Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες ετοιμάζονται να συμφωνήσουν σε ένα νέο δημοσιονομικό σύμφωνο το οποίο, αν εφαρμοστεί, ενδέχεται να βυθίσει την Ευρώπη σε μια μεγάλη ύφεση. Για να καταλάβουμε γιατί, θα πρέπει να συγκρίνουμε τους τρόπους με τους οποίους τα ευρωπαϊκά κράτη θα απαντούσαν σε μια κάμψη της ζήτησης πριν και μετά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος.
Ας πάρουμε για παράδειγμα μια μεγάλη χώρα, τη Γαλλία, και ας δούμε πώς θα απαντούσε σε μια σημαντική μείωση της ζήτησης για τις εξαγωγές της στη δεκαετία του 1990. Αν δεν υπήρχε καμία απάντηση από πλευράς του κράτους, θα είχε μείωση της παραγωγής και μείωση της απασχόλησης. Για να αποτρέψει αυτές τις μειώσεις όμως, η Τράπεζα της Γαλλίας θα μπορούσε να μειώσει τα επιτόκια. Επιπλέον, η μείωση της απασχόλησης θα οδηγούσε σε κάμψη των εισοδημάτων και αφενός θα περιόριζε αυτόματα τα φορολογικά έσοδα, αφετέρου θα αύξανε τις διάφορες μεταβιβαστικές πληρωμές π.χ. τα επιδόματα ανεργίας. Αλλά η κυβέρνηση θα μπορούσε να συμπληρώσει αυτούς τους ‘αυτόματους σταθεροποιητές’ με αύξηση των κοινωνικών δαπανών και μείωση της φορολογίας. Και αυτές οι πολιτικές θα αύξαναν περαιτέρω το δημόσιο έλλειμμα.
Επιπλέον η πτώση στην εξαγωγική ζήτηση θα οδηγούσε αυτομάτως σε υποτίμηση του γαλλικού φράγκου σε σχέση με τα άλλα νομίσματα ενώ η μείωση των επιτοκίων του φράγκου από την Τράπεζα της Γαλλίας θα τροφοδοτούσε και περαιτέρω μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτός ο συνδυασμός αλλαγών στη νομισματική πολιτική, τη δημοσιονομική πολιτική και την ισοτιμία θα στήριζαν την παραγωγή και την απασχόληση και θα απέτρεπαν μια σημαντική αύξηση της ανεργίας.
Μετά το ευρώ
Αλλά όταν η Γαλλία υιοθέτησε το ευρώ, τα δύο από τα τρία εργαλεία απάντησης σε μια κρίση ζήτησης χάθηκαν. Δεν υπάρχει γαλλικό φράγκο για να υποτιμηθεί σε σχέση με τα νομίσματα των άλλων κρατών της Ευρωζώνης. Το δε επιτόκιο της Γαλλίας – και όλων των άλλων κρατών μελών της Ευρωζώνης – δεν ορίζεται πλέον από τη δική της κεντρική τράπεζα αλλά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με βάση τις συνθήκες της ζήτησης στη νομισματική ένωση σαν σύνολο. Επομένως η μόνη αντικυκλική πολιτική που μπορεί να εφαρμόσει μια χώρα πλέον είναι η δημοσιονομική: να μειώσει τη φορολογία και να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες.
Μια τέτοια απάντηση όμως σημαίνει αύξηση του δημοσίου ελλείμματος και ο ρόλος των αυτόματων σταθεροποιητών είναι ιδιαίτερα σημαντικός τώρα που τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη νομισματική πολιτική για να σταθεροποιήσουν τη ζήτηση. Η έλλειψη νομισματικών εργαλείων, σε συνδυασμό με την απουσία της δυνατότητας προσαρμογής της ισοτιμίας, μπορεί να δικαιολογεί κάποιες κυκλικές μειώσεις φόρων και αύξησης των δαπανών.
Δυστυχώς κάποια κράτη της Ευρωζώνης επέτρεψαν την αύξηση των ελλειμμάτων τους στην ανοδική συγκυρία αντί να την κρατούν ως εργαλείο προκειμένου να τη χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση μείωσης της ζήτησης. Με άλλα λόγια το εθνικό χρέος αυτών των κρατών αυξήθηκε εξαιτίας τόσο των διαρθρωτικών ελλειμμάτων όσο και των κυκλικών ελλειμμάτων.
Διαρθρωτικά ελλείμματα
Η αύξηση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων κατά την περασμένη δεκαετία διευκολύνθηκε από την εκπληκτική έλλειψη ανταπόκρισης των επιτοκίων της Ευρωζώνης στις εθνικές διαφορές στη δημοσιονομική πολιτική και το επίπεδο του δημόσιου χρέους. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν τις διαφορές κινδύνου μεταξύ των κρατών της Ευρωζώνης, έτσι τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων δεν αντανακλούσαν τον υπερβολικό δανεισμό κάποιων κρατών. Το ενιαίο νόμισμα σήμαινε ακόμη πως ούτε και η συναλλαγματική ισοτιμία μπορούσε να δηλώσει τις διαφορές της δημοσιονομικής διαχείρισης.
Η εξομολόγηση της Ελλάδας, το 2010, ότι είχε εμφανίσει νούμερα πολύ χαμηλότερα των πραγματικών για το δημόσιο έλλειμμά της ξύπνησε τις αγορές και οδήγησε στη δραστική άνοδο των σπρεντ για ορισμένα κράτη της Ευρωζώνης. Η ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής της 8ης-9ης Δεκεμβρίου είχε σαν στόχο την αποτροπή ενός ανάλογου επεισοδίου στο μέλλον. Οι επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωζώνης συμφώνησαν καταρχήν να περιορίσουν τα δημόσια ελλείμματα στο μέλλον, εισάγοντας στα εθνικά Συντάγματα μια ρήτρα η οποία θα επιβάλλει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Συγκεκριμένα η συμφωνία προβλέπει ότι το ετήσιο διαρθρωτικό έλλειμμα θα είναι κατ’ ανώτερο στο 0.5% του ΑΕΠ και ότι θα επιβάλλονται κυρώσεις στις χώρες που το συνολικό δημόσιο έλλειμμά τους – διαρθρωτικό και κυκλικό – ξεπερνά το 3%. Αυτό σημαίνει ότι η δυνατότητα μιας χώρας της Ευρωζώνης να έχει κυκλικό έλλειμμα δεν μπορεί να ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ. Οι ομάδες της διαπραγμάτευσης επεξεργάζονται τώρα τις λεπτομέρειες του νέου δημοσιονομικού συμφώνου ενόψει της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής που θα γίνει στα τέλη Ιανουαρίου με σκοπό να του δώσουν μια τελική μορφή.
Το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο και οι προτάσεις Άσμουσεν
Ο κύριος όρος της συμφωνίας του Δεκεμβρίου είναι ότι τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν κυκλικά ελλείμματα που ξεπερνούν το 0.5% του ΑΕΠ – καθώς πρόκειται για ένα σημαντικό εργαλείο που αντισταθμίζει την πτώση στη ζήτηση. Όμως έκτοτε μεσολάβησε – και προκαλεί μεγάλες ανησυχίες – μια επίσημη διαμαρτυρία από την πλευρά της ΕΚΤ, που υποστηρίζει ότι οι προτεινόμενοι κανόνες δεν είναι αρκετά σκληροί. Ο Γιοργκ Άσμουσεν, ισχυρό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ ζήτησε από τις ομάδες της διαπραγμάτευσης να επιτρέπονται στα κράτη μέλη ελλείμματα που ξεπερνούν το 0.5% του ΑΕΠ μόνο σε ‘φυσικές καταστροφές και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης’ που ξεφεύγουν του ελέγχου των κυβερνήσεων.
Αν η πρόταση Άσμουσεν υιοθετηθεί, θα εκμηδενιστεί η δυνατότητα των κρατών μελών του ευρώ για αυτόματη κυκλική δημοσιονομική προσαρμογή και κάτι τέτοιο μπορεί εύκολα να μας οδηγήσει σε ένα καθοδικό σπιράλ της ζήτησης και σε σοβαρή ύφεση. Αν, για να μείνουμε στο παράδειγμά μας, οι συνθήκες στην Ευρωζώνη οδηγήσουν σε μείωση της ζήτησης για τις γαλλικές εξαγωγές, η παραγωγή και η απασχόληση στη Γαλλία θα μειωθούν δραστικά. Κι αυτό θα μειώσει τα φορολογικά έσοδα και θα αυξήσει τις μεταβιβαστικές πληρωμές, ωθώντας αμέσως το δημόσιο έλλειμμα άνω του 0.5%.
Το καθοδικό σπιράλ χωρίς τέλος
Αν η Γαλλία θέλει να μην έχει αυτό το κυκλικό έλλειμμα, θα πρέπει να αυξήσει τους φόρους και να κόψει τις δημόσιες δαπάνες. Μια τέτοια πολιτική όμως θα συμπιέσει περαιτέρω τη ζήτηση οδηγώντας σε περαιτέρω πτώση των εσόδων και σε περαιτέρω αύξηση των μεταβιβαστικών πληρωμών – και κατά συνέπεια σε μεγαλύτερο δημόσιο έλλειμμα και ενίσχυση των πιέσεων για περαιτέρω δημοσιονομική σύσφιξη. Και δεν είναι καθόλου σαφές αν έχει πουθενά τέλος αυτό το καθοδικό σπιράλ δημοσιονομικής σύσφιξης και συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη πρόταση – αν υιοθετηθεί – θα οδηγήσει σε συντριπτικά ποσοστά ανεργίας και θα κλείσει όλους τους δρόμους προς την ανάκαμψη. Έτσι η Ευρώπη μπορεί να δημιουργήσει μια μεγάλη ύφεση.
Και για να καταλήξουμε: πρακτικά η πολιτική αυτή προφανώς και δεν πρόκειται να εφαρμοστεί ποτέ στη Γαλλία, διότι ακόμη κι αν εγκριθεί το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο, ακόμη κι αν υιοθετηθούν οι δρακόντειοι κανόνες Άσμουνσεν, η Γαλλία απλά θα τους παραβιάσει, όπως είχε κάνει ξανά μαζί με τη Γερμανία παραβιάζοντας τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στις αρχές της δεκαετίας του 2000 χωρίς καμία συνέπεια.
Βλέπουμε τα αποτελέσματα στην Ελλάδα
Η πολιτική αυτή όμως εφαρμόζεται εδώ και δύο χρόνια στην Ελλάδα παράγοντας συντριπτική ύφεση και ανεργία που πλησιάζει το 20% και πλέον αρχίζει να εφαρμόζεται και στην Ιταλία και στην Ισπανία. Αν το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο περάσει, το πιθανότερο είναι ότι θα δούμε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο να βυθίζεται σε μια μεγάλη ύφεση και πως η ύφεση αναμφίβολα θα περάσει και στη Γαλλία.
Μια λύση είναι να γίνει τώρα διάκριση μεταξύ κυκλικών και διαρθρωτικών ελλειμμάτων και να επιτραπούν τα κυκλικά ελλείμματα που απορρέουν από τους αυτόματους σταθεροποιητές για την αποτροπή μιας σοβαρής ύφεσης. Την διάκριση πρέπει να αναλάβει η ίδια η ΕΚΤ, δημοσιεύοντας εκτιμήσεις για το μέγεθος των κυκλικών και των διαρθρωτικών ελλειμμάτων. Η ανάλυση αυτή θα πρέπει επίσης να προχωρήσει σε μια διάκριση ανάμεσα στα πραγματικά – προσαρμοσμένα με βάση τον πληθωρισμό – ελλείμματα και την ονομαστική αύξηση του ελλείμματος που προκύπτει αν η αύξηση του πληθωρισμού οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.