ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 ΧΩΡΙΣ ΤΙΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ, ΑΦΟΥ ΑΥΤΕΣ ΔΕΝ ΨΗΦΙΣΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΔΥΟ ΒΟΥΛΕΣ ΑΛΛΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΠΟ ΜΙΑ, ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ, ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 110 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ - ΣΥΝΕΠΩΣ, ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΡΟΦΑΝΟΥΣ ΔΥΣΑΡΜΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΑΙΣΘΗΜΑ, ΜΠΟΡΕΙ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΑ ΔΙΑΛΥΣΕΙ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΙ ΕΚΛΟΓΕΣ, ΜΠΟΡΕΙ ΔΕ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΑΛΛΑ...
του Νέστορα Νικηφορίδη
Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 110 του Συντάγματος του 1975 η αναθεωρητική διαδικασία απαιτεί από την φύση της νηφαλιότητα και διαχρονική σταθερότητα στην εκτίμηση τόσο της ανάγκης ή λόγου της αναθεωρήσεως, όσο και του περιεχομένου της αναθεωρήσεως, ούτως ώστε να αποφεύγονται συγκυριακές πλειοψηφικές λύσεις σε θεμελιώδη θέματα για την ζωή του λαού και του έθνους.
Γι' αυτό η αναθεωρητική διαδικασία συνίσταται στην λήψη ταυτόσημης κατά περιεχόμενο αποφάσεως από δύο διαδοχικές Βουλές με ειδικές πλειοψηφίες, η χρονικώς πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στον συγκεκριμένο λόγο ή "ανάγκη", της αναθεωρήσεως με σαφήνεια και πληρότητα της νέας διατυπώσεως που προτείνεται στην επόμενη Βουλή, και η χρονικώς δεύτερη απόφαση, της δεύτερης Βουλής, συμφωνεί στην ύπαρξη της ίδιας ακριβώς ανάγκης ή λόγου, και ως εκ τούτου ΔΕΧΕΤΑΙ την νέα διατύπωση της αναθεωρουμένης διατάξεως ως έχει, ή το πολύ απλώς προσαρμόζει κατά τι (ελάχιστα έως... ολίγιστα) την τελική διατύπωση της αναθεωρουμένης διατάξεως στον λόγο αυτόν.
Δεν επιτρέπεται δηλαδή κατά το Σύνταγμα, η πρώτη Βουλή να περιορίζεται στον προσδιορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων και στην διατύπωση κάποιας αναφοράς στην ανάγκη αναθεωρήσεώς τους, την οποία να λαμβάνει υπ'΄οψη της η επόμενην Βουλή μόνο αν το θέλει, αλλά ουσιαστικά με ελεύθερη επιλογή περιεχομένου και διατυπώσεως των νέων διατάξεων. Συνεπώς, η δεύτερη (επομένη) Βουλή δέν δύναται να προβεί στην αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος με ελεύθερη επιλογή περιεχομένου και διατυπώσεως των νέων διατάξεων.
Διότι τότε θα καταστρατηγείται ο λόγος για τον οποίο έχει καταστρωθεί η αναθεωρητική διαδικασία στο άρθρο 110 του Συντάμγατος με δύο αποφάσεις, δύο χωριστών Βουλών, και με ειδικές πλειοψηφίες. Θα καταλήγαμε δε εις το άτοπο, να μετατρέπεται η απαίτηση του άρθρου 110 του Συντάγματος περί δύο χωριστών αποφάσεων από δύο χωριστές Βουλές με ειδικές πλειοψηφίες, σε ένα παράλογο χρονικό εμπόδιο, με το οποίο ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να επιβαρύνει, άνευ ουσιαστικού λόγου, την πολιτική ζωή.
Συνεπώς, η ισχύς της χωριστής αποφάσεως της επομένης Βουλής που ελήφθη με ελεύθερη επιλογή περιεχομένου και διατυπώσεως των νέων διατάξεων (ύστερα από απόφαση της προηγουμένης Βουλής που προσδιορίζει ΜΟΝΟ το ποιές είναι οι αναθεωρητέες διατάξεις, με γενική αναφορά στην ανάγκη αναθεωρήσεώς τους) έχει ισχύ απλής νομοθετικής ρυθμίσεως ( το πολύ, εφ' όσον ευρισκόμεθα χρονικώς στην περίοδο της επόμενης Βουλής, δύναται να θεωρηθεί ότι η υποτιθεμένως αναθεωρείσα διάταξη, έτσι όπως έχει με την νέα διατύπωσή της, έχει ισχύ προτάσεως προς την επόμενη Βουλή για ταυτόσημη αναθεώρηση, και πάντως όχι ήδη συνταγματική ισχύ ούτε υπερνομοθετική ισχύ). Συνέπεια τούτων είναι ότι, αφ' ενός μεν να είναι δυνατόν να υπάρξουν εύλογες αποκλίσεις από αυτήν την ρύθμιση νομοθετικής ισχύος, με νεώτερους και/ή ειδικότερους νόμους, αφ' ετέρου δε να μην ισχύει αυτή στον βαθμό που αντιφάσκει ευθέως προς τις φερόμενες ως προϊσχύσασες συνταγματικές διατάξεις (φερόμενες μεν ως προϊσχύσασες αλλά εξακολουθούσες να έχουν συνταγματική ισχύ, αφού τηρήθηκε πλημμελώς η συνταγματική διαδικασία αναθεωρήσεώς τους).
Ἑπομένως, λαμβανομένου υπ'όψιν ότι, μέχρι σήμερα, δεν έχει τηρηθεί ορθὠς η αναθεωρητική διαδικασία, αλλά τηρήθηκε πλημμελώς με την ανωτέρω έννοια, εξακολουθεί να ισχύει το Σύνταγμα του 1975 έτσι όπως αρχικώς ψηφίσθηκε, οι δε λοιπές διατάξεις που έχουν εισαχθεί, ισχύουν ως απλοί νόμοι της δεύτερης εκάστοτε Βουλής, χωρίς η ισχύς τους να δύναται να υποσκελίσει ή παραμερίσει την ισχύ των συνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος του 1975.
Συνεπώς, μεταξύ άλλων εξακολουθεί από νομικής απόψεως α) να ισχύει το άρθρο 48 του Συντάγματος του 1975 που προβλέπει την δυνατότητα κηρύξεως καταστάσεως ανάγκης και για την αντιμετώπιση σοβαρών εσωτερικών κινδύνων, β) εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να συγκαλεί σε περίπτωση σοβαρής εθνικής περιστάσεως το Συμβούλιο της Δημοκρατίας (άρ. 39 του Συντάγματος 1975), γ) εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να διαλύει την Βουλή και να προκηρύσσει εκλογές, σε περίπτωση προφανούς δυσαρμονίας της Βουλής με το λαϊκό αίσθημα ή εάν η σύνθεση αυτής δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα (άρ. 41 του Συντάγματος του 1975), δ) εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να συγκαλεί "παρ΄ αυτώ" το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του σε εκτάκτους περιστάσεις (άρ. 38 παρ. 3 του Συντάγματος του 1975) κ.ο.κ.
Όλα αυτά όμως, παρά την ουσιαστική νομική τους ορθότητα, έχουν να αντιπαλαίσουν με τις κατεστημένες πρακτικές συνταγματικής προχειρότητας που οδήγησαν ήδη σε αναθεωρήσεις πολιτικής συγκυρίας, δηλαδή πλημμελείς κατά την ανωτέρω έννοια και άρα συνταγματικώς ανίσχυρες. Όσοι δε, καθ' οιονδήποτε τρόπον , συνετέλεσαν ή αποδέχθηκαν εμπράκτως τέτοιες αναθεωρήσεις δεν είναι εύκολο να δεχθούν και δη δημόσια, ότι έχουν σφάλει περί την ερμηνεία του άρθρου 110 του Συντάγματος. Τούτο, πολλώ μάλλον, που η δοθείσα μέχρι σήμερα ερμηνεία στο άρθρο αυτό, δεν αφίσταται του τυπικού γράμματος αυτού, αν και, νομίζουμε, αφίσταται πασιδήλως του αληθούς κατά κρίσιν μέσου αγαθού ανδρός, νοήματος του άρθρου τούτου.
Επί πλέον, η επιλογή ως Προέδρου της Δημοκρατίας ενός προσώπου που απλώς θα ευρίσκετο στην θέση αυτή χωρίς να χρησιμοποιεί τις απονεμόμενες από το Σύνταγμα του 1975 δυνατότητες, έχει οδηγήσει σε άτοπα όπως αυτά που είδαμε εσχάτως πρό των τελευταίων εκλογώ,ν οπότε ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκε στο να ακούει τους αρχηγούς κομμάτων, η δε Βουλή να μην υπάρχει παρά μόνο ως παρωδία Βουλής μιάς ημέρας, αντί να συσκέπτονται οι βουλευτές μεταξύ τους, με τους αρχηγούς των κομμάτων και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με αντικείμενο την ανάδειξη ισχυρής και "εμπειροπόλεμης" Κυβερνήσεως εν όψει των συγκεκριμένων σοβαρών θεμάτων και επιλογών της Ελλάδος.
Διά τούτο, χρήσιμο είναι, Α) Να θεωρηθεί από όλους ότι ισχύει ως Σύνταγμα μόνο το κείμενο του Συντάγματος του 1975, οι δε αναθεωρήσεις του ότι είχαν ισχύ απλού νόμου, Β) Να παραιτηθεί ει δυνατόν αμέσως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκειμένου να εκλεγεί στη θέση του το συντομώτερο νέος Πρόεδρος της Δηνοκρατίας, αποδοχής ει δυνατόν όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων, που να δύναται από πάσης απόψεως (ακόμη και σωματικώς) να αναλάβει το βάρος των σοβαρών αρμοδιοτήτων και ευθυνών που του δίδει το Σύτναγμα του 1975 όπως διετυπώθη αρχικώς, Γ) Να τεθεί σε κίνηση μία συνταγμστικώς ομαλή αναθεώρηση του Συντάγματος για ταυτόσημη απόφαση δύο χωριστών Βουλών κατά τα ανωτέρω, ούτως ώστε να προσαρμοσθεί το Σύνταγμα του 1975 στις εξελίξεις (ίσως δε να"συνταγματοποιηθούν" με την δέουσα διαδικασία και ορισμένες διατάξεις που αναθερήθηκαν πλημμελώς κατά τα ανωτέρω), Δ) Να αποφασίσει το συντομότερο δυνατό ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, την διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, ει δυνατόν μαζί με τις δημοτικές, για την ολοκλήρωση της αναθεωρήσεως του Συντάγματος αν έχει προλάβει να αποφασίσει η πρώτη Βουλή, άλλως δε και εν πάση περιπτώσει για την ανάδειξη Βουλής ικανής να δώσει Κυβέρνηση σύμφωνη με το λαϊκό αίσθημα.
Δεν είναι δυνατόν να συνεχισθούν επί πολύ και χωρίς μείζονα εθνική και κοινωνική καταστροφή, τα παιχνίδια εν ου παικτοίς, που καθιστούν τις εκλογές διαδικασία εξαπατήσεως υπονομεύοντας ab initio την επίτευξη στοιχειώδους αρμονίας μεταξύ λαού, Βουλής και Κυβερνήσεως και θέτοντας σε κίνηση, στο σύνολό τους και κατά την φύση τους την διαδικασία πλήρους καταλύσεως όχι μόνο του Συντάγματος αλλά και της Δημοκρατίας και της Ελλάδας. Ποιά είναι αυτά τα παιχνίδια, πού καθένα τους μπορεί να κρίνεται συνταγματικό, αλλά όλα μαζί συνδυασμένα συνιστούν απειλή τόσο για την δημοκρατία όσο και την Ελλάδα; Ιδού:
α) εκλογές με λίστες (κατά τον εκλογικό νόμο ή πολιτικώς), β) μπόνους 50 βουλευτών στο πρώτο κόμμα, και δη γ) για κόμματα με κομματικά ποσοσοτά (σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις) της τάξεως του 5%, 10% και 26% του εκλογικού σώματος, δ) ανυπαρξία δυνατότητας συζητήσεως μεταξύ βουλευτών μετεκλογικώς για την ανάδειξη ισχυρής Κυβερνήσεως,ε) ανυπαρξία δυνατότητας να παρέμβει μετεκλογικώς καταλυτικά, για την ανάδειξη ικανής και σοβαρής Κυβερνήσεως, ένας ισχυρός στον λαό και κατά το Σύνταγμα, και χωρίς αθέμιτες δεσμεύσεις, Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.