Ο Ναός του Ηρακλή στο Αμάν της Ιορδανίας. Είναι η αρχαία Ελληνική πόλη ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ.
Στην ευρύτερη περιοχή της Κοίλης Συρίας οι Μακεδόνες Έλληνες έκτισαν πολλές πόλεις, πάνω από 100, οι μεγαλύτερες μάλιστα δημιούργησαν μία ομοσπονδία, την ΔΕΚΑΠΟΛΗ, που έζησε και μεγαλούργησε για 1000 χρόνια πριν τις καταστρέψουν οι άραβες.
Η Δεκάπολη αποτελούνταν, συνολικά, από 18 ελληνικές πόλεις με καθαρό ελληνικό λαό πού μιλούσε ελληνικά, έγραφε ελληνικά, πήγαινε σε ελληνικά θέατρα και παρακολουθούσε Αισχύλο και Σοφοκλή, πήγαινε σε ελληνικά γυμναστήρια και τελικά δεν διέφερε σε τίποτε από μία τυπική ελληνική πόλη της μητροπολιτικής Ελλάδος
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΠΟΛΕΩΣ ΜΕ ΜΑΥΡΟ ΧΡΩΜΑ
Ο όρος Δεκάπολις (δέκα
πόλεις) αναφέρεται σε μια γεωγραφική περιοχή της Κοίλης Συρίας, επί το πλείστον ανατολικά του ποταμού
Ιορδάνη, όπου κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή υπήρχε ένας αριθμός
ελληνιστικών πόλεων. Ορισμένες πηγές αναφέρουν τις πόλεις σαν δέκα σε αριθμό
και άλλες ως περισσότερες. Υπήρχε και άλλη Δεκάπολις, στην Ισαυρία της νότιας
Μικράς Ασίας.
Η Δεκάπολις της Κοίλης Συρίας δεν ήταν απαραίτητα συνασπισμός ή
συμμαχία πόλεων. Στις πηγές αναφέρεται πάντα με την έννοια γεωγραφικής
περιφέρειας ως «περιοχή Δεκαπόλεως» (Regio Decapolitana). Σε κάποια
βιβλιογραφία αναφέρεται και ως συνασπισμός, ομοσπονδία ή συμμαχία πόλεων, αλλά
αυτό δεν προκύπτει από τις πρωτογενείς πηγές.[2] Η περιοχή της Δεκάπολης έχει
σημαντική θέση στην ιστορία των πρώτων χριστιανικών αιώνων.
Στην ομοσπονδία αυτή
των δέκα ελληνικών πόλεων της Κοίλης
Συρίας ζούσε εβραϊκή μειονότητα.
Οι πόλεις αυτές αποτελούσαν τμήμα του ευρύτερου αποικισμού του Πομπήιου το
64-63 π.Χ. Πρώτη αναφορά στη Δεκάπολη απαντά στην Καινή Διαθήκη. Παρά την
ονομασία της ομοσπονδίας, ο αριθμός των πόλεων δεν ήταν σταθερός και αρχαίοι
συγγραφείς δεν συμφωνούν ως προς τις πόλεις που την αποτελούσαν. Ο Πλίνιος
αναφέρει ότι τη Δ. συνιστούσαν οι πόλεις Δαμασκός, Φιλαδέλφεια, Ραφανά,
Σκυθόπολις, Γάδαρα, Ιππών, Δίων, Πέλλα, Γέρασα και Καναθά, ενώ ο Πτολεμαίος
αγνοεί τη Ραφανά και στις προαναφερθείσες προσθέτει τα Άβηλα, τις Λυσιανές και
την Καπιτωλιάδα.
Η περιοχή της Δεκάπολης περιλάμβανε κατοικήσεις που θεωρούνταν πόλεις από κάθε άποψη. Αποτελούσαν μια εδαφική συνέχεια που εκτεινόταν από το Δίον στο βορρά έως τη Φιλαδέλφεια (σημερινό Αμμάν) στο νότο και από τη Σκυθόπολη (Beth-Shean) στα δυτικά μέχρι τα όρια της ερήμου στα ανατολικά. Οι περισσότερες από τις πόλεις ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου των Σελευκιδών, αλλά τα Γάδαρα, η Σκυθόπολις, η Πέλλα και η Φιλαδέλφεια ιδρύθηκαν από τους Πτολεμαίους.
Η πιο αρχαία και αξιόπιστη ιστορική πηγή για τη Δεκάπολη είναι ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (περίπου 23-79 μΧ). Στο βιβλίο του Naturalis Historia (V. xvi. 74) αναφέρει ότι κοντά στην Ιουδαία, προς την κατεύθυνση της Συρίας, εκτείνεται η «περιοχή της Δεκάπολης», που ονομάστηκε έτσι λόγω του αριθμού των πόλεων που περιείχε. Ο ίδιος σημειώνει ότι δεν συμφωνούν όλοι στο ποιές είναι αυτές οι πόλεις, αλλά ότι οι περισσότεροι αναφέρονται στις εξής:
1.
Γέρασα,
2.
Σκυθόπολη,
4.
Γάδαρα,
5.
Πέλλα,
6.
Φιλαδέλφεια (το σημερινό Αμμάν, πρωτεύουσα της Ιορδανίας)
7.
Δίον (Καπιτωλιάς),
8.
Καναβάτη Συρίας
9.
Ραφάνα Ιορδανίας (Άβιλα),
10.
Δαμασκός, η πρωτεύουσα της σημερινής
Συρίας (βορειότερα από τις άλλες πόλεις)
Έναν κατάλογο πόλεων δίνει και ο Φλάβιος Ιώσηπος (Αρχαιότητες, XIV, 76).
Ίδρυση της
Ομοσπονδίας της Δεκαπόλεως.
Πιθανότατα στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην
κατάκτηση της περιοχής από τον Πομπήιο και στο θάνατο του Ηρώδη του Μεγάλου
(περ. 1 Π.Κ.Χ.), δέκα από αυτές τις ελληνιστικές πόλεις συνενώθηκαν σε
έναν χαλαρό συνασπισμό γνωστό ως Δεκάπολη. Το κίνητρο πίσω από αυτή την ένωση
φαίνεται πως ήταν το αμοιβαίο ενδιαφέρον αυτών των πόλεων για στενές εμπορικές
σχέσεις καθώς και η προφύλαξή τους από ανθελληνιστικές δυνάμεις μέσα στην Κοίλη Συρία ή από τις επιθέσεις των νομαδικών φυλών που
κατοικούσαν στις ερήμους στα Α. Ο όρος «Δεκάπολη» πρωτοεμφανίζεται στις
Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές και στα συγγράμματα του Ιώσηπου και του Πλίνιου
του Πρεσβυτέρου (οι οποίοι έζησαν τον πρώτο αιώνα Κ.Χ.). Ο Πλίνιος, αν και
αναγνωρίζει ότι υπήρχε ήδη διάσταση απόψεων, κατονόμασε τις ακόλουθες πόλεις ως
τις αρχικές δέκα: τη Δαμασκό, τη Φιλαδέλφεια, τη Ραφανά, τη Σκυθόπολη, τα
Γάδαρα, την Ιππώνη, το Δίον, την Πέλλα, τα Γέρασα και την Καναθά. (Φυσική Ιστορία [Naturalis Historia],
V, XVI, 74) Από αυτές, μόνο η Σκυθόπολη (Βαιθ-σεάν) βρισκόταν Δ του Ιορδάνη,
και μάλιστα λόγω της στρατηγικής θέσης της Κοιλάδας της Εσδρηλών χρησίμευε ως
σημαντικός συνδετικός κρίκος με τα παράλια και τα λιμάνια της Μεσογείου. Η
Δαμασκός, πολύ βορειότερα στη Συρία, προφανώς είχε περιληφθεί στη Δεκάπολη λόγω
της σπουδαιότητας που κατείχε ως κέντρο εμπορίου. Η Φιλαδέλφεια (η αρχαία
Ραββά, το σημερινό Αμμάν) ήταν η νοτιότερη αυτών των δέκα πόλεων, καθώς
βρισκόταν μόνο γύρω στα 40 χλμ. ΒΑ του βόρειου άκρου της Νεκράς Θαλάσσης.
Οι υπόλοιπες πόλεις βρίσκονταν στην εύφορη περιοχή της Γαλαάδ ή της γειτονικής
Βασάν. Οι περισσότερες από αυτές πιστεύεται ότι βρίσκονταν πάνω ή κοντά στους
κύριους δρόμους αυτής της περιοχής. Η Καναθά είναι πιθανώς η Κενάθ του εδαφίου Αριθμοί 32:42.
Το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., ο Πτολεμαίος
κατονομάζει 18 πόλεις ως μέλη της «Δεκάπολης», πράγμα που μπορεί να υποδηλώνει
ότι η ονομασία αυτή έφτασε στο σημείο να χρησιμοποιείται με γενικό τρόπο και
ότι ο αριθμός των πόλεων ποίκιλλε. Μερικοί λόγιοι θεωρούν ότι η Άβιλα, την οποία αναφέρει ο
Πτολεμαίος, περιλαμβανόταν στις αρχικές δέκα πόλεις αντί της Ραφανά. Όπως και
να έχουν τα πράγματα, καθίσταται προφανές ότι η περιοχή της Δεκάπολης δεν είχε
επακριβώς καθορισμένα όρια και ότι η εξουσία των πόλεων της Δεκάπολης δεν
επεκτεινόταν σε όλα τα ενδιάμεσα εδάφη αλλά ασκούνταν μόνο εντός της
περιφέρειας της εκάστοτε πόλης.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ - ΙΠΠΟΥ ΣΤΗΝ ΔΕΚΑΠΟΛΗ
Η ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ - ΙΠΠΟΥ ΗΤΑΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΟΙΛΗΣ ΣΥΡΙΑΣ
Η πόλη
της Αντιοχείας -Ίππου (ή Αντιόχεια της Δεκάπολης), βρίσκεται
στο σημερινό κράτος του Ισραήλ, με θέα την θάλασσα της Γαλιλαίας, σε μικρή απόσταση από το όρος
του Ίππου. Εκτός από την καλή της οχύρωση, η Αντιόχεια διέθετε και μια μικρή
λιμενική εγκατάσταση στην θάλασσα της Γαλιλαίας, ενώ περιβάλλεται γύρω από
ύπαιθρο. Είχε στενές πολιτισμικές επαφές με την Ελλάδα, την Μέση Ανατολή και
την Ρώμη και αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της Δεκαπόλεως.
Η ονομασία Ίππος δόθηκε από τους Έλληνες αποίκους του 200 π.Χ., διότι το
οροπέδιο θυμίζει αόριστα λαιμό και κεφάλι αλόγου. Έτσι και οι Ιουδαίοι και οι
Αραμαίοι την ονόμασαν Sussita
που σημαίνει άλογο στην διάλεκτό τους και οι Ρωμαίοι το εκλατίνισαν σε Antiochia ad Hippum. Σήμερα οι Άραβες
αποκαλούν την πόλη Qal'at el-Husn (φρούριο των αλόγων) και Sousieh (=Ίππος).
Η Αντιόχεια -Ίππος κτίστηκε πάνω σε έναν
επίπεδο πρόποδα του οροπεδίου του Γκολάν 350 μέτρα πάνω από την θάλασσα και 2
χιλιόμετρα ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας, κοντά στο σύγχρονο Kibbutz Ein
GeV. Τα ερείπια ανήκουν από το 1949 σε ισραηλινό έδαφος, όταν τα Ηνωμένα Έθνη
καθόρισαν τα σύνορα Ισραήλ -Συρίας. Το οροπέδιο του Γκολάν ανήκει στο Ισραήλ
από το 1967 και η πόλη της Αντιόχειας βρίσκεται σε αποστρατικοποιημένη ζώνη
μεταξύ Γκολάν και Ισραήλ. Μολονότι το όρος Ίππος κατακτήθηκε πριν από τους
Ελληνιστικούς χρόνους, ωστόσο εγκαταστάθηκαν εκεί Έλληνες άποικοι στα μέσα του
200 π.Χ. Την περίοδο εκείνη η περιοχή της Κοίλης Συρίας αποτελούσε "μήλον
της έριδος" μεταξύ του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου Γ΄ και του Πτολεμαίου
Ε΄ της Αιγύπτου. Δεν αποκλείεται την πόλη να την ίδρυσε ο Αντίοχος Γ΄ μετά την
νίκη του επί των Πτολεμαίων στην τοποθεσία Πάνιον το 200 π.Χ.
Από την στιγμή μάλιστα που η Σελευκιδική
κατοχή επεκτάθηκε στην Κοίλη Συρία, η Αντιόχεια -Ίππος εξελίχθηκε σε μια
ανεξάρτητη πόλη-κράτος και έλεγχε την γύρω περιοχή, την Ιππηνή. Ένας ναός, μια κεντρική αγορά και δημόσια κτήρια
στόλιζαν την ελληνιστική πόλη. Επειδή η διαθεσιμότητα του ύδατος ήταν
περιορισμένη, οι Αντιοχείς βασίζονταν σε δεξαμενές βροχής για την ύδρευση του
μεγάλου της πληθυσμού.
ΟΙ ΙΟΥΔΑΙΟΙ ΕΠΕΒΑΛΛΑΝ
ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ ΣΕ
ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ – ΙΠΠΟΥ ΤΗΝ ΠΕΡΙΤΟΜΗ
Κατά την εβραϊκή εξέγερση των Μακκαβαίων, δημιουργήθηκε μια ανεξάρτητη
ιουδαϊκή ηγεμονία από την οικογένεια των Ασμοναίων. Στην περίοδο 83- 80 π.Χ. ο Ιουδαίος Αλέξανδρος Ιανναίος
οδήγησε την δυναστεία των Ασμοναίων για την κατάκτηση της Ίππου και οι Έλληνες κάτοικοι (σύμφωνα με τον Φλάβιο Ιώσηπο)
προσηλυτίστηκαν στον Ιουδαϊσμό και τους επεβλήθη με το ζόρι
η περιτομή.
Το 63 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος
κατέκτησε την Κοίλη Συρία και την Ιουδαία, καταλύοντας την δυναστεία των
Ασμοναίων. Σε δέκα ελληνιστικές πόλεις έδωσε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης,
συνασπίζοντάς τες στην γνωστή Δεκάπολη. Μέσα στην
ομοσπονδία αυτή ανήκε και η Ίππος που έκοψε τα αυτόνομά της νομίσματα με την
εικόνα ενός αλόγου.
Η Αντιόχεια δόθηκε στην επικράτεια του Ηρώδου
του Μεγάλου το 37 π.Χ. και στην ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας το 4 π.Χ. Κατά τον
Φλάβιο Ιώσηπο η ειδωλολατρική πόλη ήταν ορκισμένη εχθρός της νεόκτιστης
ιουδαιορωμαϊκής Τιβεριάδος
(κοντά στα ερείπια της ελληνιστικής Φιλωτερίας).
Στην Καινή Διαθήκη στην επί του Όρους Ομιλία του Ιησού Χριστού, πιστεύεται
ότι οι παρομοιώσεις που ο Ίδιος είπε (όπως άλας και πόλη που κείται σε λόφο που
δεν μπορεί να κρυφτεί), τις έλαβε αφορμή από την εν λόγω ελληνιστική πόλη.
Επιπλέον τα θαύματά Του που αναφέρονται στο Κατά Μάρκον 5 και στο Κατά
Λουκάν 8 δεν αποκλείεται να σχετίζονται με την Ίππο.
Ένα τμήμα του πληθυσμού της Αντιόχειας ήταν
Ιουδαίοι, οι οποίοι στην μεγάλη εβραϊκή εξέγερση του 66 -70 μ.Χ. εξεδιώχθησαν
από την πόλη. Άλλοι Ιουδαίοι από την πόλη συμμετείχαν σε επιδρομές στα Μάγδαλα
και αλλού. Τουλάχιστον μια φορά η Αντιόχεια έπεσε από ληστρική επιδρομή.
Στην συνέχεια οι Ρωμαίοι κατέστειλαν την
επανάσταση του Bar Kokhba και δημιούργησαν την επαρχία της Παλαιστίνης το 135
μ.Χ., στην οποία ανήκε και η Αντιόχεια. Ήταν η απαρχή μιας μεγάλης ευημερίας
της πόλεως. Ξανακτίστηκε πάνω σε ένα δίκτυο που επικεντρωνόταν σε μια μακριά
ρωμαϊκή οδό τύπου Decumanus Maximus, με κατεύθυνση από ανατολών προς δυσμάς,
μέσα από την πόλη. Κατά μήκος των οδών είχαν τοποθετηθεί κίονες από κόκκινους
γρανίτες που είχαν εισαχθεί από την Αίγυπτο. Πέρα από αυτά προσετέθη βωμός στον
εκάστοτε αυτοκράτορα, νέα τείχη και θέατρο. Η πιο σημαντική βελτίωση ήταν το
υδραγωγείο που προμήθευε νερό την πόλη από τις πηγές του Γκολάν, 50 χιλιόμετρα
μακριά. Το νερό συσσωρευόταν σε μια μεγάλη θολωτή στέρνα που ύδρευε όλον τον
πληθυσμό της Αντιόχειας.
Τα νομίσματά της ανάγονται στην εποχή των
Αυτοκρατόρων Νέρωνα μέχρι και την εποχή του Κομμόδου και συνήθως φέρουν την επιγραφή ΑΝΤΙΟΧΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΙΠΠΩ και ενίοτε τη
προσθήκη ΤΗΣ ΙΕΡ. Κ. ΑΣΥΛΟΥ. Η
χρονολογία των νομισμάτων είναι κατά το Πομπηϊανό σύστημα δηλαδή με αρχή το
έτος 64 π.Χ. Απεικονίζουν κυρίως τη Τύχη
να κρατά ίππο (σε συμβολισμό του όρους) ή τη Τύχη καθισμένη πάνω στο όρος του
Ίππου.
Με τον κρατικό και διοικητικό ανασχηματισμό
στα χρόνια του Διοκλητιανού, η Ίππος θα υπαγόταν στο εξής
στην επαρχία Δευτέρα
Παλαιστίνη (Palaestina Secunda) που περιελάμβανε την Γαλιλαία και το
Γκολάν. Με το που έγινε ο Χριστιανισμός η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας,
οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έστελναν επιδοτήσεις σε μοναστήρια και εκκλησίες,
ενώ οι Χριστιανοί προσκυνητές έφερναν περισσότερα έσοδα. Έτσι δημιουργήθηκε μια
βιομηχανία ειδών πολυτελείας που έγινε διαθέσιμη στο ευρύ κοινό.
Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε αργά στην πόλη της
Ίππου, τουλάχιστον μετά το 300 μ.Χ. Μάλιστα ένας ειδωλολατρικός τάφος της
βυζαντινής περιόδου που ανήκε σε κάποιον Ερμή, βρέθηκε έξω από τα τείχη της
πόλης και αποδεικνύει την καθυστερημένη παρουσία της πολυθεΐας. Τελικά η πόλη
σταδιακά εκχριστιανίστηκε ώστε κατέστη έδρα κάποιου επισκόπου Πέτρου το 359
μ.Χ. Το πρόσωπο αυτό αναφέρεται στα εκκλησιαστικά συμβούλια του 359 και του 362
μ.Χ.
Αργότερα, όταν τα μέρη της Παλαιστίνης
περιήλθαν στην Μακεδονική κατοχή, η πόλη μετονομάστηκε από τον Μεγάλο Αλέξανδρο σε
Πέλλα, για να τιμήσει την ομώνυμη γενέτειρά του στην Μακεδονία. Μακεδόνες άποικοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη
και παρέμειναν είτε ως τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. είτε και αργότερα ως την
καταστροφή των Ιεροσολύμων από τον Τίτο, το 70 μ.Χ. Κατά την ελληνιστική περίοδο η πόλη
ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο, τόσο κατά μήκος της κοιλάδας του Ιορδάνου,
όσο και στην κοιλάδα του Ιεζραέλ. Εμπορικές
επαφές επίσης κρατούσε με ολόκληρη την λεκάνη της Μεσογείου, ίσαμε τα Γέρασα. Αυτό αποδεικνύεται
από λυχνίες που βρέθηκαν στην ελληνιστική πόλη
από την Αθήνα, όμορφα διαμορφωμένα κύπελλα, νομίσματα και θραύσματα αγαλμάτων που συνδέονται με την εσωτερική
αρχιτεκτονική. Η στρατηγική της σημασία διαπιστώνεται όταν κατά την περίοδο
κυριαρχίας των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο και των Σελευκιδών στη Συρία,
κτίστηκε μια αλυσίδα οχυρών επί των κορυφογραμμών του λόφου στα ανατολικά της
πόλης, με σκοπό την προστασία της καθώς και της κοιλάδας του Ιορδάνη. Ένα
καλοδιατηρημένο ελληνιστικό φρούριο σώζεται στην κορυφή του λόφου Jabal
Sartaba.
Μετά τον θάνατο του Μακεδόνα στρατηλάτη, η
Πέλλα, όπως και η Παλαιστίνη, περιήλθαν στην εξουσία των Πτολεμαίων της
Αιγύπτου. Την εποχή εκείνη η πόλη, πήρε την επιπλέον ονομασία Βερενίκη. Από τον Πολύβιο μαθαίνουμε πως όταν ο Αντίοχος κατανίκησε τις
πτολεμαϊκές δυνάμεις επί του όρους Αταβυρίου (Θαβώρ), πέρασε στην απέναντι όχθη
του Ιορδάνη και υπέταξε τις πόλεις Πέλλα, Καμούν και Γεφρούν (218 π.Χ.). Η
σελευκιδική κυριαρχία ήταν προσωρινή και οριστικοποιήθηκε μετά την μάχη στο Πάνειον όρος (198
π.Χ.).
Κατά το
83/2 π.Χ. ο βασιλιάς της Ιουδαίας Αλέξανδρος Ιανναίος (103 -73 π.Χ.) κατέστρεψε
την Πέλλα, επειδή οι Μακεδόνες της κάτοικοι αρνήθηκαν να ασπασθούν τον Ιουδαϊσμό. Την μαρτυρία αυτήν του Φλάβιου Ιωσήπου,
πιστοποιούν και οι αρχαιολόγοι που ανακάλυψαν στην αρχαία
πόλη παχύ στρώμα στάχτης, χρονολογούμενο την περίοδο εκείνη. Τελικά οι Πελλαίοι εκτοπίστηκαν στις γύρω
πόλεις. Το 64 π.Χ. με την ρωμαϊκή κατάκτηση, ο Πομπήιος ξαναέκτισε την πόλη, επιτρέποντας
στους Μακεδόνες να την ξανακατοικήσουν. Είναι γεγονός ότι η νέα αυτή πόλη
επισκίασε την προγενέστερη ελληνιστική.
Να σημειωθεί ότι η Πέλλα ήταν μια από τις
πρώτες πόλεις του κόσμου που δέχθηκαν τον Χριστιανισμό και κατά συνέπεια διέθετε μια
από τις αρχαιότερες εκκλησίες του πλανήτη. Το 70 μ.Χ. μετά την πτώση των
Ιεροσολύμων στους Ρωμαίους, η πόλη δέχθηκε κύμα Χριστιανών προσφύγων από την ιουδαϊκή
μητρόπολη. Από την πόλη καταγόταν ο σπουδαίος απολογητής του Χριστιανισμού Αρίστων, που έζησε τον 2ο
αιώνα μ.Χ.
Στα βυζαντινά χρόνια η Πέλλα
(κατά τον Συνέκδημο του Ιεροκλέους), ανήκε στην
επαρχία Παλαιστίνης Β΄ με έδρα την Σκυθόπολη. Τον Ιανουάριο του 635, τα αραβικά στρατεύματα πέτυχαν νίκη εις βάρος
των Βυζαντινών στην μάχη της
Πέλλας, λίγο πιο έξω από την πόλη. Η Πέλλα καταστράφηκε από σεισμό που σημειώθηκε το 749 με επίκεντρο
το όρος Ερμών (Γκολάν).
Στην θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης
βρίσκεται το ιορδανικό χωριό Tabaqat Fahl (طبقة فحل). Το
Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ και της Ιορδανίας (από το Τμήμα
Αρχαιοτήτων) έχουν διεξάγει ανασκαφές στην Πέλλα από το 1979. Τα τελευταία
χρόνια, με επικεφαλής τον Stephen Bourke, η έρευνα εστίασε στα ευρήματα της εποχής του Χαλκού, στους
ναούς της εποχής του Σιδήρου και στα
διοικητικά κτίρια. Ένας Χαναανιτικός ναός αποκαλύφθηκε την περίοδο 1994-2003.
Τον Μάιο του 2010 ο Stephen Bourke ανακοίνωσε την ανακάλυψη του τείχους και
άλλες δομές, που χρονολογείται από το 3400 π.Χ., δείχνοντας ότι Πέλλα ήταν μια
τεράστια πόλη-κράτος, την ίδια στιγμή οι πόλεις της Σουμερίας έπαιρναν σχήμα. Ακριβώς πιο κάτω
από τον αρχαιολογικό χώρο υπάρχει ένα τζαμί που τιμά το θάνατο ενός από τους
συντρόφους του προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος έπεσε μαχόμενος ακριβώς
εκεί, κατά τη διάρκεια της Μάχης της Πέλλας (Μάχη της Fahl) τον Ιανουάριο του
635 μ.Χ.
Το Δίον
ήταν αρχαία ελληνική πόλη στη Δεκάπολη της Κοίλης Συρίας.
Ιδρύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο που εγκατέστησε εκεί Μακεδόνες απόμαχους από το Δίον της Πιερίας. Οι ντόπιοι Σημίτες παρέφθειραν την ελληνική ονομασία
σε Adun, Idoun, ή Aydoun. Από τον Στέφανο τον Βυζάντιο μαθαίνουμε ότι τα ύδατα
της πόλεως ήταν μολυσμένα. Από τον κατάλογο του Βυζαντινού γραμματικού Ιεροκλέους, στον Συνέκδημό του, μαθαίνουμε πως το Δίον
ανήκε στην επαρχία Αραβίας με έδρα την Σκυθόπολη. Η πόλη καταστράφηκε από τον βασιλιά των Ιουδαίων Αλέξανδρο Ιανναίο το 83/2
π.Χ. (103 -73 π.Χ.), επειδή οι Μακεδόνες κάτοικοί της αρνήθηκαν να ασπασθούν τον
Ιουδαϊσμό. Έτσι διασκορπίστηκαν στις
γύρω πόλεις, όπως και οι Πελλαίοι. Με την ρωμαϊκή
κατάκτηση (64 π.Χ.) ο Πομπήιος ανοικοδόμησε το Δίον και οι
Μακεδόνες επέστρεψαν στην πόλη τους.
Οι σημερινοί επιστήμονες αδυνατούν να
ταυτίσουν την ελληνιστική/μακεδονική
πόλη του Δίου. Μονάχα εικασίες μπορούν να διατυπώσουν. Αρκετοί συγκλίνουν στην
πόλη της Ιορδανίας Al Husn που παράγει κρασί,
δημητριακά και ελαιόλαδο, πράγματα απαραίτητα για το εμπόριο μιας τυπικής
αρχαιοελληνικής πόλης. Πρόκειται για έναν προσχωσιγενή τόπο (ήδη από την 3η
χιλιετία π.Χ.), με ταφικά μνημεία όλων των περιόδων έως και της βυζαντινής.
Άλλοι ερευνητές ταυτίζουν το Δίον με τον λόφο Tell al-Ash'arī. Αρκετοί επίσης
υποστηρίζουν ότι η εν λόγω πόλη είναι η μεταγενέστερη ρωμαϊκή Καπιτωλιάς, των χρόνων του Νέρβα και Τραϊανού. Τέλος η ύπαρξη επιβλητικού
ελληνιστικού φρουρίου στο Qalat al Rambadh της δυτικής Ιορδανίας, οδηγεί σε μια
επιπλέον συνταύτιση με την αγνώστου τοποθεσίας αρχαία πόλη. Σώθηκαν πάντως
νομίσματα με γυναικείες μορφές και την επιγραφή ΔΕΙΗΝΩΝ.
Στέφανος Βυζάντιος εθνικά στο λήμμα Δίον:
...ζ' κοίλης Συρίας, κτίσμα
Αλεξάνδρου, η και Πέλλα, ης το ύδωρ νοσερόν. Και το εθνικόν Διηνός, ως δηλοί το
επίγραμμα: νάμα το Διηνόν, γλυκερόν ποτόν, ην δε γε πίης, παύση μεν δίψης, ευθύ
δε και βιότου.
Η ΣΕΛΕΥΚΕΙΑ
ΤΗΣ ΔΕΚΑΠΟΛΕΩΣ
Η Άβιλα Δεκαπόλεως, μεταγενέστερα Σελεύκεια Δεκαπόλεως, ήταν αρχαία πόλη
στη Δεκάπολη της Κοίλης Συρίας.
Η πόλη ήταν γνωστή και ως Ραφάνα. Η ονομασία Άβιλα προέρχεται
από τη σημιτική λέξη 'Αβελ (λειβάδι στα Εβραϊκά) . Βρισκόταν κοντά στον
παραπόταμο Γιαρμούκ (Yarmouk) του Ιορδάνη. Ο Ευσέβιος
τοποθετεί την πόλη 19 χλμ ανατολικά των Γαδάρων.
Η περιοχή των Αβίλων-Σελευκείας είχε
κατοικηθεί ήδη από το 3000 π.Χ. κατά την εποχή του Χαλκού. Από τότε
και μέχρι σήμερα η ανθρώπινη παρουσία είναι διαρκής, όπως αποδεικνύεται από τις
ανασκαφές . Τα Άβιλα απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία κατά την ελληνιστική περίοδο. Μετά
τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323
π.Χ.) πέρασε στην πτολεμαϊκή κατοχή. Η πόλη
φαίνεται ότι αρχικά αποικίστηκε από αυτή τη μακεδονική δυναστεία της Αιγύπτου.
Το 218 π.Χ. ο Σελευκίδης βασιλιάς Αντίοχος Γ΄ κατανίκησε τις
πτολεμαϊκές ενισχύσεις του στρατηγού Νικία και κατέκτησε την πόλη.
Η πόλη περιήλθε και πάλι στον πτολεμαϊκό
έλεγχο, αλλά πέρασε οριστικά στην σελευκιδική κατοχή μετά την νίκη στο Πάνειον όρος (198
π.Χ.) και ίσως τότε να επανιδρύθηκε ως ελληνική πόλη με το όνομα Σελεύκεια. Έκτοτε οι κάτοικοι της
πόλεως καλούνταν Σελευκεῑς Ἀβιληνοί.
Το 83/2 π.Χ. η πόλη πέρασε στην κατοχή
του Αλεξάνδρου Ιανναίου
(103-76 π.Χ.) βασιλιά των Ιουδαίων. Το 64 π.Χ. έπεσε στα χέρια
των Ρωμαίων του Πομπήιου, ο οποίος την κατέστησε αυτόνομη.
Από την περίοδο εκείνη έγινε τμήμα της Δεκαπόλεως και έκοψε τα νομίσματά της.
Στην εποχή του Καρακάλλα έφερε τον τίτλο Σελεύκεια Άβιλα.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο ανήκε στην επαρχία Palestina Secunda (Παλαιστίνη Β΄).
Την θέση της Ιορδανικής Σελεύκειας κατέχει το
χωριό Τελλ Αμπίλ
(αγγλικά: Tell Abil) της Ιορδανίας. Παρόλο που αρκετές από τις
αρχαίες δομές της έχουν ανασκαφεί όπως υδραγωγεία, τάφοι, πύλες και δημόσια
κτίρια, τα Άβιλα είναι ιδιαίτερα συναρπαστικά, επειδή τόσο μεγάλο μέρος των
λειψάνων τους είναι ακόμα θαμμένα στο έδαφος. Ο πρώτος Ευρωπαίος που
επισκέφθηκε την τοποθεσία ήταν ο Ούλριχ Τζάσπερ Seetzen το 1806. Τα ερείπια
έχουν περιγραφεί σε δημοσιευμένη βιβλιογραφία ήδη από το 1889 από τον Guy Le
Strange. Η περιοχή χωρίζεται σε ξεχωριστές περιοχές με βάση τη θέση τους και τα
αρχαιολογικά χαρακτηριστικά. Οι περιοχές αυτές ορίζονται ως εξής: Περιοχή Α,
πεδίο AA, Χώρος Β, Περιοχή Γ, Τομέας Δ, Περιοχή DD, E Χώρος και Χώρος Η.
Μεγαλιθικές στήλες υπάρχουν στο Ουμ Ελ-Αμάντ
(η μητέρα των στηλών). Ο χώρος έχει ανασκαφεί σε μεγάλο βαθμό από το 1980. Οι
ανασκαφές έχουν δείξει διηνεκή κατοίκηση στην Σελεύκεια από το 4000 π.Χ. έως το
1500 και έχουν έλθει στο φως πολλά έργα τέχνης, τμήματα των τειχών της πόλης,
θέατρο και εκκλησία του 6ου αιώνα. Η πόλη παραμένει έδρα επισκόπου της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, με τον τίτλο Abilenus. Η επισκοπική έδρα παραμένει
κενή από το 1977. Αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ένα ναό στην περιοχή που
χρησιμοποιήθηκε για τη λατρεία του Ηρακλή, της Τύχης και της Αθηνάς. Περαιτέρω
στοιχεία έχουν δείξει ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για τη χριστιανική λατρεία,
τουλάχιστον τον έβδομο έως τον όγδοο αιώνα.
Η ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ - ΙΠΠΟΥ ΗΤΑΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΟΙΛΗΣ ΣΥΡΙΑΣ
Η Πέλλα ήταν αρχαία ελληνική πόλη της
Δεκαπόλεως της Κοίλης Συρίας
Η
Ελληνική πόλη ΠΕΛΛΑ
βρίσκεται στην κοιλάδα του Ιορδάνη ποταμού, περίπου
130 χλμ. βόρεια της Φιλαδέλφειας και η πόλη έχει ευρήματα από την Νεολιθική εποχή. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα π.Χ.
στην αιγυπτιακή επιγραφές, ως Pihilum
ή Pehel. Ως εμπορικό κέντρο
είχε διασυνδέσεις με Κύπρο και Συρία. Κατά τον Στέφανο τον Βυζάντιο, η
πόλη λεγόταν αρχικά Βούτις.
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΔΕΚΑΠΟΛΗ
Ανάμεσα στα πλήθη που συνέρρεαν να
ακούσουν τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού στη Γαλιλαία
υπήρχαν έλληνες από την Δεκάπολη (Ματ 4:25).
Ο Ιησούς μπήκε όντως στην περιοχή της Δεκάπολης όταν διέσχισε τη Θάλασσα
της Γαλιλαίας και ήρθε στη χώρα των Γερασηνών (ή των Γαδαρηνών, σύμφωνα με το
εδ. Ματ 8:28). (Μαρ 5:1) Αλλά εκεί, αφού εξέβαλε δαίμονες και τους επέτρεψε να
μπουν σε ένα κοπάδι γουρούνια, γεγονός που κατέληξε στον αφανισμό του κοπαδιού,
ο ελληνικός λαός της κοντινής
πόλης και της υπαίθρου παρακάλεσε τον Ιησού να «φύγει από την περιφέρειά τους».
Εκείνος συμμορφώθηκε, αλλά ο άντρας τον οποίο είχε απαλλάξει από τους δαίμονες
υπάκουσε στην οδηγία του Ιησού να πάει και να δώσει μαρτυρία στους συγγενείς
του, και διακήρυξε τα θεραπευτικά έργα ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο
ΙΗΣΟΥΣ ΣΤΗΝ ΔΕΚΑΠΟΛΗ. (Μαρ 5:2‐20). Οι
ερμηνευτές των γραφών πιστεύουν ότι το κοπάδι με τα γουρούνια
που υπήρχε εκεί (άρα έτρωγαν χοιρινό) αποτελούσε
μία περαιτέρω απόδειξη του γεγονότος ότι σε εκείνη την περιοχή
επικρατούσε μη Ιουδαϊκή θρησκευτική επιρροή και τα
ήθη και έθιμα ήταν ελληνικά.
Μετά το Πάσχα του έτους 32 και μόλις επέστρεψε από ένα ταξίδι στις
περιοχές της Τύρου και της Σιδώνας στη Φοινίκη, ο Ιησούς πήγε «προς τη θάλασσα
της Γαλιλαίας, μέσα στις περιοχές της Δεκάπολης». (Μαρ 7:31) Κάπου σε εκείνη
την περιοχή γιάτρεψε έναν κουφό ο οποίος είχε πρόβλημα στην ομιλία και αργότερα
έθρεψε θαυματουργικά ένα πλήθος 4.000 αντρών. —Μαρ 7:32–8:9.
Ιδού λίγα
εδάφια από την Καινή Διαθήκη πού
τεκμηριώνουν τις στενές σχέσεις του Ιησού
Χριστού με την Ελληνική Δεκάπολη και τους
Γαλιλαίους.
Ευαγγέλιο του Μάρκου 5-20 «και ήρξατο
ο Ιησούς κηρύσειν εν τη δεκαπόλει».
Ευαγγέλιο του Μάρκου 7-31 «και επέστρεψεν
ο Ιησούς εις την θάλασσα της
Γαλιλαίας διά μέσου των ορίων Δεκαπόλεως»
δηλ. ηρθε ο Ιησούς στο σπίτι του
περνώντας μέσα από την ελληνική Δεκάπολη
Ευαγγέλιο του Μάρκου 8-27 «και εξήλθεν ο
Ιησούς και οι μαθηταί αυτού ΕΙΣ
ΤΑΣ ΚΩΜΑΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΟΥ» δηλ.πήγε
ο Χριστός και οι μαθητές του στις
ελληνικές κωμοπόλεις της Καισαρείας του Φιλίππου.
Ευαγγέλιο του Ιωάννου 7-1 «Καί περιεπάτει ο Ιησούς μετά
ταύτα εν τή Γαλιλαία• ου γάρ ήθελεν εν τή Ιουδαία περιπατείν».
Δεν χρειάζεται μετάφραση.-
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.