ΠΡΟΛΟΓΟΣ
O πρόλογος του Αντώνη Κακαρά αλλά και του υιού Παπαγιάννη.
ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
(Αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης)
Ο Αντιπλοίαρχος Παπαγιάννης είχε καταγράψει τις εμπλοκές του Ελληνοκυπριακού Ναυτικού (στην συντριπτική πλειοψηφία εξ Ελλάδος) στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και στην εισβολή των Τούρκων στη συνέχεια.
Ο γιος τού αποβιώσαντος το 2010 αξιωματικού βεβαιώνει για την πιστότητα του εγγράφου με κάθε σοβαρότητα αλλά και πικρία.
Η ανάρτηση αυτή πραγματοποιείται στα πλαίσια της δημοσιοποίησης σειράς κειμένων από έγγραφα και συνεντεύξεις που αφορούν τη δικτατορία και το Κυπριακό. Εκτιμήθηκε ως επιβεβλημένη η λογοκρισία του κειμένου του τότε ΝΔΚ (τα σημεία είναι τα εντός παρενθέσεων με τελείες) λέξεων και φράσεων ακραίων έως υβριστικών για αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού. Δεν τροποποιήθηκε ούτε η ορθογραφία ούτε το συντακτικό της μαρτυρίας.
Η ελληνική πολιτεία απαγόρευσε τη δικαστική εξέταση του Κυπριακού δράματος. Οι λόγοι εκτιμάται πως αφορούν τον κίνδυνο αποκάλυψης του ρόλου των Άγγλων, των Αμερικανών και της τότε στρατιωτικής και κυρίως πολιτικής ηγεσίας της χώρας μας πριν κατά και στη συνέχεια των γεγονότων. Οι Τούρκοι παραβίασαν ανοιχτές θύρες και άρπαξαν, όχι χωρίς απώλειες, ό,τι από χρόνια σχεδίαζαν. Οι υπεύθυνοι έμειναν ατιμώρητοι αλλά η κοινή γνώμη καθώς και η ιστορία σταδιακά ενημερώνονται για την πραγματικότητα. Η πειθαρχική προσέγγιση και εξέταση μέχρι του σταδίου των Ενόρκων Διοικητικών Εξετάσεων (ΕΔΕ) δεν εξάντλησε τα ζητήματα, δεν άγγιξε την ουσιαστικότερη πλευρά ούτε ικανοποίησε το δημόσιο αίσθημα και την απαίτηση για απονομή ευθυνών και δικαιοσύνης.
Ο Παπαγιάννης στο κείμενό του αποσυνδέει των συνεπειών, ήτοι της εισβολής των Τούρκων και της κατοχής μεγάλου τμήματος του νησιού, και υποβαθμίζει ως καθοριστικό παράγοντα το πραξικόπημα, όπου συμμετείχε ως ΝΔΚ καθόσον υπήρξε μυημένος και ένα από τα βασικά πρόσωπα του δράματος. Ωσαύτως υποβαθμίζει και τις ευθύνες όσων εκ των στελεχών τον ακολούθησαν στην στήριξή του με συγκεκριμένες δράσεις, υιοθετώντας την άποψη πως ο στρατιωτικός που εκτελεί διαταγές απαλλάσσεται ευθυνών από τις πράξεις του. Αντίθετα προβάλει το ρόλο του, καθώς και των λοιπών υποστηρικτών, ως πολεμιστών κατά την εισβολή των Τούρκων. Παράλληλα επιτίθεται κατά όσων δεν συνέπραξαν στο πραξικόπημα, ενώ χρησιμοποιεί ακραίους έως υβριστικούς χαρακτηρισμούς, περιγράφοντας γεγονότα κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Τούρκους για τα οποία όμως οι ΕΔΕ εξέδωσαν πορίσματα γνωστά για τις απαλλαγές από τις κατηγορίες.
Το πολεμικό Ναυτικό πολέμησε τους Τούρκους στην εισβολή, γενναία και με αυτοθυσίες. Εκείνοι που δεν συνέπραξαν ανάλογα το γνωρίζουν αυτό καλύτερα απ’ όλους. Είναι άδικο ό,τι η ποινική δικαιοσύνη δεν προσέγγισε ούτε ξεκαθάρισε το τοπίο για όλους, και κυρίως για τους απλούς αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες, τα συνήθη και εύκολα θύματα των ισχυρών και επώνυμων.
Σκοπός των δημοσιεύσεων αυτών δεν είναι να απονείμει εύσημα ή κόλαφο σε κανέναν, αλλά να εκθέσει τα στοιχεία που προκύπτουν από τέτοιους είδους κείμενα στους ερευνητές και όσους κοιτάζουν την ιστορία με καθαρό και κριτικό ακόμα βλέμμα. Ο γράφων εξάλλου έχει τοποθετηθεί από χρόνια στην προσπάθεια να ερευνήσει τα γεγονότα εκείνα όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες και οι περιορισμένες ικανότητές του.Στα πλαίσια αυτά (όχι χωρίς βάσανο) προστίθεται και η παρούσα ανάρτηση.
Πρόλογος Παν. Παπαγιάννη στο κείμενο Αντιπλοιάρχου
Γ. Παπαγιάννη
Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από εκείνο το μαύρο καλοκαίρι που σημάδευσε την μαρτυρική Κύπρο και τον Ελληνισμό. Από τότε έχουν γραφτεί ατελείωτες σελίδες για την Κυπριακή Τραγωδία. Το ζήτημα, δυστυχώς, είναι ακόμη δέσμιο πολιτικών παθών και παρουσιάζεται και ερμηνεύεται στην βιβλιογραφία και στον τύπο ανάλογα με τις πεποιθήσεις του εκάστοτε συγγραφέα. Για ορισμένα πρόσωπα, τα οποία όχι μόνο συμμετείχαν αλλά και διαμόρφωσαν την εξέλιξη των γεγονότων, είναι αναμενόμενο να έχει διαμορφωθεί πλήθος απόψεων, συχνώς αντικρουομένων. Για τον Αντιπλοίαρχο Μελέτιο Γεώργιο Παπαγιάννη, Ναυτικό Διοικητή Κύπρου κατά την διάρκεια εκείνων των ταραγμένων ημερών, έχουν εκφραστεί αμέτρητα σχόλια ενώ του έχουν αποδοθεί ή αμφισβητηθεί πλήθος αποφάσεων και ενεργειών.
Τον Ιούλιο του 1972, μετά το πέρας των μαθημάτων της Σχολής Εθνικής Αμύνης, ο πατέρας μου, αποδέχθηκε με ενθουσιασμό την μετάθεσή του στην Κύπρο, ως Ναυτικός Διοικητής. Σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί τι του επιφύλασσε η τύχη. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1974, το υπόλοιπο της ζωής του, ουσιαστικά, σημαδεύτηκε από την «Κύπρο». Για αυτόν, τους συμπολεμιστές του και τις οικογένειές τους που ζήσαμε από κοντά τα γεγονότα, η Κύπρος δεν ήταν απλά ένα μέρος της ζωής μας. Στην Κύπρο αφήσαμε ένα κομμάτι της ζωής μας.
Η στρατιωτική ηγεσία, σε περιόδους κρίσης, καλείται να λάβει σημαντικές αποφάσεις. Ο Διοικητής έχει πάντα την τελική ευθύνη για πράξεις και παραλείψεις, οι δε επιπτώσεις τους διαμορφώνουν τις απόψεις τρίτων για τον αυτόν και τις μονάδες του. Η βίαιη ανάμιξη του Ναυτικού στα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου είναι αναπόφευκτο να αποτελεί θέμα έντονων αντιπαραθέσεων μέχρι και σήμερα. Πεδίο προβληματισμών και αναζητήσεων αποτελεί και η πολεμική δράση του Ναυτικού στην Κύπρο κατά την εισβολή των εξ Ανατολών εχθρών μας. Παρά τα εμπόδια και τις προκαταλήψεις, ορισμένοι ερευνητές έχουν το θάρρος να διενεργούν σοβαρή αντικειμενική έρευνα στα ζητήματα αυτά. Για τους μελετητές αυτούς, η πρόσβαση στην μαρτυρία ενός ανθρώπου που βίωσε και έλαβε σημαντικές αποφάσεις κατά τα γεγονότα της Κύπρου πιστεύω ότι είναι ένα σημαντικό βοήθημα.
Ο Αντιπλοίαρχος Γεώργιος Παπαγιάννης, συνέταξε πριν μερικά χρόνια, την μαρτυρία του για τα γεγονότα της Κύπρου. Μέχρι και τον θάνατό του, το 2010, δεν είχε προχωρήσει σε δημοσίευση της. Εκτιμώ ότι τον κατέβαλε μία προσωπική «πικρία» για αρκετά από όσα συνέβησαν όχι μόνο κατά τα γεγονότα αλλά και μετά από αυτά. Την ίδια ακριβώς «πικρία» που ένιωσαν και αρκετοί συμπολεμιστές του, ίσως για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Προσωπικά, ούτε εμένα μου αρέσει να συζητώ για τα γεγονότα της Κύπρου. Η λήθη όμως δεν είναι ποτέ ορθή επιλογή. Οφείλουμε να μελετούμε το παρελθόν, όσο και αν αυτό μας ενοχλεί, και να αναγνωρίζουμε το σωστό και το λάθος. Είμαι πάντα ανοικτός στην παροχή ιστορικών στοιχείων σε όποιον σοβαρό ερευνητή, ανεξαρτήτου θέσεων και πεποιθήσεων, τα ζητήσει, είτε αυτά είναι καταγεγραμμένα από τον Αντιπλοίαρχο Γεώργιο Παπαγιάννη είτε έχουν περάσει στην γνώση μου προφορικώς. Ο κύριος Αντώνης Κακαράς είχε την ευγενή καλοσύνη να ζητήσει πρόσβαση στην μαρτυρία του πατέρα μου. Μου πρότεινε την δημοσίευσή της μαζί με άλλες μαρτυρίες στρατιωτικών της εποχής εκείνης, τις οποίες ο ίδιος έχει συγκεντρώσει, και αποδέχθηκα την πρότασή του.
Η μαρτυρία του Αντιπλοιάρχου Γεωργίου Παπαγιάννη, συντάχθηκε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή από τον ίδιο με σκοπό να παραμείνει σε στενό κύκλο προσώπων και όχι για ευρεία δημοσίευση. Για τον λόγο αυτό δεν έχει τύχει «φιλολογικής φροντίδας», με ότι συνεπάγεται αυτό. Η μαρτυρία του είναι μία απλή εξιστόρηση γεγονότων, ίσως ορισμένοι να την χαρακτήριζαν ως «άκομψα απομνημονεύματα». Στην εξιστόρησή του αναπόφευκτα εξέφρασε ορισμένες απόψεις του και παρέθεσε τις πολιτικές του θέσεις. Επίσης, αναφέρθηκε σε οικογενειακές και προσωπικές στιγμές. Εκτιμώ ότι αυτό το έκανε για να διατηρήσει την δική μας οικογενειακή μνήμη. Αποφάσισα να μην αφαιρέσω τα τμήματα αυτά. Εκτιμώ ότι ίσως και αυτά να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για κάποιους αναγνώστες.
Θα ήταν επιθυμία μου (όπως πιστεύω και του πατέρα μου) να προχωρήσει η λεπτομερής έρευνα και ανάλυση της δράσης του Πολεμικού Ναυτικού στην Κύπρο. Πιστεύω, σύντομα να ακολουθήσουν και άλλες μαρτυρίες στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού που έλαβαν μέρος στα γεγονότα εκείνα καθώς και στις λιγότερο γνωστές κρίσεις και συμπλοκές με τους Τούρκους και Τουρκοκυπρίους στην δεκαετία του ’60.
Κύπρος 1972: "Είχαν γκρεμίσει τα πολυβολεία για να κάνουν ξενοδοχεία"
Το πρώτο μέρος από την γραπτή μαρτυρία ντοκουμέντο του Ναυτικού Διοικητή Κύπρου κατά το 1974 Αντιπλοιάρχου Γ.Παπαγιάννη. Περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τι ακριβώς συνάντησε το 1972 ,όταν με την οικογένειά του μετατέθηκε στην Κύπρο.
Το κείμενο ντοκουμέντο προέρχεται από τον Αντώνη Κακαρά.
"Τον Ιούλιο του 1972 τα μαθήματα της Σχολής Εθνικής Αμύνης τελείωναν. Από το ΓΕΝ και εν όψει των μεταθέσεων με ερώτησαν εάν θέλω να τοποθετηθώ στην Κύπρο, ως Ναυτικός Διοικητής Κύπρου, και απάντησα θετικά. Σε μία εβδομάδα η Λίλυ και ο Παναγιώτης έβγαλαν διαβατήρια, γιατί εγώ θα είχα υπηρεσιακό διαβατήριο, και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε, για την νέα μου θέση.
Στις 25 Ιουλίου τελείωσε και η φοίτησίς μου στην ΣΕΘΑ, και σε τελετή στην Στρατιωτική Λέσχη, μας απένειμε τα πτυχία μας, ο αντιβασιλεύς Γεώργιος Παπαδόπουλος. Φαίνεται ότι είχα αποφοιτήσει με υψηλή βαθμολογία, παρόλο που η ΣΕΘΑ ποτέ δεν γνωστοποιούσε σειρά αποφοιτήσεως και τα πτυχία απονέμοντο κατά σειρά αρχαιότητος των αξιωματικών, διότι μετά 20 ημέρες έλαβα ένα έγγραφο από το U.S. Naval Institute, που μου εγνώριζε ότι με έκανε επίτιμο μέλος του, λόγω των επιδόσεών μου στην ΣΕΘΑ, και μου έστειλε και το σχετικό Δίπλωμα.
Επί δέκα ημέρες μετά την αποφοίτησή μου, είχα ενημερώσεις στο ΓΕΕΘΑ στο ΓΕΝ, στο ΓΕΑ, και την ΚΥΠ, σχετικά με την υπηρεσία μου στην Κύπρο, και στις 10 Αυγούστου 1972, αφού πούλησα το αυτοκίνητό μου την LANCIA, αναχώρησα αεροπορικώς για το νησί, μόνος μου, ενώ η Λίλυ και ο Παναγιώτης θα ερχόντουσταν αργότερα.
Έφθασα αεροπορικώς στην Κύπρο το απόγευμα της 10ης Αυγούστου 1972, και στο αεροδρόμιο με υπεδέχθει ο αντιπλοίαρχος Ε. Καραβάς (μία τάξις αρχαιότερός μου), τον οποίο θα αντικαθιστούσα. Πέρασα έλεγχο διαβατηρίων και από το τελωνείο χωρίς βέβαια να μου κάνουν έλεγχο. Το διαβατήριό μου είχε το κανονικό μου όνομα και όχι ψευδώνυμο όπως γινόταν στους υπηρετούντας στην Κύπρο, διότι ήδη οι Τούρκοι που ενδιαφέροντο για τέτοιου είδους πληροφορίες, είχαν πλήρες βιογραφικό μου και φωτογραφίες μου, από την υπηρεσία μου στην Ελληνική Πρεσβεία στην Άγκυρα (1968-1970), και θα μάθαιναν πολύ γρήγορα ποίος είναι ο νέος Ναυτικός Διοικητής. Με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο του Ναυτικού Διοικητού – ένα MAZDA με κανονικούς αριθμούς κυκλοφορίας – πήγαμε με τον Καραβά στο ξενοδοχείο “Κλεοπάτρα” όπου και θα έμενα προσωρινά.
Την επομένη ημέρα εν στολή παρουσιάστηκα στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) στον διοικητή Αντιστράτηγο Χαραλαμπόπουλο, επισκέφτηκα, για να γνωρισθώ, με τους άλλους αξιωματικού του Σ.Ξ. και της αεροπορίας που υπηρετούσαν στο ΓΕΕΦ, και τέλος μου παρουσιάστηκαν οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, και ναύτες, που υπηρετούσαν στα γραφεία του επιτελείου μου, και τα οποία ήταν ένας θάλαμος επιχειρήσεων, το γραφείο μου με ένα προθάλαμο, το γραφείο του επιμελητού της ΝΔΚ, ένας θάλαμος υπαξιωματικών και ναυτών, και ένας δωμάτιο με τους ασυρμάτους για τις επικοινωνίες, με τις άλλες υπηρεσίες μου και τα πλοία. Τα τέσσερα αυτά δωμάτια ευρίσκοντο στον δεύτερο όροφο του ΓΕΕΦ και εις το τέλος του νοτίου διαδρόμου, ενώ στον βόρρειο διάδρομο υπήρχαν γραφεία της Κυπριακής αστυνομίας.
Εκτός από το επιτελείο μου, είχα ακόμη υπό τας διαταγάς μου, πέντε παλαιές τορπιλλακάτους Ρωσικής κατασκευής, ένα περιπολικό παράκτιο, μία ναυτική βάση -ένας Ναύσταθμος σε μικρογραφία- κοντά στην Αμμόχωστο, ένα ναυτικό σταθμό στην Κυρήνεια, ένα ναυτικό σταθμό στην Πάφο, ένα παράρτημα του επιτελείου μου μέσα στο στρατόπεδο “Καποτά” του Σ.Ξ. στην Λευκωσία, όπου διανυκτέρευαν και ενδιαιτούντο οι ανύπαντροι υπαξιωματικοί και οι ναύτες του επιτελείου μου, και τέσσερεις Στάθμούς Εγκαίρου Προειδοποιήσεως (ΣΕΠ) με ραντάρ σε συνεχή λειτουργία κατά σειρά στο ακρωτήριο αποστόλου Ανδρέα (ΒΑ του νησιού), στο ακρωτήριο Κορμακίτης (ΒΔ του νησιού), στην Λεμεσό, που εκάλυπτε την νοτιοανατολική περιοχή της νήσου, και στην Πάφο ( ΝΔ του νησιού).
Επίσης μία παλαιά ξύλινη τορπιλλάκατος Γιουγκοσλαβικής κατασκευής, χωρίς καθόλου οπλισμό που την είχε αγοράσει η Κυπριακή κυβέρνησις, με επιθυμία να την …κάνουμε πολεμικό πλοίο, ενώ στην ουσία είχε αγορασθεί για να εξυπηρετηθεί ο πωλητής της, μεγαλοεπιχειρηματίας της Κύπρου, ονομαζόμενος Καϊσής. Το προσωπικό που είχα έφθανε τους 200 άνδρες εκ των οποίων οι 130-140 ήταν προσωπικό του Ναυτικού από την Ελλάδα, κυρίως αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, και οι υπόλοιποι 60-70 κληρωτοί από την Κύπρο. Μετά την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) που είχε περίπου 1000 άνδρες, μόνο από την Ελλάδα, η δική μου υπηρεσία ερχόταν δεύτερη σε αριθμό Ελλαδιτών, και αυτό λόγω της φύσεως του όπλου, που απαιτούσε εξειδίκευση και ειδική εκπαίδευση. Τις δύο πρώτες ημέρες ενημερώθηκα σχετικά με το επιτελείο μου, και με την λειτουργία του ΓΕΕΦ γενικώτερα, και από τις πρώτες ημέρες κατάλαβα, ότι το κόκκινο σηματάκι του αποφοίτου της Σχολής Εθνικής Αμύνης, που έφερα στο δεξιό μέρος του στήθος μου, έκανε τους αξιωματικούς του Σ.Ξ. να με βλέπουν με σεβασμό για να μη πω, με κάποια ζήλεια, και αυτό γιατί οι απόφοιτοι της ΣΕΘΑ, θεωρούντο ως οι “ολοκληρωμένοι” αξιωματικοί με προοπτική καταλήψεως των ανωτάτων βαθμίδων της στρατιωτικής ιεραρχίας, και μόνο το 10-15% των αξιωματικών των Ε.Δ. αποφοιτούσαν από την σχολή αυτή. Στο ΓΕΕΦ απόφοιτοι της ΣΕΘΑ ήταν ο στρατηγός-διοικητής, ο επιτελάρχης του ταξίαρχος, και εγώ. Επίσης ήταν ο συνταγματάρχης Κονδύλης διοικητής της ΕΛΔΥΚ που ήταν και συμμαθητής μου στην ΣΕΘΑ.
Μετά μερικές ημέρες ενοικίασα μία επιπλωμένη μονοκατοικία στην περιοχή <Εγκωμη> της Λευκωσίας, και ειδοποίησα την Λίλυ ότι μπορούσε να έλθει με τον Παναγιώτη. Στις 17 Αυγούστου ήλθαν αεροπορικώς και τους παρέλαβα από το αεροδρόμιο.
Με τον Καραβά επιθεώρησα όλες τις υπηρεσίες μου και τα πλοία μου, και έτσι απέκτησα και γνώσεις για ολόκληρο το νησί, που ήταν τα τουρκοκρατούμενα μέρη, και πια δρομολόγια δεν έπρεπε να ακολουθούμε, για να μη βρεθούμε σε τουρκικές περιοχές. Οι υπηρεσίες και τα πλοία που επιθεώρησα, ακολουθούσαν τα πρότυπα των αντιστοίχων στην Ελλάδα. Δηλαδή ανθισμένα κηπάρια, μπρούτζα γυαλισμένα, διάδρομοι χαραγμένοι με ασπρισμένα τούβλα, ασβεστομένα κτίρια, πινακίδες να σε οδηγούν στις αποθήκες πυρομαχικών, στην λέσχη, στα δωμάτια αξιωματικών στα συνεργεία επισκευών, στα τορπιλλοστάσια κλπ.. Επί πλέον τα Ραντάρ στους ΣΕΠ είχαν τοποθετηθεί σε ασβεστομένες τσιμεντένιες βάσεις και τα αυτοκίνητα που τα έσερναν είχαν επιστραφεί στην Εθνική Φρουρά. Γνωρίζοντας από την υπηρεσία μου στην Άγκυρα τις βλέψεις των Τούρκων για το νησί και τις συνεχείς προετοιμασίες τους για μία εισβολή σε αυτό, προβληματίστηκα με την κατάσταση ευφορίας και εφησυχασμού που επικρατούσε στο προσωπικό μου. Αργότερα παρατήρησα ότι το ίδιο συνέβαινε και με τις περισσότερες μονάδες τις Εθνικής Φρουράς, και μόνο οι καταδρομείς και η ΕΛΔΥΚ, είχαν επίγνωση της αποστολής των. Κατά τις διαδρομές μου στο νησί παρετήρησα ότι τα μόνιμα πυροβολεία που είχε κατασκευάσει παλαιότερα ο Στρατηγός Γρίβας στις παραλίες του νησιού ήταν εγκαταλελειμμένα, και πολλά από αυτά με άδεια της κυβερνήσεως είχαν καταστραφεί για να κτισθούν παραλιακά ξενοδοχεία, η ακόμη και σπίτια.
Στις 20 Αυγούστου εδόθει δεξίωσις στην λέσχη αξιωματικών της Λευκωσίας, για να αποχαιρετήσουν τον αποχωρούντα Ναυτικό Διοικητή και να “καλώς ορίσουν” εμένα και την Λίλυ. Ήταν εκείνη την ημέρα το κοσμικό γεγονός της Λευκωσίας. Παρέστη ο Υπουργός Εσωτερικών της Κύπρου, όλοι οι αξιωματικοί του ΓΕΕΦ με τις συζύγους τους, πολλοί πολίτες γνωστοί του αποχωρούντος διοικητού, καθώς και ο επιτετραμμένος της Ελληνικής πρεσβείας και εκτελών χρέη πρέσβεως, από τριμήνου, Αλέκος Ζαφειρίου παλαιός μου φίλος, που συνυπηρετούσαμε μαζί στην Άγκυρα, καθώς και ο συνταγματολόγος, μέλος του συμβουλίου της επικρατείας, Μιχαήλ Δεκλερής, που τον είχε στείλει η Ελληνική Κυβέρνησις στην Κύπρο, ως εκπρόσωπό της στις τότε ειρηνευτικές συνομιλίες.
Την επομένη ημέρα ο Καραβάς αναχώρησε με πλοίο για την Ελλάδα, και εγώ έπιασα δουλειά.
Πρώτα από όλα αναδιάρθρωσα το επιτελείο μου στο οποίο προσέθεσα έναν υποπλοίαρχο μηχανικό, και τρείς εφέδρους σημαιοφόρους, και ο θάλαμος επιχειρήσεων λειτουργούσε πλέον σε 24ωρη βάση, παίρνωντας συνεχώς πληροφορίες από τα ΣΕΠ, και τηρώντας λεπτομερή υποτύπωση των στόχων, σε μεγάλο χάρτη που είχαμε αναρτήσει στον ένα τοίχο του θαλάμου. Κάθε πρωί που ερχόμουνα στο γραφείο μου έπρεπε να μου παραδίδουν πίνακα των εντοπισθέντων στόχων, καθώς και να μου παρουσιάζουν το τηρούμενο ημερολόγιο συμβάντων.
Με διαταγή μου προς τα πλοία μου και τις υπηρεσίες καθώρισα τις μηνιαίες εν πλώ ασκήσεις των πλοίων, τις περιπολίες του περιπολικού, καθώς και τις ασκήσεις σκοποβολής του προσωπικού ξηράς, την πραγματοποίηση πραγματικών αντιαεροπορικών βολών κλπ. Επι πλέον με βασική διαταγή μου καθώρισα τις οδηγίες μάχης για τα πλοία και τις υπηρεσίες της ΝΔΚ.Από τα πρώτα που διέταξα ήταν η απαγόρευσις χρήσεως ασβέστου ή λευκού χρώματος για την βαφή των κτιρίων, ή επισήμανση των διαδρόμων, και η αντικατάστασις του με χρώματα παραλλαγής, ώστε να μη είναι εμφανή από αεροσκάφη, καθώς και η καθαίρεσις οιασδήποτε πινακίδος που “πρόδιδε” την ύπαρξη στρατοπέδου, η στρατιωτικής εγκαταστάσεως. Έδωσα ακόμη εντολή τα μπρούντζα των πλοίων να μη είναι γυαλισμένα αλλά βαμμένα με το χρώμα του σκάφους, το δε στηλίδιο της πλώρης να είναι επι μονίμου βάσεως αναδιπλωμένο ώστε να μη δυσχεραίνει την βολή των πολυβόλων προς τα εμπρός, τα δε πολυβόλα να είναι πάντα σε κατάσταση ετοιμότητος, με τα πυρομαχικά στα ενθέμια του καταστρώματος.
Αργότερα ζήτησα από το υπουργείο Εσωτερικών στο οποίο υπήγετο η Εθνική Φρουρά, και μου έδωσαν 4 αυτοκίνητα <τράκτορες> τα οποία μπορούσαν να σύρουν τα ραντάρ των ΣΕΠ, και την ηλεκτρογεννήτριά τους, και έτσι τα ραντάρ εγκατέλειψαν τις ασβεστομένες βάσεις τους, και κάθε 24 ώρες μετακινούντο με τα αυτοκίνητα σε άλλη θέση, στον πλησίον χώρο, βαμμένα με χρώματα παραλλαγής.
Τουλάχιστον μία φορά κάθε μήνα επισκεπτόμουνα και επιθεωρούσα τις υπηρεσίες και τα πλοία τα οποία ήταν κατανεμημένα ως εξής. Τρείς τορπιλλάκατοι (Τ/Α) στην ναυτική βάση της Αμμοχώστου, εκ των οποίων οι δύο συνεχώς σε ενέργεια και η τρίτη σε επισκευή, με ετοιμότητα τριών ημερών. Στον ναυτικό σταθμό Κυρηνείας, που ευρίσκετο μέσα στο μεσαιωνικό φρούριο της πόλεως δύο τορπιλάκατοι συνεχώς σε ενέργεια, στο εμπορικό λιμάνι της Αμμοχώστου, το παράκτιο περιπολικό, και τέλος η παλαιά ξύλινη τορπιλλάκατος στην ναυτική βάση σχεδόν εγκαταλελειμμένη. Αποθήκες τορπιλλών και πυρομαχικών υπήρχαν στην Ναυτική βάση, και στους ναυτικούς σταθμούς Κυρηνείας και Πάφου, και μόνο πυρομαχικών στους ΣΕΠ. Τα συνεργεία της ναυτικής βάσεως αναλάμβαναν, οτιδήποτε είδους επισκευές χρειαζόντουσαν, τα πλοία και οι υπηρεσίες. Η τροφοδοσία των πλοίων και των υπηρεσιών εγένετο από την πλησιέστερη προς αυτά μονάδος του Σ.Ξ. Η μισθοδοσία του προσωπικού γινόταν μέσω του οικονομικού αξιωματικού του επιτελείου μου, υποπλοιάρχου (ο)Τζεφεράκου, ο οποίος ησχολείτο και με τα θέματα διοικητικής μερίμνης, της ναυτικής διοικήσεως. Ο μηχανικός του επιτελείου μου υποπλοίαρχος (μηχ) Γεώργιος Παπαργύρης εκτελούσε χρέη αρχιμηχανικού της διοικήσεως και είχε και την μέριμνα της καλής λειτουργίας του θαλάμου επιχειρήσεων. Και οι δύο ήταν πολύτιμοι βοηθοί. Στην ναυτική βάση βορρείως της Αμμοχώστου στην περιοχή “Μπογάζι”, και η οποία ονομάζετο Ναυτική Βάσις “Χρυσούλης” (ΝΒΧ) εις μνήμην του φονευθέντος κατά τους Τουρκικούς βομβαρδισμούς τον Αύγουστο του 1964 υπάρχου του περιπολικού <Φαέθων>, εφ. σημ. Π. Χρυσούλη, υπηρετούσε το μεγαλύτερο μέρος του ναυτικού προσωπικού (100-120 άτομα). Διοικητής ήταν ο πλωτάρχης Παπαδάκης (Τρείς τάξεις νεώτερός μου), και επιτελείο και κυβερνήτες των πλοίων πέντε υποπλοίαρχοι μάχιμοι, ( Ένας Υποδιοικητής και κυβερνήτης της υπό επισκευή Τ/Α, δύο κυβερνήται Τ/Α, ένας κυβερνήτης του περιπολικού, και ένας βατραχάνθρωπος) ένας υποπλοίαρχος και ένας ανθυποπλοίαρχος μηχανικοί, ένας ανθυποπλοίαρχος (ΠΥ) βατραχάνθρωπος, και 4-5 έφεδροι σημαιοφόροι.
Στον Ναυτικό σταθμό Κυρηνείας επί κεφαλής και κυβερνήτης της μίας τορπιλλακάτου, ήταν υποπλοίαρχος μάχιμος, και κυβερνήτης της δεύτερης τορπιλλακάτου εφ. σημαιοφόρος, λόγω περικοπής της οργανικής δυνάμεως της ΝΔΚ από το ΓΕΝ κατά ένα υποπλοίαρχο μάχιμο. Τέλος στους ΣΕΠ και Ναυτικό Σταθμό Πάφου επί κεφαλής ήταν εφ. σημαιοφόροι. Όλοι οι παραπάνω αξιωματικοί ήταν Ελλαδίτες και ανήκαν εις το Β.Ν. Οι μόνιμοι και οι λίγοι στρατεύσιμοι υπαξιωματικοί, του Β.Ν. που υπηρετούσαν τότε εκεί ήταν περίπου 80-90, καθώς και 10-15 Ελλαδίτες ναύτες κρισίμων ειδικοτήτων.
Ο Παπαδάκης (ένας αρκετά μικρόσωμος αξιωματικός) που ήταν αμέσως κάτω από εμένα στην αρχαιότητα, δεν ενέπνεε και μεγάλη εμπιστοσύνη. Δυσκολευόταν να επιβληθεί στους κατωτέρους του και ήταν άβουλος. Οι υποπλοίαρχοι ήταν πολύ καλοί αξιωματικοί, και ιδιαιτέρως ο Β. Πτερούδης (υποδιοικητής της Ναυτικής Βάσεως) ο Θ. Γιούργας (κυβερνήτης Τ/Α) και ο Γ. Λυμπερόπουλος (Διοικητής Ναυτικού Σταθμού Κυρηνείας και κυβερνήτης Τ/Α). Δυστυχώς οι εξαίρετοι αυτοί αξιωματικοί μετατέθηκαν τον επόμενο χρόνο διότι είχαν συμπληρώσει δύο χρόνια υπηρεσίας στην Κύπρο. Οι αντικαταστάτες τους με εξαίρεση τον υποπλοίαρχο Ε. Τσομάκη και τον Σ. Ταβλαρίδη ήταν μέτριοι έως κακοί αξιωματικοί.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1972 ημέρα του Αγ. Νικολάου, το πρωί έγινε στην Ναυτική βάση παρουσία μου η καθιερωμένη γιορτή του Ναυτικού παρουσία της στρατιωτικής ηγεσίας της Εθνικής Φρουράς, του Προέδρου της Βουλής Γλαύκου Κληρίδη, Υπουργών, του διοικητού της ΕΛΔΥΚ, και Κυπρίων συγγενών των στρατευσίμων της Ναυτικής Διοικήσεως. Έγινε δοξολογία, κατάθεσις στεφάνων στο μνημείο των πεσόντων μέχρι τότε στην Κύπρο ανδρών του Β.Ν( ένας εφ. σημαιοφόρος, τρείς μόνιμοι υπαξιωματικοί, και τέσσερεις ναύτες), που είχαμε φτιάξει στην πλατεία της Ναυτικής βάσεως, “Χρυσούλης” (ΝΒΧ) και ανέγνωσα την ημερησία διαταγή μου για την επέτειο. Στην συνέχεια εγένετο επίδειξις τορπιλλακάτων εν πλώ, αντιαεροπορικές βολές, και επιδείξεις βατραχανθρώπων. Και η τελετή έκλεισε με μικρή δεξίωση στο καρέ των αξιωματικών της ΝΒΧ. Το βράδυ παρέθεσα δεξίωση στην λέσχη αξιωματικών της Λευκωσίας, που είχε τεράστια επιτυχία ως κοσμικό γεγονός, διότι πλήν των συνήθως καλεσμένων, είχα καλέσει και τους στρατιωτικούς ακολούθους των ξένων πρεσβειών, οι οποίοι προσήλθαν όλοι εν στολή, και πολύ ευχαριστημένοι, διότι ήταν η πρώτη φορά που εκαλούντο σε εκδηλώσεις της Εθνικής Φρουράς. Ο στρατηγός Χαραλαμπόπουλος (αρχηγός ΓΕΕΦ) μου έδωσε συγχαρητήρια τόσο για την πρωινή εκδήλωση όσο και για την δεξίωση.
Βεβαίως σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις με συνόδευε η Λίλυ, και με την πείρα που είχε αποκτήσει από την Άγκυρα, βοηθούσε σε πολλά πράγματα. Τα απογεύματα όταν δεν ήμουν στην υπηρεσία μου βγαίναμε βόλτα η Λίλυ, εγώ και ο Παναγιώτης, περπατώντας στους δρόμους της Λευκωσίας. Ο Παναγιώτης έπαιζε συνήθως στην αυλή του σπιτιού έξω από την κουζίνα για να τον βλέπει η Λίλυ.
Τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1973, υπήρχε μία από τις πολλές κρίσεις στις σχέσεις της Ελληνικής κυβερνήσεως και του Μακαρίου, με αφορμή απαίτηση των μητροπολιτών της Κύπρου, να εγκαταλήψει ο Μακάριος την Προεδρία και να ασχοληθεί μόνο με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, θέση με την οποία συμφωνούσε -όχι βέβαια επισήμως- και η Ελληνική κυβέρνησις. Ο Μακάριος τελικά με σύγκλιση μίας συνόδου από μητροπολίτες άλλων χωρών, καθήρεσε τους μητροπολίτες Κυρηνείας, Πάφου, και Αμμοχώστου, και εξέλεξε στις θέσεις τους εμπίστους σε αυτόν, ως νέους μητροπολίτες. Οι μισοί σχεδόν Κύπριοι δεν αναγνώριζαν τους νέους μητροπολίτες, και ήθελαν τους καθαιρεθέντας, ( αυτοί ήταν κυρίως οι λεγόμενοι “ενωτικοί”, που ήθελαν την ένωση με την Ελλάδα). Η Ελλάδα φαινομενικά τηρούσε ουδέτερη στάση αλλά στην ουσία είχε αρχικά προτρέψει τους μητροπολίτας στην κίνησή τους για αποχώρηση του Μακαρίου από τα Προεδρικά του καθήκοντα. Οι καθαιρεθέντες φέρωντας κανονικά το σχήμα τους ανεχώρησαν στην Ελλάδα. Εκείνες τις ημέρες, λόγω και της πείρας που είχα αποκτήσει στην Τουρκία αντελήφθην ότι με παρακολουθούσαν στις μετακινήσεις μου με αυτοκίνητο, και είχα πεί στον οδηγό του υπηρεσιακού μου αυτοκινήτου να προσέχει, και να καταγράφει τους αριθμούς κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που μας παρακολουθούσαν. Το ανέφερα στον διοικητή του ΓΕΕΦ, και αυτός έλαβε μυστικά διάφορα μέτρα και απεκαλύφθει ότι το πλείστον των αξιωματικών είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Μακαρίου. Εκεί είχαμε φθάσει. Είχαμε έλθει στο νησί για να το υπερασπιστούμε από Τουρκική εισβολή, και τώρα αισθανόμεθα ότι είμαστε σε μάλλον εχθρικό έδαφος. Η κρίση με την Ελληνική κυβέρνηση εκτονώθηκε τελικά, λόγω της μετριοπάθειας του Γεωργίου Παπαδοπούλου, αλλά οι παρακολουθήσεις συνεχίζοντο, ίσως χωρίς την αρχική ένταση. Εκείνη την εποχή ήλθε κρυφά στην Κύπρο από την Ελλάδα ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, και δημιούργησε την μυστική οργάνωση ΕΟΚΑ Β’, η οποία με το σύνθημα “Ενωσις” (δηλ. με την Ελλάδα) άρχισε ένοπλη δράση κατά των υποστηρικτών του Μακαρίου, οι οποίοι ήθελαν “Ανεξάρτητη Κύπρο” και “αδέσμευτη” όπως έλεγαν, που εκείνη την εποχή σήμαινε πιθανή <πρόσδεση> στον Κομμουνιστικό κόσμο.
Με διαταγή της Ελληνικής κυβερνήσεως προσπαθήσαμε να παραμείνουμε όσο το δυνατόν ουδέτεροι στην ενδοκυπριακή διαμάχη, ασχολούμενοι αυστηρά με τα στρατιωτικά μας καθήκοντα, παρόλο που πολύ συχνά μας προκαλούσαν να πάρουμε θέση τόσο η μία όσο και η άλλη πλευρά.
Ο Μακάριος για να αντιμετωπίσει δήθεν την ΕΟΚΑ Β’ άρχισε την δημιουργία του λεγομένου “Εφεδρικού” σώματος της αστυνομίας, που στην ουσία ήταν μία δύναμις με στρατιωτική δομή, -αντίπαλο δέος προς την Εθνική Φρουρά- ουδεμία σχέση έχουσα με αστυνομικά καθήκοντα, αποτελουμένη από υποστηρικτάς του, και άρχισε σιγά-σιγά να την εξοπλίζει με πολύ σύγχρονο ελαφρύ οπλισμό, με βαρέα πολυβόλα, αντιαρματικά, διόπτρες νυκτερινής σκοπεύσεως κλπ προς μεγάλη απογοήτευσή μας, διότι όλες μας οι αιτήσεις για εκσυγχρονισμό του οπλισμού της Εθνικής Φρουράς, δεν ικανοποιούντο από την Κυπριακή κυβέρνηση. Οι άνδρες της Ε.Φ. είχανε όπλα ΕΝΦΗΛΤ 301 του Β’ παγκοσμίου πολέμου, ενώ οι εφεδρικοί είχαν τελευταίου τύπου Καλάσνικωφ, διόπτρες νυκτερινής σκοπεύσεως, ή μοντέρνα αντιαρματικά, που εμείς ούτε σε καταλόγους στρατιωτικών εξοπλισμών δεν είχαμε ιδεί. Η δύναμις των εφεδρικών ανήλθε σιγά-σιγά στους 5.000 άνδρες. Η Εθνική Φρουρά μαζί με την ΕΛΔΥΚ είχαν περί τους 10.000 άνδρες σε καιρό ειρήνης.
Τον Απρίλιο του 1973 μου τελείωνε το πετρέλαιο που χρησιμοποιούσαν οι Ρωσικές τορπιλλάκατοι που είχα, και είχα επίσης ανάγκη σε κρίσιμα ανταλλακτικά των. Το κοινό πετρέλαιο ντήζελ ήταν ακατάλληλο για την κίνηση των τορπιλλακάτων, διότι οι μηχανές τους χρησιμοποιούσαν ειδικά επεξεργασμένο Ρωσικό πετρέλαιο, τα δε ανταλλακτικά ήταν ρωσικές πατέντες, που δεν κυκλοφορούσαν στο ελεύθερο εμπόριο. Με αίτησή μου στην Κυπριακή κυβέρνηση, ζήτησα ανεφοδιασμό. Μέχρι τον Ιούλιο του ιδίου έτους, δεν είχε γίνει τίποτα, με αποτέλεσμα να σταματήσω τις ασκήσεις των τορπιλλακάτων και την εν πλω εκπαίδευσή τους. Σε ενοχλήσεις μου προς το Υπουργείο Εσωτερικών, μου απαντούσαν ότι οι Ρώσοι δεν τους είχαν απαντήσει ακόμη για τον εφοδιασμό. Με προσωπική πρωτοβουλία πήγα στην Πρεσβεία της ΕΣΣΔ, και ζήτησα να δω τον Ναυτικό Ακόλουθο με τον οποίο είχαμε γνωρισθεί. Του έθεσα το πρόβλημα που είχα, και έκπληκτος έλαβα την απάντηση ότι η κυβέρνησις δεν είχε υποβάλλει αίτηση ανεφοδιασμού. Μου υπεσχέθει να μου στείλει πετρέλαιο και ανταλλακτικά, άμεσα, και να ακολουθήσει η αίτησις. Τον ευχαρίστησα και πήγα κατευθείαν στον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών όπου του ανέφερα τις κινήσεις μου και τον παρεκάλεσα να στείλει τώρα την αίτηση στην Σοβιετική πρεσβεία. Εκανε δήθεν τον έκπληκτο που δεν είχαν στείλει την αίτηση, και μου υπεσχέθει να το τακτοποιήσει αμέσως το ζήτημα, αφού επιπλήξει !! τους υπευθύνους της καθυστερήσεως. Δεν με ενδιέφερε τι θα έκανε. Εγώ είχα κάνει την δουλειά μου και σε μία εβδομάδα είχα και πετρέλαιο και ανταλλακτικά.
Εκείνες τις ημέρες έγιναν και οι μεταθέσεις αξιωματικών της Ε.Φ. Ο διοικητής της στρατηγός Χαραλαμπόπουλος, αντεκατεστάθει από τον Στρατηγό Ντενίση – πατέρα της γνωστής ηθοποιού – που εγκατεστάθει στην Λευκωσία με την Κυπριακής καταγωγής σύζυγό του. Στην Ναυτική Διοικηση αντικαταστάθηκαν οι υποπλοίαρχοι Πτερούδης, Λυμπερόπουλος, Γιούργας, και Δαμηλάτης, και στην θέση τους ήλθαν νεοπροαχθέντες υποπλοίαρχοι, οι Τσομάκης, Τσαταλός, Κανδαλέπας, και Ταβλαρίδης. Ο πρώτος, εξαιρετικός άνθρωπος και καλός αξιωματικός ανέλαβε διοικητής Ν.Σ. Κυρηνείας και κυβερνήτης Τ/Α, ο τέταρτος και αυτός καλός αξιωματικός κυβερνήτης του περιπολικού “Λεβέντης” και οι άλλοι δύο ως κυβερνήται Τ/Α. Οι δύο Τσαταλός, και Κανδαλέπας, δεν μου έκαναν καλή εντύπωση από την πρώτη ημέρα, διότι όπως είχα μάθει ο ένας έλεγε ότι ήλθε στην Κύπρο για να μαζέψει χρήματα και να αγοράσει ηλεκτρικές συσκευές, και αυτοκίνητο, και ο άλλος για να μαζέψει χρήματα ώστε όταν επιστρέψει στην Ελλάδα να ανοίξει η γυναίκα του μία μπουτίκ ενδυμάτων. Και οι δύο επέτυχαν τους στόχους τους, όπως έμαθα μετά αρκετά χρόνια, (…..), και γλύτωσαν το Ναυτοδικείο λόγω της αποστρατείας μου. Εκτός από τους αξιωματικούς έγινε και αντικατάστασις του 50% περίπου των υπαξιωματικών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν πολύ καλοί και τους περισσοτέρους τους είχα ναυτόπαιδες όταν ήμουν στην Σχολή τους, στον Πόρο.
Την περίοδο αυτή, με ενέργειές μου στο υπουργείο Εσωτερικών αγόρασα για τα πλοία και τις υπηρεσίες μου νέους ισχυρούς ασυρμάτους RAYCALL, (60 WATT) για τηλεγραφία και ραδιοτηλεφωνία, και τους εγκατέστησα σε όλα τα πλοία και τις υπηρεσίες μου, με σταθμό βάσεως στο επιτελείο μου, και πλέον μέσω σταθμού αναμεταδόσεως που εγκατέστησα στην κορυφή του όρους Τρόοδος, είχα ανά πάσα στιγμή εξαιρετική επικοινωνία δια φωνής με ολόκληρο το νησί και τον θαλάσσιο χώρο του, και επί πλέον μιλούσα και με το ΓΕΝ στην Ελλάδα, χωρίς να παρεμβάλονται τα μηχανήματα Λίαν Υψηλής Συχνότητος του ΓΕΕΦ, αποκτώντας έτσι τις καλλίτερες επικοινωνίες της Ε.Φ. Μία συσκευή είχα εγκαταστήσει και στο υπηρεσιακό αυτοκίνητό μου, και έτσι ακόμη και όταν ήμουν σε αυτό, είχα πλήρη επικοινωνία και έλεγχο των πλοίων και υπηρεσιών μου. Επί πλέον εφοδιάστηκα με οκτώ συσκευές ραδιοτηλεφωνίας, μικρής ισχύος που εγκατεστάθησαν στα πλοία και εχρησιμοποιούντο ως τακτικό δίκτυο επικοινωνιών κατά τις ασκήσεις τους
Ζήτησα επίσης από το Υπουργείο και πήρα ένα μεγάλο κλειστό φορτηγό αυτοκίνητο, και μία ηλεκτρογεννήτρια επί τροχών, την οποία ρυμουλκούσε το φορτηγό. Το αυτοκίνητο αυτό το μετέτρεψα σε κινητό θάλαμο επιχειρήσεων, εγκαθιστώντας σε αυτό μεγάλους χάρτες υποτυπώσεως, τραπέζι εργασίας, και συσκευές ασυρμάτου, όπως επίσης και μία συσκευή μεγάλης ισχύος (500 WATT) ραδιοτηλεφωνίας που ζήτησα και μου έστειλαν από το ΓΕΝ, με την οποία είχα εξαιρετική και πιο αξιόπιστη επικοινωνία με την Ελλάδα, και με Ελληνικά πλοία που έπλεαν ακόμη και στο Αιγαίον. Έτσι το επιτελείο μου ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εγκαταλήψει το κτίριο του ΓΕΕΦ, και να κινηθεί με αυτοκίνητα οπουδήποτε εξακολουθώντας να έχει τον πλήρη έλεγχο στα πλοία και τις υπηρεσίες μου, όπως επίσης και με το ΓΕΝ.
Επί πλέον σε ένα παλαιό τράκτωρα φορτηγού εγκατέστησα ένα δίδυμο αντιαεροπορικό “΄έρλικον” μαζί με ενθέμια πυρομαχικών το οποίο θα παρείχε την απαραίτητη αντιαεροπορική προστασία στην ομάδα των οχημάτων. Όλες αυτές οι κατασκευές και εγκαταστάσεις εγένοντο από το προσωπικό μου στα συνεργεία της ΝΒΧ.
Τον Μάϊο του 1973 έγινε στην Ελλάδα το περίφημο “κίνημα του Ναυτικού”, το οποίο στην Κύπρο το πληροφορηθήκαμε από τις εφημερίδες, διότι η Κυπριακή τηλεόρασις, δεν ασχολήθηκε λεπτομερώς με το θέμα. Στην ΝΔΚ δεν είχαμε προβλήματα και δεν μας άγγιξε το γεγονός. Μόνο ο πλωτάρχης Παπαδάκης εδήλωνε την φιλοεπαναστατική του προτίμηση, καταφερόμενος κατά συμμαθητού του που είχε λάβει μέρος στο κίνημα. Πάντως μετά την μεταπολίτευση αυτός ήταν από τους πρώτους που δήλωσε αντιστασιακός….
Συνεχίζεται με την Β'ενότητα......
ΠΗΓΗ: http://www.onalert.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.