Μυθολογικά στοιχεία – Η ίδρυση και η επικράτεια της πόλης
Η Λάμψακος, ισχυρή πόλη στην ανατολική ακτή του Ελλησπόντου, στην περιοχή της Τρωάδος, άκμασε κατά το μεγαλύτερο μέρος της 1ης χιλιετίας π.Χ. Βρισκόταν απέναντι από την Καλλίπολη της Θρακικής Χερσονήσου, στη συμβολή του Ελλησπόντου με την Προποντίδα, και χάρη στο εξαίρετο λιμάνι της εξελίχθηκε σε σημαίνον εμπορικό κέντρο της Αρχαιότητας. Οι σπουδαιότερες γειτονικές πόλεις ήταν η Άβυδος στα δυτικά και το Πάριον στα ανατολικά.
Το αρχικό τοπωνύμιο ήταν Πιτυούσα ή Πιτύεια. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Πιτυούσα, πόλη με αυτόχθονα πληθυσμό, τους Βέβρυκες, έχοντας τη συγκατάθεση του ντόπιου βασιλιά Μάνδρωνα. Οι Βέβρυκες, από φθόνο προς τους νέους εποίκους, σχεδίαζαν να τους επιτεθούν,
αλλά οι τελευταίοι ειδοποιήθηκαν εγκαίρως από τη Λαμψάκη, κόρη του βασιλιά, και κατέλαβαν την πόλη. Για να την τιμήσουν μετονόμασαν την πόλη σε Λάμψακο και η ίδια λατρεύτηκε σαν θεά. Κατά μία άλλη, λιγότερο διαδεδομένη, μυθολογική ετυμολογία, η πόλη πήρε το όνομά της από μία λάμψη φωτός που οδήγησε τους αποίκους στη νέα θέση.
Ως χρονολογία ίδρυσης της ελληνικής αποικίας παραδίδεται το έτος 654/653 π.Χ. και ως τόπος καταγωγής των αποίκων η ιωνική Φώκαια. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο Στράβων που θεωρεί τη Λάμψακο μιλησιακή αποικία. Ωστόσο, το ότι η Φώκαια ήταν η μητρόπολη της Λαμψάκου στοιχειοθετείται τόσο από επιγραφικές μαρτυρίες όσο και από ημερολογιακές ιδιαιτερότητες, κοινές στις δύο πόλεις. Επιγραφικά βεβαιώνεται ότι οι Λαμψακηνοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους αδελφούς με τους Μασσαλιώτες, τους κατοίκους δηλαδή μιας αποικίας της Φώκαιας. Τη σχέση Λαμψάκου-Φώκαιας τεκμηριώνει και ο κοινός στο ημερολόγιο των δύο πόλεων μήνας Ηραίον. Στα δεδομένα αυτά στηρίζεται η πλειονότητα των μελετητών που θεωρεί ότι ο Στράβων δίνει λανθασμένη πληροφορία και δέχεται τη Φώκαια ως τόπο καταγωγής των Λαμψακηνών.
Η επικράτεια της Λαμψάκου, η καλούμενη Λαμψακηνή, εκτεινόταν σε μία ευρεία περιοχή που περιλάμβανε και τμήμα της ενδοχώρας. Αυτό προκύπτει από τις αναφορές των αρχαίων πηγών που κάνουν λόγο για τη «μεσογαία της Λαμψακηνής». Αρχικά η περιοχή, που φημιζόταν ιδιαίτερα για τα αμπέλια της –ευάμπελο την αποκαλεί ο Στράβων–, καλούνταν Βεβρυκία από τους αυτόχθονες Βέβρυκες.
Στα δυτικά εκτεινόταν μέχρι την πόλη Περκωτή (σημ. Umurbey), που βρισκόταν σε απόσταση 12 περίπου χλμ. από τη Λάμψακο, και βορειοανατολικά μέχρι την πόλη Παισό (σημ. θέση Fanous), η οποία ενσωματώθηκε στη λαμψακηνή επικράτεια μετά το 425/424 π.Χ. Συγκεκριμένα, ο Στράβων παραδίδει ότι οι «Παισηνοί μετώκησαν εις Λάμψακον».
Υπάρχουν μαρτυρίες για μια σειρά πόλεων που ανήκαν στη «χώρα των Λαμψακηνών». Κοντά στη Λάμψακο βρίσκονταν οι πόλεις Κολωναί, Μυρμισσός και Ιωλκός. Αντίθετα, η Άβαρνος ή Αβαρνίς ήταν οικισμός χτισμένος κοντά στο ομώνυμο ακρωτήριο, περίπου 8 χλμ. βόρεια της Λαμψάκου.
Ιστορία
Οι πρωιμότερες ιστορικές μαρτυρίες για τη Λάμψακο χρονολογούνται τον 6ο αιώνα π.Χ., 100 σχεδόν χρόνια από την ίδρυσή της. Ήδη στο τέλος του α΄ μισού του 6ου αιώνα π.Χ. ήταν τόσο ισχυρή ώστε μπόρεσε να αντισταθεί στον αθηναϊκό αποικισμό της Θρακικής Χερσονήσου, που αποτελούσε εμπόδιο στις δικές της επεκτατικές βλέψεις.
Η αιχμαλωσία όμως του Μιλτιάδη του πρεσβύτερου, πρωτεργάτη του αποικισμού, ελάχιστα ωφέλησε τους Λαμψακηνούς. Και αυτό γιατί πολύ σύντομα τον άφησαν ελεύθερο, κατόπιν διαταγής του βασιλιά των Λυδών Κροίσο, όπως μας παραδίδει ο Ηρόδοτος. Το περιστατικό αυτό βεβαιώνει ότι η Λάμψακος την περίοδο αυτή (560-546 π.Χ.) ανήκε στο λυδικό βασίλειο, όπως όλες οι μικρασιατικές ελληνικές πόλεις. Η λυδική κυριαρχία τελείωσε με την κατάληψη των Σάρδεων από τους Πέρσες το 546 π.Χ. Λίγο αργότερα η Λάμψακος πέρασε υπό τον έλεγχο των Περσών, η διάρκεια του οποίου διακόπηκε για σύντομο μόνο διάστημα κατά τους χρόνους της Ιωνικής Eπανάστασης (499-494 π.Χ.), στην οποία συμμετείχε η πόλη. Το Kοινό των Ιώνων υιοθέτησε μάλιστα το φτερωτό ιππόκαμπο, τον εμπροσθότυπο των λαμψακηνών στατήρων για μερικές από τις κοπές του. Σύντομα η πόλη ανακαταλήφθηκε (498/497 π.Χ.) από τον περσικό στρατό μαζί με άλλες πόλεις του Ελλησπόντου. Το 464 π.Χ. η Λάμψακος, που φημιζόταν για το κρασί της, δόθηκε μαζί με τη Μαγνησία και το Μυούντα «εις οίνον, άρτον και όψον»από τον Αρταξέρξη στον εξόριστο Θεμιστοκλή, τον ήρωα της ναυμαχίας της Σαλαμίνας (480 π.Χ.). Η πόλη ανέκτησε την ελευθερία της ήδη πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και προσχώρησε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία πληρώνοντας ετήσια εισφορά το ποσό των 12 ταλάντων. Ο υψηλός φόρος, δεύτερος υψηλότερος μετά από αυτόν του Βυζαντίου, είναι ενδεικτικός της οικονομικής ακμής της πόλης κατά την εποχή αυτή.
Μέχρι τη Σικελική Εκστρατεία (415-413 π.Χ.) η Λάμψακος στάθηκε στο πλευρό των Αθηναίων. Στα τελευταία όμως χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου τον έλεγχο της πόλης διεκδικούσαν και οι Σπαρτιάτες, στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν από τους Αθηναίους τις θέσεις εκείνες που διασφάλιζαν τον έλεγχο της περιοχής των Στενών και του δρόμου από όπου περνούσε το σιτάρι του Πόντου. Το 405 π.Χ. ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Λύσανδρος κατέλαβε τη Λάμψακο, εξασφαλίζοντας ένα θαυμάσιο λιμάνι και μία καλά εφοδιασμένη πόλη για το στόλο του. Η πλεονεκτική θέση των Σπαρτιατών έναντι του αθηναϊκού στόλου υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της ναυμαχίας στα ανοιχτά των Αιγός ποταμών, που σήμανε την ήττα των Αθηναίων και το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Η Λάμψακος παρέμεινε σπαρτιατική κτήση μέχρι το 386 π.Χ. Τότε, με την Ανταλκίδειο ειρήνη βρέθηκε ξανά υπό την κυριαρχία του Πέρση βασιλέα. Υπήρξε μια σύντομη μόνο ανατροπή κατά τη διάρκεια του Συμμαχικού πολέμου (357-355 π.Χ.), όταν καταλήφθηκε και λαφυραγωγήθηκε από τον Αθηναίο στρατηγό Χάρη. Η περσική κατοχή διήρκεσε μέχρι την άφιξη του Αλεξάνδρου στην περιοχή το 334 π.Χ.
Μία νέα περίοδος ξεκίνησε για την πόλη μετά το πέρασμα του Αλεξάνδρου στη μικρασιατική ακτή του Ελλησπόντου το 334 π.Χ. Ο Μακεδόνας βασιλιάς δέχτηκε την υποταγή της Λαμψάκου και λίγo καιρό αργότερα ίδρυσε εκεί νομισματοκοπείο, ενισχύοντας τη σημαίνουσα θέση της στην περιοχή.
Από το 310 π.Χ. η πόλη συμμετείχε στο Kοινό των Ιλιέων, με έδρα το ιερό της Αθηνάς στο Ίλιον, και είχε συνάψει συμπολιτεία με το Ίλιον. Ανήκε στα ιδρυτικά μέλη και τα επιγραφικά κείμενα βεβαιώνουν τη συμμετοχή της στο Kοινό μέχρι τον 1ο αι. μ.X.
Ο θάνατος του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. σηματοδότησε μια ταραγμένη εποχή διαρκών ανακατατάξεων. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Λάμψακος πέρασε διαδοχικά χωρίς να προβάλει αντίσταση στην κυριαρχία διαφορετικών διαδόχων: Από τον Αντίγονο Μονόφθαλμο περιήλθε το 302 π.Χ. στην κατοχή του Λυσιμάχου, κατόπιν πέρασε υπό τον έλεγχο του Δημητρίου και το 295/294 π.Χ. την υπέταξε και πάλι ο Λυσίμαχος.
Μια νέα περίοδος ξεκίνησε για την πόλη το 281 π.Χ. μετά τη μάχη στο Κουροπέδιο (Λυδία), που σήμανε την υποτέλειά της στους Σελευκίδες, οι οποίοι όμως άσκησαν ένα χαλαρό διοικητικό έλεγχο. Το 227/226 π.Χ. πέρασε στον έλεγχο των Ατταλιδών μαζί με τις υπόλοιπες μικρασιατικές πόλεις της περιοχής. Ακόμη και όταν οι Σελευκίδες ανέκτησαν τα ερείσματά τους στη Μικρά Ασία με τη δράση του Αχαιού (223-220 π.Χ.) στην εποχή του Αντιόχου Γ΄, η Λάμψακος έμεινε στο πλευρό της Περγάμου, αντιστεκόμενη σθεναρά στις απαιτήσεις του Σελευκίδη βασιλιά. Με την ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.), που καθόρισε τις σφαίρες επιρροής στη Μικρά Ασία, εξασφαλίστηκε η αυτονομία της Λαμψάκου ως πόλης του βασιλείου της Περγάμου. Αυτόνομη παρέμεινε μέχρι την ίδρυση της ρωμαϊκής επαρχίας Ασίας το 129 π.Χ., με εξαίρεση μία μικρή μόνο διακοπή το 170 π.Χ., όταν καταλήφθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα.
Σε αντίθεση με την Κύζικο, δεν μπόρεσε κατά τον Γ΄ Μιθριδατικό πόλεμο να αντισταθεί στο Μιθριδάτη ΣΤ΄, ο οποίος την κατέλαβε το 73 π.Χ. μαζί με το γειτονικό Πάριον.
Ως πόλη της επαρχίας της Ασίας η Λάμψακος ήταν ένα ιδιαίτερα ακμάζον εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο, στην οικονομική δραστηριότητα του οποίου έπαιζαν σημαντικό ρόλο οι εκεί εγκατεστημένοι Ρωμαίοι έμποροι. Το 42-41 π.Χ., μετά το θάνατο του Καίσαρα, δέχτηκε ταυτόχρονα με το γειτονικό Πάριον Ρωμαίους αποίκους. Η ρωμαϊκή αποικία όμως της Λαμψάκου εγκαταλείφθηκε γρήγορα, σε αντίθεση με εκείνη του Παρίου, που ανανεώθηκε επί Αδριανού (117-138).
Μέχρι την εποχή του Αυγούστου οι ιστορικές μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι η πόλη συνέχιζε να είναι σημαντικό κέντρο της περιοχής με ακμάζουσα οικονομία.
Παρόλο που το νομισματοκοπείο της εξέδιδε νομίσματα μέχρι την εποχή του Γαλληινού (253-268), η συνέχεια της ιστορικής διαδρομής της από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα είναι εντελώς άγνωστη. Στο τέλος των Aυτοκρατορικών χρόνων ο πληθυσμός της Λαμψάκου είχε μειωθεί ήδη τόσο πολύ που η άλλοτε ανεπτυγμένη πόλη θύμιζε χωριό. Τον 4ο αιώνα, επί Κωνσταντίου (337-361), γκρεμίστηκαν με διαταγή του αυτοκράτορα όλοι οι αρχαίοι ναοί που σώζονταν μέχρι τότε. Το 1296 πέρασε στα χέρια των Τούρκων, που διατήρησαν το αρχαίο τοπωνύμιο (τουρκική ονομασία Lapseki).
Οικονομία
Στις αρχαίες πηγές η Λάμψακος αποκαλείται πλούσια μόνο μία φορά από τον Ξενοφώντα. Ωστόσο, η ευημερία της πόλης στη διάρκεια των αιώνων μπορεί να ανιχνευτεί μέσα από άλλες, διαφορετικές ενδείξεις.
Το έμβλημά της, που απεικονίζεται στα νομίσματα, ερμηνεύεται από μερικούς ως φτερωτός ιππόκαμπος, σύμβολο των θαλασσοπόρων Λαμψακηνών και των ναυτικών δραστηριοτήτων τους.
Το ανθηρό οικονομικό περιβάλλον και η ελευθερία του πνεύματος που αυτό εξασφάλιζε συντέλεσαν στην πολιτισμική ανάπτυξη της πόλης. Δεν είναι τυχαίο που επιφανείς φιλόσοφοι που έζησαν στους Αρχαϊκούς και Κλασικούς χρόνους, όπως ο Αναξαγόρας (αρχές 5ου αι. π.Χ.) και ο Επίκουρος (4ος αι. π.Χ.), διέμειναν στη Λάμψακο για περισσότερα χρόνια. Ο τελευταίος μάλιστα ίδρυσε μία σχολή εκεί που υπήρξε το φυτώριο πολλών γνωστών μαθητών του.
Ενδεικτικοί για την ακμάζουσα οικονομία της τον 5ο αι. π.Χ. είναι οι υψηλοί φόροι που πλήρωνε ως μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Επιπλέον, στην Αρχαιότητα οι Λαμψακηνοί φημίζονταν για τον τρυφηλό βίο τους, απόρροια του μεγάλου πλούτου της πόλης.
Σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της ήταν τα χρυσωρυχεία και η άμεσα εξαρτώμενη νομισματοκοπία, το θαλάσσιο εμπόριο, η αμπελουργία και η αλιεία. Τα τοπικά ορυχεία χρυσού, που αναφέρονται στον Πολύαινο, προμήθευαν το μέταλλο για την έκδοση των χρυσών λαμψακηνών στατήρων του 4ου αι. π.Χ., ένα νόμισμα με ευρεία διάδοση και διεθνώς αναγνωρισμένη αξία. Πιθανότατα η Λάμψακος διέθετε και δικά της κοιτάσματα από ήλεκτρο, δικαιολογώντας έτσι την έκδοση νομισμάτων από το φυσικό αυτό κράμα χρυσού και αργύρου μέχρι και τον 5ο αι. π.Χ., όταν σε άλλες μικρασιατικές πόλεις η χρήση του είχε εγκαταλειφθεί πολύ νωρίτερα.
Τα μεταλλεία χρυσού προμήθευαν την πρώτη ύλη για να εξελιχτεί η Λάμψακος σε σημαντικό κέντρο τορευτικής κατά την Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (4ος/3ος αι. π.Χ.). Τα νέα στοιχεία από τις πρόσφατες ανακαλύψεις τεκμηριώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ύπαρξη της ανεπτυγμένης λαμψακηνής μεταλλοτεχνίας. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι πολύτιμα αναθήματα, συγκεκριμένα χρυσά στεφάνια, στάλθηκαν από τους Λαμψακηνούς στη Ρώμη (179 π.Χ.) και στους Δελφούς.
Ενδεικτικό στοιχείο για την καλλιτεχνική σημασία της Λαμψάκου είναι ότι μόνο αυτή από τις μικρασιατικές πόλεις κατείχε ένα έργο του διάσημου γλύπτη Λυσίππου, το οποίο μεταφέρθηκε από το Ρωμαίο στρατηγό Αγρίππα στη Ρώμη.
Θεμέλιο για την ανάπτυξη του εμπορίου υπήρξε το καλό λιμάνι –"πόλις ευλίμενος" κατά το Στράβωνα–, που διέθετε η πόλη στη σημαντική αλλά δύσκολη θαλάσσια οδό του Ελλησπόντου. Ήταν η κύρια αντίπαλος της γειτονικής και οικονομικά ισχυρής Κυζίκου στον τομέα του εμπορίου και αποτελούσε ένα από τα κομβικά σημεία της θαλάσσιας επικοινωνίας μεταξύ του Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου. Η ανάδειξη της Λαμψάκου σε μείζον εμπορικό κέντρο κυρίως από τον 4ο αι. π.Χ. και εξής διαφαίνεται και από το γεγονός ότι πολλοί πολίτες της είχαν τιμηθεί με τον τίτλο του προξένου από σημαντικές ελληνικές πόλεις. Ανάμεσά τους ήταν η Δήλος, το σπουδαιότερο διαμετακομιστικό κέντρο κατά την Ελληνιστική περίοδο, η Αθήνα και η Χίος, μία από τις πλουσιότερες πόλεις του Αιγαίου.
Η οικονομική ανάπτυξή της οφειλόταν όχι μόνο στο θαλάσσιο εμπόριο, αλλά και στην ενασχόληση των κατοίκων με την αμπελουργία. Ο λαμψακηνός οίνος, που παραγόταν άφθονα, υπήρξε ιδιαίτερα φημισμένος κατά την Αρχαιότητα και δεν είναι τυχαίο που η Λάμψακος υπήρξε ο κατεξοχήν τόπος λατρείας του Πριάπου, του θεού της ευδαιμονίας.
Μία ακόμη πηγή εσόδων ήταν η αλιεία, κάτι που ισχύει για όλες τις πόλεις της Προποντίδας. Για την πλούσια σε αλιεύματα περιοχή της Λαμψάκου κάνει ιδιαίτερη μνεία ο Πολύαινος. Τέλος, την εποχή του Κωνσταντίου (337-361), εκτός από την αλιεία, πλουτοπαραγωγική πηγή αποτελούσε και το αυτοκρατορικό βαφείο πορφύρας.
Πολιτειακή οργάνωση
Ο Χάρων από τη Λάμψακο μεταφέρει μία παράδοση, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα χρόνια το πολίτευμα στην πόλη του ήταν βασιλεία. Όπως προκύπτει από τις αρχαίες πηγές, μετά την περσική κατάκτηση εγκαθιδρύθηκε τυραννία. Την πρώτη περίοδο της περσικής κυριαρχίας (γύρω στο 513 π.Χ.), την πόλη κυβερνούσε ένας τύραννος ονόματι Ίπποκλος. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Αιαντίδης, που για γυναίκα του πήρε την κόρη του τυράννου των Αθηνών Ιππία. Δεν έχουμε καμία άλλη πληροφορία για το πολίτευμα της Λαμψάκου μέχρι τον 4ο αι. π.Χ., όταν μαθαίνουμε για τον Αστυάνακτα, έναν ακόμη τύραννο που ανατράπηκε και δολοφονήθηκε. Οι επιγραφικές μαρτυρίες που βεβαιώνουν την ύπαρξη δημοκρατικών θεσμών χρονολογούνται στην πλειονότητά τους την Ελληνιστική εποχή. Η πρωιμότερη χρονολόγηση που έχει προταθεί για μερικές μόνο από αυτές είναι ο 4ος αι. π.Χ. Πληροφορούμαστε λοιπόν ότι στο δημοκρατικό πολίτευμα της Λαμψάκου τα κύρια διοικητικά όργανα ήταν η βουλή και η εκκλησία του δήμου. Άλλοι δημοκρατικοί θεσμοί που παραδίδονται είναι ο γραμματεύς, ο ταμίας και μια οικονομική αρχή της πόλης, οι επιμήνιοι της βουλής. Ο δήμος ήταν χωρισμένος σε φυλές και εκατοστύες, μία διαίρεση που βρίσκει παράλληλο στη Χαλκηδόνα, τη μεγαρική αποικία στα Στενά του Βοσπόρου.
Θρησκευτική ζωή
Η Λάμψακος υπήρξε ο κατεξοχήν τόπος λατρείας του Πριάπου, φαλλικού θεού της γονιμότητας. Η μυθολογική παράδοση –σε συνδυασμό με τις φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες– και τα νομίσματα αποδεικνύουν πόσο διαδεδομένη ήταν η λατρεία του στην πόλη, στην οποία άλλωστε γεννήθηκε. Γονείς του ήταν ο Διόνυσος και η Αφροδίτη. Ο Πρίαπος και η Αφροδίτη τιμούνταν και ως επώνυμοι πρυτάνεις, ενώ στη πόλη λατρεύονταν επίσης ο Διόνυσος και ο Ποσειδώνας.23
Οικοδομήματα
Στη θέση της αρχαίας Λαμψάκου είναι χτισμένος ο σύγχρονος οικισμός Lapseki. Το αρχαίο τοπωνύμιο μπορεί να έχει διατηρηθεί, από την αρχαία όμως πόλη δεν είναι ορατό σχεδόν κανένα κατάλοιπο λόγω της εκτεταμένης δόμησης. Πιο τυχεροί στάθηκαν οι περιηγητές των προηγούμενων αιώνων, που αναφέρουν ίχνη από το οχυρωματικό τείχος της πόλης καθώς και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από ένα ναό.
Η Λάμψακος ήταν ανοχύρωτη το 411 π.Χ., όταν την κατέλαβαν οι Αθηναίοι, στην προσπάθειά τους να πάρουν τον έλεγχο της περιοχής και του θαλάσσιου εμπορικού δρόμου που οδηγούσε στον Πόντο. Οχυρωματικός περίβολος χτίστηκε για πρώτη φορά λίγα χρόνια αργότερα, το 409 π.Χ., με πρωτοβουλία των Αθηναίων στρατηγών Αλκιβιάδη και Θρασύλλου και στόχο την εδραίωση της αθηναϊκής κυριαρχίας.
Ιδιαίτερα σημαντική κυρίως για τα κινητά ευρήματα είναι η νεκρόπολη της Λαμψάκου, που χρονολογείται από τον 4ο αι. π.Χ. Mέχρι σήμερα όμως δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία συστηματική ανασκαφή που να επιτρέπει την ανασύνθεση της συνολικής εικόνας της. Πρόσφατες σωστικές ανασκαφές έφεραν στο φως σαρκοφάγους και σημαντικά ταφικά κτερίσματα, μεταξύ των οποίων χρυσά στεφάνια, διαδήματα και δαχτυλίδι, που χρονολογούνται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.
http://asiaminor.ehw.gr/
Δείτε επίσης :
Μικρά Ασία :Η Αρχαία Άσσος της Τρωάδος
Η Λάμψακος, ισχυρή πόλη στην ανατολική ακτή του Ελλησπόντου, στην περιοχή της Τρωάδος, άκμασε κατά το μεγαλύτερο μέρος της 1ης χιλιετίας π.Χ. Βρισκόταν απέναντι από την Καλλίπολη της Θρακικής Χερσονήσου, στη συμβολή του Ελλησπόντου με την Προποντίδα, και χάρη στο εξαίρετο λιμάνι της εξελίχθηκε σε σημαίνον εμπορικό κέντρο της Αρχαιότητας. Οι σπουδαιότερες γειτονικές πόλεις ήταν η Άβυδος στα δυτικά και το Πάριον στα ανατολικά.
Το αρχικό τοπωνύμιο ήταν Πιτυούσα ή Πιτύεια. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Πιτυούσα, πόλη με αυτόχθονα πληθυσμό, τους Βέβρυκες, έχοντας τη συγκατάθεση του ντόπιου βασιλιά Μάνδρωνα. Οι Βέβρυκες, από φθόνο προς τους νέους εποίκους, σχεδίαζαν να τους επιτεθούν,
αλλά οι τελευταίοι ειδοποιήθηκαν εγκαίρως από τη Λαμψάκη, κόρη του βασιλιά, και κατέλαβαν την πόλη. Για να την τιμήσουν μετονόμασαν την πόλη σε Λάμψακο και η ίδια λατρεύτηκε σαν θεά. Κατά μία άλλη, λιγότερο διαδεδομένη, μυθολογική ετυμολογία, η πόλη πήρε το όνομά της από μία λάμψη φωτός που οδήγησε τους αποίκους στη νέα θέση.
Ως χρονολογία ίδρυσης της ελληνικής αποικίας παραδίδεται το έτος 654/653 π.Χ. και ως τόπος καταγωγής των αποίκων η ιωνική Φώκαια. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο Στράβων που θεωρεί τη Λάμψακο μιλησιακή αποικία. Ωστόσο, το ότι η Φώκαια ήταν η μητρόπολη της Λαμψάκου στοιχειοθετείται τόσο από επιγραφικές μαρτυρίες όσο και από ημερολογιακές ιδιαιτερότητες, κοινές στις δύο πόλεις. Επιγραφικά βεβαιώνεται ότι οι Λαμψακηνοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους αδελφούς με τους Μασσαλιώτες, τους κατοίκους δηλαδή μιας αποικίας της Φώκαιας. Τη σχέση Λαμψάκου-Φώκαιας τεκμηριώνει και ο κοινός στο ημερολόγιο των δύο πόλεων μήνας Ηραίον. Στα δεδομένα αυτά στηρίζεται η πλειονότητα των μελετητών που θεωρεί ότι ο Στράβων δίνει λανθασμένη πληροφορία και δέχεται τη Φώκαια ως τόπο καταγωγής των Λαμψακηνών.
Η επικράτεια της Λαμψάκου, η καλούμενη Λαμψακηνή, εκτεινόταν σε μία ευρεία περιοχή που περιλάμβανε και τμήμα της ενδοχώρας. Αυτό προκύπτει από τις αναφορές των αρχαίων πηγών που κάνουν λόγο για τη «μεσογαία της Λαμψακηνής». Αρχικά η περιοχή, που φημιζόταν ιδιαίτερα για τα αμπέλια της –ευάμπελο την αποκαλεί ο Στράβων–, καλούνταν Βεβρυκία από τους αυτόχθονες Βέβρυκες.
Στα δυτικά εκτεινόταν μέχρι την πόλη Περκωτή (σημ. Umurbey), που βρισκόταν σε απόσταση 12 περίπου χλμ. από τη Λάμψακο, και βορειοανατολικά μέχρι την πόλη Παισό (σημ. θέση Fanous), η οποία ενσωματώθηκε στη λαμψακηνή επικράτεια μετά το 425/424 π.Χ. Συγκεκριμένα, ο Στράβων παραδίδει ότι οι «Παισηνοί μετώκησαν εις Λάμψακον».
Υπάρχουν μαρτυρίες για μια σειρά πόλεων που ανήκαν στη «χώρα των Λαμψακηνών». Κοντά στη Λάμψακο βρίσκονταν οι πόλεις Κολωναί, Μυρμισσός και Ιωλκός. Αντίθετα, η Άβαρνος ή Αβαρνίς ήταν οικισμός χτισμένος κοντά στο ομώνυμο ακρωτήριο, περίπου 8 χλμ. βόρεια της Λαμψάκου.
Ιστορία
Οι πρωιμότερες ιστορικές μαρτυρίες για τη Λάμψακο χρονολογούνται τον 6ο αιώνα π.Χ., 100 σχεδόν χρόνια από την ίδρυσή της. Ήδη στο τέλος του α΄ μισού του 6ου αιώνα π.Χ. ήταν τόσο ισχυρή ώστε μπόρεσε να αντισταθεί στον αθηναϊκό αποικισμό της Θρακικής Χερσονήσου, που αποτελούσε εμπόδιο στις δικές της επεκτατικές βλέψεις.
Η αιχμαλωσία όμως του Μιλτιάδη του πρεσβύτερου, πρωτεργάτη του αποικισμού, ελάχιστα ωφέλησε τους Λαμψακηνούς. Και αυτό γιατί πολύ σύντομα τον άφησαν ελεύθερο, κατόπιν διαταγής του βασιλιά των Λυδών Κροίσο, όπως μας παραδίδει ο Ηρόδοτος. Το περιστατικό αυτό βεβαιώνει ότι η Λάμψακος την περίοδο αυτή (560-546 π.Χ.) ανήκε στο λυδικό βασίλειο, όπως όλες οι μικρασιατικές ελληνικές πόλεις. Η λυδική κυριαρχία τελείωσε με την κατάληψη των Σάρδεων από τους Πέρσες το 546 π.Χ. Λίγο αργότερα η Λάμψακος πέρασε υπό τον έλεγχο των Περσών, η διάρκεια του οποίου διακόπηκε για σύντομο μόνο διάστημα κατά τους χρόνους της Ιωνικής Eπανάστασης (499-494 π.Χ.), στην οποία συμμετείχε η πόλη. Το Kοινό των Ιώνων υιοθέτησε μάλιστα το φτερωτό ιππόκαμπο, τον εμπροσθότυπο των λαμψακηνών στατήρων για μερικές από τις κοπές του. Σύντομα η πόλη ανακαταλήφθηκε (498/497 π.Χ.) από τον περσικό στρατό μαζί με άλλες πόλεις του Ελλησπόντου. Το 464 π.Χ. η Λάμψακος, που φημιζόταν για το κρασί της, δόθηκε μαζί με τη Μαγνησία και το Μυούντα «εις οίνον, άρτον και όψον»από τον Αρταξέρξη στον εξόριστο Θεμιστοκλή, τον ήρωα της ναυμαχίας της Σαλαμίνας (480 π.Χ.). Η πόλη ανέκτησε την ελευθερία της ήδη πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και προσχώρησε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία πληρώνοντας ετήσια εισφορά το ποσό των 12 ταλάντων. Ο υψηλός φόρος, δεύτερος υψηλότερος μετά από αυτόν του Βυζαντίου, είναι ενδεικτικός της οικονομικής ακμής της πόλης κατά την εποχή αυτή.
Εξάρτηση οπλίτη που βρέθηκε στην Λάμψακο |
Μέχρι τη Σικελική Εκστρατεία (415-413 π.Χ.) η Λάμψακος στάθηκε στο πλευρό των Αθηναίων. Στα τελευταία όμως χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου τον έλεγχο της πόλης διεκδικούσαν και οι Σπαρτιάτες, στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν από τους Αθηναίους τις θέσεις εκείνες που διασφάλιζαν τον έλεγχο της περιοχής των Στενών και του δρόμου από όπου περνούσε το σιτάρι του Πόντου. Το 405 π.Χ. ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Λύσανδρος κατέλαβε τη Λάμψακο, εξασφαλίζοντας ένα θαυμάσιο λιμάνι και μία καλά εφοδιασμένη πόλη για το στόλο του. Η πλεονεκτική θέση των Σπαρτιατών έναντι του αθηναϊκού στόλου υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της ναυμαχίας στα ανοιχτά των Αιγός ποταμών, που σήμανε την ήττα των Αθηναίων και το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Η Λάμψακος παρέμεινε σπαρτιατική κτήση μέχρι το 386 π.Χ. Τότε, με την Ανταλκίδειο ειρήνη βρέθηκε ξανά υπό την κυριαρχία του Πέρση βασιλέα. Υπήρξε μια σύντομη μόνο ανατροπή κατά τη διάρκεια του Συμμαχικού πολέμου (357-355 π.Χ.), όταν καταλήφθηκε και λαφυραγωγήθηκε από τον Αθηναίο στρατηγό Χάρη. Η περσική κατοχή διήρκεσε μέχρι την άφιξη του Αλεξάνδρου στην περιοχή το 334 π.Χ.
Μία νέα περίοδος ξεκίνησε για την πόλη μετά το πέρασμα του Αλεξάνδρου στη μικρασιατική ακτή του Ελλησπόντου το 334 π.Χ. Ο Μακεδόνας βασιλιάς δέχτηκε την υποταγή της Λαμψάκου και λίγo καιρό αργότερα ίδρυσε εκεί νομισματοκοπείο, ενισχύοντας τη σημαίνουσα θέση της στην περιοχή.
Από το 310 π.Χ. η πόλη συμμετείχε στο Kοινό των Ιλιέων, με έδρα το ιερό της Αθηνάς στο Ίλιον, και είχε συνάψει συμπολιτεία με το Ίλιον. Ανήκε στα ιδρυτικά μέλη και τα επιγραφικά κείμενα βεβαιώνουν τη συμμετοχή της στο Kοινό μέχρι τον 1ο αι. μ.X.
Ο θάνατος του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. σηματοδότησε μια ταραγμένη εποχή διαρκών ανακατατάξεων. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Λάμψακος πέρασε διαδοχικά χωρίς να προβάλει αντίσταση στην κυριαρχία διαφορετικών διαδόχων: Από τον Αντίγονο Μονόφθαλμο περιήλθε το 302 π.Χ. στην κατοχή του Λυσιμάχου, κατόπιν πέρασε υπό τον έλεγχο του Δημητρίου και το 295/294 π.Χ. την υπέταξε και πάλι ο Λυσίμαχος.
Μια νέα περίοδος ξεκίνησε για την πόλη το 281 π.Χ. μετά τη μάχη στο Κουροπέδιο (Λυδία), που σήμανε την υποτέλειά της στους Σελευκίδες, οι οποίοι όμως άσκησαν ένα χαλαρό διοικητικό έλεγχο. Το 227/226 π.Χ. πέρασε στον έλεγχο των Ατταλιδών μαζί με τις υπόλοιπες μικρασιατικές πόλεις της περιοχής. Ακόμη και όταν οι Σελευκίδες ανέκτησαν τα ερείσματά τους στη Μικρά Ασία με τη δράση του Αχαιού (223-220 π.Χ.) στην εποχή του Αντιόχου Γ΄, η Λάμψακος έμεινε στο πλευρό της Περγάμου, αντιστεκόμενη σθεναρά στις απαιτήσεις του Σελευκίδη βασιλιά. Με την ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.), που καθόρισε τις σφαίρες επιρροής στη Μικρά Ασία, εξασφαλίστηκε η αυτονομία της Λαμψάκου ως πόλης του βασιλείου της Περγάμου. Αυτόνομη παρέμεινε μέχρι την ίδρυση της ρωμαϊκής επαρχίας Ασίας το 129 π.Χ., με εξαίρεση μία μικρή μόνο διακοπή το 170 π.Χ., όταν καταλήφθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα.
Σε αντίθεση με την Κύζικο, δεν μπόρεσε κατά τον Γ΄ Μιθριδατικό πόλεμο να αντισταθεί στο Μιθριδάτη ΣΤ΄, ο οποίος την κατέλαβε το 73 π.Χ. μαζί με το γειτονικό Πάριον.
Ως πόλη της επαρχίας της Ασίας η Λάμψακος ήταν ένα ιδιαίτερα ακμάζον εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο, στην οικονομική δραστηριότητα του οποίου έπαιζαν σημαντικό ρόλο οι εκεί εγκατεστημένοι Ρωμαίοι έμποροι. Το 42-41 π.Χ., μετά το θάνατο του Καίσαρα, δέχτηκε ταυτόχρονα με το γειτονικό Πάριον Ρωμαίους αποίκους. Η ρωμαϊκή αποικία όμως της Λαμψάκου εγκαταλείφθηκε γρήγορα, σε αντίθεση με εκείνη του Παρίου, που ανανεώθηκε επί Αδριανού (117-138).
Μέχρι την εποχή του Αυγούστου οι ιστορικές μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι η πόλη συνέχιζε να είναι σημαντικό κέντρο της περιοχής με ακμάζουσα οικονομία.
Παρόλο που το νομισματοκοπείο της εξέδιδε νομίσματα μέχρι την εποχή του Γαλληινού (253-268), η συνέχεια της ιστορικής διαδρομής της από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα είναι εντελώς άγνωστη. Στο τέλος των Aυτοκρατορικών χρόνων ο πληθυσμός της Λαμψάκου είχε μειωθεί ήδη τόσο πολύ που η άλλοτε ανεπτυγμένη πόλη θύμιζε χωριό. Τον 4ο αιώνα, επί Κωνσταντίου (337-361), γκρεμίστηκαν με διαταγή του αυτοκράτορα όλοι οι αρχαίοι ναοί που σώζονταν μέχρι τότε. Το 1296 πέρασε στα χέρια των Τούρκων, που διατήρησαν το αρχαίο τοπωνύμιο (τουρκική ονομασία Lapseki).
Χρυσό νόμισμα της Λαμψάκου, μεταξύ 360 και 340 π.Χ. |
Οικονομία
Στις αρχαίες πηγές η Λάμψακος αποκαλείται πλούσια μόνο μία φορά από τον Ξενοφώντα. Ωστόσο, η ευημερία της πόλης στη διάρκεια των αιώνων μπορεί να ανιχνευτεί μέσα από άλλες, διαφορετικές ενδείξεις.
Το έμβλημά της, που απεικονίζεται στα νομίσματα, ερμηνεύεται από μερικούς ως φτερωτός ιππόκαμπος, σύμβολο των θαλασσοπόρων Λαμψακηνών και των ναυτικών δραστηριοτήτων τους.
Το ανθηρό οικονομικό περιβάλλον και η ελευθερία του πνεύματος που αυτό εξασφάλιζε συντέλεσαν στην πολιτισμική ανάπτυξη της πόλης. Δεν είναι τυχαίο που επιφανείς φιλόσοφοι που έζησαν στους Αρχαϊκούς και Κλασικούς χρόνους, όπως ο Αναξαγόρας (αρχές 5ου αι. π.Χ.) και ο Επίκουρος (4ος αι. π.Χ.), διέμειναν στη Λάμψακο για περισσότερα χρόνια. Ο τελευταίος μάλιστα ίδρυσε μία σχολή εκεί που υπήρξε το φυτώριο πολλών γνωστών μαθητών του.
Ενδεικτικοί για την ακμάζουσα οικονομία της τον 5ο αι. π.Χ. είναι οι υψηλοί φόροι που πλήρωνε ως μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Επιπλέον, στην Αρχαιότητα οι Λαμψακηνοί φημίζονταν για τον τρυφηλό βίο τους, απόρροια του μεγάλου πλούτου της πόλης.
Σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της ήταν τα χρυσωρυχεία και η άμεσα εξαρτώμενη νομισματοκοπία, το θαλάσσιο εμπόριο, η αμπελουργία και η αλιεία. Τα τοπικά ορυχεία χρυσού, που αναφέρονται στον Πολύαινο, προμήθευαν το μέταλλο για την έκδοση των χρυσών λαμψακηνών στατήρων του 4ου αι. π.Χ., ένα νόμισμα με ευρεία διάδοση και διεθνώς αναγνωρισμένη αξία. Πιθανότατα η Λάμψακος διέθετε και δικά της κοιτάσματα από ήλεκτρο, δικαιολογώντας έτσι την έκδοση νομισμάτων από το φυσικό αυτό κράμα χρυσού και αργύρου μέχρι και τον 5ο αι. π.Χ., όταν σε άλλες μικρασιατικές πόλεις η χρήση του είχε εγκαταλειφθεί πολύ νωρίτερα.
Τα μεταλλεία χρυσού προμήθευαν την πρώτη ύλη για να εξελιχτεί η Λάμψακος σε σημαντικό κέντρο τορευτικής κατά την Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (4ος/3ος αι. π.Χ.). Τα νέα στοιχεία από τις πρόσφατες ανακαλύψεις τεκμηριώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ύπαρξη της ανεπτυγμένης λαμψακηνής μεταλλοτεχνίας. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι πολύτιμα αναθήματα, συγκεκριμένα χρυσά στεφάνια, στάλθηκαν από τους Λαμψακηνούς στη Ρώμη (179 π.Χ.) και στους Δελφούς.
Ενδεικτικό στοιχείο για την καλλιτεχνική σημασία της Λαμψάκου είναι ότι μόνο αυτή από τις μικρασιατικές πόλεις κατείχε ένα έργο του διάσημου γλύπτη Λυσίππου, το οποίο μεταφέρθηκε από το Ρωμαίο στρατηγό Αγρίππα στη Ρώμη.
Θεμέλιο για την ανάπτυξη του εμπορίου υπήρξε το καλό λιμάνι –"πόλις ευλίμενος" κατά το Στράβωνα–, που διέθετε η πόλη στη σημαντική αλλά δύσκολη θαλάσσια οδό του Ελλησπόντου. Ήταν η κύρια αντίπαλος της γειτονικής και οικονομικά ισχυρής Κυζίκου στον τομέα του εμπορίου και αποτελούσε ένα από τα κομβικά σημεία της θαλάσσιας επικοινωνίας μεταξύ του Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου. Η ανάδειξη της Λαμψάκου σε μείζον εμπορικό κέντρο κυρίως από τον 4ο αι. π.Χ. και εξής διαφαίνεται και από το γεγονός ότι πολλοί πολίτες της είχαν τιμηθεί με τον τίτλο του προξένου από σημαντικές ελληνικές πόλεις. Ανάμεσά τους ήταν η Δήλος, το σπουδαιότερο διαμετακομιστικό κέντρο κατά την Ελληνιστική περίοδο, η Αθήνα και η Χίος, μία από τις πλουσιότερες πόλεις του Αιγαίου.
Η οικονομική ανάπτυξή της οφειλόταν όχι μόνο στο θαλάσσιο εμπόριο, αλλά και στην ενασχόληση των κατοίκων με την αμπελουργία. Ο λαμψακηνός οίνος, που παραγόταν άφθονα, υπήρξε ιδιαίτερα φημισμένος κατά την Αρχαιότητα και δεν είναι τυχαίο που η Λάμψακος υπήρξε ο κατεξοχήν τόπος λατρείας του Πριάπου, του θεού της ευδαιμονίας.
Μία ακόμη πηγή εσόδων ήταν η αλιεία, κάτι που ισχύει για όλες τις πόλεις της Προποντίδας. Για την πλούσια σε αλιεύματα περιοχή της Λαμψάκου κάνει ιδιαίτερη μνεία ο Πολύαινος. Τέλος, την εποχή του Κωνσταντίου (337-361), εκτός από την αλιεία, πλουτοπαραγωγική πηγή αποτελούσε και το αυτοκρατορικό βαφείο πορφύρας.
Πολιτειακή οργάνωση
Ο Χάρων από τη Λάμψακο μεταφέρει μία παράδοση, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα χρόνια το πολίτευμα στην πόλη του ήταν βασιλεία. Όπως προκύπτει από τις αρχαίες πηγές, μετά την περσική κατάκτηση εγκαθιδρύθηκε τυραννία. Την πρώτη περίοδο της περσικής κυριαρχίας (γύρω στο 513 π.Χ.), την πόλη κυβερνούσε ένας τύραννος ονόματι Ίπποκλος. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Αιαντίδης, που για γυναίκα του πήρε την κόρη του τυράννου των Αθηνών Ιππία. Δεν έχουμε καμία άλλη πληροφορία για το πολίτευμα της Λαμψάκου μέχρι τον 4ο αι. π.Χ., όταν μαθαίνουμε για τον Αστυάνακτα, έναν ακόμη τύραννο που ανατράπηκε και δολοφονήθηκε. Οι επιγραφικές μαρτυρίες που βεβαιώνουν την ύπαρξη δημοκρατικών θεσμών χρονολογούνται στην πλειονότητά τους την Ελληνιστική εποχή. Η πρωιμότερη χρονολόγηση που έχει προταθεί για μερικές μόνο από αυτές είναι ο 4ος αι. π.Χ. Πληροφορούμαστε λοιπόν ότι στο δημοκρατικό πολίτευμα της Λαμψάκου τα κύρια διοικητικά όργανα ήταν η βουλή και η εκκλησία του δήμου. Άλλοι δημοκρατικοί θεσμοί που παραδίδονται είναι ο γραμματεύς, ο ταμίας και μια οικονομική αρχή της πόλης, οι επιμήνιοι της βουλής. Ο δήμος ήταν χωρισμένος σε φυλές και εκατοστύες, μία διαίρεση που βρίσκει παράλληλο στη Χαλκηδόνα, τη μεγαρική αποικία στα Στενά του Βοσπόρου.
Θρησκευτική ζωή
Η Λάμψακος υπήρξε ο κατεξοχήν τόπος λατρείας του Πριάπου, φαλλικού θεού της γονιμότητας. Η μυθολογική παράδοση –σε συνδυασμό με τις φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες– και τα νομίσματα αποδεικνύουν πόσο διαδεδομένη ήταν η λατρεία του στην πόλη, στην οποία άλλωστε γεννήθηκε. Γονείς του ήταν ο Διόνυσος και η Αφροδίτη. Ο Πρίαπος και η Αφροδίτη τιμούνταν και ως επώνυμοι πρυτάνεις, ενώ στη πόλη λατρεύονταν επίσης ο Διόνυσος και ο Ποσειδώνας.23
Οικοδομήματα
Στη θέση της αρχαίας Λαμψάκου είναι χτισμένος ο σύγχρονος οικισμός Lapseki. Το αρχαίο τοπωνύμιο μπορεί να έχει διατηρηθεί, από την αρχαία όμως πόλη δεν είναι ορατό σχεδόν κανένα κατάλοιπο λόγω της εκτεταμένης δόμησης. Πιο τυχεροί στάθηκαν οι περιηγητές των προηγούμενων αιώνων, που αναφέρουν ίχνη από το οχυρωματικό τείχος της πόλης καθώς και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από ένα ναό.
Η Λάμψακος ήταν ανοχύρωτη το 411 π.Χ., όταν την κατέλαβαν οι Αθηναίοι, στην προσπάθειά τους να πάρουν τον έλεγχο της περιοχής και του θαλάσσιου εμπορικού δρόμου που οδηγούσε στον Πόντο. Οχυρωματικός περίβολος χτίστηκε για πρώτη φορά λίγα χρόνια αργότερα, το 409 π.Χ., με πρωτοβουλία των Αθηναίων στρατηγών Αλκιβιάδη και Θρασύλλου και στόχο την εδραίωση της αθηναϊκής κυριαρχίας.
Ιδιαίτερα σημαντική κυρίως για τα κινητά ευρήματα είναι η νεκρόπολη της Λαμψάκου, που χρονολογείται από τον 4ο αι. π.Χ. Mέχρι σήμερα όμως δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία συστηματική ανασκαφή που να επιτρέπει την ανασύνθεση της συνολικής εικόνας της. Πρόσφατες σωστικές ανασκαφές έφεραν στο φως σαρκοφάγους και σημαντικά ταφικά κτερίσματα, μεταξύ των οποίων χρυσά στεφάνια, διαδήματα και δαχτυλίδι, που χρονολογούνται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.
http://asiaminor.ehw.gr/
Δείτε επίσης :
Μικρά Ασία :Η Αρχαία Άσσος της Τρωάδος
Να συμπληρώσω αγαπημένε μου Διόνυσε για να ενημερωθούν οι αναγνώστες ότι στην περιοχή της Αβύδου εκτυλίχθηκε η περίφημη ιστορία της Ηρώς και του Λέανδρου την οποία διέσωσε ο Μουσαίος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαραθέτω μία αναφορά από την Βικιπαίδεια και θα επανέλθουμε με σχετική ανάρτηση.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97%CF%81%CF%8E_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%9B%CE%AD%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82