Το έπος του Γκιλγκαμές
«Ο Σερ Λέοναρτ Γούλλεϋ (Leonard Woolley) στις ανασκαφές της ΟΥΡ βρήκε σημάδια ενός κατακλυσμού, που πρέπει να κατέστρεψε μέρος της χώρας πολύ πριν ανακαλυφθεί και η πιο στοιχειακή μορφή γραφής»
Απέναντι απ’ τη σημερινή Μοσσούλη, στις ακτές του ποταμού Τίγρη της Μεσοποταμίας, ήταν η αρχαία ένδοξη πρωτεύουσα του Ασσυριακού κράτους Νινευή. Υπήρξε κέντρο αρχαίου πολιτισμού με λαμπρή εξέλιξη και ισχυρή συμμετοχή στα γεγονότα της εποχής της. Το 612 π.Χ. καταστράφηκε ολοσχερώς και με τα ερείπια της σκέπασε πολύτιμους θησαυρούς της αρχαιότερης γνωστής
βιβλιοθήκης κεραμικής γραφής.
Το 1839 ο Άγγλος Ώστιν Ένρι Λάιαρντ (Austen Henry Layard) καθ’ οδόν για τη μακρινή Κεϋλάνη, σταμάτησε για λίγες μέρες μπροστά στους εντυπωσιακούς Ασσυριακούς Τύμβους. Αποφάσισε ωστόσο την πρόχειρη ανασκαφή τους και οι τυχαίες αυτές ανασκαφές, έφεραν στην επιφάνεια, ένα απ’ τα πολυτιμότερα κεραμικά αρχεία της ανθρω¬πότητας.
Βρέθηκαν χιλιάδες σπασμένες πινακίδες, γραμμένες σε μια άγνωστη γραφή και γλώσσα. Πράγμα ανέλπιστο, μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με κεραμικά "βιβλία" ήρθε στην επιφάνεια απ’ τα βάθη των χιλιετηρίδων. Είκοσι δύο χιλιάδες σπασμένα κεραμικά "τεύχη", μεταφέρθηκαν στο βρετανικό μουσείο και η εργασία αποκρυπτογράφησης που συνεχίζεται ακόμα, έφερε στο φως μια χαμένη λογοτεχνία.
Το ενδιαφέρον μας κορυφώνεται γι’ αυτή τη θαυμαστή ανακάλυ¬ψη, όταν μαθαίνουμε ότι η σημαντικότερη ιστορία που μεταφράστηκε, παρουσιάζει σοβαρό ιστορικο-θρησκευτικό ενδιαφέρον μια και αναφέρεται στα θέματα της βιβλικής Γένεσις, πολύ πριν αυτή γραφτεί και σε αρχαιότερη μάλιστα σφηνοειδή γραφή!
Απ’ την αρχαία αυτή βιβλιοθήκη θα δανειστούμε το έπος Γκιλγκαμές, όπως αποκάλεσαν τη μεγάλη και μάλιστα την πλέον καλοδιατηρημένη ιστορία που συναρμολόγησαν απ’ τα σπασμένα κεραμικά "τεύχη" της Νινευή, για να φωτίσουμε την επόμενη βιβλική αφήγηση του διάσημου κατακλυσμού του Νώε!
Πολύ πριν από τη συγγραφή της βιβλικής Γένεσις, οι Νινευήτες και οι πέριξ αυτών λαοί, είχαν αποθησαυρίσει ένα έπος, με ήρωα τον Γκιλγκαμές και τις περιπέτειές του στην αναζήτηση της αθανασίας. Ο ήρωάς μας, μετά από περιπετειώδεις αναζητήσεις, βρίσκει επιτέλους τον μοναδικό άνθρωπο που είχε αποκτήσει αυτό το δώρο, τον Ουτναπιστήμ, ο οποίος του αφηγείται, ότι ο λόγος της αθανασίας του ήταν, ότι αυτός υπήρξε ο ήρωας που επέζησε ενός μεγάλου κατακλυσμού! Ας παρακολουθήσουμε όμως την αφήγηση του ίδιου απ’ τα αποσπάσματα που αφορούν αυτόν και τη θρυλική του περιπέτεια.
Λέει λοιπόν ο Ουτναπιστήμ, στον ήρωα μας Γκιλγκαμές:
«Ξέρεις την πόλη Σουρουπάκ που βρίσκεται στις όχθες του Ευφράτη; Η πόλη αυτή είναι πολύ παλιά και πιο παλιοί είναι οι θεοί της. Εκεί ήταν ο Ανού ο Κυρίαρχος του στερεώματος... και ο Ενλίλ και ο Εά ήταν εκεί μαζί. Εκείνο τον καιρό ο κόσμος πλήθαινε πολύ, οι άνθρωποι γεννοβολούσαν και ο κόσμος μούγκριζε σαν άγριος ταύρος... οι μεγάλοι θεοί αναστατώθηκαν απ’ τις κραυγές τους.
Ο Ενλίλ που άκουσε τις φωνές τους είπε στο συμβούλιο των θεών "οι βρυχηθμοί των ανθρώπων έγιναν ανυπόφοροι"... Τότε οι θεοί πρόθυμα αποφάσισαν να εξαπολύσουν τον κατακλυσμό. Αλλά ο Κύριός μου ο Εά με προειδοποίησε: Άνθρωπε του Σουρουπάκ γιε του Ουμπάρα γκρέμισε το σπίτι σου και φτιάξε ένα πλοίο... Παράτησε την περιουσία σου και φρόντισε για τη ζωή σου. Περιφρόνησε τα αγαθά του κόσμου και σώσε τη ζωή σου. Σου λέω: Γκρέμισε το σπίτι σου και φτιάξε πλοίο. Κι’ αυτά πρέπει να είναι τα μέτρα του πλοίου που θα φτιάξεις (ακολουθούν οδηγίες) και πάρε στο πλοίο σου σπόρους όλων των ζωντανών πλασμάτων.
Όταν ξημέρωσε όλη μου η οικογένεια μαζεύτηκε γύρω μου... τα παιδιά κουβαλούσαν πίσσα και οι άντρες έκαναν ό,τι μπορούσαν.
Την πέμπτη μέρα είχαν έτοιμη την καρίνα και τα πλευρά και ύστερα έφτιαξαν γρήγορα το σανίδωμα. Ο χώρος του ήταν ένα άκρ , κάθε πλευρά του πλοίου, λογαριαζόνταν σε εκατόν είκοσι κυβικά και το σχήμα του ήταν τετράγωνο. Κατασκεύασα έξι καταστρώματα το ένα κάτω απ’ το άλλο, και τα χώρισα σε εννέα τμήματα με χωρίσματα ανάμεσά τους, όπου χρειαζόταν έκανα χωρίσματα. Επιθεώρησα τα άρμενα τους και έβαλα εφόδια μέσα.
Οι αχθοφόροι κουβαλούσαν τα ειδικά λαγήνια με το λάδι. Έρριξα πίσσα στην εστία και άσφαλτο και λάδι στο καλαφάτισμα και ακόμα πιο πολύ αποθηκεύτηκε στο πλοίο.
Έσφαξα ταύρο για τους ανθρώπους του πλοίου και κάθε μέρα έσφαζαν πρόβατα. Έδωσα στους εργάτες του πλοίου άφθονο κρασί θαρρείς και ήτανε νεράκι δυνατό, κρασί και κοκκινέλι και σκόρδο και άσπρο κρασί και το γιορτάσαμε όπως γιορτάζουν τη γιορτή της πρωτοχρονιάς
Φόρτωσα πάνω όλα τα ζωντανά, την οικογένειά μου, τους συγ¬γενείς μου, τα κτήνη του αγρού, τα άγρια και τα ήμερα γιατί είχε πληρωθεί ο χρόνος που είχε ορίσει ο Σαμάς (που είπε): "Τη βραδιά που ο καβαλάρης της θύελλας θα σκορπίσει την καταστροφική του βροχή έμπα μέσα στο πλοίο σου και κατέβασε τις σκαλωσιές σου". Ο χρόνος είχε πληρωθεί, η νύχτα έφτασε.
Ο καβαλάρης της θύελλας έστελλε τη βροχή. Κοίταξα τον καιρό, ήταν τρομερός. Κι έτσι μπήκα στο πλοίο κατέβασα τις σκαλωσιές. Τώρα είχαν συμπληρωθεί και η σκαλωσιά και τα καλαφατίσματα κι έτσι έδωσα το τιμόνι στον Πουζούρ Αμουρί, τον πηδαλιούχο...
Τότε φάνηκε ο θεός της αβύσσου ο Νερκάλ, έσπασε τους υδατο¬φρά¬χτες των νερών του κάτω κόσμου... Ο θεός της θύελλας είχε μετα¬τρέψει την ημέρα σε σκοτάδι και είχε συντρίψει τη γη σαν κύπελλο. Ολόκληρη μέρα η θύελλα λυσσομανούσε, παίρνοντας καινούργια ορμή καθώς προχωρούσε και ξεχύνονταν πάνω στους ανθρώπους σα θύελλα μαχών. Άνθρωπος δεν μπορούσε να δει τον αδελφό του, ούτε και φαινόταν...
Αλοίμονο οι παλιές ημέρες έγιναν σκόνη. Έξη μέρες κι έξη νύκτες φυσούσαν δυνατοί άνεμοι, χείμαρροι θύελλες και πλημμύρες συγκρούονταν... Όταν ξημέρωσε η έβδομη μέρα, η θύελλα στο νότο κόπασε, η θάλασσα ηρεμούσε και ο κατακλυσμός ησύχαζε. Κοίταξα την επιφάνεια του κόσμου... Σιγή βασίλευε... όλη η ανθρωπότητα είχε γίνει λάσπη... Η επιφάνεια της θάλασσας έγινε επίπεδη και ο κατα¬κλυσμός ησύχασε. Άνοιξα μια χαραμάδα και το φως έπεσε στο πρόσωπό μου... και τότε κάθισα κάτω και έκλαψα.
Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου, γιατί παντού δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο από νερά. Μάταια αναζητούσα με το βλέμμα τη γη... Μακριά όμως σε απόσταση εμφανίστηκε ένα βουνό και εκεί άραξε το πλοίο μου στο βουνό Νοσίρ, το πλοίο μου σταμάτησε την άλλη μέρα, δεν κουνιόταν. Πέρασε και τρίτη και τέταρτη και το πλοίο δεν κουνιόταν, την πέμπτη μέρα και την έκτη το πλοίο είχε ακινητοποιηθεί στο βουνό.
Όταν ξημέρωσε η έβδομη μέρα άφησα ένα περιστέρι ελεύθερο. Το περιστέρι πέταξε μακριά, αλλά επειδή δεν βρήκε μέρος να σταθεί ξαναγύρισε. Ύστερα άφησα ελεύθερο ένα χελιδόνι και πέταξε κι αυτό μακριά αλλά δε βρήκε μέρος να σταθεί και ξαναγύρισε. Άφησα ύστερα ένα κοράκι και το κοράκι είδε ότι τα νερά είχαν αποτρα¬βηχθεί, έφαγε, πέταξε γύρω μας, έκραξε και πια δεν ξαναγύρισε. Τότε τα άνοιξα όλα προς τους τέσσερις ανέμους, έκανα μια θυσία και έχυσα τη σπονδή στο βουνό... οι θεοί μυρίστηκαν (της θυσίας!) τη γλυκιά μυρουδιά».
Κανείς απ’ όσους γνωρίζουν, έστω και στοιχειωδώς, την βιβλική αφήγηση του κατακλυσμού, όπως αυτή αναφέρεται στα πρώτα κεφάλαια της Γένεσις, δεν αμφιβάλλει ότι εδώ έχουμε την ίδια ακριβώς αφήγηση με άλλον ήρωα! Το ερώτημα και πάλι είναι: ποιος αντέγραψε ποιόν;
Ας περιοριστούμε εδώ να υπογραμμίσουμε, ότι μετά το πέρας της κατακλυσμικής αυτής εμπειρίας και οι δύο ήρωες όχι μόνο προσφέρουν θυσία, αλλά και στις δύο αφη¬γήσεις οι θεοί έχουν χαρακτηριστική αντίδραση απέναντι στην οσμή του ψημένου κρέατος. «και προσέφερεν ολοκαυτώματα (ο Νώε) επί του θυσιαστηρίου. και ωσφράνθη ο Κύριος οσμήν ευωδίας και είπε Κύριος εν τη καρδία αυτού (Ο΄ διανοηθείς). Δεν θέλω πλέον καταρασθή». Γέν. 8. 21.
Στους στερημένους από την ποικιλία των αστικών απολαύσεων νομαδικούς λαούς, η τσίκνα της ψημένης σάρκας ήταν αναντικατάστατη απόλαυση, ώστε να μην τους μένει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι η υπέροχη αυτή ευωδία, έπρεπε να ήταν ευχάριστα αποδεκτή κι απ’ τους θεούς ακόμα. Ο βιβλικός θεός δε διαφέρει καθόλου απ’ τους άλλους τριγύρω θεούς, καθώς αμέτρητες, φορές «ωσφραίνεται απ’ τις θυσίες ο Κύριος οσμήν ευωδίας».
Χαρακτηριστική τελετή σωτηρίας, με παρόμοια εορταστική συμπεριφορά, μετά την καταστροφική πλημμύρα, διέσωσε και η ελληνική παράδοση. Την τρίτη μέρα στα Διονύσια, ελάμβανε χώρα η τελετή με το όνομα Χύτροι (χύτρες) που δεν ήταν άλλο, από μια ξεχασμένη τελετή θρήνου για τα θύματα του κατακλυσμού, αλλά και χαράς για όσους κατάφεραν να διαφύγουν απ’ την καταστροφική του μανία.
Στα σχόλια στον Αριστοφάνη διαβάζουμε σχετικά: «Χύτροι: όνομα τελετής. Έτσι δε έγινε από όσους γλίτωσαν τον κατακλυσμό. Την πρώτη (μετακατακλυσμική) ημέρα, ενθαρρύνθηκαν να βάλουν χύτρες στην φωτιά και να θυσιάσουν όχι γενικά στους θεούς του Ολύμπου, αλλά στον χθόνιο Ερμή υπέρ των νεκρών» Scholia in Aristophanem 218b.1.
Το περιστέρι του Δευκαλίωνα
Ας έλθουμε τώρα στην ελληνική μυθολογία! Για την καταπληκτική και εν πολλοίς άγνωστη περιγραφή του θρυλικού κατακλυσμού του Δευκαλίωνος, που διέσωσε ο Λουκιανός διαβάζουμε:
«Έτσι έχει ο μύθος του Δευκαλίωνος. Αυτή η γενιά των ανθρώπων δεν είναι η πρώτη, αλλά της πρώτης εκείνης γενιάς οι άνθρωποι όλοι χάθηκαν, αυτοί δε γένος δεύτερο είναι του Δευκαλίωνος που το πλήθος της παντού αποίκησε. Περί δε εκείνων των (πρώτων) ανθρώπων αυτά μυθολογούνται, ότι μεγάλοι υβρισταί έγιναν και αθέμιτα έργα έπρατταν, ούτε όρκους τηρούσαν, ούτε ξένους φιλοξενούσαν, ούτε και ικέτες ανέχοντο, έτσι επήλθε σ’ αυτούς η μεγάλη συμφορά. Αυτή η ίδια η γη, πολύ ύδωρ ανέδυε, και βροχές μεγάλες έγιναν και οι ποταμοί τεραστίως διογκώθηκαν και η θάλασσα τόσο πολύ ανέβη, ώστε τα πάντα σκέπασε το νερό και έτσι χάθηκαν όλοι!
Ο Δευκαλίων δε, ευσεβής και συνετός, μόνος των ανθρώπων απέμεινε για (να γεννήσει) την γενιά την δεύτερη. Η δε σωτηρία έτσι έγινε. Μεγάλη λάρνακα (κιβωτό) αυτός είχε και σ’ αυτήν επιβίβασε παιδιά και γυναίκες. Κατέφθασαν δε και επιβιβάσθηκαν (στην κιβωτό επίσης) και χοίροι και ίπποι και λέοντες κατά γένη και όφεις και ακόμα όλα όσα την γη μοιράζονται, πάντα κατά ζεύγη. Ο δε (Δευκαλίων) τα δέχθηκε όλα, γιατί μεταξύ τους δεν εβλάπτοντο, διότι εκ Διός φιλία έγινε μεταξύ τους και σε μια λάρνακα πάντες έπλευσαν όσο το ύδωρ επικρατούσε. Αυτά ιστορούν οι Έλληνες περί Δευκαλίωνος». Lucianus Soph. De Syria dea 12.3.
Στο παραπάνω απόσπασμα, εκτός από την εντελώς παράλληλη προς την βιβλική αφηγηματικότητα, έχουμε και μια προκατακλυσμιαία γεωλογική παρατήρηση, υψηλής αυθεντικότητας! Η έκφραση: «αυτή η ίδια η γη, πολύ ύδωρ ανέδυε», αρχικά φαίνεται ακατανόητη. Αν όμως σταθμίσουμε προσεκτικότερα τις πιθανές προκατακλυσμιαίες συνθήκες, με τις τεράστιες συσσωρεύσεις υδάτων λιμνών και θαλασσών, να ανεβάζουν συνεχώς την στάθμη τους, πριν ξεχειλίσουν. Τότε καταλαβαίνουμε, ότι αυτό θα ανέβαζε τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες, (στάθμη υπόγειων υδάτων) στο όριο επιφάνεια των παρακείμενων κατοικημένων κοιλάδων, με αποτέλεσμα, πράγματι καιρό πριν σπάσουν τα φυσικά αναχώματα των συγκεντρωμένων υδάτων επιφάνειας, να αναβλύζουν σχεδόν από παντού τα υψηλής πλέον στάθμης υπόγεια ύδατα!
Παρατηρούμε λοιπόν κάτι εκπληκτικό! Την παράξενη και μάλλον ακατανόητη στους παλαιότερους, αλλά τόσο κατανοητή σήμερα και απολύτως φυσιολογική αυτή γεωλογική πληροφορία, μόνο αξιόπιστοι προκατα-κλυσμιαίοι αυτόπτες μάρτυρες θα μπορούσαν να διασώσουν!
Παρά λοιπόν την αποδεδειγμένα εκπληκτική περιεκτικότητα των ελληνικών μύθων σε αυθεντικές πληροφορίες, ιστορικούς υπαινιγμούς και αντικειμενικά στοιχεία, εμείς εξακολουθούμε να λιβανίζουμε στα σχολεία μας, μόνο τον μύθο του Νώε! Γιατί; Στοιχειώδης αξιοπρέπεια, απαιτεί τουλάχιστον την παράλληλη διδαχή των δυο μύθων! Κάθε άλλη αντιμετώπιση, είναι απόδειξη ύπουλης σκοπιμότητας και ιδεολογικής κατοχής.
Κατά μια άλλη μυθολογική εκδοχή, ο κατακλυσμός ήταν το αποκορύφωμα των δεινών, που το πιθάρι της Πανδώρας έφερε στον κόσμο. Οι άνθρωποι έχασαν την ευγενική τους στάση. Η φιλοξενία τους χάθηκε και οι τιμές στους θεούς ξεχάστηκαν.
Ο Δίας επισκέφθηκε τους ανθρώπους και βρήκε τον ευσεβέστερό του βασιλιά Λυκάωνα, ασεβή και αφιλόξενο. Αυτός αποπειράθηκε να περιπαίξει και τον ίδιο το Δία προσφέροντάς του βεβηλωμένο γεύμα! Αυτό εξόργισε τον επισκέπτη θεό, κι αφού τιμώρησε τον Λυκάωνα και τον οίκο του, πήρε τη μεγάλη απόφαση να εξαλείψει το γένος των ανθρώπων. Apollodorus Muth. 3.98-99
«Ο συννεφοσυνάχτης Δίας, κάλεσε τότε τον υγρό Νοτιά και βαριά του ‘δωσε προσταγή να πάει εκεί που ο Τιτάνας Ωκεανός γίνεται πλατύς και απέραντος, κι εκεί να συγκεντρώσει σύννεφα βαριά φορτωμένα με τα νερά του μεγάλου Ωκεανού κι ύστερα φυσώντας δυνατά να τα σπρώξει γρήγορα στις στεριές, σε βουνά και κάμπους.
Η μεγάλη καταστροφή ερχόταν. Ο θυμός του Δία ασίγαστος. Από¬φασή του η καταστροφή όλου του ανθρώπινου γένους. Μα να που ο Προμηθέας, ο Δημιουργός του ανθρώπου χάλασε τα σχέδια του Δία. Μίλησε στο γιο του Δευκαλίωνα και του ‘δωσε σωτήριες συμβουλές».
Οι συμβουλές του Προμηθέα και το έργο του Δευκαλίωνα, περιλαμβάνουν όλη τη γνωστή σειρά γεγονότων απ’ την αφήγηση του Έπους Γκιλγκαμές-Νώε. Εδώ βέβαια, το αντίστοιχο ελληνικό «Δευκαλιωνεία» έχει ΧΑΘΕΙ, όσες όμως λεπτομέρειες απέμειναν από αναφορές άλλων συγγραφέων στο έπος του κατακλυσμού, πείθουν για την αυθεντικότητα της αφήγησης. Άλλωστε η ελληνική Δευκαλιωνεία, αναφέρεται σ’ έναν λαό που πριν τον κατακλυσμό είχε ναυτικές επιδόσεις, μια και ο ίδιος ο Προμηθέας, τούς είχε ήδη χαρίσει μαζί με τα δώρα της φωτιάς και της άμαξας, προ πολλού και τα μυστικά της ναυπήγησης.
«Ο Δευκαλίων ρίχτηκε στη δουλειά. Εκατοντάδες βελανιδιές και πολλά πανύψηλα και ολόισια κυπαρίσσια έπεσαν στην γη, απ’ το κοφτερό τσεκούρι του Δευκαλίωνα κι ακολουθώντας τις οδηγίες του θεϊκού πατέρα του, έβαλε μπρος να φτιάξει μια τεράστια λάρνακα, μια μεγάλη κιβωτό, που να χωράει όχι μόνο την οικογένειά του αλλά και πάρα πολλά ζώα».
»Η γυναίκα του Πύρρα και τα παιδιά του όλοι μαζί δούλεψαν ακούραστα. Το γιγάντιο έργο προχωρούσε. Ετοιμάστηκε ο σκελετός από χοντρούς κορμούς δέντρων, μπήκαν τα πλαϊνά και τα πατώματα. Με πολλή προσοχή άλειψαν τις ενώσεις των ξύλων με πίσσα. Στο τέλος βάλανε και τη σκεπή και την άλειψαν κι αυτή καλά με πίσσα. Τρόφιμα και προμήθειες πολλές πήραν τη θέση τους γι’ αυτούς και τα ζώα... που υπάκουα ανέβαιναν στην κιβωτό δύο από κάθε είδος, άγρια και ήμερα, ερπετά και πετεινά κάθε είδους... Καθόλου δεν πείραζε όμως το ένα το άλλο γιατί έτσι σοφά τα είχε κανονίσει όλα ο μεγάλος Προμηθέας.
»Σαν τελείωσε κι αυτό, ο υγρός Νοτιάς έφερε βαριά τα μαύρα του σύννεφα. Αστραπές ξέσκιζαν τον ουρανό, προμήνυμα της μεγάλης οργής του Νεφεληγερέτη Δία! Ο Δευκαλίων μαζί με το μεγάλο του γιο Έλληνα τράβηξαν τη βαριά πόρτα και η οργή του Δία ξέσπασε.
»Εννιά μέρες και εννιά νύχτες ο κατακλυσμός σάρωνε τα έργα των ανθρώπων και βαριά η οργή του Δία έπνιξε το ασεβές εκείνο γένος. Εννιά μέρες και εννιά νύχτες οι καταρράκτες του ουρανού γέμισαν κάμπους και ξέπλεναν βουνά. Ο τρομερός κατακλυσμός έριχνε ασταμάτητα τα νερά του απέραντου ωκεανού, χωρίς το κακό να λέει να σταματήσει. Μόνο τη δεκάτη μέρα (μια πλήρη δηλαδή περίοδο) το κακό σταμάτησε. Ένα τράνταγμα τους έδειξε πως η λάρνακα ακούμπησε σε στεριά.
»Ο Δευκαλίων άνοιξε το παράθυρο. Δεν έβρεχε πια. Όλα όμως γύρω ήταν μια απέραντη θάλασσα. Ο Δευκαλίων αναγνώρισε το μέρος, ήταν το δίκορφο του Παρνασσού που τώρα ήταν νησάκι. Πριν βγουν όμως έπρεπε να βεβαιωθούν πως ο καιρός δε θα ξαναχαλάσει. Ο Δευκαλίων άφησε τότε ένα περιστέρι. Όλοι γνώριζαν εκείνα τα χρόνια, πως τα περιστέρια προβλέπουν με σιγουριά τον καιρό (!)
»Αν λοιπόν το περιστέρι γυρνούσε φοβισμένο πίσω, αυτό θα σήμαινε πως ο κατακλυσμός θα συνεχιζόταν και δε θα ’πρεπε να βγουν απ’ την κιβωτό. Το περιστέρι όμως κάθισε μια στιγμή στο παράθυρο κοίταξε λίγο τον καιρό κι ύστερα πέταξε χαρούμενο ψηλά στον Παρνασσό».
Δευκαλίων λοιπόν! Ο θρυλικός γενάρχης ενός ναυτικού λαού, που είχε μέγιστη την ανάγκη της πρόβλεψης των καταιγίδων. Ο ναυτικός αυτός λαός και ο ήρωάς μας Δευκαλίων, ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα ότι: «ο καιρός είναι φονιάς» των ναυτικών και πως στα χρόνια εκείνα, κάθε μορφή πρόγνωσης του καιρού, ήταν για το ναυτικό αυτό λαό, όχι απλά πολύτιμη αλλά κυριολεκτικά σωτήρια.
Το πέταγμα λοιπόν της περι¬στεράς και η ενστικτώδης της αίσθηση του καιρού, στάθηκε γι’ αυτούς απ’ τους καλύτερους συμμάχους της πρόβλεψης των καταιγίδων! Έτσι μετά το "χαρούμενο" πέταγμα της, ο Δευκαλίων λευτέρωσε όλα τα ζώα που είχαν σωθεί μαζί του κι ανάστησε νέο γένος ανθρώπων, μετά την λήξη του μεσογειακού κατακλυσμού, όπου γενάρχης, ήρωας και πατριάρχης, με μακρά και ένδοξη ιστορία θα ήταν ο Έλληνας κι ο εξίσου ένδοξος αδελφός του νομοθέτης και μέγας οραματιστής Αμφικτύων.
Όλα δείχνουν φυσικά, ότι ο κατακλυσμός δεν ήταν ούτε ένας, αλλά ούτε και κάποιο περιορισμένο τοπικό φαινόμενο. Ήταν αποτέλεσμα παγκόσμιων κλιματολογικών αλλαγών, συνέπεια της τελευταίας μεταπαγετώνιας περιόδου, που με τις ασυνήθιστες βροχοπτώσεις και την σταθερή άνοδο της ωκεάνιας στάθμης, σάρωσε με επίμονους κατακλυσμούς ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο!
Η όμορφη αυτή αφήγηση, του ήρωα που σώζει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά είχε την θεϊκή ιδέα, να φροντίσει και για την σωτηρία των υπόλοιπων έμβιων όντων, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από όσους διατηρούσαν τις τραγικές μνήμες της καταστροφής και είχε μια καθολική διάδοση. Το αφηγηματικό αυτό αρχικά έπος, πρέπει με την χάρη του και τις εκπληκτικές του λεπτομέρειες, να συγκίνησε τους ανθρώπους που γλίτωσαν απ’ τις λάσπες της καταστροφής και αργότερα αναγνωρίσθηκε σαν γραπτό μνημείο ηρωισμού και ανθρωπιάς. Όλοι λοιπόν ήθελαν, τον υπέροχο αυτό μύθο να εκτυλίσσεται στα δικά τους μέρη, με την κιβωτό να αράζει σ’ όλα τα ψηλά βουνά, δύσης και ανατολής, απ’ την Αίτνα της Σικελίας, μέχρι το Λίβανο, το Αραράτ και τον Όθρυ της Θεσσαλίας. Όπου μάλιστα ελέγετο ότι άραξε η κιβωτός του Δευκαλίωνα, ήταν ιερός τόπος προσκυνήματος μέχρι την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Μ. Καλόπουλος
http://www.epanellinismos.com/index.php?option=com_kunena&Itemid=2&func=view&id=8114&catid=8&lang=el
Ακολουθεί Μέρος Β΄ Εδώ:
Διαβάστε επίσης: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.