Η Μασσαλία την εποχή του Πυθέα (380 -310 πΧ) ήταν ένα μεγάλο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο στην ανώτερη ακμή του. Το εμπόριο βαρβάρων δούλων και κρασιού την κατέστησαν ως μια από τις δυνατές Μεσογειακές πόλεις. Ήταν μια πόλη υπόδειγμα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Στις καλές σχέσεις με τους γείτονές της Κέλτες, Ίβηρες και Ρωμαίους οφείλεται η μακροημέρευση και η ευμάρειά της. Στον κλιμακούμενο ανταγωνισμό με τα φοινικικά συμφέροντα της Καρχηδόνας οφείλεται η ανάγκη να ξεπεράσει τα όρια του τότε γνωστού κόσμου προς αναζήτηση ασφαλών εμπορικών δρόμων και σπάνιων προϊόντων. Συγκεκριμένα κασσίτερου και ήλεκτρου. Ο κασσίτερος έβρισκε χρήση τόσο στην προσοδοφόρα οπλοποιία όσο και στην τέχνη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα μπρούτζινα χυτά αγάλματα της κλασσικής και της ελληνιστικής εποχής. Χρησιμοποιούταν επίσης για μαγειρικά σκεύη καθώς και για την δημιουργία καθρεπτών. Οι Μασσαλιώτες τον αντάλλασσαν με άλλα προϊόντα τους από τις Κασσιτερίδες νήσους, δηλαδή από τα νησιά και τις ακτές της Βρετανίας. Το ήλεκτρον (κεχριμπάρι) ήταν ένα πολύτιμο υλικό που χρησιμοποιούταν στην κοσμηματοποιία και βρισκόταν στην Βαλτική. Η ανάγκη για ανεφοδιασμό αυτών των δύο προϊόντων ήταν που έσπρωξε τον Πυθέα σε άγνωστα νερά, πολύ κοντά στον Αρκτικό κύκλο. Την ίδια περίοδο ο συμπατριώτης του, Ευθυμένης, πραγματοποίησε ταξίδι νότια, στις αφρικανικές ακτές. Ο Πυθέας, με την ιδιότητα του γεωγράφου και του αστρονόμου, ήταν ο πιο κατάλληλος για να χαρτογραφήσει μια θαλάσσια διαδρομή. Από το έργο του, “Περί Ωκεανού”, του οποίου μόνο αποσπάσματα σώζονται, τα κατάφερε. Ο Πυθέας περιέγραψε το ταξίδι του στα βιβλία του Περί Ωκεανού και Γης περίοδος, από τα οποία σώζονται μόνο αποσπάσματα, σε αναφορές άλλων συγγραφέων. Ο Πύθέας από την στιγμή που πέρασε τις Γαδειρίδες (Ηράκλειες) στήλες, χαρτογραφούσε όλες τις περιοχές που συναντούσε και κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις για το κλίμα, τα ρεύματα, τις παλίροιες, τις θερμοκρασίες ατμόσφαιρας και θαλάσσης, τις κατευθύνσεις του ανέμου, τις κινήσεις των κοπαδιών ψαριών, τις κινησεις των πουλιών, τις ομίχλες, τις ώρες σκότους και ημέρας και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες. Όλα αυτά τα έγραψε στο βιβλίο του "Περί Ωκεανού"το οποίο δυστυχώς δεν έχει βρεθεί. Για τον περίπλουν της Αγγλίας ελάχιστες πληροφορίες διεσώθηκαν, μεταξύ των οποίων, ότι η Βρετανική νήσος "έχει τριγωνικό σχήμα και είναι νήσος μεγίστη". Οι ικανότητές του άλλωστε, φαίνονται και από τον υπολογισμό της περιμέτρου της Βρετανίας, η οποία απέκλειε ελάχιστα από την πραγματική. Επίσης, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στη Φυσική Ιστορία αναφέρεται με λεπτομέρειες στο έργο αυτό όπου, ο Πυθέας εκτιμά την παλιρροιακή δύναμη στις ακτές της Βρετάνης μέσω των ρυθμών της και, προφανώς είχε μια πολύ καλή θεωρία για να εξηγεί τους ρυθμούς της παλίρροιας με τη σελήνη. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, είναι σχεδόν βέβαιος πως η επίδραση της Σελήνης, στις παλίρροιες, ήταν γνωστή από τον 4ο αιώνα π.χ. χάρη στον Πυθέα. "Σ΄ αυτό τον ήρεμο κόλπο επιβεβαίωσα τη σχέση της σελήνης με την παλίρροια. Βλέπω την "΄Αρτεμη", το πλοίο μας, σ΄ όλη του την αίγλη και η θάλασσα προχώρησε μα και υποχώρησε πιο πολύ από χθες. Η διαφορά ύψους δείχνει να είναι ογδόντα πήχεις. Κατά τη γνώμη μου τεράστια". Επίσης έχουμε δική του μαρτυρία για τη μικρότερη διάρκεια της μέρας, ανάλογα με την εποχή. Και ο λόγος που πιστεύουμε πως έφθασε τόσο βόρεια, είναι ένα κείμενό του, όπου ο Πυθέας λέει, πως είδε τον ήλιο να ανατέλλει αμέσως μετά τη δύση. Άρα πρέπει να έφθασε σε μεγάλο γεωγραφικό πλάτος το καλοκαίρι. Κι εκείνη την εποχή υπάρχει μόνο η δική του μαρτυρία σχετικά με τη διαφορά στη διάρκεια της μέρας. "Ο ήλιος φάνηκε επιτέλους ανάμεσα από τα γκρίζα σύννεφα. Κατάφερα να υπολογίσω τους αριθμούς που προσδιορίζουν τη σχέση ανάμεσα στη σκιά και το ύψος του γνώμονά μου. Πλησιάζουμε στο ηλιοστάσιο, και η μέρα εδώ είναι πιο μεγάλη απ΄ ότι στη χώρα των βόρειων βρετανών. Διαρκεί πάνω από 18 γυρίσματα της κλεψύδρας. Όταν προσπάθησα να δώσω στους ιθαγενείς να καταλάβουν πως ήθελα να πάω στη Θούλη, αυτοί οι βάρβαροι μας έδειξαν που δύει ο ήλιος και τον τόπο όπου ο ήλιος έχει το θρόνο για κρεβάτι του. Γιατί εκεί γέρνει και εκεί υψώνεται". Επίσης αποδεικνύεται από άλλους ιστορικούς πως ο Πυθέας ανακάλυψε την έννοια του γεωγραφικού πλάτους. Και πως επινόησε το γεωγραφικό πλάτος; Όλοι νομίζουμε πως το ηλιακό ρολόι δείχνει την ώρα. Για τους έλληνες, το ηλιακό ρολόι δεν δείχνει την ώρα. Ήταν ένα αστρονομικό παρατηρητήριο. Κι αυτό έδειχνε το μήκος της σκιάς την πιο σύντομη μέρα καθώς και το μήκος της σκιάς την πιο μεγάλη μέρα δηλ. το χειμερινό και το θερινό ηλιοστάσιο. Έδειχνε επίσης το μήκος της σκιάς την ημέρα της ισημερίας. Η γωνία που σχηματίζει η ακμή του γνώμονα ή του ρολογιού με τη θέση της σκιάς την ημέρα της ισημερίας είναι ακριβώς η γωνία του γεωγραφικού πλάτους. Αυτή την ανακάλυψη την έκανε πρώτος ο Πυθέας. είδε πως αυτή η γωνία έδειχνε πόσο ψηλά ήταν αυτό το μέρος. Με τη μέθοδο αυτή υπολόγισε το γεωγραφικό πλάτος της γενέτειράς του Μασσαλίας, με σχεδόν απόλυτη ακρίβεια. Βρήκε τιμή που αντιστοιχεί σε 43°3'. Η πραγματική είναι 43°17' !!! Είναι πιθανό, με τη βοήθεια των τριγώνων γνωμόνων και σκιάς, να υπολόγισε την περίμετρο της Γης, και να έδωσε την τιμή 300.000 σταδίων, την οποία αναφέρει ο Αρχιμήδης, χωρίς να δηλώνει την πατρότητά της. "Από τη σχέση του μήκους του γνώμονος και της σκιάς του, βεβαιώνω πως αυτή τη στιγμή απέχουμε 9.000 στάδια από τη Μασσαλία πάνω από τη διάμεσο του κόσμου. Η μέρα τώρα διαρκεί σχεδόν 18 γυρίσματα της κλεψύδρας αλλά οι βάρβαροι μου εξήγησαν ότι, όλο το χειμώνα ο ήλιος ανεβαίνει μόνο 9 πήχεις πάνω από ορίζοντα πράγμα που συμπίπτει με το ύψος του ήλιου στη Μασσαλία". Γιατί, για να βρούμε τη γωνία του γεωγραφικού πλάτους χρειάζεται και μια ορισμένη επεξεργασία του σχήματος που δείχνει ο γνώμονας. Και εκεί ακριβώς το παράδειγμά του είναι ενδιαφέρον ως προς το συσχετισμό θρύλου και ιστορίας. Δηλαδή τη σχέση που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στην εξερεύνηση της γης, τη χαρτογράφηση και μέτρησή της και τα γεωμετρικά σχήματα, δηλαδή τα σημεία, τις γωνίες τις ευθείες και τις μονάδες μέτρησης. "Η "Άρτεμις" πλέει μέσα σε κάτι άγνωστο που μόνο πνεύμονα της θάλασσας μπορώ να ονομάσω. Δεν είναι ούτε σκληρός πάγος ούτε αέρας, ούτε νερό". Όσο για την γνωστή και μυστηριώδη Θούλη, η οποία τοποθετείται βορειότερα των Βρετανικών νήσων και είναι το έσχατο μέρος του κόσμου, μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το αν πρόκειται για την Νορβηγία, τις Νήσους Φερόες ή την Ισλανδία. Οι κάτοικοι της πάντως, πίνουν ένα ποτό από μέλι και σιτάρι και η μεγαλύτερη μέρα διαρκεί είκοσι ώρες. Όσο για τη θάλασσα, σε εκείνη τη περιοχή, ξέρουμε ότι “δεν είναι σκληρός πάγος, δεν είναι νερό, δεν είναι αέρας». Μετά από θαλάσσιο ταξίδι έξι ημερών προς το βορρά έφτασε σε έναν τόπο που ονομάζει Θούλη. Για τη Θούλη ο Πυθέας αναφέρει ότι ήταν μία γεωργική χώρα, όπου η μεγαλύτερη μέρα διαρκεί 20 (ισημερινές) ώρες. Αυτό παραπέμπει σε γεωγραφικό πλάτος 64 μοιρών. Οι εκεί κάτοικοι τρέφονταν με φρούτα και παρασκεύαζαν ένα ποτό από σιτάρι και μέλι. Σχετικά με το ποια ήταν η Θούλη που επισκέφτηκε ο Πυθέας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Εικάζεται ότι πρόκειται για την Ισλανδία, τις ακτές της Νορβηγίας, τις Νήσους Φερόες ή Σέτλαντ. Βόρεια τη Θούλης, σε απόσταση μίας μέρας ναυτικού ταξιδιού, ξεκινούσε μία περιοχή όπου η θάλασσα αναμιγνυόταν με τον πάγο, τη στεριά και τον αέρα. Υπάρχουν θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες ο τόπος που περιγράφει ο Πυθέας είναι οι περιοχές του Αρκτικού κύκλου κοντά στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία, όπου το θαλασσινό νερό αρχίζει να πήζει και υπάρχει πυκνή ομίχλη. Ο συνδυασμός αυτός (νερό-πάγοι-ομίχλη) του έδωσε την εντύπωση της ανάμιξης των στοιχείων της φύσης. Τα όρια του κόσμου την εποχή του Πυθέα, ήταν νοτιότερα από το πραγματικό γεωγραφικό πλάτος της Γροιλανδίας. Ακολούθως θα παραθέσουμε τα βάρβαρα έθιμα των λαών της βόρειας Ευρώπης. Ο όρος Βάρβαροι είναι ονομασία που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Αρχαίους Έλληνες και αργότερα από τους Μεσσαιωνικούς Έλληνες ως εθνογραφική ή γεωγραφική ένδειξη, με την οποία, μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα, χαρακτήριζαν όλους εκείνους που δεν ήταν Έλληνες, τους αλλοδαπούς. Καταδεικνύει ένα λαό με έντονο το αίσθημα της διαφορετικότητάς του από τους μη ανήκωντες σε αυτόν. Στη γνωστή έκφραση « πας μη Έλλην βάρβαρος », περικλείεται και η εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων για τα διανοητικά τους επιτεύγματα.
Οι Κελτες στην Δυτική Ευρώπη ήταν μεγαλύτεροι εξαγωγείς όπλων και υποδημάτων της αρχαιότητας έπνιγαν στην μπίρα τους ανίκανους βασιλιάδες. Όμως εξαφανίστηκαν λόγω της θρυλικής φυλετικής τους υπερηφάνειας. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τούς θεωρούσαν βάρβαρους και πολεμοχαρείς, σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. Διόλου τυχαία, οι ιστορικές μαρτυρίες τούς παρουσιάζουν να ζουν από τις λεηλασίες. Ακόμα και την εμφάνισή τους περιέγραφαν ως τρομακτική: "Ψηλοί, ξανθοί και ρωμαλέοι, μοιάζουν με δαίμονες του δάσους". Για μεγάλο χρονικό διάστημα όλοι οι λαοί θεωρούσαν τους Κέλτες φοβερούς και μυστηριώδεις, κυρίαρχη πίστη που εδραιώθηκε από τις προφορικές μαρτυρίες όσων έρχονταν σ' επαφή μαζί τους. Κάποια στιγμή έγιναν επικίνδυνοι. Ωστόσο μνημεία αφιερωμένα στη νίκη των Ελλήνων βασιλέων της Περγάμου έναντι των Κελτών, τα οποία υπάρχουν στην Πέργαμο και στη Στοά του Αττάλου, στην Αθήνα, αναδεικνύουν τη δύναμη και την αρχοντιά των πολεμιστών τους. Εξαπλώθηκαν από την Ιβηρική Χερσόνησο μέχρι τη Μικρά Ασία και τη Βρετανία και νικήθηκαν από Έλληνες και Ρωμαίους. Υπηρχε πρακτική των ανθρωποθυσιών στις οποίες επιδίδονταν οι δρυΐδες των Κελτών. Οι τύποι ανθρωποθυσίας που εκτελούσαν οι Κέλτες ποίκιλαν σύμφωνα με τη θεότητα που επιδίωκαν να τιμήσουν: απαγχονισμός προς τιμή κάποιου θεού, πνιγμός για να τιμήσουν έναν άλλο. Η γνωστότερη πάντως τεχνική ανθρωποθυσίας των δρυΐδων ήταν το ανθρώπινο σκιάχτρο. Η κατασκευή παραδιδόταν κατόπιν στις φλόγες, παίρνοντας μαζί της τις ζωές των άτυχων θυμάτων. «Και αυτοί οι Γαλάτες που εξευμενίζουν με ανθρωποθυσίες τους ανελέητους θεούς Τεύτα, Έσο και Τάρανη...» (Λουκανός) «Και αυτοί που με καταραμένο αίμα ειρηνεύουν τον άγριο Τευτάτη, τα φριχτά ιερά του Έσου, και οι βωμοί του Τάρανη στυγεροί όπως εκείνοι που αγαπήθηκαν από την Άρτεμη... Και εσείς, ω Δρυίδες, όταν τελείωσε αυτός ο πόλεμος, σε περίεργα μυστήρια και μισητές τελετές γυρίσατε...» (Λουκανός). «Ήταν εκεί ένα άλσος [στη Γαλατία] που από την αρχαιότερη εποχή κανένας άνθρωπος δεν τόλμησε να συλήσει, κρυμμένο από τον ήλιο, με κρύα ανοίγματα... Καμιά συλβανή νύμφη δεν βρήκε κατοικία εδώ, ούτε ο Πάνας, παρά μόνο άγριες τελετές και βάρβαρη λατρεία, απαίσιοι βωμοί... Κάθε δέντρο είχε καθαγιαστεί με αίματα ανδρών... Αν μπορούμε να πιστέψουμε τον αρχαίο θρύλο, κανένα πουλί δεν τόλμησε ποτέ να καθήσει πάνω σε αυτά τα κλαδιά, και κανένα θηρίο δεν έφτιαξε από κάτω φωλιά...» (Λουκανός) Οι Δρυίδες στη Βρεττανία θυσίαζαν στη «θεά» Ανδράστη τις γυναίκες αιχμάλωτες ως εξής. Έκοβαν τα στήθη τους, τα έβαζαν στα στόματά τους επάνω, τις διαπερνούσαν με πασσάλους και κρεμούσαν τα άψυχα κορμιά τους σε δέντρα του ιερού άλσους (Διών ο Κάσσιος). Τις ανθρωποθυσίες των Δρυίδων αναφέρουν και οι Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και Τάκιτος, μεταξύ πολλών συγγραφέων.
Η Σκάντζα (Σκανδιναβία) είναι η κυψέλη των γερμανικών φυλών και η μήτρα των εθνών, επαληθεύεται στην περίπτωση των γερμανικών φύλων. Τα φύλα αυτά βρίσκονται την αυγή της δεύτερης χιλιετηρίδας στην νήσο Σκάντζα (οι αρχαίοι γεωγράφοι θεωρούν την Σκανδιναβική χερσόνησο ως νήσο) έτοιμα να εξορμήσουν στις απέναντι ευρωπαϊκές ακτές της Βαλτικής. Από την νότια Σκανδιναβία περνούν στην Δανία και τις παρακείμενες περιοχές μεταξύ Έλβα και Όντερ στην Βόρεια Γερμανία. Περίπου το 1000 π.Χ. παρατηρείται μια κινητικότητα στη Βόρεια Ευρώπη.
Η Σκάντζα (Σκανδιναβία) είναι η κυψέλη των γερμανικών φυλών και η μήτρα των εθνών, επαληθεύεται στην περίπτωση των γερμανικών φύλων. Τα φύλα αυτά βρίσκονται την αυγή της δεύτερης χιλιετηρίδας στην νήσο Σκάντζα (οι αρχαίοι γεωγράφοι θεωρούν την Σκανδιναβική χερσόνησο ως νήσο) έτοιμα να εξορμήσουν στις απέναντι ευρωπαϊκές ακτές της Βαλτικής. Από την νότια Σκανδιναβία περνούν στην Δανία και τις παρακείμενες περιοχές μεταξύ Έλβα και Όντερ στην Βόρεια Γερμανία. Περίπου το 1000 π.Χ. παρατηρείται μια κινητικότητα στη Βόρεια Ευρώπη.
Τα ήδη εγκατεστημένα γερμανικά φύλα εισβάλουν στις περιοχές των Κελτών και φέρνουν τα σύνορα στους ποταμούς Ρήνο στα ανατολικά και Μάιν στα νότια. Η μετακίνηση αυτή των συνόρων είναι αργή και σταδιακή και δεν ολοκληρώθηκε πριν το 200 π.Χ. Η Νότια Γερμανία πληρούται με γερμανικό πληθυσμό και μετά το 100 π.Χ. ξεκινά η προσπάθεια υπέρβασης του Ρήνου και εισόδου στη Γαλατία. Την εποχή αυτή γίνονται οι πρώτες επαφές Ρωμαίων και Γερμανών, για την ακρίβεια συγκρούσεις, με αποτέλεσμα την αναχαίτιση των τελευταίων και τον περιορισμό τους ανατολικά του Ρήνου. Στην Ανατολική Γερμανία καινούργιες μετοικήσεις από τη Σκανδιναβία λαμβάνουν χώρα στις ακτές μεταξύ των εκβολών του Όντερ και του Βιστούλα. Οι μετοικήσεις αυτές πραγματοποιούνται στην ύστερη περίοδο του Χαλκού (για την περιοχή), μεταξύ 600 και 300 π.Χ. και θα συνεχιστούν με την διάβαση του Βιστούλα και την εξάπλωση ανατολικά στην περιοχή των σημερινών Καρπάθιων ορέων. Οι εξελίξεις στην περιοχή αυτή σχετίζονται με την εθνογένεση των Γότθων. Οι Κίμβροι κατοικούσαν στην Βαλτική ή Κιμβρική χερσόνησο (Δανια). Παρ' αυτούς δεν υπήρχαν ιερείς αλλά ιέρειες, πολιές γυναίκες, γυμνόποδες, ενδεδυμένες λευκούς λινούς χιτώνες και φορούσαν χαλκή ζώνη. Καθήκον δε είχαν να σφάζουν τους δια τις θυσίας ορισμένους αιχμαλώτους και να μαντεύουν εκ του ρέοντος αίματος και των σπλάγχνων τους. Τέτοιοι λοιπόν που ήταν δίκαια, ενέβαλλαν μέγα τρόμο παντού. Καίσαρας είναι επίσης ο πρώτος που περιέγραψε τους ανθρώπους αυτούς, αφιερώνοντάς τους λίγες παραγράφους στα απομνημονεύματα των Γαλατικών Πολέμων: " Οι συνήθειες των Γερμανών διαφέρουν πολύ απ' αυτές των Γαλατών, αφού δεν έχουν δρυΐδες για να προΐστανται των θρησκευτικών τελετών, ούτε πολυνοιάζονται για θυσίες. Για θεούς έχουν μόνο όσους βλέπουν με τα μάτια τους και επιζητούν την εύνοιά τους - τουτέστιν τον Ήλιο, τη Φωτιά και τη Σελήνη (...) Περνούν όλη τους τη ζωή στο κυνήγι και τον πόλεμο. Από παιδιά εκπαιδεύονται στην εργασία και τις κακουχίες (...) Οι φυλές αυτές θεωρούν μέγιστη δόξα, να ρημάζουν τις γειτονικές περιοχές και να τις κάνουν μη κατοικήσιμες. Πιστεύουν ότι έτσι αποδεικνύουν την αξία τους, με το να διώχνουν τους γείτονές τους και κανείς να μην τολμά να πατήσει εκεί. Επίσης πιστεύουν ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα είναι πιο ασφαλείς, μιας και απομακρύνουν τον κίνδυνο ξαφνικών εισβολών."
Η ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας αρχίζει από την 1η χιλιετία π.Χ.. Την εποχή αυτή κατοικήθηκε από τους Βρετανούς, που ανήκαν στις κελτικές φυλές της Γαλατίας. Η αρχαιότερη αναφορά προέρχεται από το «Μασσαλιώτικο Περίπλου» , που γράφηκε τον 1ο αιώνα π.Χ., και μερικά αποσπάσματά του διασώθηκαν στο μεταγενέστερο έργο του Αβιηνού Ora Maritima. Εκεί η περιοχή αναφέρεται με τον όρο «Albionum» (Αλβιώνα), ενώ γίνεται αναφορά και για το γένος των «Hiernorum» (Ιερνών), προγόνων των Ιρλανδών. Ο Ευθυμένης από τη Μασσαλία βγαίνοντας με το πλοίο του εκτός των Ηρακλείων Στηλών εξερευνά τη Βόρειο Θάλασσα και τις «εξωτερικές» ακτές της Αφρικής. Συγγράφει το Περίπλους της έξω θαλάσσης, στο οποίο περιγράφονται δύο μακρινά νησιά, η Ιέρνη (Ιρλανδία) και η Αλβιών (Αγγλία). Πριν από την εμφάνιση του Ora Maritima πάντως υπάρχουν αναφορές για τα νησιά Αλβίων και Ιέρνη από τον 4ο αιώνα π.Χ. (ο όρος «Αλβιώνα» «Γηραιά» εναλλακτικό όνομα Μεγάλη Βρετανία). Στο ταξίδι του Πυθέα, στο «Περί Ωκεανού» , τα νησιά αναφέρονται ως «Πρεττανικές Νήσοι», από το όνομα ομάδας Γαλατών, των Pritani (Πρεττανοί), που ο Πυθέας θεωρεί πως έχουν συγγενικές σχέσεις οι κάτοικοι του νησιού. Ερευνα που δημοσιεύθηκε, παρουσιάζει κανίβαλους τους αρχαίους Βρετανούς, έτρωγαν τους νεκρούς και στη συνέχεια έφτιαχναν κύπελλα από τα κρανία τους. Οι ερευνητές του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου ανακάλυψαν στη νότια Αγγλία ανθρώπινα οστά ηλικίας 15.000 ετών, τα οποία έφεραν σημάδια κανιβαλισμού, καθώς και κρανία, τα οποία είχαν μετατραπεί σε κύπελλα. Οι Ρωμαίοι κατηγορούσαν τους Κέλτες της Βρετανίας και της Ιρλανδίας ότι επιδίδονταν σε κανιβαλισμό και ανθρωποθυσίες.
Κοιτίδα των Φίννων (Φινλανδων) θεωρείται η περιοχή των Ουραλίων. Στα προϊστορικά χρόνια ένα τμήμα τους μετανάστευσε προς τα δυτικά και έφθασε στη Βαλτική γύρω στο 3000 π.Χ. Διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν πως αυτό το κομμάτι ανέπτυξε από νωρίς εμπορικές πολιτισμικές επαφές με τις γειτονικές γερμανικές και βαλτικές φυλές, καθώς και αργότερα (μετά το 500 π.Χ.) με τους Κέλτες της Κεντρικής Ευρώπης και τους Ρωμαίους. Στη γραμματεία των τελευταίων συναντώνται οι πρώτες γραπτές αναφορές (Τάκιτος, Κλαύδιος Πτολεμαίος). Από τους πρώτους κατοίκους της Φινλανδίας ήταν οι Λάπωνες ή συγγενής φιννοουγγρικής προέλευσης λαός που ήταν εγκαταστημένος στην περιοχή κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. Από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. αναπτύχθηκε ο λεγόμενος «πολιτισμός Κιουκάινεν», του οποίου η ακμή φτάνει έως το 13ο αι. π.Χ. Στο τέλος του 1ου αι. μ.Χ. τη χώρα κατέλαβαν οι Φίννοι, οι οποίοι προέρχονταν από την Εσθονία, και δημιούργησαν μία πρωτόγονη οικονομία βασισμένη στο κυνήγι των γουνοφόρων ζώων.
Η βαλτική φυλή είναι ανθρώπινη φυλή διαδεδομένη στην κεντρική Ευρώπη, μεταξύ των σλαβικών λαών, και κυρίως στις Βαλτικές χώρες (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), καθώς επίσης στη Λευκορωσία, στην Πρωσία και στην κεντρική Ρωσία. Σε μερικά φυσικά γνωρίσματα θυμίζει τη βόρεια φυλή. Μερικά φυσικά γνωρίσματα θυμίζουν τον αλπικό τύπο, κυρίως λόγω του βραχυκέφαλου κρανίου. Επίσης αλλά χαρακτηριστικά της φυλής κάνουν να συγγενεύει με τον αλπικό τύπο της κεντρικής Ευρώπης. Γι’ αυτό, πολλοί πιστεύουν ότι ο ανθρώπινος αυτός τύπος δεν αποτελεί ξεχωριστή φυλή, αλλά είναι αποτέλεσμα επιμειξιών. Το 1226 μ.χ. οι Τευτονες Ιππότες ξεκινούν την υποταγή και να προσηλυτισμό των παγανιστικών φυλών της Πρωσσίας. Κατά την διάρκεια των επόμενων 60 ετών οι Τεύτονες υπέταξαν τους τοπικούς πληθυσμούς πραγματοποιώντας εκτεταμένες σφαγές και στα υποδουλωμένα εδάφη. Δηλαδή οι φυλές αυτές ζούσαν σε πρωτογονη κατάσταση σε δάση και βάλτους για χιλιετίες.
Η ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας αρχίζει από την 1η χιλιετία π.Χ.. Την εποχή αυτή κατοικήθηκε από τους Βρετανούς, που ανήκαν στις κελτικές φυλές της Γαλατίας. Η αρχαιότερη αναφορά προέρχεται από το «Μασσαλιώτικο Περίπλου» , που γράφηκε τον 1ο αιώνα π.Χ., και μερικά αποσπάσματά του διασώθηκαν στο μεταγενέστερο έργο του Αβιηνού Ora Maritima. Εκεί η περιοχή αναφέρεται με τον όρο «Albionum» (Αλβιώνα), ενώ γίνεται αναφορά και για το γένος των «Hiernorum» (Ιερνών), προγόνων των Ιρλανδών. Ο Ευθυμένης από τη Μασσαλία βγαίνοντας με το πλοίο του εκτός των Ηρακλείων Στηλών εξερευνά τη Βόρειο Θάλασσα και τις «εξωτερικές» ακτές της Αφρικής. Συγγράφει το Περίπλους της έξω θαλάσσης, στο οποίο περιγράφονται δύο μακρινά νησιά, η Ιέρνη (Ιρλανδία) και η Αλβιών (Αγγλία). Πριν από την εμφάνιση του Ora Maritima πάντως υπάρχουν αναφορές για τα νησιά Αλβίων και Ιέρνη από τον 4ο αιώνα π.Χ. (ο όρος «Αλβιώνα» «Γηραιά» εναλλακτικό όνομα Μεγάλη Βρετανία). Στο ταξίδι του Πυθέα, στο «Περί Ωκεανού» , τα νησιά αναφέρονται ως «Πρεττανικές Νήσοι», από το όνομα ομάδας Γαλατών, των Pritani (Πρεττανοί), που ο Πυθέας θεωρεί πως έχουν συγγενικές σχέσεις οι κάτοικοι του νησιού. Ερευνα που δημοσιεύθηκε, παρουσιάζει κανίβαλους τους αρχαίους Βρετανούς, έτρωγαν τους νεκρούς και στη συνέχεια έφτιαχναν κύπελλα από τα κρανία τους. Οι ερευνητές του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου ανακάλυψαν στη νότια Αγγλία ανθρώπινα οστά ηλικίας 15.000 ετών, τα οποία έφεραν σημάδια κανιβαλισμού, καθώς και κρανία, τα οποία είχαν μετατραπεί σε κύπελλα. Οι Ρωμαίοι κατηγορούσαν τους Κέλτες της Βρετανίας και της Ιρλανδίας ότι επιδίδονταν σε κανιβαλισμό και ανθρωποθυσίες.
Κοιτίδα των Φίννων (Φινλανδων) θεωρείται η περιοχή των Ουραλίων. Στα προϊστορικά χρόνια ένα τμήμα τους μετανάστευσε προς τα δυτικά και έφθασε στη Βαλτική γύρω στο 3000 π.Χ. Διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν πως αυτό το κομμάτι ανέπτυξε από νωρίς εμπορικές πολιτισμικές επαφές με τις γειτονικές γερμανικές και βαλτικές φυλές, καθώς και αργότερα (μετά το 500 π.Χ.) με τους Κέλτες της Κεντρικής Ευρώπης και τους Ρωμαίους. Στη γραμματεία των τελευταίων συναντώνται οι πρώτες γραπτές αναφορές (Τάκιτος, Κλαύδιος Πτολεμαίος). Από τους πρώτους κατοίκους της Φινλανδίας ήταν οι Λάπωνες ή συγγενής φιννοουγγρικής προέλευσης λαός που ήταν εγκαταστημένος στην περιοχή κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. Από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. αναπτύχθηκε ο λεγόμενος «πολιτισμός Κιουκάινεν», του οποίου η ακμή φτάνει έως το 13ο αι. π.Χ. Στο τέλος του 1ου αι. μ.Χ. τη χώρα κατέλαβαν οι Φίννοι, οι οποίοι προέρχονταν από την Εσθονία, και δημιούργησαν μία πρωτόγονη οικονομία βασισμένη στο κυνήγι των γουνοφόρων ζώων.
Η βαλτική φυλή είναι ανθρώπινη φυλή διαδεδομένη στην κεντρική Ευρώπη, μεταξύ των σλαβικών λαών, και κυρίως στις Βαλτικές χώρες (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), καθώς επίσης στη Λευκορωσία, στην Πρωσία και στην κεντρική Ρωσία. Σε μερικά φυσικά γνωρίσματα θυμίζει τη βόρεια φυλή. Μερικά φυσικά γνωρίσματα θυμίζουν τον αλπικό τύπο, κυρίως λόγω του βραχυκέφαλου κρανίου. Επίσης αλλά χαρακτηριστικά της φυλής κάνουν να συγγενεύει με τον αλπικό τύπο της κεντρικής Ευρώπης. Γι’ αυτό, πολλοί πιστεύουν ότι ο ανθρώπινος αυτός τύπος δεν αποτελεί ξεχωριστή φυλή, αλλά είναι αποτέλεσμα επιμειξιών. Το 1226 μ.χ. οι Τευτονες Ιππότες ξεκινούν την υποταγή και να προσηλυτισμό των παγανιστικών φυλών της Πρωσσίας. Κατά την διάρκεια των επόμενων 60 ετών οι Τεύτονες υπέταξαν τους τοπικούς πληθυσμούς πραγματοποιώντας εκτεταμένες σφαγές και στα υποδουλωμένα εδάφη. Δηλαδή οι φυλές αυτές ζούσαν σε πρωτογονη κατάσταση σε δάση και βάλτους για χιλιετίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.