«28 Οκτωβρίου
1940, Δευτέρα,
Νύκτα στις τρείς με ξυπνούν, ο Τραυλός. Ερχεται ο Γκράτσι.-Πόλεμος!- Ζητώ αμέσως Νικολούδη, Μαυρουδή.- Αναφέρω βασιλέα.- καλώ Παλαιρετ και ζητώ βοήθεια Αγγλίας.- Κατεβαίνω 5 Υπουργικόν Συμβούλιον. Όλοι πιστοί και Μαυρουδής.-Όλοι πλην Κύρου.-Βασιλεύς περιφορά μαζί του. Φανατισμός του λαού αφάνταστος.-Μάχαι εις σύνορα Ηπείρου.-Βομβαρδισμοί. Σειρήνες.- Αρχίζουμε να τακτοποιούμεθα.
Ο Θεός βοηθός!!»
(Σημείωση: Τραυλός προσωπική φρουρά έξω από την οικία του Μεταξά.
Νικολούδης, Υπουργός Τύπου. Μαυρουδής, Μόνιμος υπηρεσιακός Υφυπουργός Υπουργείου Εξωτερικών. M.Πάλαιρετ, Πρέσβυς Μ. Βρετανίας. Αλέξης Κύρου, τμηματάρχης Υπουργείου Εξωτερικών ).
Η Περιγραφή της συναντήσεως του Ιωάννη Μεταξά και του Εμμανουέλε Γκράτσι, είναι καταγεγραμμένη από τρείς ανθρώπους, που την έζησαν ή την άκουσαν από τον ίδιο τον Μεταξά, κατά το Υπουργικό Συμβούλιο της 5ης πρωινής της 28ης Οκτωβρίου. Η εκδοχή Γκράτσι δεν διαφέρει από τις άλλες δύο.
Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Γκουίντο Γκοτσάνο, με τα κακόγουστα καλά του πράγματα μ' έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια.
Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνηση μου είχε αναθέσει να του κάμω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο.
Νύκτα στις τρείς με ξυπνούν, ο Τραυλός. Ερχεται ο Γκράτσι.-Πόλεμος!- Ζητώ αμέσως Νικολούδη, Μαυρουδή.- Αναφέρω βασιλέα.- καλώ Παλαιρετ και ζητώ βοήθεια Αγγλίας.- Κατεβαίνω 5 Υπουργικόν Συμβούλιον. Όλοι πιστοί και Μαυρουδής.-Όλοι πλην Κύρου.-Βασιλεύς περιφορά μαζί του. Φανατισμός του λαού αφάνταστος.-Μάχαι εις σύνορα Ηπείρου.-Βομβαρδισμοί. Σειρήνες.- Αρχίζουμε να τακτοποιούμεθα.
Ο Θεός βοηθός!!»
(Σημείωση: Τραυλός προσωπική φρουρά έξω από την οικία του Μεταξά.
Νικολούδης, Υπουργός Τύπου. Μαυρουδής, Μόνιμος υπηρεσιακός Υφυπουργός Υπουργείου Εξωτερικών. M.Πάλαιρετ, Πρέσβυς Μ. Βρετανίας. Αλέξης Κύρου, τμηματάρχης Υπουργείου Εξωτερικών ).
Η Περιγραφή της συναντήσεως του Ιωάννη Μεταξά και του Εμμανουέλε Γκράτσι, είναι καταγεγραμμένη από τρείς ανθρώπους, που την έζησαν ή την άκουσαν από τον ίδιο τον Μεταξά, κατά το Υπουργικό Συμβούλιο της 5ης πρωινής της 28ης Οκτωβρίου. Η εκδοχή Γκράτσι δεν διαφέρει από τις άλλες δύο.
Ο Εμ. Γκράτσι στο βιβλίο του «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ
ΤΕΛΟΥΣ» που εξεδόθη στην Ιταλία το 1945
και στην Ελλάδα το 1985, γράφει:
"Την
καθορισμένη ώρα δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός ακόλουθος, ο
διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελλόπορτα της μικρής βίλλας, όπου έμενε ο
Πρωθυπουργός.
Ο κόμης Ντε Σάντο είπε στον φρουρό να
ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβυς της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει
δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα
ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το
υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά
στην καγκελλόπορτα. Μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός
σκύλου.
Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω.
Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελλόπορτα.
Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω.
Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελλόπορτα.
Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Γκουίντο Γκοτσάνο, με τα κακόγουστα καλά του πράγματα μ' έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια.
Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνηση μου είχε αναθέσει να του κάμω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο.
Ο Μεταξάς άρχισε να
διαβάζει. Τα χέρια του κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά
του έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν
τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη
αλλά σταθερή
"Allors c' est la guerre" (Επομένως έχουμε πόλεμο). Του απήντησα ότι δεν ήταν καθόλου έτσι κατ' ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα Ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πως μπορούσαν να σκεφθώ ότι, ακόμα και αν είχε την πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρείς ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλέως και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων. Χωρίς καμία πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπαζόμενος από την τελευταία ελπίδα όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμα και ένα σανιδάκι, του απήντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απ' ευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον βασιλέα. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα, θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές αν μην παρεμποδισθεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να του καθορίσω τουλάχιστον ποιά ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η ιταλική Κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά, αναγκάσθηκα αν του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
"Allors c' est la guerre" (Επομένως έχουμε πόλεμο). Του απήντησα ότι δεν ήταν καθόλου έτσι κατ' ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα Ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πως μπορούσαν να σκεφθώ ότι, ακόμα και αν είχε την πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρείς ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλέως και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων. Χωρίς καμία πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπαζόμενος από την τελευταία ελπίδα όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμα και ένα σανιδάκι, του απήντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απ' ευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον βασιλέα. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα, θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές αν μην παρεμποδισθεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να του καθορίσω τουλάχιστον ποιά ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η ιταλική Κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά, αναγκάσθηκα αν του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
Ο Μεταξάς απήντησε : "Vous voyez bien que
c' est impossible" (βλέπετε ότι αυτό είναι αδύνατον). Η ευθύνη του πολέμου
αυτού βαρύνει αποκλειστικά την Ιταλική Κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση σας ήξερε
κάλλιστα ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδετέρα, αλλ'
ότι είμεθα αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οιουδήποτε.
Του απήντησα, ενώ
σηκωνόμουν, ότι ήλπιζα ακόμα ότι θα ελάμβανε υπ' όψιν του την διαβεβαίωση που
περιείχετο στην διακοίνωση, κατά την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνηση δεν είχε καμία
πρόθεση να θίξει την κυριαρχία της Ελλάδος και ότι θα μου γνώριζε στην Πρεσβεία
πριν από τις 6, ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα .
Ο Μεταξάς δεν μου απήντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποίαν είχα μπεί πριν από ένα τέταρτο και ήμασταν στο κατώφλι μου είπε χωρίς να αναπτύξει περισσότερο την σκέψη του, "Vous etes les plus forts..." (Είσαστε πιό δυνατοί) με φωνή αυτή τη φορά βαθιά αλλοιωμένη. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθειά λύπη που τα δονούσε.
Ο Μεταξάς δεν μου απήντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποίαν είχα μπεί πριν από ένα τέταρτο και ήμασταν στο κατώφλι μου είπε χωρίς να αναπτύξει περισσότερο την σκέψη του, "Vous etes les plus forts..." (Είσαστε πιό δυνατοί) με φωνή αυτή τη φορά βαθιά αλλοιωμένη. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθειά λύπη που τα δονούσε.
Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο
οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το
επάγγελμα του. Αν στην μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε
ποτέ μια στιγμή κατά την οποίαν εμίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν
το καθήκον του αξιώματός μου μου φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός αλλά και
ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα λόγια του πρόφερε ο
πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή του αγωνιζόμενος
και υποφέροντας για την χώρα του και τους βασιλείς του και που και κατά την
υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του τον δρόμο
της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως.
Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό
και βγήκα από το σπίτι του."-
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
εάν ηταν ο σιμητης σιγουρα θα τους αφηνε να περασουν θα τους εδινε και τα πυρομαχικα και θα τους ευχαριστουσε
ΑπάντησηΔιαγραφή