“Όταν η λογοτεχνία ενός λαού εκφυλίζεται,
εκφυλίζεται και ο ίδιος ο λαός”.
ΠΡΩΙΜΗ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ
Ο ΧΕΜΙΝΓΟΥΑΙΗ ΔΗΛΩΣΕ ΟΤΙ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ ΠΟΥ ΠΗΡΕ, ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΑΠΟΝΕΜΗΘΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΟΥΝΤ.
«Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΑΘΗΝΩΝ, Η ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ».
«ΟΛΗ Η ΑΜΕΡΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΣΥΛΟ».
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ
«ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ»
«ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΑΠΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟΥΣ».
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΡΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ «ΟΤΑΝ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ, ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΖΕΙΣ ΛΕΦΤΑ».
ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟ
ΟΙ ΥΠΟΚΙΝΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
O
Hernest Hemingway γράφει για τον Πάουντ: “‘Eχουμε τον Πάουντ, τον μεγαλύτερο εν
ζωή ποιητή, που αφιερώνει το ένα πέμπτο της ζωής του στην ποίηση. Στον υπόλοιπο
χρόνο που του μένει προσπαθεί να αναβαθμίσει, τόσο υλικά όσο και ποιητικά, τις
ζωές των φίλων του. Τους υπερασπίζεται όταν τους επιτίθενται, τους βρίσκει
εκδότες και τους βγάζει από την φυλακή. Τους δανείζει χρήματα και βρίσκει
αγοραστές για τους πίνακές τους. Τους πληρώνει τα νοσήλεια και τους αποτρέπει
από την αυτοκτονία. Και στο τέλος κάποιοι λίγοι απ’ αυτούς αποφεύγουν να τον
μαχαιρώσουν πισώπλατα.”
( “Life of Ezra Pound, Noel Stock)
Ο
Έζρα Λούμις Πάουντ, [Ezra Weston Loomis Pound], ο κορυφαίος Αμερικανός ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός, γεννήθηκε στο Χέϊλι του Αϊντάχο, [ Hailey, Idaho], στις 30 Οκτωβρίου 1885 και πέθανε την 1η
Νοεμβρίου 1972, στην Βενετία της Ιταλίας.
Τα
περισσότερα βιογραφικά ελήφθησαν
από την εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος».
Έζρα Πάουντ,
Η Μπαλάντα του όμορφου συντρόφου
Γιὰ
τὸ
σταυρὸ καὶ τοὺς
ραβίνους
δὲ
χάσαμε τὸν ὀμορφότερό μας σύντροφο;
Ἐκεῖνον
ποὺ
ἀγάπησε
τοὺς
μαχητές,
τὰ
γερὰ
σκαριὰ καὶ τὶς
ἀνοιχτὲς
θάλασσες.
Σὰν
ἤρθανε
τὰ
πλήθη
νὰ
αἰχμαλωτίσουνε
τὸν
Ἄνθρωπό
μας
νὰ
τὸν
ἔβλεπες
μονάχα πῶς χαμογελοῦσε.
«Πρῶτα
ν’ ἀφήσετε
νὰ
φύγουν οἱ ὑπόλοιποι»
ἔτσι
τοὺς
εἶπε
ὁ
ὄμορφός
μας σύντροφος
«ἀλλιῶς
θὰ
εἴσαστε
καταραμένοι…»
Ἔτσι
μᾶς
ἔδιωξε
ἀνάμεσα
ἀπὸ
τὶς
λόγχες τους,
ἔτσι
γελοιοποίησε τὴ συμμορία
«γιατί
δὲ
μὲ
συλλάβατε» τοὺς εἶπε
«τότε
ποὺ
μόνος μὲς στὴν πόλη περπατοῦσα;»
Τὴν
τελευταία φορὰ ποὺ μᾶς
συντρόφευσε
ἤπιαμε
στὴν
ὑγειά
του φίνο κόκκινο κρασὶ
γιατὶ
ἦταν
ὁ
πιὸ
ἄνθρωπος
ἀπ’
τοὺς
ἀνθρώπους,
γιατὶ
δὲν
ἤτανε
παχὺς
παπὰς
κι εὐνοῦχος.
Τὸν
εἶδα
μὲ
μιὰ
τριχιὰ στὸ χέρι
νὰ
κυνηγάει καμιὰ ἑκατοστὴ
ἐμπόρους,
γιατὶ
-μὴ
σᾶς
ξαφνιάζει- τὸ τίμιο κι ἁγιασμένο σπίτι του
τὸ
καταντήσανε παζάρι καὶ χρηματιστήριο.
Δὲ
θὰ
τὴ
βρεῖτε,
δὲ
χωράει στὰ βιβλία ἡ ζωή του,
ὅσο
περίτεχνα κι ἂν γράφονται.
Δὲν
εἶναι
ποντικὸς στὰ κιονόκρανα
ὁ
ὄμορφός
μας σύντροφος
ποὺ
ἀγαποῦσε
τὶς
ἀνοιχτὲς
θάλασσες.
Γελιοῦνται
παράφορα ὅσοι νομίζουν
πὼς
παγιδέψανε τὸν ὄμορφό μας σύντροφο·
«πηγαίνω
στὴ
γιορτή» μᾶς εἶπε
«παρ’
ὅλο
ποὺ
πηγαίνω στὴν ἀγχόνη.
Εἴδατε
πῶς
θεράπευσα κουτσοὺς κι ἀόμματους,
πῶς
ἀνάστησα
νεκρούς» μᾶς εἶπε
«τώρα
θὰ
δεῖτε
κάτι ἀνώτερο:
πῶς
πεθαίνει στὸ σταυρὸ ἕνας
γενναῖος».
Ὁ
γιὸς
τοῦ
θεοῦ,
ὁ
ὄμορφός
μας σύντροφος,
μᾶς
κάλεσε νὰ γίνουμε ἀδέρφια του.
Τὸν
εἶδα
νὰ
τρομάζει χίλιους ἄντρες.
Τὸν
εἶδα
σταυρωμένο.
Δὲν
ἔβγαζε
μιλιὰ ὅταν τοῦ
κάρφωναν τὰ χέρια,
ὅταν
ἀνάβλυζε
τὸ
αἷμα
του ζεστό.
Ὅταν
ἀλυχτοῦσαν
τὰ
βρωμόσκυλα
τοῦ
κόκκινου οὐρανοῦ
ὁ
ὄμορφός
μας σύντροφος δὲν ἔβγαζε μιλιά.
Τὸν
εἶδα
στὰ
ὑψώματα
τῆς
Γαλιλαίας
νὰ
τρομάζει χίλιους ἄντρες·
περνοῦσε
ἤρεμος
ἀνάμεσά
τους
κι
ἐκεῖνοι
κλαψουρίζανε
κι
ἦταν
τὰ
μάτια του ὡραία
σὰν
τὴ
γαλάζια θάλασσα.
Σὰν
θάλασσα φουρτουνιασμένη
ποὺ
δὲν
ἀνέχεται
ταξίδια.
Σὰν
τῆς
Γεννησαρὲτ τὴ θάλασσα
ποὺ
τὴν
ὑπόταξε
μὲ
δυό του λέξεις.
Τὸν
Κύριο, τὸν ὄμορφό μας σύντροφο,
τῆς
θάλασσας τ’ ἀδέρφι καὶ τ’ ἀνέμου,
γελιοῦνται
αἰωνίως,
φίλε μου,
ὅσοι
νομίζουν πὼς τὸν ἔχουν
θανατώσει.
Τὸν
εἶδα
νὰ
τρώει γλυκιὰ κερήθρα
κι
ἃς
τὸν
εἴχανε
πρὶν
μέρες σταυρωμένο.
Ώ λαμπρέ Απόλλωνα τιν' άνδρα,
τιν' ήρωα, τίνα θεόν,
του Έζρα Πάουντ.
Ώ
λαμπρέ Απόλλωνα
τιν' άνδρα, τιν' ήρωα, τίνα θεόν,
Σε
ποιον θεό, ήρωα ή άνδρα
τσίγκινο
ένα στεφάνι να φορέσω;
«
Είναι παλιά σας συνήθεια να ξεκάνετε τους καλούς συγγραφείς
εσείς
ή τους τρελλαίνετε ή κλείνετε τα μάτια σαν αυτοκτονούν
ή
πάλι βρίσκετε δικαιολογίες για τα ναρκωτικά τους
και
μιλάτε για παραφροσύνη και μεγαλοφυία
Όμως
εγώ δεν θα τρελλαθώ για να σας ευχαριστήσω
δεν
θα σας κολακέψω με έναν πρόωρο θάνατο
Ώ
όχι, εγώ θα αντέξω ως το τέλος
θα
νιώσω τα μίση σας να γλιστρούν στα πόδια μου
σαν
ευχάριστο γαργάλημα
να
τα κοιτάζουν κοροϊδευτικά
ενώ
πολλοί κινούνται ύποπτα
και
φοβούνται να πουν πως σας μισούν..
Η
γεύση της αρβύλας μου;
Ορίστε
η γεύση της αρβύλας μου, χαϊδέψτε την
βγάλτε
και το βερνίκι με την γλώσσα σας !
Έγινε
γνωστός ως ο μέγιστος ποιητής του 20ου αιώνα και μέντορας του Τόμας Σ. Έλιοτ, του Τζέημς Τζόϋς, του Ουίλιαμ Γέιτς και του Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς.
Το
1922 συναντήθηκε και συνδέθηκε ερωτικά με την βιολίστρια Όλγα Ράντζ, [Olga Rudge], μια σχέση που τον
ακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1925, απέκτησε με την Όλγα τη Μαίρη,
[Mary de Rachewiltz], στο
Μπρεσσανόνε του Τυρόλο
της Ιταλίας,
η οποία μεγάλωσε σε μια οικογένεια χωρικών στο Γκάις της Ελβετίας. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1926 γεννήθηκε στο Παρίσι ο Ομάρ
Σέικσπιαρ Πάουντ και τον δήλωσαν αμερικάνο πολίτη και μεγάλωσε στην Αγγλία με
τη φροντίδα της γιαγιάς
του.
ΠΡΩΙΜΗ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ
ΕΓΙΝΕ
ΔΕΚΤΟΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 15
ΕΤΩΝ
Πέρασε τα παιδικά του
χρόνια στο Γουήνκοουτ [Wyncote]
της Πενσυλβανίας και το 1898 κάνει ένα ταξίδι
στην Ευρώπη με τη θεία του, τη «θεία Φρανκ», και
επισκέπτεται τη Βενετία.
Ήταν φαινόμενο φιλομάθειας και το 1901 έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας
στα 15 του, όπου από το 1900 έως το 1905 σπούδασε
συγκριτική λογοτεχνία και ξένες γλώσσες και στο «Hamilton College» της Νέας Υόρκης.
Πριν γίνει 17 χρονών, οι δάσκαλοί του τον
ξεχώρισαν και του επέτρεψαν να μελετάει μόνος του, για να μην καθυστερεί με
τους υπόλοιπους μαθητές,
Το 1908 δίδαξε ιταλικά για τέσσερις μήνες στο
«Wabash College» στο Κρόφορντσβιλ στην Ιντιάνα, και απολύθηκε για «ανηθικότητα». Η επίσημη εξήγηση έλεγε, πως ήταν «περισσότερο
απ’ όσο πρέπει λατινιστής», όμως το ενδιαφέρον που έδειξε για μια άνεργη
μπαλαρίνα, την οποία φιλοξένησε στο σπίτι του, δεν άρεσε στις
αρχές του Κολλεγίου.
Το 1908
εγκαταλείπει την Αμερική και αποβιβάζεται στο Γιβραλτάρ, έχοντας μόλις 80 δολάρια. Από το 1909 μέχρι το 1920
ζει στο Κένζινκτον στο Λονδίνο, όπου το 1914 παντρεύτηκε την Ντόροθυ Σέικσπιαρ,
[Dorothy Shakespear], μυθιστοριογράφο, καλλιτέχνη και κόρη της Ολίβια Σέικσπιαρ. Στην Αγγλία
από το 1912 ως το 1919, είναι ανταποκριτής του ποιητικού περιοδικού «Poetry» και ενδιάμεσα
το 1914 ίδρυσε μαζί με τον Wyndham Lewis το περιοδικό «Blast». Στις 20 Ιουνίου
1914 δημοσίευσε σύντομο κείμενο με τίτλο «Vortex», στο πρώτο τεύχος του
περιοδικού, όπου εκθέτει τις αρχές της ποιητικής πρακτικής, την οποία
ακολούθησε στα «Cantos». Θεωρεί ως
αρχή
της ποιητικής δημιουργίας, τη συγκίνηση όπως την ορίζει η ψυχολογία: μια
κατάσταση διέγερσης που χαρακτηρίζεται από υποκειμενικά αισθήματα, συνοδεύεται
συχνά από φυσιολογικές μεταβολές και παρακινεί το υποκείμενο σε δράση.
Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος του δημιούργησε αίσθημα απέχθειας για το Δυτικό Πολιτισμό, εγκατέλειψε το Λονδίνο και το 1920 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι,
όπου γίνεται ανταποκριτής του περιοδικού «The Dial».
Στις
10 Οκτωβρίου 1924, εγκατέλειψε το Παρίσι
και μετακόμισε στο Ραπάλλο της Ιταλίας,
όπου εγκαταστάθηκε οριστικά τον Ιανουάριο του 1925 και το 1927 ίδρυσε το
περιοδικό «The Exile». Εργάστηκε ως γλύπτης, συνέθεσε μουσική και λιμπρέτο καθώς και την όπερα
«Francois Villon», διοργάνωσε συναυλίες κλασσικής και σύγχρονης μουσικής, χάρη στις οποίες αναβίωσε το ενδιαφέρον για τον Αντόνιο Βιβάλντι. Στις 11 Δεκεμβρίου 1941, παρεμποδίστηκε
να επιστρέψει στις ΗΠΑ, αν και είχαν ήδη εκδώσει αεροπορικά εισιτήρια με τη γυναίκα του, λόγω της γνωστής
αντιπάθειάς του προς τους εβραίους.
Ο ΧΕΜΙΝΓΟΥΑΙΗ ΔΗΛΩΣΕ ΟΤΙ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ ΠΟΥ ΠΗΡΕ, ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΑΠΟΝΕΜΗΘΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΟΥΝΤ.
Το 1954 ο Χέμινγουεϊ βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, και ζήτησε από τη Ρώμη
την αποφυλάκισή του, λέγοντας «Πιστεύω πως αυτή είναι καλή χρονιά για να αποφυλακίσουν τους ποιητές»
και πως το βραβείο θα έπρεπε να δοθεί στον Πάουντ μάλλον παρά στον ίδιο.
Το 1956 το περιοδικό «Life» έγραψε «Το
δωμάτιο στο νοσοκομείο της Αγίας Ελισάβετ είναι γνωστό ως ντουλάπι που περιέχει έναν εθνικό σκελετό» και τελικά στις 18 Απριλίου 1958 το δικαστήριο τον απάλλαξε από τις κατηγορίες που του είχαν
αποδοθεί.
Την
ίδια χρονιά επέστρεψε στην Ιταλία
και έκτοτε ζούσε με την κόρη του Μαίρη, τον γαμπρό του πρίγκιπα Μπόρις ντε Ράτσεβιλτζ και τα δυο εγγόνια
του. Το 1963 γράφει «Βρίσκομαι μέσα σε
πλήρη αβεβαιότητα. Δεν εργάζομαι πια. Δεν κάνω τίποτε. Κοιτάζω τα πράγματα...»
και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σιωπηλός.
«Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΑΘΗΝΩΝ, Η ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ».
Το
Νοέμβριο του 1965 επισκέφθηκε την Αθήνα
και περιηγήθηκε στην Ακρόπολη και το Σούνιο, εκπληρώνοντας «ένα όνειρό
του».
Το
1969 πραγματοποίησε ένα σύντομο ταξίδι στις ΗΠΑ και το 1972 στην κηδεία
του, ήταν μόνο η Όλγα Ραντζ και η κόρη τους η Μαίρη.
Μετά την εγκατάστασή του στην Ιταλία
έγινε φανατικός υποστηρικτής των ευρωπαϊκων αντιεβραϊκών
αντιτοκογλυφικών κινημάτων.
O
Ezra Pound στη Βενετία
Το 1939 επισκέφθηκε στην πατρίδα του, όμως
σύντομα επέστρεψε στην Ιταλία, όπου παρέμεινε και μετά το ξέσπασμα του Β Παγκοσμίου Πολέμου και έγραψε άρθρα
στις εφημερίδες αποδοκιμάζοντας την Αμερικανική ανάμειξη στον Ευρωπαϊκό Πόλεμο, με εκπομπές στο ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης
από το 1941 έως το 1944 και το 1943 του απαγγέλθηκε στην Ουάσιγκτον, κατηγορία για προδοσία.
Παραδόθηκε
στις εισβάλουσες στην
Ευρώπη αμερικανικές δυνάμεις και
κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως κοντά στην Πίζα,
φυλακισμένος για έξι μήνες σε ένα υπαίθριο σιδερένιο κλουβί,
1,80 Χ 1,95 με στέγη από πισσόχαρτο, για κρεβάτι το τσιμέντο και για τουαλέτα έναν μικρό τενεκέ, πριν του δοθεί μια σκηνή.
Στη τσέπη
του είχε τον Κομφούκιο και το κινέζικο
λεξικό
του. Κατά τη διάρκεια της φυλακίσεως του χρησιμοποιώντας τη γραφομηχανή του ιατρείου, γράφει τα Κάντος της Πίζας, «The Pisan Cantos», τα
οποία το 1948 κέρδισαν το 1ο βραβείο «Bollingen Award» της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου και εκφράζει τα
σ’ αυτά τα αντιτοκογλυφικά και
αντιεβραϊκά αισθήματά του.
«ΟΛΗ Η ΑΜΕΡΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΣΥΛΟ».
Σε ηλικία 60 ετών
μεταφέρεται στις ΗΠΑ, όπου συμβούλιο ιατρών αποφαίνεται ότι δεν είναι σε θέση να δικαστεί
καθώς «δεν αντιλαμβάνεται την θέση του αφού επιμένει ότι οι εκπομπές του δεν
ήταν προδοτικές». Στην απόφαση του το Ιατρικό Συμβούλιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι φρενοβλαβής και το δικαστήριο στις 13 Φεβρουαρίου 1946, διατάσσει τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρικό ίδρυμα στο νοσοκομείο St. Elizabeths Hospital [Washington, D.C.], όπου παρέμεινε
για 13 ολόκληρα χρόνια. Το 1958, μετά από ισχυρές πιέσεις,
απελευθερώνεται και επιστρέφει στην Ιταλία. Στη λιμάνι της Νάπολη
οι δημοσιογράφοι που περιμένουν τον 73χρονο Πάουντ, τον βλέπουν
να τους χαιρετά φασιστικά. Στην ερώτησή τους για τα χρόνια που πέρασε στο άσυλο
ψυχικά ανιάτων, απαντά πως «..όλη η
Αμερική είναι ένα άσυλο». Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέχρι το
θάνατό του μέσα σε απόλυτη σιωπή.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ
Ήταν θαυμαστής της
αρχαιότητας και βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής, ρωμαϊκής, αιγυπτιακής,
αρχαίας κινεζικής και μεσαιωνικής των τροβαδούρων, της ποίησης που απέπνεε
«ιερότητα», υπήρξε σφοδρός πολέμιος της μάστιγας της διεθνούς τοκογλυφίας και
αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στην οξύτατη καταγγελία της. Υπήρξε πολέμιος
των επικυρίαρχων οικονομικών θεωριών του Δυτικού Κόσμου, επισημαίνοντας ότι οι
άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών είναι πάντα πρωτοπόροι σε κάθε επανάσταση
ή κοινωνική αλλαγή.
«ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ»
Πίστευε
ότι το χρήμα δεν θα έπρεπε να ήταν παρά ένα αποδεικτικό, μια έντυπη πιστοποίηση
της πραγματικής εργασίας του ανθρώπου, ένα «μέτρο» του χρόνου που επένδυσε και
της αξίας του έργου που παρήγαγε ένας άνθρωπος. Απώλεσε όμως την φύση του,
καθώς μετετράπη σε ανώνυμο εμπόρευμα που πωλείται, αγοράζεται, και
χειραγωγείται από «τα γουρούνια των τραπεζών» που μονοπωλούν την οικονομία. Οι
τραπεζίτες, άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, καλυμμένοι κάτω από την ανώνυμη συλλογικότητα
των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών, μπορούν να ελέγχουν την κυκλοφορία του
χρήματος εις βάρος της κοινωνίας με το να το κρατούν δέσμιο στις τράπεζες,
δυσκολεύοντας τις αγορές προϊόντων και δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ εθνικού
προϊόντος και εθνικού πλούτου.
«ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΑΠΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟΥΣ».
Η γνώμη του για το
τραπεζικό κατεστημένο είχε τις ρίζες της στις ιδέες ενός εκ των εμβληματικών
μορφών και ιδρυτών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Τόμας Τζέφερσον,
σύμφωνα με τον οποίο το τραπεζικό
κατεστημένο είναι πιο επικίνδυνο από ολόκληρους στρατούς. Σήμερα λίγοι
είναι εκείνοι που αμφιβάλλουν για κάτι τέτοιο.
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΡΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ «ΟΤΑΝ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ, ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΖΕΙΣ ΛΕΦΤΑ».
Η
πολιτική κριτική που ασκούσε στο καπιταλιστικό σύστημα περιστρεφόταν γύρω από
το γεγονός ότι όπου ευνοείται ο οικονομικός ανταγωνισμός, οι τραπεζίτες, οι
τοκογλύφοι, και οι άνθρωποι του χρήματος και των αγορών γίνονται επικυρίαρχοι
της κοινωνίας, σε αντίθεση με τους πραγματικούς παραγωγούς αγαθών που
βυθίζονται σία χρέη και την υποτέλεια δεδομένου ότι σύμφωνα με την εβραϊκή
οικονομική θεολογία, «όταν δουλεύεις
δεν έχεις χρόνο για να βγάλεις λεφτά».
ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟ
Αντιπαθούσε
τον μονοθεϊσμό, που τον θεωρούσε εβραϊκό και υπεύθυνο για το τέλος
της αρχαίας λατρείας, την οποία θαύμαζε.
Θεωρούσε
τον εαυτό του 100% Αμερικανό και πατριώτη που αγωνιζόταν αντίθετα στον Ρούζβελτ
και τους Εβραίους που τον επηρέαζαν.
Κάποιες
από τις «οικονομικές» του ιδέες ήταν εύλογες και ενδιαφέρουσες, όπως για
παράδειγμα η καταπολέμηση της ανεργίας σε περιόδους ύφεσης με την εισαγωγή
εβδομάδας εργασίας μικρότερης διάρκειας της συνήθους (ένα είδος μερικής
απασχόλησης των εργαζομένων), αλλά και η προβολή της «αρχής του Τζέφερσον» ότι «κανένα έθνος
δεν έχει το δικαίωμα να δανείζεται χωρίς να αποπληρώνει το χρέος του κατά την
διάρκεια της ζωής αυτών που υπέγραψαν την δανειακή σύμβαση», δηλαδή
πρακτικά εντός μιας εικοσαετίας, άποψη ιδιαιτέρως βαρύνουσα σε σχέση με τα όσα
διαμείβονται σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα.
Ήταν
επικριτικός για τους κατασκευαστές, τους εμπόρους και τους οικονομικούς
παράγοντες της βιομηχανίας των οπλικών συστημάτων, που θεωρούσε υποκινητές
πολέμων και αρνητές της ειρήνης για λόγους προσωπικού τους κέρδους.
ΟΙ ΥΠΟΚΙΝΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
Μελέτησε
«Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών»
και επέρριπτε κατά τρόπο εκκεντρικό και απόλυτο, την ευθύνη για την
χρηματοδότηση των πολέμων του 20ού αιώνα στους «Εβραίους τραπεζίτες και τοκογλύφους». Θεωρούσε τον Εβραίο,
άγριο νομάδα που οδηγούσε το κοπάδι διαρκώς σε καινούργια βοσκοτόπια, έχοντας
εξαντλήσει τα παλιά, στα οποία αφήνει πίσω του μόνο τις κοπριές του. Θεωρούσε
την «εβραΐλα» της Βίβλου διαβολική, ονόμαζε τις εφημερίδες (newspapers)
«εβραιημερίδες» (Jew-spapers), την Νέα Υόρκη (New York) «Εβραία Υόρκη» (Jew
York), τις Ηνωμένες Πολιτείες (United States) «Εβραιωμένες Πολιτείες»
(Jew-nited States). τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρούζβελτ (Roosvelt) «Εβραιούζβελτ»
(Jew-sfeld), ενώ θεωρούσε την αμερικανική μουσική βιομηχανία «εβραϊσμένη»
(Jewed).
Εκθέτει
τα κακά της τοκογλυφίας στο γνωστό Κάντο XLV (45), που πρωτοδημοσιεύτηκε
το 1937 με τίτλο «With Usura», «Με την
Τοκογλυφία» αλλά και «Ενάντια
στην Τοκογλυφία», εφόσον το with (=με) του τίτλου, επιδέχεται και
δεύτερη ανάγνωση, δεδομένου ότι σε πολλές αγγλικές λέξεις έχει την έννοια του
«αντί», όπως για παράδειγμα στο ρήμα withstand, (=αντιστέκομαι).
Στο
ποίημα διακρίνει κανείς τις αριστοτελικές απόψεις περί οικονομίας όπως
διατυπώνεται στο έργο «Πολιτικά», σύμφωνα με τις οποίες το νόμισμα έγινε για να
διευκολύνει την ανταλλαγή προϊόντων, [«μεταβολής
εγένετο χάριν»], ενώ ο τόκος τον οποίο γεννά το νόμισμα-γι' αυτό άλλωστε
λέγεται τόκος, [«όθεν και τούνομα
τούτ' είληφεν, όμοια γαρ τα τικτόμενα τοις γεννώσιν αυτά εστίν, ο δε τόκος
γίγνεται νόμισμα εκ νομίσματος»]-εκπηγάζει κατά παράβασιν αυτών για τα
οποία δημιουργήθηκε το νόμισμα. [«ούκ
εφ όπερ επορίσθη»], μόνο για την ανταλλαγή δηλαδή, με αποτέλεσμα ο τόκος
να είναι απόκτηση νομίσματος από το νόμισμα, μια πράξη contra naturam, ενάντια
στην φύση, [«ο δε τόκος νόμισμα ποιεί
πλέον, ώστε και μάλιστα παρά φύσιν ούτος των χρηματισμών εστίν»].
Η
πολιτική του άποψη για την τοκογλυφία είναι σαφής, «η τοκογλυφία είναι η νεοπλασία του κόσμου, την οποία μόνο το
χειρουργικό νυστέρι του φασισμού μπορεί να αφαιρέσει από το σώμα των εθνών».
Τους γνωστούς διωγμούς και κατατρεγμούς που υπέστη για τις ιδέες του,
δικαιολογούσε λέγοντας, «είναι στη
μοίρα του ιδιοφυούς να σταυρώνεται».
Πληθωρικός λογοτέχνης έχει στη λογοτεχνική του δραστηριότητα μεταφράσεις, μελέτες
και πρωτότυπο έργο. Τα "Κάντος",
τα οποία καλύπτουν την ποιητική του παραγωγή από το 1925 ως το 1950 και έφθασαν τα 109, είναι το αριστούργημά του. Ο Έλιοτ τα θεωρεί ως το πιο σπουδαίο έργο
του και πραγματικά πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά σύγχρονα ποιήματα,
που γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα. Ο Πάουντ τα είχε ονομάσει "ένα ποίημα κάποιου μάκρους"
και τα δούλευε χρόνια ολόκληρα. Με το έπος
αυτό, το χωρίς μύθο
και υπόθεση, έτεινε στην παρουσίαση μιας ποιητικής σύνθεσης, που αντλούσε τα συστατικά της από τις μεγάλες πολιτιστικές περιόδους της Γης,
την Κίνα
του Κομφουκίου, την Ιταλία
της Αναγέννησης, την Αμερική
της Ανεξαρτησίας των Τζέφφερσον και Άνταμς και ανίχνευε τις αιτίες
που τις καταστρέφουν. Τα "Κάντος"
είναι στην πράξη ένα κράμα από τους μεγάλους πολιτισμούς της Ελλάδας,
της Κίνας,
της Ευρώπης.
Ο Hugh Kenner γράφει στο βιβλίο του “Η Ποίηση του Έζρα
Πάουντ”- 1950 :“δεν υπάρχει άλλος μεγάλος σύγχρονος συγγραφέας σ’ αυτόν τον αιώνα που να έχει διαβαστεί λιγώτερο από τον Έζρα Πάουντ.”
Ο ίδιος ο Πάουντ , παρότι υποστήριξε και βοήθησε στην αναγνώριση συγγραφέων όπως ο James Joyce, o Henry James, o Froster, o Ernest Hemingway, ο Emerson και ο Eliot και πέρασε την ζωή του στηρίζοντας την ποίηση και διατηρώντας τις αρχές του για την τέχνη μέσα σ’ ένα κλίμα απίστευτης πολεμικής εναντίωσης, ούτε ποτέ απέβλεπε κι ούτε ποτέ απέκτησε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό.- «Με σβησμένα κεριά», [A Lune Spento], το 1908, στη Βενετία, η πρώτη του ποιητική συλλογή.
- «Πρόσωπα», [Personae το 1909] στο Λονδίνο, η δεύτερη ποιητική συλλογή του με την οποία πραγματοποιεί επιτυχή εμφάνιση στους αγγλικούς φιλολογικούς κύκλους.
- «Αγαλλιάσεις»,[Exultations] το 1909 στο Λονδίνο,
- «Καντσόνι», [Canzoni] το 1911, στις Η.Π.Α.,
- «Ριπόστες», [Αποκρίσεις], [Ripostes] το 1912,
- «Des Imagistes», το 1914,
- «Κατάι», [Cathay],
- «Λούστρα», [Lustra], το 1916,
- «Quia pauper amavi» το 1918,
- «Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ», [Hugh Selwyn Mauberley], το 1920, συλλογή ποιημάτων, όπου το ύφος του έχει πια αποκρυσταλλωθεί,
- «Πιζάνικα Κάντος» το 1946-1947 κρατούμενος σε στρατόπεδο,
- «Λάθη ανθρώπινα»,
- «A Quinzaine for this Yule», [Δεκαπέντε Ποιήματα γι' αυτά τα Χριστούγεννα],
- «Canzoni», [Άσματα], στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματα του, καθώς και οι ωριμότερες δημιουργίες του,
- «Homage to Sextus Propertius», [Φόρος Τιμής στον Σέξτο Προπέρτιο],
- «Cantos», [Κάντος].
Μετέφρασε
αρχαία τραγωδία, κινέζικη ποίηση,
μεσαιωνικά ευρωπαϊκά έργα και προσπάθησε να γνωρίσει συστηματικά στο αγγλόφωνο
κοινό γάλλους
ποιητές της εποχής του συμβολισμού.
- «Πνεύμα της μυθιστορίας» το 1910, μελέτη για τη λογοτεχνία της Αναγεννήσεως.
- «Αλφάβητο της Μελέτης» το 1934
- «Culture» το 1938.
Χαρακτηρίστηκε
ως ο «ποιητής των ποιητών» και θεωρείται ο κατ’ εξοχή εκπρόσωπος των κινημάτων
του ιμαζισμού και του Στροβιλισμού ή βορτισισμού, ο οποίος προέκυψε ως κίνημα από τη συνεργασία του με το γλύπτη Χένρι Γκωντιέ-Μπρτζέσκα και είναι
αυτός που διόρθωσε το ποίημα «Έρημη Χώρα» του στενού του φίλου Τόμας Σ. Έλιοτ.
Ο
Τζαίημς Σκοτ διαβλέπει το ρόλο που θα παίξει στην ανανέωση του
ποιητικού λόγου και επισημαίνει την αξία του, "Στην αρχή αυτά τα
ποιήματα, γράφει, και η μετρική τους μοιάζει τρελή και ρητορική, μια απλή
επίδειξη δυνάμεως και πάθους χωρίς ομορφιά. Αλλά αν δει κανείς το βάθος θα
ανακαλύψει ότι αυτά τα περίεργα μέτρα έχουν τους δικούς τους νόμους και τη δική
τους τάξη".
Ο
Γιώργος Σεφέρης μας έδωσε μια επιτυχημένη
ανάλυση των "Κάντος":
"Ο
αναγνώστης γυρίζοντας τις σελίδες, ζαλίζεται παρατηρώντας ένα σωρό παρεμβολές
ξένων κειμένων, περιστατικών ή στιχομυθιών - πολλές φορές σε ξένες γλώσσες -
προσώπων γνωστών από την ιστορία ή ολότελα άγνωστων, που δεν μπορεί να εξηγήσει
την απροσδόκητη παρουσία τους, τοπίων που μεταφέρουν την κλασσική εποχή στην
Αναγέννηση, στους καιρούς μας ή το αντίθετο. Δυσκολεύεται να κάνει την ανάλυση
του κειμένου που έχει μπροστά του και που είναι, νομίζω, άσκοπο να την
επιχειρήσει προτού εξοικειωθεί με το κλίμα της ποίησης αυτής. Ίσως είναι
καλύτερο να έχει υπόψη του, στην αρχή, ότι ο Pound μεταχειρίζεται την ποιητική
μεταφορά, με την κυριολεκτική της σημασία, σαν μια μεταφορά που μεταφέρει στ'
αλήθεια μέσα στο έργο του όλα όσα μπόρεσαν να μαζέψουν οι αντένες ενός
πνεύματος αδηφάγου, που έχει προσεταιριστεί ένα μεγάλο πλήθος από τα στοιχεία
που διαμόρφωσαν την τωρινή ζωή μας, είτε είναι κείμενα των Ελλήνων και των
Ρωμαίων, είτε ο μεσαίωνας, είτε η Αναγέννηση, είτε η προδαντική ποίηση των
προβηγκιανών. Και τα μεταφέρει με οδηγό, σχεδόν αποκλειστικά, το αίσθημα της
ρηματικής λειτουργίας ανήσυχο, ατίθασο, δεσποτικό, που δεν παραδέχεται κανένα
σχεδόν προδιαγραμμένο διάκοσμο, καμιά διάταξη και καμιά άλλη ιεραρχία, εκτός
από την ιεραρχία, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, ενός ρυθμικού παλμού".
Πηγή:
[Γεωργίου Σεφέρη, Νέα Γράμματα, Απρίλιος-Ιούνιος 1939].
Ο
Σεφέρης έχει μεταφράσει στις "Αντιγραφές" του μερικά από τα "Κάντος"
Αλλά
ήλθε πρώτος ο Ελπήνωρ, ο φίλος μας Ελπήνωρ,
Άθαφτος, απορριγμένος πάνω στη μεγάλη γης,
Κουφάρι που τ' αφήσαμε στο σπίτι της Κίρκης,
Άκλαυτο κι ασαβάνωτο, τα βάσανα μας κέντριζαν γι' αλλού.
Αξιολύπητο πνεύμα. Και φώναξα μιλώντας βιαστικά:
"Ελπήνωρ, πώς έφτασες στο σκοτεινό τούτο ακρογιάλι;
Πεζοδρόμος ήρθες ξεπερνώντας τους θαλασσινούς;"
Και αυτός βαριά μιλώντας:
"Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. Γλίστρησα στο μέγαρο της Κίρκης.
Κατεβαίνοντας την αψηλή σκάλα αφύλαχτος
Έπεσα πάνω στον τοίχο,
Τσάκισα το κόκαλο του αυχένα, κ' η ψυχή γύρεψε τον Άδη.
Μα εσύ, Βασιλιά, παρακαλώ θυμήσου με,
άκλαυτον, άθαφτο,
Σώριασε τ' άρματά μου,
φτιάξε μου τάφο στην ακρογιαλιά, και γράψε:
"Ένας άμοιρος άνθρωπος και μ' όνομα μελλούμενο.
Και στήσε το κουπί μου που έλαμνα μαζί με τους συντρόφους".
Άθαφτος, απορριγμένος πάνω στη μεγάλη γης,
Κουφάρι που τ' αφήσαμε στο σπίτι της Κίρκης,
Άκλαυτο κι ασαβάνωτο, τα βάσανα μας κέντριζαν γι' αλλού.
Αξιολύπητο πνεύμα. Και φώναξα μιλώντας βιαστικά:
"Ελπήνωρ, πώς έφτασες στο σκοτεινό τούτο ακρογιάλι;
Πεζοδρόμος ήρθες ξεπερνώντας τους θαλασσινούς;"
Και αυτός βαριά μιλώντας:
"Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. Γλίστρησα στο μέγαρο της Κίρκης.
Κατεβαίνοντας την αψηλή σκάλα αφύλαχτος
Έπεσα πάνω στον τοίχο,
Τσάκισα το κόκαλο του αυχένα, κ' η ψυχή γύρεψε τον Άδη.
Μα εσύ, Βασιλιά, παρακαλώ θυμήσου με,
άκλαυτον, άθαφτο,
Σώριασε τ' άρματά μου,
φτιάξε μου τάφο στην ακρογιαλιά, και γράψε:
"Ένας άμοιρος άνθρωπος και μ' όνομα μελλούμενο.
Και στήσε το κουπί μου που έλαμνα μαζί με τους συντρόφους".
Με
το έργο αυτό άνοιξε νέους ορίζοντες στην ποίηση και δίδαξε εκείνους που έκαναν την επανάσταση στην τέχνη.
Αυτός καθοδηγούσε τον Τόμας Έλιοτ στους μορφικούς του πειραματισμούς, ώσπου να
φθάσει στο "Γερόντιον", το πρώτο ποίημά του με καθαρά
προσωπικό χαρακτήρα. Αυτός τον βοήθησε να "βγάλει" το 1922, την
"Έρημη Χώρα", το μεγάλο του ποίημα, "που δεν έβγαινε",
διορθώνοντας και κόβοντας αρκετούς στίχους.
Στις Η.Π.Α. κυκλοφόρησε ένας τόμος με το αρχικό κείμενο του Έλιοτ και τις διορθώσεις του Πάουντ. Ο ίδιος εξέδωσε τον τεράστιο "Οδυσσέα"
[Ulysses] του Τζαίημς Τζόυς [James Joyce], του άλλου μεγάλου
σύγχρονου ποιητή της Ευρώπης, που δεν έβρισκε εκδότη. Ο ποιητής των "Κάντος" έστρεψε το
ενδιαφέρον του Γέητς [W.B. Yeats] στα νέα εκφραστικά μέσα και βοήθησε τη
γενιά του μεσοπολέμου να βρει το δρόμο της και Χεμινγουαίη, ο Ουίλλιαμς
κι άλλοι ακόμη τον αναγνώριζαν ως δάσκαλό τους.
Σύμφωνα
με τον Erwin Laaths "Η καλλιτεχνική αξία των "Κάντος",
"έχει αναγνωρισθεί κι απ' τους εχθρούς
του ακόμα, που σκεπτόμενοι με τα στενά πλαίσια των πολιτικών συνθημάτων, τον κατηγόρησαν ως φερέφωνο του φασισμού. Η τελευταία όμως λέξη για τον Πάουντ
δεν θα ειπωθεί απ' τους συγχρόνους του, φίλους
ή εχθρούς, όπως άλλωστε και για το νεότερο συμπατριώτη του, τον Έλιοτ, που το
πρώτο ποίημά του "Το ερωτικό τραγούδι του Άλφρεντ Προύφροκ" οφείλει
στον Έσδρα Πάουντ την οριστική του έκδοση".
Από
το υπόλοιπό του έργο ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της λογοτεχνίας έχουν τα γράμματά του. Όμως εκείνο που
οφείλουμε νηφάλια και αντικειμενικά, χωρίς προκατάληψη, να του αναγνωρίσουμε είναι το προβάδισμα στην ανανέωση του νεότερου ποιητικού λόγου,
ο ελεύθερος αέρας
που εμφύσησε στη σύγχρονη ποίηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν ο "πιο
σημαντικός ζωντανός ποιητής της αγγλικής γλώσσας", καθώς τον είχε
αποκαλέσει, όσο ζούσε, ο Τόμας Σ. Έλιοτ, ο αρχηγέτης της μοντέρνας ποίησης.
- «Έζρα Πάουντ: Οι ιδέες. Η ζωή και τα ποιήματα», Χρίστος Γούδης, Αθήνα 2013, Εκδόσεις «Νέα Θέσις».
Αναφέρεται
στη ζωή, στην ποιητική γραφή και στην κοινωνική δράση του ποιητή, ενώ είναι
εμπλουτισμένο με άφθονο φωτογραφικό υλικό μέσα από το οποίο ξετυλίγονται η ζωή,
οι φιλίες, το έργο και οι περιπέτειες του.
- «Έζρα Πάουντ: ποιήματα», Χρίστος Γούδης, Αθήνα 2013, Εκδόσεις «Νέα Θέσις».
Δίγλωσση
έκδοση ποιημάτων του στα οποία περιέχονται και τα απαγορευμένα «Κάντος
Φασίστας» που έγραψε στα ιταλικά, που εκτός από το ότι ήταν για χρόνια
εξαφανισμένα, δεν έχουν ακόμα μεταφρασθεί σε καμία άλλη γλώσσα πλην μιας
δυσεύρετης μετάφρασης στα αγγλικά.-
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1. ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ (ΤΟ ΝΗΣΙ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ) ΣΕ ΔΥΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
2. ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ «ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ»
ΤΟ ΝΗΣΙ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ
Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, προστάτη των κλεφτών,
Δώστε μου, σας παρακαλώ πολύ, εν ώρα ανάγκης, ένα μικρό καπνοπωλείο,
Με τα γυαλιστερά κουτάκια
στιβαγμένα τακτικά στα ράφια
Και τον ανάριο, μυρωδάτο καπνό
και το σέρτικο
Και τον ξανθό Βιρτζίνια
σκόρπιο κάτω από τις γυαλιστερές, γυάλινες βιτρίνες,
Και μια όχι και τόσο λιγδιασμένη ζυγαριά
Και τα τσουλάκια να μπουκέρνουν για καναδυό κουβέντες του
ποδαριού,
Να πούνε την παρόλα τους και να σιάξουν λίγο τα μαλλιά τους.
Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, προστάτη των κλεφτών,
Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπωλείο
ή στρώστε με σε κάποιο, τέλος πάντων, επάγγελμα
Μακριά από το κερατένιο τούτο επάγγελμα του λογοτέχνη
που πρέπει να' χεις πάντα τα μυαλά σου τετρακόσια.
Έζρα Πάουντ
μετάφραση Τάσος Κόρφης
Το νησί στη λίμνη
Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, πάτρωνα του κλέφτη,
Δώστε μου, σας θερμοπαρακαλώ, ένα μικρό καπνοπουλειό, σαν το θελήστε,
Με τα μικρά στιλπνά κουτιά
στοιβαγμένα ταχτικά στα ράφια
Και τον ανάριο μυρωδάτο ταμπάκο
και το τουμπεκί,
Και το ξανθό Βερτζίνια,
χύμα κάτω απ’ το τζάμι που γυαλίζει,
Και μιαν όχι και τόσο λαδωμένη ζυγαριά,
Και τα πουτανάκια σταματώντας στο πέρασμα για καμιά κουβέντα,
Να πούνε το λογάκι τους, και να φτιάξουν τα μαλλάκια τους μια στάλα.
Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, πάτρωνα του κλέφτη,
Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπουλειό,
ή στρώστε με σ’ όποιο επάγγελμα
Εχτός από το κερατένιο τούτο επάγγελμα του λογοτέχνη,
που όλη την ώρα σου ζητά νά ‘χεις μυαλό
Έζρα Πάουντ 1916
Μετάφραση : Γ ι ώ ρ γ ο ς Σ ε φ έ ρ η ς
Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, Αθήνα, Ίκαρος, 2η έκδοση, 1978, σελ. 51.
Το δέντρο
Στάθηκα ακίνητος και ήμουν μέσα στο δάσος ένα δένδρο
Ξέροντας την αλήθεια για όσα ήσαν άλλοτε αθώρητα.
Μιλώ για τη Δάφνη και για το τόξο από δάφνη
Και το ζευγάρι των γερόντων που φιλοξένησε θεούς
Κι έγινε δρυς-φλαμουριά ανάμεσα στον κόσμο
Και τούτο αφού πιο πριν οι θεοί είχαν δεχθεί από αυτούς
Ευγενική φιλοξενία και είχαν προσκληθεί να εισέλθουν
Στην εστία της καρδιάς που ήταν το σπίτι τους,
Τότε μπορέσανε να κάνουν αυτό το θαυμάσιο πράγμα.
Όμως εγώ ήμουν ένα δένδρο μέσα στο δάσος
Και κατανόησα πολλά καινούργια πράγματα
Που στο μυαλό μου πριν ήσαν παράλογα.
Έζρα Πάουντ
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ