(Απόσπασμα από το βιβλίο "Αρετή. Το Αξιακό Σύστημα των Ελλήνων")
Παράγωγο της «Αγχινοίας» είναι το επίθετο «αγχίνους» που απαντάται ήδη στα ομηρικά έπη (ως «αγχίνοος», «Οδύσσεια» 5.332). Αντίθετα της «Αγχινοίας» είναι η «Βραδύνοια», αλλά και η «Αμβλύνοια», δηλαδή η νοητική ανικανότητα.
Αντιθέτως από ό,τι μπορεί να υποθέσει κάποιος που δεν έχει ασχοληθεί σε βάθος με την Φιλοσοφία, η «Αγχίνοια» δεν αποτελεί προϋπόθεση της Φιλοσοφίας, όπως λ.χ. η φιλομάθεια, αλλά μία σταθερή παράμετρο της Φιλοσοφίας. Επίσης δεν ταυτίζεται με την «Ευμάθεια», δηλαδή την ικανότητα ταχείας και ανέτου μαθήσεως, την έμφυτη κλίση προς μάθηση, ούτε με την «Μεγαλοφυϊα», δηλαδή την υψηλότατη ευφυϊα. «Αγχίνοια» είναι η Αρετή της διεισδυτικής πλην όμως αμερόληπτης κριτικής σκέψεως στον καθημερινό βίο, στον δε χώρο της Φιλοσοφίας είναι η δυνατότης να παρακολουθούνται με άνεση οι μεγάλες αλήθειες.
Στους πλατωνικούς ορισμούς του Σπευσίππου («Όροι») η «Αγχίνοια» ορίζεται ως «ψυχική ευφυϊα, η οποία χαρίζει σε αυτόν που την κατέχει την ευστοχία σε κάθε τι που πρέπει να γίνει» («ΑΓΧΙΝΟΙΑ (ΕΣΤΙΝ) ΕΥΦΥΪΑ ΨΥΧΗΣ, ΚΑΘ' ΗΝ Ο ΕΧΩΝ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΣ ΕΣΤΙΝ ΕΚΑΣΤΩι ΤΟΥ ΔΕΟΝΤΟΣ. ΝΟΟΣ ΟΞΥΤΗΣ»). Να αναφέρουμε εδώ ότι η λέξη «ευφυϊα» προέρχεται από το προθεματικό μόριο «ευ» και το ρήμα «φύω» και σημαίνει την άριστη φύση, την φυσική τελειότητα και, επί του προκειμένου, την έμφυτη ψυχική αριστεία.
Ως Αρετή αντιμετωπίζει την «Αγχίνοια» και ο Αριστοτέλης, υιοθετώντας μάλιστα τον ορισμό του Πλάτωνος. Ο Αριστοτέλης αποδίδει στην «Αγχίνοια» σημαντικό ρόλο τόσο στην επιστημονική εξήγηση των πραγμάτων όσο και στην ακαριαία («ΕΙΣ ΧΡΟΝΟΝ ΑΣΚΕΠΤΟΝ») ανακάλυψη των μεσοτήτων (των επιλεγομένων δηλαδή διά της λογικής και μόνον αυτής μέσων σημείων ανάμεσα σε δύο ακρότητες) και επιπροσθέτως την ορίζει ως «ευστοχία» («ΕΣΤΙ Δ' ΕΥΣΤΟΧΙΑ ΤΙΣ Η ΑΓΧΙΝΟΙΑ» στα «Ηθικά Νικομάχεια», 1142 b).
Οι Στωϊκοί θέτουν την «Αγχίνοια» ως δευτερεύουσα («υποτεταγμένη») Αρετή υπό την «Λογικότητα» ή «Φρόνηση», μαζί με άλλες 5, την «Ευβουλία» (δηλαδή την τελειότητα της σκέψεως), την «Ευλογιστία» (την άριστη χρήση της λογικότητος), την «Ευστοχία» (την πρακτική επιτυχία μετά από αποτελεσματική επικέντρωση ή πρόβλεψη), τη «Νουνέχεια» (την σύνεση ή εχεφροσύνη) και την «Ευμηχανία» (την εφευρετικότητα).
Στην Ρωμαϊκή Παράδοση που κατεξοχήν εκθειάζει την πράξη, η «Αγχίνοια» (που ερμηνεύεται ως «Ιngenium», δηλαδή διανοητικό ταλέντο, από το «in» και «gignere», το εσωτερικό ποιούν και κατ' επέκταση ο εσώτερος δαίμονας) μπορεί να υποκατατασταθεί από την εκγύμναση: «assiduus usus uni rei deditus et ingenium et artem saepe vincit» («η συνεχής εξάσκηση σε ένα αντικείμενο συχνά είναι αποτελεσματικότερη της αγχινοίας και του ταλέντου»), υποστηρίζει ο Κικέρων (Marcus Tullius Cicero 106 – 43 π.α.χ.χ.). Μερικές δεκαετίες αργότερα όμως, η υιοθεσία πολλών ελληνικών θεωρήσεων κάνει τον ιστορικό του 1ου μ.α.χ.χ. αιώνος Σαλλούστιο (Gaius Sallustius Crispus, 86 π.α.χ.χ. – 35 μ.α.χ.χ.) να εκθειάσει στα βιβλία του «Bellum Catilinae» και «Bellum Iugurthinum» το «Ιngenium» ή «animi virtus» («ψυχική αρετή»), τονίζοντας ότι όμοια με τους Θεούς ο άνθρωπος έχει νου, ο οποίος μάλιστα είναι επιλεγμένος να άρχει του σώματος. Μέσω του «Ιngenium», γράφει στο «Bellum Iugurthinum» (1.5), ο άνθρωπος προσπαθεί να πετύχει τον απαθανατισμό του, μέσω της «αιωνίας δόξης» («Gloria»), δίχως να έχει ανάγκη την Θεά Τύχη (Fortuna), στον δε πόλεμο αν και αναμφίβολα χρειάζεται το σώμα, στον ίδιο βαθμό με το «Ιngenium», το δεύτερο είναι σπουδαιότερο. Το ίδιο σπουδαιότερο όλων είναι το «Ιngenium» και στην δημόσια διοίκηση, ενώ εξαιτίας αυτού είναι που οι άνθρωποι είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τις επιτυχίες ή αποτυχίες τους.
Τέλος, στις αρχές του 17ου αιώνος ο Ροδόλφος Γκοκλένιος (Rudolphus Goclenius) στο φιλοσοφικό λεξικό του «Lexicon philosophicum quo tanquarn clave philosophiae fores aperiuntur» (Φρανκφούρτη, 1613) αναφέρει στο λήμμα «Ιngenium», ότι ο όρος σημαίνει υπό γενική θεώρηση την ενδιάθετη ισχύ και φύση κάθε πράγματος, υπό δε ειδική θεώρηση «την ικανότητα ανακαλύψεως κι επινοήσεως με επιτυχία κι ευκολία» ή «μια φυσική δεξιότητα, διά της οποίας μαθαίνουμε και μέσω της οποίας σκεπτόμαστε ή ανακαλύπτουμε διάφορα πράγματα». Ο Γκοκλένιος ταξινομεί το «Ιngenium» υπό την «Ευφυϊα» και ορίζει ως μέρη του την «Ευμάθεια» και την «Αγχίνοια».
Η συγκεκριμένη Αρετή της «Αγχινοίας» δεν χρειάστηκε να δεχθεί την άμεση επίθεση του Χριστιανισμού για τον οποίο, ούτως ή άλλως, οι εθνικοί, ως... αντιστεκόμενοι στην υποτιθέμενη «αλήθεια» του Τζεσούα – «Ιησού» είναι «άνθρωποι κατεφθαρμένοι τον νουν» ή πορεύονται «εν μαιτότητι του νοός αυτών» (Παύλος, «Β Τιμόθεον» 3.8. και «Προς Εφεσίους» 4.17). Η συγκεκριμένη θρησκεία έχει άλλωστε επινοήσει και τον όρο «σκοτασμός», σύμφωνα με τον οποίο, κάθε νους που δεν υποτάσσεται στον Θεό των χριστιανών... «αμαυρούται»... «σκοτίζεται»... «καταπίνεται από την άβυσσο»! Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δημοσίευσε το επίσημο όργανο της «Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου» «Εκκλησιαστική Παρέμβαση» (τεύχος 50, Μάρτιος 2000):
«...πέρα από τον λεγόμενο σκοταδισμό, υπάρχει και ο όρος σκοτασμός και μάλιστα σκοτασμός του νοός. Όταν ο νούς του ανθρώπου ταυτισθή με την λογική και τα πάθη, τότε κάνουμε λόγο για τον σκοτασμό του νοός. Υπάρχουν άνθρωποι με έκτακτα διανοητικά προσόντα και μεγάλα λογοτεχνικά και λογικά χαρίσματα, αλλά, επειδή η νοερά ενέργειά τους βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, είναι σκοτισμένοι. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει: "νούς αποστάς του Θεού ή δαιμονιώδης γίνεται ή κτηνώδης"».
«Επομένως, η "ελεύθερη" διανόηση και η "κουλτουριάρικη" λογοτεχνία, χαρακτηρίζει ως σκοταδισμό κάθε αντίδραση των Χριστιανών σε περιπτώσεις αλλοιώσεως της αλήθειας, έστω κι' αν αυτό προσβάλλει το κοινό αίσθημα και την πίστη των άλλων. Όμως, για μας τους Χριστιανούς κάθε αλλοίωση της αλήθειας, κάθε αδρανοποίηση της νοεράς ενεργείας και κάθε ενεργοποίηση παρά φύσιν του παθητικού μέρους της ψυχής, δηλαδή κάθε δαιμονιώδης και κτηνώδης κατάσταση, θεωρείται και ονομάζεται σκοτασμός του νού».
«Εμείς οι Χριστιανοί απορρίπτουμε τον όρο σκοταδισμό για θέματα πίστεως, αντίθετα μάλιστα χρησιμοποιούμε τον όρο σκοτασμό, για εκείνους που αδυνατούν να αντιληφθούν την αποκαλυπτική αλήθεια, όπως την παρουσίασε ο Χριστός, πράγμα το οποίο έχει ανθρωπολογικές, κοινωνικές και κοσμολογικές συνέπειες».
Βλάσης Γ. Ρασσιάς
Ο όρος «Αγχίνοια» ετυμολογείται εκ του επιρρήματος «αγχι»- (ετυμολογουμένου εκ του ρήματος «άγχω», ήτοι σφίγγω, δηλαδή εγγύς, πλησίον), και του ουσιαστικού «νούς».
Ως ανθρώπινη ιδιότης σημαίνει ευστροφία, ταχύνοια, οξύνοια, οξύτητα του μυαλού, αλλά ως Αρετή την ικανότητα να κατανοεί κάποιος τα πράγματα ως αυτό
που πραγματικά είναι, καθώς και να επιλέγει την καλύτερη ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες καταστάσεις. Η «Αγχίνοια» δηλαδή ως «Αρετή» είναι η ικανότης της ψυχής για ορθή εκτίμηση και ορθή κρίση, ικανότης να ευρίσκει ομοιότητες και αναλογίες επί ανομοίων, μία ικανότης όλως απαραίτητη για την λήψη δικαίων αποφάσεων.Ως ανθρώπινη ιδιότης σημαίνει ευστροφία, ταχύνοια, οξύνοια, οξύτητα του μυαλού, αλλά ως Αρετή την ικανότητα να κατανοεί κάποιος τα πράγματα ως αυτό
Παράγωγο της «Αγχινοίας» είναι το επίθετο «αγχίνους» που απαντάται ήδη στα ομηρικά έπη (ως «αγχίνοος», «Οδύσσεια» 5.332). Αντίθετα της «Αγχινοίας» είναι η «Βραδύνοια», αλλά και η «Αμβλύνοια», δηλαδή η νοητική ανικανότητα.
Αντιθέτως από ό,τι μπορεί να υποθέσει κάποιος που δεν έχει ασχοληθεί σε βάθος με την Φιλοσοφία, η «Αγχίνοια» δεν αποτελεί προϋπόθεση της Φιλοσοφίας, όπως λ.χ. η φιλομάθεια, αλλά μία σταθερή παράμετρο της Φιλοσοφίας. Επίσης δεν ταυτίζεται με την «Ευμάθεια», δηλαδή την ικανότητα ταχείας και ανέτου μαθήσεως, την έμφυτη κλίση προς μάθηση, ούτε με την «Μεγαλοφυϊα», δηλαδή την υψηλότατη ευφυϊα. «Αγχίνοια» είναι η Αρετή της διεισδυτικής πλην όμως αμερόληπτης κριτικής σκέψεως στον καθημερινό βίο, στον δε χώρο της Φιλοσοφίας είναι η δυνατότης να παρακολουθούνται με άνεση οι μεγάλες αλήθειες.
Στους πλατωνικούς ορισμούς του Σπευσίππου («Όροι») η «Αγχίνοια» ορίζεται ως «ψυχική ευφυϊα, η οποία χαρίζει σε αυτόν που την κατέχει την ευστοχία σε κάθε τι που πρέπει να γίνει» («ΑΓΧΙΝΟΙΑ (ΕΣΤΙΝ) ΕΥΦΥΪΑ ΨΥΧΗΣ, ΚΑΘ' ΗΝ Ο ΕΧΩΝ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΣ ΕΣΤΙΝ ΕΚΑΣΤΩι ΤΟΥ ΔΕΟΝΤΟΣ. ΝΟΟΣ ΟΞΥΤΗΣ»). Να αναφέρουμε εδώ ότι η λέξη «ευφυϊα» προέρχεται από το προθεματικό μόριο «ευ» και το ρήμα «φύω» και σημαίνει την άριστη φύση, την φυσική τελειότητα και, επί του προκειμένου, την έμφυτη ψυχική αριστεία.
Ως Αρετή αντιμετωπίζει την «Αγχίνοια» και ο Αριστοτέλης, υιοθετώντας μάλιστα τον ορισμό του Πλάτωνος. Ο Αριστοτέλης αποδίδει στην «Αγχίνοια» σημαντικό ρόλο τόσο στην επιστημονική εξήγηση των πραγμάτων όσο και στην ακαριαία («ΕΙΣ ΧΡΟΝΟΝ ΑΣΚΕΠΤΟΝ») ανακάλυψη των μεσοτήτων (των επιλεγομένων δηλαδή διά της λογικής και μόνον αυτής μέσων σημείων ανάμεσα σε δύο ακρότητες) και επιπροσθέτως την ορίζει ως «ευστοχία» («ΕΣΤΙ Δ' ΕΥΣΤΟΧΙΑ ΤΙΣ Η ΑΓΧΙΝΟΙΑ» στα «Ηθικά Νικομάχεια», 1142 b).
Οι Στωϊκοί θέτουν την «Αγχίνοια» ως δευτερεύουσα («υποτεταγμένη») Αρετή υπό την «Λογικότητα» ή «Φρόνηση», μαζί με άλλες 5, την «Ευβουλία» (δηλαδή την τελειότητα της σκέψεως), την «Ευλογιστία» (την άριστη χρήση της λογικότητος), την «Ευστοχία» (την πρακτική επιτυχία μετά από αποτελεσματική επικέντρωση ή πρόβλεψη), τη «Νουνέχεια» (την σύνεση ή εχεφροσύνη) και την «Ευμηχανία» (την εφευρετικότητα).
Στην Ρωμαϊκή Παράδοση που κατεξοχήν εκθειάζει την πράξη, η «Αγχίνοια» (που ερμηνεύεται ως «Ιngenium», δηλαδή διανοητικό ταλέντο, από το «in» και «gignere», το εσωτερικό ποιούν και κατ' επέκταση ο εσώτερος δαίμονας) μπορεί να υποκατατασταθεί από την εκγύμναση: «assiduus usus uni rei deditus et ingenium et artem saepe vincit» («η συνεχής εξάσκηση σε ένα αντικείμενο συχνά είναι αποτελεσματικότερη της αγχινοίας και του ταλέντου»), υποστηρίζει ο Κικέρων (Marcus Tullius Cicero 106 – 43 π.α.χ.χ.). Μερικές δεκαετίες αργότερα όμως, η υιοθεσία πολλών ελληνικών θεωρήσεων κάνει τον ιστορικό του 1ου μ.α.χ.χ. αιώνος Σαλλούστιο (Gaius Sallustius Crispus, 86 π.α.χ.χ. – 35 μ.α.χ.χ.) να εκθειάσει στα βιβλία του «Bellum Catilinae» και «Bellum Iugurthinum» το «Ιngenium» ή «animi virtus» («ψυχική αρετή»), τονίζοντας ότι όμοια με τους Θεούς ο άνθρωπος έχει νου, ο οποίος μάλιστα είναι επιλεγμένος να άρχει του σώματος. Μέσω του «Ιngenium», γράφει στο «Bellum Iugurthinum» (1.5), ο άνθρωπος προσπαθεί να πετύχει τον απαθανατισμό του, μέσω της «αιωνίας δόξης» («Gloria»), δίχως να έχει ανάγκη την Θεά Τύχη (Fortuna), στον δε πόλεμο αν και αναμφίβολα χρειάζεται το σώμα, στον ίδιο βαθμό με το «Ιngenium», το δεύτερο είναι σπουδαιότερο. Το ίδιο σπουδαιότερο όλων είναι το «Ιngenium» και στην δημόσια διοίκηση, ενώ εξαιτίας αυτού είναι που οι άνθρωποι είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τις επιτυχίες ή αποτυχίες τους.
Τέλος, στις αρχές του 17ου αιώνος ο Ροδόλφος Γκοκλένιος (Rudolphus Goclenius) στο φιλοσοφικό λεξικό του «Lexicon philosophicum quo tanquarn clave philosophiae fores aperiuntur» (Φρανκφούρτη, 1613) αναφέρει στο λήμμα «Ιngenium», ότι ο όρος σημαίνει υπό γενική θεώρηση την ενδιάθετη ισχύ και φύση κάθε πράγματος, υπό δε ειδική θεώρηση «την ικανότητα ανακαλύψεως κι επινοήσεως με επιτυχία κι ευκολία» ή «μια φυσική δεξιότητα, διά της οποίας μαθαίνουμε και μέσω της οποίας σκεπτόμαστε ή ανακαλύπτουμε διάφορα πράγματα». Ο Γκοκλένιος ταξινομεί το «Ιngenium» υπό την «Ευφυϊα» και ορίζει ως μέρη του την «Ευμάθεια» και την «Αγχίνοια».
Η συγκεκριμένη Αρετή της «Αγχινοίας» δεν χρειάστηκε να δεχθεί την άμεση επίθεση του Χριστιανισμού για τον οποίο, ούτως ή άλλως, οι εθνικοί, ως... αντιστεκόμενοι στην υποτιθέμενη «αλήθεια» του Τζεσούα – «Ιησού» είναι «άνθρωποι κατεφθαρμένοι τον νουν» ή πορεύονται «εν μαιτότητι του νοός αυτών» (Παύλος, «Β Τιμόθεον» 3.8. και «Προς Εφεσίους» 4.17). Η συγκεκριμένη θρησκεία έχει άλλωστε επινοήσει και τον όρο «σκοτασμός», σύμφωνα με τον οποίο, κάθε νους που δεν υποτάσσεται στον Θεό των χριστιανών... «αμαυρούται»... «σκοτίζεται»... «καταπίνεται από την άβυσσο»! Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δημοσίευσε το επίσημο όργανο της «Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου» «Εκκλησιαστική Παρέμβαση» (τεύχος 50, Μάρτιος 2000):
«...πέρα από τον λεγόμενο σκοταδισμό, υπάρχει και ο όρος σκοτασμός και μάλιστα σκοτασμός του νοός. Όταν ο νούς του ανθρώπου ταυτισθή με την λογική και τα πάθη, τότε κάνουμε λόγο για τον σκοτασμό του νοός. Υπάρχουν άνθρωποι με έκτακτα διανοητικά προσόντα και μεγάλα λογοτεχνικά και λογικά χαρίσματα, αλλά, επειδή η νοερά ενέργειά τους βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, είναι σκοτισμένοι. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει: "νούς αποστάς του Θεού ή δαιμονιώδης γίνεται ή κτηνώδης"».
«Επομένως, η "ελεύθερη" διανόηση και η "κουλτουριάρικη" λογοτεχνία, χαρακτηρίζει ως σκοταδισμό κάθε αντίδραση των Χριστιανών σε περιπτώσεις αλλοιώσεως της αλήθειας, έστω κι' αν αυτό προσβάλλει το κοινό αίσθημα και την πίστη των άλλων. Όμως, για μας τους Χριστιανούς κάθε αλλοίωση της αλήθειας, κάθε αδρανοποίηση της νοεράς ενεργείας και κάθε ενεργοποίηση παρά φύσιν του παθητικού μέρους της ψυχής, δηλαδή κάθε δαιμονιώδης και κτηνώδης κατάσταση, θεωρείται και ονομάζεται σκοτασμός του νού».
«Εμείς οι Χριστιανοί απορρίπτουμε τον όρο σκοταδισμό για θέματα πίστεως, αντίθετα μάλιστα χρησιμοποιούμε τον όρο σκοτασμό, για εκείνους που αδυνατούν να αντιληφθούν την αποκαλυπτική αλήθεια, όπως την παρουσίασε ο Χριστός, πράγμα το οποίο έχει ανθρωπολογικές, κοινωνικές και κοσμολογικές συνέπειες».
Βλάσης Γ. Ρασσιάς
http://www.rassias.gr/1094.html
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.