Οι Συρακούσιοι έζησαν για πολύν καιρό ευτυχισμένοι, εφαρμόζοντας το πολίτευμα και τους νόμους που συνέταξε εκείνος. Για τον Τιμολέοντα έγραψε ο Τίμαιος. Το έργο του χάθηκε, αλλά υπήρξε πηγή των βιογραφιών του Πλουτάρχου και του Νέποτος, που έφθασαν έως εμάς.
Αν δεν υπήρχε ο Τιμολέοντας ίσως ο Ελληνισμός της Σικελίας να είχε αφανιστεί, καθώς και όλοι οι ναοί, τα καλλιτεχνήματα και ό,τι άλλο σηματοδοτούσε τον Ελληνικό Πολιτισμό στην περιοχή.
ΠΗΓΗ:www.xryshaygh.com - sakketosaggelos.gr
Η κατάσταση στην Σικελία.
Στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ολόκληρη η Σικελία σχεδόν είχε περάσει στα χέρια των Καρχηδονίων και των τυράννων που ήταν σύμμαχοί τους.
Οι Ελληνίδες πόλεις της Σικελίας ρήμαζαν και ερήμωναν από πληθυσμό λόγω των συνεχών πολεμικών συγκρούσεων. Οι Συρακούσες είχαν γίνει σκιά του παλιού κι ένδοξου μεγαλείου τους, αφού στην αγορά της πόλης έβοσκαν άλογα. Οι Καρχηδόνιοι έσφιγγαν την θηλιά γύρω από τον λαιμό του Ελληνισμού.
Οι Συρακούσες, η ηγέτιδα πόλη του Ελληνισμού στην Σικελία ζήτησε την βοήθεια της μητρόπολης, της Κορίνθου.
Το 345 π.Χ. έφτασαν στην Κόρινθο Συρακούσιοι πρέσβεις και ζήτησαν τη βοήθεια της μητρόπολής τους εναντίον των Καρχηδονίων, που είχαν κάνει επιδρομή, και εναντίον των τυράννων.
Κάποιος πολίτης στην εκκλησία του δήμου υπέδειξε να στείλουν για το σκοπό αυτό τον Τιμολέοντα.
Ο λαός το δεχτήκε πρόθυμα και τον χειροτόνησε στρατηγό. Πριν ξεκινήσει, ο Τιμολέων πήγε στους Δελφούς και πρόσφερε θυσίες.
Θεϊκό σημάδι
Όταν κατέβαινε στο μέρος όπου δίδονταν οι χρησμοί, έγινε κάτι θεϊκό: από τα κρεμασμένα αφιερώματα λύθηκε μια ταινία, που είχε κεντημένα επάνω στεφάνια και νίκες, και έπεσε στο κεφάλι του Τιμολέοντα. Έτσι, θεωρήθηκε πως ο θεός τον έστελνε στεφανωμένο στις πράξεις που επρόκειτο να κάνει.
Η κατασταση στις Συρακούσες
Ο Διονύσιος, ο τύραννος των Συρακουσών, ήταν αποκλεισμένος στην Ορτυγία, το νησί-ακρόπολη των Συρακουσών. Τον πολιορκούσε ο Ικέτας ο τύραννος των Λεοντίνων (ελληνική αποικία της Σικελίας) που ήταν ο κύριος σύμμαχος των Καρχηδονίων. Ο Ικέτας είχε καταλάβει ολόκληρη την πόλη των Συρακουσών, εκτός από την Ορτυγία.
O ναός του Απόλλων στην Ορτυγία. |
Τόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση που έπρεπε να ανατρέψει ο Τιμολέοντας.
Οι Έλληνες της Σικελίας ήταν ένα βήμα πριν τον αφανισμό και την καταστροφή του πολιτισμού τους από τους βαρβάρους ύστερα από 5 αιώνες συνεχούς παρουσίας στην Σικελία.
Το 345 π.Χ. έφτασε στο Ρήγιο (ελληνική πόλη της νοτίου Ιταλίας απέναντι από την Σικελία) με δέκα πλοία, από τα οποία επτά ήταν της Κορίνθου, δύο της Κέρκυρας και ένα της Λευκάδας και 700 μισθοφόρους. Εκεί είκοσι πλοία των Καρχηδονίων με πρέσβεις του Ικέτα, τους σταμάτησαν και του ανέφεραν πως δεν μπορούσαν να περάσουν στην Σικελία, αλλά μόνο ο Τιμολέοντας αν ήθελε μπορούσε να πάει σαν σύμβουλος του Ικέτα. Ο Τιμολέοντας όμως δεν το έβαλε κάτω, αλλά περίμενε την ευκαιρία να ξεφύγει από τα πλοία του Ικέτα. Με την βοήθεια των κατοίκων του Ρηγίου, απέπλευσε νύχτα σπάζοντας τον κλοιό των πλοίων και κατέπλευσε στο Ταυρομένιο (ελληνική αποικία) στις βορειοανατολικές ακτές της Σικελίας, όπου τον υποδέχτηκε ο Ανδρόμαχος, τύραννος της πόλης. Παρά τις απειλές των βαρβάρων ότι θα ισοπέδωναν την πόλη αν δεν έδιωχνε τον Τιμολέοντα, αυτός πρόσφερε την πόλη του στον Κορίνθιο στρατηγό σαν βάση και ορμητήριο για την απελευθέρωση της Σικελίας από τους Καρχηδόνιους. Το Άδρανο (πόλη στο εσωτερικό της Σικελίας) ζήτησε κι αυτό την βοήθεια του Τιμολέοντα, εκείνος έσπευσε με 1.000 στρατιώτες. Ο Ικέτας τον περίμενε ήδη έξω από τα τείχη της πόλης με 5.000 στρατιώτες. Ο Τιμολέοντας βλέποντας την αριθμητική υπεροπλία των αντιπάλων και μην θέλοντας να διακινδυνεύσει να ηττηθεί, επιτέθηκε την νύχτα στο στρατόπεδο των αντιπάλων κερδίζοντας την μάχη. Αυτή η πρώτη νίκη του Τιμολέοντα είχε πιο πολύ ψυχολογική σημασία παρά στρατηγική, γιατί εξύψωσε το ηθικό των στρατιωτών του.
Ο Διονύσιος που ήταν ακόμη αποκλεισμένος στην Ορτυγία, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τον Τιμολέοντα του παρέδωσε την Ορτυγία, μαζί με 70.000 πανοπλίες που βρίσκονταν εκεί και 2.000 μισθοφόρους που ήταν η προσωπική του φρουρά, με τον όρο να ζήσει σαν απλός πολίτης στην Κόρινθο χωρίς να δικαστεί για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Μια δύναμη 400 ανδρών του Τιμολέοντα με αρχηγούς τον Τηλέμαχο και τον Ευκλείδη κατάφεραν να εισχωρήσουν απαρατήρητοι στην πολιορκημένη πόλη.
Ο Ικέτας αντικρίζοντας τους στρατιώτες του Τιμολέοντος στην Ορτυγία, κάλεσε τον Μάγωνα, στρατηγό των Καρχηδονίων για να καταλάβει την πόλη. Στον Μεγάλο Λιμένα των Συρακούσων κατέπλευσαν 150 πλοία και 60.000 στρατιώτες. Πρώτη φορά στην ιστορία οι βάρβαροι πατούσαν τα άγια χώματα της μητρόπολης του Ελληνισμού της Σικελίας. Ο Τιμολέοντας από την Κατάνη (ελληνική αποικία στην ανατολική ακτή) έστελνε συνεχώς ενισχύσεις και εφόδια στην πολιορκημένη φρουρά της Ορτυγίας. Την ίδια ώρα οι Κορίνθιοι έστειλαν αλλά δέκα πλοία, 2.000 πεζούς και 200 ιππείς ενίσχυση, που όμως δεν μπορούσαν να διεκπεραιωθούν λόγω του αποκλεισμού στην Σικελία και παρέμειναν στους Θουρίους (ελληνική αποικία της νότιας Ιταλίας). Ο Ικέτας και ο Μάγων την Άνοιξη του 343 π.Χ. αποφάσισαν να καταλάβουν την Κατάνη για να σταματήσει να εφοδιάζει τους έγκλειστους στην Ορτυγία. Αφού χαλάρωσαν την πολιορκία, ο Νέωνας ο φρούραρχος της Ορτυγίας κατέλαβε την Αχραδίνα, μια από τις 5 μεγάλες συνοικίες των Συρακουσών. Οι ενισχύσεις των Κορινθίων που περίμεναν στους Θούριους, έσπασαν τον κλοιό των Καρχηδονίων που είχαν αποκλείσει τα στενά της Μεσσήνης και διεκπεραιώθηκαν στην Σικελία, όπου ενώθηκαν με τον Τιμολέοντα. Ήταν πια 4.000 ετοιμοπόλεμοι στρατιώτες. Ο Τιμολέοντας ενισχυμένος πια βάδισε προς τις Συρακούσες. Ο Μάγων ο στρατηγός των Καρχηδονίων, αποχώρησε από τις Συρακούσες αφήνοντας μόνο του τον Ικέτα. Αυτός με τους στρατιώτες κατείχε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλη. Οι Κορίνθιοι ήταν ασταμάτητοι και στην μάχη με τον προδότη Ικέτα εξουδετέρωσαν τις δυνάμεις του.
Το αρχαίο θέατρο των Συρακουσών. |
Οι Συρακούσες ήταν πάλι μια Ελληνική πόλη το φθινόπωρο του 343-2 π.Χ. Η πρώτη πράξη του Τιμολέοντα ήταν να καλέσει όλους τους Συρακούσιους να γκρεμίσουν τα ανάκτορα και τους τάφους των τυράννων στην Ορτυγία, ενώ παράλληλα προσπάθησε να διώξει τους τυράννους της Σικελίας που πολλές φορές τόσο πρόθυμα έγιναν σύμμαχοι των βαρβάρων. Ο Τιμολέοντας, έστειλε 1.000 άνδρες με αρχηγούς τον Δείναρχο και τον Δημάρετο στην επικράτεια των Καρχηδονίων για λαφυραγώγηση, πετυχαίνοντας με αυτό τον τρόπο δυο στόχους. Ο ένας ήταν να μαζέψει χρήματα για να πληρώσει τους μισθοφόρους και ο άλλος να προσεταιριστεί τις πόλεις της Σικελίας. Και τους δυο στόχους τους πέτυχε. Πολλές πόλεις ελληνικές, σικελικές και σικανικές (λαοί που κατοικούσαν την Σικελία πριν την άφιξη των Ελλήνων) πήγαν με το μέρος του Τιμολέοντα. Οι Καρχηδόνιοι όμως, δεν έμειναν άπραγοι και την Άνοιξη του 341-40 π.Χ. εισέβαλαν στην Σικελία. Στο Λιλυβαίο, την πόλη-βάση των Καρχηδονίων στην δυτική Σικελία, είχε μαζευτεί ένας στόλος από 200 πολεμικά πλοία, 1.000 φορτηγά πλοία που μετέφεραν εφόδια, πολεμικές μηχανές και άρματα, 70.000 πεζοί, εκ των οποίων οι 10.000 ήταν Καρχηδόνιοι και 10.000 ίππους για τους ιππείς και για τα άρματα. Αυτήν την τεράστια δύναμη έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες αν δεν ήθελαν να γίνουν παρελθόν.
Ο Τιμολέοντας είχε να παρατάξει μόνο 10.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 3.000 ήταν μόνο Συρακούσιοι, μιας και πολλοί Συρακούσιοι, δυστυχώς, λυποψύχισαν μπροστά στον τεράστιο στρατό των Καρχηδονίων. Αρχηγοί των Καρχηδονίων ήταν ο Αμίκλας και ο Ασδρούβας, ενώ τον στρατό τους αποτελούσαν πολλά έθνη όπως Ίβηρες (Ισπανοί), Κέλτες, Λίγυες (Κέλτες), Λίβυες και Νομάδες. Ο Τιμολέοντας, χωρίς να χάσει καιρό τράβηξε για να πολεμήσει τους Καρχηδόνιους. Κοντά στον Ακράγαντα μια ομάδα 1.000 μισθοφόρων με αρχηγό τον Θράσιο δείλιασε. Ο Τιμολέοντας δεν ήθελε να έχει δειλούς στις τάξεις της φάλαγγάς του γιατί ήξερε πως μια στιγμή ηττοπάθειας θα μπορούσε να ρίξει όλο το στράτευμα ψυχολογικά. Έτσι, συνέχισε με 9.000 άνδρες για να συναντήσει το πεπρωμένο του κατευθνυνόμενος προς τον ποταμό Κρημισό.
Ήταν αρχές του καλοκαιριού όταν ένα πρωινό συνάντησε τον τεράστιο στρατό των βαρβάρων. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό, με τις 70.000 ασπίδες που έλαμπαν στον ήλιο, φωνές και γέλια ακούγονταν από τους Καρχηδόνιους που πίστευαν ότι θα πήγαιναν περίπατο ενάντια σε λίγους «τρελούς» Έλληνες. Εκείνη την ώρα προσπαθούσαν να διαβούν το ποτάμι τα άρματα του εχθρού και μετά οι 10.000 λευκάσπιδες Καρχηδόνιοι και ύστερα οι 2.500 οπλίτες του Ιερού Λόχου, της εκλεκτότερης μονάδας της Καρχηδόνας.
Ο Τιμολέων διέταξε τον αρχηγό του ιππικού του, Δημάρετο, να επιτεθεί εναντίον των αρμάτων και να τους εμποδίσει να διαβούν τον ποταμό. Παρέταξε τις δυνάμεις καλαμβάνοντας το κέντρο της παράταξης με τους καλύτερους μισθοφόρους και τους Συρακούσιους. Μετά έδωσε το σύνθημα να επιτεθούν. Πολλοί Καρχηδόνιοι ήταν ακόμα μέσα στο ποτάμι. Τα δόρατα διαπερνούσαν τις ασπίδες των Καρδηδονίων, ασπίδες και κράνη θραύονταν κάτω από την πίεση των Ελλήνων. Ξαφνικά ξέσπασε καταιγίδα με καταρρακτώδη βροχή και χαλάζι. Η μάχη γίνονταν άντρας με άντρα, ενώ οι Έλληνες μόλις έσπαζαν τα δόρατα γύμνωναν τα ξίφη τους και χτυπούσαν τους βαρβάρους. Οι Έλληνες ήταν αξεπέραστοι στην μάχη εκ του συστάδειν και στην τέχνη του ξίφους. Η καταιγίδα χτυπούσε κατά μέτωπο του Καρχηδονίους, ενώ ο Κρημισός ποταμός είχε φουσκώσει, η μάχη είχε εξελιχτεί σε λασπομαχία όπου μόνο ο πιο γενναίος θα νικούσε. Οι υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις δεν χρησίμευαν σε τίποτε πια. Οι βαριές πανοπλίες του ιερού λόχου, τραβούσαν στον πάτο τους οπλίτες. Ο Τιμολέοντας πάλευε σαν λιοντάρι μέσα στα νερά και το ξίφος του είχε πάρει φωτιά σωριάζοντας μπροστά του πλήθος αντιπάλων. Ίπποι, άρματα και πεζοί είχαν γίνει ένα, θύμιζε περισσότερο μάχη βγαλμένη από τα έπη του Ομήρου, παρά μια μάχη με παράταξη οπλιτικής φάλαγγας του 4ου π.Χ. αιώνα. Καθώς η καταιγίδα λυσσομανούσε ακόμη περισσότερο, οι Έλληνες δεν έκαναν ούτε βήμα πίσω, τα ξίφη τους είχαν βαφτεί κόκκινα όπως και οι μεγάλες αργίτικες ασπίδες τους. Οι Καρχηδόνιοι υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους πλήθος νεκρών και τραυματιών και άλλων που τους παρέσυρε το ποτάμι.
Ο Τιμολέων αμέσως πέρασε την απέναντι όχθη όπου βρίσκονταν το στρατόπεδο των Καρχηδονίων και το κατέλαβε αποκομίζοντας πλούσια λάφυρα. Στο πεδίο της μάχης βρίσκονταν 10.000 νεκροί βάρβαροι από τους οποίους οι 3.000 ήταν Καρχηδόνιοι,15.000 αιχμάλωτοι και 200 άρματα. Η νίκη ήταν συντριπτική.
Ο Τιμολέοντας έστειλε τα λάφυρα στις Συρακούσες και στις άλλες πόλεις της Σικελίας για να τα βάλουν στους ναούς σαν αναθήματα, τα πλουσιότερα όμως τα έστειλε στην πατρίδα του την Κόρινθο για να βλέπουν οι άλλοι Έλληνες πως μόνο η Κόρινθος νίκησε τους βαρβάρους και τους πήρε λάφυρα. Δεν νίκησε άλλους Έλληνες όπως γινόταν τις πιο πολλές φορές. Ο Ικέτας μαζί με τον γιο του συνελήφθησαν και θανατώθηκαν.
Ο Τιμολέοντας το 338 π.Χ. σύναψε άλλη μια μάχη εναντίον των Καρχηδονίων στο ρέμα του Άβολου, κοντά στην Κατάνη όπου είχαν βαρύτατες απώλειες. Τότε υπέγραψαν συνθήκη που έλεγε πως οι Καρχηδόνιοι θα άφηναν ήσυχες τις Ελληνίδες πόλεις της Σικελίας και πως ο ποταμός Άλυκος (κεντροδυτική Σικελία) θα ήταν το όριο μεταξύ Καρχηδονίων και Ελλήνων και τέλος ότι δεν θα υποστήριζαν άλλο πια τους τυράννους.
Ο Τιμολέοντας ζήτησε από την Κόρινθο να στείλει νέους αποίκους μιας και είχε λιγοστέψει επικίνδυνα ο πληθυσμός της Σικελίας. Οι Κορίνθιοι έστειλαν κήρυκες σε όλες τις πανελλήνιες εορτές, στην Μικρά Ασία και στα νησιά ζητώντας νέους αποίκους και να προσκάλεσαν όλους τους εξόριστους Συρακούσιους και τους άλλους Σικελιώτες (Έλληνες της Σικελίας). Συγκεντρώθηκαν με αυτόν τον τρόπο 60.000 άνδρες με τις οικογένειες τους στις Συρακούσες, από αυτούς οι 10.000 πήγαν στο Αγύριο και στις Κεντορίπες, άλλοι άποικοι στάλθηκαν στην Καμάρινα (ελληνική αποικία), οι υπόλοιποι 40.000 μαζί με τις οικογένειές τους κατοίκησαν στις Συρακούσες. Ο Τιμολέοντας επανίδρυσε τον Ακράγαντα και την Γέλα, δυο παλιές ελληνικές αποικίες στις νότιες ακτές της Σικελίας που τις είχαν καταστρέψει οι Καρχηδόνιοι. Συνέταξε τα πολιτεύματα των πόλεων που απελευθέρωσε ή επανίδρυσε και έκανε συμμαχία μεταξύ των πόλεων σε περίπτωση εισβολής των Καρχηδονίων.
Επανέφερε την αστική και ποινική νομοθεσία των Συρακουσών και κάλεσε δυο Κορίνθιους νομοθέτες, τον Διονύσιο και τον Κέφαλο, για να αντικαταστήσουν την δημοκρατία χωρίς όρια που την είχαν εκμεταλλευτεί τόσοι δημαγωγοί και τύραννοι. Ο Τιμολέοντας αφού ολοκλήρωσε το έργο της αναμόρφωσης των πόλεων και της επανελλήνισης της Σικελίας αποσύρθηκε σε ένα αγρόκτημα έξω από τις Συρακούσες μαζί με την οικογένειά του το 332 π.Χ.
Όπως λέει ο Πλούταρχος, «δεν παραδόθηκε στην πολιτική που προκαλεί το φθόνο, πάνω στον οποίο ναυαγούν όλοι οι στρατηγοί, από την απληστία τους ν' αποκτήσουν τιμές και δύναμη αλλά έζησε όλη του την υπόλοιπη ζωή εκεί, ευχαριστημένος με τα καλά που είχε κατορθώσει». Και το σπουδαιότερο απ' όλα ήταν να βλέπει πως εξαιτίας του έγιναν ευτυχισμένες τόσες πόλεις και τόσες χιλιάδες άνθρωποι.
Ωραίο επίσης θέαμα και πολύ τιμητικό γι’ αυτόν ήταν εκείνο που γινόταν στη συνέλευση του δήμου. Γιατί, ενώ όλα τα άλλα τ' αποφάσιζαν μόνοι τους, όταν επρόκειτο να εξετάσουν πάρα πολύ σπουδαία ζητήματα, τον καλούσαν κι εκείνον. Ο Πλούταρχος προσθέτει: «Τον έφερναν τότε διαμέσου της αγοράς, πάνω σε μια άμαξα με δυο άλογα και τον έβαζαν μέσα στο θέατρο έτσι όπως ήταν καθισμένος στην άμαξα. Ο λαός τον χαιρετούσε σύσσωμος με μια φωνή. Η γνώμη του γινόταν δεκτή με ύψωση του χεριού από μέρους του λαού κι οι υπηρέτες τον έπαιρναν πάλι διαμέσου του θεάτρου, ενώ οι πολίτες, αφού τον κατευόδωναν με βοή και χειροκροτήματα, έμεναν μόνοι και συζητούσαν τις άλλες υποθέσεις.
Στο τέλος της ζωής του δεν επισκεφτόταν πολλές φορές τις Συρακούσες, παρά μόνο όταν του ζητούσαν την γνώμη του και λόγω της μετριοφροσύνης του αλλά και της μείωσης της οράσεως.
Ο θάνατος του Τιμολέοντα
Πέθανε από μια πολύ μικρή αφορμή που προστέθηκε στη γεροντική ηλικία του. Αποφάσισαν ν' αναβάλουν την ταφή του για λίγες μέρες, ώστε να δοθεί καιρός στους Συρακουσίους να ετοιμάσουν την ταφή και για να μπορέσουν να συγκεντρωθούν γείτονες και ξένοι. Η κηδεία του έγινε τελικά με μεγάλη λαμπρότητα. Το στολισμένο φέρετρό του το μετέφεραν νέοι, που είχαν εκλεγεί επίτηδες γι' αυτό το σκοπό, μέσα από τα ανάκτορα του Διονυσίου που ήταν γκρεμισμένα και την κηδεία του την παρακολούθησαν πολλές χιλιάδες άνδρες και γυναίκες. Το θέαμα ήταν σχεδόν εορταστικό, γιατί όλοι ήταν στεφανωμένοι και καλοντυμένοι και με φωνές και δάκρυα κι εγκώμια για το νεκρό έδειχναν όχι τυπική και ψυχρή απόδοση τιμών, αλλά αφοσίωση αληθινής αγάπης.
Όταν η νεκρική κλίνη τοποθετήθηκε πάνω στη φωτιά, ο Δημήτριος, ο πιο μελόφωνος από τους κήρυκες, απήγγειλε το έξης κήρυγμα: «Ο δήμος Συρακουσίων, σε τούτο τον Τιμολέοντα του Τιμοδήμου, τον Κορίνθιο, κάνει κηδεία που αξίζει διακόσιες μνας και τον τιμά στον αιώνα τον άπαντα με αγώνες μουσικούς, ιππικούς και γυμνικούς. Γιατί, αφού κατέλυσε τους τυράννους, αφού νίκησε τους βαρβάρους, αφού έκανε πάλι να κατοικηθούν οι πιο μεγάλες από τις κατεστραμμένες πόλεις, απέδωσε τους νόμους στους Σικελιώτες».
Το σώμα του το έθαψαν στην αγορά κι εκεί κατασκεύασαν γύρω από τον τάφο του στοές και μέσα στις στοές παλαίστρες, ώστε να γίνει γυμναστήριο των νέων, που ονομάστηκε Τιμολεόντειο.
Οι Συρακούσιοι έζησαν για πολύν καιρό ευτυχισμένοι, εφαρμόζοντας το πολίτευμα και τους νόμους που συνέταξε εκείνος. Για τον Τιμολέοντα έγραψε ο Τίμαιος. Το έργο του χάθηκε, αλλά υπήρξε πηγή των βιογραφιών του Πλουτάρχου και του Νέποτος, που έφθασαν έως εμάς.
Αν δεν υπήρχε ο Τιμολέοντας ίσως ο Ελληνισμός της Σικελίας να είχε αφανιστεί, καθώς και όλοι οι ναοί, τα καλλιτεχνήματα και ό,τι άλλο σηματοδοτούσε τον Ελληνικό Πολιτισμό στην περιοχή.
ΠΗΓΗ:www.xryshaygh.com - sakketosaggelos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.