Η ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Αγορά υπήρξε «ομφαλός» της αρχαίας Αθήνας ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., τον καιρό του Πεισίστρατου και ιδιαίτερα του Κλεισθένη. Πολλά από τα πρώιμα οικοδομήματα χρονολογούνται γύρω στο 500 π.Χ., ανάμεσά τους ο βωμός των Δώδεκα Θεών που ήταν επίσης άσυλο και αφετηρία μέτρησης χιλιομετρικών αποστάσεων. Κομμάτι του ποταμού Ηριδανού εγκιβωτίστηκε τότε, ώστε να διέλθει η οδός των Παναθηναίων, η «κεντρική λεωφόρος» της πόλης που διέσχιζε την Αγορά και την οποία ακολουθούσε κάθε τέσσερα χρόνια η πομπή της ομώνυμης μεγάλης Αθηναϊκής γιορτής. Λίθινες στήλες οριοθέτησαν τον δημόσιο χώρο, ενώ η Εκκλησία του Δήμου μεταφέρθηκε στην Πνύκα και αρκετά από τα θεατρικά δρώμενα στις νότιες υπώρειες της Ακρόπολης. Η πρώτη οικοδομική «έκρηξη» ξεκινά, λίγο μετά τον θρίαμβο επί των Περσών στη Σαλαμίνα και την ανατολή της Αθηναϊκής ηγεμονίας...
Το Αιάκειο, το Παλιό Βουλευτήριο, η Βασίλειος Στοά, που είχαν πάθει σοβαρές φθορές κατά την πυρπόληση της Αθήνας από τους Πέρσες το 480 / 479 π.Χ., ανακαινίζονται. Ο Κίμωνας παραγγέλνει να φυτέψουν πλατάνια, τοποθετούνται κρήνες, ενώ την απομάκρυνση των όμβριων υδάτων εξασφάλιζε ένας μεγάλος λίθινος αγωγός που διασώζεται και συναντούσε τη διαμορφωμένη κοίτη του ποταμού Ηριδανού. Την ίδια εποχή ανεγείρονται η Θόλος, έδρα των πρυτάνεων και της Αθηναϊκής διοίκησης (460 π.Χ.), καθώς και η Ποικίλη Στοά. Ακολουθούν ο ναός του Ηφαίστου, το Νέο Βουλευτήριο, το Νομισματοκοπείο, η Στοά του Ελευθερίου Διός και η Νότια Στοά.
Όμως η οδυνηρή ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τερματίζει πρόωρα τα φιλόδοξα αρχιτεκτονικά τους σχέδια. Στην Κλασική περίοδο η Αθήνα γνώρισε μια απαράμιλλη ανάπτυξη χωρίς παράλληλο στην ιστορία. Περικλής, Αισχύλος, Σοφοκλής, Πλάτων, Δημοσθένης, Θουκυδίδης και Πραξιτέλης είναι μερικά μόνο από τα ονόματα των πολιτικών και των δραματουργών, των φιλοσόφων και των ρητόρων, των ιστορικών και των καλλιτεχνών που άκμασαν τον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν η Αθήνα αποτελούσε την κορυφαία πόλη-κράτος της Ελλάδας. Όλες αυτές οι προσωπικότητες έθεσαν τις βάσεις του Δυτικού Πολιτισμού.
Έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. η Αθήνα παρέμεινε το πολιτιστικό και το εκπαιδευτικό κέντρο της Μεσογείου, έστω και αν είχε χάσει την πολιτική της ισχύ. Σε όλη τη διάρκεια των αρχαίων χρόνων η πόλη κοσμήθηκε με σημαντικά δημόσια οικοδομήματα, η κατασκευή των οποίων χρηματοδοτούνταν αρχικά από την πόλη και αργότερα από δωρεές ηγεμόνων Ελληνιστικών βασιλείων και Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Σε καμία περιοχή της Αθήνας δεν απεικονίζεται τόσο καθαρά η ιστορία της πόλης όσο στην Αγορά, το σημείο αναφοράς της δημόσιας ζωής. Αυτό το ευρύ τετράγωνο πλάτωμα που περιστοιχιζόταν από κτίρια, αποτελούσε την Αγορά, το πολύβουο κέντρο της πόλης.
Τα οικοδομήματα, τα μνημεία και τα αντικείμενα που έχουν βρεθεί, καταδεικνύουν τη σημασία αυτού του χώρου για τις ποικίλες λειτουργίες της πόλης. Το Βουλευτήριο, τα κτίρια με τα δημόσια γραφεία (Βασίλειος Στοά, Νότια Στοά Ι) και τα αρχεία (Μητρώο) έχουν όλα ανασκαφεί και μελετηθεί. Από τα δικαστήρια βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, χάλκινες ψήφοι και μία κλεψύδρα που χρησιμοποιούνταν για τη χρονομέτρηση των ομιλιών. Η χρήση της περιοχής ως εμπορικού κέντρου υποδηλώνεται από τα πολυάριθμα καταστήματα, όπου αγγειοπλάστες, υποδηματοποιοί, χαλκουργοί και γλύπτες κατασκεύαζαν και πωλούσαν τα προϊόντα τους.
Στους σκιερούς χώρους των επιμήκων στοών συνέρρεαν όσοι επιθυμούσαν να συναντήσουν φίλους, προκειμένου να συζητήσουν για δουλειές, πολιτική ή φιλοσοφία, ενώ αγάλματα και μνημεία υπενθύμιζαν στους πολίτες παλαιότερους θριάμβους. Μία βιβλιοθήκη και ένα ωδείο εξυπηρετούσαν τις πολιτιστικές ανάγκες. Πολυάριθμα μικρά ιερά και ναοί αποτελούσαν τόπους τακτικής λατρείας. Διοικητικές, πολιτικές και δικαστικές, εμπορικές και κοινωνικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές δραστηριότητες συγκεντρώνονταν στο χώρο της Αγοράς, στην καρδιά της αρχαίας Αθήνας.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ
Η αγορά, δηλαδή ο χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται (αγείρονται) οι πολίτες, ήταν η καρδιά της δημόσιας ζωής της αρχαίας Ελληνικής πόλης. Αποτελούσε τόπο πολιτικών συγκεντρώσεων και εμπορικών συναλλαγών, έδρα διοίκησης και δικαιοσύνης, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο. Η αγορά αναφέρεται ήδη στα Ομηρικά Έπη, αποτελώντας, συνακόλουθα, συστατικό στοιχείο της αρχαίας Ελληνικής πόλης. Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. ιδρύθηκε στα βορειοδυτικά του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως, ανάμεσα στους λόφους του Αρείου Πάγου και του Αγοραίου Κολωνού, η Αγορά των Αθηνών, η οποία για τους επόμενους τέσσερις τουλάχιστον αιώνες αποτέλεσε το κέντρο της πόλης των Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων.
Σ' αυτήν ανεγέρθηκαν τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια και ιερά του άστεως και αναπτύχθηκε έντονη διοικητική, πολιτική, δικαστική, εμπορική, κοινωνική, πολιτιστική και θρησκευτική δραστηριότητα. Η αλληλουχία των οικοδομημάτων της Αγοράς μέσα στο χρόνο αντικατοπτρίζει την εξελικτική πορεία του δημοκρατικού πολιτεύματος στους πέντε αιώνες ύπαρξης της πόλης-κράτους. Τα πρώτα ίχνη της κατοίκησης του ανθρώπου στον ευρύτερο χώρο της Αγοράς χρονολογούνται στην Ύστερη Νεολιθική εποχή (περ. 3000 π.Χ.) και συνίστανται σε όστρακα χειροποίητων αγγείων που βρέθηκαν σε φρέατα και λάκκους.
Κατά τις δύο επόμενες περιόδους, την Ύστερη Ελλαδική ή Μυκηναϊκή (1550 - 1100 π.Χ.) και την Εποχή του Σιδήρου (1.100 - 700 π.Χ.) στην περιοχή εκτείνεται ένα νεκροταφείο, με θολωτούς και θαλαμωτούς τάφους στην πρώτη, με καύσεις και ενταφιασμούς στη δεύτερη. Παράλληλα αναπτύσσεται ένα μικρός γεωμετρικός οικισμός. Tον 6ο αιώνα π.Χ. η πολιτεία με εκτεταμένες διαμορφώσεις μετέτρεψε τον χώρο αυτόν από ιδιωτικό σε δημόσιο για να φιλοξενήσει την Αγορά της πόλης. Τα πρώτα δημόσια κτήρια, η Νοτιανατολική Κρήνη και ο Βωμός των 12 Θεών, εμφανίστηκαν το 520 π.Χ., εποχή της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών.
Με την αλλαγή του πολιτεύματος και πάλι σε δημοκρατικό, το 508 / 507 π.Χ. ξεκίνησε η έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην Αγορά. Πρώτα κατασκευάστηκαν το Παλαιό Βουλευτήριο για τη νέα Βουλή και η Βασίλειος Στοά, έδρα του Άρχοντα Βασιλέα. Τοποθετήθηκαν επίσης οι δύο λίθινοι όροι στη νοτιοδυτική της γωνία για να σημάνουν τον ιερό χώρο. Η λεηλασία της Αγοράς από τα Περσικά στρατεύματα το 480 / 479 π.Χ. μετέτρεψε πολλά από τα οικοδομήματά της σε ερείπια. Από το 2ο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. παρατηρήθηκε έντονη ανοικοδόμηση, η οποία συνεχίστηκε και μέσα στον 4ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται άμεσα με την ακμή της Δημοκρατίας.
Τότε κατασκευάστηκαν η Ποικίλη Στοά, η Θόλος, το Νέο Βουλευτήριο, η Στοά του Διός Ελευθερίου, η Ν. Στοά Ι, το Νομισματοκοπείο, τα Δικαστήρια, ο Ναός του Ηφαίστου, ο Ναός του Απόλλωνα Πατρώου, η Νοτιοδυτική κρήνη κ.ά. Την πολιτική παρακμή της Αθήνας που επέφερε η άνοδος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο βασίλειο της Μακεδονίας ακολούθησε η πολιτιστική ακμή του 2ου π.Χ. αιώνα. Η Αγορά της Αθήνας έλαβε την εποχή αυτή νέα μορφή με την ανέγερση των τριών μεγάλων στωικών οικοδομημάτων: της Μεσαίας Στοάς, της Νότιας Στοάς ΙΙ και της Στοάς του Αττάλου, δωρεάς του Βασιλιά της Περγάμου Άτταλου Β' στην κοιτίδα της φιλοσοφίας.
Μεγάλο πλήγμα στα οικοδομήματα της Αγοράς επέφερε η λεηλασία τους από τα στρατεύματα του Σύλλα το 86 π.Χ., ως τιμωρία επειδή οι Αθηναίοι τάχθηκαν με το μέρος του βασιλιά Μιθριδάτη του Πόντου και όχι των Ρωμαίων. Παρά τις καταστροφές η πόλη γνώρισε νέα ακμή κατά τους χρόνους της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού - Αυγούστου (27 π.Χ. - 14 μ.Χ) και του Αδριανού (117 - 138 μ.Χ.). Στο κεντρικό τετράγωνο της Αγοράς ανεγέρθηκαν το Ωδείο για να φιλοξενήσει τις μουσικές εκδηλώσεις, ο Νοτιοδυτικός και ο Νοτιανατολικός ναός για τη λατρεία της Αυτοκρατορικής οικογένειας και μεταφέρθηκε αυτούσιος από την Παλλήνη ο Ναός του Άρη.
Το 267 μ.Χ. η εισβολή των Ερούλων κατέστρεψε εκ θεμελίων τα οικοδομήματα της Αγοράς. Στην επόμενη φάση ανοικοδόμησης της πόλης η περιοχή βρέθηκε εκτός του νέου οχυρωματικού περιβόλου και αναπτύχθηκαν σ' αυτήν τα πολυτελή συγκροτήματα των αστικών επαύλεων του 5ου και 6ου αιώνα μ.Χ., στα οποία άκμασε για τελευταία φορά η νεοπλατωνική φιλοσοφία. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις βαρβαρικών φύλων από το τέλος του 4ου έως τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ., οπότε έγινε η Σλαβική επιδρομή, οδήγησαν και πάλι στην καταστροφή τα κτήρια της Αγοράς και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οριστική παρακμή του χώρου.
Κατά τις ανασκαφές της Αθηναϊκής Αγοράς διερευνήθηκαν τα περίπου 122 στρέμματα του κατηφορικού εδάφους στα βορειοδυτικά της Ακροπόλεως. Ανασκάφθηκε υλικό όλων των περιόδων από την Ύστερη Νεολιθική έως τους Νεότερους Χρόνους, που ρίχνει φως σε 5.000 χρόνια Αθηναϊκής ιστορίας. Η περιοχή κατοικούνταν πολύ καιρό πριν καταστεί το πολιτικό κέντρο της Αθήνας. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, από το οποίο έχουν βρεθεί περίπου 50 τάφοι, που χρονολογούνται από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Πρόκειται κυρίως για θαλαμωτούς τάφους με πολλαπλές ταφές. Η χρήση της περιοχής ως νεκροταφείου συνεχίστηκε και στην Εποχή του Σιδήρου (1100 - 700 π.Χ.).
Βρέθηκαν περισσότερες από 80 ταφές (ενταφιασμοί και καύσεις). Δεκάδες πηγάδια υποδεικνύουν την ύπαρξη οικιών και υποδηλώνουν ότι η περιοχή είχε αρχίσει παράλληλα να κατοικείται. Από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. φαίνεται ότι η γη μετατράπηκε σταδιακά από ιδιωτική σε δημόσια. Τα πρώτα κτίρια ή μνημεία (Νοτιοανατολική Κρήνη [15], Βωμός των Δώδεκα Θεών [2]) ανεγέρθηκαν στη δεκαετία του 520, κατά τη διάρκεια της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών. Η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας το 508 / 507 π.Χ. οδήγησε στην κατασκευή του Παλαιού Βουλευτηρίου [8] (στη θέση του μεταγενέστερου Μητρώου), στην τοποθέτηση των ορόσημων [10] και ίσως στην οικοδόμηση της Βασιλείου Στοάς [27].
Η καταστροφή του 480 / 479 π.Χ. από τους Πέρσες μετέτρεψε την πόλη σε ερειπιώνα. Όμως τα κτίρια στην Αγορά επισκευάστηκαν και τον 5ο και τον 4ο αιώνα προστέθηκαν πολλά ακόμη προκειμένου να εξυπηρετήσουν την ακμάζουσα Αθηναϊκή δημοκρατία. Η Ποικίλη Στοά [28], η Θόλος [6], το Νέο Βουλευτήριο [7], η Στοά του Διός Ελευθερίου [3], η Νότια Στοά Ι [14], το Νομισματοκοπείο [16] και τα Δικαστήρια [23], χτίστηκαν στην περιφέρεια της μεγάλης πλατείας, μαζί με κρήνες, ναούς και καταστήματα. Η άνοδος του Μεγάλου Αλεξάνδρου επισκίασε την πολιτική θέση της Αθήνας, και κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. η πόλη βρέθηκε υπό την επιρροή των διαδόχων του.
Η ανάκαμψη του 2ου αιώνα τροφοδοτήθηκε από την αίγλη της Αθήνας ως του σημαντικότερου πολιτιστικού και εκπαιδευτικού κέντρου της Μεσογείου, και άκμασαν οι φιλοσοφικές σχολές που είχαν ιδρύσει ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Ζήνωνας και ο Επίκουρος. Κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. οικοδομήθηκαν τρεις μεγάλες στοές στην Αγορά, η Μεσαία [17], η Νότια ΙΙ [19] και η Στοά του Αττάλου [22] ακόμη, το κτίριο των αρχείων (Μητρώο [8]) ανακαινίστηκε και απέκτησε πρόσοψη με κιονοστοιχία. Η Αθήνα θα γνωρίσει τη δύναμη της Ρώμης, όταν το 86 π.Χ. ο Σύλλας την πολιορκεί, επειδή αυτή είχε συνταχθεί με τον Μιθριδάτη του Πόντου.
Παρά τις συνέπειες αυτής της κακής επιλογής, η πόλη γνώριζε νέα ακμή χάρη στη φήμη των σχολών και των πνευματικών της ιδρυμάτων. Στην Αγορά χτίστηκαν ναοί για να στεγάσουν τη λατρεία των Αυτοκρατόρων [25] και ένα μεγάλο Ωδείο (κτίριο συναυλιών [24]) ανεγέρθηκε στο κέντρο της πλατείας στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. H Αθήνα ευημερεί έως τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., με ιδιαίτερη περίοδο ακμής επί αυτοκράτορα Αδριανού (117 - 138). Γύρω στο 150 μ.Χ. ο περιηγητής Παυσανίας θα την περιγράψει λεπτομερώς. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. αρχίζει μια περίοδος δοκιμασιών για την Αθήνα. Το 267 έρχονται από το βορρά οι Έρουλοι, που την καταστρέφουν.
Στην ανοικοδόμηση που ακολουθεί, το νέο τείχος [20] της πόλης δεν θα περιλάβει στον προστατευόμενο χώρο του την παλαιά Αγορά. Τον 4ο και τον 5ο αιώνα στην περιοχή θα χτιστούν μεγάλες επαύλεις. Εμφανή είναι στα κτίρια τα σημάδια και άλλων βαρβαρικών επιδρομών: των Βησιγότθων υπό τον Αλάριχο το 395, των Βανδάλων τη δεκαετία του 470 και των Σλάβων το 582 / 583. Τον 7ο αιώνα η περιοχή εγκαταλείπεται για να ξανακατοικηθεί τον 10ο αιώνα, όταν η πόλη θα επεκταθεί.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας καταλαμβάνει αρκετά μεγάλη έκταση βορειοδυτικά της Ακρόπολης, που ορίζεται νότια από τον Άρειο Πάγο, βόρεια από τον Ηριδανό ποταμό και δυτικά από το χαμηλό λόφο του Αγοραίου Κολωνού. Διαχρονικά, ο χώρος της Αγοράς διατρέχεται από τρεις οδούς. Η πρώτη οδός διατρέχει την πλατεία της Αγοράς από τα βορειοδυτικά και κατευθύνεται προς την Ακρόπολη. Η οδός αυτή αργότερα ταυτίζεται με τη λεγόμενη Παναθηναϊκή Οδό, την οποία ακολουθεί η εορταστική πομπή των Παναθηναίων. Στην Κλασική περίοδο αποκαλείται απλώς «δρόμος».
Η δεύτερη οδός διακλαδώνεται από την πρώτη στη βόρεια είσοδο της Αγοράς και ακολουθεί πορεία προς τα νοτιοδυτικά, κατά μήκος της δυτικής οδού. Η τρίτη οδός κλείνει την πλατεία προς νότο, συνδέοντας τις δύο προηγούμενες. Εντός αυτών δημιουργείται ένας ευρύς τριγωνικός χώρος.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ
Στις πολλές επιμήκεις στοές, στις δενδροστοιχίες με πλατάνια και λεύκες έβρισκαν καταφύγιο οι αρχαίοι Αθηναίοι, από τις κλιματικές συνθήκες, ενώ την υδροδότηση εξασφάλιζε το Πώρινο Υδραγωγείο αρχικά (5ος αιώνας π.Χ.) και το Αδριάνειο στη Ρωμαϊκή Εποχή, το οποίο παρέμεινε σε χρήση μέχρι τα νεότερα χρόνια. Οι αρχαίοι συγγραφείς και περιηγητές που μνημονεύουν την Αγορά υπήρξαν οι ίδιοι τακτικοί θαμώνες της, όπως ο Παυσανίας που στην ''Ελλάδος Περιήγησιν'' (γράφτηκε μεταξύ 155 - 175 μ.Χ.) περιγράφει λεπτομερώς την πόλη όπως την είδε και την έζησε εκείνος στο ταξίδι του επί υπατείας Ηρώδου Αττικού.
Μια και η Αγορά ήταν επίσης τόπος συναθροίσεων, εκεί ανεγείρονταν οι ανδριάντες ξακουστών πολιτών αλλά και ευεργετών - προστατών, συντηρώντας την Αθηναϊκή συλλογική ιστορική μνήμη: «Σε άλλες πόλεις θα δείτε αγάλματα αθλητών τοποθετημένα στην Αγορά, ενώ στην Αθήνα αγάλματα γενναίων στρατηγών και τυραννοκτόνων (όπως των Αρμοδίου και Αριστογείτονα, που είχαν αρπάξει οι Πέρσες)» σημειώνει ο ρήτορας Λυκούργος. Προφανώς, αναφέρεται στο Μνημείο των Επώνυμων Ηρώων, του οποίου διατηρείται μόνο το βάθρο, ενώ μνημονεύει και την ύπαρξη μάγων και θαυματοποιών που διασκέδαζαν τους πολίτες (τέτοιες παραστάσεις δίνονταν συνήθως στην Ποικίλη Στοά).
Το τέλος του «Χρυσού Αιώνα» βρίσκει την Αθήνα σε ύφεση, εμπορική και οικοδομική. Στα Ελληνικά πράγματα, εξάλλου, κυριαρχούν πια οι Μακεδόνες. Καθώς όμως μπαίνουμε στον 2ο π.Χ. αιώνα, η Αγορά ξαναζεί μέρες λαμπρής οικοδομικής δραστηριότητας. Δεν είναι μόνο η οικονομική ανάκαμψη αλλά και οι γενναίες προσφορές ηγεμόνων των ελληνιστικών βασιλείων, που συναγωνίζονταν κιόλας σε γαλαντομία. Ανοικοδομούνται η Στοά του Αττάλου, η Μέση, η Νότια Στοά και το Μητρώο που, εκτός της στέγασης των δημοτικών αρχείων, είχε επίσης θρησκευτική χρήση.
Αντίθετα, με τα τόσο πλούσια ιστορικά, αλλά σε γενικές γραμμές λιτά, χαμηλών τόνων κτίρια της Κλασικής Εποχής που διατηρούν την ανθρώπινη κλίμακα ακόμα και επί Αθηναϊκής Ηγεμονίας, τα αντίστοιχα των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων είναι ευμεγέθη, φανταχτερά και πομπώδη. Ενόσω όμως η Αθήνα και η Αγορά της γνωρίζουν μια δεύτερη ακμή, έρχεται η ατυχής συμμαχία με τον Μιθριδάτη κατά των Ρωμαίων. Ο θρυλικός βασιλιάς του Πόντου, εν τέλει, ηττήθηκε και το 86 μ.Χ. ο Σύλλας καταφθάνει με τις λεγεώνες του «ante portas» (κάτι που έμοιαζε ιστορικά αναπόφευκτο, έτσι κι αλλιώς). Οι Αθηναίοι απέστειλαν πρεσβεία ζητώντας του να σεβαστεί την ένδοξη ιστορία τους, αλλά ο σκληροτράχηλος Ρωμαίος δεν συγκινήθηκε.
Ασφυκτικά πολιορκούμενη, η πόλη αμύνθηκε ηρωικά επί μήνες, όμως τελικά υπέκυψε και ακολούθησαν σφαγές και καταστροφές. Τα επόμενα χρόνια, Ρωμαίοι άρχοντες και Αυτοκράτορες, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Αύγουστος και ο Αδριανός, αλλά και εύποροι αξιωματούχοι που θαύμαζαν τον Ελληνικό πολιτισμό, και ειδικά την Κλασική Αθήνα, επισκευάζουν παλιά ή ανοικοδομούν καινούργια κτίρια και υποδομές εν είδει «εξιλέωσης» (Ωδείο Αγρίππα, Νυμφαίο, νέες δημόσιες βιβλιοθήκες, δρόμοι, στοές), με αντάλλαγμα την υπακοή των Αθηναίων και την απόδοση θρησκευτικών τιμών στον Αυτοκράτορα που γινόταν στην Αγορά, στον Ναό του Άρεως και στη Στοά του Διός.
Η πόλη βρίσκει σε κάποιο βαθμό την παλιά της αίγλη και η Αρχαία Αγορά τη λαμπρότητά της, παρά τη μετατόπιση της εμπορικής κίνησης και των συναθροίσεων στη νέα Αγορά (τη γνωστή ως Ρωμαϊκή) που ίδρυσε ο Αύγουστος λίγο ανατολικότερα. Όμως, ήδη τον 2ο αιώνα μ.Χ. η εξασθενημένη πια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δέχεται απανωτές βαρβαρικές εισβολές. Το 267 μ.Χ. οι Έρουλοι, εκστρατεύουν στην Ελλάδα λεηλατώντας, καίγοντας και γκρεμίζοντας ό,τι βρεθεί στο διάβα τους. Κυριεύουν εύκολα την Αθήνα και δεν αφήνουν λίθον επί λίθου - μόνο το Ηφαιστείο δεν πείραξαν, ενώ «όρθια», παρά τις μεγάλες ζημιές που υπέστη, παρέμεινε και η Ακρόπολη.
Και πάνω που η πόλη είχε κάπως συνέλθει, μολονότι ήδη «σκιά» του παλιού εαυτού της (όπως και η Αρχαία Αγορά, που πια βρισκόταν εκτός των νέων τειχών), εμφανίζονται κάτι άλλοι πολεμοχαρείς, οι Γότθοι του Αλάριχου (396 μ.Χ.), που όντας νεοφώτιστοι Χριστιανοί, εχθρεύονταν, επιπλέον, καθετί «ειδωλολατρικό». Η Θόλος, πολλοί ναοί και στοές ισοπεδώθηκαν, εντούτοις η Αθήνα κατάφερε να αναρρώσει και ξανάγινε πόλος έλξης, χάρη κυρίως στις ακμάζουσες φιλοσοφικές της σχολές. Στο μέσο, μάλιστα, της παλιάς πλατείας της Αρχαίας Αγοράς υψώθηκε ένα ευμέγεθες οικοδομικό συγκρότημα, όπου ξεχώριζε η λεγόμενη Στοά των Γιγάντων.
Την είπαν έτσι για τα υπερμεγέθη αγάλματά της που αναπαριστούν Γίγαντες και Τρίτωνες, η οποία Στοά των Γιγάντων, τη Ρωμαϊκή Εποχή έγινε, πιθανότατα, έδρα του κυβερνήτη. Υψώθηκαν κιονοστοιχίες στη βόρεια πλευρά και τρεις υδρόμυλοι στην ανατολική. Όμως το ολέθριο διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 μ.Χ., που καθιστούσε απαγορευτική τη λειτουργία της Ακαδημίας και των φιλοσοφικών σχολών γενικότερα (αρκετοί φιλόσοφοι και ρήτορες προσέφυγαν τότε στον φιλομαθή Πέρση βασιλιά Χοσρόη), σε συνδυασμό με νέες βαρβαρικές επιδρομές βυθίζουν και πάλι την πόλη στην παρακμή.
Κάποια σημάδια προσωρινής ανασυγκρότησης παρατηρούνται τον 10ο αιώνα - προφανώς συνέβαλε και η επίσκεψη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου Β', ο οποίος γιόρτασε τους θριάμβους του επί Βουλγάρων και Σλάβων στον Παρθενώνα, ο οποίος, όπως και το Ηφαιστείο, είχε μετατραπεί σε Χριστιανικό ναό. Η Αθήνα θα δοκιμαστεί εκ νέου το 1204 όταν, λίγο προτού πέσει στους Φράγκους, της επιτίθεται ο στασιαστής δυνάστης του Ναυπλίου, Λέοντας Σγουρός, ο οποίος, αδυνατώντας να εκπορθήσει την Ακρόπολη, ξεσπά στα πέριξ. Διαβάζουμε ότι το νότιο τμήμα της πόλης και μεγάλο μέρος της Αρχαίας Αγοράς ερήμωσαν έκτοτε επί μακρόν, όπως έδειξε το παχύ στρώμα λάσπης που βρέθηκε στα κατεστραμμένα σπίτια.
Όταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, η Αρχαία Αγορά έχει κατοικηθεί ξανά, όμως τα περισσότερα οικήματα μετατρέπονται σε ερείπια στις δύο μακροχρόνιες πολιορκίες της Ακρόπολης που ακολουθούν. Ένα από αυτά, στη Στοά των Γιγάντων, ανήκε στον τότε Γάλλο πρόξενο και η αρχαιολογική σκαπάνη φανέρωσε εκεί θραύσματα της πλούσιας αρχαιολογικής συλλογής που διατηρούσε, όπως αρκετοί Ευρωπαίοι που έζησαν ή πέρασαν από την Αθήνα. Μετά την Ανεξαρτησία η περιοχή κατοικήθηκε ξανά - όλα σχεδόν τα οικήματα (σπίτια, εργαστήρια και παρεκκλήσια) που κατεδαφίστηκαν το 1931, οπότε ξεκινούν οι ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής, ήταν του 19ου αιώνα.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Οι πρώτοι άνθρωποι φθάνουν στην πόλη κατά το τέλος της Νεολιθικής εποχής, κάπου μεταξύ 3500 και 3200 π.Χ. Τα λίγα σκόρπια ίχνη τους που διασώθηκαν μέχρι σήμερα μαρτυρούν ότι πρώτοι αυτοί διάλεξαν για μόνιμη εγκατάσταση την περιοχή του βράχου της Ακροπόλεως. Στην αρχή πιθανόν να μην θέλησαν να μείνουν ακριβώς επάνω στην κορυφή, αλλά από ανασκαφές γνωρίζουμε ότι είχαν ασφαλώς διασκορπιστεί στη νότια και βόρεια κλιτύ του βράχου, και ίσως κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν τα δύο μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Αγορά υπήρξε «ομφαλός» της αρχαίας Αθήνας ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., τον καιρό του Πεισίστρατου και ιδιαίτερα του Κλεισθένη. Πολλά από τα πρώιμα οικοδομήματα χρονολογούνται γύρω στο 500 π.Χ., ανάμεσά τους ο βωμός των Δώδεκα Θεών που ήταν επίσης άσυλο και αφετηρία μέτρησης χιλιομετρικών αποστάσεων. Κομμάτι του ποταμού Ηριδανού εγκιβωτίστηκε τότε, ώστε να διέλθει η οδός των Παναθηναίων, η «κεντρική λεωφόρος» της πόλης που διέσχιζε την Αγορά και την οποία ακολουθούσε κάθε τέσσερα χρόνια η πομπή της ομώνυμης μεγάλης Αθηναϊκής γιορτής. Λίθινες στήλες οριοθέτησαν τον δημόσιο χώρο, ενώ η Εκκλησία του Δήμου μεταφέρθηκε στην Πνύκα και αρκετά από τα θεατρικά δρώμενα στις νότιες υπώρειες της Ακρόπολης. Η πρώτη οικοδομική «έκρηξη» ξεκινά, λίγο μετά τον θρίαμβο επί των Περσών στη Σαλαμίνα και την ανατολή της Αθηναϊκής ηγεμονίας...
Το Αιάκειο, το Παλιό Βουλευτήριο, η Βασίλειος Στοά, που είχαν πάθει σοβαρές φθορές κατά την πυρπόληση της Αθήνας από τους Πέρσες το 480 / 479 π.Χ., ανακαινίζονται. Ο Κίμωνας παραγγέλνει να φυτέψουν πλατάνια, τοποθετούνται κρήνες, ενώ την απομάκρυνση των όμβριων υδάτων εξασφάλιζε ένας μεγάλος λίθινος αγωγός που διασώζεται και συναντούσε τη διαμορφωμένη κοίτη του ποταμού Ηριδανού. Την ίδια εποχή ανεγείρονται η Θόλος, έδρα των πρυτάνεων και της Αθηναϊκής διοίκησης (460 π.Χ.), καθώς και η Ποικίλη Στοά. Ακολουθούν ο ναός του Ηφαίστου, το Νέο Βουλευτήριο, το Νομισματοκοπείο, η Στοά του Ελευθερίου Διός και η Νότια Στοά.
Όμως η οδυνηρή ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τερματίζει πρόωρα τα φιλόδοξα αρχιτεκτονικά τους σχέδια. Στην Κλασική περίοδο η Αθήνα γνώρισε μια απαράμιλλη ανάπτυξη χωρίς παράλληλο στην ιστορία. Περικλής, Αισχύλος, Σοφοκλής, Πλάτων, Δημοσθένης, Θουκυδίδης και Πραξιτέλης είναι μερικά μόνο από τα ονόματα των πολιτικών και των δραματουργών, των φιλοσόφων και των ρητόρων, των ιστορικών και των καλλιτεχνών που άκμασαν τον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν η Αθήνα αποτελούσε την κορυφαία πόλη-κράτος της Ελλάδας. Όλες αυτές οι προσωπικότητες έθεσαν τις βάσεις του Δυτικού Πολιτισμού.
Έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. η Αθήνα παρέμεινε το πολιτιστικό και το εκπαιδευτικό κέντρο της Μεσογείου, έστω και αν είχε χάσει την πολιτική της ισχύ. Σε όλη τη διάρκεια των αρχαίων χρόνων η πόλη κοσμήθηκε με σημαντικά δημόσια οικοδομήματα, η κατασκευή των οποίων χρηματοδοτούνταν αρχικά από την πόλη και αργότερα από δωρεές ηγεμόνων Ελληνιστικών βασιλείων και Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Σε καμία περιοχή της Αθήνας δεν απεικονίζεται τόσο καθαρά η ιστορία της πόλης όσο στην Αγορά, το σημείο αναφοράς της δημόσιας ζωής. Αυτό το ευρύ τετράγωνο πλάτωμα που περιστοιχιζόταν από κτίρια, αποτελούσε την Αγορά, το πολύβουο κέντρο της πόλης.
Τα οικοδομήματα, τα μνημεία και τα αντικείμενα που έχουν βρεθεί, καταδεικνύουν τη σημασία αυτού του χώρου για τις ποικίλες λειτουργίες της πόλης. Το Βουλευτήριο, τα κτίρια με τα δημόσια γραφεία (Βασίλειος Στοά, Νότια Στοά Ι) και τα αρχεία (Μητρώο) έχουν όλα ανασκαφεί και μελετηθεί. Από τα δικαστήρια βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, χάλκινες ψήφοι και μία κλεψύδρα που χρησιμοποιούνταν για τη χρονομέτρηση των ομιλιών. Η χρήση της περιοχής ως εμπορικού κέντρου υποδηλώνεται από τα πολυάριθμα καταστήματα, όπου αγγειοπλάστες, υποδηματοποιοί, χαλκουργοί και γλύπτες κατασκεύαζαν και πωλούσαν τα προϊόντα τους.
Στους σκιερούς χώρους των επιμήκων στοών συνέρρεαν όσοι επιθυμούσαν να συναντήσουν φίλους, προκειμένου να συζητήσουν για δουλειές, πολιτική ή φιλοσοφία, ενώ αγάλματα και μνημεία υπενθύμιζαν στους πολίτες παλαιότερους θριάμβους. Μία βιβλιοθήκη και ένα ωδείο εξυπηρετούσαν τις πολιτιστικές ανάγκες. Πολυάριθμα μικρά ιερά και ναοί αποτελούσαν τόπους τακτικής λατρείας. Διοικητικές, πολιτικές και δικαστικές, εμπορικές και κοινωνικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές δραστηριότητες συγκεντρώνονταν στο χώρο της Αγοράς, στην καρδιά της αρχαίας Αθήνας.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ
Η αγορά, δηλαδή ο χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται (αγείρονται) οι πολίτες, ήταν η καρδιά της δημόσιας ζωής της αρχαίας Ελληνικής πόλης. Αποτελούσε τόπο πολιτικών συγκεντρώσεων και εμπορικών συναλλαγών, έδρα διοίκησης και δικαιοσύνης, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο. Η αγορά αναφέρεται ήδη στα Ομηρικά Έπη, αποτελώντας, συνακόλουθα, συστατικό στοιχείο της αρχαίας Ελληνικής πόλης. Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. ιδρύθηκε στα βορειοδυτικά του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως, ανάμεσα στους λόφους του Αρείου Πάγου και του Αγοραίου Κολωνού, η Αγορά των Αθηνών, η οποία για τους επόμενους τέσσερις τουλάχιστον αιώνες αποτέλεσε το κέντρο της πόλης των Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων.
Σ' αυτήν ανεγέρθηκαν τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια και ιερά του άστεως και αναπτύχθηκε έντονη διοικητική, πολιτική, δικαστική, εμπορική, κοινωνική, πολιτιστική και θρησκευτική δραστηριότητα. Η αλληλουχία των οικοδομημάτων της Αγοράς μέσα στο χρόνο αντικατοπτρίζει την εξελικτική πορεία του δημοκρατικού πολιτεύματος στους πέντε αιώνες ύπαρξης της πόλης-κράτους. Τα πρώτα ίχνη της κατοίκησης του ανθρώπου στον ευρύτερο χώρο της Αγοράς χρονολογούνται στην Ύστερη Νεολιθική εποχή (περ. 3000 π.Χ.) και συνίστανται σε όστρακα χειροποίητων αγγείων που βρέθηκαν σε φρέατα και λάκκους.
Κατά τις δύο επόμενες περιόδους, την Ύστερη Ελλαδική ή Μυκηναϊκή (1550 - 1100 π.Χ.) και την Εποχή του Σιδήρου (1.100 - 700 π.Χ.) στην περιοχή εκτείνεται ένα νεκροταφείο, με θολωτούς και θαλαμωτούς τάφους στην πρώτη, με καύσεις και ενταφιασμούς στη δεύτερη. Παράλληλα αναπτύσσεται ένα μικρός γεωμετρικός οικισμός. Tον 6ο αιώνα π.Χ. η πολιτεία με εκτεταμένες διαμορφώσεις μετέτρεψε τον χώρο αυτόν από ιδιωτικό σε δημόσιο για να φιλοξενήσει την Αγορά της πόλης. Τα πρώτα δημόσια κτήρια, η Νοτιανατολική Κρήνη και ο Βωμός των 12 Θεών, εμφανίστηκαν το 520 π.Χ., εποχή της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών.
Με την αλλαγή του πολιτεύματος και πάλι σε δημοκρατικό, το 508 / 507 π.Χ. ξεκίνησε η έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην Αγορά. Πρώτα κατασκευάστηκαν το Παλαιό Βουλευτήριο για τη νέα Βουλή και η Βασίλειος Στοά, έδρα του Άρχοντα Βασιλέα. Τοποθετήθηκαν επίσης οι δύο λίθινοι όροι στη νοτιοδυτική της γωνία για να σημάνουν τον ιερό χώρο. Η λεηλασία της Αγοράς από τα Περσικά στρατεύματα το 480 / 479 π.Χ. μετέτρεψε πολλά από τα οικοδομήματά της σε ερείπια. Από το 2ο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. παρατηρήθηκε έντονη ανοικοδόμηση, η οποία συνεχίστηκε και μέσα στον 4ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται άμεσα με την ακμή της Δημοκρατίας.
Τότε κατασκευάστηκαν η Ποικίλη Στοά, η Θόλος, το Νέο Βουλευτήριο, η Στοά του Διός Ελευθερίου, η Ν. Στοά Ι, το Νομισματοκοπείο, τα Δικαστήρια, ο Ναός του Ηφαίστου, ο Ναός του Απόλλωνα Πατρώου, η Νοτιοδυτική κρήνη κ.ά. Την πολιτική παρακμή της Αθήνας που επέφερε η άνοδος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο βασίλειο της Μακεδονίας ακολούθησε η πολιτιστική ακμή του 2ου π.Χ. αιώνα. Η Αγορά της Αθήνας έλαβε την εποχή αυτή νέα μορφή με την ανέγερση των τριών μεγάλων στωικών οικοδομημάτων: της Μεσαίας Στοάς, της Νότιας Στοάς ΙΙ και της Στοάς του Αττάλου, δωρεάς του Βασιλιά της Περγάμου Άτταλου Β' στην κοιτίδα της φιλοσοφίας.
Μεγάλο πλήγμα στα οικοδομήματα της Αγοράς επέφερε η λεηλασία τους από τα στρατεύματα του Σύλλα το 86 π.Χ., ως τιμωρία επειδή οι Αθηναίοι τάχθηκαν με το μέρος του βασιλιά Μιθριδάτη του Πόντου και όχι των Ρωμαίων. Παρά τις καταστροφές η πόλη γνώρισε νέα ακμή κατά τους χρόνους της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού - Αυγούστου (27 π.Χ. - 14 μ.Χ) και του Αδριανού (117 - 138 μ.Χ.). Στο κεντρικό τετράγωνο της Αγοράς ανεγέρθηκαν το Ωδείο για να φιλοξενήσει τις μουσικές εκδηλώσεις, ο Νοτιοδυτικός και ο Νοτιανατολικός ναός για τη λατρεία της Αυτοκρατορικής οικογένειας και μεταφέρθηκε αυτούσιος από την Παλλήνη ο Ναός του Άρη.
Το 267 μ.Χ. η εισβολή των Ερούλων κατέστρεψε εκ θεμελίων τα οικοδομήματα της Αγοράς. Στην επόμενη φάση ανοικοδόμησης της πόλης η περιοχή βρέθηκε εκτός του νέου οχυρωματικού περιβόλου και αναπτύχθηκαν σ' αυτήν τα πολυτελή συγκροτήματα των αστικών επαύλεων του 5ου και 6ου αιώνα μ.Χ., στα οποία άκμασε για τελευταία φορά η νεοπλατωνική φιλοσοφία. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις βαρβαρικών φύλων από το τέλος του 4ου έως τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ., οπότε έγινε η Σλαβική επιδρομή, οδήγησαν και πάλι στην καταστροφή τα κτήρια της Αγοράς και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οριστική παρακμή του χώρου.
Κατά τις ανασκαφές της Αθηναϊκής Αγοράς διερευνήθηκαν τα περίπου 122 στρέμματα του κατηφορικού εδάφους στα βορειοδυτικά της Ακροπόλεως. Ανασκάφθηκε υλικό όλων των περιόδων από την Ύστερη Νεολιθική έως τους Νεότερους Χρόνους, που ρίχνει φως σε 5.000 χρόνια Αθηναϊκής ιστορίας. Η περιοχή κατοικούνταν πολύ καιρό πριν καταστεί το πολιτικό κέντρο της Αθήνας. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, από το οποίο έχουν βρεθεί περίπου 50 τάφοι, που χρονολογούνται από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Πρόκειται κυρίως για θαλαμωτούς τάφους με πολλαπλές ταφές. Η χρήση της περιοχής ως νεκροταφείου συνεχίστηκε και στην Εποχή του Σιδήρου (1100 - 700 π.Χ.).
Βρέθηκαν περισσότερες από 80 ταφές (ενταφιασμοί και καύσεις). Δεκάδες πηγάδια υποδεικνύουν την ύπαρξη οικιών και υποδηλώνουν ότι η περιοχή είχε αρχίσει παράλληλα να κατοικείται. Από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. φαίνεται ότι η γη μετατράπηκε σταδιακά από ιδιωτική σε δημόσια. Τα πρώτα κτίρια ή μνημεία (Νοτιοανατολική Κρήνη [15], Βωμός των Δώδεκα Θεών [2]) ανεγέρθηκαν στη δεκαετία του 520, κατά τη διάρκεια της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών. Η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας το 508 / 507 π.Χ. οδήγησε στην κατασκευή του Παλαιού Βουλευτηρίου [8] (στη θέση του μεταγενέστερου Μητρώου), στην τοποθέτηση των ορόσημων [10] και ίσως στην οικοδόμηση της Βασιλείου Στοάς [27].
Η καταστροφή του 480 / 479 π.Χ. από τους Πέρσες μετέτρεψε την πόλη σε ερειπιώνα. Όμως τα κτίρια στην Αγορά επισκευάστηκαν και τον 5ο και τον 4ο αιώνα προστέθηκαν πολλά ακόμη προκειμένου να εξυπηρετήσουν την ακμάζουσα Αθηναϊκή δημοκρατία. Η Ποικίλη Στοά [28], η Θόλος [6], το Νέο Βουλευτήριο [7], η Στοά του Διός Ελευθερίου [3], η Νότια Στοά Ι [14], το Νομισματοκοπείο [16] και τα Δικαστήρια [23], χτίστηκαν στην περιφέρεια της μεγάλης πλατείας, μαζί με κρήνες, ναούς και καταστήματα. Η άνοδος του Μεγάλου Αλεξάνδρου επισκίασε την πολιτική θέση της Αθήνας, και κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. η πόλη βρέθηκε υπό την επιρροή των διαδόχων του.
Η ανάκαμψη του 2ου αιώνα τροφοδοτήθηκε από την αίγλη της Αθήνας ως του σημαντικότερου πολιτιστικού και εκπαιδευτικού κέντρου της Μεσογείου, και άκμασαν οι φιλοσοφικές σχολές που είχαν ιδρύσει ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Ζήνωνας και ο Επίκουρος. Κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. οικοδομήθηκαν τρεις μεγάλες στοές στην Αγορά, η Μεσαία [17], η Νότια ΙΙ [19] και η Στοά του Αττάλου [22] ακόμη, το κτίριο των αρχείων (Μητρώο [8]) ανακαινίστηκε και απέκτησε πρόσοψη με κιονοστοιχία. Η Αθήνα θα γνωρίσει τη δύναμη της Ρώμης, όταν το 86 π.Χ. ο Σύλλας την πολιορκεί, επειδή αυτή είχε συνταχθεί με τον Μιθριδάτη του Πόντου.
Παρά τις συνέπειες αυτής της κακής επιλογής, η πόλη γνώριζε νέα ακμή χάρη στη φήμη των σχολών και των πνευματικών της ιδρυμάτων. Στην Αγορά χτίστηκαν ναοί για να στεγάσουν τη λατρεία των Αυτοκρατόρων [25] και ένα μεγάλο Ωδείο (κτίριο συναυλιών [24]) ανεγέρθηκε στο κέντρο της πλατείας στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. H Αθήνα ευημερεί έως τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., με ιδιαίτερη περίοδο ακμής επί αυτοκράτορα Αδριανού (117 - 138). Γύρω στο 150 μ.Χ. ο περιηγητής Παυσανίας θα την περιγράψει λεπτομερώς. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. αρχίζει μια περίοδος δοκιμασιών για την Αθήνα. Το 267 έρχονται από το βορρά οι Έρουλοι, που την καταστρέφουν.
Στην ανοικοδόμηση που ακολουθεί, το νέο τείχος [20] της πόλης δεν θα περιλάβει στον προστατευόμενο χώρο του την παλαιά Αγορά. Τον 4ο και τον 5ο αιώνα στην περιοχή θα χτιστούν μεγάλες επαύλεις. Εμφανή είναι στα κτίρια τα σημάδια και άλλων βαρβαρικών επιδρομών: των Βησιγότθων υπό τον Αλάριχο το 395, των Βανδάλων τη δεκαετία του 470 και των Σλάβων το 582 / 583. Τον 7ο αιώνα η περιοχή εγκαταλείπεται για να ξανακατοικηθεί τον 10ο αιώνα, όταν η πόλη θα επεκταθεί.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας καταλαμβάνει αρκετά μεγάλη έκταση βορειοδυτικά της Ακρόπολης, που ορίζεται νότια από τον Άρειο Πάγο, βόρεια από τον Ηριδανό ποταμό και δυτικά από το χαμηλό λόφο του Αγοραίου Κολωνού. Διαχρονικά, ο χώρος της Αγοράς διατρέχεται από τρεις οδούς. Η πρώτη οδός διατρέχει την πλατεία της Αγοράς από τα βορειοδυτικά και κατευθύνεται προς την Ακρόπολη. Η οδός αυτή αργότερα ταυτίζεται με τη λεγόμενη Παναθηναϊκή Οδό, την οποία ακολουθεί η εορταστική πομπή των Παναθηναίων. Στην Κλασική περίοδο αποκαλείται απλώς «δρόμος».
Η δεύτερη οδός διακλαδώνεται από την πρώτη στη βόρεια είσοδο της Αγοράς και ακολουθεί πορεία προς τα νοτιοδυτικά, κατά μήκος της δυτικής οδού. Η τρίτη οδός κλείνει την πλατεία προς νότο, συνδέοντας τις δύο προηγούμενες. Εντός αυτών δημιουργείται ένας ευρύς τριγωνικός χώρος.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ
Στις πολλές επιμήκεις στοές, στις δενδροστοιχίες με πλατάνια και λεύκες έβρισκαν καταφύγιο οι αρχαίοι Αθηναίοι, από τις κλιματικές συνθήκες, ενώ την υδροδότηση εξασφάλιζε το Πώρινο Υδραγωγείο αρχικά (5ος αιώνας π.Χ.) και το Αδριάνειο στη Ρωμαϊκή Εποχή, το οποίο παρέμεινε σε χρήση μέχρι τα νεότερα χρόνια. Οι αρχαίοι συγγραφείς και περιηγητές που μνημονεύουν την Αγορά υπήρξαν οι ίδιοι τακτικοί θαμώνες της, όπως ο Παυσανίας που στην ''Ελλάδος Περιήγησιν'' (γράφτηκε μεταξύ 155 - 175 μ.Χ.) περιγράφει λεπτομερώς την πόλη όπως την είδε και την έζησε εκείνος στο ταξίδι του επί υπατείας Ηρώδου Αττικού.
Μια και η Αγορά ήταν επίσης τόπος συναθροίσεων, εκεί ανεγείρονταν οι ανδριάντες ξακουστών πολιτών αλλά και ευεργετών - προστατών, συντηρώντας την Αθηναϊκή συλλογική ιστορική μνήμη: «Σε άλλες πόλεις θα δείτε αγάλματα αθλητών τοποθετημένα στην Αγορά, ενώ στην Αθήνα αγάλματα γενναίων στρατηγών και τυραννοκτόνων (όπως των Αρμοδίου και Αριστογείτονα, που είχαν αρπάξει οι Πέρσες)» σημειώνει ο ρήτορας Λυκούργος. Προφανώς, αναφέρεται στο Μνημείο των Επώνυμων Ηρώων, του οποίου διατηρείται μόνο το βάθρο, ενώ μνημονεύει και την ύπαρξη μάγων και θαυματοποιών που διασκέδαζαν τους πολίτες (τέτοιες παραστάσεις δίνονταν συνήθως στην Ποικίλη Στοά).
Το τέλος του «Χρυσού Αιώνα» βρίσκει την Αθήνα σε ύφεση, εμπορική και οικοδομική. Στα Ελληνικά πράγματα, εξάλλου, κυριαρχούν πια οι Μακεδόνες. Καθώς όμως μπαίνουμε στον 2ο π.Χ. αιώνα, η Αγορά ξαναζεί μέρες λαμπρής οικοδομικής δραστηριότητας. Δεν είναι μόνο η οικονομική ανάκαμψη αλλά και οι γενναίες προσφορές ηγεμόνων των ελληνιστικών βασιλείων, που συναγωνίζονταν κιόλας σε γαλαντομία. Ανοικοδομούνται η Στοά του Αττάλου, η Μέση, η Νότια Στοά και το Μητρώο που, εκτός της στέγασης των δημοτικών αρχείων, είχε επίσης θρησκευτική χρήση.
Αντίθετα, με τα τόσο πλούσια ιστορικά, αλλά σε γενικές γραμμές λιτά, χαμηλών τόνων κτίρια της Κλασικής Εποχής που διατηρούν την ανθρώπινη κλίμακα ακόμα και επί Αθηναϊκής Ηγεμονίας, τα αντίστοιχα των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων είναι ευμεγέθη, φανταχτερά και πομπώδη. Ενόσω όμως η Αθήνα και η Αγορά της γνωρίζουν μια δεύτερη ακμή, έρχεται η ατυχής συμμαχία με τον Μιθριδάτη κατά των Ρωμαίων. Ο θρυλικός βασιλιάς του Πόντου, εν τέλει, ηττήθηκε και το 86 μ.Χ. ο Σύλλας καταφθάνει με τις λεγεώνες του «ante portas» (κάτι που έμοιαζε ιστορικά αναπόφευκτο, έτσι κι αλλιώς). Οι Αθηναίοι απέστειλαν πρεσβεία ζητώντας του να σεβαστεί την ένδοξη ιστορία τους, αλλά ο σκληροτράχηλος Ρωμαίος δεν συγκινήθηκε.
Ασφυκτικά πολιορκούμενη, η πόλη αμύνθηκε ηρωικά επί μήνες, όμως τελικά υπέκυψε και ακολούθησαν σφαγές και καταστροφές. Τα επόμενα χρόνια, Ρωμαίοι άρχοντες και Αυτοκράτορες, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Αύγουστος και ο Αδριανός, αλλά και εύποροι αξιωματούχοι που θαύμαζαν τον Ελληνικό πολιτισμό, και ειδικά την Κλασική Αθήνα, επισκευάζουν παλιά ή ανοικοδομούν καινούργια κτίρια και υποδομές εν είδει «εξιλέωσης» (Ωδείο Αγρίππα, Νυμφαίο, νέες δημόσιες βιβλιοθήκες, δρόμοι, στοές), με αντάλλαγμα την υπακοή των Αθηναίων και την απόδοση θρησκευτικών τιμών στον Αυτοκράτορα που γινόταν στην Αγορά, στον Ναό του Άρεως και στη Στοά του Διός.
Η πόλη βρίσκει σε κάποιο βαθμό την παλιά της αίγλη και η Αρχαία Αγορά τη λαμπρότητά της, παρά τη μετατόπιση της εμπορικής κίνησης και των συναθροίσεων στη νέα Αγορά (τη γνωστή ως Ρωμαϊκή) που ίδρυσε ο Αύγουστος λίγο ανατολικότερα. Όμως, ήδη τον 2ο αιώνα μ.Χ. η εξασθενημένη πια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δέχεται απανωτές βαρβαρικές εισβολές. Το 267 μ.Χ. οι Έρουλοι, εκστρατεύουν στην Ελλάδα λεηλατώντας, καίγοντας και γκρεμίζοντας ό,τι βρεθεί στο διάβα τους. Κυριεύουν εύκολα την Αθήνα και δεν αφήνουν λίθον επί λίθου - μόνο το Ηφαιστείο δεν πείραξαν, ενώ «όρθια», παρά τις μεγάλες ζημιές που υπέστη, παρέμεινε και η Ακρόπολη.
Και πάνω που η πόλη είχε κάπως συνέλθει, μολονότι ήδη «σκιά» του παλιού εαυτού της (όπως και η Αρχαία Αγορά, που πια βρισκόταν εκτός των νέων τειχών), εμφανίζονται κάτι άλλοι πολεμοχαρείς, οι Γότθοι του Αλάριχου (396 μ.Χ.), που όντας νεοφώτιστοι Χριστιανοί, εχθρεύονταν, επιπλέον, καθετί «ειδωλολατρικό». Η Θόλος, πολλοί ναοί και στοές ισοπεδώθηκαν, εντούτοις η Αθήνα κατάφερε να αναρρώσει και ξανάγινε πόλος έλξης, χάρη κυρίως στις ακμάζουσες φιλοσοφικές της σχολές. Στο μέσο, μάλιστα, της παλιάς πλατείας της Αρχαίας Αγοράς υψώθηκε ένα ευμέγεθες οικοδομικό συγκρότημα, όπου ξεχώριζε η λεγόμενη Στοά των Γιγάντων.
Την είπαν έτσι για τα υπερμεγέθη αγάλματά της που αναπαριστούν Γίγαντες και Τρίτωνες, η οποία Στοά των Γιγάντων, τη Ρωμαϊκή Εποχή έγινε, πιθανότατα, έδρα του κυβερνήτη. Υψώθηκαν κιονοστοιχίες στη βόρεια πλευρά και τρεις υδρόμυλοι στην ανατολική. Όμως το ολέθριο διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 μ.Χ., που καθιστούσε απαγορευτική τη λειτουργία της Ακαδημίας και των φιλοσοφικών σχολών γενικότερα (αρκετοί φιλόσοφοι και ρήτορες προσέφυγαν τότε στον φιλομαθή Πέρση βασιλιά Χοσρόη), σε συνδυασμό με νέες βαρβαρικές επιδρομές βυθίζουν και πάλι την πόλη στην παρακμή.
Κάποια σημάδια προσωρινής ανασυγκρότησης παρατηρούνται τον 10ο αιώνα - προφανώς συνέβαλε και η επίσκεψη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου Β', ο οποίος γιόρτασε τους θριάμβους του επί Βουλγάρων και Σλάβων στον Παρθενώνα, ο οποίος, όπως και το Ηφαιστείο, είχε μετατραπεί σε Χριστιανικό ναό. Η Αθήνα θα δοκιμαστεί εκ νέου το 1204 όταν, λίγο προτού πέσει στους Φράγκους, της επιτίθεται ο στασιαστής δυνάστης του Ναυπλίου, Λέοντας Σγουρός, ο οποίος, αδυνατώντας να εκπορθήσει την Ακρόπολη, ξεσπά στα πέριξ. Διαβάζουμε ότι το νότιο τμήμα της πόλης και μεγάλο μέρος της Αρχαίας Αγοράς ερήμωσαν έκτοτε επί μακρόν, όπως έδειξε το παχύ στρώμα λάσπης που βρέθηκε στα κατεστραμμένα σπίτια.
Όταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, η Αρχαία Αγορά έχει κατοικηθεί ξανά, όμως τα περισσότερα οικήματα μετατρέπονται σε ερείπια στις δύο μακροχρόνιες πολιορκίες της Ακρόπολης που ακολουθούν. Ένα από αυτά, στη Στοά των Γιγάντων, ανήκε στον τότε Γάλλο πρόξενο και η αρχαιολογική σκαπάνη φανέρωσε εκεί θραύσματα της πλούσιας αρχαιολογικής συλλογής που διατηρούσε, όπως αρκετοί Ευρωπαίοι που έζησαν ή πέρασαν από την Αθήνα. Μετά την Ανεξαρτησία η περιοχή κατοικήθηκε ξανά - όλα σχεδόν τα οικήματα (σπίτια, εργαστήρια και παρεκκλήσια) που κατεδαφίστηκαν το 1931, οπότε ξεκινούν οι ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής, ήταν του 19ου αιώνα.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Οι πρώτοι άνθρωποι φθάνουν στην πόλη κατά το τέλος της Νεολιθικής εποχής, κάπου μεταξύ 3500 και 3200 π.Χ. Τα λίγα σκόρπια ίχνη τους που διασώθηκαν μέχρι σήμερα μαρτυρούν ότι πρώτοι αυτοί διάλεξαν για μόνιμη εγκατάσταση την περιοχή του βράχου της Ακροπόλεως. Στην αρχή πιθανόν να μην θέλησαν να μείνουν ακριβώς επάνω στην κορυφή, αλλά από ανασκαφές γνωρίζουμε ότι είχαν ασφαλώς διασκορπιστεί στη νότια και βόρεια κλιτύ του βράχου, και ίσως κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν τα δύο μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου.
Το νερό, πρώτο και βασικότερο στοιχείο για την ίδρυση οικισμού, το αντλούσαν από ρηχά πηγάδια βάθους 3-4 μ., για την ακρίβεια, που είχαν ανοίξει στα ΒΔ του βράχου, εκεί όπου αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, υπήρχε η ονομαστή πηγή Κλεψύδρα. Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας υπάρχουν στο χώρο της Αγοράς της Αθήνας από την Προϊστορική περίοδο και συγκεκριμένα από την Τελική Νεολιθική περίοδο (3000 π.Χ.). Συγκεκριμένα, στα υψώματα νότια της Αγοράς έχουν εντοπιστεί είκοσι πηγάδια για την περισυλλογή νερού.
Μαζί με τα κεραμικά ευρήματα που σηματοδοτούν το σφράγισμά τους, τα πηγάδια αυτά αποτελούν την πρωιμότερη ένδειξη κατοίκησης στο χώρο της Αγοράς, καθώς ο Νεολιθικός οικισμός της Αθήνας εκτεινόταν κατά κύριο λόγο κατά μήκος της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης. Στον κατεξοχήν χώρο της Αγοράς έχει βρεθεί ένα μόνο νεολιθικό πηγάδι και μία ταφή ανδρός ηλικίας περίπου 30 ετών και ύψους 1,65 μ. Δεν υπάρχουν υλικά κατάλοιπα του οικισμού τον οποίο εξυπηρετούσαν τα πηγάδια, ίσως η κατοίκηση να γινόταν στα παρακείμενα σπήλαια, στους πρόποδες της Ακρόπολης.
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Η πρώτη εποχή του Χαλκού, βρίσκει τους κατοίκους της σημερινής Αθήνας να είναι ακόμα έντονα επηρεασμένοι από τον Νεολιθικό τρόπο ζωής. Τον πρώτο καιρό μένουν κλεισμένοι στον χώρο τους, αλλά αμέσως μετά συνδέονται και επικοινωνούν με την Πελοπόννησο, τη Στερεά και τις Κυκλάδες. Σπίτια και μόνιμες κατασκευές δεν διασώθηκαν, αλλά η σκόρπια κεραμεική μαρτυρεί ότι συνεχίζουν να κατοικούν στις παλιές θέσεις, ενώ άλλοι διαμένουν τώρα ασφαλώς και στην κορυφή του βράχου, κοντά στο Ερέχθειο, όπου βρέθηκαν σαφή ίχνη τους. Μέσα στην αρχαία Αγορά αρχίζει να διαγράφεται ένα μονοπάτι προς τα δυτικά, προς την Ακαδημία Πλάτωνος, που θα γίνει αργότερα δρόμος.
Από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ή Πρώιμη Ελλαδική περίοδο (3000 - 2000) ελάχιστα είναι τα ευρήματα από την Αρχαία Αγορά, κυρίως όστρακα αγγείων. Αντίθετα, ο χώρος αναπτύσσεται ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη χιλιετία, στη Μέση (2000 - 1600) και την Ύστερη (1600 - 1100) Ελλαδική περίοδο. Κατά τη Μέση Ελλαδική περίοδο, η ανθρώπινη παρουσία εντοπίζεται σε πέντε πηγάδια της περιόδου, που τοποθετούνται στη ΒΔ άκρη της Ακρόπολης, διάσπαρτα μεταξύ των πολυάριθμων νεολιθικών. Στο χώρο της Αγοράς έχουν βρεθεί διάσπαρτα αρκετά όστρακα αγγείων του λεγόμενου γκρίζου μινυακού ρυθμού (τεφρά αγγεία με σαπωνοειδή επιφάνεια κατασκευασμένα στον κεραμικό τροχό), αλλά και του αμαυρόχρωμου ρυθμού, διακοσμημένα με απλά γεωμετρικά σχέδια.
Απουσιάζουν πάντως ίχνη οικοδομημάτων ή ταφές. Ιδιαίτερα ακμάζει η Αγορά κατά την Ύστερη Ελλαδική περίοδο (1600 - 1100). Πρόκειται για το διάστημα κατά το οποίο ανθεί στην Αθήνα ο Μυκηναϊκός πολιτισμός. Εκείνη την περίοδο η Αγορά της Αθήνας λειτουργεί και ως νεκροταφείο, αλλά και ως οικιστικός χώρος. Το διοικητικό κέντρο της πόλης βρίσκεται στην Ακρόπολη, ενώ ο οικισμός εκτείνεται κατά κύριο λόγο σε αυτήν και σε μια ζώνη νοτίως του βράχου, μια περιοχή όπου φυσικές πηγές παρείχαν στους κατοίκους τις απαραίτητες προμήθειες σε νερό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, το τέλος της περιόδου (1200 - 1100 π.Χ.) σημαδεύεται από το συνοικισμό των κωμών της Αττικής από το Θησέα.
Ο οποίος έπεται ενός πρωιμότερου (1500 π.Χ.) και πιο περιορισμένου συνοικισμού δεκαπέντε οικισμών, από τον Κέκροπα. Ο συνοικισμός του Θησέα αποτελεί κατ’ ουσίαν ένα συνασπισμό των διασκορπισμένων οικισμών, υπό την αιγίδα και την εξουσία ενός άνακτα, που έδρευε στο ανάκτορο της Ακρόπολης. Η πρώτη φάση του Μυκηναϊκού πολιτισμού, η Υστεροελλαδική Ι, είναι ελάχιστα γνωστή στην Αθήνα, κυρίως από όστρακα αγγείων από την Ακρόπολη. Η επόμενη φάση (Υστεροελλαδική ΙΙ), που χρονικά αντιστοιχεί στο 15ο αιώνα π.Χ. (1500 - 1400) έχει αφήσει αρκετά ίχνη στην Ακρόπολη.
Η μεγάλη ακμή της μυκηναϊκής Αθήνας ταυτίζεται με την τρίτη φάση της Υστεροελλαδικής περιόδου, ιδιαίτερα τα πρώιμα χρόνια της (περ. 1410 - 1380). Ο πληθυσμός εξαπλώνεται σε όλο το νότιο τμήμα της πόλης. Είναι όμως πιθανό να είχε σχηματιστεί και ένας νέος οικισμός στα βόρεια της Ακρόπολης, του οποίου το νεκροταφείο ήταν στην Αγορά της Αθήνας. Άλλα δύο σημαντικά νεκροταφεία τοποθετούνται στον Άρειο Πάγο, με εξαιρετικά πλούσιες ταφές, και στη ρίζα του Λόφου των Νυμφών. Στο χώρο της Αγοράς της Αθήνας υπάρχει ένας εκτεταμένος αριθμός ταφών της ΥΕ ΙΙ και ΙΙΙΑ περιόδου (16ος - 14ος αιώνας), ενώ ελάχιστες είναι αυτές που τοποθετούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ και ΙΙΙΓ (13ος-12ος αιώνας).
Συνολικά έχουν ανασκαφεί 41 τάφοι στο μυκηναϊκό νεκροταφείο του χώρου αυτού, εκ των οποίων οι 21 ήταν θαλαμωτοί και εξυπηρετούνταν από ξεχωριστό δρόμο. Οι λακκοειδείς τάφοι είναι επίσης σχετικά δημοφιλείς, αφού εντοπίζουμε 12. Πιο πολυτελείς από τους θαλαμωτούς είναι οι τάφοι που ανασκάφηκαν στη βόρεια κλιτύ του Αρείου Πάγου, έξω από το κυρίως νεκροταφείο. Οι θαλαμωτοί τάφοι της Αγοράς ήταν μικροί σε μέγεθος, κυρίως εξαιτίας του σκληρού βράχου στον οποίο έπρεπε να σκαφτούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν πολλαπλές ταφές: αξιοσημείωτος είναι ο τάφος VII, ο οποίος περιείχε 25 ταφές και πολλά πλούσια κτερίσματα, σε χώρο μόλις 5,5 τ.μ.
Οι περισσότερες ταφές ήταν του ίδιου τύπου: ο νεκρός τοποθετείται κοντά στην είσοδο του θαλάμου, είτε σε εκτεταμένη είτε σε συνεσταλμένη στάση. Στους λακκοειδείς τάφους απαντούν και άλλοι τύποι ταφών (μέσα σε μικρά ξύλινα φέρετρα, κενοτάφια, τάφοι παιδιών κ.λπ.). Οι ενήλικοι που θάβονταν σε λάκκους ανήκαν προφανώς στα κατώτερα στρώματα της κοινωνικής τάξης, καθώς τους συνόδευαν ελάχιστα κτερίσματα. Εκτός των ταφών, στο χώρο της Αγοράς υπάρχουν πολυάριθμα πηγάδια με μυκηναϊκή κεραμική, ενώ βρέθηκαν και ίχνη δρόμων στη ΒΔ γωνία της Αγοράς, στην περιοχή της Θόλου, στα δυτικά και στην περιοχή της Νότιας Πλατείας.
Οι δρόμοι αυτοί χρονολογούνται σε γενικές γραμμές στη Νεολιθική ή την Πρώιμη Ελλαδική περίοδο, αλλά υπάρχουν ενδείξεις χρήσης τους και κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Η λαμπρή ιστορία της ύστερης μυκηναϊκής πόλης θα ανακοπεί βίαια στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. Αν και η έκταση της πόλης δεν αλλάζει, η πυκνότητα της κατοίκησης είναι πολύ αραιότερη τώρα, με οικίες διασκορπισμένες. Η συγκεντρωτική οικονομία των Μυκηναϊκών παλατιών καταρρέει, με αποτέλεσμα την απομόνωση, την παύση των εμπορικών συναλλαγών και τη γενικότερη πτώση του υλικού πολιτισμού. Η μεγάλη διασπορά των νεκροταφείων, με συστάδες ολιγάριθμων τάφων, μαρτυρά την επιστροφή σε μια αγροτική μορφή οργάνωσης του εδάφους, όπου κυριαρχούν οι αγροικίες.
ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Μετά το 1100 π.Χ., ο χώρος της Αγοράς συνεχίζει να κατοικείται. Έχουν ανασκαφεί μερικοί τάφοι της Υπομυκηναϊκής περιόδου, με λιγοστά όμως ευρήματα. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται γενικά από πτώση του βιοτικού επιπέδου και από τη δραματική μείωση του πληθυσμού. Οι ταφές πάντως είναι αρκετά προσεγμένες: πρόκειται για λάκκους οι οποίοι επενδύονται εσωτερικά με πλάκες και σκεπάζονται με ακανόνιστους λίθους. Τα κτερίσματα είναι ένα ή δύο αγγεία, τοποθετημένα κοντά στα πόδια του νεκρού. Την ίδια περίοδο ξεκινά η λειτουργία του νεκροταφείου του Κεραμεικού, το οποίο εν πολλοίς θα αντικαταστήσει την Αγορά στη χρήση της ως νεκροταφείου, αν και οι μεμονωμένες ταφές δε θα εκλείψουν πριν από το 700 π.Χ. περίπου.
Χαρακτηριστικό της ειρηνικής ζωής των Αθηναίων της περιόδου είναι η απουσία, σε γενικές γραμμές, όπλων από τις ταφές, ήδη από τις αρχές του 8ου αιώνα και καθ’ όλη τη διάρκειά του. Κατά τη διάρκεια της Πρωτογεωμετρικής και της Γεωμετρικής περιόδου (1100 - 700), ο χώρος της Αγοράς πρώτη φορά κατοικείται συστηματικά. Οι ταφές των δύο περιόδων δεν είναι πολυάριθμες (80 συνολικά). Ακολουθούνται νέα έθιμα, ο ενταφιασμός των νεκρών εγκαταλείπεται περίπου από το 1100 έως το 800 π.Χ. και τον αντικαθιστά η καύση των νεκρών. Από περίπου το 800 έως το 700, επανακάμπτει και το έθιμο του ενταφιασμού και πλέον συνυπάρχει με την καύση των νεκρών.
Το τελευταίο διάστημα της Γεωμετρικής περιόδου (760 - 700) αποτελεί μια περίοδο μεγάλης ακμής, παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού, μεγαλύτερη εξάπλωση της κατοίκησης στην Αττική, ενώ η χρήση της γραφής είναι αρκετά διαδεδομένη. Δύο συστάδες τάφων ορίζονται με περίβολο και έχουν ερμηνευτεί ως οικογενειακά νεκροταφεία. Το πρώτο βρίσκεται στη βάση του λόφου του Αγοραίου Κολωνού. Περιλαμβάνει συνολικά είκοσι δύο ταφές, εκ των οποίων οι είκοσι ανήκουν στο διάστημα μεταξύ των μέσων του 8ου και των αρχών του 7ου αιώνα. Στις τρεις πλευρές υπάρχει περίβολος από ισχυρούς λίθους, ενώ η τέταρτη πλευρά κλείνει από το φυσικό βράχο.
Έτσι δημιουργείται ένας ακανόνιστος χώρος περίπου 6 x 17,5 μ. Ο δεύτερος περίβολος βρίσκεται στη δυτική κλιτύ του Αρείου Πάγου και περιλάμβανε είκοσι δύο ενταφιασμούς, είκοσι δύο καύσεις και δύο ταφές παιδιών, ενώ υπάρχουν και τρεις τάφοι όπου το έθιμο ταφής δεν έχει διευκρινιστεί από την ανασκαφή. Οι ταφές αυτές είναι ελαφρώς υστερότερες από εκείνες του προηγούμενου περιβόλου, ξεκινώντας από τον ύστερο 8ο αιώνα έως τα τέλη του 6ου. Ο περίβολος περιέκλειε σε ένα ακανόνιστο παραλληλόγραμμο μια έκταση 16 x 36 μ. Παράλληλα, στο χώρο της Αγοράς αναπτύσσονται πολυάριθμα εργαστήρια κεραμικής και χαλκοτεχνίας.
Τα πρώτα δίνουν το όνομά τους στην ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει (Κεραμεικός). Τέλος μαρτυρείται και η ύπαρξη οικιών, όπως πιστοποιείται από τα άφθονα πηγάδια που ανασκάφηκαν και περιείχαν γεωμετρικά αγγεία (συνολικά 35 πηγάδια περιέχουν υλικό από την Πρωτογεωμετρική και τη Γεωμετρική περίοδο). Ο αριθμός των πηγαδιών δείχνει ότι η κατοίκηση θα πρέπει να ήταν σχετικά πυκνή, αλλά τα απομεινάρια των οικιών κάτω από τα μνημεία των μεταγενέστερων εποχών είναι τόσο ισχνά, που δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε το γενικό σχέδιό τους. Η αυλαία του 8ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την απότομη και ξαφνική διακοπή της έντονης δραστηριότητας των χρόνων που προηγήθηκαν στην Αθήνα.
Ίχνη κατοίκησης έχουν ανακαλυφθεί στις παρυφές της μετέπειτα Αγοράς, ενώ οι ταφές εξακολουθούν βορείως του λόφου του Αρείου Πάγου.Αναμφίβολο πάντως είναι ότι η πόλη διήλθε από μια φάση αναταραχών και μεγάλης παρακμής κατά τα χρόνια γύρω και αμέσως μετά το 700. Είναι τότε που το πλήθος των εισηγμένων αγγείων στην Αθήνα ξεπερνά κατά πολύ την παραγωγή της εξαγόμενης εντόπιας κεραμεικής, φαινόμενο μοναδικό στην Αθηναϊκή ιστορία πολλών αιώνων.
ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ο 7ος αιώνας π.Χ. αποτελεί για την Αθήνα, και την Αττική γενικότερα, περίοδο περισυλλογής, αναδίπλωσης και εντέλει παρακμής, η οποία συνοδεύεται επιπρόσθετα από σημαντικότατη κάμψη στον υλικό πολιτισμό και κατά πάσα πιθανότητα από δραστική μείωση του πληθυσμού, όπως τουλάχιστον διαφαίνεται από το μικρό αριθμό ταφών που αποδίδονται στη συγκεκριμένη περίοδο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιστορικές πηγές συνδέουν το διάστημα αυτό με μια κατάσταση γενικευμένης αναταραχής, στάσης και κοινωνικής διαμάχης μεταξύ των εύπορων τάξεων και των ελεύθερων γεωργών και τεχνιτών, η οποία εμπόδισε την Αθήνα να αναπτυχθεί κατά τον ίδιο τρόπο που αυτό επιτεύχθηκε σε πόλεις όπως το Άργος, η Κόρινθος, η Χαλκίδα και η Σπάρτη.
Ορισμένοι ιστορικοί μάλιστα διατυπώνουν την άποψη ότι η Αθήνα επλήγη από παρατεταμένη ανομβρία την περίοδο εκείνη, γεγονός που προφανώς είχε αποτέλεσμα την παρακμή της γεωργικής παραγωγής και την ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων. Στο χώρο της Αγοράς επικρατεί η εικόνα που συναντήσαμε στη διάρκεια της Γεωμετρικής περιόδου, αλλά σιγά σιγά η συνήθεια να χρησιμοποιείται ο χώρος ως νεκροταφείο εγκαταλείπεται. Η τάση αυτή ίσως να οφείλεται στην πραγματικότητα στη μείωση του πληθυσμού και συνακόλουθα στον περιορισμένο αριθμό ταφών. Γεγονός πάντως είναι ότι στο χώρο της Αγοράς υπάρχουν σχετικά ολιγάριθμες μαρτυρίες για την περίοδο μεταξύ των αρχών του 7ου αιώνα και του 600 π.Χ.
Η συνέχεια πάντως στη χρήση των οικογενειακών ταφικών περιβόλων που συναντήσαμε στην Ύστερη Γεωμετρική περίοδο φανερώνει ότι οι όποιες αλλαγές έγιναν σταδιακά. Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. ο χώρος της Αγοράς εξελίσσεται εκ νέου. Αν και δεν υπάρχουν απτές ενδείξεις για οργανωμένη διοικητική χρήση της περιοχής από την εποχή του Σόλωνα (594 π.Χ.), εντούτοις καθαρίζονται και ισοπεδώνονται οι χώροι όπου προηγουμένως υπήρχαν οι γεωμετρικές οικίες. Το γεγονός ότι η περιοχή της Ακρόπολης χρησιμοποιείται για μια σειρά δημόσιες τελετές, οι οποίες επηρεάζουν και το χώρο της Αγοράς, ίσως να αποτέλεσε το έναυσμα για τις σχετικές εργασίες.
Μάλιστα, ορισμένοι μελετητές δέχονται ότι η απαρχή της διαρρύθμισης του χώρου της Αγοράς ως τμήματος της πολιτικής ζωής της πόλης οφείλεται στη θεσμοθέτηση των Μεγάλων Παναθηναίων το 566 π.Χ. Η μεγάλη πομπή της γιορτής διέτρεχε την Αγορά κατά τα Κλασικά χρόνια και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κάτι τέτοιο δε γινόταν ήδη στην Αρχαϊκή περίοδο. Το τέλος της Αρχαϊκής περιόδου σημαδεύεται από την πτώση της τυραννίας του Πεισιστράτου και των γιων του και την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος της δημοκρατίας στην Αθήνα. Η δημοκρατία προέκυψε μέσα από μια διαδικασία σύγκρουσης των δύο κυριότερων πολιτικών παρατάξεων.
Από τη μία μεριά των αρίστων και των οπαδών τους και από την άλλη του δήμου, του πλήθους των ελεύθερων πολιτών, που όμως δεν κατείχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα την επαύριο της εκδίωξης των τυράννων από την Αθήνα (510 π.Χ.). Επώνυμος άρχων εκλέχθηκε ο Ισαγόρας, ένας ευγενής που είχε τη στρατιωτική στήριξη του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη (ο οποίος είχε παρέμβει στρατιωτικά και είχε εκδιώξει τον Ιππία και τους οπαδούς του από την Αθήνα, καταλύοντας την πεντηκονταετή τυραννία της οικογένειας των Πεισιστρατιδών). Ο Κλεισθένης, μέλος της οικογένειας των Αλκμεωνιδών, εμφανίστηκε ως προστάτης του δήμου και πρότεινε μια σειρά μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μετέτρεψαν το πολίτευμα από αριστοκρατία σε δημοκρατία.
Ο Ισαγόρας και ο Κλεομένης αντέδρασαν. Ο Κλεισθένης εξορίστηκε. Αργότερα εξορίστηκαν 700 ακόμη οικογένειες. Όταν όμως ο Ισαγόρας επιχείρησε να αντικαταστήσει τη βουλή με ένα σώμα 300 υποστηρικτών του, τα μέλη της αντέδρασαν και κάλεσαν το λαό στα όπλα. Οι εξεγερμένοι Αθηναίοι εκδίωξαν τους Σπαρτιάτες και επανέφεραν τον Κλεισθένη και τους εξόριστους πολίτες. Ο λαός (δήμος) είχε θριαμβεύσει σε αυτή την πρώτη πολιτική επανάσταση της ιστορίας. Οι αλλαγές είναι κοσμογονικές, το 507 π.Χ. η Αθήνα νικά το συνασπισμό όλων των εχθρών της (Ευβοέων, Βοιωτών και Πελοποννησίων), το 500 π.Χ. αρχίζει να χτίζει τη θαλάσσια ηγεμονία της ελέγχοντας τη Λήμνο και τις θαλάσσιες οδούς προς τη Μαύρη θάλασσα.
Το 499 - 494 π.Χ. αποφασίζει να σπεύσει αρωγός των συγγενών της Ιώνων, που είχαν επαναστατήσει από τον Περσικό ζυγό, και το 490 π.Χ. νικά τους Πέρσες στο Μαραθώνα. Στο διάστημα αυτό η νεοσύστατη δημοκρατία αναλαμβάνει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, που δυστυχώς μένει ημιτελές, λόγω του ξεσπάσματος των Μηδικών πολέμων και της καταστροφής της πόλης από τον Ξέρξη. Στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης και στο χώρο της Αγοράς γίνονται εκτεταμένες εργασίες, των οποίων δυστυχώς τα ίχνη δεν είμαστε πάντα σε θέση να διακρίνουμε.
Κάποια πρώιμα Κτήρια (C και D), που ενδεχομένως να έχουν και δημόσια εκτός από ιδιωτική χρήση, ανήκουν στην περίοδο αυτή και εντοπίζονται στη νοτιοδυτική γωνία της Αγοράς, η οποία διαχρονικά επείχε θέση διοικητικού κέντρου. Συνολικά πάντως ο χώρος της Αγοράς συνεχίζει να χρησιμοποιείται από εργαστήρια κεραμέων και χαλκουργών. Ταυτόχρονα κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα κτήρια με θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως ο Βωμός των 12 Θεών, ο Βωμός της Αφροδίτης Ουρανίας και το Αιακείον, διοικητικά κτήρια (Παλαιό Βουλευτήριο) καθώς και ένα σημαντικό κρηναίο οικοδόμημα, η Νοτιοανατολική Κρήνη (που ορισμένες φορές ταυτίζεται εσφαλμένα με την Εννεάκρουνο).
Κάποια από αυτά τα κτήρια σχετίζονται με την τυραννία των Πεισιστρατιδών, ενώ άλλα (Αιακείον, Παλαιό Βουλευτήριο) πρέπει να αποδοθούν στη δημοκρατία που εγκαθίδρυσε ο Κλεισθένης μετά το 507 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου, η αγορά της πόλης πρέπει να αναζητηθεί σε άλλη θέση. Η ανακάλυψη της θέσης του Αγλαυρίου στη δυτική κλιτύ της Ακρόπολης, σε σημείο που δεν υποψιάζονταν οι αρχαιολόγοι, οδήγησε σε μια σειρά από μελέτες τη δεκαετία του '90, οι οποίες έθεσαν σε νέα βάση τον προβληματισμό για το πρώιμο διοικητικό κέντρο της πόλης. Η Αρχαία Αγορά, όπως είθισται πλέον να αποκαλείται, πρέπει να ήταν το διοικητικό κέντρο της πόλης έως τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.
Κατάλογος Κτηρίων
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η περσική κατάκτηση της Αθήνας το 480 - 479 π.Χ. οδήγησε σε εκτεταμένες καταστροφές, κάτι που μαρτυράται βέβαια κατά κύριο λόγο στην Ακρόπολη της Αθήνας. Τα πηγάδια της Ακρόπολης κλείνουν σχεδόν όλα με κεραμικό υλικό που προέρχεται από την περίοδο 500-480 π.Χ. Μετά το 480 π.Χ., ο Θεμιστοκλής και μετέπειτα ο Κίμωνας αναλαμβάνουν τη διευθέτηση ενός νέου διοικητικού κέντρου για την Αθήνα. Η πραγματική εικόνα της Αγοράς στην έναρξη της Κλασικής περιόδου (479 π.Χ.), μετά την αποχώρηση των Περσών, πρέπει να ήταν μια σειρά ερειπωμένα κτήρια, που είχαν υποστεί ανεπανόρθωτες καταστροφές, λόγω της Περσικής κατάκτησης. Ιδιαίτερα τα κτήρια της δυτικής πλευράς καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Έπειτα από ένα εύλογο διάστημα, η πόλη δημιούργησε μια σειρά κτήρια διοικητικού και θρησκευτικού χαρακτήρα. Η Θόλος χτίζεται γύρω στο 465 π.Χ., προκειμένου να στεγάσει τους πρυτάνεις. Το Νέο Βουλευτήριο αναλαμβάνει τη θέση του Παλαιού, το οποίο μετατρέπεται σε τόπο φύλαξης των αρχείων του κράτους και χώρο λατρείας της Μητέρας των Θεών. Η οικοδομική δραστηριότητα είναι έντονη και στη βόρεια πλευρά: η Βασίλειος Στοά ξαναχτίζεται με το αυθεντικό υλικό των ετών του 550 - 500 π.Χ. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το Βωμό των Δώδεκα Θεών, που πιθανότατα ξαναχτίζεται λίγο μετά το 480 π.Χ.
Οικοδομείται επίσης και η περίφημη Ποικίλη Στοά από το γαμπρό του Κίμωνα, τον Πεισιάνακτα, και στολίζεται με ζωγραφικά έργα μεγάλης αξίας από τον Πολύγνωτο, το Μικίωνα και τον Πάναινο. Νέα κτήρια ανεγείρονται σταδιακά και στην ανατολική και τη νότια πλευρά. Τα κτήρια της ανατολικής πλευράς, απλοί περίβολοι, έχουν μάλλον δικαστική χρήση. Αντίθετα, στη νότια οικοδομείται γύρω στο 430 π.Χ. η Νότια Στοά Ι, όπου τελούνται συσσίτια. Άλλα κτήρια της ίδιας περιόδου είναι η Στοά του Ελευθερίου Διός και το Νομισματοκοπείο. Η πόλη εντάσσεται και στο οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή, όταν χτίζεται ο περίφημος ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς Εργάνης, το λεγόμενο «Θησείο», λίγο μετά το 450 π.Χ.
Στη δυτική πλευρά της Αγοράς συγκεντρώθηκαν επομένως τα βασικά δημόσια κτήρια νομοθετικού, δικαστικού, διοικητικού και στρατιωτικού χαρακτήρα, ενώ στη νότια αυτά που σχετίζονταν με την εμπορική και οικονομική ζωή της πόλης. Μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η Αγορά της Αθήνας οργανώνεται ως το διοικητικό κέντρο μιας δημοκρατίας, η οποία αποτελούσε ταυτόχρονα και το κέντρο μιας «αυτοκρατορίας». Η μεγαλοπρέπεια των κτηρίων της Ακρόπολης δε γίνεται αισθητή στο χώρο της Αγοράς. Σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις κάποια μνημεία διακρίνονται για την πολυτέλειά τους, όπως για παράδειγμα η Στοά του Ελευθερίου Διός.
Μια σειρά αλλαγές παρατηρούνται και κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων του 5ου αιώνα π.Χ., όταν σημειώνονται καταστροφές ή τροποποιήσεις στη χρήση μιας σειράς μνημείων, όπως η Θόλος, το Παλαιό Βουλευτήριο, τα δικαστήρια κάτω από τη Στοά του Αττάλου κ.λπ. Οι περισσότερες αλλαγές σχετίζονται με τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 π.Χ., την πτώση της Αθήνας στους Σπαρτιάτες το 404 π.Χ. και την τυραννία των τριάκοντα. Η οικοδομική δραστηριότητα στην Αγορά ανανεώθηκε στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ.
Παρά τις δυσκολίες της Αθήνας στο πολιτικό επίπεδο, που ακολούθησαν την ήττα της στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η οικονομία της πόλης άνθησε ιδιαίτερα στη διάρκεια αυτού του αιώνα. Αποκορύφωμα της ακμής της ήταν η περίοδος που την τύχη της πόλης έλεγχε ο ρήτορας Λυκούργος, ο οποίος κόσμησε την πόλη, αλλά και την Αγορά, με μια σειρά πολυτελή κτήρια. Ο ναός του Απόλλωνος Πατρώου, το Τετράγωνο Περιστύλιο, η νέα εκδοχή του Μνημείου των Δώδεκα Ηρώων, η Οπλοθήκη τοποθετούνται χρονικά στο διάστημα που η πόλη είναι ακόμη αυτόνομη.
Κατάλογος Κτηρίων
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η Αθήνα μάχεται κατά των Μακεδόνων σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου. Η ήττα όμως των συνασπισμένων νοτιοελλαδικών δυνάμεων στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) σηματοδοτεί το τέλος της ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής της πόλης. Μετά την καταστροφή της Θήβας (336 π.Χ.) και την κατάκτηση της Ανατολής από τον Αλέξανδρο, η Αθήνα αναγκάζεται να παραμείνει πιστή στους Μακεδόνες. Το 322 π.Χ. όμως εξεγείρεται, αλλά ηττάται και χάνει την ανεξαρτησία της. Έκτοτε, και για όλο το διάστημα του 3ου αι. π.Χ., παραμένει υποτελής στους Μακεδόνες. Την περίοδο αυτή ιδιαίτερο ρόλο στα πράγματα της πόλης διαδραματίζει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής.
Χτίζει την ελληνιστική Πύλη, ενώ προσθέτει τον ίδιο και τον πατέρα του στους αρχικούς 10 Επωνύμους Ήρωες της πόλης. Η απελευθέρωση της Αθήνας έρχεται γύρω στο 220 π.Χ., όταν ο Μακεδόνας φρούραρχος Διογένης πείθεται να δωροδοκηθεί και να εγκαταλείψει τη θέση του. Στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. η Αθήνα συμμαχεί με τη Ρώμη κατά των Μακεδόνων. Ανεξάρτητη έκτοτε, γνωρίζει πραγματική πολιτισμική και αρχιτεκτονική αναγέννηση στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., χάρη στη συνδρομή των ελληνιστικών βασιλείων της Αιγύπτου, της Συρίας, της Περγάμου, της Καππαδοκίας και του Πόντου.
Είναι η εποχή που η Αγορά πήρε την τελική ορθογώνια μορφή της με τη διαμόρφωση εκτεταμένων κιονοστοιχιών στην περίμετρό της. Κιονοστοιχία συνεχής διατρέχει την πρόσοψη των μνημείων της δυτικής πλευράς, ενώ η νότια πλευρά κοσμείται με μια σειρά μεγαλόπρεπα κτήρια, τη Μέση Στοά (180 π.Χ.), τη Νότια Στοά ΙΙ (150 π.Χ.) και το Ανατολικό Κτήριο (150 π.Χ.). Στη δυτική πλευρά κατεδαφίζονται τα κτήρια που υπήρχαν και ανοικοδομείται η Στοά του Αττάλου. Στην ίδια περίοδο ξαναχτίζεται το Μητρώο, αντικαθιστώντας το ταπεινό πλέον Παλαιό Βουλευτήριο. Περιστύλια, περίβολοι και πλήθος αναθηματικών αγαλμάτων και μνημείων ολοκληρώνουν τη διακόσμηση της πλατείας.
Η Αγορά της Αθήνας ακολουθεί τα πολεοδομικά πρότυπα των μεγάλων μητροπόλεων της Ασίας (Πέργαμος), αλλά και των μικρότερων, αλλά εξαιρετικά επιτυχημένων νέων βασιλικών κτήσεων (Πριήνη, Άσσος). Σημαντικό πλήγμα για την Ελληνιστική Αθήνα υπήρξε η καταστροφή της από την επιδρομή του Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα, ο οποίος πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη το 86 π.Χ. Το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας πλευράς της Αγοράς καταστράφηκε ολοσχερώς. Η περιοχή χρησιμοποιήθηκε στο εξής κυρίως για βιοτεχνικές δραστηριότητες (κεραμική, μεταλλοτεχνία, μαρμαρογλυπτική κ.ά.). Ωστόσο, και άλλα κτήρια υπέστησαν σοβαρότατες ζημιές, αλλά επισκευάστηκαν.
Κατάλογος Κτηρίων
ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η Αθήνα την εποχή της Δεύτερης Σοφιστικής ήταν μια πόλη όπου συνυπήρχε η ζοφερή πραγματικότητα της ζωής σε μια μίζερη και καταχρεωμένη επαρχιακή πόλη με το ηρωικό παρελθόν. Έχει εύστοχα αποκληθεί «θεματικό πάρκο» της Αρχαιότητας, όπου οι Αθηναίοι έπρεπε να παίζουν το ρόλο των φιλοσόφων και καλλιτεχνών ένδοξων προγόνων τους. Οι Ρωμαίοι της ύστερης δημοκρατίας και της Αυτοκρατορίας είχαν πάθος με την Αθήνα. Ωστόσο, οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης ήταν χρεωμένοι στο ζάπλουτο πατέρα του Ηρώδη του Αττικού. Στην Αθήνα πάντως συνέρρεαν σπουδαστές από διάφορα μέρη: οι φιλοσοφικές σχολές (Περίπατος, Ακαδημία, Στοά, Επικούρεια) ήταν διάσημες και διατηρούσαν την αίγλη τους.
Οι Ρωμαίοι (π.χ. ο Κικέρων) αναζητούσαν να ακολουθήσουν τα βήματα των μεγάλων αντρών του παρελθόντος. Στα αξιοθέατα της πόλης δε συγκαταλέγονταν μόνο τα μνημεία της, αλλά και η ακτή όπου ο Δημοσθένης έκανε εξάσκηση στη ρητορική, η Ακαδημία του Πλάτωνα, ο τάφος του Περικλή, το σπίτι του Επικούρου κ.λπ. Κομβικό σημείο των περιηγήσεων των επισκεπτών, όπως αποδεικνύει και η διαδρομή του Παυσανία, ήταν, πέραν της Ακρόπολης, και η Αγορά. Τη Ρωμαϊκή εποχή διακρίνονται τρεις φάσεις κατά τις οποίες η Αθήνα λαμπρύνεται με οικοδομήματα: η πρώτη είναι η περίοδος του Αυγούστου (30 π.Χ. - 14 μ.Χ.), η δεύτερη είναι η περίοδος του Αδριανού (112 - 138 μ.Χ.) και η τρίτη η περίοδος των Αντωνίνων (140 μ.Χ. κ.ε.).
Με την οικοδόμηση της Ρωμαϊκής Αγοράς από τον Αύγουστο, ο χώρος χάνει τη σημασία του ως εμπορικό κέντρο. Για το λόγο αυτό ο ανοιχτός χώρος της πλατείας της Αγοράς καλύπτεται σταδιακά με οικοδομήματα (Ωδείο του Αγρίππα, ΝΑ και ΝΔ Ναός, Ναός του Άρεως κ.λπ.). Η Αθήνα παραμένει κατά τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. μια πόλη που η πλειονότητα των κατοίκων της είναι φτωχοί (οι περισσότεροι ήταν χρεωμένοι στον πατέρα του Ηρώδη του Αττικού). Ο Αύγουστος είναι ο τελευταίος από μια σειρά σημαντικών Ρωμαίων που γοητεύτηκαν από το περασμένο μεγαλείο της Αθήνας.
Καθένας τους (Καίσαρας, Κικέρωνας, Πομπήιος, Μάρκος Αντώνιος, Αύγουστος) συνεισέφερε στην ανάκαμψη της κατεστραμμένης από το Σύλλα Αθήνας. Νέο χαρακτήρα πήρε η Αγορά στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. και στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. Το διάστημα αυτό συμπίπτει με τη δραστηριότητα του Αυγούστου, του μονάρχη που συνειδητά επέλεξε το παρελθόν ως οδηγό του για το μέλλον. Ο Αύγουστος άλλαξε δραματικά το τοπίο της Αγοράς της Αθήνας: η εμπορική δραστηριότητα μεταφέρθηκε στη νέα Αγορά, τη λεγόμενη Ρωμαϊκή, ενώ η παλιά μετατράπηκε σε καλλιτεχνικό κέντρο και χώρο αναψυχής με την προσθήκη κτηρίων και έργων τέχνης, χάρη στις δωρεές των Ρωμαίων ευεργετών της πόλης.
Την κεντρική ανοιχτή πλατεία της Αρχαίας Αγοράς κάλυπταν πλέον το Ωδείο του Αγρίππα, ενώ κλασικοί ναοί και μνημεία, όπως της Αθηνάς από την Παλλήνη, της Αθηνάς Σουνιάδος από το Σούνιο, της στοάς της Δήμητρας από το Θορικό, μεταφέρονται αυτούσια ή τμηματικά στο κέντρο της πόλης και ανασυστήνονται ή χρησιμεύουν για την ανέγερση σύνθετων κτηρίων με έντονα κλασικιστικό χαρακτήρα. Τα μνημεία αυτά είναι ο Ναός του Άρεως, ο ΝΔ Ναός, ο ΝΑ Ναός, ο Βωμός του Άρεως και ο Βωμός του Διός Αγοραίου.
O 2ος αιώνας μ.Χ. σηματοδότησε την τελευταία μεγάλη περίοδο ακμής της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας με την κατασκευή της Βιβλιοθήκης του Πανταίνου (επί Αυτοκράτορα Τραϊανού), της Βασιλικής, του Μονοπτέρου και του Νυμφαίου (επί Αδριανού), αλλά και την ολοκλήρωση μιας σειράς έργων, όπως το Υδραγωγείο και η Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Η Αθήνα των μέσων του 2ου αιώνα είναι μια επαρχιακή πόλη, η οποία όμως διατηρεί ζωντανή κάποια από την παλιότερη αίγλη της. Για σύντομο διάστημα, επί Αδριανού, αποτελεί κέντρο του Πανελληνίου, της πολιτισμικής και θρησκευτικής ένωσης των Ελλήνων.
Με το τέλος της περιόδου των Αντωνίνων η πόλη αρχίζει σταδιακά να παρακμάζει, διαδικασία που διαρκεί έως το 267, όταν οι Έρουλοι την καταστρέφουν. Το βαρβαρικό αυτό φύλο κατάφερε να υπερνικήσει εύκολα την αντίσταση των Αθηναίων, οι οποίοι υπεράσπιζαν το Βαλεριανό τείχος, που είχε οικοδομηθεί το 254. Υπό την ηγεσία του ιστορικού Δεξίππου Ποπλίου Ερεννίου, οι εναπομείναντες Αθηναίοι κρύφτηκαν στα δάση. Το εύρος των καταστροφών που προκάλεσαν οι Έρουλοι αποκαλύφτηκε με τις ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής. Όλα τα κτήρια στη νότια και την ανατολική πλευρά της Αγοράς επλήγησαν.
Συγκεκριμένα, το Ωδείο υπέστη τη μεγαλύτερη καταστροφή και ακολουθούν η Μέση Στοά, η Βιβλιοθήκη του Πανταίνου, η Στοά του Αττάλου, και ιδιαίτερα το νότιο τμήμα της που κάηκε. Αργότερα τα κτήρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν μόνο για την προμήθεια οικοδομικού υλικού. Στη δυτική πλευρά οι ζημιές εντοπίστηκαν μόνο στα νότια, το Μητρώο και το Βουλευτήριο καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η Θόλος επιβίωσε και επιδιορθώθηκε αργότερα. Η Στοά του Διός, ο ναός του Απόλλωνος Πατρώου, η Βασίλειος Στοά και η Ποικίλη επέζησαν έως τα τέλη του 4ου αιώνα και την επιδρομή των Γότθων του Αλαρίχου. Καταστροφές επισημάνθηκαν και στη βόρεια πλευρά της Αγοράς, όπου η βασιλική κάηκε.
Έξω από τα όρια της Αγοράς καταστράφηκαν το ΝΑ Κτήριο και το Ελευσίνιο, ενδεχομένως μάλιστα να σημειώθηκαν εκτενείς ζημιές και στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Νομίσματα του αυτοκράτορα Γαλλιηνού (253 - 268), που βρέθηκαν σε κλειστά αρχαιολογικά σύνολα, επιβεβαίωσαν τη χρονολόγηση της καταστροφής. Ακολουθώντας τα ίχνη της καταστροφής, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι Έρουλοι εισήλθαν σε δύο τμήματα. Το πρώτο πέρασε από το Δίπυλο, όπου έγινε σκληρή μάχη και σημειώθηκαν καταστροφές, και ακολούθησε την Παναθηναϊκή Οδό έως το κέντρο της Αγοράς.
Η καταστροφή στο νότιο τμήμα της Αγοράς και στις βόρειες υπώρειες του Αρείου Πάγου ενδεχομένως να προκλήθηκε από μια ομάδα που εισήλθε από τις Πύλες του Πειραιά και προσέγγισε την Αγορά από το νοτιοδυτικό της άκρο. Ίσως ένα τρίτο κύμα να επέδραμε από την Πνύκα και την περιοχή της Πύλης του Αγίου Δημητρίου. Αυτοί έφτασαν ως τη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, όπου επίσης σημειώθηκαν καταστροφές. Οι Αθηναίοι πρέπει να κρύφτηκαν σε κάποιο παρακείμενο της Ακρόπολης σημείο, γιατί εκεί δε σημειώθηκαν καταστροφές. Επιτέθηκαν στους Ερούλους και τους έτρεψαν σε φυγή.
Τις μαρτυρίες της καταστροφής σώζει το έργο του ίδιου του Δεξίππου (τα Σκυθικά), όπου παρουσιάζεται εκτενής περιγραφή της μάχης. Κατά τ’ άλλα αναφορές γίνονται στην προφανώς ιστορικά ατεκμηρίωτη απόφαση των Ερούλων να μην κάψουν τα βιβλία, γιατί αυτά είναι που θα έκαναν και στο μέλλον τους Αθηναίους ανίκανους στη μάχη. Μετά την επιδρομή η Αθήνα μετατρέπεται σε επαρχιακή κωμόπολη, που απλώς αντανακλά το παλιότερο μεγαλείο της.
Κατάλογος Κτηρίων
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Κατά τη διάρκεια της επιδρομής των Ερούλων το (267) στην Αθήνα τα περισσότερα από τα οικοδομήματα της Αρχαίας Αγοράς, όπως το Ωδείο και οι μεγάλες Ελληνιστικές στοές, καταστράφηκαν πλήρως. Τα αρχιτεκτονικά μέλη των κτηρίων αυτών χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή ενός οχυρωματικού περίβολου, του λεγόμενου Υστερορωμαϊκού τείχους, που διέτρεχε την ανατολική πλευρά της Αγοράς και περιέκλειε το βόρειο τμήμα της πόλης. Στα τέλη του 4ου αιώνα ο Αλάριχος και οι Βησιγότθοι προξένησαν νέες μεγάλες ζημιές στην πόλη. Κατά τον 5ο και 6ο αιώνα, ωστόσο, παρατηρείται νέα οικοδομική δραστηριότητα στο χώρο.
Ανεγέρθηκαν μερικά μεγάλα συγκροτήματα, όπως το «Γυμνάσιο» στα νότια -ένα εκπαιδευτήριο με αίθουσες διδασκαλίας, βιβλιοθήκη, παλαίστρα και λουτρά- και άλλες μεγάλες οικίες στα βόρεια του Αρείου Πάγου (Οικία Γ'), στην περιοχή της Θόλου και ανατολικά της Στοάς του Αττάλου. Κάποιες από τις οικίες, όπως αυτές στο νότιο τμήμα της Αγοράς προς τον Άρειο Πάγο, ταυτίζονται ως φιλοσοφικές σχολές ή εκπαιδευτήρια. Επί Ιουστινιανού η δράση των φιλοσοφικών σχολών καταργήθηκε (529) και, σύμφωνα με τις πηγές, αποσπάστηκαν αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη από τα κτήρια με σκοπό την ανέγερση της Αγίας Σοφίας. Νέα καταστροφή της Αγοράς και της πόλης προκάλεσε η επιδρομή των Σλάβων το 582.
Νέες οικοδομικές δραστηριότητες που χρονολογούνται στον προχωρημένο 7ο αιώνα, όπως η μετατροπή του Ηφαιστείου σε εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και η κατασκευή ενός συγκροτήματος ανατολικά της Στοάς του Αττάλου, σχετίζονται πιθανόν με την επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Αθήνα ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κώνστας Β' το 662 - 663. Όπως διαπιστώνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα, κατά τον 8ο και τον 9ο αιώνα η πόλη βρισκόταν σε παρακμή. Τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης εκδηλώνονται τον επόμενο αιώνα.
Όπως φαίνεται από τις ιδιωτικές κατοικίες, που πλήθυναν και στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς, ο πληθυσμός αυξήθηκε και άρχισαν να χτίζονται οι πρώτες εκκλησίες, όπως ο Ναός των Αγίων Αποστόλων, ο λεγόμενος αργότερα του Σολάκη - ένα εξαίσιο δείγμα Μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής, που χρονολογείται γύρω στο 1000. Στο βόρειο τμήμα της Αγοράς και του Αγοραίου Κολωνού, ανατολικά του Θησείου, διαμορφώνεται από το 10ο έως το 12ο αιώνα ευρύτατη και πυκνοκατοικημένη συνοικία. Το τμήμα αυτό της Μεσαιωνικής πόλης έχει μελετηθεί διεξοδικά και μας δίνει πληρέστερη εικόνα για τον τύπο των συνοικιών. Όπως φαίνεται δεν υπήρχε πολεοδομικός σχεδιασμός.
Τα σπίτια παρατάσσονται δεξιά και αριστερά από ένα στενό δρόμο που όδευε από βορρά προς νότο. Είχαν μικρά δωμάτια γύρω από μία αυλή, η οποία κατά κανόνα ήταν ασβεστωμένη και σε ορισμένες περιπτώσεις διέθετε μικρό υπόστεγο στη μία πλευρά. Συνήθως, παρατηρούνται δύο ή τρεις επάλληλες χρονολογικά οικιστικές φάσεις. Η ύδρευση εξασφαλιζόταν με πηγάδια που υπήρχαν στις αυλές, ενώ για την αποθήκευση των τροφίμων χρησίμευαν πιθάρια βαλμένα μέσα στο δάπεδο. Οι κατασκευές ήταν πολύ ευτελείς και σώζονται συνήθως μόνο τα θεμέλια, χωρίς να είναι δυνατή η αποκατάσταση των ορόφων. Ανάμεσα στα σπίτια υπήρχαν μικρά κτήρια για βιοτεχνικές εγκαταστάσεις (εργαστήρια) και εμπορικά «καταστήματα».
Έχει βρεθεί και ένα μεγάλο τετράγωνο κτήριο με δωμάτια γύρω, το οποίο ήταν ίσως κλειστή αγορά ή πανδοχείο ή κατά άλλους βιοτεχνικό συγκρότημα και πιθανόν υφαντουργείο. Η κατάσταση που αναφέραμε άλλαξε άρδην στις αρχές του 13ου αιώνα μετά την καταστροφική επιδρομή του 1203 από το δυνάστη του Ναυπλίου, Λέοντα Σγουρό, και ιδιαίτερα μετά τη φραγκική κατάληψη της πόλης το 1204. Στα μετέπειτα χρόνια της Φραγκοκρατίας λίγες από τις συνοικίες διατηρήθηκαν, ενώ σε αρκετές παρατηρούνται διακυμάνσεις κατοίκησης και ερήμωσης.
ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η έκταση που καταλαμβάνει η σημερινή Αρχαία Αγορά έπαψε να είναι πυκνοκατοικημένη ήδη από το 13ο αιώνα. Από περιγραφές και χαλκογραφίες των περιηγητών από το 15ο έως το 17ο αιώνα διακρίνεται ότι η περιοχή βρισκόταν εκτός των τειχών της πόλης και δεν υπήρχαν πολλά σπίτια. Στην ίδια κατάσταση βρίσκεται και στο 18ο αιώνα, με τη διαφορά ότι η περιοχή του Θησείου, όπως και η Μονή των Καπουτσίνων, έχει οριστεί από τους Οθωμανούς ως τόπος ταφής των «ξένων». Το 1778 με την εντολή του Χασεκή, βοεβόδα της Αθήνας, που αποσκοπούσε στην προστασία της πόλης από τους Αλβανούς, χτίστηκαν τα «Τείχη του Χασεκή».
Μετά την οικοδόμηση των τειχών η περιοχή της Αρχαίας Αγοράς βρέθηκε εντός των τειχών και παρατηρήθηκε αύξηση στον αριθμό των κατοικιών της. Έπειτα από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους υπήρξαν σχέδια για την ανάπλαση της περιοχής και τη δημιουργία εκεί βασιλικού κήπου. Όμως τα αρχαιολογικά ευρήματα οδήγησαν τις Αρχές να προβούν σε σταδιακή απαλλοτρίωση του χώρου για αρχαιολογικές έρευνες. Η πρώτη φάση των ανασκαφών ξεκίνησε το 1859 και συνεχίστηκε έως το 1912 από την Αρχαιολογική Εταιρεία.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Τα οικοδομήματα της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών αναπτύχθηκαν στις τέσσερις πλευρές ενός τετράγωνου χώρου που περικλείεται από τρεις λόφους: της Ακροπόλεως, του Αρείου Πάγου και του Αγοραίου Κολωνού. Ο χώρος διασχίζεται από τα βορειοδυτικά έως τα νοτιανατολικά από την οδό των Παναθηναίων, μια από τις σημαντικότερες οδικές αρτηρίες της αρχαίας πόλης, πλάτους 12 - 20 μ., την οποία ακολουθούσε κάθε τετραετία η φημισμένη πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων. Κοντά στη βορειοδυτική γωνία βρίσκεται ο Βωμός των 12 Θεών (522 - 521 π.Χ.), άσυλο των ικετών και αφετηρία των οδικών μετρήσεων της πόλης.
Στην δυτική πλευρά του τετραγώνου της Αγοράς κατά μήκος της αρχαίας ''Δυτικής οδού'' αναπτύχθηκαν σταδιακά τα σημαντικότερα διοικητικά οικοδομήματα και ιερά των Αθηνών. Η κυκλική Θόλος (470 π.Χ.), έδρα των πρυτάνεων της Βουλής των 500, το Νέο Βουλευτήριο (τέλη 5ου αιώνα π.Χ.), αμφιθεατρικός χώρος για την προετοιμασία των νομοσχεδίων πριν δοθούν προς ψήφιση στην Εκκλησία του Δήμου, το Μητρώο (2ος αιώνας π.Χ.), κτήριο τεσσάρων δωματίων με κιονοστοιχία στην πρόσοψη για τη στέγαση του Ιερού της Μητέρας των Θεών και του αρχείου της πόλης, το Μνημείο των Επωνύμων Ηρώων (350 π.Χ.).
Επίμηκες βάθρο με περίβολο, επάνω στο οποίο υψώνονταν τα χάλκινα αγάλματα των μυθικών ηρώων των δέκα Αθηναϊκών φυλών. Στην δυτική πλευρά της Αγοράς βρίσκονται επίσης, ο Ναός του Απόλλωνα Πατρώου (325 π.Χ.), ιδρυτή της φυλής των Ιώνων, με τέσσερις ιωνικούς κίονες στην πρόσοψή του, ο μονόχωρος ναός του Διός Φρατρίου και της Αθηνάς Φρατρίας (350 π.Χ.), αφιερωμένος στις προστάτιδες Θεότητες των θρησκευτικών φρατριών των Ιώνων, η Στοά του Διός Ελευθερίου, του θεού ελευθερωτή, ο οποίος στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) βοήθησε τους Έλληνες να διώξουν τους Πέρσες και η Βασίλειος Στοά (500 π.Χ.), έδρα του άρχοντα βασιλέα, υπεύθυνου για θρησκευτικά ζητήματα και για τους νόμους.
Στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού δεσπόζει ο Ναός του Ηφαίστου (μέσα του 5ου αιώνα π.Χ), το γνωστό μας "Θησείο". Στην νοτιοδυτική γωνία του τετραγώνου της Αγοράς τοποθετήθηκε γύρω στο 500 π.Χ. ένας μαρμάρινος όρος με την επιγραφή "όρος ειμί τες αγοράς", ο οποίος βρίσκεται δίπλα στο υποδηματοποιείο του Σίμωνος, γνωστό από τους αρχαίους συγγραφείς ως τόπο συνάντησης του Σωκράτη με τους μαθητές του. Στα νοτιοδυτικά μέχρι την Πνύκα εκτείνεται μια κοιλάδα, στην οποίαν οι ανασκαφές αποκάλυψαν τα λείψανα αρχαίων οικιών, καταστημάτων και εργαστηρίων (''Βιοτεχνική περιοχή'').
Εδώ αποκαλύφθηκε το λεγόμενο Πώρινο Κτήριο, το οποίο ταυτίστηκε με το δημόσιο Δεσμωτήριο του 5ου αιώνα π.Χ., όπου φυλακίστηκε και θανατώθηκε ο Σωκράτης. Στη νότια πλευρά της Αγοράς ανεγέρθηκαν οικοδομήματα δημόσιου χαρακτήρα όπως η Νοτιοδυτική κρήνη (340 - 325 π.Χ.), το Αιάκειον των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. (παλαιότερα είχε ταυτιστεί με την Ηλιαία), η Νότια Στοά Ι (430 - 420 π.Χ.) και η μεταγενέστερή της Νότια Στοά ΙΙ (2ος αιώνας π.Χ.), η Νοτιανατολική κρήνη (530 - 520 π.Χ) και το Νομισματοκοπείο (400 π.Χ.). Ο Ναός των Αγίων Αποστόλων χρονολογείται στις αρχές του 10ου αιώνα μ.Χ. και ανήκει στο Βυζαντινό οικισμό που αναπτύχθηκε στην περιοχή.
Στο μέσον του ανοιχτού χώρου της Αγοράς κατασκευάστηκε τον 2ο αιώνα π.Χ. η Μεσαία Στοά, προορισμένη πιθανότατα για το εμπόριο, το 15 π.Χ. το Ωδείο, δωρεά του Αγρίππα στους πολίτες της Αθήνας με μεγάλη αίθουσα συναυλιών και πρόσοψη με κολοσσιαία αγάλματα Τριτώνων και Γιγάντων, ο ναός του Άρη, δωρικός περίπτερος του 5ου αιώνα π.Χ. ο οποίος μεταφέρθηκε στην Αγορά από την Παλλήνη την Ρωμαϊκή περίοδο. Στην ανατολική πλευρά της Αγοράς δεσπόζει η Στοά του Αττάλου (159 - 138 π.Χ.), αποκατεστημένη στην αρχική της μορφή για να στεγάσει το μουσείο της Αρχαίας Αγοράς και στη βόρεια πλευρά ξεχωρίζει η Ποικίλη Στοά (475 - 450 π.Χ.) διακοσμημένη με ζωγραφικούς πίνακες.
Στο λόφο του Αρείου Πάγου, τόπο συνδεδεμένο με δίκες μυθικές και ιστορικές, αποκαλύφθηκαν, στη βόρεια κλιτύ τέσσερις πολυτελείς κατοικίες της Ύστερης Αρχαιότητας "φιλοσοφικές σχολές" και στις νότιες υπώρειες ''ανασκαφές Doerpfeld'' μια συνοικία του αρχαίου δήμου του Κολλυτού με ιερά και κατοικίες.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η ΟΔΟΣ ΤΩΝ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΩΝ
Πολλοί δρόμοι ξεκινούσαν και κατέληγαν στο πλάτωμα της Αγοράς. Ανάμεσά τους όμως ξεχωρίζει ο ευρύς δρόμος που είναι γνωστός ως Δρόμος ή ''Ὁδὸς τῶν Παναθηναίων'', η κεντρική λεωφόρος της πόλης. Με μήκος λίγο μεγαλύτερο από 1 χλμ., ο δρόμος αυτός οδηγούσε από το Δίπυλο -την κυριότερη πύλη του τείχους- στην Ακρόπολη, και συνιστούσε τη διαδρομή της μεγαλειώδους πομπής με την οποία κορυφωνόταν η γιορτή των Παναθηναίων. Σχεδόν στο μέσον της πορείας του ο δρόμος εισέρχεται από τη βορειοδυτική γωνία στην Αγορά και, αφού τη διασχίσει διαγωνίως, εξέρχεται από τη νοτιοανατολική της γωνία.
Η οδός δεν είναι πλακοστρωμένη, εκτός από το νότιο τμήμα της -όπου ξεκινά η απότομη άνοδος προς την Ακρόπολη- στο οποίο τοποθετήθηκαν μεγάλες λίθινες πλάκες κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Σε άλλα σημεία διαμορφώνεται από στρώσεις χαλικιού. Στο βόρειο τμήμα της ανασκάφθηκαν 66 επάλληλες στρώσεις, που αντανακλούν 1.000 και πλέον χρόνια χρήσης, από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. Την πορεία του δρόμου την όριζε στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο σειρά ανοιχτών λίθινων ρείθρων κατά μήκος της νότιας πλευράς του. Κοιλώματα κατά μήκος του αγωγού συγκρατούσαν τη λάσπη, προκειμένου αυτός να διατηρείται καθαρός.
Οι γούρνες που βρίσκονταν στα πλάγια πιθανόν παρείχαν νερό στα υποζύγια. Εκτός από την πομπή, ο δρόμος χρησιμοποιούνταν και για αρματοδρομίες (ἀποβάτης δρόμος) κατά τη διάρκεια της γιορτής των Παναθηναίων και ίσως ως διάδρομος για αγώνες δρόμου πριν να κατασκευαστεί ένα κανονικό στάδιο. Επίσης, χρησίμευε ως χώρος προπόνησης των νεαρών νεοσύλλεκτων του Αθηναϊκού ιππικού. Από αυτήν διερχόταν η μεγάλη πομπή που απευθυνόταν στην λατρεία της Θεάς κατά την εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων, που καθιερώθηκε από τον Πεισίστρατο το 566 π.Χ., απ’ όπου πήρε το όνομά της η οδός.
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Η πρώτη εποχή του Χαλκού, βρίσκει τους κατοίκους της σημερινής Αθήνας να είναι ακόμα έντονα επηρεασμένοι από τον Νεολιθικό τρόπο ζωής. Τον πρώτο καιρό μένουν κλεισμένοι στον χώρο τους, αλλά αμέσως μετά συνδέονται και επικοινωνούν με την Πελοπόννησο, τη Στερεά και τις Κυκλάδες. Σπίτια και μόνιμες κατασκευές δεν διασώθηκαν, αλλά η σκόρπια κεραμεική μαρτυρεί ότι συνεχίζουν να κατοικούν στις παλιές θέσεις, ενώ άλλοι διαμένουν τώρα ασφαλώς και στην κορυφή του βράχου, κοντά στο Ερέχθειο, όπου βρέθηκαν σαφή ίχνη τους. Μέσα στην αρχαία Αγορά αρχίζει να διαγράφεται ένα μονοπάτι προς τα δυτικά, προς την Ακαδημία Πλάτωνος, που θα γίνει αργότερα δρόμος.
Από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ή Πρώιμη Ελλαδική περίοδο (3000 - 2000) ελάχιστα είναι τα ευρήματα από την Αρχαία Αγορά, κυρίως όστρακα αγγείων. Αντίθετα, ο χώρος αναπτύσσεται ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη χιλιετία, στη Μέση (2000 - 1600) και την Ύστερη (1600 - 1100) Ελλαδική περίοδο. Κατά τη Μέση Ελλαδική περίοδο, η ανθρώπινη παρουσία εντοπίζεται σε πέντε πηγάδια της περιόδου, που τοποθετούνται στη ΒΔ άκρη της Ακρόπολης, διάσπαρτα μεταξύ των πολυάριθμων νεολιθικών. Στο χώρο της Αγοράς έχουν βρεθεί διάσπαρτα αρκετά όστρακα αγγείων του λεγόμενου γκρίζου μινυακού ρυθμού (τεφρά αγγεία με σαπωνοειδή επιφάνεια κατασκευασμένα στον κεραμικό τροχό), αλλά και του αμαυρόχρωμου ρυθμού, διακοσμημένα με απλά γεωμετρικά σχέδια.
Απουσιάζουν πάντως ίχνη οικοδομημάτων ή ταφές. Ιδιαίτερα ακμάζει η Αγορά κατά την Ύστερη Ελλαδική περίοδο (1600 - 1100). Πρόκειται για το διάστημα κατά το οποίο ανθεί στην Αθήνα ο Μυκηναϊκός πολιτισμός. Εκείνη την περίοδο η Αγορά της Αθήνας λειτουργεί και ως νεκροταφείο, αλλά και ως οικιστικός χώρος. Το διοικητικό κέντρο της πόλης βρίσκεται στην Ακρόπολη, ενώ ο οικισμός εκτείνεται κατά κύριο λόγο σε αυτήν και σε μια ζώνη νοτίως του βράχου, μια περιοχή όπου φυσικές πηγές παρείχαν στους κατοίκους τις απαραίτητες προμήθειες σε νερό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, το τέλος της περιόδου (1200 - 1100 π.Χ.) σημαδεύεται από το συνοικισμό των κωμών της Αττικής από το Θησέα.
Ο οποίος έπεται ενός πρωιμότερου (1500 π.Χ.) και πιο περιορισμένου συνοικισμού δεκαπέντε οικισμών, από τον Κέκροπα. Ο συνοικισμός του Θησέα αποτελεί κατ’ ουσίαν ένα συνασπισμό των διασκορπισμένων οικισμών, υπό την αιγίδα και την εξουσία ενός άνακτα, που έδρευε στο ανάκτορο της Ακρόπολης. Η πρώτη φάση του Μυκηναϊκού πολιτισμού, η Υστεροελλαδική Ι, είναι ελάχιστα γνωστή στην Αθήνα, κυρίως από όστρακα αγγείων από την Ακρόπολη. Η επόμενη φάση (Υστεροελλαδική ΙΙ), που χρονικά αντιστοιχεί στο 15ο αιώνα π.Χ. (1500 - 1400) έχει αφήσει αρκετά ίχνη στην Ακρόπολη.
Η μεγάλη ακμή της μυκηναϊκής Αθήνας ταυτίζεται με την τρίτη φάση της Υστεροελλαδικής περιόδου, ιδιαίτερα τα πρώιμα χρόνια της (περ. 1410 - 1380). Ο πληθυσμός εξαπλώνεται σε όλο το νότιο τμήμα της πόλης. Είναι όμως πιθανό να είχε σχηματιστεί και ένας νέος οικισμός στα βόρεια της Ακρόπολης, του οποίου το νεκροταφείο ήταν στην Αγορά της Αθήνας. Άλλα δύο σημαντικά νεκροταφεία τοποθετούνται στον Άρειο Πάγο, με εξαιρετικά πλούσιες ταφές, και στη ρίζα του Λόφου των Νυμφών. Στο χώρο της Αγοράς της Αθήνας υπάρχει ένας εκτεταμένος αριθμός ταφών της ΥΕ ΙΙ και ΙΙΙΑ περιόδου (16ος - 14ος αιώνας), ενώ ελάχιστες είναι αυτές που τοποθετούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ και ΙΙΙΓ (13ος-12ος αιώνας).
Συνολικά έχουν ανασκαφεί 41 τάφοι στο μυκηναϊκό νεκροταφείο του χώρου αυτού, εκ των οποίων οι 21 ήταν θαλαμωτοί και εξυπηρετούνταν από ξεχωριστό δρόμο. Οι λακκοειδείς τάφοι είναι επίσης σχετικά δημοφιλείς, αφού εντοπίζουμε 12. Πιο πολυτελείς από τους θαλαμωτούς είναι οι τάφοι που ανασκάφηκαν στη βόρεια κλιτύ του Αρείου Πάγου, έξω από το κυρίως νεκροταφείο. Οι θαλαμωτοί τάφοι της Αγοράς ήταν μικροί σε μέγεθος, κυρίως εξαιτίας του σκληρού βράχου στον οποίο έπρεπε να σκαφτούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν πολλαπλές ταφές: αξιοσημείωτος είναι ο τάφος VII, ο οποίος περιείχε 25 ταφές και πολλά πλούσια κτερίσματα, σε χώρο μόλις 5,5 τ.μ.
Οι περισσότερες ταφές ήταν του ίδιου τύπου: ο νεκρός τοποθετείται κοντά στην είσοδο του θαλάμου, είτε σε εκτεταμένη είτε σε συνεσταλμένη στάση. Στους λακκοειδείς τάφους απαντούν και άλλοι τύποι ταφών (μέσα σε μικρά ξύλινα φέρετρα, κενοτάφια, τάφοι παιδιών κ.λπ.). Οι ενήλικοι που θάβονταν σε λάκκους ανήκαν προφανώς στα κατώτερα στρώματα της κοινωνικής τάξης, καθώς τους συνόδευαν ελάχιστα κτερίσματα. Εκτός των ταφών, στο χώρο της Αγοράς υπάρχουν πολυάριθμα πηγάδια με μυκηναϊκή κεραμική, ενώ βρέθηκαν και ίχνη δρόμων στη ΒΔ γωνία της Αγοράς, στην περιοχή της Θόλου, στα δυτικά και στην περιοχή της Νότιας Πλατείας.
Οι δρόμοι αυτοί χρονολογούνται σε γενικές γραμμές στη Νεολιθική ή την Πρώιμη Ελλαδική περίοδο, αλλά υπάρχουν ενδείξεις χρήσης τους και κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Η λαμπρή ιστορία της ύστερης μυκηναϊκής πόλης θα ανακοπεί βίαια στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. Αν και η έκταση της πόλης δεν αλλάζει, η πυκνότητα της κατοίκησης είναι πολύ αραιότερη τώρα, με οικίες διασκορπισμένες. Η συγκεντρωτική οικονομία των Μυκηναϊκών παλατιών καταρρέει, με αποτέλεσμα την απομόνωση, την παύση των εμπορικών συναλλαγών και τη γενικότερη πτώση του υλικού πολιτισμού. Η μεγάλη διασπορά των νεκροταφείων, με συστάδες ολιγάριθμων τάφων, μαρτυρά την επιστροφή σε μια αγροτική μορφή οργάνωσης του εδάφους, όπου κυριαρχούν οι αγροικίες.
ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Μετά το 1100 π.Χ., ο χώρος της Αγοράς συνεχίζει να κατοικείται. Έχουν ανασκαφεί μερικοί τάφοι της Υπομυκηναϊκής περιόδου, με λιγοστά όμως ευρήματα. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται γενικά από πτώση του βιοτικού επιπέδου και από τη δραματική μείωση του πληθυσμού. Οι ταφές πάντως είναι αρκετά προσεγμένες: πρόκειται για λάκκους οι οποίοι επενδύονται εσωτερικά με πλάκες και σκεπάζονται με ακανόνιστους λίθους. Τα κτερίσματα είναι ένα ή δύο αγγεία, τοποθετημένα κοντά στα πόδια του νεκρού. Την ίδια περίοδο ξεκινά η λειτουργία του νεκροταφείου του Κεραμεικού, το οποίο εν πολλοίς θα αντικαταστήσει την Αγορά στη χρήση της ως νεκροταφείου, αν και οι μεμονωμένες ταφές δε θα εκλείψουν πριν από το 700 π.Χ. περίπου.
Χαρακτηριστικό της ειρηνικής ζωής των Αθηναίων της περιόδου είναι η απουσία, σε γενικές γραμμές, όπλων από τις ταφές, ήδη από τις αρχές του 8ου αιώνα και καθ’ όλη τη διάρκειά του. Κατά τη διάρκεια της Πρωτογεωμετρικής και της Γεωμετρικής περιόδου (1100 - 700), ο χώρος της Αγοράς πρώτη φορά κατοικείται συστηματικά. Οι ταφές των δύο περιόδων δεν είναι πολυάριθμες (80 συνολικά). Ακολουθούνται νέα έθιμα, ο ενταφιασμός των νεκρών εγκαταλείπεται περίπου από το 1100 έως το 800 π.Χ. και τον αντικαθιστά η καύση των νεκρών. Από περίπου το 800 έως το 700, επανακάμπτει και το έθιμο του ενταφιασμού και πλέον συνυπάρχει με την καύση των νεκρών.
Το τελευταίο διάστημα της Γεωμετρικής περιόδου (760 - 700) αποτελεί μια περίοδο μεγάλης ακμής, παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού, μεγαλύτερη εξάπλωση της κατοίκησης στην Αττική, ενώ η χρήση της γραφής είναι αρκετά διαδεδομένη. Δύο συστάδες τάφων ορίζονται με περίβολο και έχουν ερμηνευτεί ως οικογενειακά νεκροταφεία. Το πρώτο βρίσκεται στη βάση του λόφου του Αγοραίου Κολωνού. Περιλαμβάνει συνολικά είκοσι δύο ταφές, εκ των οποίων οι είκοσι ανήκουν στο διάστημα μεταξύ των μέσων του 8ου και των αρχών του 7ου αιώνα. Στις τρεις πλευρές υπάρχει περίβολος από ισχυρούς λίθους, ενώ η τέταρτη πλευρά κλείνει από το φυσικό βράχο.
Έτσι δημιουργείται ένας ακανόνιστος χώρος περίπου 6 x 17,5 μ. Ο δεύτερος περίβολος βρίσκεται στη δυτική κλιτύ του Αρείου Πάγου και περιλάμβανε είκοσι δύο ενταφιασμούς, είκοσι δύο καύσεις και δύο ταφές παιδιών, ενώ υπάρχουν και τρεις τάφοι όπου το έθιμο ταφής δεν έχει διευκρινιστεί από την ανασκαφή. Οι ταφές αυτές είναι ελαφρώς υστερότερες από εκείνες του προηγούμενου περιβόλου, ξεκινώντας από τον ύστερο 8ο αιώνα έως τα τέλη του 6ου. Ο περίβολος περιέκλειε σε ένα ακανόνιστο παραλληλόγραμμο μια έκταση 16 x 36 μ. Παράλληλα, στο χώρο της Αγοράς αναπτύσσονται πολυάριθμα εργαστήρια κεραμικής και χαλκοτεχνίας.
Τα πρώτα δίνουν το όνομά τους στην ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει (Κεραμεικός). Τέλος μαρτυρείται και η ύπαρξη οικιών, όπως πιστοποιείται από τα άφθονα πηγάδια που ανασκάφηκαν και περιείχαν γεωμετρικά αγγεία (συνολικά 35 πηγάδια περιέχουν υλικό από την Πρωτογεωμετρική και τη Γεωμετρική περίοδο). Ο αριθμός των πηγαδιών δείχνει ότι η κατοίκηση θα πρέπει να ήταν σχετικά πυκνή, αλλά τα απομεινάρια των οικιών κάτω από τα μνημεία των μεταγενέστερων εποχών είναι τόσο ισχνά, που δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε το γενικό σχέδιό τους. Η αυλαία του 8ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την απότομη και ξαφνική διακοπή της έντονης δραστηριότητας των χρόνων που προηγήθηκαν στην Αθήνα.
Το αρχαιολογικό μητρώο του 7ου αιώνα είναι εξαιρετικά ισχνό εν συγκρίσει προς αυτό του 8ου αιώνα. Ο αριθμός των ταφικών κτισμάτων της Αθήνας και, γενικότερα, της Αττικής είναι αισθητά μικρότερος σε σχέση με πριν. Ανάλογη εικόνα λαμβάνουμε και σε ό,τι αφορά στα πηγάδια - φρέατα, τα περισσότερα εκ των οποίων στην περιοχή της μετέπειτα Αγοράς έπεσαν σε αχρησία, παρόλο που την ίδια ώρα σημάδια έντονης χρήσης του χώρου παρουσιάζονται στα ιερά του Ομβρίου Διός στον Υμηττό και της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα. Τα στοιχεία συγκλίνουν προς την υπόθεση ότι περί τα τέλη του 8ου αιώνα η Αθήνα ταλανίσθηκε σοβαρά, ίσως από ξηρασία που συνοδεύτηκε από λιμό και επιδημικές ασθένειες.
Ίχνη κατοίκησης έχουν ανακαλυφθεί στις παρυφές της μετέπειτα Αγοράς, ενώ οι ταφές εξακολουθούν βορείως του λόφου του Αρείου Πάγου.Αναμφίβολο πάντως είναι ότι η πόλη διήλθε από μια φάση αναταραχών και μεγάλης παρακμής κατά τα χρόνια γύρω και αμέσως μετά το 700. Είναι τότε που το πλήθος των εισηγμένων αγγείων στην Αθήνα ξεπερνά κατά πολύ την παραγωγή της εξαγόμενης εντόπιας κεραμεικής, φαινόμενο μοναδικό στην Αθηναϊκή ιστορία πολλών αιώνων.
ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ο 7ος αιώνας π.Χ. αποτελεί για την Αθήνα, και την Αττική γενικότερα, περίοδο περισυλλογής, αναδίπλωσης και εντέλει παρακμής, η οποία συνοδεύεται επιπρόσθετα από σημαντικότατη κάμψη στον υλικό πολιτισμό και κατά πάσα πιθανότητα από δραστική μείωση του πληθυσμού, όπως τουλάχιστον διαφαίνεται από το μικρό αριθμό ταφών που αποδίδονται στη συγκεκριμένη περίοδο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιστορικές πηγές συνδέουν το διάστημα αυτό με μια κατάσταση γενικευμένης αναταραχής, στάσης και κοινωνικής διαμάχης μεταξύ των εύπορων τάξεων και των ελεύθερων γεωργών και τεχνιτών, η οποία εμπόδισε την Αθήνα να αναπτυχθεί κατά τον ίδιο τρόπο που αυτό επιτεύχθηκε σε πόλεις όπως το Άργος, η Κόρινθος, η Χαλκίδα και η Σπάρτη.
Ορισμένοι ιστορικοί μάλιστα διατυπώνουν την άποψη ότι η Αθήνα επλήγη από παρατεταμένη ανομβρία την περίοδο εκείνη, γεγονός που προφανώς είχε αποτέλεσμα την παρακμή της γεωργικής παραγωγής και την ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων. Στο χώρο της Αγοράς επικρατεί η εικόνα που συναντήσαμε στη διάρκεια της Γεωμετρικής περιόδου, αλλά σιγά σιγά η συνήθεια να χρησιμοποιείται ο χώρος ως νεκροταφείο εγκαταλείπεται. Η τάση αυτή ίσως να οφείλεται στην πραγματικότητα στη μείωση του πληθυσμού και συνακόλουθα στον περιορισμένο αριθμό ταφών. Γεγονός πάντως είναι ότι στο χώρο της Αγοράς υπάρχουν σχετικά ολιγάριθμες μαρτυρίες για την περίοδο μεταξύ των αρχών του 7ου αιώνα και του 600 π.Χ.
Η συνέχεια πάντως στη χρήση των οικογενειακών ταφικών περιβόλων που συναντήσαμε στην Ύστερη Γεωμετρική περίοδο φανερώνει ότι οι όποιες αλλαγές έγιναν σταδιακά. Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. ο χώρος της Αγοράς εξελίσσεται εκ νέου. Αν και δεν υπάρχουν απτές ενδείξεις για οργανωμένη διοικητική χρήση της περιοχής από την εποχή του Σόλωνα (594 π.Χ.), εντούτοις καθαρίζονται και ισοπεδώνονται οι χώροι όπου προηγουμένως υπήρχαν οι γεωμετρικές οικίες. Το γεγονός ότι η περιοχή της Ακρόπολης χρησιμοποιείται για μια σειρά δημόσιες τελετές, οι οποίες επηρεάζουν και το χώρο της Αγοράς, ίσως να αποτέλεσε το έναυσμα για τις σχετικές εργασίες.
Μάλιστα, ορισμένοι μελετητές δέχονται ότι η απαρχή της διαρρύθμισης του χώρου της Αγοράς ως τμήματος της πολιτικής ζωής της πόλης οφείλεται στη θεσμοθέτηση των Μεγάλων Παναθηναίων το 566 π.Χ. Η μεγάλη πομπή της γιορτής διέτρεχε την Αγορά κατά τα Κλασικά χρόνια και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κάτι τέτοιο δε γινόταν ήδη στην Αρχαϊκή περίοδο. Το τέλος της Αρχαϊκής περιόδου σημαδεύεται από την πτώση της τυραννίας του Πεισιστράτου και των γιων του και την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος της δημοκρατίας στην Αθήνα. Η δημοκρατία προέκυψε μέσα από μια διαδικασία σύγκρουσης των δύο κυριότερων πολιτικών παρατάξεων.
Από τη μία μεριά των αρίστων και των οπαδών τους και από την άλλη του δήμου, του πλήθους των ελεύθερων πολιτών, που όμως δεν κατείχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα την επαύριο της εκδίωξης των τυράννων από την Αθήνα (510 π.Χ.). Επώνυμος άρχων εκλέχθηκε ο Ισαγόρας, ένας ευγενής που είχε τη στρατιωτική στήριξη του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη (ο οποίος είχε παρέμβει στρατιωτικά και είχε εκδιώξει τον Ιππία και τους οπαδούς του από την Αθήνα, καταλύοντας την πεντηκονταετή τυραννία της οικογένειας των Πεισιστρατιδών). Ο Κλεισθένης, μέλος της οικογένειας των Αλκμεωνιδών, εμφανίστηκε ως προστάτης του δήμου και πρότεινε μια σειρά μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μετέτρεψαν το πολίτευμα από αριστοκρατία σε δημοκρατία.
Ο Ισαγόρας και ο Κλεομένης αντέδρασαν. Ο Κλεισθένης εξορίστηκε. Αργότερα εξορίστηκαν 700 ακόμη οικογένειες. Όταν όμως ο Ισαγόρας επιχείρησε να αντικαταστήσει τη βουλή με ένα σώμα 300 υποστηρικτών του, τα μέλη της αντέδρασαν και κάλεσαν το λαό στα όπλα. Οι εξεγερμένοι Αθηναίοι εκδίωξαν τους Σπαρτιάτες και επανέφεραν τον Κλεισθένη και τους εξόριστους πολίτες. Ο λαός (δήμος) είχε θριαμβεύσει σε αυτή την πρώτη πολιτική επανάσταση της ιστορίας. Οι αλλαγές είναι κοσμογονικές, το 507 π.Χ. η Αθήνα νικά το συνασπισμό όλων των εχθρών της (Ευβοέων, Βοιωτών και Πελοποννησίων), το 500 π.Χ. αρχίζει να χτίζει τη θαλάσσια ηγεμονία της ελέγχοντας τη Λήμνο και τις θαλάσσιες οδούς προς τη Μαύρη θάλασσα.
Το 499 - 494 π.Χ. αποφασίζει να σπεύσει αρωγός των συγγενών της Ιώνων, που είχαν επαναστατήσει από τον Περσικό ζυγό, και το 490 π.Χ. νικά τους Πέρσες στο Μαραθώνα. Στο διάστημα αυτό η νεοσύστατη δημοκρατία αναλαμβάνει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, που δυστυχώς μένει ημιτελές, λόγω του ξεσπάσματος των Μηδικών πολέμων και της καταστροφής της πόλης από τον Ξέρξη. Στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης και στο χώρο της Αγοράς γίνονται εκτεταμένες εργασίες, των οποίων δυστυχώς τα ίχνη δεν είμαστε πάντα σε θέση να διακρίνουμε.
Κάποια πρώιμα Κτήρια (C και D), που ενδεχομένως να έχουν και δημόσια εκτός από ιδιωτική χρήση, ανήκουν στην περίοδο αυτή και εντοπίζονται στη νοτιοδυτική γωνία της Αγοράς, η οποία διαχρονικά επείχε θέση διοικητικού κέντρου. Συνολικά πάντως ο χώρος της Αγοράς συνεχίζει να χρησιμοποιείται από εργαστήρια κεραμέων και χαλκουργών. Ταυτόχρονα κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα κτήρια με θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως ο Βωμός των 12 Θεών, ο Βωμός της Αφροδίτης Ουρανίας και το Αιακείον, διοικητικά κτήρια (Παλαιό Βουλευτήριο) καθώς και ένα σημαντικό κρηναίο οικοδόμημα, η Νοτιοανατολική Κρήνη (που ορισμένες φορές ταυτίζεται εσφαλμένα με την Εννεάκρουνο).
Κάποια από αυτά τα κτήρια σχετίζονται με την τυραννία των Πεισιστρατιδών, ενώ άλλα (Αιακείον, Παλαιό Βουλευτήριο) πρέπει να αποδοθούν στη δημοκρατία που εγκαθίδρυσε ο Κλεισθένης μετά το 507 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου, η αγορά της πόλης πρέπει να αναζητηθεί σε άλλη θέση. Η ανακάλυψη της θέσης του Αγλαυρίου στη δυτική κλιτύ της Ακρόπολης, σε σημείο που δεν υποψιάζονταν οι αρχαιολόγοι, οδήγησε σε μια σειρά από μελέτες τη δεκαετία του '90, οι οποίες έθεσαν σε νέα βάση τον προβληματισμό για το πρώιμο διοικητικό κέντρο της πόλης. Η Αρχαία Αγορά, όπως είθισται πλέον να αποκαλείται, πρέπει να ήταν το διοικητικό κέντρο της πόλης έως τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.
Κατάλογος Κτηρίων
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η περσική κατάκτηση της Αθήνας το 480 - 479 π.Χ. οδήγησε σε εκτεταμένες καταστροφές, κάτι που μαρτυράται βέβαια κατά κύριο λόγο στην Ακρόπολη της Αθήνας. Τα πηγάδια της Ακρόπολης κλείνουν σχεδόν όλα με κεραμικό υλικό που προέρχεται από την περίοδο 500-480 π.Χ. Μετά το 480 π.Χ., ο Θεμιστοκλής και μετέπειτα ο Κίμωνας αναλαμβάνουν τη διευθέτηση ενός νέου διοικητικού κέντρου για την Αθήνα. Η πραγματική εικόνα της Αγοράς στην έναρξη της Κλασικής περιόδου (479 π.Χ.), μετά την αποχώρηση των Περσών, πρέπει να ήταν μια σειρά ερειπωμένα κτήρια, που είχαν υποστεί ανεπανόρθωτες καταστροφές, λόγω της Περσικής κατάκτησης. Ιδιαίτερα τα κτήρια της δυτικής πλευράς καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Έπειτα από ένα εύλογο διάστημα, η πόλη δημιούργησε μια σειρά κτήρια διοικητικού και θρησκευτικού χαρακτήρα. Η Θόλος χτίζεται γύρω στο 465 π.Χ., προκειμένου να στεγάσει τους πρυτάνεις. Το Νέο Βουλευτήριο αναλαμβάνει τη θέση του Παλαιού, το οποίο μετατρέπεται σε τόπο φύλαξης των αρχείων του κράτους και χώρο λατρείας της Μητέρας των Θεών. Η οικοδομική δραστηριότητα είναι έντονη και στη βόρεια πλευρά: η Βασίλειος Στοά ξαναχτίζεται με το αυθεντικό υλικό των ετών του 550 - 500 π.Χ. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το Βωμό των Δώδεκα Θεών, που πιθανότατα ξαναχτίζεται λίγο μετά το 480 π.Χ.
Οικοδομείται επίσης και η περίφημη Ποικίλη Στοά από το γαμπρό του Κίμωνα, τον Πεισιάνακτα, και στολίζεται με ζωγραφικά έργα μεγάλης αξίας από τον Πολύγνωτο, το Μικίωνα και τον Πάναινο. Νέα κτήρια ανεγείρονται σταδιακά και στην ανατολική και τη νότια πλευρά. Τα κτήρια της ανατολικής πλευράς, απλοί περίβολοι, έχουν μάλλον δικαστική χρήση. Αντίθετα, στη νότια οικοδομείται γύρω στο 430 π.Χ. η Νότια Στοά Ι, όπου τελούνται συσσίτια. Άλλα κτήρια της ίδιας περιόδου είναι η Στοά του Ελευθερίου Διός και το Νομισματοκοπείο. Η πόλη εντάσσεται και στο οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή, όταν χτίζεται ο περίφημος ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς Εργάνης, το λεγόμενο «Θησείο», λίγο μετά το 450 π.Χ.
Στη δυτική πλευρά της Αγοράς συγκεντρώθηκαν επομένως τα βασικά δημόσια κτήρια νομοθετικού, δικαστικού, διοικητικού και στρατιωτικού χαρακτήρα, ενώ στη νότια αυτά που σχετίζονταν με την εμπορική και οικονομική ζωή της πόλης. Μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η Αγορά της Αθήνας οργανώνεται ως το διοικητικό κέντρο μιας δημοκρατίας, η οποία αποτελούσε ταυτόχρονα και το κέντρο μιας «αυτοκρατορίας». Η μεγαλοπρέπεια των κτηρίων της Ακρόπολης δε γίνεται αισθητή στο χώρο της Αγοράς. Σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις κάποια μνημεία διακρίνονται για την πολυτέλειά τους, όπως για παράδειγμα η Στοά του Ελευθερίου Διός.
Μια σειρά αλλαγές παρατηρούνται και κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων του 5ου αιώνα π.Χ., όταν σημειώνονται καταστροφές ή τροποποιήσεις στη χρήση μιας σειράς μνημείων, όπως η Θόλος, το Παλαιό Βουλευτήριο, τα δικαστήρια κάτω από τη Στοά του Αττάλου κ.λπ. Οι περισσότερες αλλαγές σχετίζονται με τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 π.Χ., την πτώση της Αθήνας στους Σπαρτιάτες το 404 π.Χ. και την τυραννία των τριάκοντα. Η οικοδομική δραστηριότητα στην Αγορά ανανεώθηκε στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ.
Παρά τις δυσκολίες της Αθήνας στο πολιτικό επίπεδο, που ακολούθησαν την ήττα της στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η οικονομία της πόλης άνθησε ιδιαίτερα στη διάρκεια αυτού του αιώνα. Αποκορύφωμα της ακμής της ήταν η περίοδος που την τύχη της πόλης έλεγχε ο ρήτορας Λυκούργος, ο οποίος κόσμησε την πόλη, αλλά και την Αγορά, με μια σειρά πολυτελή κτήρια. Ο ναός του Απόλλωνος Πατρώου, το Τετράγωνο Περιστύλιο, η νέα εκδοχή του Μνημείου των Δώδεκα Ηρώων, η Οπλοθήκη τοποθετούνται χρονικά στο διάστημα που η πόλη είναι ακόμη αυτόνομη.
Κατάλογος Κτηρίων
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η Αθήνα μάχεται κατά των Μακεδόνων σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου. Η ήττα όμως των συνασπισμένων νοτιοελλαδικών δυνάμεων στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) σηματοδοτεί το τέλος της ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής της πόλης. Μετά την καταστροφή της Θήβας (336 π.Χ.) και την κατάκτηση της Ανατολής από τον Αλέξανδρο, η Αθήνα αναγκάζεται να παραμείνει πιστή στους Μακεδόνες. Το 322 π.Χ. όμως εξεγείρεται, αλλά ηττάται και χάνει την ανεξαρτησία της. Έκτοτε, και για όλο το διάστημα του 3ου αι. π.Χ., παραμένει υποτελής στους Μακεδόνες. Την περίοδο αυτή ιδιαίτερο ρόλο στα πράγματα της πόλης διαδραματίζει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής.
Χτίζει την ελληνιστική Πύλη, ενώ προσθέτει τον ίδιο και τον πατέρα του στους αρχικούς 10 Επωνύμους Ήρωες της πόλης. Η απελευθέρωση της Αθήνας έρχεται γύρω στο 220 π.Χ., όταν ο Μακεδόνας φρούραρχος Διογένης πείθεται να δωροδοκηθεί και να εγκαταλείψει τη θέση του. Στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. η Αθήνα συμμαχεί με τη Ρώμη κατά των Μακεδόνων. Ανεξάρτητη έκτοτε, γνωρίζει πραγματική πολιτισμική και αρχιτεκτονική αναγέννηση στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., χάρη στη συνδρομή των ελληνιστικών βασιλείων της Αιγύπτου, της Συρίας, της Περγάμου, της Καππαδοκίας και του Πόντου.
Είναι η εποχή που η Αγορά πήρε την τελική ορθογώνια μορφή της με τη διαμόρφωση εκτεταμένων κιονοστοιχιών στην περίμετρό της. Κιονοστοιχία συνεχής διατρέχει την πρόσοψη των μνημείων της δυτικής πλευράς, ενώ η νότια πλευρά κοσμείται με μια σειρά μεγαλόπρεπα κτήρια, τη Μέση Στοά (180 π.Χ.), τη Νότια Στοά ΙΙ (150 π.Χ.) και το Ανατολικό Κτήριο (150 π.Χ.). Στη δυτική πλευρά κατεδαφίζονται τα κτήρια που υπήρχαν και ανοικοδομείται η Στοά του Αττάλου. Στην ίδια περίοδο ξαναχτίζεται το Μητρώο, αντικαθιστώντας το ταπεινό πλέον Παλαιό Βουλευτήριο. Περιστύλια, περίβολοι και πλήθος αναθηματικών αγαλμάτων και μνημείων ολοκληρώνουν τη διακόσμηση της πλατείας.
Η Αγορά της Αθήνας ακολουθεί τα πολεοδομικά πρότυπα των μεγάλων μητροπόλεων της Ασίας (Πέργαμος), αλλά και των μικρότερων, αλλά εξαιρετικά επιτυχημένων νέων βασιλικών κτήσεων (Πριήνη, Άσσος). Σημαντικό πλήγμα για την Ελληνιστική Αθήνα υπήρξε η καταστροφή της από την επιδρομή του Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα, ο οποίος πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη το 86 π.Χ. Το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας πλευράς της Αγοράς καταστράφηκε ολοσχερώς. Η περιοχή χρησιμοποιήθηκε στο εξής κυρίως για βιοτεχνικές δραστηριότητες (κεραμική, μεταλλοτεχνία, μαρμαρογλυπτική κ.ά.). Ωστόσο, και άλλα κτήρια υπέστησαν σοβαρότατες ζημιές, αλλά επισκευάστηκαν.
Κατάλογος Κτηρίων
ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η Αθήνα την εποχή της Δεύτερης Σοφιστικής ήταν μια πόλη όπου συνυπήρχε η ζοφερή πραγματικότητα της ζωής σε μια μίζερη και καταχρεωμένη επαρχιακή πόλη με το ηρωικό παρελθόν. Έχει εύστοχα αποκληθεί «θεματικό πάρκο» της Αρχαιότητας, όπου οι Αθηναίοι έπρεπε να παίζουν το ρόλο των φιλοσόφων και καλλιτεχνών ένδοξων προγόνων τους. Οι Ρωμαίοι της ύστερης δημοκρατίας και της Αυτοκρατορίας είχαν πάθος με την Αθήνα. Ωστόσο, οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης ήταν χρεωμένοι στο ζάπλουτο πατέρα του Ηρώδη του Αττικού. Στην Αθήνα πάντως συνέρρεαν σπουδαστές από διάφορα μέρη: οι φιλοσοφικές σχολές (Περίπατος, Ακαδημία, Στοά, Επικούρεια) ήταν διάσημες και διατηρούσαν την αίγλη τους.
Οι Ρωμαίοι (π.χ. ο Κικέρων) αναζητούσαν να ακολουθήσουν τα βήματα των μεγάλων αντρών του παρελθόντος. Στα αξιοθέατα της πόλης δε συγκαταλέγονταν μόνο τα μνημεία της, αλλά και η ακτή όπου ο Δημοσθένης έκανε εξάσκηση στη ρητορική, η Ακαδημία του Πλάτωνα, ο τάφος του Περικλή, το σπίτι του Επικούρου κ.λπ. Κομβικό σημείο των περιηγήσεων των επισκεπτών, όπως αποδεικνύει και η διαδρομή του Παυσανία, ήταν, πέραν της Ακρόπολης, και η Αγορά. Τη Ρωμαϊκή εποχή διακρίνονται τρεις φάσεις κατά τις οποίες η Αθήνα λαμπρύνεται με οικοδομήματα: η πρώτη είναι η περίοδος του Αυγούστου (30 π.Χ. - 14 μ.Χ.), η δεύτερη είναι η περίοδος του Αδριανού (112 - 138 μ.Χ.) και η τρίτη η περίοδος των Αντωνίνων (140 μ.Χ. κ.ε.).
Με την οικοδόμηση της Ρωμαϊκής Αγοράς από τον Αύγουστο, ο χώρος χάνει τη σημασία του ως εμπορικό κέντρο. Για το λόγο αυτό ο ανοιχτός χώρος της πλατείας της Αγοράς καλύπτεται σταδιακά με οικοδομήματα (Ωδείο του Αγρίππα, ΝΑ και ΝΔ Ναός, Ναός του Άρεως κ.λπ.). Η Αθήνα παραμένει κατά τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. μια πόλη που η πλειονότητα των κατοίκων της είναι φτωχοί (οι περισσότεροι ήταν χρεωμένοι στον πατέρα του Ηρώδη του Αττικού). Ο Αύγουστος είναι ο τελευταίος από μια σειρά σημαντικών Ρωμαίων που γοητεύτηκαν από το περασμένο μεγαλείο της Αθήνας.
Καθένας τους (Καίσαρας, Κικέρωνας, Πομπήιος, Μάρκος Αντώνιος, Αύγουστος) συνεισέφερε στην ανάκαμψη της κατεστραμμένης από το Σύλλα Αθήνας. Νέο χαρακτήρα πήρε η Αγορά στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. και στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. Το διάστημα αυτό συμπίπτει με τη δραστηριότητα του Αυγούστου, του μονάρχη που συνειδητά επέλεξε το παρελθόν ως οδηγό του για το μέλλον. Ο Αύγουστος άλλαξε δραματικά το τοπίο της Αγοράς της Αθήνας: η εμπορική δραστηριότητα μεταφέρθηκε στη νέα Αγορά, τη λεγόμενη Ρωμαϊκή, ενώ η παλιά μετατράπηκε σε καλλιτεχνικό κέντρο και χώρο αναψυχής με την προσθήκη κτηρίων και έργων τέχνης, χάρη στις δωρεές των Ρωμαίων ευεργετών της πόλης.
Την κεντρική ανοιχτή πλατεία της Αρχαίας Αγοράς κάλυπταν πλέον το Ωδείο του Αγρίππα, ενώ κλασικοί ναοί και μνημεία, όπως της Αθηνάς από την Παλλήνη, της Αθηνάς Σουνιάδος από το Σούνιο, της στοάς της Δήμητρας από το Θορικό, μεταφέρονται αυτούσια ή τμηματικά στο κέντρο της πόλης και ανασυστήνονται ή χρησιμεύουν για την ανέγερση σύνθετων κτηρίων με έντονα κλασικιστικό χαρακτήρα. Τα μνημεία αυτά είναι ο Ναός του Άρεως, ο ΝΔ Ναός, ο ΝΑ Ναός, ο Βωμός του Άρεως και ο Βωμός του Διός Αγοραίου.
O 2ος αιώνας μ.Χ. σηματοδότησε την τελευταία μεγάλη περίοδο ακμής της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας με την κατασκευή της Βιβλιοθήκης του Πανταίνου (επί Αυτοκράτορα Τραϊανού), της Βασιλικής, του Μονοπτέρου και του Νυμφαίου (επί Αδριανού), αλλά και την ολοκλήρωση μιας σειράς έργων, όπως το Υδραγωγείο και η Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Η Αθήνα των μέσων του 2ου αιώνα είναι μια επαρχιακή πόλη, η οποία όμως διατηρεί ζωντανή κάποια από την παλιότερη αίγλη της. Για σύντομο διάστημα, επί Αδριανού, αποτελεί κέντρο του Πανελληνίου, της πολιτισμικής και θρησκευτικής ένωσης των Ελλήνων.
Με το τέλος της περιόδου των Αντωνίνων η πόλη αρχίζει σταδιακά να παρακμάζει, διαδικασία που διαρκεί έως το 267, όταν οι Έρουλοι την καταστρέφουν. Το βαρβαρικό αυτό φύλο κατάφερε να υπερνικήσει εύκολα την αντίσταση των Αθηναίων, οι οποίοι υπεράσπιζαν το Βαλεριανό τείχος, που είχε οικοδομηθεί το 254. Υπό την ηγεσία του ιστορικού Δεξίππου Ποπλίου Ερεννίου, οι εναπομείναντες Αθηναίοι κρύφτηκαν στα δάση. Το εύρος των καταστροφών που προκάλεσαν οι Έρουλοι αποκαλύφτηκε με τις ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής. Όλα τα κτήρια στη νότια και την ανατολική πλευρά της Αγοράς επλήγησαν.
Συγκεκριμένα, το Ωδείο υπέστη τη μεγαλύτερη καταστροφή και ακολουθούν η Μέση Στοά, η Βιβλιοθήκη του Πανταίνου, η Στοά του Αττάλου, και ιδιαίτερα το νότιο τμήμα της που κάηκε. Αργότερα τα κτήρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν μόνο για την προμήθεια οικοδομικού υλικού. Στη δυτική πλευρά οι ζημιές εντοπίστηκαν μόνο στα νότια, το Μητρώο και το Βουλευτήριο καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η Θόλος επιβίωσε και επιδιορθώθηκε αργότερα. Η Στοά του Διός, ο ναός του Απόλλωνος Πατρώου, η Βασίλειος Στοά και η Ποικίλη επέζησαν έως τα τέλη του 4ου αιώνα και την επιδρομή των Γότθων του Αλαρίχου. Καταστροφές επισημάνθηκαν και στη βόρεια πλευρά της Αγοράς, όπου η βασιλική κάηκε.
Έξω από τα όρια της Αγοράς καταστράφηκαν το ΝΑ Κτήριο και το Ελευσίνιο, ενδεχομένως μάλιστα να σημειώθηκαν εκτενείς ζημιές και στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Νομίσματα του αυτοκράτορα Γαλλιηνού (253 - 268), που βρέθηκαν σε κλειστά αρχαιολογικά σύνολα, επιβεβαίωσαν τη χρονολόγηση της καταστροφής. Ακολουθώντας τα ίχνη της καταστροφής, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι Έρουλοι εισήλθαν σε δύο τμήματα. Το πρώτο πέρασε από το Δίπυλο, όπου έγινε σκληρή μάχη και σημειώθηκαν καταστροφές, και ακολούθησε την Παναθηναϊκή Οδό έως το κέντρο της Αγοράς.
Η καταστροφή στο νότιο τμήμα της Αγοράς και στις βόρειες υπώρειες του Αρείου Πάγου ενδεχομένως να προκλήθηκε από μια ομάδα που εισήλθε από τις Πύλες του Πειραιά και προσέγγισε την Αγορά από το νοτιοδυτικό της άκρο. Ίσως ένα τρίτο κύμα να επέδραμε από την Πνύκα και την περιοχή της Πύλης του Αγίου Δημητρίου. Αυτοί έφτασαν ως τη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, όπου επίσης σημειώθηκαν καταστροφές. Οι Αθηναίοι πρέπει να κρύφτηκαν σε κάποιο παρακείμενο της Ακρόπολης σημείο, γιατί εκεί δε σημειώθηκαν καταστροφές. Επιτέθηκαν στους Ερούλους και τους έτρεψαν σε φυγή.
Τις μαρτυρίες της καταστροφής σώζει το έργο του ίδιου του Δεξίππου (τα Σκυθικά), όπου παρουσιάζεται εκτενής περιγραφή της μάχης. Κατά τ’ άλλα αναφορές γίνονται στην προφανώς ιστορικά ατεκμηρίωτη απόφαση των Ερούλων να μην κάψουν τα βιβλία, γιατί αυτά είναι που θα έκαναν και στο μέλλον τους Αθηναίους ανίκανους στη μάχη. Μετά την επιδρομή η Αθήνα μετατρέπεται σε επαρχιακή κωμόπολη, που απλώς αντανακλά το παλιότερο μεγαλείο της.
Κατάλογος Κτηρίων
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Κατά τη διάρκεια της επιδρομής των Ερούλων το (267) στην Αθήνα τα περισσότερα από τα οικοδομήματα της Αρχαίας Αγοράς, όπως το Ωδείο και οι μεγάλες Ελληνιστικές στοές, καταστράφηκαν πλήρως. Τα αρχιτεκτονικά μέλη των κτηρίων αυτών χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή ενός οχυρωματικού περίβολου, του λεγόμενου Υστερορωμαϊκού τείχους, που διέτρεχε την ανατολική πλευρά της Αγοράς και περιέκλειε το βόρειο τμήμα της πόλης. Στα τέλη του 4ου αιώνα ο Αλάριχος και οι Βησιγότθοι προξένησαν νέες μεγάλες ζημιές στην πόλη. Κατά τον 5ο και 6ο αιώνα, ωστόσο, παρατηρείται νέα οικοδομική δραστηριότητα στο χώρο.
Ανεγέρθηκαν μερικά μεγάλα συγκροτήματα, όπως το «Γυμνάσιο» στα νότια -ένα εκπαιδευτήριο με αίθουσες διδασκαλίας, βιβλιοθήκη, παλαίστρα και λουτρά- και άλλες μεγάλες οικίες στα βόρεια του Αρείου Πάγου (Οικία Γ'), στην περιοχή της Θόλου και ανατολικά της Στοάς του Αττάλου. Κάποιες από τις οικίες, όπως αυτές στο νότιο τμήμα της Αγοράς προς τον Άρειο Πάγο, ταυτίζονται ως φιλοσοφικές σχολές ή εκπαιδευτήρια. Επί Ιουστινιανού η δράση των φιλοσοφικών σχολών καταργήθηκε (529) και, σύμφωνα με τις πηγές, αποσπάστηκαν αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη από τα κτήρια με σκοπό την ανέγερση της Αγίας Σοφίας. Νέα καταστροφή της Αγοράς και της πόλης προκάλεσε η επιδρομή των Σλάβων το 582.
Νέες οικοδομικές δραστηριότητες που χρονολογούνται στον προχωρημένο 7ο αιώνα, όπως η μετατροπή του Ηφαιστείου σε εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και η κατασκευή ενός συγκροτήματος ανατολικά της Στοάς του Αττάλου, σχετίζονται πιθανόν με την επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Αθήνα ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κώνστας Β' το 662 - 663. Όπως διαπιστώνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα, κατά τον 8ο και τον 9ο αιώνα η πόλη βρισκόταν σε παρακμή. Τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης εκδηλώνονται τον επόμενο αιώνα.
Όπως φαίνεται από τις ιδιωτικές κατοικίες, που πλήθυναν και στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς, ο πληθυσμός αυξήθηκε και άρχισαν να χτίζονται οι πρώτες εκκλησίες, όπως ο Ναός των Αγίων Αποστόλων, ο λεγόμενος αργότερα του Σολάκη - ένα εξαίσιο δείγμα Μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής, που χρονολογείται γύρω στο 1000. Στο βόρειο τμήμα της Αγοράς και του Αγοραίου Κολωνού, ανατολικά του Θησείου, διαμορφώνεται από το 10ο έως το 12ο αιώνα ευρύτατη και πυκνοκατοικημένη συνοικία. Το τμήμα αυτό της Μεσαιωνικής πόλης έχει μελετηθεί διεξοδικά και μας δίνει πληρέστερη εικόνα για τον τύπο των συνοικιών. Όπως φαίνεται δεν υπήρχε πολεοδομικός σχεδιασμός.
Τα σπίτια παρατάσσονται δεξιά και αριστερά από ένα στενό δρόμο που όδευε από βορρά προς νότο. Είχαν μικρά δωμάτια γύρω από μία αυλή, η οποία κατά κανόνα ήταν ασβεστωμένη και σε ορισμένες περιπτώσεις διέθετε μικρό υπόστεγο στη μία πλευρά. Συνήθως, παρατηρούνται δύο ή τρεις επάλληλες χρονολογικά οικιστικές φάσεις. Η ύδρευση εξασφαλιζόταν με πηγάδια που υπήρχαν στις αυλές, ενώ για την αποθήκευση των τροφίμων χρησίμευαν πιθάρια βαλμένα μέσα στο δάπεδο. Οι κατασκευές ήταν πολύ ευτελείς και σώζονται συνήθως μόνο τα θεμέλια, χωρίς να είναι δυνατή η αποκατάσταση των ορόφων. Ανάμεσα στα σπίτια υπήρχαν μικρά κτήρια για βιοτεχνικές εγκαταστάσεις (εργαστήρια) και εμπορικά «καταστήματα».
Έχει βρεθεί και ένα μεγάλο τετράγωνο κτήριο με δωμάτια γύρω, το οποίο ήταν ίσως κλειστή αγορά ή πανδοχείο ή κατά άλλους βιοτεχνικό συγκρότημα και πιθανόν υφαντουργείο. Η κατάσταση που αναφέραμε άλλαξε άρδην στις αρχές του 13ου αιώνα μετά την καταστροφική επιδρομή του 1203 από το δυνάστη του Ναυπλίου, Λέοντα Σγουρό, και ιδιαίτερα μετά τη φραγκική κατάληψη της πόλης το 1204. Στα μετέπειτα χρόνια της Φραγκοκρατίας λίγες από τις συνοικίες διατηρήθηκαν, ενώ σε αρκετές παρατηρούνται διακυμάνσεις κατοίκησης και ερήμωσης.
ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η έκταση που καταλαμβάνει η σημερινή Αρχαία Αγορά έπαψε να είναι πυκνοκατοικημένη ήδη από το 13ο αιώνα. Από περιγραφές και χαλκογραφίες των περιηγητών από το 15ο έως το 17ο αιώνα διακρίνεται ότι η περιοχή βρισκόταν εκτός των τειχών της πόλης και δεν υπήρχαν πολλά σπίτια. Στην ίδια κατάσταση βρίσκεται και στο 18ο αιώνα, με τη διαφορά ότι η περιοχή του Θησείου, όπως και η Μονή των Καπουτσίνων, έχει οριστεί από τους Οθωμανούς ως τόπος ταφής των «ξένων». Το 1778 με την εντολή του Χασεκή, βοεβόδα της Αθήνας, που αποσκοπούσε στην προστασία της πόλης από τους Αλβανούς, χτίστηκαν τα «Τείχη του Χασεκή».
Μετά την οικοδόμηση των τειχών η περιοχή της Αρχαίας Αγοράς βρέθηκε εντός των τειχών και παρατηρήθηκε αύξηση στον αριθμό των κατοικιών της. Έπειτα από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους υπήρξαν σχέδια για την ανάπλαση της περιοχής και τη δημιουργία εκεί βασιλικού κήπου. Όμως τα αρχαιολογικά ευρήματα οδήγησαν τις Αρχές να προβούν σε σταδιακή απαλλοτρίωση του χώρου για αρχαιολογικές έρευνες. Η πρώτη φάση των ανασκαφών ξεκίνησε το 1859 και συνεχίστηκε έως το 1912 από την Αρχαιολογική Εταιρεία.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Τα οικοδομήματα της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών αναπτύχθηκαν στις τέσσερις πλευρές ενός τετράγωνου χώρου που περικλείεται από τρεις λόφους: της Ακροπόλεως, του Αρείου Πάγου και του Αγοραίου Κολωνού. Ο χώρος διασχίζεται από τα βορειοδυτικά έως τα νοτιανατολικά από την οδό των Παναθηναίων, μια από τις σημαντικότερες οδικές αρτηρίες της αρχαίας πόλης, πλάτους 12 - 20 μ., την οποία ακολουθούσε κάθε τετραετία η φημισμένη πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων. Κοντά στη βορειοδυτική γωνία βρίσκεται ο Βωμός των 12 Θεών (522 - 521 π.Χ.), άσυλο των ικετών και αφετηρία των οδικών μετρήσεων της πόλης.
Στην δυτική πλευρά του τετραγώνου της Αγοράς κατά μήκος της αρχαίας ''Δυτικής οδού'' αναπτύχθηκαν σταδιακά τα σημαντικότερα διοικητικά οικοδομήματα και ιερά των Αθηνών. Η κυκλική Θόλος (470 π.Χ.), έδρα των πρυτάνεων της Βουλής των 500, το Νέο Βουλευτήριο (τέλη 5ου αιώνα π.Χ.), αμφιθεατρικός χώρος για την προετοιμασία των νομοσχεδίων πριν δοθούν προς ψήφιση στην Εκκλησία του Δήμου, το Μητρώο (2ος αιώνας π.Χ.), κτήριο τεσσάρων δωματίων με κιονοστοιχία στην πρόσοψη για τη στέγαση του Ιερού της Μητέρας των Θεών και του αρχείου της πόλης, το Μνημείο των Επωνύμων Ηρώων (350 π.Χ.).
Επίμηκες βάθρο με περίβολο, επάνω στο οποίο υψώνονταν τα χάλκινα αγάλματα των μυθικών ηρώων των δέκα Αθηναϊκών φυλών. Στην δυτική πλευρά της Αγοράς βρίσκονται επίσης, ο Ναός του Απόλλωνα Πατρώου (325 π.Χ.), ιδρυτή της φυλής των Ιώνων, με τέσσερις ιωνικούς κίονες στην πρόσοψή του, ο μονόχωρος ναός του Διός Φρατρίου και της Αθηνάς Φρατρίας (350 π.Χ.), αφιερωμένος στις προστάτιδες Θεότητες των θρησκευτικών φρατριών των Ιώνων, η Στοά του Διός Ελευθερίου, του θεού ελευθερωτή, ο οποίος στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) βοήθησε τους Έλληνες να διώξουν τους Πέρσες και η Βασίλειος Στοά (500 π.Χ.), έδρα του άρχοντα βασιλέα, υπεύθυνου για θρησκευτικά ζητήματα και για τους νόμους.
Στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού δεσπόζει ο Ναός του Ηφαίστου (μέσα του 5ου αιώνα π.Χ), το γνωστό μας "Θησείο". Στην νοτιοδυτική γωνία του τετραγώνου της Αγοράς τοποθετήθηκε γύρω στο 500 π.Χ. ένας μαρμάρινος όρος με την επιγραφή "όρος ειμί τες αγοράς", ο οποίος βρίσκεται δίπλα στο υποδηματοποιείο του Σίμωνος, γνωστό από τους αρχαίους συγγραφείς ως τόπο συνάντησης του Σωκράτη με τους μαθητές του. Στα νοτιοδυτικά μέχρι την Πνύκα εκτείνεται μια κοιλάδα, στην οποίαν οι ανασκαφές αποκάλυψαν τα λείψανα αρχαίων οικιών, καταστημάτων και εργαστηρίων (''Βιοτεχνική περιοχή'').
Εδώ αποκαλύφθηκε το λεγόμενο Πώρινο Κτήριο, το οποίο ταυτίστηκε με το δημόσιο Δεσμωτήριο του 5ου αιώνα π.Χ., όπου φυλακίστηκε και θανατώθηκε ο Σωκράτης. Στη νότια πλευρά της Αγοράς ανεγέρθηκαν οικοδομήματα δημόσιου χαρακτήρα όπως η Νοτιοδυτική κρήνη (340 - 325 π.Χ.), το Αιάκειον των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. (παλαιότερα είχε ταυτιστεί με την Ηλιαία), η Νότια Στοά Ι (430 - 420 π.Χ.) και η μεταγενέστερή της Νότια Στοά ΙΙ (2ος αιώνας π.Χ.), η Νοτιανατολική κρήνη (530 - 520 π.Χ) και το Νομισματοκοπείο (400 π.Χ.). Ο Ναός των Αγίων Αποστόλων χρονολογείται στις αρχές του 10ου αιώνα μ.Χ. και ανήκει στο Βυζαντινό οικισμό που αναπτύχθηκε στην περιοχή.
Στο μέσον του ανοιχτού χώρου της Αγοράς κατασκευάστηκε τον 2ο αιώνα π.Χ. η Μεσαία Στοά, προορισμένη πιθανότατα για το εμπόριο, το 15 π.Χ. το Ωδείο, δωρεά του Αγρίππα στους πολίτες της Αθήνας με μεγάλη αίθουσα συναυλιών και πρόσοψη με κολοσσιαία αγάλματα Τριτώνων και Γιγάντων, ο ναός του Άρη, δωρικός περίπτερος του 5ου αιώνα π.Χ. ο οποίος μεταφέρθηκε στην Αγορά από την Παλλήνη την Ρωμαϊκή περίοδο. Στην ανατολική πλευρά της Αγοράς δεσπόζει η Στοά του Αττάλου (159 - 138 π.Χ.), αποκατεστημένη στην αρχική της μορφή για να στεγάσει το μουσείο της Αρχαίας Αγοράς και στη βόρεια πλευρά ξεχωρίζει η Ποικίλη Στοά (475 - 450 π.Χ.) διακοσμημένη με ζωγραφικούς πίνακες.
Στο λόφο του Αρείου Πάγου, τόπο συνδεδεμένο με δίκες μυθικές και ιστορικές, αποκαλύφθηκαν, στη βόρεια κλιτύ τέσσερις πολυτελείς κατοικίες της Ύστερης Αρχαιότητας "φιλοσοφικές σχολές" και στις νότιες υπώρειες ''ανασκαφές Doerpfeld'' μια συνοικία του αρχαίου δήμου του Κολλυτού με ιερά και κατοικίες.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η ΟΔΟΣ ΤΩΝ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΩΝ
Πολλοί δρόμοι ξεκινούσαν και κατέληγαν στο πλάτωμα της Αγοράς. Ανάμεσά τους όμως ξεχωρίζει ο ευρύς δρόμος που είναι γνωστός ως Δρόμος ή ''Ὁδὸς τῶν Παναθηναίων'', η κεντρική λεωφόρος της πόλης. Με μήκος λίγο μεγαλύτερο από 1 χλμ., ο δρόμος αυτός οδηγούσε από το Δίπυλο -την κυριότερη πύλη του τείχους- στην Ακρόπολη, και συνιστούσε τη διαδρομή της μεγαλειώδους πομπής με την οποία κορυφωνόταν η γιορτή των Παναθηναίων. Σχεδόν στο μέσον της πορείας του ο δρόμος εισέρχεται από τη βορειοδυτική γωνία στην Αγορά και, αφού τη διασχίσει διαγωνίως, εξέρχεται από τη νοτιοανατολική της γωνία.
Η οδός δεν είναι πλακοστρωμένη, εκτός από το νότιο τμήμα της -όπου ξεκινά η απότομη άνοδος προς την Ακρόπολη- στο οποίο τοποθετήθηκαν μεγάλες λίθινες πλάκες κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Σε άλλα σημεία διαμορφώνεται από στρώσεις χαλικιού. Στο βόρειο τμήμα της ανασκάφθηκαν 66 επάλληλες στρώσεις, που αντανακλούν 1.000 και πλέον χρόνια χρήσης, από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. Την πορεία του δρόμου την όριζε στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο σειρά ανοιχτών λίθινων ρείθρων κατά μήκος της νότιας πλευράς του. Κοιλώματα κατά μήκος του αγωγού συγκρατούσαν τη λάσπη, προκειμένου αυτός να διατηρείται καθαρός.
Οι γούρνες που βρίσκονταν στα πλάγια πιθανόν παρείχαν νερό στα υποζύγια. Εκτός από την πομπή, ο δρόμος χρησιμοποιούνταν και για αρματοδρομίες (ἀποβάτης δρόμος) κατά τη διάρκεια της γιορτής των Παναθηναίων και ίσως ως διάδρομος για αγώνες δρόμου πριν να κατασκευαστεί ένα κανονικό στάδιο. Επίσης, χρησίμευε ως χώρος προπόνησης των νεαρών νεοσύλλεκτων του Αθηναϊκού ιππικού. Από αυτήν διερχόταν η μεγάλη πομπή που απευθυνόταν στην λατρεία της Θεάς κατά την εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων, που καθιερώθηκε από τον Πεισίστρατο το 566 π.Χ., απ’ όπου πήρε το όνομά της η οδός.
Σωζόμενη αναθηματική επιγραφή του β΄ ημίσεος του 4ου αιώνα π.Χ. στην Βόρεια Κλιτύ της Ακροπόλεως, δυτικά της Πινακοθήκης των Προπυλαίων και μπροστά από το βάθρο του Αγρίππα, μαρτυρεί ότι κάπου σε αυτό το σημείο κατέληγε η παναθηναϊκή πομπή κι έπειτα έστριβε με κατεύθυνση επάνω προς τα Προπύλαια. Ένας άλλος, μικρότερος δρόμος, που είχε την αφετηρία του στη νοτιοδυτική γωνία της Αγοράς και διασταυρωνόταν με την Οδό Παναθηναίων στην βορειοδυτική γωνία, μπροστά από την Βασίλειο Στοά, οδηγούσε στον δήμο της Μελίτης, ανάμεσα στον Άρειο Πάγο και τον Αγοραίο Κολωνό, εξακολουθώντας την πορεία του έως τον λόφο των Νυμφών (Πνύξ).
Το εντός της Αγοράς τμήμα της Οδού Παναθηναίων χρησιμοποιείτο όχι μόνο για την διέλευση της πομπής των Παναθηναίων αλλά και ως χώρος διεξαγωγής των διαφόρων αγωνισμάτων στίβου και ιππικών αγώνων. Για τον λόγο αυτό πολύ συχνά αναφέρεται απλώς με την ονομασία δρόμος, όρος μέσω του οποίου δηλώνεται τόσο η ίδια η πράξη του αγώνος, όσο και ο χώρος στον οποίο τελείται. Δύο επιγραφές προερχόμενες από την Ακρόπολη κάνουν μνεία για μια επισκευή του «Δρόμου» της Αγοράς κατά την επανάληψη της εορτής των Παναθηναίων πριν το 550 π.Χ.
Το εντός της Αγοράς τμήμα της Οδού Παναθηναίων χρησιμοποιείτο όχι μόνο για την διέλευση της πομπής των Παναθηναίων αλλά και ως χώρος διεξαγωγής των διαφόρων αγωνισμάτων στίβου και ιππικών αγώνων. Για τον λόγο αυτό πολύ συχνά αναφέρεται απλώς με την ονομασία δρόμος, όρος μέσω του οποίου δηλώνεται τόσο η ίδια η πράξη του αγώνος, όσο και ο χώρος στον οποίο τελείται. Δύο επιγραφές προερχόμενες από την Ακρόπολη κάνουν μνεία για μια επισκευή του «Δρόμου» της Αγοράς κατά την επανάληψη της εορτής των Παναθηναίων πριν το 550 π.Χ.
Η αφετηρία του «Δρόμου» πρέπει να βρισκόταν λίγο βορειώτερα του Βωμού των Δώδεκα Θεών, έμπροσθεν των εκεί ευρισκομένων Ερμών, και το τέρμα του κοντά στο Ελευσίνιο προς νότον, σε απόσταση περίπου 360 μ. από την άφεση. Εκατέρωθεν του «Δρόμου», μετά το βορειοδυτικό άκρο της Αγοράς, υπήρχαν στοές που εξυπηρετούσαν λειτουργικούς σκοπούς, σχετιζόμενους μάλλον με την προπαρασκευή και εκτέλεση των λατρευτικών πράξεων των Παναθηναίων.
Ο ΒΩΜΟΣ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΩΝ
Κοντά στο μέσον της ανοιχτής πλατείας, και λίγο προς τα βόρεια, βρίσκεται ο Βωμός των Δώδεκα Θεών, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι σήμερα θαμμένο κάτω από τη γραμμή του Ηλεκτρικού Σιδηρόδρομου Αθήνας - Πειραιά (1891). Σώζεται μία γωνία από τη θεμελίωση του περιβόλου καθώς και η μαρμάρινη βάση ενός χάλκινου αγάλματος με την επιγραφή «Ο Λέαγρος, ο γιος του Γλαύκωνα, το αφιέρωσε στους Δώδεκα Θεούς». Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ο νεότερος Πεισίστρατος -εγγονός του τυράννου- ίδρυσε το βωμό στην Αγορά κατά τη διάρκεια της θητείας του ως άρχοντας (522 - 521 π.Χ.).
Η πάνω πλευρά της σωζόμενης θεμελίωσης του περιβόλου (4ος αιώνας π.Χ.) διατηρεί ίχνη του χαμένου σήμερα λίθινου φράκτη που όριζε την ιερή περιοχή γύρω από το βωμό. Ο βωμός ήταν ένα από τα ελάχιστα μνημεία που είχε επιτραπεί να χτιστούν μέσα στην ανοιχτή πλατεία και χρησίμευε ως αφετηρία των οδικών μετρήσεων. Ο Ηρόδοτος αναφερόμενος στην απόσταση από την Ηλιούπολη της Αιγύπτου μέχρι τη θάλασσα, σημειώνει ότι αυτή ήταν σχεδόν ίση με εκείνη από το Βωμό των Δώδεκα Θεών στην Αθήνα μέχρι την Ολυμπία.
Ίσως είναι ο ίδιος βωμός που μνημονεύει ο Παυσανίας ως «Βωμό του Ελέους», που χρησίμευε ως απαραβίαστο άσυλο των ικετών. Επίσης σε ένα ορόσημο του 400 π.Χ. περίπου διαβάζουμε την επιγραφή «Η πόλη με έστησε, μνημείο αληθινό, για να φανερώνω σε όλους τους ανθρώπους το μέτρο του ταξιδιού τους: η απόσταση από το Βωμό των Δώδεκα Θεών μέχρι το λιμάνι είναι 45 στάδια» (IG II² 2640). Βρισκόμαστε λοιπόν κυριολεκτικά στην καρδιά της πόλης.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Η ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΔΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Κατά μήκος της δυτικής πλευράς της Αγοράς, στους βορειοανατολικούς πρόποδες του Αγοραίου Κολωνού, αμέσως στα νότια της Βασιλείου Στοάς και σχεδόν εφαπτόμενη με αυτή, χτίστηκε στα 430 - 420 π.Χ. η κατά πολύ μεγαλύτερή της δωρική Στοά του Ελευθερίου Διός. Το επίθετο «ελευθέριος» που αποδόθηκε στον Δία λέγεται ότι προέρχεται από την ελευθερία που κέρδισαν οι Έλληνες στην μάχη των Πλαταιών, όπου πέτυχαν την τελική νίκη επί των Περσών σε Ελληνικό έδαφος. Μάλιστα, βωμός προς τιμήν του Διός Ελευθερίου είχε στηθεί κοντά στο πεδίο της μάχης, ενώ θυσίες και εορτές (τα λεγόμενα «Ελευθέρια») προς τιμήν του θεού τελούνταν ακόμη στα χρόνια του Πλουτάρχου (περ. 120 μ.Χ.).
Μολονότι η χρήση του κτίσματος ήταν προφανώς θρησκευτική, όλως περιέργως δεν διαμορφώθηκε σε ναϊκό οικοδόμημα αλλά δανείστηκε την μορφή της στοάς, αρχιτεκτονικού τύπου που συνδέεται με λειτουργίες κατεξοχήν δημόσιου χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό μας ξενίζει λιγότερο εάν αναλογιστούμε την στενή σχέση πολιτείας και θρησκείας στην αρχαιότητα, ωστόσο η αρχιτεκτονική λύση που επελέγη στην περίπτωσή μας παραμένει πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα. Η στοά παρουσιάζει κάτοψη ορθογώνια με δύο πτέρυγες στις άκρες της, λαμβάνοντας συνολικό σχήμα Π. Στην πρόσοψη φέρει Δωρική κιονοστοιχία που πυκνώνει στις πτέρυγες, ενώ έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη και δεύτερης, ιωνικής κιονοστοιχίας στο εσωτερικό.
Κοντά στο μέσον της ανοιχτής πλατείας, και λίγο προς τα βόρεια, βρίσκεται ο Βωμός των Δώδεκα Θεών, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι σήμερα θαμμένο κάτω από τη γραμμή του Ηλεκτρικού Σιδηρόδρομου Αθήνας - Πειραιά (1891). Σώζεται μία γωνία από τη θεμελίωση του περιβόλου καθώς και η μαρμάρινη βάση ενός χάλκινου αγάλματος με την επιγραφή «Ο Λέαγρος, ο γιος του Γλαύκωνα, το αφιέρωσε στους Δώδεκα Θεούς». Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ο νεότερος Πεισίστρατος -εγγονός του τυράννου- ίδρυσε το βωμό στην Αγορά κατά τη διάρκεια της θητείας του ως άρχοντας (522 - 521 π.Χ.).
Η πάνω πλευρά της σωζόμενης θεμελίωσης του περιβόλου (4ος αιώνας π.Χ.) διατηρεί ίχνη του χαμένου σήμερα λίθινου φράκτη που όριζε την ιερή περιοχή γύρω από το βωμό. Ο βωμός ήταν ένα από τα ελάχιστα μνημεία που είχε επιτραπεί να χτιστούν μέσα στην ανοιχτή πλατεία και χρησίμευε ως αφετηρία των οδικών μετρήσεων. Ο Ηρόδοτος αναφερόμενος στην απόσταση από την Ηλιούπολη της Αιγύπτου μέχρι τη θάλασσα, σημειώνει ότι αυτή ήταν σχεδόν ίση με εκείνη από το Βωμό των Δώδεκα Θεών στην Αθήνα μέχρι την Ολυμπία.
Ίσως είναι ο ίδιος βωμός που μνημονεύει ο Παυσανίας ως «Βωμό του Ελέους», που χρησίμευε ως απαραβίαστο άσυλο των ικετών. Επίσης σε ένα ορόσημο του 400 π.Χ. περίπου διαβάζουμε την επιγραφή «Η πόλη με έστησε, μνημείο αληθινό, για να φανερώνω σε όλους τους ανθρώπους το μέτρο του ταξιδιού τους: η απόσταση από το Βωμό των Δώδεκα Θεών μέχρι το λιμάνι είναι 45 στάδια» (IG II² 2640). Βρισκόμαστε λοιπόν κυριολεκτικά στην καρδιά της πόλης.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Η ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΔΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Κατά μήκος της δυτικής πλευράς της Αγοράς, στους βορειοανατολικούς πρόποδες του Αγοραίου Κολωνού, αμέσως στα νότια της Βασιλείου Στοάς και σχεδόν εφαπτόμενη με αυτή, χτίστηκε στα 430 - 420 π.Χ. η κατά πολύ μεγαλύτερή της δωρική Στοά του Ελευθερίου Διός. Το επίθετο «ελευθέριος» που αποδόθηκε στον Δία λέγεται ότι προέρχεται από την ελευθερία που κέρδισαν οι Έλληνες στην μάχη των Πλαταιών, όπου πέτυχαν την τελική νίκη επί των Περσών σε Ελληνικό έδαφος. Μάλιστα, βωμός προς τιμήν του Διός Ελευθερίου είχε στηθεί κοντά στο πεδίο της μάχης, ενώ θυσίες και εορτές (τα λεγόμενα «Ελευθέρια») προς τιμήν του θεού τελούνταν ακόμη στα χρόνια του Πλουτάρχου (περ. 120 μ.Χ.).
Μολονότι η χρήση του κτίσματος ήταν προφανώς θρησκευτική, όλως περιέργως δεν διαμορφώθηκε σε ναϊκό οικοδόμημα αλλά δανείστηκε την μορφή της στοάς, αρχιτεκτονικού τύπου που συνδέεται με λειτουργίες κατεξοχήν δημόσιου χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό μας ξενίζει λιγότερο εάν αναλογιστούμε την στενή σχέση πολιτείας και θρησκείας στην αρχαιότητα, ωστόσο η αρχιτεκτονική λύση που επελέγη στην περίπτωσή μας παραμένει πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα. Η στοά παρουσιάζει κάτοψη ορθογώνια με δύο πτέρυγες στις άκρες της, λαμβάνοντας συνολικό σχήμα Π. Στην πρόσοψη φέρει Δωρική κιονοστοιχία που πυκνώνει στις πτέρυγες, ενώ έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη και δεύτερης, ιωνικής κιονοστοιχίας στο εσωτερικό.
Στον δυτικό τοίχο της Στοάς, κατ’ ουσίαν μέσα στον φυσικό βράχο του Αγοραίου Κολωνού που κόπηκε γι’ αυτόν τον σκοπό, προστέθηκαν στους Ρωμαϊκούς Αυτοκρατορικούς χρόνους δύο αίθουσες με κυρίως θάλαμο και προθάλαμο η καθεμιά, διάρθρωση που παραπέμπει σε ναϊκά οικοδομήματα,η κεραμεική που βρέθηκε στα δυό δωμάτια τα χρονολογεί στον 1ο αιώνα μ.Χ., εποχή κατά την οποία παρατηρείται η ανάγκη μετακίνησης πολλών ναών.
Όπως συνέβη με την Ποικίλη Στοά και με άλλα κτίρια της Αγοράς (Βουλευτήριον) και εκτός αυτής (Ερέχθειον, Προπύλαια, Πρυτανείον, Πομπείον), σύμφωνα με την μαρτυρία του Παυσανίου, έτσι και η Στοά του Διός Ελευθερίου ήταν εμπλουτισμένη με ζωγραφικές παραστάσεις που κοσμούσαν τους τοίχους της, περιλαμβάνοντας απεικονίσεις των δώδεκα Ολύμπιων Θεών, του Δήμου και της Δημοκρατίας, και της μάχης της Μαντινείας, έργο που φιλοτέχνησε ο Ευφράνωρ. Παράλληλα, στο κτίριο είχαν ανατεθεί οι ασπίδες εκείνων που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της πόλης, τις οποίες πήραν μαζί τους στην Ρώμη οι στρατιώτες του Σύλλα κατά την ρωμαϊκή επιδρομή στην Αθήνα το 86 π.Χ.
Οι ζωγραφικές συνθέσεις αλλά και η ανάρτηση ψηφισμάτων στην στοά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επιτέλεσε και κοινωνικό ρόλο, λειτουργώντας ως χώρος ανεπίσημων συγκεντρώσεων για πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις. Είναι ξεκάθαρο από διάφορα χωρία του Πλάτωνος και του Ξενοφώντος ότι ο Σωκράτης σύχναζε εκεί, όπου συναντούσε τους φίλους και τους μαθητές του, ενώ επίσης η στοά φιλοξένησε πολλές φορές τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη (ο ίδιος έλεγε ότι έχτισαν την στοά για να την έχει ως σπίτι του, και ίσως εδώ να βρισκόταν το πιθάρι μέσα στο οποίο διέτριβε).
Κατά μία άποψη, αδιευκρίνιστη μέχρι σήμερα, η Στοά του Ελευθερίου Διός δεν αποκλείεται να αποτέλεσε και την έδρα του διοικητικού σώματος των έξ Θεσμοθετών, εντούτοις, δεν είναι απαραίτητο να υποθέσει κανείς ενδεχόμενη δημόσια χρήση για ένα οικοδόμημα θρησκευτικού προσανατολισμού, όπως η υπό εξέταση στοά. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν διακοσμημένη με ζωγραφικές συνθέσεις του φημισμένου καλλιτέχνη του 4ου αιώνα Ευφράνορα. Στο κτίριο ήταν αναρτημένες οι ασπίδες όσων είχαν πέσει σε μάχες για την ελευθερία της Αθήνας. Στην Πρώιμη Ρωμαϊκή περίοδο, στο πίσω μέρος της στοάς προστέθηκαν δωμάτια, όπου ίσως στεγαζόταν κάποια λατρεία Ρωμαίων Αυτοκρατόρων.
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΠΑΤΡΩΟΥ
Δίπλα στη Στοά του Διός, βρίσκονται τα υπολείμματα ενός μικρού ναού του Απόλλωνα, που λατρευόταν ως Πατρώος, δηλαδή ως πατέρας του Ίωνα -ο τελευταίος θεωρείται γενάρχης των Ιώνων, του Ελληνικού φύλου στο οποίο ανήκαν οι Αθηναίοι. Ο ναός χρονολογείται στο β´ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και διέθετε Ιωνικούς κίονες μόνο στην πρόσοψή του. Το μνημειακών διαστάσεων μαρμάρινο άγαλμα που βρέθηκε στα ερείπια φαίνεται ότι είναι το λατρευτικό άγαλμα του γλύπτη Ευφράνορα, που αναφέρει ο Παυσανίας.
Ο ναός του Απόλλωνος Πατρώου (Προγονικού) οικοδομήθηκε στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. στην δυτική πλευρά της Αγοράς, ανάμεσα στην Στοά του Διός Ελευθερίου και στο Μητρώον, πιθανώς με μέριμνα του Λυκούργου (ο Πλούταρχος συνδέει το όνομά του με την ανάθεση ενός βωμού του Απόλλωνος στην Αγορά). Πρόκειται για απλή κατασκευή, που διαρθρωνόταν σε μονόχωρο σηκό, όπου προστέθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους πρόναος, δεν γνωρίζουμε εάν ο ναός ήταν τετράστυλος «εν παραστάσι» (με 4 κίονες ανάμεσα σε παραστάδες) ή πρόστυλος (με πρόσταση 6 κιόνων), ενώ χαρακτηριστική είναι η παντελής απουσία πτερού (περιμετρικής κιονοστοιχίας).
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΠΑΤΡΩΟΥ
Δίπλα στη Στοά του Διός, βρίσκονται τα υπολείμματα ενός μικρού ναού του Απόλλωνα, που λατρευόταν ως Πατρώος, δηλαδή ως πατέρας του Ίωνα -ο τελευταίος θεωρείται γενάρχης των Ιώνων, του Ελληνικού φύλου στο οποίο ανήκαν οι Αθηναίοι. Ο ναός χρονολογείται στο β´ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και διέθετε Ιωνικούς κίονες μόνο στην πρόσοψή του. Το μνημειακών διαστάσεων μαρμάρινο άγαλμα που βρέθηκε στα ερείπια φαίνεται ότι είναι το λατρευτικό άγαλμα του γλύπτη Ευφράνορα, που αναφέρει ο Παυσανίας.
Ο ναός του Απόλλωνος Πατρώου (Προγονικού) οικοδομήθηκε στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. στην δυτική πλευρά της Αγοράς, ανάμεσα στην Στοά του Διός Ελευθερίου και στο Μητρώον, πιθανώς με μέριμνα του Λυκούργου (ο Πλούταρχος συνδέει το όνομά του με την ανάθεση ενός βωμού του Απόλλωνος στην Αγορά). Πρόκειται για απλή κατασκευή, που διαρθρωνόταν σε μονόχωρο σηκό, όπου προστέθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους πρόναος, δεν γνωρίζουμε εάν ο ναός ήταν τετράστυλος «εν παραστάσι» (με 4 κίονες ανάμεσα σε παραστάδες) ή πρόστυλος (με πρόσταση 6 κιόνων), ενώ χαρακτηριστική είναι η παντελής απουσία πτερού (περιμετρικής κιονοστοιχίας).
Ένα μικρό παράπλευρο δωμάτιο ανοιγόταν στην βόρεια πλευρά του σηκού, με τον οποίο επικοινωνούσε μέσω διόδου, δίνοντας στον ναό συνολικό σχήμα Γ. Ο πλευρικός αυτός θάλαμος ενδεχομένως στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα του θεού, ίσως όμως να λειτούργησε ως άδυτο -σύνηθες φαινόμενο στους ναούς του Απόλλωνος- που τοποθετήθηκε πλάι στον σηκό και όχι στο πίσω μέρος του (όπως ισχύει κατά κανόνα) για αισθητικούς και οικονομικούς λόγους, ενώ δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκε ως θησαυρός για την εναπόθεση πολύτιμων αντικειμένων και προσφορών ή ως αρχείο για την φύλαξη δημοσίων εγγράφων.
Ο ναός εδράζεται στα αποσπασματικά σωζόμενα θεμέλια ενός προγενέστερου κτίσματος, το οποίο έχει ταυτισθεί με προκάτοχό του του 6ου αιώνα π.Χ., πίσω από τον οποίο υπάρχει ένας λάκκος για την χύτευση του χαλκού που χρησίμευσε στην κατασκευή ενός υστεροαρχαϊκού λατρευτικού αγάλματος στο τύπο του Κούρου. Τα στοιχεία για την εκεί τελούμενη λατρεία από την περίοδο της καταστροφής του πρωιμότερου ναού από τους Πέρσες το 480 π.Χ. μέχρι την ανέγερση του νέου περί το 330 π.Χ. είναι ανεπαρκή, φαίνεται ότι η προϋπάρχουσα λατρεία αναβίωσε όταν πλέον μετά τα Περσικά παρουσιάσθηκε η ιδεολογική ανάγκη αναδιοργάνωσής της.
Ο ναός εδράζεται στα αποσπασματικά σωζόμενα θεμέλια ενός προγενέστερου κτίσματος, το οποίο έχει ταυτισθεί με προκάτοχό του του 6ου αιώνα π.Χ., πίσω από τον οποίο υπάρχει ένας λάκκος για την χύτευση του χαλκού που χρησίμευσε στην κατασκευή ενός υστεροαρχαϊκού λατρευτικού αγάλματος στο τύπο του Κούρου. Τα στοιχεία για την εκεί τελούμενη λατρεία από την περίοδο της καταστροφής του πρωιμότερου ναού από τους Πέρσες το 480 π.Χ. μέχρι την ανέγερση του νέου περί το 330 π.Χ. είναι ανεπαρκή, φαίνεται ότι η προϋπάρχουσα λατρεία αναβίωσε όταν πλέον μετά τα Περσικά παρουσιάσθηκε η ιδεολογική ανάγκη αναδιοργάνωσής της.
Που μεταφράστηκε στην ανοικοδόμηση του ναού, με την έμφαση τώρα να στρέφεται στην πατρογονική ιδιότητα του Απόλλωνος (ο Θεός θεωρείτο γενάρχης της φυλής των Ιώνων, άρα και προπάτορας των Ιωνικής καταγωγής Αθηναίων). Παρόλ’ αυτά, οι ομφαλοί που βρέθηκαν στον χώρο του ναού παραπέμπουν στον Πύθιο Απόλλωνα, στην λατρεία του οποίου προσιδιάζει και η διαμόρφωση της μικρής παράπλευρης αίθουσας, γεγονός που μπορεί να είναι ενδεικτικό για την συστέγαση μιας τέτοιας λατρείας στον ναό.
Πάντως, τον καιρό που ο Παυσανίας επισκέφθηκε την Αθήνα (γύρω στο 150 μ.Χ.), στον ναό ήταν στημένα τρία αγάλματα, φιλοτεχνημένα από τους γλύπτες Ευφράνωρα, Λεωχάρη και Κάλαμι αντιστοίχως. Ένα ακέφαλο άγαλμα του Απόλλωνος Κιθαρωδού στον τύπο του ''παρενδυτικού'' (tranvestitus, δηλ. ντυμένου με γυναικεία περιβολή), που αποκαλύφθηκε σε σημείο παρακείμενο του οικοδομήματος και σήμερα φιλοξενείται στο μουσείο της Στοάς του Αττάλου, έχει υποτεθεί ότι είναι το παραδιδόμενο έργο του Ευφράνωρος (350 - 330 π.Χ.) που είδε ο Παυσανίας.
ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟΝ
Στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, που οριοθετεί την Αρχαία Αγορά των Αθηνών στη δυτική πλευρά, βρίσκεται ο ναός του Ηφαίστου, ευρύτερα γνωστός ως ''Θησείο''. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερα διατηρημένους αρχαίους ναούς, γεγονός που οφείλεται εν μέρει και στη μετατροπή του σε χριστιανική εκκλησία. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, στο ναό λατρεύονταν από κοινού ο Ήφαιστος, προστάτης των μεταλλουργών, και η Αθηνά Εργάνη, προστάτρια των κεραμέων και της οικοτεχνίας.
Την ταύτιση του ναού ως ''Ηφαιστείο'' επιβεβαίωσε η ανασκαφική έρευνα με την αποκάλυψη εργαστηρίων μεταλλουργίας στην ευρύτερη περιοχή του λόφου, επισκιάζοντας, έτσι, παλαιότερες απόψεις, που αναγνώριζαν ως λατρευόμενες Θεότητες το Θησέα, τον Ηρακλή ή τον Άρη. Η οικοδόμηση του ναού πρέπει να πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στα έτη 460 - 420 π.Χ. από άγνωστο αρχιτέκτονα, στον οποίο, όμως, αποδίδονται και άλλοι ναοί στην Αττική, με παρόμοια κατασκευή. Ο ναός διέθετε πρόναο και οπισθόδομο, δίστυλους εν παραστάσι. Εξωτερικά περιβαλλόταν από την περίσταση, μια Δωρική κιονοστοιχία, με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 13 στις μακρές.
Χτίσθηκε στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, που αποτελεί το φυσικό όριο της Αγοράς προς δυσμάς, ένας μεγαλοπρεπής ολομάρμαρος ναός. Πρόκειται για τον καλύτερα διατηρημένο αρχαίο ναό επί Ελληνικού εδάφους, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του οποίου συναγωνίζονται σε τελειότητα αυτά του Παρθενώνος, παρά την σαφή διαφορά μεγέθους ανάμεσα στους δύο ναούς (ολόκληρο το Ηφαιστείον χωρούσε στον σηκό του Παρθενώνος) και την απασχόληση διαφορετικού συνεργείου τεχνιτών.
ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟΝ
Στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, που οριοθετεί την Αρχαία Αγορά των Αθηνών στη δυτική πλευρά, βρίσκεται ο ναός του Ηφαίστου, ευρύτερα γνωστός ως ''Θησείο''. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερα διατηρημένους αρχαίους ναούς, γεγονός που οφείλεται εν μέρει και στη μετατροπή του σε χριστιανική εκκλησία. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, στο ναό λατρεύονταν από κοινού ο Ήφαιστος, προστάτης των μεταλλουργών, και η Αθηνά Εργάνη, προστάτρια των κεραμέων και της οικοτεχνίας.
Την ταύτιση του ναού ως ''Ηφαιστείο'' επιβεβαίωσε η ανασκαφική έρευνα με την αποκάλυψη εργαστηρίων μεταλλουργίας στην ευρύτερη περιοχή του λόφου, επισκιάζοντας, έτσι, παλαιότερες απόψεις, που αναγνώριζαν ως λατρευόμενες Θεότητες το Θησέα, τον Ηρακλή ή τον Άρη. Η οικοδόμηση του ναού πρέπει να πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στα έτη 460 - 420 π.Χ. από άγνωστο αρχιτέκτονα, στον οποίο, όμως, αποδίδονται και άλλοι ναοί στην Αττική, με παρόμοια κατασκευή. Ο ναός διέθετε πρόναο και οπισθόδομο, δίστυλους εν παραστάσι. Εξωτερικά περιβαλλόταν από την περίσταση, μια Δωρική κιονοστοιχία, με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 13 στις μακρές.
Χτίσθηκε στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, που αποτελεί το φυσικό όριο της Αγοράς προς δυσμάς, ένας μεγαλοπρεπής ολομάρμαρος ναός. Πρόκειται για τον καλύτερα διατηρημένο αρχαίο ναό επί Ελληνικού εδάφους, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του οποίου συναγωνίζονται σε τελειότητα αυτά του Παρθενώνος, παρά την σαφή διαφορά μεγέθους ανάμεσα στους δύο ναούς (ολόκληρο το Ηφαιστείον χωρούσε στον σηκό του Παρθενώνος) και την απασχόληση διαφορετικού συνεργείου τεχνιτών.
Άγνωστος παραμένει ο αρχιτέκτονας που ανέλαβε την συνολική εποπτεία των εργασιών, ο οποίος, αν κρίνουμε από τις λύσεις που υιοθετήθηκαν, ανήκε μάλλον στην σφαίρα επιρροής του Ικτίνου και του Σκόπα. Οι εμφανείς ομοιότητες - συγγένειες που παρουσιάζει το Ηφαιστείον με άλλους τρεις ναούς της Αττικής (του Ποσειδώνος στο Σούνιο, του Άρεως στην Αγορά και της Νεμέσεως στον Ραμνούντα), που η αποπεράτωσή τους σταμάτησε ταυτόχρονα στις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ίσως πρόκειται για τέσσερα έργα ενός και του αυτού δημιουργού.
Μολονότι είναι περίπου σύγχρονο με τα υπόλοιπα κτίσματα που συμπεριλήφθηκαν στο λεγόμενο περίκλειο οικοδομικό πρόγραμμα, δεν φαίνεται να εντασσόταν άμεσα σε αυτό. Κανένα ίχνος λατρείας ή προγενέστερων δομών δεν έχει βρεθεί κάτω από το κτίριο είτε στην άμεση γειτονία του· ωστόσο, λογικό είναι να υποθέσουμε ότι στον ναό αντιστοιχούσε και ένας βωμός στα ανατολικά του, ο οποίος όμως δεν έχει διασωθεί. Για μεγάλο διάστημα στο παρελθόν το οικοδόμημα είχε ταυτισθεί λανθασμένα με το καλούμενο «Θησείον» ή με ιερό του Ηρακλέους, εξαιτίας των παραστάσεων με τους άθλους των δύο διάσημων ηρώων που κοσμούσαν τις μετόπες του ναού, ενώ άλλοι το θεωρούσαν ως τον παραδιδόμενο ναό της Αρτέμιδος Ευκλείας.
Παρόλ’ αυτά, η πορεία των ερευνών, σε συνδυασμό με την μαρτυρία του Παυσανίου, ανέδειξε ως επικρατέστερη την άποψη ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος από κοινού στην λατρεία του Ηφαίστου και της Αθηνάς. Πράγματι, ο Ήφαιστος, Θεός της μεταλλουργίας και γενικότερα της τεχνολογίας, και η αδελφή του Αθηνά, μέντορας των τεχνών και της χειροτεχνίας (που εδώ λόγω της ιδιότητάς της αποκαλείται ''Εργάνη''), που κάθε άλλο παρά τυχαία τιμήθηκαν στον λόφο που δέσποζε πάνω από το εμπορικό κέντρο της πόλης, ήταν οι πλέον κατάλληλοι προς λατρεία Θεοί - προστάτες των καλλιτεχνών, των βιοτεχνών και των άλλων δημιουργών, που είχαν τα εργαστήριά τους εγκατεστημένα στις δυτικές και νότιες παρυφές του Αγοραίου Κολωνού.
Η χρονολόγηση του ναού στηρίζεται ως επί το πλείστον στο αρχιτεκτονικό του σχέδιο, στην τεχνοτροπία των γλυπτών του συνθέσεων, στην κεραμεική που αποκαλύφθηκε στην επίχωση του κτιρίου και στην μορφή των γραμμάτων των τεκτονικών συμβόλων της λίθινης οροφής που υποδείκνυαν την ορθή αρμολόγηση των επιμέρους δόμων. Η ανέγερσή του πρέπει να ξεκίνησε όχι πριν το 460 π.Χ. και όχι αργότερα από το 450 - 448 π.Χ., η συμπλήρωση της ανωδομής του είχε κατά πάσα πιθανότητα ολοκληρωθεί στα 420 π.Χ., ενώ σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή τα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς τοποθετήθηκαν στον ναό μεταξύ των ετών 421 - 415 π.Χ.
Το Ηφαιστείον ήταν Δωρικός περίπτερος, διπλός «εν παραστάσι» ναός, με κανονικές αναλογίες (πτερό 6 x 13 κιόνων), διαστάσεων περίπου 31,80 x 13,80 μ. Πρόκειται για το παλαιότερο γνωστό δείγμα ναού κατασκευασμένου σχεδόν εξ ολοκλήρου από μάρμαρο (πεντελικό για το μεγαλύτερο μέρος και παριανό για το γείσο, την σίμη και τα φατνώματα), με εξαίρεση την πώρινη κατώτερη βαθμίδα του κρηπιδώματος, την ξύλινη στέγη (αντικαταστάθηκε από λίθινη σε μεταγενέστερη περίοδο) και την πήλινη κεράμωσή του. Εσωτερικά διακρινόταν σε πρόναο, σηκό (κυρίως ναό) και οπισθόδομο.
Το Ηφαιστείον ήταν Δωρικός περίπτερος, διπλός «εν παραστάσι» ναός, με κανονικές αναλογίες (πτερό 6 x 13 κιόνων), διαστάσεων περίπου 31,80 x 13,80 μ. Πρόκειται για το παλαιότερο γνωστό δείγμα ναού κατασκευασμένου σχεδόν εξ ολοκλήρου από μάρμαρο (πεντελικό για το μεγαλύτερο μέρος και παριανό για το γείσο, την σίμη και τα φατνώματα), με εξαίρεση την πώρινη κατώτερη βαθμίδα του κρηπιδώματος, την ξύλινη στέγη (αντικαταστάθηκε από λίθινη σε μεταγενέστερη περίοδο) και την πήλινη κεράμωσή του. Εσωτερικά διακρινόταν σε πρόναο, σηκό (κυρίως ναό) και οπισθόδομο.
Ο πρόναος και ο οπισθόδομος έφεραν από δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες, ενώ τις τρεις πλευρές του εσωτερικού του σηκού περιέτρεχε δίτονη κιονοστοιχία σχήματος Π, η οποία προστέθηκε αναμφίβολα σε μια δεύτερη, προχωρημένη οικοδομική φάση του ναού προσδίδοντάς του ιδιαίτερη ευρυχωρία, για να αφαιρεθεί πολύ αργότερα, προφανώς όταν ο ναός μετατράπηκε σε Χριστιανική εκκλησία. Οι τοίχοι του σηκού ήταν καλυμμένοι με κονίαμα, γεγονός που φανερώνει ότι προορίζονταν να δεχθούν έργα της μεγάλης ζωγραφικής, είτε ολοκληρώθηκαν ποτέ είτε όχι.
Είναι βέβαιο ότι οι παραστάσεις αυτές εμπεριείχαν στην σύνθεσή τους κάποιους από τους παρακείμενους κίονες σε μία ιδιόρρυθμη σύμμειξη αρχιτεκτονικών και ζωγραφικών στοιχείων, που δεν αποκλείεται να υπήρξε ένας από τους προδρόμους του διαδεδομένου στους Ελληνιστικούς χρόνους φαινομένου της συνάθροισης ετερόκλητων μοτίβων στα πλαίσια της ίδιας απεικόνισης. Ξεχωριστής σημασίας καινοτομία συνιστά η εισβολή ιωνικών στοιχείων, όπως η έμφαση που δόθηκε στο πλάτος του δυτικού και των δύο πλαϊνών πτερών καθώς και η διάταξη του θριγκού του προνάου.
Οι αξονικές σχέσεις των κιόνων του οποίου με τους κίονες της περίστασης επέτρεψαν την διαμόρφωση πάνω από την θύρα επιστυλίου και ζωφόρου που δεν σταματάει -όπως συμβαίνει συνήθως- στο πλάτος των παραστάδων αλλά συνεχίζεται περιμετρικά καθ’ όλο το μήκος των πλαϊνών πτερών. Εξίσου ασυνήθιστος και ενδεικτικός της καινούριας αντίληψης του χώρου κατά την κλασσική εποχή είναι ο έντονος τονισμός της ανατολικής πρόσοψης του ναού, που εν μέρει εξαίρεται μέσω της διαρρύθμισης του γλυπτού διακόσμου που στολίζει το εξωτερικό της.
Ενδεχομένως η επέκταση του ανατολικού πτερού να οφείλεται σε αλλαγή της αρχικής κάτοψης κατά την διάρκεια της εκτέλεσης του έργου (αντικατάσταση ενός μακρόστενου σηκού από έναν μικρότερο), αφορμή για την οποία στάθηκε η διάρθρωση του Παρθενώνος, που εν τω μεταξύ είχε αρχίζει να κτίζεται. Στο βάθος του σηκού και μπροστά από την εγκάρσια κιονοστοιχία στήθηκε βάθρο με ανάγλυφη διακόσμηση -ίσως με θέμα την γέννηση του Εριχθονίου- πάνω στο οποίο πατούσαν τα χάλκινα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς, καμωμένα από τον μαθητή του Φειδίου και διάσημο γλύπτη Αλκαμένη.
Στα δυτικά του ναού εντοπίσθηκε ο λάκκος εντός του οποίου κατασκευάσθηκαν τα αγάλματα, μαζί με θραύσματα των πήλινων εκμαγείων. Όπως μας πληροφορεί η προαναφερθείσα σωζόμενη επιγραφή, οι δύο θεότητες απεικονίζονταν ως προστάτες των τεχνών και της βιοτεχνίας. Μάλιστα, με βάση τις πηγές ο Αλκαμένης φιλοτέχνησε τον Ήφαιστο έτσι ώστε να μην δείχνει την αναπηρία του (ήταν χωλός), αντίγραφο της μορφής αυτής απαντάται σε ερμαϊκή στήλη των Ρωμαϊκών χρόνων, όπου ο θεός φοράει σκούφο εργάτη, ενώ σε Ρωμαϊκό λύχνο, όπου σώζεται και το σώμα του, είναι ενδεδυμένος με εξωμίδα (αντιπροσωπευτικό ένδυμα των τεχνουργών) και κρατάει σφυρί και κοντάρι.
Αξιοπρόσεχτη είναι επίσης η πλούσια διακόσμηση του ναού. Τις μετόπες της ανατολικής πρόσοψης κοσμούσαν οι άθλοι του Ηρακλέους, ενώ την βόρεια και την νότια πλευρά καταλάμβαναν ανά τέσσερις μετόπες τα κατορθώματα του τοπικού ήρωα Θησέως, όλες οι υπόλοιπες μετόπες παρέμειναν λευκές και ακόσμητες. Στην ανάγλυφη ζωφόρο επάνω από το επιστύλιο του προνάου, από την μία άκρη του ναού έως την άλλη, παριστάνονταν μορφές Θεοτήτων να παρακολουθούν μυθικούς αγώνες (ίσως την διαμάχη Παλλαντιδών - Θησέως), ανάλογη ζωφόρος βρίσκεται στον οπισθόδομο, περιορισμένη όμως στο πλάτος του σηκού, με θέμα την Κενταυρομαχία (σύγκρουση Λαπίθων και Κενταύρων).
Αξιοπρόσεχτη είναι επίσης η πλούσια διακόσμηση του ναού. Τις μετόπες της ανατολικής πρόσοψης κοσμούσαν οι άθλοι του Ηρακλέους, ενώ την βόρεια και την νότια πλευρά καταλάμβαναν ανά τέσσερις μετόπες τα κατορθώματα του τοπικού ήρωα Θησέως, όλες οι υπόλοιπες μετόπες παρέμειναν λευκές και ακόσμητες. Στην ανάγλυφη ζωφόρο επάνω από το επιστύλιο του προνάου, από την μία άκρη του ναού έως την άλλη, παριστάνονταν μορφές Θεοτήτων να παρακολουθούν μυθικούς αγώνες (ίσως την διαμάχη Παλλαντιδών - Θησέως), ανάλογη ζωφόρος βρίσκεται στον οπισθόδομο, περιορισμένη όμως στο πλάτος του σηκού, με θέμα την Κενταυρομαχία (σύγκρουση Λαπίθων και Κενταύρων).
Από τα κατάλοιπα (λείψανα γλυπτών από παριανό μάρμαρο) που έφεραν στο φως οι ανασκαφές συνάγεται ότι γλυπτή διακόσμηση είχαν αμφότερα τα αετώματα, καθ’ όσον αφορά το ανατολικό, που επιστεφόταν από ακρωτήρια - Νίκες, πιθανόν είναι να επαναλάμβανε το θέμα της Κενταυρομαχίας είτε να παρουσίαζε την Αποθέωση του Ηρακλέους στον Όλυμπο. Το δυτικό, που έφερε στην κορυφή ως ακρωτήριο γυναικεία μορφή του «πλούσιου» ρυθμού σε κίνηση, απεικόνιζε μάλλον σκηνές μυθικών μαχών, ίσως την «Ιλίου Πέρσιν» (Άλωση της Τροίας). Πλουσιώτερος όλων ήταν ο διάκοσμος των φατνωμάτων της οροφής, τα οποία στόλιζαν μαίανδροι σε ποικίλες περιελίξεις, δωρικά και Ιωνικά κυμάτια, αστέρια και ανθέμια σε ένα αρμονικό πολύχρωμο σύνολο.
Ολόκληρο το οικοδόμημα, από την κρηπίδα έως και την οροφή, ήταν κατασκευασμένο από Πεντελικό μάρμαρο, ενώ τα αρχιτεκτονικά γλυπτά που το κοσμούσαν ήταν από Παριανό μάρμαρο. Στο εσωτερικό του σηκού υπήρχε δίτονη κιονοστοιχία σε σχήμα Π και στο βάθος του υπήρχε βάθρο, επάνω στο οποίο στέκονταν τα ορειχάλκινα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς, έργα του γλύπτη Αλκαμένη, σύμφωνα με τον Παυσανία, τα οποία πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν ανάμεσα στα έτη 421 - 415 π.Χ. Ο ναός έφερε πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο. Από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μετόπες, που κοσμούσαν την ανατολική πλευρά της περίστασης εξωτερικά και παριστάνουν τους εννέα άθλους του Ηρακλή.
Σε συνέχεια αυτών, στη βόρεια και στη νότια πλευρά, εικονίζονται από τέσσερις άθλοι του Θησέα, σκηνές από τις οποίες προέκυψε η λαϊκή ονομασία ''Θησείο'' για το ναό. Η ζωφόρος δεν διατρέχει τις τέσσερις πλευρές του σηκού, αλλά μόνο τον πρόναο και τον οπισθόδομο. Στον πρόναο παριστάνεται ο νικηφόρος αγώνας του Θησέα κατά των απαιτητών του θρόνου, των 50 υιών του Πάλλαντα, στον οποίο παρίστανται και έξι θεοί του Ολύμπου. Στον οπισθόδομο, στο πλάτος του σηκού, παριστάνεται η Κενταυρομαχία. Αξιόλογες γλυπτικές παραστάσεις κοσμούσαν, επίσης, και τα αετώματα του ναού.
Στο δυτικό παριστανόταν η Κενταυρομαχία και στο ανατολικό η υποδοχή του Ηρακλή στον Όλυμπο ή η γέννηση της Αθηνάς. Ορισμένα από τα γλυπτά αυτά αναγνωρίζονται σε αγάλματα που βρέθηκαν στην περιοχή του ναού, όπως το αποσπασματικά σωζόμενο σύμπλεγμα δύο γυναικείων μορφών, από τις οποίες η μια μεταφέρει στον ώμο της την άλλη, σαν να προσπαθεί να τη σώσει (''Eφεδρισμός'', Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς), και ο κορμός μιας ενδεδυμένης γυναικείας μορφής με έντονο το στοιχείο της κίνησης, που θα μπορούσε να είναι ένα από τα ακρωτήρια του ναού (''Νηρηίδα'', Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς). Πρόκειται για τον καλύτερα διατηρημένο Δωρικό ναό στον Ελλαδικό χώρο.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών ανακαλύφθηκαν και ίχνη άλσους, που είχε διαμορφωθεί γύρω από το ναό τον 3ο αιώνα π.Χ. Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους γύρω από το ναό φυτεύθηκαν θάμνοι ή μικρά δένδρα σε παράλληλες σειρές, μέσα σε γλάστρες, οι οποίες ήλθαν στο φως κατά τις ανασκαφές. Τον 3ο αιώνα π.Χ. πρέπει υψώθηκε ένας τετράπλευρος περίβολος με είσοδο στην νότια πλευρά του, απ’ όπου η πρόσβαση ήταν ευκολώτερη. Κατά τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. μνημειακή κλίμακα στην ανατολική πλευρά του λόφου συνέδεσε τον ναό με τον χώρο της Αγοράς. Η ασυνήθιστα καλή κατάσταση διατήρησης του κτιρίου οφείλεται σε δύο παράγοντες.
Ολόκληρο το οικοδόμημα, από την κρηπίδα έως και την οροφή, ήταν κατασκευασμένο από Πεντελικό μάρμαρο, ενώ τα αρχιτεκτονικά γλυπτά που το κοσμούσαν ήταν από Παριανό μάρμαρο. Στο εσωτερικό του σηκού υπήρχε δίτονη κιονοστοιχία σε σχήμα Π και στο βάθος του υπήρχε βάθρο, επάνω στο οποίο στέκονταν τα ορειχάλκινα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς, έργα του γλύπτη Αλκαμένη, σύμφωνα με τον Παυσανία, τα οποία πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν ανάμεσα στα έτη 421 - 415 π.Χ. Ο ναός έφερε πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο. Από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μετόπες, που κοσμούσαν την ανατολική πλευρά της περίστασης εξωτερικά και παριστάνουν τους εννέα άθλους του Ηρακλή.
Σε συνέχεια αυτών, στη βόρεια και στη νότια πλευρά, εικονίζονται από τέσσερις άθλοι του Θησέα, σκηνές από τις οποίες προέκυψε η λαϊκή ονομασία ''Θησείο'' για το ναό. Η ζωφόρος δεν διατρέχει τις τέσσερις πλευρές του σηκού, αλλά μόνο τον πρόναο και τον οπισθόδομο. Στον πρόναο παριστάνεται ο νικηφόρος αγώνας του Θησέα κατά των απαιτητών του θρόνου, των 50 υιών του Πάλλαντα, στον οποίο παρίστανται και έξι θεοί του Ολύμπου. Στον οπισθόδομο, στο πλάτος του σηκού, παριστάνεται η Κενταυρομαχία. Αξιόλογες γλυπτικές παραστάσεις κοσμούσαν, επίσης, και τα αετώματα του ναού.
Στο δυτικό παριστανόταν η Κενταυρομαχία και στο ανατολικό η υποδοχή του Ηρακλή στον Όλυμπο ή η γέννηση της Αθηνάς. Ορισμένα από τα γλυπτά αυτά αναγνωρίζονται σε αγάλματα που βρέθηκαν στην περιοχή του ναού, όπως το αποσπασματικά σωζόμενο σύμπλεγμα δύο γυναικείων μορφών, από τις οποίες η μια μεταφέρει στον ώμο της την άλλη, σαν να προσπαθεί να τη σώσει (''Eφεδρισμός'', Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς), και ο κορμός μιας ενδεδυμένης γυναικείας μορφής με έντονο το στοιχείο της κίνησης, που θα μπορούσε να είναι ένα από τα ακρωτήρια του ναού (''Νηρηίδα'', Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς). Πρόκειται για τον καλύτερα διατηρημένο Δωρικό ναό στον Ελλαδικό χώρο.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών ανακαλύφθηκαν και ίχνη άλσους, που είχε διαμορφωθεί γύρω από το ναό τον 3ο αιώνα π.Χ. Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους γύρω από το ναό φυτεύθηκαν θάμνοι ή μικρά δένδρα σε παράλληλες σειρές, μέσα σε γλάστρες, οι οποίες ήλθαν στο φως κατά τις ανασκαφές. Τον 3ο αιώνα π.Χ. πρέπει υψώθηκε ένας τετράπλευρος περίβολος με είσοδο στην νότια πλευρά του, απ’ όπου η πρόσβαση ήταν ευκολώτερη. Κατά τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. μνημειακή κλίμακα στην ανατολική πλευρά του λόφου συνέδεσε τον ναό με τον χώρο της Αγοράς. Η ασυνήθιστα καλή κατάσταση διατήρησης του κτιρίου οφείλεται σε δύο παράγοντες.
Εκτός του ότι η πόλη της Αθήνας δεν βρίσκεται σε ζώνη έντονης σεισμικής δραστηριότητας, το Ηφαίστειο μετατράπηκε τον 7ο αιώνα σε Χριστιανικό ναό (Άγιος Γεώργιος) χωρίς εντούτοις να υποστεί εξωτερικές αλλά μόνον εσωτερικές τροποποιήσεις, και εξακολούθησε να λειτουργεί ως ναός μέχρι το 1835. Αυτή ακριβώς η εξέλιξη δεν επέτρεψε τη χρησιμοποίηση των λίθων του ως οικοδομικό υλικό σε άλλα κτίσματα. Ωστόσο, οι βαθιές κοιλότητες στις βαθμίδες του ναού μαρτυρούν τα σημεία απ’ όπου αφαιρέθηκαν μολύβδινοι σύνδεσμοι. Η μετατροπή σε εκκλησία οδήγησε σε ηθελημένο ακρωτηριασμό των γλυπτών, από τον οποίο διασώθηκε το κεφάλι του Μινώταυρου στη μετόπη της νοτιοανατολικής γωνίας.
Κατά το 18ο αιώνα μέσα στο κτήριο ενταφιάσθηκαν πολλοί επιφανείς προτεστάντες, που πέθαναν στην Αθήνα, ενώ το 1834 πραγματοποιήθηκε εδώ η τελετή υποδοχής του βασιλιά Όθωνα. Έκτοτε ο ναός λειτούργησε ως αρχαιολογικό μουσείο, μέχρι την έναρξη των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής στην Αρχαία Αγορά, το 1930. Στις αρχές του 19ου αιώνα το εσωτερικό του ναού χρησιμοποιήθηκε ως προτεσταντικό κοιμητήριο, όπου τάφηκαν πολλοί Ευρωπαίοι φιλέλληνες που σκοτώθηκαν στην Ελληνική Επανάσταση.
συνεχίζεται...
http://greekworldhistory.blogspot.gr/2016/02/blog-post_15.html
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.