Α΄ ΜΕΡΟΣ
Ο ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΠΟΛΙΚΟ ΑΣΤΕΡΑ
Ο ναός της Βραυρώνας είναι αφιερωμένος στη Μεγάλη άρκτο, ο οποίος με πολική κατεύθυνση το ζώδιο του καρκίνου και τις δύο γραμμές του ηλιοστασίου συνδέεται με το δελφικό σύστημα.
Ο αγριόχοιρος έχει την ίδια ρίζα με την αρκούδα σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Σε πολλά νομίσματα έχουμε και παραστάσεις φτερωτών αγριόχοιρων, ενώ σε πολλούς ναούς της θεάς θυσίαζαν μαζί με άλλα άγρια ζώα, αρκούδες και αγριόχοιρους. Σε αρχαιότερο ζωδιακό κύκλο ο αγριόχοιρος συμβολίζει το χειμερινό ηλιοστάσιο.
Μια ακόμα θεά που όντως προϋπήρχε στη Δήλο και θα αντικατασταθεί αργότερα από την Αρτέμιδα, είναι η κρητικής καταγωγής Βριτομάρτις, η οποία στην Κρήτη ταυτίστηκε με τη Δύκτηνα ή την Αρτέμιδα με το δίχτυ.
Ο Καλυδώνιος κάπρος
Λέγεται ότι μια πρώιμη θεά της Δήλου, η «Ποτνία Θηρών», θα συγχωνευτεί με τη θεά Βριτομάρτις όπου λατρευόταν και αυτή εκεί για να γεννηθεί η ελληνική θεότητα Άρτεμις. Με την ταύτιση της θεάς με προηγούμενες θεότητες όπως και την ταύτιση του ζωδίου του αγριόχοιρου με την άρκτο ας λάβουμε υπ’ όψιν ότι η Άρτεμις ανήκει στη δεύτερη γενεά θεών.
Σύμφωνα με τον Αθήναιο (2ος-3ος αιώνας μ.Χ.), οι Μακεδόνες δεν επέτρεπαν σε ορισμένους άντρες να ξαπλώσουν κατά τη διάρκεια συμποσίου εφόσον δεν είχαν θηρεύσει κάπρο (αρσενικό αγριόχοιρο) χωρίς δίχτυ. Το δίχτυ περιόριζε το ζώο και η θανάτωσή του ήταν ευκολότερη και ασφαλέστερη για τον κυνηγό. Στη Σπάρτη, τα αγόρια δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στο συμπόσιο προς τιμήν της Αρτέμιδος, εάν δεν είχαν συμμετάσχει σε κυνηγετικές εξόδους. Εκτός από τα γραπτά κείμενα, μια δεύτερη πηγή πληροφόρησης είναι τα δημιουργήματα των καλλιτεχνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαίοι Έλληνες κυνηγοί ποτέ δεν απεικονίζονται να θηρεύουν από άρματα, όπως συμβαίνει στην Ανατολή από τους Ασσύριους, Πέρσες και Αιγύπτιους. Οι Έλληνες θηρεύουν ως ιππείς ή συχνότερα πεζοί, ενώ για τους βασιλείς, συνήθως, δεν υπάρχει βασιλική συνοδεία κατά το κυνήγι.
Η ΑΡΤΕΜΙΣ, Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΙΟΥ
Θεά του ουρανού. Η Άρτεμη, όπως και ο Απόλλωνας, σχετίζεται με το ουράνιο φως, γι' αυτό και στα αρχαιότερα κείμενα τη βρίσκουμε ως "χρυσηλάκατον", "χρυσόθρονον" και "χρυσήνιον" θεά. Η διαφορά ανάμεσα στα αδέρφια είναι ότι ο μεν Απόλλωνας είναι θεός ηλιακός, ενώ η Άρτεμη θεότητα σεληνιακή.
Όπως ο αδερφός της, έτσι και αυτή είναι οπλισμένη με τόξο και φαρέτρα, είναι "ιοχέαιρα" θεά, ευχαριστιέται δηλ. να ρίχνει τα βέλη της. Η φαντασία των Ελλήνων σύγκρινε τις ακτίνες της Σελήνης με τα γρήγορα και αιχμηρά βέλη.
Ως θεά του καθαρού φωτός η Άρτεμη είναι η αγνή παρθένος, που δε γνώρισε ποτέ τον έρωτα. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η άσπιλη αγνότητα. Γι' αυτό της αφιέρωναν λιβάδια, όπου όμως ποτέ δεν έβοσκαν κοπάδια και που ποτέ δεν τα θέριζαν· τα ανοιξιάτικα άνθη τους συμβόλιζαν την αγνότητα των παρθενικών ψυχών. Η Άρτεμη είχε στην προστασία της τις νέες που διαφύλαγαν την αγνότητά τους.
Θεά της Γης. Το βασίλειό της στη Γη είναι η άγρια, ακαλλιέργητη, παρθένα φύση των βουνών, των φαραγγιών, των δασών, των πηγών, των λιβαδιών και των ρυακιών, η φύση που δεν άγγιξε ανθρώπινο χέρι για να τη βεβηλώσει. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον περιπλανιέται με την ακολουθία της, τις ευκίνητες νύμφες. Ανάμεσά τους όμως διακρίνεται για την ομορφιά και την κορμοστασιά της. Ντυμένη σεμνά, αλλά και ελαφρά, για να μπορεί να κινείται άνετα, τη βλέπουμε να κυνηγά, να χορεύει ή να αναπαύεται στην όχθη κάποιου ρυακιού κάτω από τη σκιά των δέντρων, μετά την κούραση του κυνηγιού ή του χορού. Γι' αυτό η Άρτεμη λατρευόταν ιδιαίτερα σε μέρη ορεινά και δασώδη, όπου το κυνήγι ήταν πλούσιο, όπως π.χ. στην Αρκαδία.
Θεά του κάτω κόσμου. Στα βουνά της Αρκαδίας η Άρτεμη συνδέθηκε με τη Δήμητρα, την οποία είχε συνοδεύσει στην αναζήτηση της κόρης της Περσεφόνης. Από τότε καθιερώθηκαν στην Πελοπόννησο γιορτές κοινές για τις τρεις θεές, τη Δήμητρα, την Περσεφόνη και την Άρτεμη με την Εκάτη, που είναι θεά του κάτω κόσμου και δέχεται νεκρικές θυσίες. Ως Εκάτη βρίσκεται και στον επάνω κόσμο, όταν είναι βυθισμένος στο σκοτάδι. Η Εκάτη είναι λοιπόν θεά της σκοτεινής Σελήνης, της μαύρης νύχτας, όταν το φεγγάρι είναι κρυμμένο.
Επίθετα και σύμβολα της θεάς. Ανάλογα με τις πολλές άλλες ιδιότητές της είναι και τα επίθετα που συνοδεύουν το κύριο όνομά της: Είναι Λυκεία, Δελφινία, Πυθία, Δαφνία, ως αδερφή του Απόλλωνα. Ποταμία και Λιμνάτις, γιατί ευχαριστιέται να μένει κοντά στα ποτάμια και στις λίμνες. Ελαφία, Ελαφηβόλος, Κυνηγέτις, ως θεά του κυνηγιού. Παιδοτρόφος, Αγνή, Παρθένος, ως προστάτρια της παρθενίας. Λυσίζωνος, Εύλοχος, Ειλειθυία, επειδή βοήθησε τη μητέρα της Λητώ να γεννήσει τον Απόλλωνα και από τότε προστάτευε τον τοκετό των γυναικών. Ακόμα, Εκάεργος, Υμνεία, Ταυροπόλος, Βριτόμαρτις κλπ.
Για σύμβολά της έχει το τόξο, την ημισέληνο, το κυπαρίσσι και όλα τα άγρια ζώα, μα ιδιαίτερα το ελάφι, προς το οποίο έτρεφε πάντοτε μεγάλη στοργή. Γι' αυτό και όταν ο Αγαμέμνονας σκότωσε το ιερό της ελάφι στην Αυλίδα, για εξιλέωση ζήτησε τη θυσία της κόρης του Ιφιγένειας.
Νομίσματα με την μορφή της θεάς συναντάμε σε πολλές πόλεις. Οι παραστάσεις δείχνουν την μορφή της θεάς με τόξο και φαρέτρα ή σαν μητέρα - θεά με πλούσιο στήθος. Πολλές φορές εμφανίζετε με το σύμβολο της, το ελάφι, αλλά και με άλλες παραστάσεις.
Σφραγιδόλιθος όπου απεικονίζονται Κρητικοί Ιχνηλάτες στη διάρκεια κυνηγιού
Ξενοφών.
« Πρέπει να δίνει κανείς μικρά ονόματα στα σκυλάκια του, για να μπορεί να τα φωνάζει εύκολα. Τέτοια ΕΛΛΗΝΙΚΑ ονόματα είναι:
Ψυχή, Θυμός, Πόρπαξ, Στύραξ, Λόγχη, Λόχος, Φρουρά, Φύλαξ, Τάξις, Ξίφων, Φόναξ, Φλέγων, Αλκή, Τεύχων, Υλεύς, Μήδας, Πόρθων, Σπέρχων, Οργή, Βρέμων, Ύβρις, Θάλλων, Ρώμη, Ανθεύς, Ήβα, Γηθεύς, Χαρά, Λεύσσων, Αυγώ, Πολύς, Βία, Στίχων, Σπουδή, Βρύας, Οινάς, Στερρός, Κραύγη, Καίνων, Τύρβας, Σθένων, Αιθήρ, Ακτίς, Αιχμή, Νόης, Γνώμη, Στίβων, Ορμή».
Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΙΟΥ
Η Άρτεμις είναι μία Θεά του αρχαίου ελληνικού δωδεκάθεου, κόρη του Δία και της Λητούς, αδερφή του Απόλλωνα, θεά του κυνηγιού.
Η Άρτεμις γεννήθηκε ομαλά, πρώτη από τα δίδυμα και βοήθησε τη μητέρα της να ξεγεννήσει τον δευτερότοκο Απόλλωνα. Έκτοτε, η παρθένος Άρτεμις γίνεται η επίσημη προστάτιδα των τοκετών.
Την Αρτέμιδα έμαθαν να είναι παραστάτης και βοηθός του τοκετού οι Μοίρες, οι οποίες βρίσκονταν εκεί και στις δύο γέννες. Οι Μοίρες ήταν αυτόνομες και αυτεξούσιες και ούτε καν ο Δίας δεν μπορούσε να διαφεντέψει, παρ’ όλο που κατοικούσαν και αυτές στον Ολυμπο κάτω από τον θρόνο του.
Την Αρτέμιδα έμαθαν να είναι παραστάτης και βοηθός του τοκετού οι Μοίρες, οι οποίες βρίσκονταν εκεί και στις δύο γέννες. Οι Μοίρες ήταν αυτόνομες και αυτεξούσιες και ούτε καν ο Δίας δεν μπορούσε να διαφεντέψει, παρ’ όλο που κατοικούσαν και αυτές στον Ολυμπο κάτω από τον θρόνο του.
Η Άρτεμις συμβολίζει το ατίθασο εφηβικό πνεύμα, τον ρυθμό, τη μουσική, τον χορό. Στις γιορτές της, νεαρές παρθένες χορεύουν οργιαστικά με μάσκες. Συμβολίζει ακόμη την αιώνια νεότητα, την ανανέωση στη ζωή, ονομάζεται γι’ αυτό Κωροτρόφη και Φιλοπάρθενος και Λοχεία (αφού ταυτίζεται με την Ειλειθυία, θεά του τοκετού). Οι επικλήσεις σε αυτήν γίνονται τη νύχτα, γι’ αυτό της αποδίδονται τα επίθετα Νυχτία, Φωσφόρος, Σελάσφορος, Νυχτοφάνεια και Νυχτοπόλος.
Ο ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΠΟΛΙΚΟ ΑΣΤΕΡΑ
Οι αστερισμοί που την αντιπροσωπεύουν είναι η Μικρή και η Μεγάλη ‘Άρκτος. Η αρκούδα (πολική άρκτος) φτιάχνει μόνη της στο λευκό χιόνι τη φωλιά της για να γεννήσει. Φροντίζει τον τοκετό της και μένει στο σπιτικό με τα νεογέννητα μέχρι την άνοιξη. Η Άρτεμις συχνά προσφωνείται και Άρκτος.
Η θεά συνδέεται με τον αριθμό έξι και ο Απόλλων με τον αριθμό επτά. Η γέννηση της Αρτέμιδος μνημονεύεται την έκτη ημέρα κάθε μήνα και του αδελφού της την έβδομη.
Η πορεία της Λητούς εκτός από τις στάσεις του ζωδιακού κύκλου, το σημείο εκκίνησης από τον πολικό αστέρα των Δελφών μέχρι το σημείο κατάληξης, την Πύλη Φωτός της Δήλου (κέντρο του κύκλου), ακτίνα που ονομάζεται «διάδρομος της Λητούς», ταυτίζεται με το αρχαίο χειμερινό ηλιοστάσιο του αγριόχοιρου και της Άρκτου.
Η Άρτεμις συχνά ονομάζεται και Άρκτος. Το συνθετικό Αρκτ- προστιθέμενο στη λέξη Θέμις, δηλ. την τάξη του σύμπαντος, είναι η Άρτεμις και η μοίρα της. Συνδέεται με το ζώδιο του ζυγού που είναι ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου. Η γραμμική κάτοψη του αστερισμού συναντά τον Πολικό Αστέρα. Φύλακας της Άρκτου ο κάτοχος της Υπερβόρειας παράδοσης, με δώδεκα Ιππότες, δώδεκα ήλιους ή κατοικίες του ήλιου - αστερισμών.
Ο Πλάτωνας στους «Νόμους» τονίζει τη σημασία της κατανομής σε δώδεκα μέρη των άστρων του ουρανού, που αντιστοιχούν στις πόλεις ενός κράτους, στα μερίσματα του στρατού, του κάθε επίγειου κλήρου, νομισμάτων, κάθε είδους σταθμών, έτσι ώστε η συμμετρία να συμφωνεί και να τακτοποιείται κάτω από το νόμο των Θεών για να εξασφαλίζει ο επίγειος κόσμος την εύνοιά τους.
Ο Πλάτωνας στους «Νόμους» τονίζει τη σημασία της κατανομής σε δώδεκα μέρη των άστρων του ουρανού, που αντιστοιχούν στις πόλεις ενός κράτους, στα μερίσματα του στρατού, του κάθε επίγειου κλήρου, νομισμάτων, κάθε είδους σταθμών, έτσι ώστε η συμμετρία να συμφωνεί και να τακτοποιείται κάτω από το νόμο των Θεών για να εξασφαλίζει ο επίγειος κόσμος την εύνοιά τους.
Η θεά Άρτεμις, πάντα συνοδευόμενη από τις Υπερβόρειες νύμφες, ταξιδεύει μια φορά τον χρόνο στον Βορρά. Η λέξη βορέας από την πρωτοελληνική ρίζα
βαρ- (καταγωγή της λέξης Βραυρώνα, το Ιερό της Μεγάλης Άρκτου, (Ινδικά Varuna = ουρανός) σημαίνει καλύπτω, κρύβω όπως ο ουρανός τη γη, δηλ. τους ανώτερους κόσμους που είναι κρυμμένοι από τις αισθήσεις.
Ο ναός της Βραυρώνας είναι αφιερωμένος στη Μεγάλη άρκτο, ο οποίος με πολική κατεύθυνση το ζώδιο του καρκίνου και τις δύο γραμμές του ηλιοστασίου συνδέεται με το δελφικό σύστημα.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΣΤΗΝ ΒΡΑΥΡΩΝΑ
Οι νέες άρκτοι που στα τελετουργικά ονομάζονταν «άρκτευσις» ή «αρκτεία» ήταν όπως και στης Αθηνάς τις τελετουργίες η συνοδεία μικρών κοριτσιών ντυμένα στο χρώμα της ζαφοράς - κρόκου και αφιερώνονταν στη θεά. Οι νέες «Αρκτοι» αντιπροσωπεύουν «την ενσάρκωση των ψυχών», δηλαδή την «πύλη των ανθρώπων».
Μια ακόμα θεά που όντως προϋπήρχε στη Δήλο και θα αντικατασταθεί αργότερα από την Αρτέμιδα, είναι η κρητικής καταγωγής Βριτομάρτις, η οποία στην Κρήτη ταυτίστηκε με τη Δύκτηνα ή την Αρτέμιδα με το δίχτυ.
Ο Καλυδώνιος κάπρος
Λέγεται ότι μια πρώιμη θεά της Δήλου, η «Ποτνία Θηρών», θα συγχωνευτεί με τη θεά Βριτομάρτις όπου λατρευόταν και αυτή εκεί για να γεννηθεί η ελληνική θεότητα Άρτεμις. Με την ταύτιση της θεάς με προηγούμενες θεότητες όπως και την ταύτιση του ζωδίου του αγριόχοιρου με την άρκτο ας λάβουμε υπ’ όψιν ότι η Άρτεμις ανήκει στη δεύτερη γενεά θεών.
Η Δήλος είναι πύλη φωτός, ο Απόλλων φύλακας του φωτός όπως και η Άρτεμις, η δύναμή της τρομακτική, γλυκιά, χθόνια, προστατευτική στα παιδιά, προστάτης του ύπνου και του τοκετού, φυλάει κατά κύριο λόγο μετά την αταξία των Τιτάνων την τάξη του ουρανού.
Σε γενικές γραμμές, η Άρτεμις θα θεωρηθεί ότι προέρχεται από τη συγχώνευση τριών θεοτήτων της Γης, της Σελήνης και της Ποτνίας των Θηρών. Η σελήνη όπως και ο ήλιος διατρέχουν το πλανητικό ζωδιακό σύστημα – το ίδιο και η Ποτνία των Θηρών παρουσιάζεται σε έργα τέχνης σε κοσμήματα στη Σπάρτη, τη Δήλο όπως και θεοί της Βαβυλώνας, σαν ουράνια, φτερωτή που κρατά δυο λιοντάρια που συμβολίζουν τα δύο ηλιοστάσια.
Τα λιοντάρια από τα κείμενα που διασώζονται, ημερεύουν δίπλα στη θεά. Μία από τις ακόλουθές της αφιερωμένες διαπαντός παρθένες ερωτεύτηκε και δόθηκε στον νεαρό Ιππομένη. Αμέσως μετά μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, συνεχίζοντας όμως να είναι πιστή ακόλουθος της θεάς. Η Άρτεμις λέγεται ότι είχε στην ακολουθία της λέοντες και λέαινες. Το λιοντάρι συμβολίζει τη ζωή στον επίγειο κόσμο, αλλά και στον Κάτω Κόσμο. Ο Ηρακλής, αφού νίκησε τους κατοίκους του Ορχομενού, αφιέρωσε στην Εύκλεια Αρτέμιδα (αυτή που λατρεύεται ως θεά του Κάτω Κόσμου) ένα λιοντάρι. Λιοντάρια συχνά τοποθετούσαν οι αρχαίοι πάνω στους τάφους.
Τα λιοντάρια από τα κείμενα που διασώζονται, ημερεύουν δίπλα στη θεά. Μία από τις ακόλουθές της αφιερωμένες διαπαντός παρθένες ερωτεύτηκε και δόθηκε στον νεαρό Ιππομένη. Αμέσως μετά μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, συνεχίζοντας όμως να είναι πιστή ακόλουθος της θεάς. Η Άρτεμις λέγεται ότι είχε στην ακολουθία της λέοντες και λέαινες. Το λιοντάρι συμβολίζει τη ζωή στον επίγειο κόσμο, αλλά και στον Κάτω Κόσμο. Ο Ηρακλής, αφού νίκησε τους κατοίκους του Ορχομενού, αφιέρωσε στην Εύκλεια Αρτέμιδα (αυτή που λατρεύεται ως θεά του Κάτω Κόσμου) ένα λιοντάρι. Λιοντάρια συχνά τοποθετούσαν οι αρχαίοι πάνω στους τάφους.
Σαν θεά του Κάτω Κόσμου, από το φυτικό κόσμο φέρει σαν σύμβολό της το κυπαρίσσι, χαρακτηριστικό μέχρι σήμερα δέντρο των Κυκλάδων. Το κυπαρίσσι δημιουργήθηκε από τη μεταμόρφωση του Κυπάρισσου σε δέντρο. Ο Κυπάρισσος ήταν γιος του Τήλεφου (ιδρυτής της Περγάμου) που αγαπούσε ο Απόλλωνας. Ο νέος αυτός από λάθος σκότωσε ένα ιερό αρσενικό ελάφι με το ακόντιό του και η θλίψη τον οδήγησε σε απόπειρα αυτοκτονίας. Τότε ο Απόλλωνας τον μεταμόρφωσε σε δέντρο που συμβολίζει, όπως στα ορφικά μυστήρια και στα σημερινά νεκροταφεία το κυπαρίσσι, τον θάνατο και την ανάσταση των νεκρών. Σαν Χθόνια θεά, η Άρτεμις με ζωδιακό σύμβολο τον σκορπιό που φέρει στο κέντρο του περιδεραίου της λατρεύτηκε στην Έφεσο.
Στη Δήλο λίγο πιο πάνω από τον ναό του Ηραίου και κατόπιν της θεάς Ισιδος από την πίσω νοτιοανατολική πλευρά βρίσκεται ναός του Δία Υψίστου κάτω από τον οποίο είχε ιδρυθεί το Ιερό της Λοχείας Αρτέμιδος (προστάτιδα της οικογένειας), που αντιπροσωπεύει τον αριθμό 3, της προόδου του ενός, δηλ. τρεις φάσεις της σελήνης, το τριαδικό στοιχείο της Αρτέμιδος που αντιστοιχεί στους τρεις Δεκανούς του αστερισμού της Παρθένου και δείχνει ότι υπήρχαν τρεις Αρτέμιδες (τριπλή Εκάτη) και λατρευόταν έτσι στη Δήλο και την Αθήνα.
Στη Δήλο λίγο πιο πάνω από τον ναό του Ηραίου και κατόπιν της θεάς Ισιδος από την πίσω νοτιοανατολική πλευρά βρίσκεται ναός του Δία Υψίστου κάτω από τον οποίο είχε ιδρυθεί το Ιερό της Λοχείας Αρτέμιδος (προστάτιδα της οικογένειας), που αντιπροσωπεύει τον αριθμό 3, της προόδου του ενός, δηλ. τρεις φάσεις της σελήνης, το τριαδικό στοιχείο της Αρτέμιδος που αντιστοιχεί στους τρεις Δεκανούς του αστερισμού της Παρθένου και δείχνει ότι υπήρχαν τρεις Αρτέμιδες (τριπλή Εκάτη) και λατρευόταν έτσι στη Δήλο και την Αθήνα.
Ο ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος αστερισμός του ουρανού μετά από αυτόν της Ύδρας, καθώς καταλαμβάνει περίπου το 3,14% της ουράνιας σφαίρας και μεσουρανεί το Μάιο.
Ο Στάχυς, μαζί με τον Αρκτούρο του Βοώτη και τον Δενέβολα του Λέοντα σχηματίζουν ένα τέλειο ισόπλευρο τρίγωνο πλευράς περίπου 35 μοιρών. Πάνω από την Παρθένο είναι η Κόμη της Βερενίκης και ο Βοώτης και κάτω από αυτήν κυριαρχεί ο ατελείωτος σε μήκος αστερισμός της Ύδρας. Ο μισός σχεδόν αστερισμός βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο και ο πιο λαμπρός του αστέρας, ο Στάχυς, βρίσκεται στο νότιο, ενώ είναι πλέον ορατός ολόκληρος από τις αρχές Απριλίου και καθ’ όλη τη διάρκεια της άνοιξης.
Οι τρεις Δεκανοί του αστερισμού ήταν τρεις παρθένες, η Αγλαυρος, η Ερση και η Πάνδροσος. Στην Ολυμπία σε χάλκινο έλασμα απεικονίζεται η Μεγάλη θεά με τρία πουλιά, που συμβολίζουν τους αστερισμούς του Τοξότη του Αιγόκερω και του Υδροχόου που είναι τα ζώδια του χειμερινού ηλιοστασίου. Τα μεγάλα Μυστήρια άρχιζαν τη φθινοπωρινή Ισημερία, διαρκούσαν όλο το χειμερινό ηλιοστάσιο, ξεκινούσαν στην Ελευσίνα και συνδέονταν με τη Δήλο. Τα Ελευσίνια μυστήρια συνδέονταν με τον Αιγόκερω και την «Πύλη των θεών».
Ο χρόνος στη Δήλο βρίσκεται στη φυσική του μορφή, είναι αμέτρητος. Όταν είσαι εκεί δεν ξέρεις αν ο ναός της Αρτέμιδος έχει φορά από Βορρά προς Νότο και το άγαλμά της ήταν στημένο στον Βορρά να κοιτά τον Νότο (έχοντας πλάι της τα αγάλματα των Υπερβόρειων νυμφών…). Αυτός ο ναός θα συνδέσει το κέντρο του Αιγαίου με ένα από τα ισχυρότερα ιερά της Λιβύης του Αμμωνίου. Από τον ναό του Αμμωνίου της Λιβύης όπου ξεκινά και τελειώνει ένας από τους αρχαιοτέρους ζωδιακούς κύκλους, συνδέεται η Δήλος της Αρτέμιδος με απόλυτη ευθεία γραμμή ευρισκόμενη στο κέντρο μιας νοητής βάσης πυραμίδας όπου στα τέσσερα άκρα της βάσης της βρίσκονται τα ιερά των Δελφών, των Σάρδεων, του Λιθησίου Απόλλωνος και στην προέκταση της άλλης διαγώνιου της βάσης τέμνει τον Κάμιρο της Ρόδου. Ο κριοκέφαλος Αμμωνας παρουσιάζεται σε μία από τις γλυπτικές απεικονίσεις του με τέσσερα κεφάλια κριαριού, δηλ. τις τέσσερις κατευθύνσεις του χώρου του ζωδιακού κύκλου.
Ο χρόνος στη Δήλο βρίσκεται στη φυσική του μορφή, είναι αμέτρητος. Όταν είσαι εκεί δεν ξέρεις αν ο ναός της Αρτέμιδος έχει φορά από Βορρά προς Νότο και το άγαλμά της ήταν στημένο στον Βορρά να κοιτά τον Νότο (έχοντας πλάι της τα αγάλματα των Υπερβόρειων νυμφών…). Αυτός ο ναός θα συνδέσει το κέντρο του Αιγαίου με ένα από τα ισχυρότερα ιερά της Λιβύης του Αμμωνίου. Από τον ναό του Αμμωνίου της Λιβύης όπου ξεκινά και τελειώνει ένας από τους αρχαιοτέρους ζωδιακούς κύκλους, συνδέεται η Δήλος της Αρτέμιδος με απόλυτη ευθεία γραμμή ευρισκόμενη στο κέντρο μιας νοητής βάσης πυραμίδας όπου στα τέσσερα άκρα της βάσης της βρίσκονται τα ιερά των Δελφών, των Σάρδεων, του Λιθησίου Απόλλωνος και στην προέκταση της άλλης διαγώνιου της βάσης τέμνει τον Κάμιρο της Ρόδου. Ο κριοκέφαλος Αμμωνας παρουσιάζεται σε μία από τις γλυπτικές απεικονίσεις του με τέσσερα κεφάλια κριαριού, δηλ. τις τέσσερις κατευθύνσεις του χώρου του ζωδιακού κύκλου.
Ο ΞΕΝΟΦΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΚΑΙ
ΤΟΝ ΣΚΥΛΟ
Ο Ξενοφών (431 - 350 π.Χ.) ο Αθηναίος, ήταν ιστορικός συγγραφέας και σωκρατικός φιλόσοφος. Γιος του Γρύλλου από το δήμο Ερχιάς (σημερινός δήμος Σπάτων), κονωνικά ανήκε στην τάξη των ιππέων και πολιτικά έδρασε ως ολιγαρχικός και φιλολάκων. Μετά το 410 π.Χ. γνωρίστηκε με τον Σωκράτη και μπήκε στον κύκλο των μαθητών του.
Εκτός των άλλων έγραψε:
1. Ιππαρχικός: Σχετικά με τον ίππαρχο (διοικητή του ιππικού). Τα καθήκοντά του σε καιρό ειρήνης και σε καιρό πολέμου.
2. Περί ιππικής: Συμβουλές προς τους ιππείς. Επιλογή, εκπαίδευση και φροντίδα του αλόγου.
3. Κυνηγετικός: Εγκώμιο της κυνηγετικής τέχνης. Συμβουλές και οδηγίες προς κυνηγούς στο έργο του
2. Περί ιππικής: Συμβουλές προς τους ιππείς. Επιλογή, εκπαίδευση και φροντίδα του αλόγου.
3. Κυνηγετικός: Εγκώμιο της κυνηγετικής τέχνης. Συμβουλές και οδηγίες προς κυνηγούς στο έργο του
Στον Κυνηγετικό, εκτίθενται οι αρχές του κυνηγιού και εμπεριέχονται οι εμπειρίες του συγγραφέα από την αγαπημένη του ενασχόληση. Στόχος του Ξενοφώντα με το έργο αυτό είναι η μύηση του αναγνώστη στην κυνηγετική τέχνη. Η πραγματεία του αναφέρεται κυρίως στη σύλληψη του λαγού, περιγράφει όμως και κυνήγι αγριόχοιρων και ελαφιών. Αναφέρεται ακόμη στο κυνήγι λιονταριού, λεοπάρδαλης, λύγκα, πάνθηρα και αρκούδας, τα οποία ή συλλαμβάνονταν σε λάκκους ή λογχίζονταν από ιππείς.
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ
ΛΑΓΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ
«Πόσο χαριτωμένο είναι το θέαμα του λαγού, την ώρα που τα σκυλιά ακολουθούν τα ίχνη του και όταν τον βρίσκουν, τον κυνηγούν και τον πιάνουν.
Όταν κυνηγά κανείς στα χωράφια, πρέπει να απέχει από εκείνα που καρποφορούν λόγω της εποχής και να αφήνει τις πηγές και τα ποταμάκια και γιατί είναι αισχρό και κακό να αγγίζει τούτα και για να μη στρέφονται ενάντια στο νόμο όσοι τον δουν. Και τις μέρες που δεν επιτρέπεται το κυνήγι, πρέπει να διακόπτει όλες τις εργασίες τις σχετικές με το κυνήγι.
Τα στολίδια των σκυλιών είναι τα περιλαίμια, τα λουριά και οι καταζώστες. Τα περιλαίμια πρέπει να είναι μαλακά και πλατιά, για να μην καταστρέφουν το τρίχωμα των σκυλιών και τα λουριά πρέπει να έχουν μια θηλιά για να περνάει το χέρι και τίποτε άλλο. Γιατί αν το λουρί έχει φτιαχτεί ενιαίο με το περιλαίμιο, δε συγκρατεί καλά το σκυλί. Οι καταζώστες πρέπει να έχουν πλατιά λουριά για να μην πληγώνουν τα λαγόνια των ζώων και από μέσα πρέπει να έχουν ραμμένα κεντριά για να διαφυλάσσεται η καθαρότητα του γένους. Δεν πρέπει κανείς να τα βγάζει για κυνήγι, αν δεν δέχονται με χαρά την τροφή που τους προσφέρεται, γιατί τούτο είναι σημάδι ότι δεν είναι καλά. Ούτε όταν πνέει ισχυρός άνεμος. Γιατί παρασύρει τα ίχνη και δεν μπορούν να τα μυριστούν και ούτε οι άρκυς μπορούν να σταθούν ούτε τα δίχτυα. Όταν δεν υπάρχει κανένα από τα δύο εμπόδια, πρέπει να βγαίνουν για κυνήγι κάθε τρίτη ημέρα. Δεν πρέπει να συνηθίζει κανείς τα σκυλιά να καταδιώκουν τις αλεπούδες. Γιατί τούτο είναι μεγάλη καταστροφή και δε βρίσκονται κοντά όταν χρειάζεται. Πρέπει επίσης να αλλάζει συχνά τον τόπο που τα οδηγεί για κυνήγι, ώστε εκείνα να αποκτούν εμπειρία στο κυνήγι στα διάφορα εδάφη και εκείνος να γνωρίζει καλά τη χώρα. Πρέπει να βγαίνουν για κυνήγι νωρίς για να μη χάσουν τη δυνατότητα της ιχνηλασίας, γιατί εκείνοι που αργούν να ξεκινήσουν στερούν από τα σκυλιά τη δυνατότητα να βρουν το λαγό και από τον εαυτό τους την ωφέλεια. Γιατί η μυρωδιά του ίχνους είναι από τη φύση της πολύ λεπτή για να παραμείνει όλη την ημέρα.
Ο κυνηγός πρέπει να βγαίνει για κυνήγι με απλή ελαφριά εσθήτα και υποδήματα και να έχει στο χέρι ρόπαλο και να ακολουθεί τον υπεύθυνο για τα δίχτυα. Όταν πλησιάζουν το μέρος που θα κυνηγήσουν πρέπει να είναι σιωπηλοί, διαφορετικά ο λαγός, αν είναι κάπου εκεί κοντά μπορεί να ακούσει τις φωνές τους και να φύγει. Αφού δέσει τα σκυλιά στα δένδρα, χωριστά το καθένα ώστε να μπορεί να τα λύσει εύκολα, πρέπει να στήσει τις άρκυς και τα δίχτυα όπως ειπώθηκε. Μετά από τούτο ο υπεύθυνος για τα δίχτυα πρέπει να τα προσέχει και να επαγρυπνεί. Ο ίδιος ο κυνηγός πρέπει να πάρει τα σκυλιά και να πάει τη βαθμιαία προσαγωγή του θηράματος. Και αφού πρώτα παρακαλέσει τον Απόλλωνα και την Άρτεμη Κυνηγό να του μεταδώσουν την ικανότητα στο κυνήγι, να λύσει ένα σκύλο, εκείνον που είναι πιο καλός στην ιχνηλασία, την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος αν είναι χειμώνας, αν πάλι είναι καλοκαίρι πριν το φως της ημέρας,τις άλλες εποχές μεταξύ των δυο τούτων ορίων.
Όταν κυνηγά κανείς στα χωράφια, πρέπει να απέχει από εκείνα που καρποφορούν λόγω της εποχής και να αφήνει τις πηγές και τα ποταμάκια και γιατί είναι αισχρό και κακό να αγγίζει τούτα και για να μη στρέφονται ενάντια στο νόμο όσοι τον δουν. Και τις μέρες που δεν επιτρέπεται το κυνήγι, πρέπει να διακόπτει όλες τις εργασίες τις σχετικές με το κυνήγι.
Τα στολίδια των σκυλιών είναι τα περιλαίμια, τα λουριά και οι καταζώστες. Τα περιλαίμια πρέπει να είναι μαλακά και πλατιά, για να μην καταστρέφουν το τρίχωμα των σκυλιών και τα λουριά πρέπει να έχουν μια θηλιά για να περνάει το χέρι και τίποτε άλλο. Γιατί αν το λουρί έχει φτιαχτεί ενιαίο με το περιλαίμιο, δε συγκρατεί καλά το σκυλί. Οι καταζώστες πρέπει να έχουν πλατιά λουριά για να μην πληγώνουν τα λαγόνια των ζώων και από μέσα πρέπει να έχουν ραμμένα κεντριά για να διαφυλάσσεται η καθαρότητα του γένους. Δεν πρέπει κανείς να τα βγάζει για κυνήγι, αν δεν δέχονται με χαρά την τροφή που τους προσφέρεται, γιατί τούτο είναι σημάδι ότι δεν είναι καλά. Ούτε όταν πνέει ισχυρός άνεμος. Γιατί παρασύρει τα ίχνη και δεν μπορούν να τα μυριστούν και ούτε οι άρκυς μπορούν να σταθούν ούτε τα δίχτυα. Όταν δεν υπάρχει κανένα από τα δύο εμπόδια, πρέπει να βγαίνουν για κυνήγι κάθε τρίτη ημέρα. Δεν πρέπει να συνηθίζει κανείς τα σκυλιά να καταδιώκουν τις αλεπούδες. Γιατί τούτο είναι μεγάλη καταστροφή και δε βρίσκονται κοντά όταν χρειάζεται. Πρέπει επίσης να αλλάζει συχνά τον τόπο που τα οδηγεί για κυνήγι, ώστε εκείνα να αποκτούν εμπειρία στο κυνήγι στα διάφορα εδάφη και εκείνος να γνωρίζει καλά τη χώρα. Πρέπει να βγαίνουν για κυνήγι νωρίς για να μη χάσουν τη δυνατότητα της ιχνηλασίας, γιατί εκείνοι που αργούν να ξεκινήσουν στερούν από τα σκυλιά τη δυνατότητα να βρουν το λαγό και από τον εαυτό τους την ωφέλεια. Γιατί η μυρωδιά του ίχνους είναι από τη φύση της πολύ λεπτή για να παραμείνει όλη την ημέρα.
Ο κυνηγός πρέπει να βγαίνει για κυνήγι με απλή ελαφριά εσθήτα και υποδήματα και να έχει στο χέρι ρόπαλο και να ακολουθεί τον υπεύθυνο για τα δίχτυα. Όταν πλησιάζουν το μέρος που θα κυνηγήσουν πρέπει να είναι σιωπηλοί, διαφορετικά ο λαγός, αν είναι κάπου εκεί κοντά μπορεί να ακούσει τις φωνές τους και να φύγει. Αφού δέσει τα σκυλιά στα δένδρα, χωριστά το καθένα ώστε να μπορεί να τα λύσει εύκολα, πρέπει να στήσει τις άρκυς και τα δίχτυα όπως ειπώθηκε. Μετά από τούτο ο υπεύθυνος για τα δίχτυα πρέπει να τα προσέχει και να επαγρυπνεί. Ο ίδιος ο κυνηγός πρέπει να πάρει τα σκυλιά και να πάει τη βαθμιαία προσαγωγή του θηράματος. Και αφού πρώτα παρακαλέσει τον Απόλλωνα και την Άρτεμη Κυνηγό να του μεταδώσουν την ικανότητα στο κυνήγι, να λύσει ένα σκύλο, εκείνον που είναι πιο καλός στην ιχνηλασία, την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος αν είναι χειμώνας, αν πάλι είναι καλοκαίρι πριν το φως της ημέρας,τις άλλες εποχές μεταξύ των δυο τούτων ορίων.
Όταν το σκυλί βρει ένα σίγουρο ίχνος ανάμεσα στα συγκεχυμένα, να λύσει και άλλο σκυλί. Αν το ίχνος συνεχίζεται, να αφήσει και τα άλλα ένα-ένα, χωρίς να αφήσει να περνά ενδιάμεσα πολύς χρόνος και να ακολουθεί χωρίς να τα πιέζει, φωνάζοντάς τα το καθένα με το όνομά του, όχι συνέχεια, για να μην αγριεύουν πριν να είναι η κατάλληλη στιγμή. Εκείνα προχωρώντας με χαρά και μένος θα βρίσκουν τα ίχνη, όπως είναι η φύση τους, διπλά, τριπλά, προς τα μπροστά, δίπλα, πλάγια από τα προηγούμενα, από τη μια μεριά στην άλλη, κυκλικά, ίσια, καμπύλα, πυκνά, αραιά, σαφή, ασαφή, τρέχοντας το ένα δίπλα στο άλλο, κουνώντας γρήγορα τις ουρές τους και γέρνοντας τα αυτιά τους και με τα μάτια τους να αστράφτουν. Και όταν φτάσουν κοντά στο λαγό το δείχνουν στον κυνηγό κουνώντας τις ουρές και ολόκληρο το σώμα τους μαζί, ορμώντας με μένος, συναγωνιζόμενα στο τρέξιμο το ένα το άλλο, τρέχοντας φιλόπονα όλα μαζί, πλησιάζοντας το ένα το άλλο γρήγορα και πάλι χωρίζοντας και πάλι ορμώντας μπροστά. Στο τέλος φτάνουν στη φωλιά του λαγού και ορμούν πάνω του. Εκείνος ξεκινώντας ξαφνικά θα φύγει προκαλώντας τα γαβγίσματα και τα ουρλιαχτά των σκύλων. Ο κυνηγός καθώς ο λαγός καταδιώκεται πρέπει να φωνάζει: "Εμπρός, σκυλιά, πολύ ωραία, πολύ έξυπνα, σκυλιά, πολύ καλά, σκυλιά". Και τυλίγοντας γύρω από το χέρι του αυτό που φορά και σηκώνοντας το ρόπαλο να τρέχει μαζί με τα σκυλιά εναντίον του λαγού και να μην προσπαθεί να βγει μπροστά του, γιατί είναι άχρηστη τέτοια προσπάθεια. Ο λαγός υποχωρώντας χάνεται γρήγορα από τα μάτια τους, αλλά τις περισσότερες φορές γυρίζει πάλι στο σημείο που βρέθηκε.
(…) Αν δεν ακολουθούν τα ίχνη, αλλά τα προσπερνούν, να τα καλεί, φωνάζοντας: "Πίσω, πίσω, σκυλιά". Και μόλις αυτά έλθουν κοντά στα ίχνη, ας τα οδηγεί γύρω από τα ίχνη, κάνοντας πολλούς κύκλους, όπου το ίχνος είναι ασαφές για τα σκυλιά, ας βάζει σημάδι μπήγοντας πασσάλους στη σειρά, και ας τα οδηγεί πιο πέρα όλα μαζί μέχρι να αναγνωρίσουν σαφώς το ίχνος, παροτρύνοντάς τα και χαϊδεύοντάς τα. Εκείνα μόλις βρουν καθαρά ίχνη πέφτοντας πάνω τους, πηδώντας δίπλα τους, συνεργαζόμενα, εικάζοντας, δίνοντας το ένα σήμα στο άλλο και βάζοντας μεταξύ τους όρια που μπορούν να αναγνωρίσουν, θα τρέξουν γρήγορα πίσω από τα ίχνη. Όταν ακολουθούν το ίχνος έτσι όλα μαζί, ο κυνηγός πρέπει να τρέχει μαζί τους χωρίς να τα πιέζει, αλλιώς μπορεί από φιλοτιμία να προσπεράσουν τα ίχνη. Όταν βρεθούν κοντά στο λαγό και το δείξουν καθαρά στον κυνηγό, πρέπει να προσέξει να μην κινηθεί ο λαγός και ξεφύγει προς τα μπροστά φοβισμένος από τα σκυλιά. Εκείνα κουνώντας την ουρά τους, πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο και συχνά πηδώντας το ένα πάνω από το άλλο και γαβγίζοντας ξανά και ξανά σηκώνουν το κεφάλι, κοιτάζοντας τον κυνηγό, δίνοντάς του να καταλάβει ότι είναι στ' αλήθεια κοντά στο λαγό, σηκώνουν μόνα τους στο κυνήγι το λαγό και του επιτίθενται γαβγίζοντας. Αν πέσει στις άρκυς (=κυνηγητικό δίχτυ) ή ξεφύγει περνώντας δίπλα ή μέσα από αυτές, ο φύλακας των διχτυών πρέπει να φωνάξει δυνατά οτιδήποτε από αυτά συμβεί. Και αν μεν πιαστεί, ο κυνηγός να ψάχνει γι άλλον. Αν όχι, να συνεχίσει την καταδίωξη, χρησιμοποιώντας τις ίδιες παροτρύνσεις.
Όταν τα σκυλιά κουραστούν από την καταδίωξη και η μέρα έχει προχωρήσει, τότε πρέπει ο κυνηγός να ψάξει για τον εξαντλημένο λαγό, χωρίς να παραλείψει τίποτα από όσα μεγαλώνουν ή βρίσκονται πάνω στη γη, γυρίζοντας πίσω πολλές φορές, για να μην παραλείψει τίποτα. Γιατί το ζώο ξαπλώνει σε ένα μικρό μέρος και δεν σηκώνεται από φόβο και κούραση. Παίρνοντας μαζί του και τα σκυλιά, εμψυχώνοντάς τα, γλυκομιλώντας πολύ σε κείνα που του δείχνουν την αγάπη τους, λίγο στα αυθάδη και μέτρια στα μέτρια, μέχρις ότου σκοτώσει το λαγό σε καταδίωξη ή τον κάνει να πέσει στις άρκυς. Μετά από αυτά πρέπει να σηκώνει τις άρκυς και τα δίχτυα, και αφού χαϊδέψει τα σκυλιά να φύγει από το μέρος του κυνηγιού, περιμένοντας, αν είναι καλοκαίρι και μεσημέρι, για να μην καίγονται τα πόδια των σκυλιών από το περπάτημα.
Για την αναπαραγωγή ας απαλλάξει τις σκύλες από τους κόπους τον χειμώνα, ώστε εκείνες, έχοντας ξεκουραστεί, να γεννήσουν γερά κουτάβια. Γιατί αυτή είναι η καλύτερη εποχή για την αναπαραγωγή των σκύλων. Είναι δεκατέσσερις οι μέρες που τα κατέχει η ανάγκη του ζευγαρώματος. Πρέπει να τις οδηγεί προς το τέλος της περιόδου, για να συλλάβουν πιο γρήγορα, σε γερά και δυνατά σκυλιά. Και όσο εγκυμονούν ας μην τις βγάζει συνεχώς για κυνήγι, αλλά μόνο που και που μήπως από φιλοπονία αποβάλλουν. Κυοφορούν εξήντα ημέρες. Όταν γεννηθούν τα σκυλάκια πρέπει να τα αφήνει με τη μητέρα τους και να μην τα βάζει κοντά σε άλλη σκύλα. Γιατί οι ξένες φροντίδες δεν τα βοηθούν να μεγαλώσουν, ενώ το γάλα της μητέρας τους και η αναπνοή της και οι φροντίδες της τους κάνουν καλό. Όταν τα σκυλάκια αρχίσουν να περπατούν, πρέπει να τους δίνει γάλα και την τροφή που θα τρώνε στην υπόλοιπη ζωή τους και τίποτα άλλο. Γιατί η υπερβολική τροφή στραβώνει τα σκέλη τους, προκαλεί αρρώστιες στα σώματά τους και βλάπτει τα εσωτερικά τους όργανα».
Για την αναπαραγωγή ας απαλλάξει τις σκύλες από τους κόπους τον χειμώνα, ώστε εκείνες, έχοντας ξεκουραστεί, να γεννήσουν γερά κουτάβια. Γιατί αυτή είναι η καλύτερη εποχή για την αναπαραγωγή των σκύλων. Είναι δεκατέσσερις οι μέρες που τα κατέχει η ανάγκη του ζευγαρώματος. Πρέπει να τις οδηγεί προς το τέλος της περιόδου, για να συλλάβουν πιο γρήγορα, σε γερά και δυνατά σκυλιά. Και όσο εγκυμονούν ας μην τις βγάζει συνεχώς για κυνήγι, αλλά μόνο που και που μήπως από φιλοπονία αποβάλλουν. Κυοφορούν εξήντα ημέρες. Όταν γεννηθούν τα σκυλάκια πρέπει να τα αφήνει με τη μητέρα τους και να μην τα βάζει κοντά σε άλλη σκύλα. Γιατί οι ξένες φροντίδες δεν τα βοηθούν να μεγαλώσουν, ενώ το γάλα της μητέρας τους και η αναπνοή της και οι φροντίδες της τους κάνουν καλό. Όταν τα σκυλάκια αρχίσουν να περπατούν, πρέπει να τους δίνει γάλα και την τροφή που θα τρώνε στην υπόλοιπη ζωή τους και τίποτα άλλο. Γιατί η υπερβολική τροφή στραβώνει τα σκέλη τους, προκαλεί αρρώστιες στα σώματά τους και βλάπτει τα εσωτερικά τους όργανα».
«13.1] Θαυμάζω δὲ τῶν σοφιστῶν καλουμένων ὅτι φασὶ μὲν ἐπ’ ἀρετὴνἄγειν οἱ πολλοὶ τοὺς νέους, ἄγουσι δ’ ἐπὶ τοὐναντίον· οὔτε γὰρ [ἂν] ἄνδρα πουἑωράκαμεν ὅντιν’ οἱ νῦν σοφισταὶ ἀγαθὸν ἐποίησαν, οὔτε γράμματα παρέχονταιἐξ ὧν χρὴ ἀγαθοὺς γίγνεσθαι, [13.2] ἀλλὰ περὶ μὲν τῶν ματαίων πολλὰ αὐτοῖς γέγραπται, ἀφ’ ὧν τοῖς νέοις αἱ μὲν ἡδοναὶ κεναί, ἀρετὴ δ’ οὐκ ἔνι· διατρίβειν δ’ ἄλλως παρέχει τοῖς ἐλπίσασί τι ἐξ αὐτῶν μαθήσεσθαι [μάτην] καὶ ἑτέρων κωλύει χρησίμων καὶ διδάσκει κακά. [13.3] Μέμφομαι οὖν αὐτοῖς τὰ μὲν μεγάλα μειζόνως· περὶ δὲ ὧν γράφουσιν, ὅτι τὰ μὲν ῥήματα αὐτοῖς ἐζήτηται, γνῶμαι δὲὀρθῶς ἔχουσαι, αἷς ἂν παιδεύοιντο οἱ νεώτεροι ἐπ’ ἀρετήν, οὐδαμοῦ. [13.4]ἐγὼ δὲ ἰδιώτης μέν εἰμι, οἶδα δὲ ὅτι κράτιστον μέν ἐστι παρὰ τῆς αὑτοῦ φύσεως τὸ ἀγαθὸν διδάσκεσθαι, δεύτερον δὲ παρὰ τῶν ἀληθῶς ἀγαθόν τι ἐπισταμένων μᾶλλον ἢ ὑπὸ τῶν ἐξαπατᾶν τέχνην ἐχόντων. [13.5] ἴσως οὖν τοῖς μὲν ὀνόμασιν οὐ σεσοφισμένως λέγω· οὐδὲ γὰρ ζητῶ τοῦτο· ὧν δὲ δέονται εἰς ἀρετὴν οἱκαλῶς πεπαιδευμένοι ὀρθῶς ἐγνωσμένα ζητῶ λέγειν· ὀνόματα μὲν γὰρ οὐκ ἂν παιδεύσειε, γνῶμαι δέ, εἰ καλῶς ἔχοιεν. [13.6] ψέγουσι δὲ καὶ ἄλλοι πολλοὶτοὺς νῦν σοφιστὰς καὶ οὐ [τοὺς] φιλοσόφους, ὅτι ἐν τοῖς ὀνόμασι σοφίζονται, οὐκ ἐν τοῖς νοήμασιν. οὐ λανθάνει δέ με ὅτι τὰ μὴ καλῶς καὶ ἑξῆς γεγραμμένα φήσει τις ἴσως τῶν τοιούτων οὐ καλῶς οὐδ’ ἑξῆς γεγράφθαι· ῥᾴδιον γὰρ ἔσται αὐτοῖς τὸ ταχὺ μὴ ὀρθῶς μέμψασθαι· [13.7] καίτοι γέγραπταί γε οὕτως, ἵναὀρθῶς ἔχῃ, καὶ μὴ σοφιστικοὺς ποιῇ ἀλλὰ σοφοὺς καὶ
ἀγαθούς· οὐ γὰρ δοκεῖν αὐτὰ βούλομαι μᾶλλον ἢ εἶναι χρήσιμα, ἵναἀνεξέλεγκτα ᾖ εἰς ἀεί. [13.8] οἱ σοφισταὶ δ’ ἐπὶ τῷ ἐξαπατᾶν λέγουσι καὶγράφουσιν ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει, καὶ οὐδένα οὐδὲν ὠφελοῦσιν· οὐδὲ γὰρ σοφὸς αὐτῶν ἐγένετο οὐδεὶς οὐδ’ ἔστιν, ἀλλὰ καὶ ἀρκεῖ ἑκάστῳ σοφιστὴν κληθῆναι, ὅ ἐστιν ὄνειδος παρά γε εὖ φρονοῦσι. [13.9] τὰ μὲν οὖν τῶν σοφιστῶν παραγγέλματα παραινῶ φυλάττεσθαι, τὰ δὲ τῶν φιλοσόφωνἐνθυμήματα μὴ ἀτιμάζειν· οἱ μὲν γὰρ σοφισταὶ πλουσίους καὶ νέους θηρῶνται, οἱ δὲ φιλόσοφοι πᾶσι κοινοὶ καὶ φίλοι· τύχας δὲ ἀνδρῶν οὔτε τιμῶσιν οὔτεἀτιμάζουσι».
Μετάφραση: Σ. Τσέλικας. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
«Αυτό που με εκπλήσσει με τους αποκαλούμενους σοφιστές είναι που ισχυρίζονται, οι περισσότεροι απ' αυτούς, ότι οδηγούν τους νέους στην αρετή, ενώ τους οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο· γιατί πουθενά δεν έχουμε δει κάποιον άνδρα τον οποίο οι σύγχρονοι σοφιστές έκαναν ενάρετο, ούτε προσφέρουν αυτοί συγγράμματα από τα οποία να αισθάνεται κανείς την υποχρέωση να γίνει ενάρετος. Αντιθέτως, για ανώφελα θέματα έχουν γράψει πληθώρα έργων, τα οποία παρέχουν στους νέους κάποια επιπόλαιη ευχαρίστηση, αρετή όμως δεν διαθέτουν· το αποτέλεσμα είναι να προκαλούν ανώφελο χάσιμο χρόνου σε όσους ελπίζουν ότι θα μάθουν κάτι από αυτά, απομακρύνοντάς τους από άλλες χρήσιμες ασχολίες και διδάσκοντάς τους την αδικία. Δεν μπορώ, λοιπόν, παρά να τους κατηγορώ για κάποια βαριά σφάλματά τους με μομφές βαρύτερες από το συνηθισμένο· όσο για τα συγγράμματά τους, τους μέμφομαι γιατί χρησιμοποιούν εξεζητημένη φρασεολογία, δεν διαθέτουν όμως ούτε ίχνος από ορθές απόψεις, με τις οποίες θα μπορούσαν οι νέοι να μορφωθούν στην αρετή.
Εγώ, βέβαια, δεν είμαι ειδικός, γνωρίζω όμως ότι το καλύτερο είναι να διδάσκεται κανείς την αρετή από την ίδια του τη φύση, κι η δεύτερη καλύτερη λύση να τη διδάσκεται από όσους πραγματικά γνωρίζουν κάτι για την αρετή, κι όχι από αυτούς που κατέχουν την τέχνη της απάτης. Εκφράζομαι ίσως με γλώσσα που δεν είναι επιτηδευμένη, γιατί ούτε καν επιδιώκω κάτι τέτοιο· αυτό που επιδιώκω είναι να εκφράσω κάποιες σκέψεις αποδεδειγμένα ορθές, που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες αυτών που έχουν λάβει μια ευγενή παιδεία με στόχο την αρετή. Γιατί δεν είναι οι λέξεις που μπορούν να προσφέρουν παιδεία, αλλά οι ιδέες, όταν είναι ωραίες.
Και πολλοί άλλοι απευθύνουν στους σύγχρονους σοφιστές ―δεν θα τους αποκαλέσω φιλοσόφους― την κατηγορία ότι είναι ικανοί στην εξεζητημένη φρασεολογία και όχι στις ιδέες. Ξέρω, βέβαια, καλά ότι κάποιος από τους σοφιστές θα ισχυριστεί ίσως πως ό,τι δεν είναι γραμμένο με ωραία και μεθοδική διατύπωση, δεν έχει αξία· γιατί γι' αυτούς είναι εύκολη η γρήγορη και άδικη κριτική. Σκοπός μου, ωστόσο, είναι γράφοντας να παραγάγω ένα έργο που να διαθέτει ορθές απόψεις και να μην κάνω τους αναγνώστες μου δοκησίσοφους, αλλά σοφούς και ενάρετους· θέλω, δηλαδή, αυτά που γράφω να μην φαίνονται, αλλά να είναι χρήσιμα, για να μην μπορεί κανείς ποτέ να τα ανατρέψει.
Οι σοφιστές, αντιθέτως, μιλάνε και γράφουν για να εξαπατήσουν, με απώτερο σκοπό το προσωπικό τους κέρδος και δεν ωφελούν κανέναν σε τίποτε· γιατί κανείς ανάμεσά τους ούτε υπήρξε σοφός ούτε είναι, αλλά είναι και ικανοποιημένοι να τους αποκαλούν σοφιστές, ονομασία που είναι ντροπή για τους συνετούς ανθρώπους. Σας συμβουλεύω, λοιπόν, να είστε επιφυλακτικοί απέναντι στα διδάγματα των σοφιστών και να εκτιμάτε τις ιδέες των φιλοσόφων· γιατί οι σοφιστές κυνηγάνε τους πλούσιους και νέους, ενώ οι φιλόσοφοι είναι εξίσου φιλικοί προς όλους· κι επιπλέον, δεν δείχνουν ούτε εκτίμηση ούτε περιφρόνηση προς τις τύχες των ανθρώπων».
Ο Ξενοφώντας (430-354 π.Χ.) αναδεικνύει τη θήρα σε άριστο μέσο διαπαιδαγώγησης των νέων και την θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία ώριμου και ολοκληρωμένου πολίτη, καθώς είναι ωφέλιμη για το άτομο επειδή σκληραγωγεί το σώμα και οξύνει τις αισθήσεις και το πνεύμα.
Σύμφωνα με τον Αθήναιο (2ος-3ος αιώνας μ.Χ.), οι Μακεδόνες δεν επέτρεπαν σε ορισμένους άντρες να ξαπλώσουν κατά τη διάρκεια συμποσίου εφόσον δεν είχαν θηρεύσει κάπρο (αρσενικό αγριόχοιρο) χωρίς δίχτυ. Το δίχτυ περιόριζε το ζώο και η θανάτωσή του ήταν ευκολότερη και ασφαλέστερη για τον κυνηγό. Στη Σπάρτη, τα αγόρια δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στο συμπόσιο προς τιμήν της Αρτέμιδος, εάν δεν είχαν συμμετάσχει σε κυνηγετικές εξόδους. Εκτός από τα γραπτά κείμενα, μια δεύτερη πηγή πληροφόρησης είναι τα δημιουργήματα των καλλιτεχνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαίοι Έλληνες κυνηγοί ποτέ δεν απεικονίζονται να θηρεύουν από άρματα, όπως συμβαίνει στην Ανατολή από τους Ασσύριους, Πέρσες και Αιγύπτιους. Οι Έλληνες θηρεύουν ως ιππείς ή συχνότερα πεζοί, ενώ για τους βασιλείς, συνήθως, δεν υπάρχει βασιλική συνοδεία κατά το κυνήγι.
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, το κυνήγι είναι επικίνδυνο, αλλά και συναρπαστικό. Δεν είναι τυχαίο ότι μυθικοί ήρωες, όπως ο Οδυσσέας και ο Θησέας, απέκτησαν μεγάλη υπεροχή, μαθητεύοντας σχετικά με τη θήρα και την υπόλοιπη παιδεία κοντά στον Κένταυρο Χείρωνα, το δάσκαλο των κυνηγών
ΞΕΝΟΦΩΝ
ΑΠΑΝΤΑ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ: ΙΠΠΑΡΧΙΚΟΣ, ΠΕΡΙ ΙΠΠΙΚΗΣ, ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ
Ο Ξενοφών πέρα από στρατιωτικός ηγέτης ήταν και κυνηγός, και ως κυνηγός κατέγραψε τα κυνηγητικά δεδομένα του τότε γνωστού κόσμου.
Αυτό το κυνήγι περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια ο Ξενοφών στον «Κυνηγετικό» του.
Ουσιαστικά, το οργανωμένο κυνήγι που περιγράφεται στα βιβλία του Ξενοφώντος, αφορά τον τρόπο που οι άνθρωποι κυνηγούσαν από τις απαρχές της ιστορίας μέχρι και 350 χρόνια π.Χ.
ΑΡΡΙΑΝΟΣ
«ου γαρ τοι επι τω αλώναι το θηρίον εξάγουσι τας κύνας αλλά ες αγώνα δρόμου και άμιλλαν οι γε τη αληθεία κυνηγετικοί.και αγαπώσι ει επιτύχοι ο λαγώς του διασώσαντος...»
«Οι πραγματικοί κυνηγοί βγάζουν τα σκυλιά στο κυνήγι όχι τόσο για να συλλάβουν το θήραμα, αλλά για να αντιπαρατεθούν μαζί του στο τρέξιμο και να χαρούν την καταδίωξη. Μένουν πιο πολύ ικανοποιημένοι αν τελικά ο λαγός καταφέρει να ξεφύγει».
Η ΑΡΤΕΜΙΣ, Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΙΟΥ
Η Άρτεμις είναι μία Θεά του αρχαίου ελληνικού δωδεκάθεου, κόρη του Δία και της Λητούς, αδερφή του Απόλλωνα, θεά του κυνηγιού. Γεννήθηκε συγχρόνως με τον Απόλλωνα στη Δήλο και του μοιάζει τόσο πολύ στο χαρακτήρα, ώστε από μερικές απόψεις είναι απλώς η γυναικεία έκφραση της μορφής του.
Θεά του ουρανού. Η Άρτεμη, όπως και ο Απόλλωνας, σχετίζεται με το ουράνιο φως, γι' αυτό και στα αρχαιότερα κείμενα τη βρίσκουμε ως "χρυσηλάκατον", "χρυσόθρονον" και "χρυσήνιον" θεά. Η διαφορά ανάμεσα στα αδέρφια είναι ότι ο μεν Απόλλωνας είναι θεός ηλιακός, ενώ η Άρτεμη θεότητα σεληνιακή.
Όπως ο αδερφός της, έτσι και αυτή είναι οπλισμένη με τόξο και φαρέτρα, είναι "ιοχέαιρα" θεά, ευχαριστιέται δηλ. να ρίχνει τα βέλη της. Η φαντασία των Ελλήνων σύγκρινε τις ακτίνες της Σελήνης με τα γρήγορα και αιχμηρά βέλη.
Ως θεά του καθαρού φωτός η Άρτεμη είναι η αγνή παρθένος, που δε γνώρισε ποτέ τον έρωτα. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η άσπιλη αγνότητα. Γι' αυτό της αφιέρωναν λιβάδια, όπου όμως ποτέ δεν έβοσκαν κοπάδια και που ποτέ δεν τα θέριζαν· τα ανοιξιάτικα άνθη τους συμβόλιζαν την αγνότητα των παρθενικών ψυχών. Η Άρτεμη είχε στην προστασία της τις νέες που διαφύλαγαν την αγνότητά τους.
Θεά της Γης. Το βασίλειό της στη Γη είναι η άγρια, ακαλλιέργητη, παρθένα φύση των βουνών, των φαραγγιών, των δασών, των πηγών, των λιβαδιών και των ρυακιών, η φύση που δεν άγγιξε ανθρώπινο χέρι για να τη βεβηλώσει. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον περιπλανιέται με την ακολουθία της, τις ευκίνητες νύμφες. Ανάμεσά τους όμως διακρίνεται για την ομορφιά και την κορμοστασιά της. Ντυμένη σεμνά, αλλά και ελαφρά, για να μπορεί να κινείται άνετα, τη βλέπουμε να κυνηγά, να χορεύει ή να αναπαύεται στην όχθη κάποιου ρυακιού κάτω από τη σκιά των δέντρων, μετά την κούραση του κυνηγιού ή του χορού. Γι' αυτό η Άρτεμη λατρευόταν ιδιαίτερα σε μέρη ορεινά και δασώδη, όπου το κυνήγι ήταν πλούσιο, όπως π.χ. στην Αρκαδία.
Θεά του κάτω κόσμου. Στα βουνά της Αρκαδίας η Άρτεμη συνδέθηκε με τη Δήμητρα, την οποία είχε συνοδεύσει στην αναζήτηση της κόρης της Περσεφόνης. Από τότε καθιερώθηκαν στην Πελοπόννησο γιορτές κοινές για τις τρεις θεές, τη Δήμητρα, την Περσεφόνη και την Άρτεμη με την Εκάτη, που είναι θεά του κάτω κόσμου και δέχεται νεκρικές θυσίες. Ως Εκάτη βρίσκεται και στον επάνω κόσμο, όταν είναι βυθισμένος στο σκοτάδι. Η Εκάτη είναι λοιπόν θεά της σκοτεινής Σελήνης, της μαύρης νύχτας, όταν το φεγγάρι είναι κρυμμένο.
Επίθετα και σύμβολα της θεάς. Ανάλογα με τις πολλές άλλες ιδιότητές της είναι και τα επίθετα που συνοδεύουν το κύριο όνομά της: Είναι Λυκεία, Δελφινία, Πυθία, Δαφνία, ως αδερφή του Απόλλωνα. Ποταμία και Λιμνάτις, γιατί ευχαριστιέται να μένει κοντά στα ποτάμια και στις λίμνες. Ελαφία, Ελαφηβόλος, Κυνηγέτις, ως θεά του κυνηγιού. Παιδοτρόφος, Αγνή, Παρθένος, ως προστάτρια της παρθενίας. Λυσίζωνος, Εύλοχος, Ειλειθυία, επειδή βοήθησε τη μητέρα της Λητώ να γεννήσει τον Απόλλωνα και από τότε προστάτευε τον τοκετό των γυναικών. Ακόμα, Εκάεργος, Υμνεία, Ταυροπόλος, Βριτόμαρτις κλπ.
Για σύμβολά της έχει το τόξο, την ημισέληνο, το κυπαρίσσι και όλα τα άγρια ζώα, μα ιδιαίτερα το ελάφι, προς το οποίο έτρεφε πάντοτε μεγάλη στοργή. Γι' αυτό και όταν ο Αγαμέμνονας σκότωσε το ιερό της ελάφι στην Αυλίδα, για εξιλέωση ζήτησε τη θυσία της κόρης του Ιφιγένειας.
Νομίσματα με την μορφή της θεάς συναντάμε σε πολλές πόλεις. Οι παραστάσεις δείχνουν την μορφή της θεάς με τόξο και φαρέτρα ή σαν μητέρα - θεά με πλούσιο στήθος. Πολλές φορές εμφανίζετε με το σύμβολο της, το ελάφι, αλλά και με άλλες παραστάσεις.
Δεν βρισκόταν συχνά στον Όλυμπο αλλά περιφερόταν στα δάση, στα λαγκάδια και κολυμπούσε στα νερά των ποταμών. Οι αρχαίοι Έλληνες, φαντάζονταν την θεά Άρτεμη μεγαλοπρεπή και αεικίνητη να κρατά ένα τόξο, ενώ συχνά είχε συντροφιά όμορφες νύμφες, κυνηγόσκυλα και νεαρά κορίτσια τα οποία τα μάθαινε να αγαπούν τη φύση και τα ζώα. Ωστόσο ερχόταν συχνά αντιμέτωπη με άγρια θηρία. Ήταν επίσης μια από τις τρεις θεές του Ολύμπου που δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Τα αγαπημένα ζώα της Άρτεμης ήταν το ελάφι και η αρκούδα. Σύμβολά της ήταν το τόξο, η φαρέτρα, το ελάφι και η ημισέληνος.
Το όνομα «Άρτεμις» σημαίνει «αυτή που δεν έχει τομή», αυτή που δεν έχει κανένα κόψιμο, η παρθένα.-
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.