Σωτήριος Μπεκάκος – Μεταδιδάκτορας Ερευνητής Πανεπιστημίου Αθηνών[1]
Αθήνα, αρχές 4ου αιώνα. Η πρυτανεύουσα φυλή, η οποία ασκεί νομοθετική, δικαστική και διοικητική εξουσία για 36 μέρες, συνεδριάζει. Αυτή αποτελείται από 50 μέλη. Τα μέλη λέγονται πρυτάνεις και προέρχονται από την ίδια φυλή. Κόσμος πολύς, οχλαγωγία παντού, καθώς το ακροατήριο περιμένει τους δικαστές, οι οποίοι πρόκειται να δικάσουν έναν Αθηναίο πολίτη. Αυτός είναι ανάπηρος (αδύνατος) και έχει μηνυθεί από έναν άλλο πολίτη, ο οποίος ισχυρίζεται ότι κακώς ο αδύνατος λαμβάνει το χρηματικό βοήθημα από τα όργανα της πολιτείας για την αναπηρία του.
Ο κατήγορος εκφράζει τον ισχυρισμό ότι ο αδύνατος δεν αξίζει το επίδομα, επειδή είναι αρτιμελής. Καβαλάει άλογα, ασκεί χειρωνακτική εργασία και συναναστρέφεται πλουσίους.
Επιπλέον, ο κατήγορος αναφέρει ότι δεν πρέπει να παίρνει το βοήθημα, διότι είναι κακός χαρακτήρας.
Ο αδύναμος καλείται από τα μέλη της φυλής να απολογηθεί στο δικαστήριο. Είναι υποχρεωμένος να απαντήσει σε αυτήν την κατηγορία. Ο Λυσίας ως ευφυής και έμπειρος ρήτορας και νομικός, βάζει όλη του την ρητορική δεινότητα, για να γράψει τον λόγο «Υπέρ του Αδυνάτου», με σκοπό να υπερασπιστεί την αθωότητα του αδύνατου. Η κατηγορία του μηνυτή δεν είναι ανυπόστατη. Έχει βάση και γίνεται δεκτή από τους δικαστικούς λειτουργούς, με αποτέλεσμα ο λογογράφος Λυσίας και ο αδύναμος να βάλουν τα δυνατά τους, για να την αντικρούσουν.
Ο Λυσίας λειτουργεί ως το alter ego του πελάτη του. Προσπαθεί να διατυπώσει την κατάλληλη επιχειρηματολογία, για να κερδίσει την δίκη.
Πόσο σύγχρονος ακούγεται αυτός ο λόγος! πιστεύω ότι ο Λυσίας είναι πάντα επίκαιρος, όπως όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, διότι στην θέση του κατήγορου μπορεί να φανταστεί κανείς τους Τροϊκανούς ή Σύγχρονους Σκίρωνες της ελληνικής κοινωνίας, ενώ στην θέση του κατηγορουμένου τον σύγχρονο Έλληνα.
Στην Βουλή των Αθηναίων εκδικάζεται το 403 με 402 π.Χ. η υπόθεση ενός αναπήρου, που είχε κριθεί συνταξιούχος την προηγουμένη χρονιά αλλά τώρα μηνύθηκε από κάποιον συμπολίτη του στη Βουλή ότι παίρνει παράνομα αυτό το επίδομα από την πόλη (ένα έως πέντε οβολούς την ημέρα[2]).
Ο κατήγορος έχει υποστηρίξει ότι κακώς συνταξιοδοτείται ο Αδύνατος, γιατί «και τέχνη γνωρίζει, την οποία εξασκεί με άνεση, και δε συγκαταλέγεται στους ανάπηρους, αφού ανεβαίνει σε άλογα, και συναναστρέφεται με πλούσιους που μπορούν να ξοδεύουν πολλά». Άρα, λοιπόν, ο Αδύνατος εξαπάτησε τις υγειονομικές αρχές και εισπράττει παράνομα τη σύνταξη του, την οποία, ασφαλώς, στερεί από άλλους πραγματικά αδύναμους οικονομικά.
Στον προκείμενο λόγο έχουμε την Απολογία του Αδυνάτου, που για λογαριασμό του τη συνέταξε ο Λυσίας με πολλή μαστοριά, πειστικότητα και χάρη. Με αδήριτη λογική, με πλούσια επιχειρηματολογία και με πολλά αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως τις δυο του πατερίτσες που μόνιμα χρησιμοποιεί για να ανακουφίζει την αναπηρία του (ασφαλώς τις κρατά και κατά την απολογία του ενώπιον των βουλευτών στη Βουλή των Αθηναίων) προβαίνει σε αναίρεση του κατηγορητηρίου του αντιπάλου του, προτείνοντας του μάλιστα την «ἀντίδοσι», την ανταλλαγή δηλαδή των περιουσιών τους, αφού έχει κατηγορηθεί ότι είναι πλούσιος.
Ο λόγος αυτός διδασκόταν μέχρι και την δεκαετία του 90 στο ελληνικό σχολείο και έχει εκθρέψει γενιές και γενιές Ελλήνων. Σήμερα ο λόγος αυτός δεν διδάσκεται στα σχολεία, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί μέρος του προγράμματος εκμάθησης της Αρχαίας Ελληνικής στο Λύκειο, λόγω των ρητορικών σχημάτων που περιέχει. Η διδασκαλία του λόγου αυτού θα βοηθούσε, σήμερα, του νέους υποψήφιους φιλολόγους και δικηγόρους να μάθουν τα ρητορικά σχήματα εκείνα, τα οποία θα χρησιμοποιήσουν αργότερα στην άσκηση του επαγγέλματός τους.
Ο Λυσίας γεννήθηκε στις Συρακούσες (Siracusa, 445 π. Χ.) και έζησε στην Αθήνα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, όπου και απεβίωσε το 380 π. Χ.
Ο πατέρας του ήταν επιχειρηματίας και κατασκευαστής όπλων από τις Συρακούσες. Μετανάστευσε στην Αθήνα, ύστερα από πρόσκληση του Περικλή και ίδρυσε στον Πειραιά εργοστάσιο όπλων.
Ο Λυσίας σπούδασε στους Θουρίους[3] της Νοτίου Ιταλίας (Καλαβρία), κοντά στους περίφημους δασκάλους της ρητορικής Τεισία και Νικία. Έπειτα από την καταστροφή του αθηναϊκού στρατού στην Σικελία, ήρθε εξόριστος και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, μαζί με τον αδερφό του Πολέμαρχο. Όμως, εξαιτίας των δημοκρατικών του αντιλήψεων, το καθεστώς των 30 τυράννων δήμευσε την περιουσία τους και ο Πολέμαρχος θανατώθηκε, ενώ ο Λυσίας πήγε στα Μέγαρα, για να μην συλληφθεί. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να ασχολείται βιοποριστικά με την λογογραφία (δικανικοί λόγοι που απαγγέλλονταν από τον δικαζόμενο πολίτη). Ήταν, δηλαδή, λογογράφος. Ο λογογράφος θεωρείται πρόδρομος του σημερινού δικηγόρου και ο Λυσίας, επομένως, χρησιμοποιούσε την διάκριση των ρητορικών λόγων (δικανικό, συμβουλευτικό, επιδεικτικό).
Ο λόγος «Υπέρ Αδυνάτου» ανήκει στον δικανικό λόγο, ένα είδος λόγου που εκφωνούσαν στα δικαστήρια οι αντίδικοι. Το είδος του δικανικού λόγου, στο οποίο αναφέρεται ο Λυσίας, είναι η απολογία[4]. Προέρχεται από τη Μεγάλη Ελλάδα, είναι ένα από τα παιδιά της δημοκρατίας και αποβλέπει στην υπεράσπιση, με σκοπό να αποδειχθεί η αθωότητα του κατηγορουμένου. Αναφέρεται στο παρελθόν και ο ακροατής κρίνει, βάσει των λεγομένων, σαν δικαστής.
Μέσα από την διήγηση βλέπει κανείς τα στοιχεία εκείνα της κοινωνικής πρόνοιας του κράτους των Αθηνών και της συμπαράστασης στα δράματα των ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Αυτό γινόταν με μία διαδικασία, η οποία περιελάμβανε νομικές δικλείδες που είναι ανύπαρκτες στην σημερινή κοινωνία.
Η ρητορική του Λυσία οφείλεται στο γεγονός ότι μιλά απλά. Η διήγηση είναι άμεση και κρίνει τρόπο λιτό και διαυγή τις λεπτομέρειες της κάθε υπόθεσης. Εκφράζει τις απόψεις του με ακρίβεια και ειρωνεία και παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο την σύγχρονη αθηναϊκή ζωή[5].
Αν αναλογιστεί κανείς πόσοι είναι οι συνταξιοδοτούμενοι σήμερα στη χώρα μας με αναπηρική σύνταξη, θα αντιληφθεί ότι ο Αδύνατος δεν υποβλήθηκε σε καμιά μεγάλη ταλαιπωρία, διότι μέσα στη Βουλή κατόρθωσε να επαναβεβαιώσει με την παρουσία του την αναπηρία του και του ανανεώθηκε το δικαίωμα να ξαναπάρει την σύνταξη, αφού δεν υπήρχαν τότε ισόβιοι συνταξιούχοι.
Σε αυτόν τον λόγο του Λυσία βλέπουμε την άμεση και δυναμική επέμβαση της Δικαιοσύνης. Αυτή πρώτα εποπτεύει και ελέγχει και στην συνέχεια εντοπίζει την αδικία και την διορθώνει. Αν σήμερα υπήρχαν τέτοιοι μηχανισμοί ελέγχου, θα είχαμε συνταξιούχους, δήθεν καρδιοπαθείς, νευρωσικούς, ασθματικούς, μανιοκαταθλιπτικούς, μελαγχολικούς, άβουλους, νευροπαθείς, οσφυαλγικούς κ.λπ., οι οποίοι εισπράττουν μία σύνταξη για αρρώστιες που δεν φαίνονται και πολύ ανίατες; Αν υπήρχε πραγματική δικαιοσύνη, οι συνταξιούχοι σήμερα δεν θα υφίσταντο περικοπές και μειώσεις, λόγω μνημονίου, και δεν θα αμφισβητείτο το δικαίωμα σε κάθε Έλληνα πολίτη που έχει εργαστεί στο να λαμβάνει μια ανθρώπινη σύνταξη.
Ο Λόγος φαίνεται να εκφωνήθηκε αμέσως μετά την πτώση των τριάντα Τυράννων (403 π.Χ.), γιατί ο Αδύνατος εκφράζει ανοιχτά τα κοινωνικά του φρονήματα και ισχυρίζεται ότι ήταν με τους δημοκρατικούς αυτοεξόριστος στη Χαλκίδα.
Ελλάδα, 21ος αιώνας μ.Χ.: μνημόνιο, φτώχεια, εξαθλίωση και υπερβολική φορολόγηση.
Αθήνα σήμερα: εγκατάλειψη των παραδοσιακών αξιών, ανεργία και παρακμή
Σήμερα δεν υπάρχει κράτος πρόνοιας, όπως για παράδειγμα υπήρχε την εποχή του Λυσία. Υπάρχει ένα σύνολο νόμων, το οποίο εφαρμόζεται, με σκοπό την απορρόφηση χρημάτων και τη μετατροπή των ανθρώπων σε αριθμούς, οι οποίοι θα είναι ψυχροί και άχαροι.
Και όλα αυτά συμβαίνουν στον λαό της χώρας, ο οποίος δημιούργησε τις έννοιες του πολιτισμού, της δημοκρατίας, της παιδείας, της δικαιοσύνης, της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της τέχνης. Τυχαίο; δε νομίζω!
Οι έννοιες του θεσμού, της παιδείας, της επιστήμης και της δικαιοσύνης διαστρεβλώθηκαν και έγιναν όργανα, τα οποία υπηρετούν οικονομικά συμφέροντα και τσαλακώνουν τον Ανθρωπισμό και τις αξίες του ελληνικού πνεύματος.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, οι συνταξιούχοι, οι νέοι και οι εργαζόμενοι, κυρίως εκείνοι που ξεκινούν να εργάζονται για πρώτη φορά, θεωρούνται «οι αδύναμοι». Είναι η λύση για την είσπραξη χρημάτων προς όφελος του κράτους και θεωρούνται μία κοινωνική κατηγορία, η οποία, όπως υποστηρίζουν οι σύγχρονοι προκρούστες και σκίρωνες[6] του οικονομικού παραλογισμού, δεν πρέπει να λαμβάνουν ανθρώπινες συντάξεις και οικονομικά βοηθήματα. Πρέπει, δηλαδή, να λαμβάνουν μονάχα πενιχρά επιδόματα ή συντάξεις πείνας, για να διατηρηθούν στην ζωή.
Μας έχουν κάνει να μην ασχολούμαστε με τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτός είναι ο θησαυρός μας, αυτή είναι η δύναμη της ψυχής μας, η καρδιά μας και το είναι μας. Αυτός είναι βαθιά μέσα μας. Ζει και σαν ήλιος λάμπει. Αυτόν τον ήλιο δεν μπορεί να μας τον πάρει κανείς!
Οι Αμερικανοί, όταν αναφέρονται σε Έλληνες, αλλά και οι Έλληνες της Νοτίου Ιταλίας, λένε ότι ο Έλληνας είναι ο ήλιος, είναι το φως και η ζωή! Αλήθεια; μπορείς να σβήσεις τον ήλιο;
Αυτά θυμάμαι άκουγα κάθε μέρα από Ιταλοαμερικανούς και Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, όταν τους συναντούσα, κατά την περίοδο των σπουδών μου στο Λέτσε της Απουλίας.
Ο ρητορικός λόγος είναι τέκνο της μαχητικότητας, πηγάζει από το αγωνιστικό ένστικτο των Ελλήνων και, γενικά, των μεσογειακών λαών, αναφέρει ο Glotz (1978: 258 – 259).
Άρα για να φέρεις τον ΉΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ψηλά στον ουρανό θέλει αγώνα και ψυχή, θέλει πίστη και αυτοπεποίθηση.
Και βέβαια, όλοι μπορούμε να γίνουμε ένας Θησέας[7] (ηγέτης με δύναμη), εμπνεόμενοι από την Θέμιδα[8] και την κόρη της Αστραία[9], και Λυσίας και με την δύναμη του λόγου (ἀγωνία[10], η δύναμη της ρητορικής), θα απαλλαγούμε από τους «προκρούστες» και «σκίρωνες» που ταλανίζουν τον Έλληνα. Αρκεί να πιστέψουμε στον εαυτό μας και στις αξίες της Ελλάδας, να τις εφαρμόσουμε στην πράξη και να καταλάβουμε ότι η ελληνική παιδεία είναι το αντίδοτο ενάντια στην κρίση της οικονομίας και των αξιών!
Βιβλιογραφία
Αντωνίου, Δ. 1990. Λυσία «Υπέρ του Αδυνάτου» – Ρητορική Θεωρία και Ανάλυση. Αθήνα: Πατάκης
Λυσίας, οι υπερασπιστικοί του λόγοι, τ. 1.Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, 2002, μετάφραση Γιώργος Ράπτης (σελίδες 62-81)
Λυσία: Λόγος υπέρ του Αδυνάτου. Κείμενο – Μετάφραση – Ερωτήσεις Αριστ. Ν. Δουλαβέρα. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη, 1987
Glotz, G. 1978. Η ελληνική «πόλις», μετ. Αγνής Σακελλαρίου, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα: MIET
Havelock, E. 1978. The Greek Concept of Justice. Cambridge, Massachusetts and London, England: Harvard University Press
Medda, E. 1997. Lisia: Orazioni (I – XV), testo greco a fronte. Milano: Rizzoli
Károly Kerényi.1994. Gli Dei della Grecia (Die Mythologie der Griechen), trad. di Vanda Tedeschi. Milano: Il Saggiatore
Λυσίας: Λόγος υπέρ του Αδυνάτου
- Κύριοι βουλευτές, δεν απέχω πολύ από το να χρωστώ ευγνωμοσύνη στον κατήγορο, επειδή μου ετοίμασε αυτή εδώ τη δίκη [Ου πολλω δεω χαριν εχειν, ω βουλη, τω κατηγορω, οτι μοι παρασκευασε τον αγωνα τουτονι]. Γιατί, ενώ πρωτύτερα δεν είχα αφορμή, με βάση την οποία να λογοδοτήσω για τη ζωή μου, τώρα δα εξαιτίας του έχω πάρει (αφορμή). Και θα προσπαθήσω να σας αποδείξω με το λόγο μου ότι απ’ τη μια αυτός λέει ψέματα και απ’ την άλλη ότι έχω ζήσει μέχρι σήμερα, άξιος πιο πολύ για έπαινο παρά για φθόνο. γιατί, νομίζω πως ετούτος δε μου ετοίμασε για κανένα άλλο λόγο αυτήν εδώ τη δίκη παρά μόνο από φθόνο.
- 2-3. Και όμως, όποιος φθονεί αυτούς που οι άλλοι τους λυπούνται, από ποια κακή πράξη σας φαίνεται ότι ένας τέτοιος θα μπορούσε να απέχει; Γιατί, αν με συκοφαντεί για χρήματα. αν θέλει να με εκδικηθεί ως προσωπικό του εχθρό, λέει ψέματα. γιατί, εξαιτίας της κακίας του, ποτέ μέχρι σήμερα δεν τον είχα ούτε φίλο ούτε εχθρό. Τώρα πια λοιπόν, κύριοι βουλευτές, είναι φανερό ότι με φθονεί γιατί, παρόλο που έχω πέσει σε τέτοια συμφορά, είμαι καλύτερος πολίτης απ’ αυτόν. Κι εγώ βέβαια νομίζω, κύριοι βουλευτές, ότι τα σωματικά ελαττώματα πρέπει να τα γιατρεύει κανείς με τα προτερήματα της ψυχής, εύλογα. Γιατί, αν θα έχω και το μυαλό μου όμοιο με τη (σωματική) συμφορά μου και περάσω (έτσι) την υπόλοιπη ζωή μου, σε τι θα διαφέρω απ’ αυτόν;
- 4-5· Γι αυτά, λοιπόν, τόσα μόνο ας έχουν ειπωθεί από μένα. Για όσα όμως πρέπει να μιλήσω, θα τα πω όσο γίνεται πιο σύντομα. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ο κατήγορος ότι άδικα παίρνω το χρηματικό βοήθημα από την πόλη. γιατί τάχα, και στο σώμα είμαι δυνατός και δεν είμαι απ’ τους αδυνάτους και ξέρω τέχνη τέτοια, ώστε (θα μπορούσα) να ζω και χωρίς αυτό (το επίδομα) που μου δίνεται. Και χρησιμοποιεί ως αποδείξεις για τη σωματική μου δύναμη ότι ανεβαίνω στα άλογα και για την ευπορία μου από την τέχνη ότι μπορώ να συναναστρέφομαι ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να ξοδεύουν.
- Την ευπορία μου, λοιπόν, από την τέχνη και το υπόλοιπο βιός μου, όποιο τυχαίνει να είναι, νομίζω ότι όλοι εσείς τα ξέρετε. παρόλ’ αυτά, θα τα πω και εγώ με συντομία. Ο πατέρας μου, λοιπόν, δε μου άφησε τίποτα ενώ τη μητέρα μου, η οποία πέθανε, έχω σταματήσει να τη συντηρώ εδώ και τρία χρόνια και παιδιά ακόμα δεν απόκτησα για να με γηροκομήσουν. Και έχω μάθει τέχνη, που λίγο μπορεί να με ωφελήσει (οικονομικά) και την οποία τώρα πια δύσκολα εξασκώ εγώ ο ίδιος, κι ούτε μπορώ ακόμα να αποχτήσω αυτόν που θα τη συνεχίσει. Δεν έχω, λοιπόν, άλλο εισόδημα εκτός απ’ αυτό που, αν μου το αφαιρέσετε, θα κινδυνέψω να πέσω στην πιο δυσβάσταχτη συμφορά.
[1] Ο Σωτήριος Μπεκάκος έχει σπουδάσει Φιλολογία και έχει ζήσει 14 χρόνια στη Νότιο Ιταλία (Σαλέντο – Ματέρα) κοντά στους ελληνόφωνους της Απουλίας και ασχολείται με τη μελέτη του ελληνισμού της Νοτίου Ιταλίας.
[2] Οβολός: αρχαίο αττικό νόμισμα, το οποίο ισοδυναμούσε με το 1/6 της αθηναϊκής δραχμής
[3] Οι Θούριοι (ή Θούριον, λατ. Ιταλ. Copia, σημ. Turii, Turi) ήταν αποικία των Αθηναίων στη Μεγάλη Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 444 π.Χ. από τον Περικλή και είναι η μοναδική αποικία των Αθηναίων, στην οποία εγκαταστάθηκαν μαζί με τους Αθηναίους και Έλληνες από άλλες περιοχές. Αποτελεί δημιούργημα της πολιτικής του πανελληνισμού του Περικλή και απέβλεπε στην διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Δύση. Τα ερείπια της ελληνικής πόλης, σήμερα, βρίσκονται κοντά στην κωμόπολη «Corigliano Calabro», στην περιοχή της Καλαβρίας.
[4] Εκτός από την απολογία υπάρχει και η κατηγορία. Αυτό το είδος ρητορικού λόγου αναφέρεται σε κατηγορία δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου
[5] Ο Λυσίας είναι εκφραστής της ρητορικής τέχνης, η οποία άρχισε, σύμφωνα με την παράδοση, από την Σικελία, δηλαδή τη Μεγάλη Ελλάδα (Νότιος Ιταλία). Οι δάσκαλοι του Λυσία ήταν ο Κόρακας, ο Γοργίας και ο Τεισίας. Ο Κόρακας συστηματοποίησε την ρητορική στο έργο του «Τέχνη ή Ρητορική», όπου καθόρισε και τα μέρη του ρητορικού λόγου (προοίμιον, προκατασκευή, προκατάστασις, κατάστασις, αγώνες, παρέκθεσις, επίλογος). Ο Hamberger (Die rednerische Disposition in der alten τέχνη ‘ρητορική, Rhetorische Studien Heft 2, 1914:41) αναφέρει την παραπάνω δομή ως την δομή ενός ρητορικού λόγου και θεωρεί ως πατέρες του τους ρήτορες Κόρακα, Γοργία και Αντιφώντα. Η Σοφιστική, με κύριο εκφραστή της τον Γοργία από τους Λεοντίνους της Σικελίας, γίνεται «αγωνία», δηλαδή αγώνας, ένα μέσο, το οποίο ο ρήτορας μεταχειρίζεται για να επηρεάσει την ψυχή του ανθρώπου, δηλαδή για να πείσει.
[6] Ο Προκρούστης (ή Πολυπήμων) ήταν ληστής. Το λημέρι του ήταν στο σημερινό Δαφνί, κοντά στο Χαϊδάρι. Προσκαλούσε κάθε διαβάτη να ξαπλώσει σε ένα σιδερένιο κρεβάτι, γνωστό ως Προκρούστειος κλίνη. Αν το θύμα ήταν ψηλό κι εξείχε από το κρεβάτι, ο Προκρούστης έκοβε το περίσσιο τμήμα του σώματός του. Αντιθέτως, αν το θύμα ήταν πιο κοντό, τότε τραβούσε τα άκρα του μέχρι να φτάσουν στο μήκος του κρεβατιού. Ο Θησέας τον σκότωσε, αφού προηγουμένως τον τοποθέτησε δεμένο στο ίδιο του το κρεβάτι. Επειδή ήταν ψηλότερος, ο Θησέας του έκοψε το κεφάλι και τα πόδια, που περίσσευαν.
Ο Σκίρων ήταν ληστής και είχε το λημέρι του στον γκρεμό που είχε το όνομά του, τις λεγόμενες Σκιρωνίδες πέτρες, τη σημερινή «Κακιά Σκάλα». Παραμόνευε στον δρόμο Αθηνών-Πελοποννήσου και όταν περνούσε από εκεί μοναχικός ταξιδιώτης, τον λήστευε, τον αιχμαλώτιζε και τον βασάνιζε. Συνήθως ο Σκίρων υποχρέωνε τον αιχμάλωτό του να του πλύνει τα πόδια στην άκρη του γκρεμού, και την ώρα που αυτός ήταν απασχολημένος, του έδινε μια κλοτσιά και τον έριχνε από τον γκρεμό στη θάλασσα. Εκεί έβγαινε μια τεράστια χελώνα και έτρωγε τα κομμάτια του.
Ο Θησέας κατόρθωσε να σκότωσει τον Σκίρωνα, είτε κατά το πρώτο του ταξίδι από την Τροιζήνα προς την Αθήνα, είτε αργότερα, όταν, βασιλιάς πια της Αθήνας, εξεστράτευσε κατά της Ελευσίνας. Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Σκίρωνας ήταν γιος του Κανήθου και της Ηνιόχης, κόρης του Πιτθέα και αδελφής της Αίθρας, της μητέρας του Θησέα.
[7] Θησέας: γιός του Αιγέα και της Αίθρας. O πιο δημοφιλής ήρωας στην αρχαία Ελλάδα μετά τον Ηρακλή και βασιλιάς της Αθήνας. Η ετυμολογία του ονόματός του είναι η ίδια με εκείνη του ουσιαστικού «θεσμός» (*αρχ. <θ. θε-(< *dhǝ). Oι όροι «Θησέας» και «θεσμός» είναι συγγενείς ετυμολογικά και πιο συγκεκριμένα, ο θεσμός, αρχικά, δήλωνε τους νόμους που ετίθεντο σε επιγραφές, με σκοπό να είναι ορατοί στους πολίτες. Στην αττική διάλεκτο, η λέξη αυτή έλαβε την σημασία του κανόνα δικαίου ή του εξουσιαστικού οργάνου που γίνεται καθεστώς διά νόμου.
Συνεπώς, Θησέας είναι το όργανο που εκφράζει τους κανόνες δικαίου διά της εξουσίας.
[8]Θέμις: ανήκε στους Τιτάνες, τα τέκνα της Γαίας και του Ουρανού. Αποτελούσε την ανθρωπόμορφη προσωποποίηση της φυσικής και της ηθικής τάξης, καθώς και της εθιμοτυπίας.
Το όνομα Θέμις παράγεται από το ρήμα «τίθημι» και δηλώνει αυτό που έχει τεθεί, το ισχύον.
Αντιπροσωπεύει την έννοια του νόμου και την απαρασάλευτη τάξη, το θείο δίκαιο.
Ονομαζόταν και Ιχναία θεά, δηλαδή, θεά που αναζητεί ίχνη αδικοπραξιών, καθώς και Πανδερκής θεά, εκ του γεγονότος ότι τίποτε δεν της διέφευγε.
Γι’ αυτό, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι Θέμις είναι κόρη του Ήλιου υπό το φως του οποίου ουδέν αποκρύπτεται. Μάλιστα, λεγόταν πως η Θέμις έβλεπε τα πάντα πριν ακόμα τα δουν οι άνθρωποι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ονομαστεί «μάντης θεά».
[9] Aστραία: Kόρη της Θέμιδας και του Δία. Αυτός την τίμησε με το να της δώσει το δικαίωμα να οδηγεί τον κεραυνό στον στόχο του. Από αυτό η Αστραία έγινε η προσωποποίηση της Δικαιοσύνης, από την πλευρά της επόπτευσης, και συχνά την προσφωνούσαν και ως “Θεία Δίκη”.
[10] Πλατ., Γοργ. 456d
ΠΗΓΗ : http://maurokouti.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.