ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΟΥ ΗΘΟΥΣ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ.
Ο Latacz (1) στο βιβλίο του Ο Όμηρος, ο θεμελιωτής της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, γράφει «Η διαφορά, όμως ανάμεσα στον Όμηρο και σε εμάς, που γίνεται φανερή κυρίως στις εξωτερικές δομές εκμηδενίζεται μπροστά στα στοιχεία που είναι προφανές ότι έμειναν αναλλοίωτα». Στα ομηρικά έπη το ζητούμενο είναι ο σύγχρονος και μελλοντικός αναγνώστης με τη δυναμική του ανάγνωση ως μοναδική βιωματική εμπειρία να μπορεί να αναδείξει τις ανθρωπιστικές αξίες, γιατί «η αξία ενυπάρχει στο έργο, αλλά δεν εμφανίζεται παρά τη στιγμή που την αναζητά κάποιος αναγνώστης», επισημαίνει ο Τσβετάν Τοντόροφ (2). Άλλωστε και εμείς ως αναγνώστες μπορούμε ενδοσκοπούμενοι να παραδεχτούμε αυτό που λέει ο Αντόνιο Γκράμσι (3) ότι «Η τέχνη μπορεί να διδάξει, ακριβώς γιατί είναι τέχνη και όχι γιατί είναι ‘τέχνη που διδάσκει’ […]». Η ομηρική λογοτεχνία ως τέχνη του λόγου, ως απόλαυση, ως δράση με την χωροχρονική αλληλοδιείσδυση, ως μορφή και περιεχόμενο με τις αξίες της, με το ήθος των ηρώων της και τη σημαίνουσα ονοματολογία της (Αντίνοος, Αλκίνοος, πολύμητις, πολύτροπος, εχέφρων Πηνελόπεια, δολόμητις Κλυταιμνήστρα) μπορεί να συμβάλει ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος να ανακαλύψει τη δική του αλήθεια από άλλους δρόμους, πέρα από την επιστήμη.
Η ομηρική κοινωνία βγαίνει από το μύθο και αναζητάει τον κόσμο του λόγου, της δικαιοσύνης και της αρετής(4). Ο πολιτισμός που περιγράφει ο Όμηρος αποθεώνει την τιμή και τη δημόσια εκτίμηση. «Το υψηλότερο αγαθό για τον Ομηρικό άνθρωπο», γράφει ο Dodds(5), «δεν είναι ο φόβος προς το θεό», αλλά ο σεβασμός σε αξίες όπως είναι η αιδώς και η δικαιοσύνη, δεν είναι τυχαίο ότι ο Αχιλλέας στον καβγά του με τον Αγαμέμνονα λέει: «ἀλλά σοί, ὦ μέγ΄ ἀναιδές» (6). Ο Αχιλλέας φέρεται με το δέοντα σεβασμό σε όλους εκτός από τον Αγαμέμνονα (7), ο οποίος δε σέβεται ούτε τον ιερέα του Απόλλωνα. Οι ιερείς, όμως, όπως και οι αοιδοί και οι μάντεις είναι ιερά πρόσωπα, οι αοιδοί (8) συχνά είναι τυφλοί και έχουν το θείο χάρισμα της προφητείας και παρόλο που δεν βλέπουν το παρόν, προβλέπουν το μέλλον (9). Ο Ι.Θ. Κακριδής μιλάει για την αρετή της ανθρωπιάς του ομηρικού ήρωα αναφερόμενος στη σκηνή συμφιλίωσης Αχιλλέα και Πριάμου (10), καθώς ο Όμηρος «δεν απαρνιέται βέβαια την αρετή της παλικαριάς- κάθε άλλο!-, τη συμπληρώνει όμως με μιαν άλλη αρετή, με την ανθρωπιά». Οι περισσότεροι ομηρικοί ήρωες είναι πρότυπα ηθικής, ευγένειας, ευαισθησίας και ως «παραδειγματικές αχρονικές μορφές» (11) μπορούν να μπολιάσουν με αξίες το σύγχρονο αναγνώστη των ομηρικών επών. Μελετώντας διαχρονικά τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες παρατηρούμε ότι από τον άνθρωπο του Ομήρου «τον ζωντανό άνθρωπο» (12) πήγαμε στον τραγικό ήρωα, στο σοφό του Πλάτωνα, στον άνθρωπο της χριστιανοσύνης του Μεσαίωνα, του Θωμά τον Ακινάτη και του Δάντη, στον ήρωα των δημοτικών μας τραγουδιών και στο σύγχρονο άνθρωπο τον εγκλωβισμένο στο ατομικό του όραμα. Το έπος στη χρονική του εξέλιξη αντικαθίσταται από το μυθιστόρημα, οι θεοί και ο κόσμος του Ομήρου αντικαθίστανται από άλλους κόσμους και κοσμοείδωλα, αλλά οι αξίες και η ελπίδα που γεννά ο κόσμος του Ομήρου με το μύθο και την ανθρώπινη δράση δεν ξεπερνιούνται, όπως θα καταδειχθεί από ενδεικτικές αναφορές στο έργο. Στα ομηρικά έπη είναι αξιοσημείωτη η πολιτισμική ομοιότητα Αχαιών και Τρώων, καθώς λατρεύουν τους ίδιους θεούς και έχουν περίπου τις ίδιες αξίες. Όμως, η μορφή αυτή της «παγκοσμιοποίησης» δεν καταργεί τα πολιτισμικά όρια, όπως αποκαλύπτεται από την Ομιλία Έκτορος και Ανδρομάχης, όπου προβάλλεται η ατίμωση της συζύγου του Έκτορα σε ενδεχόμενη σκλαβιά στους Αχαιούς: «όσο πονώ για σένα, που κάποιος χαλκοντυμένος/ Αχαιός μαζί του θα σε σέρνει δακρυσμένη, που θα σε κάνει/ σκλάβα, μιαν ελεύθερη» (13).
2. Οι ανθρωπιστικές αξίες στην Οδύσσεια και την Ιλιάδα αναδεικνύεται καλύτερα μέσα από ενδεικτικά παραδείγματα, όπως είναι:
2.1. Άφιξη και φιλοξενία του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων
2.2. Το ήθος της Πηνελόπης, το υφαντό και ο δόλος της
2.3. Οι ικεσίες, οι αξίες και οι χαρακτήρες που αναδεικνύονται
2.4. Οι πρεσβείες, η ύβρις, η τιμή και ήθος των ηρώων
2.1.Άφιξη και φιλοξενία του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων
Ο κόσμος της Ιλιάδας και της Οδύσσειας παρά τις κρίσεις, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τις ενέργειες σε ανθρώπινο και θεϊκό επίπεδο δεν είναι ένας κόσμος μπερδεμένος, χωρίς αξίες και θεσμούς, χωρίς ήθη και έθιμα ως παράδοση και αξίες. Πίσω από τις πράξεις και τις στάσεις ηρώων και θεών φαίνεται να υπάρχει «θεσμικό, ψυχολογικό, ηθικό και κοινωνικό υπόβαθρο» (14). Υπάρχει φιλοσοφία για τη ζωή που διέπει το ηθικό και κοινωνικό γεγονός, το ανθρώπινο και το συλλογικό, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί ο νόστος του Οδυσσέα, η μήνις του Αχιλλέα, η πίστη στους θεούς, ο σεβασμός στους νεκρούς, η αξία της τιμής, η αγάπη για τη ζωή. Αξίες και ιδανικά απαντούν συσσωρευτικά στις ραψωδίες ι, η, θ της Οδύσσειας κατά την άφιξη και φιλοξενία του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων, όπως είναι: η φιλία, η οικογένεια, η αγάπη που συνδέει τα μέλη της, η συμμετοχικότητα στα κοινά, η παραγωγική εργασία ως αξία σε αντίστιξη με τους Κύκλωπες που δεν καλλιεργούν τη γη (ι Οδύσσειας), τους Λωτοφάγους, που δε διαθέτουν οργανωμένη κοινωνία (χαρακτηρίζονται άνομοι), και τους Λαιστρυγόνες, που είναι ξενόφοβοι. Η τεμπελιά κατακρίνεται, άντρες και γυναίκες εργάζονται, η θεά Αθηνά επιπλήττει τη Ναυσικά ως ακαμάτρα «Ναυσικά, τί νύ σ΄ ὧδε μεθήμονα γείνατο μήτηρ;»(15), «Πώς σ΄ έκαμε έτσι, Ναυσικά, η μάνα σου ακαμάτρα;» (16). Ο ποιητής κατά την άφιξη του Οδυσσέα στη Σχερία (ραψωδία ζ) τα λέει όλα σε λίγους στίχους: θεοσέβεια, δικαιοσύνη, φιλοξενία, οργανωμένη κοινωνία, αιδώς (17), π.χ. «αἰδέομαι γυμνοῡσθαι κούρησιν εϋπλοκάμοισι μετελθών» (ζ 221-222), ιερότητα του ικέτη, γάμος, αδελφική αγάπη της Αθηνάς στον Ποσειδώνα «γιατί τόν αδερφό της/ τον πατρικό σεβόντανε» (18), αξίες, που συνέχουν τον ομηρικό κόσμο. Η ικανότητα της Ναυσικάς στο «κρίνειν» μάς εισάγει σε προσωπική και συλλογική αξία «ξεῑν΄ ἐπεί οὒτε κακῷ οὒτ’ ἂφρονι φωτί ἒοικας». Η καθαριότητα ως λουτρό ή λούσιμο και ως συμβολική πράξη καθαρμού και αποδοχής, που στην τραγωδία θα γίνει «κάθαρσις» και στο χριστιανισμό, βάπτισμα είναι αξία. Οι προφυλάξεις της Ναυσικάς αποκαλύπτουν το ήθος της και τη θέση της ανύπαντρης κοπέλας, καθώς δε θέλει ν΄ ακουστούν άσχημα λόγια γι’ αυτήν «ὡς ἐρέουσιν, ἐμοί δε κ΄ ὀνείδεα ταῡτα γένοιτο». Η εργασία και η γνώση, που χαρακτηρίζει τους Φαίακες, η ευχή του Οδυσσέα στην Αρήτη για μακροβιότητα και καλά παιδιά αναδεικνύουν αξίες οικογενειακές και κοινωνικές (η153-55). Έτσι, ο Όμηρος στην Οδύσσεια μάς ξεκουράζει από τη δίνη των περιπετειών του ήρωά του δίνοντας το όραμα μιας ειρηνικής και ουτοπικής κοινωνίας στο νησί των Φαιάκων, στην Ιλιάδα προβάλλει τόσο την ανθρωπιά στη σκηνή των Γλαύκου-Διομήδη, όπου οι ήρωες ανταλλάσσουν τις πανοπλίες τους, καθώς ανακαλύπτουν ότι συνδέονται κληρονομικά με φιλοξενία (19), όσο και την ειρηνική ζωή και μάλιστα των απλών ανθρώπων στην ασπίδα του Αχιλλέα. (πρβλ. σε εποχές κρίσης τη σύλληψη χαρούμενων συνθέσεων ως νέο όραμα για τη ζωή, π.χ. Προσανατολισμοί και Άξιον Εστί του Ο. Ελύτη, Fuga, ερωτική συλλογή, του Ε. Κακναβάτου μέσα στη γερμανική κατοχή.
Σε μια άλλη ανάγνωση οι περιπέτειες του Οδυσσέα συγκροτούν την αξία της έλλογης σκέψης, που παλεύει για τη ζωή, που αποφεύγει την ύβρη σε αντίθεση με τους συντρόφους που έχασαν το νόστιμον ήμαρ ως νήπιοι (20) και ασεβείς «αὐτῶν γάρ σφετέρησιν ἀτασθαλίησιν ὂλοντο,/ νήπιοι, οἳ κατά βοῡς Ὑπερίονος Ἠελίοιο/ ἢσθιον. Αὐτάρ ὁ τοῑσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ» (21). Η θεοσέβεια είναι μια άλλη παράμετρος στην κλίμακα των αξιών, που αναδεικνύει την αυτογνωσία του ανθρώπου ως θνητού και την υπαρξιακή του ανάγκη που γίνεται πίστη. Οι θεοί αν και έχουν ανθρώπινες αδυναμίες, επιβάλλουν την ηθική τάξη και τιμωρούν όσους ξεπερνούν το μέτρο. Με την Οδύσσεια ο πολιτισμός του ανθρώπου διέρχεται από το δόλο και τα τεχνάσματα, από τον ανώνυμο «ούτις» στον επώνυμο Οδυσσέα, το γιο του Λαέρτη, τον καλό σύζυγο και σύντροφο, τον πολυμήχανο, τον πολυβασανισμένο, τον καστροκατακτητή, τον άνθρωπο που οι πράξεις του υπηρετούν αξίες. Η τιμή είναι η ύψιστη αξία, η ζωή αυταξία, η φιλοξενία, ο καλός ανταγωνισμός, η αιδώς, η θέση της γυναίκας, η προβολή της ειρηνικής ζωής είναι αξίες που προάγουν τις κοινωνίες. Στη ραψωδία θ κατά τη φιλοξενία όλη η διαδικασία του πρώτου και δεύτερου γεύματος, η αγορά, τα τραγούδια του Δημόδοκου, οι σκηνικές λεπτομέρειες του ανακτόρου, του τόπου και χώρου, η συνολική εικαστική λεπτομέρεια, οι αγώνες και τα δώρα, όλα συγκροτούν αξίες που συνέχουν μια οργανωμένη κοινωνία, που ψυχαγωγείται με τα κλέα των ανδρών και που τιμά με ξεχωριστά δώρα τον ξένο, τον ήρωα Οδυσσέα. Υλικός και πνευματικός πολιτισμός συγκροτούν ένα αρμονικό όλον και μπορούν grosso modo να στηρίξουν και το σύγχρονο άνθρωπο να μην εγκλωβιστεί στο γυάλινο σπίτι του και χάσει τη χαρά του διαλόγου, της επικοινωνίας και του μέτρου.
2.2. Το ήθος της Πηνελόπης, το υφαντό και ο δόλος της
Συχνά στον ομηρικό κόσμο θεές και θνητές υφαίνουν (Ανδρομάχη, Ελένη, Αρήτη, Καλυψώ ε64, Πηνελόπη), καθώς η εργασία είναι δικαίωμα και αξία στην κλειστή οικονομία του ομηρικού κόσμου. Συνεπώς, το υφαντό της Πηνελόπης, που είναι ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ανάγκη- υφαίνει το νεκρόπανο του γέροντα Λαέρτη «στησαμένη μέγαν ἱστόν ἐνί μεγάροισιν ὓφαινε,/ λεπτόν και περίμετρον. […]/ Λαέρτῃ ἥρωι ταφήϊον» (22), συγχρόνως υπηρετεί το έργο ως άλλοθι για την καθυστέρηση του γάμου της. Το μοτίβο προϋπάρχει του Ομήρου, αλλά ο ποιητής το συνδέει τόσο με το νόστο του Οδυσσέα, όσο και με το ήθος της Πηνελόπης και την αποκάλυψη της ύβρεως των μνηστήρων. Επίσης, συνδέεται και με το αίτημα του Οδυσσέα πριν την αναχώρησή του για την Τροία, που αφήνει ανοικτό το θέμα του γάμου της με το όρο να έχει ενηλικιωθεί ο Τηλέμαχος, όπως: «Και το παιδί μας όταν δεις πως έβγαλε πια γένια,/ άφησε πια το σπίτι σου, παντρέψου μ΄ όποιον θέλεις» (23) και την υπόσχεση της Πηνελόπης ότι δεν θα παντρευτεί πριν από την ενηλικίωση του Τηλεμάχου. Όμως, η ώρα της ανάγκης έφτασε, ο Τηλέμαχος ενηλικιώθηκε και ο ποιητής συγκροτεί το πορτραίτο της πιστής συζύγου και καλής μητέρας με τους δικούς του αφηγηματικούς τρόπους και τις υπέροχες εκφραστικές τεχνικές του που εκπλήσσουν καθώς είναι τόσο παλιές και μαζί σύγχρονες. Στην Τηλεμάχεια προβάλλεται η αγωνία της μάνας Πηνελόπης για τον ενδεχόμενο φόνο του γιου της από τους μνηστήρες, στη Νέκυια (ραψ.λ) ο Οδυσσέας πληροφορείται από τη μητέρα του την πίστη της συζύγου του και στη ραψωδία ω η ψυχή του Αμφιμέδοντα αναφέρεται στην πιστή Πηνελόπη σε αντίστιξη με την Κλυταιμνήστρα, που αποκαλείται στη νέκυια (ραψωδία λ 422) άπιστη και «δολόμητις». Τα επίθετα που συνοδεύουν την Πηνελόπη σκιαγραφούν το χαρακτήρα της υπομονετικής και φρόνιμης συζύγου, που δοκιμάζει τον ξένο πριν την αναγνώριση «πόσιος πειρωμένη» (ψ181). Έτσι πέρα από το επίθετο «περίφρων Πηνελόπεια», που απαντά πενηνταπέντε φορές, υπάρχει και το επίθετο «εχέφρων» με πέντε αναφορές (ν406, π130, π458, ω198, ω294), που αναδεικνύει τη φρόνηση της Πηνελόπης ως πράξη ζωής. Στο στίχο ω194 η ψυχή του Ατρείδη καλοτυχίζει τον Οδυσσέα για την αρετή της συζύγου του «ὡς ἀγαθαί φρένες ἦσαν ἀμύμονι Πηνελοπείῃ» (ω194). Επίσης, ο Οδυσσέας γνωρίζει από πρώτο χέρι την υπομονή της Πηνελόπης πριν την αναγνώριση, που την εξυψώνει στη συνείδηση του επανακάμπτοντος συζύγου «οὐ μέν κ΄ ἂλλη γ΄ ὧδε γυνή τετληότι θυμῷ ἀνδρός ἀφεσταίη» (ψ168). Επίσης, στις ραψωδίες ρ και σ σε πολλούς στίχους παρουσιάζεται η Πηνελόπη ως όμορφη, συνετή, ως άριστη μητέρα «ὀλοφυρομένη ἒπεα πτερόεντα προσηύδα. ‘ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερόν φάος’» (ρ40-41), ως ιδιαίτερα έξυπνη- επινοεί τον αγώνα για τους μνηστήρες- και ως καλή σύζυγος «μεμνημένη αἰεί ἀνδρός» (α343) και «δάκρυ χεούση» (λ183). Τέλος, το υφαντό της Πηνελόπης συνδέεται με το νόστο του αγαπημένου συζύγου, με την πίστη της, με το σεβασμό στον πεθερό της και την κοινή γνώμη. Τα τρία πρόσωπα και οι τρεις εκδοχές για το μοτίβο του υφαντού αποκαλύπτουν το ήθος των ομιλούντων προσώπων από τη δική τους οπτική γωνία: του Αντίνοου στη ραψωδία β85-128, της Πηνελόπης στη ραψωδία τ 137-163 και του Αμφιμέδοντα στη ραψωδία ω120-190, ενώ συγχρόνως αναδεικνύεται ο Όμηρος ως ο καλύτερος ηθογράφος.
Αναλυτικότερα στη ραψωδία β85-128 ο Αντίνοος απαντώντας στις κατηγορίες του Τηλεμάχου για την καταστροφή της περιουσίας του Οδυσσέα ρίχνει όλες τις ευθύνες στην Πηνελόπη (24) «Τηλέμαχ΄ υψαγόρη, μένος άσχετε, ποίον έειπες/ ημέας αισχύνων, εθέλοις δε κε μώμον ανάψαι./ Συ δ΄ού τι μνηστήρες Αχαιών αίτιοι εισίν,/ αλλά φίλη μήτηρ, η τοι περί κέρδεα οίδεν./ήδη γαρ τρίτον εστίν έτος, τάχα δ΄ είσι τέταρτον,/[…] η δόλον τόνδ’ άλλον ενί φρεσί μερμήριξε. /στησαμένη μέγαν ιστόν ενί μεγάροισιν ύφαινε,/ […]πριν γ΄ αυτήν γήμασθαι Αχαιών ω κ΄ εθέλησιν.» (25). Αξίζει να επισημανθεί η έννοια του δόλου όχι ως σύγχρονη αξία, αλλά ενταγμένη στο ιστορικό και κοινωνικό της πλαίσιο. Ο Τηλέμαχος με περισσή ωριμότητα ως άξιος γιος που σέβεται μητέρα και πατέρα απαντά στην πρόκληση του Αντίνοου κρατώντας για προστασία σκήπτρο. Αντίθετα, ο λόγος του Αντίνοου έχει έλλειψη μέτρου, ύβρη και ακρισία, καθώς αποκαλεί την Πηνελόπη την πιο πονηρή γυναίκα που τούς ξεγελά εδώ και τρία στα τέσσερα χρόνια με το δόλο της «στησαμένη μέγαν ιστόν,[…] ταφήϊον» για το γέροντα Λαέρτη, τον οποίο ύφαινε και ξύφαινε, αλλά μια δούλη αποκάλυψε το δόλο της, που πήγε με το μέρος της εξουσίας, της δύναμης των μνηστήρων. Έτσι, το υφαντό έπρεπε να τελειώσει και ο αργαλειός της ανάγκης χάνει πια το ρόλο του. Ο Αντίνοος προχωράει πιο πέρα, καθώς σε λόγο προστακτικό ζητάει από τον Τηλέμαχο να στείλει τη μάνα του στον πατέρα της να την παντρέψει ή να παντρευθεί όποιον θέλει από τους μνηστήρες. Ο ίδιος, όμως προβάλλει το ήθος της Πηνελόπης και την υστεροφημία της σε σχέση με άλλες γυναίκες. Τα λόγια του έχουν πάθος, προβάλλουν χωρίς να το έχουν σκοπό το ήθος της πιστής συζύγου, αποκαλύπτουν την ύβριν των μνηστήρων, που δημιουργούν το πλαίσιο για την αποκατάσταση της τάξης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος ανάμεσα στους μνηστήρες είναι ο πλέον υβριστής και είναι αυτός που θα σκοτωθεί πρώτος από τον Οδυσσέα. Έτσι, ο σύγχρονος αναγνώστης πέρα από τις οικογενειακές αξίες εμμέσως διδάσκεται ότι η ύβρις και η αμετροέπεια τιμωρούνται, ότι η κοινωνική συνύπαρξη απαιτεί το σεβασμό της τιμής και της περιουσίας του άλλου. Ο Τηλέμαχος, που αρνείται να αποπέμψει τη μητέρα του στους γονείς της, παρουσιάζεται ώριμος, που γνωρίζει το δίκιο της μητέρας του, τη σέβεται και συγχρόνως αναζητάει να παίξει το ρόλο του, κοινωνικό και πολιτικό, στο αναστατωμένο Θιάκι. Μπορεί, επίσης, η ύβρις και η βιαιότητα του Αντίνοου να μελετηθούν και σε σχέση με την ενέδρα που έστησαν οι μνηστήρες στον Τηλέμαχο. Από αφηγηματική άποψη ο χρόνος δράσης με τον τελειωμό του υφαντού επισπεύδεται και δημιουργεί ψυχολογική ετοιμότητα.
Στη ραψωδία τ 137-163 ο ποιητής δίνει με τον πλέον επιτυχημένο τρόπο την αφοσίωση της Πηνελόπης στον απόντα σύζυγό της. Η Πηνελόπη μιλώντας στον άγνωστο ξένο-Οδυσσέα αφού αναφερθεί στον πόνο της για τον Οδυσσέα φτάνει στο μοτίβο του υφαντού, τον αργαλειό της ανάγκης και το θεόπνευστο δόλο της (26) «[..] Οδυσή ποθέουσα φίλον κατατήκομαι ήτορ./ οι δε γάμον σπεύδουσιν. εγώ δε δόλους τολυπεύω» (27). Η Πηνελόπη επαναλαμβάνει όσα είπε ο Αντίνοος σε σχέση με το υφαντό με τη διαφορά ότι παρουσιάζει το δόλο της θεόσταλτο, ομολογεί ότι πονάει για τις σπατάλες των μνηστήρων- σε αντίθεση με όσα λέει ο Αντίνοος- και ομολογεί ότι η ίδια από ανάγκη ομολόγησε το δόλο της στους μνηστήρες. Η διαφορετική θέση αποκαθιστά την Πηνελόπη στη συνείδηση του ακροατή, αποκαλύπτει το ήθος της και κάνει τα ποιητικά πρόσωπα ζωντανά, που το καθένα από τη δική του οπτική γωνία μιλάει και συγχρόνως ηθογραφείται. Η ζωή δίνεται με όλα τα καλά και τα τρωτά της, προβάλλονται οι αρετές της υπομονής, της εξυπνάδας, της ευγένειας, της ευαίσθητης μάνας, της καλής συζύγου και οικονόμου και έμμεσα δίνεται και η ομορφιά της Πηνελόπης. Το ήθος της είναι από τις πιο όμορφες και άρτιες δημιουργίες του ποιητή. Σε αντίθεση με τη δράση των μνηστήρων ο ποιητής δίνει ένα ηθικό πρότυπο συζύγου. Αξίζει να επισημανθεί ότι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο, όχι μόνο δεν κουράζει και δε χαλαρώνει τη δράση, αλλά ανοίγει νέες προοπτικές, καθώς συνδέει πιο πολύ τους Οδυσσέα-Πηνελόπη, τον απόντα-παρόντα σύζυγο, και οδηγεί τη βασίλισσα στο κρίσιμο σημείο της απόφασης για τον επικείμενο γάμο. Η αγωνία του ακροατή/ αναγνώστη είναι έκδηλη, καθώς αναρωτιέται αν θα προφθάσει ο Οδυσσέας ή θα τον ξεπεράσουν τα πράγματα. Τα πρόσωπα-κλειδιά επιτείνουν τη δράση και όλα τα νήματα του έργου συνεκβάλλουν στο σχήμα Ύβρις-Τίσις-Νέμεσις. Η τέχνη και οι τεχνικές του ποιητή είναι από μόνες τους «ομιλούσες», αναζητείται η κάθαρσις όχι ως λουτρό του σώματος, αλλά ως καθαρμός ψυχής και αποκατάσταση της ηθικής τάξης.
Στη ραψωδία ω120-190 επαναλαμβάνεται το μοτίβο του υφαντού, αλλά κάτω από άλλες συνθήκες-επίπεδο Κάτω Κόσμου. Η ψυχή του Αμφιμέδοντα συνομιλώντας με τον Αγαμέμνονα στον Άδη προβάλλει το ήθος της Πηνελόπης που «ηρνείτο στυγερόν γάμον»(ω126), επαναλαμβάνει την εκδοχή της ραψωδίας β ότι κάποια δούλα πρόδωσε την Πηνελόπη, αλλά με το τελείωμα παρουσιάστηκε και ο Οδυσσέας. Έτσι, το υφαντό συσχετίζεται με το τέλος του νόστου. Το μοτίβο της καταστροφής το βράδυ εκείνου που γίνεται την ημέρα είναι συχνό στις λαϊκές αφηγήσεις (π.χ. της Άρτας το γεφύρι), η παρουσία όμως του υφαντού τρεις φορές στην Οδύσσεια αποδεικνύει την ξεχωριστή σημασία του. Βέβαια, η μελέτη του δόλου με το υφαντό σε μια συγκριτική εξέταση των ραψωδιών β και ω, αναδεικνύει διαφορές, καθώς στη ραψωδία ω το αφηγηματικό υλικό είναι συμπληρωμένο και μπορεί να θεωρηθεί από την οπτική του μνηστήρα ως μια εξομολόγηση με στόχο την υστεροφημία και την αποκατάστασή του. Παρατηρούμε, επίσης, ότι στη ραψωδία ω γίνεται, αρχικά, λόγος για την άφιξη του Οδυσσέα και έτσι κατά την αφήγηση του μνηστήρα αφήνεται να εννοηθεί ότι υπήρξε συνεργασία μεταξύ των συζύγων για τη μνηστηροφονία. Έτσι, συνάγεται από την αφήγηση του Αμφιμέδονα ότι προηγήθηκε η αναγνώριση, ενώ είναι γνωστό ότι ακολούθησε. Ο μνηστήρας μιλάει για τον κακό δαίμονα των συμπτώσεων. Θεωρώ ότι ο Αμφιμέδοντας δίνει τη δική του εκδοχή που προσεγγίζει εκείνη των απλοϊκών ανθρώπων, που αν αποτύχουν σε κάτι λόγω του ιδιότυπου εγωισμού τους δεν το ομολογούν αλλά επιρρίπτουν αλλού τις αιτίες ή επινοούν φανταστικές συμπτώσεις για να μην αποδεχθούν την αποτυχία. Γι΄ αυτό προστέθηκαν στοιχεία κατά το εικός και αναγκαίον της αληθοφάνειας της αφήγησης. Σε επίπεδο αξιών ο Αμφιμέδοντας φαίνεται να έχει κάποιο φιλότιμο, ντρέπεται και προσπαθεί να προστατεύσει τη φήμη του έστω και από τον Άδη.
Ο ποιητής ολοκληρώνοντας την Οδύσσεια κάνει μια συνοπτική ανακεφαλαίωση αναφερόμενος σε πρόσωπα και καταστάσεις όπου εντάσσεται ως κάθαρση η μνηστηροφονία και το περιστατικό του υφαντού ώστε μέσα από αυτά να αναδειχθούν χαρακτήρες και τις αξίες, να προβληθεί ένας κόσμος, μια κοινωνία εξελισσόμενη που αναζητά τη δική της συνοχή μέσα από τον αυτοσεβασμό, τον αλληλοσεβασμό, το σεβασμό της ιδιοκτησίας του άλλου, την αξία της εργασίας, τη συζυγική πίστη και γενικά την τιμή σε όλες τις εκδοχές της. Είναι ολοφάνερο ότι πολλά μπορεί να κερδίσει ο σύγχρονος αναγνώστης από τη μελέτη των ομηρικών επών. Στη διδακτική πράξη η παράλληλη μελέτη των χωρίων αυτών μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη κατανόησή τους.
2.3 Οι ικεσίες, οι αξίες και οι χαρακτήρες που αναδεικνύονται
Η επικαιρότητα των ομηρικών επών σήμερα, όπως επισημαίνει ο Latacz, είναι βαθιά ριζωμένη στη γλώσσα και στο κοσμοείδωλό μας, τόσο των Ελλήνων όσο και του ανθρώπου. Αναφερόμενος στην επίδραση του Ομήρου γράφει ότι «από την πρώτη στιγμή στηρίχτηκε στο γεγονός ότι η ποίησή του υπερέβαινε το πρόσκαιρο, βασιζόταν δηλαδή σε μια διαχρονική ποιότητα»(28) . Η μελέτη των ικεσιών και πρεσβειών με τα όμοια και διαφορετικά στοιχεία τους αναδεικνύουν στάσεις, αξίες και απαξίες ως στοιχεία συνεκτικά της ατομικής και συλλογικής ζωής των ηρώων του έπους και των κοινωνιών που αντιπροσωπεύουν, στοιχεία που μπορούν να λειτουργήσουν στην εποχή μας ως παραδείγματα και αντιπαραδείγματα. Εντοπίσθηκαν επτά ικεσίες: της Θέτιδας στο Δία σε επίπεδο θεών Α493-533, του Χρύση Α12-53, του Άδραστου στο Μενέλαο Ζ37-65, του Δόλωνα στο Διομήδη Κ 374-381, 453-457, των γιων του Αντίμαχου, Πείσανδρου και Ιππόλοχου, στον Ατρείδη Λ122-147, του Λυκάονα στον Αχιλλέα Φ34-135 και του Πριάμου στον Αχιλλέα- Έκτορος λύτρα Ω 468-676.
Σε αυτές μπορούμε να βρούμε στοιχεία κοινά και στοιχεία επιπρόσθετα, που έχουν σχέση με το ποιος είναι ικέτης σε ποιον. Αναλυτικότερα, ο Χρύσης στο Α12-53 κρατά το χρυσό σκήπτρο που τον προστατεύει, άλλωστε είναι ιερέας και πρέπει να γίνει σεβαστός. Η ικεσία προβάλλει τον πατρικό πόνο, ο Χρύσης θρηνεί και φέρνει πολύτιμα λύτρα για να εξαγοράσει την κόρη του (ικεσία για γυναίκα). Συχνά οι ομηρικοί ήρωες θρηνούν (29), κλαίνε, θυμώνουν, είναι ανθρώπινοι, αλλά και αίρονται πάνω από τα υλικά αγαθά, όταν το καλεί η περίσταση, προβάλλοντας τις αρετές τους ως πράξη, όπως είναι: η θεοσέβεια, η φρόνηση (30), η τιμή, η αρετή σε όλες τις εκδοχές της και η δικαιοσύνη. Στην ικεσία του ο Χρύσης επιδιώκει να εξευμενίσει τους Αχαιούς ευχόμενος γι΄ αυτούς να πάρουν την Τροία και στη συνέχεια ζητάει την απόδοση της κόρης του (μορφή ανταπόδοσης σε επίπεδο διαμεσολάβησης στο θεό). Η βίαιη αντίδραση του Αγαμέμνονα, παρά την αντίθετη άποψη των άλλων Αχαιών, οδηγεί στην ύβρη και την άτη (31) που τύφλωσαν τον Αγαμέμνονα και για την οποία θα πληρώσει ο στρατός με το θεόσταλτο λοιμό, καθώς ο Απόλλων εισακούει τις προσευχές του πονεμένου πατέρα και του ατιμασμένου ιερέα του, σύμφωνα με το σχήμα προσφορά-ανταπόδοση. Έτσι, επέρχεται η κάθαρση και η αποκατάσταση της τάξης. Σημαντική είναι και η περιγραφή της ικεσίας σε θεϊκό επίπεδο, όταν η Θέτιδα Α493-533 με το αριστερό χέρι πιάνει τα γόνατα του Δία και με το άλλο το πηγούνι ζητώντας να τιμήσει ο θεός τον ολιγοήμερο γιο της. Δεν του προσφέρει λύτρα, αλλά του ζητάει να αποκατασταθεί η τιμή του γιου της σε ανταπόδοση των δικών της προσφορών σε αυτόν, έργω ή λόγω, που μας παραπέμπει στα σύγχρονα τάματα στους Αγίους και στη συμφωνία του Γ. Μακρυγιάννη με τον Αϊ-Γιώργη (ανθρώπινη ψυχολογία και θρησκευτικό συναίσθημα). Η στάση ικεσίας δίνεται σκηνογραφικά τέλεια (εικαστική αξία και μάθηση), καθώς και η διάρκειά της έως ότου ο Δίας με το αλάθευτο σημάδι «της κεφαλής το σκύψιμο» (32) συγκατανεύσει. Ο Άδραστος στη ραψωδία Ζ37-65 ικετεύει το Μενέλαο (του πιάνει τα γόνατα) να του χαρίσει τη ζωή έναντι λύτρων με αναφορά στην πατρική συμβολή (αύξηση λύτρων και πατρική αγάπη). Η πατρική αγάπη έχει ιδιαίτερη παρουσία στα ομηρικά έπη και συσχετίζεται κυρίως με το γιο και άξιο κληρονόμο με εξαίρεση το Χρύση, ο οποίος γίνεται ικέτης για την κόρη του. Στην κρίσιμη στιγμή, που ο Μενέλαος είναι έτοιμος να ενδώσει, εμφανίζεται ο Αγαμέμνων που τον συγκρατεί θυμίζοντάς του το κακό που έχουν κάμει οι Τρώες στο σπίτι του. Έτσι, η ικεσία αποτυγχάνει, ο θυμός υπερισχύει και το σκηνικό είναι άκρως πολεμικό, εχθρικό, καθώς ο Αγαμέμνονας ξεστομίζει πολύ εκδικητικά λόγια για κάθε αγόρι των Τρώων, γεννημένο και αγέννητο, ακόμα και εκείνο, που είναι στα σπλάχνα της μάνας του. Στη ραψωδία Κ 374-381, 453-457 έχομε την ικεσία του Δόλωνα στους Διομήδη και Οδυσσέα. Ο ικέτης υπόσχεται πολλά λύτρα για να σώσει τη ζωή του και πρόσθετα λύτρα από τον πατέρα του (ομοιότητα με ικεσίες Άδραστου, γιων του Αντίμαχου και Λυκάονα, όλοι αναφέρονται στον πατέρα και στη σωτηρία της ζωής τους). Στο απόσπασμα καταδεικνύεται η δειλία του Δόλωνα, η εύκολη προδοσία του και η υπόσχεσή του να δώσει περισσότερες πληροφορίες αν του χαρίσουν τη ζωή. Ο Οδυσσέας δεν κάμπτεται και την ώρα που τείνει το χέρι στο πηγούνι (τυπικό ικεσίας) ο Διομήδης τον σκοτώνει και ακολουθεί η προσφορά των λαφύρων στην Αθηνά σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Προβάλλονται αξίες και απαξίες, όπως είναι η εξυπνάδα του Οδυσσέα, η θεοσέβεια, η δειλία και η προδοσία του Δόλωνα, που θέλει τη ζωή, ακόμα και ατιμασμένη, στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούν ανάλογα από το σύγχρονο αναγνώστη.
Ακολουθεί η ικεσία των γιων του Αντίμαχου, Πείσανδρου και Ιππόλοχου, στον Ατρείδη, ραψωδία Λ122-147, όπου δίνονται λύτρα και επιπλέον υπόσχεση από τους ικέτες για παροχή περισσότερων υλικών αγαθών-λύτρων από τον πατέρα τους (πατρική αγάπη), αν, βέβαια, καταφέρουν να μαλακώσουν τον αγριεμένο Ατρείδη και σωθούν. Όμως, η αναφορά στον πατέρα όχι μόνον δεν συγκινεί, αλλά επιπρόσθετα οξύνει την όλη ατμόσφαιρα και φέρνει αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ο Αντίμαχος είναι μισητός στους Αχαιούς, γιατί αυτός πρώτος αρνήθηκε να γυρίσουν πίσω την Ελένη στους Αχαιούς και, ακόμα, πρότεινε να σφάξουν το Μενέλαο. Έτσι, ο Αγαμέμνονας με την παρέμβαση και της μνήμης γίνεται πιο σκληρός και όχι μόνον φονεύονται οι δυο ικέτες «νῡν μέν δή τοῦ πατρός ἀεικέα τείσετε λώβην» (33) αλλά και αφήνονται να τούς φάνε τα όρνια. Με αφορμή αυτήν την ικεσία προβάλλονται η οργή, η ανδρεία και η συλλογική ευθύνη του Αγαμέμνονα, ενώ συγχρόνως τα λόγια του συγκροτούν γνωμικό (34) γνωστό στο σύγχρονο άνθρωπο από τον εκκλησιαστικό λόγο ότι «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Σε αυτή την αποτυχημένη ικεσία μπορούμε να αναζητήσουμε στοιχεία δικαιοσύνης ως ένα είδος «βεντέτας» ή αυτοδικίας.
Μια άλλη ικεσία εντοπίζεται στη ραψωδία Φ34-135 όπου ο Πριαμίδης Λυκάων ικετεύει τον Αχιλλέα, ο οποίος ως λιοντάρι χτυπάει τους Τρώες και τους συμμάχους του εκδικούμενος το θάνατο του αγαπημένου του φίλου Πατρόκλου. Μπροστά του βρίσκεται ο Λυκάονας που άλλοτε τον είχε συλλάβει αιχμάλωτο και τον πούλησε στη Λήμνο παίρνοντας λύτρα. Δίνεται εμβόλιμα η αναδρομική ιστορία και συνδέονται τα νήματα ότι κάποιος θεός τον έριξε πάλι στα χέρια του Αχιλλέα τη στιγμή που είναι ιδιαίτερα σκληρός εκδικούμενος το θάνατο του φίλου του. Δίνεται το σκηνικό της συνάντησης, ο Λυκάονας είναι χωρίς όπλα μες στο ποτάμι και χωρίς ιπποτικές συμβάσεις ο Αχιλλέας προλέγει ότι θα τον σκοτώσει. Η ικεσία δεν πρόφθασε να ολοκληρωθεί, διότι, καθώς ο ικέτης «από τα γόνατά του επιάσθη, με το ένα χέρι του ‘πιανε τα χέρια ως ικέτης και με τ΄ άλλο αυτού στην γην σφικτά κρατούσε το κοντάρι» (35) ο Αχιλλέας σκοτώνει τον ικέτη και είναι ιδιαίτερα σκληρός, καθώς ο φίλος του ο Πάτροκλος είναι νεκρός. Ο Αχιλλέας με τη στάση του μπορούμε να πούμε ότι διαπράττει ύβρη, ξεπερνά το μέτρο. Αξίζει να σχολιασθεί η σκληρή συμπεριφορά του Αχιλλέα που προβαίνει σε ένα είδος σύγκρισης ανάμεσα στην αξία της ζωής του ικέτη και της ζωής της δικής του και του φίλου του. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι η ζωή του ικέτη μειώνεται σε αξία σε σχέση με τη ζωή του Πατρόκλου και του Αχιλλέα, οι οποίοι είναι από καλή γενιά. Τονίζεται ιδιαίτερα (τραγικότητα του ήρωα) το ολιγόζωον του Αχιλλέα αν και είναι από καλόν πατέρα, από καλή γενιά και από θεά μητέρα (ούτε οι θεοί δεν μπορούν να ανατρέψουν τη Μοίρα). Έτσι ο ποιητής σε ευθύ λόγο φέρνει στο προσκήνιο τον αναπόφευκτο θάνατο του Αχιλλέα ως ολιγόζωου (τεχνική της πρόληψης) στοιχείο συνοχής στην πλοκή και εξέλιξη του έργου, αλλά και αιτιολόγησης ως ένα σημείο της σκληρότητας του ήρωα προς τον ικέτη του. Είναι ολοφάνερο ότι και αυτή η ικεσία αποτυγχάνει, καθώς η μοίρα και ο θάνατος ξεπερνούν ακόμα και τη δύναμη των θεών, ενώ προβάλλεται η χωρίς όρια οργή του Αχιλλέα και το δράμα του θύτη-Αχιλλέα, του Αχιλλέα-θύμα στην αξεπέραστη θνητότητα των ανθρώπων. Ο νεκρός ικέτης στερείται των νεκρικών τιμών, καθώς πετιέται στο ποτάμι συνοδευόμενος με υπόσχεση διαρκούς εκδίκησης από τον Αχιλλέα. Συνολικά, από αυτήν την ικεσία μπορούμε να σχολιάσουμε στο κειμενικό και ιστορικο-κοινωνικό της πλαίσιο την οργή του Αχιλλέα, αλλά και την προβολή της φιλίας με αναφορές στο νεκρό φίλο του Πάτροκλο και την τιμή του. Φαίνεται δε ότι ο θάνατος του αγαπημένου του φίλου λειτουργεί ως ψυχοκίνητρο όχι μόνο για την έξοδό του στη μάχη και την εξέλιξη του έργου, αλλά και για την όλη στάση του, καθώς τον έχει κάμει πολύ σκληρό και ως ένα σημείο υβριστή σε σχέση με τη ζωή ως αυταξία, καθώς την βάζει σε μια κλίμακα αξιών και σε αλληλεξάρτηση με τη γενιά και την ανδρεία (ηρωικό έπος).
Τέλος, η σημαντικότερη ικεσία στο ιλιαδικό έπος είναι εκείνη του Πριάμου στη σκηνή του Αχιλλέα με τα Έκτορος λύτρα Ω 468-676 (36). Αρχικά ο Αχιλλέας είναι πολύ σκληρός, στη συνέχεια παρατηρείται αλλαγή. Η ψυχογράφηση του Αχιλλέα παρουσιάζει έντονες μεταπτώσεις, κινδυνεύει να αποτύχει η ικεσία για την επιτυχία της οποίας υπάρχει και θεϊκή παρέμβαση (οργή, θυμό, αλλά και πόνο και σεβασμό στο νεκρό Έκτορα και το γέροντα πατέρα του). Ο πόνος του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο και τον μη νόστο έστω και νεκρού τον έχει εξαγριώσει, αλλά και η σκέψη του γέροντα πατέρα του τον οποίο ο ίδιος ως ολιγόζωος δεν θα γεροκομήσει τον ευαισθητοποιούν σε σχέση με τον Πρίαμο. Έτσι, μέσα σ΄ ένα πολεμικό έπος δίνονται στάσεις και πράξεις που συγκροτούν αξίες και απαξίες. Εκείνο που προέχει είναι η ανθρωπιά και οι αξίες που αναδεικνύονται από ένα πολεμικό, όπως είναι το ιλιαδικό έπος: σεβασμός στο γέροντα, στον πατέρα, ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο, έμμεση αναγνώριση της αξίας του νεκρού εχθρού (νεκρόδειπνα, εκεχειρία και φίλιωμα με τον Πρίαμο για να αποδοθούν οι νεκρικές τιμές στον Έκτορα). Ο Πρίαμος κατά την ικεσία φιλάει τα ανδροφόνα χέρια του Αχιλλέα, αναφερόμενος στο θάνατο των παιδιών του και κυρίως του Έκτορα, προβάλλει το δικό του πόνο ενώ συγχρόνως απευθύνεται στην ευαισθησία του Αχιλλέα σε σχέση με την πατρική αγάπη και το γήρας. Αξίζει να προσεχθούν η στάση και τα λόγια του γέρο Πρίαμου, η αναγνώριση της αξίας του αντιπάλου και η δημιουργία της συγκινησιακής ατμόσφαιρας, που οδηγεί σε επιτυχία την ικεσία. Είναι αξιοσημείωτο για τον αναγνώστη ότι μπορεί να εμπλακεί σε συναισθηματικά συμμετέχοντας στον πόνο και το κλάμα και των δύο δρώντων προσώπων της σκηνής της ικεσίας, καθώς κλαίνε ο καθένας για δικό του λόγο, μεν Πρίαμος για τον Έκτορα, ο δε Αχιλλέας για τον Πάτροκλο και ενθυμούμενος το γέροντα πατέρα του. Έτσι αναδεικνύεται ως αξία ο σεβασμός στο γήρας, στα καλά γεράματα (37). Είναι αξιοσημείωτο ότι στα Έκτορος λύτρα ανυψώνεται στη συνείδηση του αναγνώστη ο Αχιλλέας που συμπεριφέρεται με υιική φροντίδα στον Πρίαμο. Σημαντικό στοιχείο είναι η τιμή που αποδίδει ο Αχιλλέας στο νεκρό Έκτορα, καθώς μόνος του τον βάζει στο νεκρικό κρεβάτι αναγνωρίζοντας έτσι την ανδρεία και τη φιλοπατρία του. Έχοντας, όμως, στο προσκήνιο την εκδίκηση του εχθρού για το θάνατο του φίλου του Πατρόκλου, νιώθει ενοχές, τον παρακαλεί να μη θυμώσει για την απόδοση του νεκρού και την αποδοχή των λύτρων εξευμενίζοντάς τον με προσφορές από τα καλύτερα λύτρα του Έκτορα. Ακολουθεί το μικρό νεκρόδειπνο κι ο αμοιβαίος αλληλοσεβασμός που μεγιστοποιείται με τη φροντίδα για τον ύπνο του Πριάμου (38) (ετερότητα). Τα όρια ανάμεσα σε εχθρό και φίλο έχουν αμβλυνθεί μπροστά στην πατρική αγάπη και το σεβασμό στο νεκρό, που συγκροτούν απόδειξη ανθρωπιάς εκ μέρους του Αχιλλέα, η οποία ολοκληρώνεται με την προσφερόμενη εκεχειρία για να τιμηθεί επάξια ο νεκρός Έκτορας (39).
Έτσι, η ικεσία του Πριάμου και η στάση του Αχιλλέα είναι μάθηση και αγωγή ψυχής για κάθε άνθρωπο πέρα από χρόνο, φύλο, φυλή και ιστορικές συγκυρίες, καθώς η φιλία και ο σεβασμός στο γέροντα και το νεκρό είναι ως σήμερα αξίες πανανθρώπινες.
2.4. Οι πρεσβείες, η ύβρις, η τιμή και ήθος των ηρώων
Στην Ιλιάδα έχομε δύο πρεσβείες: α) στη νήσο Χρύσα Α430-487 με επί κεφαλής τον Οδυσσέα και β) στον Αχιλλέα –λιτές Ι 182-668- με τους Φοίνικα, Αίαντα και Οδυσσέα. Στην πρεσβεία στη νήσο Χρύσα ο Οδυσσέας επιστρέφει στο Χρύση τη Χρυσηίδα και εξευμενίζει με εκατόμβη το θεό Απόλλωνα. Γίνεται το συμβολικό νίψιμο των χεριών, οι προσφορές με το κριθάρι και η προσευχή στον Απόλλωνα με τη διαμεσολάβηση του ιερέα Χρύση, που ζητά να σταματήσει το θανατικό στο στρατόπεδο των Αχαιών. ‘Ετσι, με την απόσυρση της ύβρης ο Απόλλων «έκλυε», ενώ ο ιερέας ζητά να σωθούν οι Δαναοί «ήδη νυν Δαναοίσιν αεικέα λοιγόν άμυνον»(40). Ακολουθούν οι θυσίες, το γεύμα και τα άσματα, που εξιλέωναν τους θεούς και αποκαθίσταται η τάξη σε επίπεδο θεϊκό και ανθρώπινο. Στην πρεσβεία προς τον Αχιλλέα (λιτές Ι 182-668) (41) με τους Φοίνικα, Αίαντα και Οδυσσέα έχομε πολύ καλή προετοιμασία και οργάνωση της πρεσβείας σύμφωνα με τις συμβουλές του Νέστορα και με απώτερο στόχο την πειθώ και την έξοδο του Αχιλλέα στη μάχη γιατί κινδύνευαν οι Δαναοί από την ορμή του Έκτορα. Στην περιγραφική αφήγηση δίνονται αρχικά σκηνικές λεπτομέρειες, που αποκαλύπτουν και άλλες πτυχές της προσωπικότητας του Αχιλλέα: ο Αχιλλέας παίζει κιθάρα και τραγουδά τις δόξες των ανδρών και κοντά του είναι ο Πάτροκλος. Ακολουθεί η ζεστή υποδοχή της πρεσβείας με αναφορά στη φιλία (42) «Χαίρετε, ω φίλοι μου ακριβοί, τους είπεν ο Αχιλλέας,/ -θα είναι ανάγκη φοβερή- σεις είσθε αγαπητοί μου,/ όσο κανείς των Αχαιών, και ας είμαι χολωμένος» (43). Η όλη υποδοχή δημιουργεί ατμόσφαιρα καλή που μπορεί να οδηγήσει σε θετική ανταπόκριση στο αίτημα της πρεσβείας, αλλά η αναφορά στο θυμό είναι ανασχετική . Ακολουθεί το κέρασμα των φίλων με κρασί, οι απαρχές από τον Πάτροκλο, το φαγητό και ο λόγος του Οδυσσέα, που αφού τον ευχαριστήσει για το πλούσιο δείπνο, έρχεται στο δια ταύτα, δηλαδή τού ζητάει να βγει στη μάχη να αντιμετωπίσει τον Έκτορα από τον οποίον κινδυνεύουν να χαθούν όλοι στην Τροία και να χάσουν το γυρισμό στην πατρίδα (νόστος). Ακολουθεί η απόρριψη από τον Αχιλλέα και η διαβεβαίωση ότι το μίσος του για τον Αγαμέμνονα δεν ανταλλάσσεται με δώρα, που και τα καλύτερα είναι τιποτένια μπροστά στην τιμή το (44). Συγχρόνως βρίσκει την ευκαιρία ο Αχιλλέας να ηθογραφήσει τον Αγαμέμνονα με αναφορά στις πράξεις του. Τον αποκαλεί «άδικο» κατά τη διανομή των λαφύρων, άδικο για την αρπαγή της Βρισηίδας και τους υπενθυμίζει ότι για την τιμή της Ελένης και των Ατρειδών φτάσανε όλοι στην Τροία, ενώ ο Αγαμέμνονας τον «ατίμασε» παίρνοντας το λάφυρό του και τη γυναίκα που αγαπούσε. Έτσι, δίνεται έμμεσα η αδικία και η προσβολή της τιμής με άλλα μέτρα και σταθμά ενώ πρόκειται για ίδια αιτία, την αρπαγή μιας γυναίκας. Η έμμεση σύγκριση Ελένης- Βρισηίδας ισορροπεί με τη δήλωση του Αχιλλέα ότι αγαπούσε τη Βρισηίδα. Η απόρριψη της πρεσβείας συνοδεύεται από την απειλή ότι θα φύγει για τη Φθία. Έτσι προβάλλεται ο νόστος του Αχιλλέα ως τραγική ειρωνεία, καθώς ο αναγνώστης γνωρίζει ότι αυτό δεν θα γίνει. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Αχιλλέας επιθυμεί το νόστο περισσότερο από τη δόξα από μια ενδεχόμενη νίκη στην Τροία, η οποία όμως θα επισφραγισθεί με το θάνατό του και ο τραγικός ήρωας το γνωρίζει (ολιγόζωος).
Στη συνέχεια ο Φοίνικας παίρνει το λόγο προσπαθώντας να τον μεταπείσει και απευθυνόμενος στο συναίσθημα ότι τον έχει σαν παιδί του και ότι τον διάλεξε ο πατέρας του να τον διδάξει τον έξοχο λόγο και τη φρόνηση, κοντά στη δύναμή του, στοιχεία πολύ σημαντικά για την κατάκτηση της κοινής γνώμης. Αναφέρεται, ακόμη, στην έμμεση υποχρέωσή του ως γέροντα και δασκάλου του να τον σώσει από κακό θάνατο και επιμηκύνει το λόγο αναφερόμενος σε μυθολογικά παραδείγματα μήπως λειτουργήσουν ως πρότυπα μίμησης ή αποφυγής. Ο Αχιλλέας απορρίπτει πάλι την πρεσβεία και του προτείνει να φύγουν μαζί για την πατρίδα. Ακολουθεί η τρίτη προσπάθεια από τον Αίαντα στο όνομα της φιλίας τους, στο όνομα όλων των Δαναών που τον τιμούν και από σεβασμό στην κατοικία του όπου τους φιλοξενεί. Ο Αχιλλέας αναφέρεται πάλι στην ατίμωση που του έγινε, αλλά υποχωρεί κάπως λέγοντας ότι θα βγει μόνον αν ο Έκτωρ φτάσει μπροστά στη σκηνή του, δηλαδή δεν απειλεί πάλι με φυγή. Έτσι, υπάρχει μια ένδειξη σταδιακής υποχώρησης. Η εμμονή στην «μήνιν» μπορεί να κατανοηθεί σε σχέση με την ανδρεία και την τιμή, καθώς, όπως επισημαίνει ο Finley (45) «η κάθε αξία, η κάθε απόφαση, η κάθε πράξη και όλες οι ικανότητες και κλίσεις αποβλέπουν στο να προσδιορίσουν την τιμή ή να την πραγματώσουν. Ούτε η ίδια η ζωή δεν μπορούσε ν΄ αποτελέσει εμπόδιο σ΄ αυτήν την επιδίωξη. Οι ομηρικοί ήρωες αγαπούσαν βέβαια τη ζωή με πάθος […]. Μολαταύτα και η ζωή ακόμη έπρεπε να υποταχτεί στην τιμή».
Ο Αχιλλέας στο λόγο του εστιάζει την προσοχή στην προσβολή της τιμής του, έστω και αν όλα τα μέλη της πρεσβείας τον ανυψώνουν ως τον καλύτερο όλων, γιατί όπως λέγουν μόνον αυτός μπορεί να σώσει τους Δαναούς από τον εχθρό. Ο Αχιλλέας αναφέρεται στην έννοια της τιμής και όχι τόσο στην ίδια τη Βρισηίδα. Η Βρισηίδα ήταν αυτή ήταν που του άρπαξε ο Αγαμέμνονας και η αξία της αντλείται σε σχέση με τον ήρωα Αχιλλέα (η θέση της γυναίκας στον πόλεμο). Αξίζει να σχολιασθεί η στάση και η πράξη του Αγαμέμνονα- κίνησε τον Τρωικό πόλεμο για την τιμή του αδελφού του-αρπαγή της Ελένης- και η θέση του Αχιλλέα σε σχέση με τη δική του τιμή με την αρπαγή από τον Αγαμέμνονα της Βρισηίδας, που ήταν πολεμικό λάφυρο γι΄ αυτόν και που την αγαπούσε. Έχομε πέρα από την τιμή την αναζήτηση της δικαιοσύνης μέσα από δικαιο- ή αδικο- πραξίες στο πλαίσιο μιας ισότιμης στάσης και πράξης.
Τελικά, η τιμή είναι εκείνη που κρατάει έξω από τη μάχη τον Αχιλλέα, αλλά η φιλία, η τιμή και το φιλότιμο είναι εκείνα, που θα τον οδηγήσουν πάλι στη μάχη και κατά συνέπεια στο θάνατο.
3. Σύνοψη-προτάσεις
Συνοψίζοντας και συνδέοντας όσα προηγήθηκαν με το θέμα της εισήγησης, με τον τίτλο ως παρακειμενικό στοιχείο που σημαίνει και καθοδηγεί το κυρίως κείμενο, μπορούμε να πούμε ότι τα ομηρικά έπη ως μάθημα και μάθηση είναι αστείρευτη πηγή ανθρωπιάς και ψυχαγωγίας με την αρχαία σημασία της λέξης. Ο Όμηρος συμβάλλει στην αυτογνωσία μας, αυτός για πρώτη φορά κατόρθωσε να δημιουργήσει λέξεις απλές και περιεκτικές, κατάλληλες για θεωρητικό στοχασμό και φιλοσοφία, όπως είναι: η αλήθεια, η γενναιότητα, η φιλοπατρία, η αιδώς, η δικαιοσύνη, η τιμή και η ελευθερία, έννοιες που δεν δωρίζονται αλλά κερδίζονται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Όμηρος θεωρήθηκε κατά τον Φιλόδημο (46) δάσκαλος της ηθικής ζωής.
Επίσης, θεωρώ ότι τα ομηρικά έπη μπορούν να δώσουν στο σύγχρονο άνθρωπο της Ε.Ε. και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας παιδεία (47), μπορούν να τον κρατήσουν σε εγρήγορση πνεύματος, να τον παρακινήσουν στο «κρίνειν», στην επιδίωξη του μέτρου, στο σεβασμό της περιουσίας του άλλου, στο σεβασμό της γενιάς (48), στην κατανόηση και το σεβασμό των ντόπιων και πανανθρώπινων αξιών. Γιατί ο αναγνώστης των Ομηρικών επών δεν πληροφορείται μόνο, αλλά ευαισθητοποιείται και μπολιάζεται με ατομικές και συλλογικές αξίες που κάποιες είναι διαχρονικές όπως είναι: οι οικογενειακές σχέσεις (49) (συζυγική ομιλία Έκτορος Ανδρομάχης (50), αναγνώριση Οδυσσέα-Πηνελόπης κ.ά.), η πατρική αγάπη (αναφορές Οδυσσέα, Αχιλλέα στους πατέρες τους, η παρουσία του Πρίαμου κ.ά.), η μητρική αγάπη (Θέτις-Αχιλλέας, Πηνελόπη-Τηλέμαχος, Εκάβη-Έκτορας), η αξία του διαλόγου (51), η αποδοχή της ετερότητας (θαυμασμός Αχιλλέα από Πρίαμο, αναγνώριση της αξίας του Έκτορα από Αχαιούς), η προβολή της ειρηνικής ζωής (περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα, παρουσίαση της «ουτοπικής» κοινωνίας στη χώρα των Φαιάκων) και οι εικαστικές ευαισθησίες ως τέχνη και τεχνική που αποτελούν θέμα μιας άλλης εισήγησης.
Συνοψίζοντας την προσφορά των Ομηρικών επών στο σύγχρονο άνθρωπο και την κοινωνία δεν μπορώ παρά να αναφερθώ στον P. Bourdieu (52), που κάνει λόγο για το πολιτισμικό κεφάλαιο της οικογένειας, που συνεκβάλλει στη σχολική αγορά και τη ζωή. Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε τόσο η οικογένεια όσο και το σχολείο θα πρέπει να στραφούν στα Ομηρικά έπη ως σχολικό και εξωσχολικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Επιπρόσθετα η διδασκαλία των ανθρωπιστικών μαθημάτων δεν θα πρέπει να παρουσιάζει το σύγχρονο έλλειμμα στα σχολεία, ιδιαίτερα με την απουσία του Επιτάφιου του Περικλή ως μάθηση για όλους τους μαθητές της γ΄ Λυκείου, που ως αυριανοί πολίτες θα έχουν ανάγκη να επικοινωνήσουν με τη θουκυδίδεια νηφαλιότητα και πολιτική σκέψη.
Συνεπώς, αν καλλιεργώντας τη φιλαναγνωσία στρέψουμε τους μαθητές στη μελέτη των Ομηρικών επών, όπου θα ανακαλύψουν «παγκόσμιες ανθρώπινες καταστάσεις και συναισθήματα» (53), τότε πέρα από την αισθητική απόλαυση μπορεί να βρουν παραμυθία στη ζωή τους και στα αδιέξοδά τους διαβάζοντας όχι μόνον Όμηρο, αλλά και Θουκυδίδη (Επιτάφιο του Περικλή), Σολωμό, Καβάφη, Ελύτη, Παπαδιαμάντη και άλλους παλιούς και σύγχρονους δημιουργούς.
Βιβλιογραφία
1. Adkins Arthur, Merit and Responsibility, A Study in Greek Values, Oxford at the Clarendon Press, 1st print 1960.
2. Αναστασιάδη Στ., Η διδασκαλία των Ομηρικών Επών, έκδ. 2η, εκτ. Γιαχούδη-Γιαπουλή, Θεσσαλονίκη 1977.
3. Αναστασίου Γ., «Οι Συνελεύσεις στο έπος», Έρανος, Πρακτικά Θ΄ Συνεδρίου για την Οδύσσεια, επιμ. Μ. Παϊζη-Αποστολοπούλου Μ., Ιθάκη 2001, τυπογραφείο Φ. Λένη.
4. Βλάχος Γ., Πολιτικές Κοινωνίες στον Όμηρο, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981.
5. Bourdieu Pierre, Νοστιμον Ήμαρ, μετφρ. Θ. Γιαλκέτσης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
6. Edwards M. W., Όμηρος, ο ποιητής της Ιλιάδος, μτφρ. Β. Λιαπής-Ν. Μπεζαντάκος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001.
7. Γιατρομανωλάκης Γιώργης, «Ιλιάδος Σ(οπλοποιϊα)», Ποίηση, τεύχος 21, Αθήνα Άνοιξη-Καλοκαίρι 2003.
8. Γκράμσι Α., Λογοτεχνία και Εθνική Ζωή, μτφρ. Χρ. Μαστραντώνης, εκδ, Στοχαστής, Αθήνα 1981.
9. Δουλαβέρας Αρ., «Ο Γνωμικός Λόγος στην Ιλιάδα και το ιδεολογικό του περιεχόμενο», Ανάτυπο από τιμητικό αφιέρωμα στον καθηγητή Μ.Γ. Μερακλή, Παν/μια Αθηνών-Ιωαννίνων, Αθήνα 2002.
10. Delebecque Ed., Ο Τηλέμαχος και η Δομή της Οδύσσειας, μτφρ. Ξ. Οικονομοπούλου, εκδ. βιβλιοπωλείο Α. Πούντζα, Αθήνα 1966.
11. Dodds E.R., Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκη, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1977.
12. Fierents-Gevaert, H., Esthètique et Philosophie de l’Art, imp. Polleunis & Ceuterick, Bruxelles 1903-4.
13. Finley M.I., Ο Κόσμος του Οδυσσέα, μτφρ.Σ.Μαρκιανού, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα1954.
14. Gigante Marcello, «Η Οδύσσεια στην Πομπηία και το Ερκολάνο», Ομηρικά, Η ΄Συνέδριο για την Οδύσσεια 1996, επιμέλεια Παϊζη-Αποστολοπούλου Μ., τυπογρ. Σπ. Λένη, Ιθάκη 1998.
15. Glotz Gust., Η Ελληνική «Πόλις», μτφρ. Αγνή Σακελλαρίου, ΜΙΕΤ., Αθήνα 1989.
16. Homeri Opera, Odysseae Libros, Oxonii, printed in G.B. 1957, tomus I, ΙΙ, ΙΙΙ. IV.
17. Homeri Opera, Iliadis Libros I-XII, ed. Tertia, Oxford Classical Texts, ed. Tertia, 1963.
18. Jaeger Werner, Paideia the Ideals of Greek Culture, vol I, translated from the German to English by G. Highet, Oxford University Press, 2nd ed. Oxford, New York, 1965.
19. Κακριδή-Κομνηνού Όλγα, Σχέδιο και Τεχνική της Ιλιάδας, Βιβλιοθήκη του Φιλολόγου, αρ. 6, χωρίς εκδ. οίκο, Αθήνα 1977.
20. Κακριδή Ελένη, Η Διδασκαλία των Ομηρικών Επών, (βιβλίο του καθηγητή), ΟΕΔΒ, Αθήνα 1988.
21. Κακριδής Ι., Το Μήνυμα του Ομήρου, εκδ. Εστία, 2η έκδ., Αθήνα 1999.
22. Κακριδής Ι., Ομηρικές Έρευνες, γ΄ έκδ. βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα 1984 και Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊική Παράδοση, β΄ έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1979 και ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΑ, γ΄ έκδ. Η βιβλιοθήκη του Φιλολόγου, δ/νση Ι.Θ. Κακριδή, Αθήνα 1961.
23. Κακριδής Ι., Ομηρικά Θέματα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1998 και Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο, 2η έκδ. εκδ. Εστία, Αθήνα 1999.
24. ΚΕΝΤΡΟ ΟΔΥΣΣΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΟΜΗΡΙΚΑ 1996, Μ. Παϊζη-Αποστολοπούλου, Ιθάκη 1998 και ΕΡΑΝΟΣ 2000, επιμ. Μ. Παϊζη-Αποστολοπούλου, Ιθάκη 2001.
25. Latacz, G., Ο Όμηρος, ο θεμελιωτής της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. Ευήνα Σιστάκου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2002.
26. Μαρωνίτης Δ., Έκτορος και Ανδρομάχης Ομιλία, εκδ. Διάττων, Αθήνα 1994.
27. Μαρωνίτης Δ., Ομηρικά Μεγαθέματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1999.
28. Μαρωνίτης Δ., Αναζήτηση και Νόστος του Οδυσσέα, τρίτη έκδ. εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1980.
29. Page Denys L., Η Ομηρική Οδύσσεια, μτφρ. Κρίτων Πανηγύρης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1970.
30. Παπαθανασόπουλος Α., Ανθρωπιστική Παιδεία, 2η έκδ., Τυπογραφείο Αργυρόπουλου-Ζουμαδάκη, Αθήνα 1980
31. Πανούσης Ι., «Θρήνοι ηρώων στην Ιλιάδα», Φιλολογική, τεύχος 78, Αθήνα 2002.
32. Πόλκας Λάμπρος, «Από το τραγούδι στη διήγηση», Φιλόλογος, τεύχος 111, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2003 και «Σκηνές νυχτερινής έντασης στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια», Φιλόλογος, τεύχος 108, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002.
33. Πολυλάς Ιακ., Ομήρου Ιλιάδα, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2001.
34. Ρεγκάκος Α., «Αφηγηματικότητα, διακειμενικότητα, αυτοαναφορικότητα. Η νέα ερμηνεία της Οδύσσειας», Φιλόλογος, τεύχος 110, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002-3.
35. Ricœr Paul, Η Ζωντανή Μεταφορά, μτφρ.Κ. Παπαγιώργης, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1996.
36. Romilly J., -Vernant Jean-Pierre, Αγαπάμε τα Αρχαία Ελληνικά, φιλολ. επιμέλεια Α. Στέφος, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2002.
37. Σαμαρά Μ., «Η έννοια «ύβρις» στα Ομηρικά έπη», Τα Εκπαιδευτικά, τεύχος 15, Αθήνα 1989.
38. Σίδερης Ζ., Ομήρου Οδύσσεια, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1992.
39. Tadié Jean-Yves, Η Κριτική της Λογοτεχνίας των Εικοστό Αιώνα, μετφρ.Ι.Βασιλαράκης, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2001.
40. Τοντόροφ Τσετάν, Ποιητική, μτφρ. Αγγ. Καστρινάκη, εκδ. Γνώση, Αθήνα1989.
41. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ, Αφιέρωμα ΙΣΤ΄ Σεμινάριο Ομηρικής και Οδυσσειακής Φιλολογίας, ΠΕΦ, Δήμος Ιθάκης, Αύγουστος 2001, Μνήμη Ε.Ι. Κακριδή, τεύχος 78, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, Μάρτιος 2002.
42. Vidal-Naquet Pierre, Ο κόσμος του Ομήρου, μτφρ. Α. Κεφαλά, εκδ. Εξάντας-Νήματα, Αθήνα 2002.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Σύμβουλος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Εισήγηση στο 30ο συνέδριο της ΠΕΦ, 20-22 Νοέμβρη 2003)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Latacz, G., Ο Όμηρος, ο θεμελιωτής της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. Ευήνα Σιστάκου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2002, σελ.35
(2) Τοντόροφ Τσετάν, Ποιητική, μτφρ. Αγγ. Καστρινάκη, εκδ. Γνώση, Αθήνα1989, σελ.119.
(3)Γκράμσι Α., Λογοτεχνία και Εθνική Ζωή, μτφρ. Χρ. Μαστραντώνης, εκδ, Στοχαστής, Αθήνα 1981, σελ.23.
(4) Adkins Arthur, Merit and Responsibility, A study in Greek Values, Oxford University Press, 1960, 1965,1970, p.29, 34-38, 83, 156-7, 209.
(5) Dodds E.R., Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκη, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1977, σ.34.
(6) Homeri Opera, Oxonii, printed in G.B. 1957, tomus I, Α 158.
(7) Edwards M., Όμηρος, ο ποιητής της Ιλιάδος, μτφρ. Β. Λιαπής-Ν. Μπεζαντάκος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001, σελ.210.
(8) Μαρωνίτης Δ., Ομηρικά Μεγαθέματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1999, σελ.165-172.
(9) Fierents-Gevaert, H., «Les poètes sont les premiers savants, les premiers moralists, les premiers historiens, les premiers philosophes» και «Peintres et sculpteurs s’ inspirent des poètes. Influence d’Homère, de Dante sur l’ art», Esthètique et Philosophie de l’Art, imp. Polleunis & Ceuterick, Bruxelles 1903-4, p.14, 50.
(10) Κακριδής Ι.,Το Μήνυμα του Ομήρου, εκδ. Εστία, 2η έκδ., Αθήνα 1999, σελ.16
(11) Tadié Jean-Yves, Η Κριτική της Λογοτεχνίας των Εικοστό Αιώνα, μετφρ.Ι.Βασιλαράκης, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα2001, σελ.237.
(12) Tadié Jean-Yves, ό.π. σελ.237.
(13) Μαρωνίτης Δ., Έκτορος και Ανδρομάχης Ομιλία, εκδ. Διάττων, σελ.21, ραψ. Ζ, στιχ.454-548
(14) Βλάχος Γ., Πολιτικές Κοινωνίες στον Όμηρο, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981, σελ.21.
(15) Homeri Opera, Oxonii, printed in G.B. 1957, tomus III ( ζ 25).
(16) Σίδερης Ζ., ΟΕΔΒ, Αθήνα 1992, (ζ 25).
(17) Jaeger Werner, Paideia the Ideals of Greek Culture, vol I, translated from the German to English by G. Highet, Oxford University Press, 2nd ed. Oxford, New York, 1965, σε.7 και Dodds E.R., Οι Έλληνες και το παράλογο, ό.π. σελ.34.
(18) Σίδερης Ζ., ό.π. ζ 332
(19) Vidal-Naquet Pierre, Ο κόσμος του Ομήρου, μτφρ. Α. Κεφαλά, εκδ. Εξάντας-Νήματα, Αθήνα 2002, σελ.53.
(20) Adkins Arthur, Merit and Responsibility, A Study in Greek Values, Oxford at the Clarendon Press, 1st print 1960, σελ.23, 29, 133 και Μαρωνίτης Δ., Αναζήτηση και Νόστος του Οδυσσέα, τρίτη έκδ. εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1980, σελ.92-97.
(21) Homeri Opera, Oxonii, printed in G.B. 1957, tomus III, α 7-9.
(22) Homeri Opera, ό.π. β94,99
(23) Σίδερης Ζ., ό.π. σ 269-70
(24) Dodds E.R., ό.π., σσ.29-30.
(25) Homeri Opera, Oxonii, printed in G.B. 1957, tomus III, β85-89, 93-94, 128.
(26) Μαρωνίτης Δ.,Ομηρικά Μεγαθέματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1999, σελ.84
(27) Homeri Opera, ό.π. τόμος 4ος, τ136-137.
(28) Latacz, G., ό.π. σελ.13-15.
(29) Πανούσης Ι., «Θρήνοι ηρώων στην Ιλιάδα», Φιλολογική, τεύχος 78, Αθήνα 2002, σελ.43-50.
(30) Βλάχος Γ., Πολιτικές Κοινωνίες στον Όμηρο, εκδ.ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981, σελ. 155.
(31) Dodds E.R., ό.π., σσ. 22-23.
(32) Πολυλάς Ιακ., Ομήρου Ιλιάδα, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2001, σελ.50, Α526.
(33) Homeri Opera, Iliadis Libros I-XII, ed. Tertia, Oxford Classical Texts, ed. Tertia, 1963, Λ142.
(34) Δουλαβέρας Αρ., «Ο Γνωμικός λόγος στην Ιλιάδα και το Ιδεολογικό του περιεχόμενο», Ανάτυπο, Τα ιμητικό Αφιέρωμα στον καθηγητή Μ.Γ. Μερακλή, ΘΗΤΕΙΑ, Παν/μια Αθηνών- Ιωαννίνων, Αθήνα 2002.
(35) Πολυλά Ιακ. ό.π. σελ. 468
(36) Edwards M.W., Όμηρος ο ποιητής της Ιλιάδος, μετφρ. Βάιος Λιαπής, Ν. Μπεζαντάκος, εκδ. Καρδαμίτσα, σελ.121-127.
(37) Βλάχος Γ., Πολιτικές Κοινωνίες στον Όμηρο, εκδ.ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981, σελ.49
(38) Edwards M.W., Όμηρος ο ποιητής της Ιλιάδος, μετφρ. Βάιος Λιαπής, Ν. Μπεζαντάκος, εκδ. Καρδαμίτσα, σελ.432-435.
(39) Romilly J., -Vernant Jean-Pierre, Αγαπάμε τα Αρχαία Ελληνικά, φιλολογική επιμέλεια Α. Στέφος, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2002, σελ.156-157.
(40) Homeri Opera, ό.π. τόμος 10ος, Α456.
(41) Κακριδή-Κομνηνού Όλγα, Σχέδιο και Τεχνική της Ιλιάδας, Βιβλιοθήκη του Φιλολόγου, αρ. 6, χωρίς εκδ. οίκο, Αθήνα 1977, σελ.84-95
(42) Adkins Arthur, Merit and Responsibility, A study in Greek Values, Oxford University Press, printed in 1970, p. 31-33, 71,157.
(43) Πολυλάς Ιάκωβος, Ομήρου Ιλιάδα, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2001, ραψωδία Ι 196-198.
(44) Edwards M.W., Όμηρος ο ποιητής της Ιλιάδος, μετφρ. Βάιος Λιαπής, Ν. Μπεζαντάκος, εκδ. Καρδαμίτσα, σελ.207-209, 216.
.(45) Finley M.I., Ο Κόσμος του Οδυσσέα, μτφρ.Σ.Μαρκιανού, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα1954, σελ.142.
(46) Gigante Marcello, «Η Οδύσσεια στην Πομπηία και το Ερκολάνο», Ομηρικά, Η΄Συνέδριο για την Οδύσσεια 1996, Ιθάκη 1998, τυπογρ. Σπ. Λένη, επιμέλεια Παϊζη-Αποστολοπούλου Μ., σελ.365.
(47) Jaeger Werner, ό.π. σελ.35-43.
(48)Αναστασιάδη Στ., Η διδασκαλία των Ομηρικών Επών, έκδ. 2η, εκτ. Γιαχούδη-Γιαπουλή, Θεσσαλονίκη 1977, σελ 23-29.
(49) Dodds E.R., ό.π. σελ.45.
(50) Μαρωνίτης Δ., Έκτορος και Ανδρομάχης Ομιλία, εκδ. Διάττων, Αθήνα 1994, σελ.19-25, 63-66.
(51) Αναστασίου Γ., «Οι Συνελεύσεις στο έπος», Έρανος, Πρακτικά Θ΄ Συνεδρίου για την Οδύσσεια, επιμ. Μ. Παϊζη-Αποστολοπούλου Μ., Ιθάκη 2001, τυπογραφείο Φ. Λένη, σελ. 49.
(52) Bourdieu Pierre, Νοστιμον Ήμαρ, μετφρ. Θ. Γιαλκέτσης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σελ.151
(53) Edwards M., ό.π. σελ.48.
http://www.ithacanews.gr/
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ.
1. Γενικά για τις ανθρωπιστικές αξίες στα Ομηρικά
έπη
Τα ομηρικά έπη είναι το αρχαιότερο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό κείμενο, από το οποίο μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα mutatis mutandis για τη ζωή των ανθρώπων προ και κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., εποχή που ο Όμηρος τούς έδωσε μια οργανωμένη μορφή ενσωματώνοντας προηγούμενους μύθους και στερεότυπα. Τα ομηρικά έπη, ως μυθολογία κι ως διδακτικό ανάγνωσμα, συγκροτούν ένα οικείο λογοτεχνικό «τόπο»
με τον οποίο μεγαλώσαμε και στον οποίο
προστρέχομε για να αναβαπτιστούμε σε αξίες παλιές, αλλά και σύγχρονες, οι
οποίες μπορούν να ευαισθητοποιήσουν το σύγχρονο αναγνώστη να μην χάσει την
ανθρωπιά του στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Τα ομηρικά έπη είναι το αρχαιότερο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό κείμενο, από το οποίο μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα mutatis mutandis για τη ζωή των ανθρώπων προ και κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., εποχή που ο Όμηρος τούς έδωσε μια οργανωμένη μορφή ενσωματώνοντας προηγούμενους μύθους και στερεότυπα. Τα ομηρικά έπη, ως μυθολογία κι ως διδακτικό ανάγνωσμα, συγκροτούν ένα οικείο λογοτεχνικό «τόπο»
Ο Latacz (1) στο βιβλίο του Ο Όμηρος, ο θεμελιωτής της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, γράφει «Η διαφορά, όμως ανάμεσα στον Όμηρο και σε εμάς, που γίνεται φανερή κυρίως στις εξωτερικές δομές εκμηδενίζεται μπροστά στα στοιχεία που είναι προφανές ότι έμειναν αναλλοίωτα». Στα ομηρικά έπη το ζητούμενο είναι ο σύγχρονος και μελλοντικός αναγνώστης με τη δυναμική του ανάγνωση ως μοναδική βιωματική εμπειρία να μπορεί να αναδείξει τις ανθρωπιστικές αξίες, γιατί «η αξία ενυπάρχει στο έργο, αλλά δεν εμφανίζεται παρά τη στιγμή που την αναζητά κάποιος αναγνώστης», επισημαίνει ο Τσβετάν Τοντόροφ (2). Άλλωστε και εμείς ως αναγνώστες μπορούμε ενδοσκοπούμενοι να παραδεχτούμε αυτό που λέει ο Αντόνιο Γκράμσι (3) ότι «Η τέχνη μπορεί να διδάξει, ακριβώς γιατί είναι τέχνη και όχι γιατί είναι ‘τέχνη που διδάσκει’ […]». Η ομηρική λογοτεχνία ως τέχνη του λόγου, ως απόλαυση, ως δράση με την χωροχρονική αλληλοδιείσδυση, ως μορφή και περιεχόμενο με τις αξίες της, με το ήθος των ηρώων της και τη σημαίνουσα ονοματολογία της (Αντίνοος, Αλκίνοος, πολύμητις, πολύτροπος, εχέφρων Πηνελόπεια, δολόμητις Κλυταιμνήστρα) μπορεί να συμβάλει ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος να ανακαλύψει τη δική του αλήθεια από άλλους δρόμους, πέρα από την επιστήμη.
Η ομηρική κοινωνία βγαίνει από το μύθο και αναζητάει τον κόσμο του λόγου, της δικαιοσύνης και της αρετής(4). Ο πολιτισμός που περιγράφει ο Όμηρος αποθεώνει την τιμή και τη δημόσια εκτίμηση. «Το υψηλότερο αγαθό για τον Ομηρικό άνθρωπο», γράφει ο Dodds(5), «δεν είναι ο φόβος προς το θεό», αλλά ο σεβασμός σε αξίες όπως είναι η αιδώς και η δικαιοσύνη, δεν είναι τυχαίο ότι ο Αχιλλέας στον καβγά του με τον Αγαμέμνονα λέει: «ἀλλά σοί, ὦ μέγ΄ ἀναιδές» (6). Ο Αχιλλέας φέρεται με το δέοντα σεβασμό σε όλους εκτός από τον Αγαμέμνονα (7), ο οποίος δε σέβεται ούτε τον ιερέα του Απόλλωνα. Οι ιερείς, όμως, όπως και οι αοιδοί και οι μάντεις είναι ιερά πρόσωπα, οι αοιδοί (8) συχνά είναι τυφλοί και έχουν το θείο χάρισμα της προφητείας και παρόλο που δεν βλέπουν το παρόν, προβλέπουν το μέλλον (9). Ο Ι.Θ. Κακριδής μιλάει για την αρετή της ανθρωπιάς του ομηρικού ήρωα αναφερόμενος στη σκηνή συμφιλίωσης Αχιλλέα και Πριάμου (10), καθώς ο Όμηρος «δεν απαρνιέται βέβαια την αρετή της παλικαριάς- κάθε άλλο!-, τη συμπληρώνει όμως με μιαν άλλη αρετή, με την ανθρωπιά». Οι περισσότεροι ομηρικοί ήρωες είναι πρότυπα ηθικής, ευγένειας, ευαισθησίας και ως «παραδειγματικές αχρονικές μορφές» (11) μπορούν να μπολιάσουν με αξίες το σύγχρονο αναγνώστη των ομηρικών επών. Μελετώντας διαχρονικά τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες παρατηρούμε ότι από τον άνθρωπο του Ομήρου «τον ζωντανό άνθρωπο» (12) πήγαμε στον τραγικό ήρωα, στο σοφό του Πλάτωνα, στον άνθρωπο της χριστιανοσύνης του Μεσαίωνα, του Θωμά τον Ακινάτη και του Δάντη, στον ήρωα των δημοτικών μας τραγουδιών και στο σύγχρονο άνθρωπο τον εγκλωβισμένο στο ατομικό του όραμα. Το έπος στη χρονική του εξέλιξη αντικαθίσταται από το μυθιστόρημα, οι θεοί και ο κόσμος του Ομήρου αντικαθίστανται από άλλους κόσμους και κοσμοείδωλα, αλλά οι αξίες και η ελπίδα που γεννά ο κόσμος του Ομήρου με το μύθο και την ανθρώπινη δράση δεν ξεπερνιούνται, όπως θα καταδειχθεί από ενδεικτικές αναφορές στο έργο. Στα ομηρικά έπη είναι αξιοσημείωτη η πολιτισμική ομοιότητα Αχαιών και Τρώων, καθώς λατρεύουν τους ίδιους θεούς και έχουν περίπου τις ίδιες αξίες. Όμως, η μορφή αυτή της «παγκοσμιοποίησης» δεν καταργεί τα πολιτισμικά όρια, όπως αποκαλύπτεται από την Ομιλία Έκτορος και Ανδρομάχης, όπου προβάλλεται η ατίμωση της συζύγου του Έκτορα σε ενδεχόμενη σκλαβιά στους Αχαιούς: «όσο πονώ για σένα, που κάποιος χαλκοντυμένος/ Αχαιός μαζί του θα σε σέρνει δακρυσμένη, που θα σε κάνει/ σκλάβα, μιαν ελεύθερη» (13).
2. Οι ανθρωπιστικές αξίες στην Οδύσσεια και την Ιλιάδα αναδεικνύεται καλύτερα μέσα από ενδεικτικά παραδείγματα, όπως είναι:
2.1. Άφιξη και φιλοξενία του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων
2.2. Το ήθος της Πηνελόπης, το υφαντό και ο δόλος της
2.3. Οι ικεσίες, οι αξίες και οι χαρακτήρες που αναδεικνύονται
2.4. Οι πρεσβείες, η ύβρις, η τιμή και ήθος των ηρώων
2.1.Άφιξη και φιλοξενία του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων
Ο κόσμος της Ιλιάδας και της Οδύσσειας παρά τις κρίσεις, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τις ενέργειες σε ανθρώπινο και θεϊκό επίπεδο δεν είναι ένας κόσμος μπερδεμένος, χωρίς αξίες και θεσμούς, χωρίς ήθη και έθιμα ως παράδοση και αξίες. Πίσω από τις πράξεις και τις στάσεις ηρώων και θεών φαίνεται να υπάρχει «θεσμικό, ψυχολογικό, ηθικό και κοινωνικό υπόβαθρο» (14). Υπάρχει φιλοσοφία για τη ζωή που διέπει το ηθικό και κοινωνικό γεγονός, το ανθρώπινο και το συλλογικό, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί ο νόστος του Οδυσσέα, η μήνις του Αχιλλέα, η πίστη στους θεούς, ο σεβασμός στους νεκρούς, η αξία της τιμής, η αγάπη για τη ζωή. Αξίες και ιδανικά απαντούν συσσωρευτικά στις ραψωδίες ι, η, θ της Οδύσσειας κατά την άφιξη και φιλοξενία του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων, όπως είναι: η φιλία, η οικογένεια, η αγάπη που συνδέει τα μέλη της, η συμμετοχικότητα στα κοινά, η παραγωγική εργασία ως αξία σε αντίστιξη με τους Κύκλωπες που δεν καλλιεργούν τη γη (ι Οδύσσειας), τους Λωτοφάγους, που δε διαθέτουν οργανωμένη κοινωνία (χαρακτηρίζονται άνομοι), και τους Λαιστρυγόνες, που είναι ξενόφοβοι. Η τεμπελιά κατακρίνεται, άντρες και γυναίκες εργάζονται, η θεά Αθηνά επιπλήττει τη Ναυσικά ως ακαμάτρα «Ναυσικά, τί νύ σ΄ ὧδε μεθήμονα γείνατο μήτηρ;»(15), «Πώς σ΄ έκαμε έτσι, Ναυσικά, η μάνα σου ακαμάτρα;» (16). Ο ποιητής κατά την άφιξη του Οδυσσέα στη Σχερία (ραψωδία ζ) τα λέει όλα σε λίγους στίχους: θεοσέβεια, δικαιοσύνη, φιλοξενία, οργανωμένη κοινωνία, αιδώς (17), π.χ. «αἰδέομαι γυμνοῡσθαι κούρησιν εϋπλοκάμοισι μετελθών» (ζ 221-222), ιερότητα του ικέτη, γάμος, αδελφική αγάπη της Αθηνάς στον Ποσειδώνα «γιατί τόν αδερφό της/ τον πατρικό σεβόντανε» (18), αξίες, που συνέχουν τον ομηρικό κόσμο. Η ικανότητα της Ναυσικάς στο «κρίνειν» μάς εισάγει σε προσωπική και συλλογική αξία «ξεῑν΄ ἐπεί οὒτε κακῷ οὒτ’ ἂφρονι φωτί ἒοικας». Η καθαριότητα ως λουτρό ή λούσιμο και ως συμβολική πράξη καθαρμού και αποδοχής, που στην τραγωδία θα γίνει «κάθαρσις» και στο χριστιανισμό, βάπτισμα είναι αξία. Οι προφυλάξεις της Ναυσικάς αποκαλύπτουν το ήθος της και τη θέση της ανύπαντρης κοπέλας, καθώς δε θέλει ν΄ ακουστούν άσχημα λόγια γι’ αυτήν «ὡς ἐρέουσιν, ἐμοί δε κ΄ ὀνείδεα ταῡτα γένοιτο». Η εργασία και η γνώση, που χαρακτηρίζει τους Φαίακες, η ευχή του Οδυσσέα στην Αρήτη για μακροβιότητα και καλά παιδιά αναδεικνύουν αξίες οικογενειακές και κοινωνικές (η153-55). Έτσι, ο Όμηρος στην Οδύσσεια μάς ξεκουράζει από τη δίνη των περιπετειών του ήρωά του δίνοντας το όραμα μιας ειρηνικής και ουτοπικής κοινωνίας στο νησί των Φαιάκων, στην Ιλιάδα προβάλλει τόσο την ανθρωπιά στη σκηνή των Γλαύκου-Διομήδη, όπου οι ήρωες ανταλλάσσουν τις πανοπλίες τους, καθώς ανακαλύπτουν ότι συνδέονται κληρονομικά με φιλοξενία (19), όσο και την ειρηνική ζωή και μάλιστα των απλών ανθρώπων στην ασπίδα του Αχιλλέα. (πρβλ. σε εποχές κρίσης τη σύλληψη χαρούμενων συνθέσεων ως νέο όραμα για τη ζωή, π.χ. Προσανατολισμοί και Άξιον Εστί του Ο. Ελύτη, Fuga, ερωτική συλλογή, του Ε. Κακναβάτου μέσα στη γερμανική κατοχή.
Σε μια άλλη ανάγνωση οι περιπέτειες του Οδυσσέα συγκροτούν την αξία της έλλογης σκέψης, που παλεύει για τη ζωή, που αποφεύγει την ύβρη σε αντίθεση με τους συντρόφους που έχασαν το νόστιμον ήμαρ ως νήπιοι (20) και ασεβείς «αὐτῶν γάρ σφετέρησιν ἀτασθαλίησιν ὂλοντο,/ νήπιοι, οἳ κατά βοῡς Ὑπερίονος Ἠελίοιο/ ἢσθιον. Αὐτάρ ὁ τοῑσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ» (21). Η θεοσέβεια είναι μια άλλη παράμετρος στην κλίμακα των αξιών, που αναδεικνύει την αυτογνωσία του ανθρώπου ως θνητού και την υπαρξιακή του ανάγκη που γίνεται πίστη. Οι θεοί αν και έχουν ανθρώπινες αδυναμίες, επιβάλλουν την ηθική τάξη και τιμωρούν όσους ξεπερνούν το μέτρο. Με την Οδύσσεια ο πολιτισμός του ανθρώπου διέρχεται από το δόλο και τα τεχνάσματα, από τον ανώνυμο «ούτις» στον επώνυμο Οδυσσέα, το γιο του Λαέρτη, τον καλό σύζυγο και σύντροφο, τον πολυμήχανο, τον πολυβασανισμένο, τον καστροκατακτητή, τον άνθρωπο που οι πράξεις του υπηρετούν αξίες. Η τιμή είναι η ύψιστη αξία, η ζωή αυταξία, η φιλοξενία, ο καλός ανταγωνισμός, η αιδώς, η θέση της γυναίκας, η προβολή της ειρηνικής ζωής είναι αξίες που προάγουν τις κοινωνίες. Στη ραψωδία θ κατά τη φιλοξενία όλη η διαδικασία του πρώτου και δεύτερου γεύματος, η αγορά, τα τραγούδια του Δημόδοκου, οι σκηνικές λεπτομέρειες του ανακτόρου, του τόπου και χώρου, η συνολική εικαστική λεπτομέρεια, οι αγώνες και τα δώρα, όλα συγκροτούν αξίες που συνέχουν μια οργανωμένη κοινωνία, που ψυχαγωγείται με τα κλέα των ανδρών και που τιμά με ξεχωριστά δώρα τον ξένο, τον ήρωα Οδυσσέα. Υλικός και πνευματικός πολιτισμός συγκροτούν ένα αρμονικό όλον και μπορούν grosso modo να στηρίξουν και το σύγχρονο άνθρωπο να μην εγκλωβιστεί στο γυάλινο σπίτι του και χάσει τη χαρά του διαλόγου, της επικοινωνίας και του μέτρου.
2.2. Το ήθος της Πηνελόπης, το υφαντό και ο δόλος της
Συχνά στον ομηρικό κόσμο θεές και θνητές υφαίνουν (Ανδρομάχη, Ελένη, Αρήτη, Καλυψώ ε64, Πηνελόπη), καθώς η εργασία είναι δικαίωμα και αξία στην κλειστή οικονομία του ομηρικού κόσμου. Συνεπώς, το υφαντό της Πηνελόπης, που είναι ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ανάγκη- υφαίνει το νεκρόπανο του γέροντα Λαέρτη «στησαμένη μέγαν ἱστόν ἐνί μεγάροισιν ὓφαινε,/ λεπτόν και περίμετρον. […]/ Λαέρτῃ ἥρωι ταφήϊον» (22), συγχρόνως υπηρετεί το έργο ως άλλοθι για την καθυστέρηση του γάμου της. Το μοτίβο προϋπάρχει του Ομήρου, αλλά ο ποιητής το συνδέει τόσο με το νόστο του Οδυσσέα, όσο και με το ήθος της Πηνελόπης και την αποκάλυψη της ύβρεως των μνηστήρων. Επίσης, συνδέεται και με το αίτημα του Οδυσσέα πριν την αναχώρησή του για την Τροία, που αφήνει ανοικτό το θέμα του γάμου της με το όρο να έχει ενηλικιωθεί ο Τηλέμαχος, όπως: «Και το παιδί μας όταν δεις πως έβγαλε πια γένια,/ άφησε πια το σπίτι σου, παντρέψου μ΄ όποιον θέλεις» (23) και την υπόσχεση της Πηνελόπης ότι δεν θα παντρευτεί πριν από την ενηλικίωση του Τηλεμάχου. Όμως, η ώρα της ανάγκης έφτασε, ο Τηλέμαχος ενηλικιώθηκε και ο ποιητής συγκροτεί το πορτραίτο της πιστής συζύγου και καλής μητέρας με τους δικούς του αφηγηματικούς τρόπους και τις υπέροχες εκφραστικές τεχνικές του που εκπλήσσουν καθώς είναι τόσο παλιές και μαζί σύγχρονες. Στην Τηλεμάχεια προβάλλεται η αγωνία της μάνας Πηνελόπης για τον ενδεχόμενο φόνο του γιου της από τους μνηστήρες, στη Νέκυια (ραψ.λ) ο Οδυσσέας πληροφορείται από τη μητέρα του την πίστη της συζύγου του και στη ραψωδία ω η ψυχή του Αμφιμέδοντα αναφέρεται στην πιστή Πηνελόπη σε αντίστιξη με την Κλυταιμνήστρα, που αποκαλείται στη νέκυια (ραψωδία λ 422) άπιστη και «δολόμητις». Τα επίθετα που συνοδεύουν την Πηνελόπη σκιαγραφούν το χαρακτήρα της υπομονετικής και φρόνιμης συζύγου, που δοκιμάζει τον ξένο πριν την αναγνώριση «πόσιος πειρωμένη» (ψ181). Έτσι πέρα από το επίθετο «περίφρων Πηνελόπεια», που απαντά πενηνταπέντε φορές, υπάρχει και το επίθετο «εχέφρων» με πέντε αναφορές (ν406, π130, π458, ω198, ω294), που αναδεικνύει τη φρόνηση της Πηνελόπης ως πράξη ζωής. Στο στίχο ω194 η ψυχή του Ατρείδη καλοτυχίζει τον Οδυσσέα για την αρετή της συζύγου του «ὡς ἀγαθαί φρένες ἦσαν ἀμύμονι Πηνελοπείῃ» (ω194). Επίσης, ο Οδυσσέας γνωρίζει από πρώτο χέρι την υπομονή της Πηνελόπης πριν την αναγνώριση, που την εξυψώνει στη συνείδηση του επανακάμπτοντος συζύγου «οὐ μέν κ΄ ἂλλη γ΄ ὧδε γυνή τετληότι θυμῷ ἀνδρός ἀφεσταίη» (ψ168). Επίσης, στις ραψωδίες ρ και σ σε πολλούς στίχους παρουσιάζεται η Πηνελόπη ως όμορφη, συνετή, ως άριστη μητέρα «ὀλοφυρομένη ἒπεα πτερόεντα προσηύδα. ‘ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερόν φάος’» (ρ40-41), ως ιδιαίτερα έξυπνη- επινοεί τον αγώνα για τους μνηστήρες- και ως καλή σύζυγος «μεμνημένη αἰεί ἀνδρός» (α343) και «δάκρυ χεούση» (λ183). Τέλος, το υφαντό της Πηνελόπης συνδέεται με το νόστο του αγαπημένου συζύγου, με την πίστη της, με το σεβασμό στον πεθερό της και την κοινή γνώμη. Τα τρία πρόσωπα και οι τρεις εκδοχές για το μοτίβο του υφαντού αποκαλύπτουν το ήθος των ομιλούντων προσώπων από τη δική τους οπτική γωνία: του Αντίνοου στη ραψωδία β85-128, της Πηνελόπης στη ραψωδία τ 137-163 και του Αμφιμέδοντα στη ραψωδία ω120-190, ενώ συγχρόνως αναδεικνύεται ο Όμηρος ως ο καλύτερος ηθογράφος.
Αναλυτικότερα στη ραψωδία β85-128 ο Αντίνοος απαντώντας στις κατηγορίες του Τηλεμάχου για την καταστροφή της περιουσίας του Οδυσσέα ρίχνει όλες τις ευθύνες στην Πηνελόπη (24) «Τηλέμαχ΄ υψαγόρη, μένος άσχετε, ποίον έειπες/ ημέας αισχύνων, εθέλοις δε κε μώμον ανάψαι./ Συ δ΄ού τι μνηστήρες Αχαιών αίτιοι εισίν,/ αλλά φίλη μήτηρ, η τοι περί κέρδεα οίδεν./ήδη γαρ τρίτον εστίν έτος, τάχα δ΄ είσι τέταρτον,/[…] η δόλον τόνδ’ άλλον ενί φρεσί μερμήριξε. /στησαμένη μέγαν ιστόν ενί μεγάροισιν ύφαινε,/ […]πριν γ΄ αυτήν γήμασθαι Αχαιών ω κ΄ εθέλησιν.» (25). Αξίζει να επισημανθεί η έννοια του δόλου όχι ως σύγχρονη αξία, αλλά ενταγμένη στο ιστορικό και κοινωνικό της πλαίσιο. Ο Τηλέμαχος με περισσή ωριμότητα ως άξιος γιος που σέβεται μητέρα και πατέρα απαντά στην πρόκληση του Αντίνοου κρατώντας για προστασία σκήπτρο. Αντίθετα, ο λόγος του Αντίνοου έχει έλλειψη μέτρου, ύβρη και ακρισία, καθώς αποκαλεί την Πηνελόπη την πιο πονηρή γυναίκα που τούς ξεγελά εδώ και τρία στα τέσσερα χρόνια με το δόλο της «στησαμένη μέγαν ιστόν,[…] ταφήϊον» για το γέροντα Λαέρτη, τον οποίο ύφαινε και ξύφαινε, αλλά μια δούλη αποκάλυψε το δόλο της, που πήγε με το μέρος της εξουσίας, της δύναμης των μνηστήρων. Έτσι, το υφαντό έπρεπε να τελειώσει και ο αργαλειός της ανάγκης χάνει πια το ρόλο του. Ο Αντίνοος προχωράει πιο πέρα, καθώς σε λόγο προστακτικό ζητάει από τον Τηλέμαχο να στείλει τη μάνα του στον πατέρα της να την παντρέψει ή να παντρευθεί όποιον θέλει από τους μνηστήρες. Ο ίδιος, όμως προβάλλει το ήθος της Πηνελόπης και την υστεροφημία της σε σχέση με άλλες γυναίκες. Τα λόγια του έχουν πάθος, προβάλλουν χωρίς να το έχουν σκοπό το ήθος της πιστής συζύγου, αποκαλύπτουν την ύβριν των μνηστήρων, που δημιουργούν το πλαίσιο για την αποκατάσταση της τάξης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος ανάμεσα στους μνηστήρες είναι ο πλέον υβριστής και είναι αυτός που θα σκοτωθεί πρώτος από τον Οδυσσέα. Έτσι, ο σύγχρονος αναγνώστης πέρα από τις οικογενειακές αξίες εμμέσως διδάσκεται ότι η ύβρις και η αμετροέπεια τιμωρούνται, ότι η κοινωνική συνύπαρξη απαιτεί το σεβασμό της τιμής και της περιουσίας του άλλου. Ο Τηλέμαχος, που αρνείται να αποπέμψει τη μητέρα του στους γονείς της, παρουσιάζεται ώριμος, που γνωρίζει το δίκιο της μητέρας του, τη σέβεται και συγχρόνως αναζητάει να παίξει το ρόλο του, κοινωνικό και πολιτικό, στο αναστατωμένο Θιάκι. Μπορεί, επίσης, η ύβρις και η βιαιότητα του Αντίνοου να μελετηθούν και σε σχέση με την ενέδρα που έστησαν οι μνηστήρες στον Τηλέμαχο. Από αφηγηματική άποψη ο χρόνος δράσης με τον τελειωμό του υφαντού επισπεύδεται και δημιουργεί ψυχολογική ετοιμότητα.
Στη ραψωδία τ 137-163 ο ποιητής δίνει με τον πλέον επιτυχημένο τρόπο την αφοσίωση της Πηνελόπης στον απόντα σύζυγό της. Η Πηνελόπη μιλώντας στον άγνωστο ξένο-Οδυσσέα αφού αναφερθεί στον πόνο της για τον Οδυσσέα φτάνει στο μοτίβο του υφαντού, τον αργαλειό της ανάγκης και το θεόπνευστο δόλο της (26) «[..] Οδυσή ποθέουσα φίλον κατατήκομαι ήτορ./ οι δε γάμον σπεύδουσιν. εγώ δε δόλους τολυπεύω» (27). Η Πηνελόπη επαναλαμβάνει όσα είπε ο Αντίνοος σε σχέση με το υφαντό με τη διαφορά ότι παρουσιάζει το δόλο της θεόσταλτο, ομολογεί ότι πονάει για τις σπατάλες των μνηστήρων- σε αντίθεση με όσα λέει ο Αντίνοος- και ομολογεί ότι η ίδια από ανάγκη ομολόγησε το δόλο της στους μνηστήρες. Η διαφορετική θέση αποκαθιστά την Πηνελόπη στη συνείδηση του ακροατή, αποκαλύπτει το ήθος της και κάνει τα ποιητικά πρόσωπα ζωντανά, που το καθένα από τη δική του οπτική γωνία μιλάει και συγχρόνως ηθογραφείται. Η ζωή δίνεται με όλα τα καλά και τα τρωτά της, προβάλλονται οι αρετές της υπομονής, της εξυπνάδας, της ευγένειας, της ευαίσθητης μάνας, της καλής συζύγου και οικονόμου και έμμεσα δίνεται και η ομορφιά της Πηνελόπης. Το ήθος της είναι από τις πιο όμορφες και άρτιες δημιουργίες του ποιητή. Σε αντίθεση με τη δράση των μνηστήρων ο ποιητής δίνει ένα ηθικό πρότυπο συζύγου. Αξίζει να επισημανθεί ότι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο, όχι μόνο δεν κουράζει και δε χαλαρώνει τη δράση, αλλά ανοίγει νέες προοπτικές, καθώς συνδέει πιο πολύ τους Οδυσσέα-Πηνελόπη, τον απόντα-παρόντα σύζυγο, και οδηγεί τη βασίλισσα στο κρίσιμο σημείο της απόφασης για τον επικείμενο γάμο. Η αγωνία του ακροατή/ αναγνώστη είναι έκδηλη, καθώς αναρωτιέται αν θα προφθάσει ο Οδυσσέας ή θα τον ξεπεράσουν τα πράγματα. Τα πρόσωπα-κλειδιά επιτείνουν τη δράση και όλα τα νήματα του έργου συνεκβάλλουν στο σχήμα Ύβρις-Τίσις-Νέμεσις. Η τέχνη και οι τεχνικές του ποιητή είναι από μόνες τους «ομιλούσες», αναζητείται η κάθαρσις όχι ως λουτρό του σώματος, αλλά ως καθαρμός ψυχής και αποκατάσταση της ηθικής τάξης.
Στη ραψωδία ω120-190 επαναλαμβάνεται το μοτίβο του υφαντού, αλλά κάτω από άλλες συνθήκες-επίπεδο Κάτω Κόσμου. Η ψυχή του Αμφιμέδοντα συνομιλώντας με τον Αγαμέμνονα στον Άδη προβάλλει το ήθος της Πηνελόπης που «ηρνείτο στυγερόν γάμον»(ω126), επαναλαμβάνει την εκδοχή της ραψωδίας β ότι κάποια δούλα πρόδωσε την Πηνελόπη, αλλά με το τελείωμα παρουσιάστηκε και ο Οδυσσέας. Έτσι, το υφαντό συσχετίζεται με το τέλος του νόστου. Το μοτίβο της καταστροφής το βράδυ εκείνου που γίνεται την ημέρα είναι συχνό στις λαϊκές αφηγήσεις (π.χ. της Άρτας το γεφύρι), η παρουσία όμως του υφαντού τρεις φορές στην Οδύσσεια αποδεικνύει την ξεχωριστή σημασία του. Βέβαια, η μελέτη του δόλου με το υφαντό σε μια συγκριτική εξέταση των ραψωδιών β και ω, αναδεικνύει διαφορές, καθώς στη ραψωδία ω το αφηγηματικό υλικό είναι συμπληρωμένο και μπορεί να θεωρηθεί από την οπτική του μνηστήρα ως μια εξομολόγηση με στόχο την υστεροφημία και την αποκατάστασή του. Παρατηρούμε, επίσης, ότι στη ραψωδία ω γίνεται, αρχικά, λόγος για την άφιξη του Οδυσσέα και έτσι κατά την αφήγηση του μνηστήρα αφήνεται να εννοηθεί ότι υπήρξε συνεργασία μεταξύ των συζύγων για τη μνηστηροφονία. Έτσι, συνάγεται από την αφήγηση του Αμφιμέδονα ότι προηγήθηκε η αναγνώριση, ενώ είναι γνωστό ότι ακολούθησε. Ο μνηστήρας μιλάει για τον κακό δαίμονα των συμπτώσεων. Θεωρώ ότι ο Αμφιμέδοντας δίνει τη δική του εκδοχή που προσεγγίζει εκείνη των απλοϊκών ανθρώπων, που αν αποτύχουν σε κάτι λόγω του ιδιότυπου εγωισμού τους δεν το ομολογούν αλλά επιρρίπτουν αλλού τις αιτίες ή επινοούν φανταστικές συμπτώσεις για να μην αποδεχθούν την αποτυχία. Γι΄ αυτό προστέθηκαν στοιχεία κατά το εικός και αναγκαίον της αληθοφάνειας της αφήγησης. Σε επίπεδο αξιών ο Αμφιμέδοντας φαίνεται να έχει κάποιο φιλότιμο, ντρέπεται και προσπαθεί να προστατεύσει τη φήμη του έστω και από τον Άδη.
Ο ποιητής ολοκληρώνοντας την Οδύσσεια κάνει μια συνοπτική ανακεφαλαίωση αναφερόμενος σε πρόσωπα και καταστάσεις όπου εντάσσεται ως κάθαρση η μνηστηροφονία και το περιστατικό του υφαντού ώστε μέσα από αυτά να αναδειχθούν χαρακτήρες και τις αξίες, να προβληθεί ένας κόσμος, μια κοινωνία εξελισσόμενη που αναζητά τη δική της συνοχή μέσα από τον αυτοσεβασμό, τον αλληλοσεβασμό, το σεβασμό της ιδιοκτησίας του άλλου, την αξία της εργασίας, τη συζυγική πίστη και γενικά την τιμή σε όλες τις εκδοχές της. Είναι ολοφάνερο ότι πολλά μπορεί να κερδίσει ο σύγχρονος αναγνώστης από τη μελέτη των ομηρικών επών. Στη διδακτική πράξη η παράλληλη μελέτη των χωρίων αυτών μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη κατανόησή τους.
2.3 Οι ικεσίες, οι αξίες και οι χαρακτήρες που αναδεικνύονται
Η επικαιρότητα των ομηρικών επών σήμερα, όπως επισημαίνει ο Latacz, είναι βαθιά ριζωμένη στη γλώσσα και στο κοσμοείδωλό μας, τόσο των Ελλήνων όσο και του ανθρώπου. Αναφερόμενος στην επίδραση του Ομήρου γράφει ότι «από την πρώτη στιγμή στηρίχτηκε στο γεγονός ότι η ποίησή του υπερέβαινε το πρόσκαιρο, βασιζόταν δηλαδή σε μια διαχρονική ποιότητα»(28) . Η μελέτη των ικεσιών και πρεσβειών με τα όμοια και διαφορετικά στοιχεία τους αναδεικνύουν στάσεις, αξίες και απαξίες ως στοιχεία συνεκτικά της ατομικής και συλλογικής ζωής των ηρώων του έπους και των κοινωνιών που αντιπροσωπεύουν, στοιχεία που μπορούν να λειτουργήσουν στην εποχή μας ως παραδείγματα και αντιπαραδείγματα. Εντοπίσθηκαν επτά ικεσίες: της Θέτιδας στο Δία σε επίπεδο θεών Α493-533, του Χρύση Α12-53, του Άδραστου στο Μενέλαο Ζ37-65, του Δόλωνα στο Διομήδη Κ 374-381, 453-457, των γιων του Αντίμαχου, Πείσανδρου και Ιππόλοχου, στον Ατρείδη Λ122-147, του Λυκάονα στον Αχιλλέα Φ34-135 και του Πριάμου στον Αχιλλέα- Έκτορος λύτρα Ω 468-676.
Σε αυτές μπορούμε να βρούμε στοιχεία κοινά και στοιχεία επιπρόσθετα, που έχουν σχέση με το ποιος είναι ικέτης σε ποιον. Αναλυτικότερα, ο Χρύσης στο Α12-53 κρατά το χρυσό σκήπτρο που τον προστατεύει, άλλωστε είναι ιερέας και πρέπει να γίνει σεβαστός. Η ικεσία προβάλλει τον πατρικό πόνο, ο Χρύσης θρηνεί και φέρνει πολύτιμα λύτρα για να εξαγοράσει την κόρη του (ικεσία για γυναίκα). Συχνά οι ομηρικοί ήρωες θρηνούν (29), κλαίνε, θυμώνουν, είναι ανθρώπινοι, αλλά και αίρονται πάνω από τα υλικά αγαθά, όταν το καλεί η περίσταση, προβάλλοντας τις αρετές τους ως πράξη, όπως είναι: η θεοσέβεια, η φρόνηση (30), η τιμή, η αρετή σε όλες τις εκδοχές της και η δικαιοσύνη. Στην ικεσία του ο Χρύσης επιδιώκει να εξευμενίσει τους Αχαιούς ευχόμενος γι΄ αυτούς να πάρουν την Τροία και στη συνέχεια ζητάει την απόδοση της κόρης του (μορφή ανταπόδοσης σε επίπεδο διαμεσολάβησης στο θεό). Η βίαιη αντίδραση του Αγαμέμνονα, παρά την αντίθετη άποψη των άλλων Αχαιών, οδηγεί στην ύβρη και την άτη (31) που τύφλωσαν τον Αγαμέμνονα και για την οποία θα πληρώσει ο στρατός με το θεόσταλτο λοιμό, καθώς ο Απόλλων εισακούει τις προσευχές του πονεμένου πατέρα και του ατιμασμένου ιερέα του, σύμφωνα με το σχήμα προσφορά-ανταπόδοση. Έτσι, επέρχεται η κάθαρση και η αποκατάσταση της τάξης. Σημαντική είναι και η περιγραφή της ικεσίας σε θεϊκό επίπεδο, όταν η Θέτιδα Α493-533 με το αριστερό χέρι πιάνει τα γόνατα του Δία και με το άλλο το πηγούνι ζητώντας να τιμήσει ο θεός τον ολιγοήμερο γιο της. Δεν του προσφέρει λύτρα, αλλά του ζητάει να αποκατασταθεί η τιμή του γιου της σε ανταπόδοση των δικών της προσφορών σε αυτόν, έργω ή λόγω, που μας παραπέμπει στα σύγχρονα τάματα στους Αγίους και στη συμφωνία του Γ. Μακρυγιάννη με τον Αϊ-Γιώργη (ανθρώπινη ψυχολογία και θρησκευτικό συναίσθημα). Η στάση ικεσίας δίνεται σκηνογραφικά τέλεια (εικαστική αξία και μάθηση), καθώς και η διάρκειά της έως ότου ο Δίας με το αλάθευτο σημάδι «της κεφαλής το σκύψιμο» (32) συγκατανεύσει. Ο Άδραστος στη ραψωδία Ζ37-65 ικετεύει το Μενέλαο (του πιάνει τα γόνατα) να του χαρίσει τη ζωή έναντι λύτρων με αναφορά στην πατρική συμβολή (αύξηση λύτρων και πατρική αγάπη). Η πατρική αγάπη έχει ιδιαίτερη παρουσία στα ομηρικά έπη και συσχετίζεται κυρίως με το γιο και άξιο κληρονόμο με εξαίρεση το Χρύση, ο οποίος γίνεται ικέτης για την κόρη του. Στην κρίσιμη στιγμή, που ο Μενέλαος είναι έτοιμος να ενδώσει, εμφανίζεται ο Αγαμέμνων που τον συγκρατεί θυμίζοντάς του το κακό που έχουν κάμει οι Τρώες στο σπίτι του. Έτσι, η ικεσία αποτυγχάνει, ο θυμός υπερισχύει και το σκηνικό είναι άκρως πολεμικό, εχθρικό, καθώς ο Αγαμέμνονας ξεστομίζει πολύ εκδικητικά λόγια για κάθε αγόρι των Τρώων, γεννημένο και αγέννητο, ακόμα και εκείνο, που είναι στα σπλάχνα της μάνας του. Στη ραψωδία Κ 374-381, 453-457 έχομε την ικεσία του Δόλωνα στους Διομήδη και Οδυσσέα. Ο ικέτης υπόσχεται πολλά λύτρα για να σώσει τη ζωή του και πρόσθετα λύτρα από τον πατέρα του (ομοιότητα με ικεσίες Άδραστου, γιων του Αντίμαχου και Λυκάονα, όλοι αναφέρονται στον πατέρα και στη σωτηρία της ζωής τους). Στο απόσπασμα καταδεικνύεται η δειλία του Δόλωνα, η εύκολη προδοσία του και η υπόσχεσή του να δώσει περισσότερες πληροφορίες αν του χαρίσουν τη ζωή. Ο Οδυσσέας δεν κάμπτεται και την ώρα που τείνει το χέρι στο πηγούνι (τυπικό ικεσίας) ο Διομήδης τον σκοτώνει και ακολουθεί η προσφορά των λαφύρων στην Αθηνά σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Προβάλλονται αξίες και απαξίες, όπως είναι η εξυπνάδα του Οδυσσέα, η θεοσέβεια, η δειλία και η προδοσία του Δόλωνα, που θέλει τη ζωή, ακόμα και ατιμασμένη, στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούν ανάλογα από το σύγχρονο αναγνώστη.
Ακολουθεί η ικεσία των γιων του Αντίμαχου, Πείσανδρου και Ιππόλοχου, στον Ατρείδη, ραψωδία Λ122-147, όπου δίνονται λύτρα και επιπλέον υπόσχεση από τους ικέτες για παροχή περισσότερων υλικών αγαθών-λύτρων από τον πατέρα τους (πατρική αγάπη), αν, βέβαια, καταφέρουν να μαλακώσουν τον αγριεμένο Ατρείδη και σωθούν. Όμως, η αναφορά στον πατέρα όχι μόνον δεν συγκινεί, αλλά επιπρόσθετα οξύνει την όλη ατμόσφαιρα και φέρνει αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ο Αντίμαχος είναι μισητός στους Αχαιούς, γιατί αυτός πρώτος αρνήθηκε να γυρίσουν πίσω την Ελένη στους Αχαιούς και, ακόμα, πρότεινε να σφάξουν το Μενέλαο. Έτσι, ο Αγαμέμνονας με την παρέμβαση και της μνήμης γίνεται πιο σκληρός και όχι μόνον φονεύονται οι δυο ικέτες «νῡν μέν δή τοῦ πατρός ἀεικέα τείσετε λώβην» (33) αλλά και αφήνονται να τούς φάνε τα όρνια. Με αφορμή αυτήν την ικεσία προβάλλονται η οργή, η ανδρεία και η συλλογική ευθύνη του Αγαμέμνονα, ενώ συγχρόνως τα λόγια του συγκροτούν γνωμικό (34) γνωστό στο σύγχρονο άνθρωπο από τον εκκλησιαστικό λόγο ότι «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Σε αυτή την αποτυχημένη ικεσία μπορούμε να αναζητήσουμε στοιχεία δικαιοσύνης ως ένα είδος «βεντέτας» ή αυτοδικίας.
Μια άλλη ικεσία εντοπίζεται στη ραψωδία Φ34-135 όπου ο Πριαμίδης Λυκάων ικετεύει τον Αχιλλέα, ο οποίος ως λιοντάρι χτυπάει τους Τρώες και τους συμμάχους του εκδικούμενος το θάνατο του αγαπημένου του φίλου Πατρόκλου. Μπροστά του βρίσκεται ο Λυκάονας που άλλοτε τον είχε συλλάβει αιχμάλωτο και τον πούλησε στη Λήμνο παίρνοντας λύτρα. Δίνεται εμβόλιμα η αναδρομική ιστορία και συνδέονται τα νήματα ότι κάποιος θεός τον έριξε πάλι στα χέρια του Αχιλλέα τη στιγμή που είναι ιδιαίτερα σκληρός εκδικούμενος το θάνατο του φίλου του. Δίνεται το σκηνικό της συνάντησης, ο Λυκάονας είναι χωρίς όπλα μες στο ποτάμι και χωρίς ιπποτικές συμβάσεις ο Αχιλλέας προλέγει ότι θα τον σκοτώσει. Η ικεσία δεν πρόφθασε να ολοκληρωθεί, διότι, καθώς ο ικέτης «από τα γόνατά του επιάσθη, με το ένα χέρι του ‘πιανε τα χέρια ως ικέτης και με τ΄ άλλο αυτού στην γην σφικτά κρατούσε το κοντάρι» (35) ο Αχιλλέας σκοτώνει τον ικέτη και είναι ιδιαίτερα σκληρός, καθώς ο φίλος του ο Πάτροκλος είναι νεκρός. Ο Αχιλλέας με τη στάση του μπορούμε να πούμε ότι διαπράττει ύβρη, ξεπερνά το μέτρο. Αξίζει να σχολιασθεί η σκληρή συμπεριφορά του Αχιλλέα που προβαίνει σε ένα είδος σύγκρισης ανάμεσα στην αξία της ζωής του ικέτη και της ζωής της δικής του και του φίλου του. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι η ζωή του ικέτη μειώνεται σε αξία σε σχέση με τη ζωή του Πατρόκλου και του Αχιλλέα, οι οποίοι είναι από καλή γενιά. Τονίζεται ιδιαίτερα (τραγικότητα του ήρωα) το ολιγόζωον του Αχιλλέα αν και είναι από καλόν πατέρα, από καλή γενιά και από θεά μητέρα (ούτε οι θεοί δεν μπορούν να ανατρέψουν τη Μοίρα). Έτσι ο ποιητής σε ευθύ λόγο φέρνει στο προσκήνιο τον αναπόφευκτο θάνατο του Αχιλλέα ως ολιγόζωου (τεχνική της πρόληψης) στοιχείο συνοχής στην πλοκή και εξέλιξη του έργου, αλλά και αιτιολόγησης ως ένα σημείο της σκληρότητας του ήρωα προς τον ικέτη του. Είναι ολοφάνερο ότι και αυτή η ικεσία αποτυγχάνει, καθώς η μοίρα και ο θάνατος ξεπερνούν ακόμα και τη δύναμη των θεών, ενώ προβάλλεται η χωρίς όρια οργή του Αχιλλέα και το δράμα του θύτη-Αχιλλέα, του Αχιλλέα-θύμα στην αξεπέραστη θνητότητα των ανθρώπων. Ο νεκρός ικέτης στερείται των νεκρικών τιμών, καθώς πετιέται στο ποτάμι συνοδευόμενος με υπόσχεση διαρκούς εκδίκησης από τον Αχιλλέα. Συνολικά, από αυτήν την ικεσία μπορούμε να σχολιάσουμε στο κειμενικό και ιστορικο-κοινωνικό της πλαίσιο την οργή του Αχιλλέα, αλλά και την προβολή της φιλίας με αναφορές στο νεκρό φίλο του Πάτροκλο και την τιμή του. Φαίνεται δε ότι ο θάνατος του αγαπημένου του φίλου λειτουργεί ως ψυχοκίνητρο όχι μόνο για την έξοδό του στη μάχη και την εξέλιξη του έργου, αλλά και για την όλη στάση του, καθώς τον έχει κάμει πολύ σκληρό και ως ένα σημείο υβριστή σε σχέση με τη ζωή ως αυταξία, καθώς την βάζει σε μια κλίμακα αξιών και σε αλληλεξάρτηση με τη γενιά και την ανδρεία (ηρωικό έπος).
Τέλος, η σημαντικότερη ικεσία στο ιλιαδικό έπος είναι εκείνη του Πριάμου στη σκηνή του Αχιλλέα με τα Έκτορος λύτρα Ω 468-676 (36). Αρχικά ο Αχιλλέας είναι πολύ σκληρός, στη συνέχεια παρατηρείται αλλαγή. Η ψυχογράφηση του Αχιλλέα παρουσιάζει έντονες μεταπτώσεις, κινδυνεύει να αποτύχει η ικεσία για την επιτυχία της οποίας υπάρχει και θεϊκή παρέμβαση (οργή, θυμό, αλλά και πόνο και σεβασμό στο νεκρό Έκτορα και το γέροντα πατέρα του). Ο πόνος του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο και τον μη νόστο έστω και νεκρού τον έχει εξαγριώσει, αλλά και η σκέψη του γέροντα πατέρα του τον οποίο ο ίδιος ως ολιγόζωος δεν θα γεροκομήσει τον ευαισθητοποιούν σε σχέση με τον Πρίαμο. Έτσι, μέσα σ΄ ένα πολεμικό έπος δίνονται στάσεις και πράξεις που συγκροτούν αξίες και απαξίες. Εκείνο που προέχει είναι η ανθρωπιά και οι αξίες που αναδεικνύονται από ένα πολεμικό, όπως είναι το ιλιαδικό έπος: σεβασμός στο γέροντα, στον πατέρα, ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο, έμμεση αναγνώριση της αξίας του νεκρού εχθρού (νεκρόδειπνα, εκεχειρία και φίλιωμα με τον Πρίαμο για να αποδοθούν οι νεκρικές τιμές στον Έκτορα). Ο Πρίαμος κατά την ικεσία φιλάει τα ανδροφόνα χέρια του Αχιλλέα, αναφερόμενος στο θάνατο των παιδιών του και κυρίως του Έκτορα, προβάλλει το δικό του πόνο ενώ συγχρόνως απευθύνεται στην ευαισθησία του Αχιλλέα σε σχέση με την πατρική αγάπη και το γήρας. Αξίζει να προσεχθούν η στάση και τα λόγια του γέρο Πρίαμου, η αναγνώριση της αξίας του αντιπάλου και η δημιουργία της συγκινησιακής ατμόσφαιρας, που οδηγεί σε επιτυχία την ικεσία. Είναι αξιοσημείωτο για τον αναγνώστη ότι μπορεί να εμπλακεί σε συναισθηματικά συμμετέχοντας στον πόνο και το κλάμα και των δύο δρώντων προσώπων της σκηνής της ικεσίας, καθώς κλαίνε ο καθένας για δικό του λόγο, μεν Πρίαμος για τον Έκτορα, ο δε Αχιλλέας για τον Πάτροκλο και ενθυμούμενος το γέροντα πατέρα του. Έτσι αναδεικνύεται ως αξία ο σεβασμός στο γήρας, στα καλά γεράματα (37). Είναι αξιοσημείωτο ότι στα Έκτορος λύτρα ανυψώνεται στη συνείδηση του αναγνώστη ο Αχιλλέας που συμπεριφέρεται με υιική φροντίδα στον Πρίαμο. Σημαντικό στοιχείο είναι η τιμή που αποδίδει ο Αχιλλέας στο νεκρό Έκτορα, καθώς μόνος του τον βάζει στο νεκρικό κρεβάτι αναγνωρίζοντας έτσι την ανδρεία και τη φιλοπατρία του. Έχοντας, όμως, στο προσκήνιο την εκδίκηση του εχθρού για το θάνατο του φίλου του Πατρόκλου, νιώθει ενοχές, τον παρακαλεί να μη θυμώσει για την απόδοση του νεκρού και την αποδοχή των λύτρων εξευμενίζοντάς τον με προσφορές από τα καλύτερα λύτρα του Έκτορα. Ακολουθεί το μικρό νεκρόδειπνο κι ο αμοιβαίος αλληλοσεβασμός που μεγιστοποιείται με τη φροντίδα για τον ύπνο του Πριάμου (38) (ετερότητα). Τα όρια ανάμεσα σε εχθρό και φίλο έχουν αμβλυνθεί μπροστά στην πατρική αγάπη και το σεβασμό στο νεκρό, που συγκροτούν απόδειξη ανθρωπιάς εκ μέρους του Αχιλλέα, η οποία ολοκληρώνεται με την προσφερόμενη εκεχειρία για να τιμηθεί επάξια ο νεκρός Έκτορας (39).
Έτσι, η ικεσία του Πριάμου και η στάση του Αχιλλέα είναι μάθηση και αγωγή ψυχής για κάθε άνθρωπο πέρα από χρόνο, φύλο, φυλή και ιστορικές συγκυρίες, καθώς η φιλία και ο σεβασμός στο γέροντα και το νεκρό είναι ως σήμερα αξίες πανανθρώπινες.
2.4. Οι πρεσβείες, η ύβρις, η τιμή και ήθος των ηρώων
Στην Ιλιάδα έχομε δύο πρεσβείες: α) στη νήσο Χρύσα Α430-487 με επί κεφαλής τον Οδυσσέα και β) στον Αχιλλέα –λιτές Ι 182-668- με τους Φοίνικα, Αίαντα και Οδυσσέα. Στην πρεσβεία στη νήσο Χρύσα ο Οδυσσέας επιστρέφει στο Χρύση τη Χρυσηίδα και εξευμενίζει με εκατόμβη το θεό Απόλλωνα. Γίνεται το συμβολικό νίψιμο των χεριών, οι προσφορές με το κριθάρι και η προσευχή στον Απόλλωνα με τη διαμεσολάβηση του ιερέα Χρύση, που ζητά να σταματήσει το θανατικό στο στρατόπεδο των Αχαιών. ‘Ετσι, με την απόσυρση της ύβρης ο Απόλλων «έκλυε», ενώ ο ιερέας ζητά να σωθούν οι Δαναοί «ήδη νυν Δαναοίσιν αεικέα λοιγόν άμυνον»(40). Ακολουθούν οι θυσίες, το γεύμα και τα άσματα, που εξιλέωναν τους θεούς και αποκαθίσταται η τάξη σε επίπεδο θεϊκό και ανθρώπινο. Στην πρεσβεία προς τον Αχιλλέα (λιτές Ι 182-668) (41) με τους Φοίνικα, Αίαντα και Οδυσσέα έχομε πολύ καλή προετοιμασία και οργάνωση της πρεσβείας σύμφωνα με τις συμβουλές του Νέστορα και με απώτερο στόχο την πειθώ και την έξοδο του Αχιλλέα στη μάχη γιατί κινδύνευαν οι Δαναοί από την ορμή του Έκτορα. Στην περιγραφική αφήγηση δίνονται αρχικά σκηνικές λεπτομέρειες, που αποκαλύπτουν και άλλες πτυχές της προσωπικότητας του Αχιλλέα: ο Αχιλλέας παίζει κιθάρα και τραγουδά τις δόξες των ανδρών και κοντά του είναι ο Πάτροκλος. Ακολουθεί η ζεστή υποδοχή της πρεσβείας με αναφορά στη φιλία (42) «Χαίρετε, ω φίλοι μου ακριβοί, τους είπεν ο Αχιλλέας,/ -θα είναι ανάγκη φοβερή- σεις είσθε αγαπητοί μου,/ όσο κανείς των Αχαιών, και ας είμαι χολωμένος» (43). Η όλη υποδοχή δημιουργεί ατμόσφαιρα καλή που μπορεί να οδηγήσει σε θετική ανταπόκριση στο αίτημα της πρεσβείας, αλλά η αναφορά στο θυμό είναι ανασχετική . Ακολουθεί το κέρασμα των φίλων με κρασί, οι απαρχές από τον Πάτροκλο, το φαγητό και ο λόγος του Οδυσσέα, που αφού τον ευχαριστήσει για το πλούσιο δείπνο, έρχεται στο δια ταύτα, δηλαδή τού ζητάει να βγει στη μάχη να αντιμετωπίσει τον Έκτορα από τον οποίον κινδυνεύουν να χαθούν όλοι στην Τροία και να χάσουν το γυρισμό στην πατρίδα (νόστος). Ακολουθεί η απόρριψη από τον Αχιλλέα και η διαβεβαίωση ότι το μίσος του για τον Αγαμέμνονα δεν ανταλλάσσεται με δώρα, που και τα καλύτερα είναι τιποτένια μπροστά στην τιμή το (44). Συγχρόνως βρίσκει την ευκαιρία ο Αχιλλέας να ηθογραφήσει τον Αγαμέμνονα με αναφορά στις πράξεις του. Τον αποκαλεί «άδικο» κατά τη διανομή των λαφύρων, άδικο για την αρπαγή της Βρισηίδας και τους υπενθυμίζει ότι για την τιμή της Ελένης και των Ατρειδών φτάσανε όλοι στην Τροία, ενώ ο Αγαμέμνονας τον «ατίμασε» παίρνοντας το λάφυρό του και τη γυναίκα που αγαπούσε. Έτσι, δίνεται έμμεσα η αδικία και η προσβολή της τιμής με άλλα μέτρα και σταθμά ενώ πρόκειται για ίδια αιτία, την αρπαγή μιας γυναίκας. Η έμμεση σύγκριση Ελένης- Βρισηίδας ισορροπεί με τη δήλωση του Αχιλλέα ότι αγαπούσε τη Βρισηίδα. Η απόρριψη της πρεσβείας συνοδεύεται από την απειλή ότι θα φύγει για τη Φθία. Έτσι προβάλλεται ο νόστος του Αχιλλέα ως τραγική ειρωνεία, καθώς ο αναγνώστης γνωρίζει ότι αυτό δεν θα γίνει. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Αχιλλέας επιθυμεί το νόστο περισσότερο από τη δόξα από μια ενδεχόμενη νίκη στην Τροία, η οποία όμως θα επισφραγισθεί με το θάνατό του και ο τραγικός ήρωας το γνωρίζει (ολιγόζωος).
Στη συνέχεια ο Φοίνικας παίρνει το λόγο προσπαθώντας να τον μεταπείσει και απευθυνόμενος στο συναίσθημα ότι τον έχει σαν παιδί του και ότι τον διάλεξε ο πατέρας του να τον διδάξει τον έξοχο λόγο και τη φρόνηση, κοντά στη δύναμή του, στοιχεία πολύ σημαντικά για την κατάκτηση της κοινής γνώμης. Αναφέρεται, ακόμη, στην έμμεση υποχρέωσή του ως γέροντα και δασκάλου του να τον σώσει από κακό θάνατο και επιμηκύνει το λόγο αναφερόμενος σε μυθολογικά παραδείγματα μήπως λειτουργήσουν ως πρότυπα μίμησης ή αποφυγής. Ο Αχιλλέας απορρίπτει πάλι την πρεσβεία και του προτείνει να φύγουν μαζί για την πατρίδα. Ακολουθεί η τρίτη προσπάθεια από τον Αίαντα στο όνομα της φιλίας τους, στο όνομα όλων των Δαναών που τον τιμούν και από σεβασμό στην κατοικία του όπου τους φιλοξενεί. Ο Αχιλλέας αναφέρεται πάλι στην ατίμωση που του έγινε, αλλά υποχωρεί κάπως λέγοντας ότι θα βγει μόνον αν ο Έκτωρ φτάσει μπροστά στη σκηνή του, δηλαδή δεν απειλεί πάλι με φυγή. Έτσι, υπάρχει μια ένδειξη σταδιακής υποχώρησης. Η εμμονή στην «μήνιν» μπορεί να κατανοηθεί σε σχέση με την ανδρεία και την τιμή, καθώς, όπως επισημαίνει ο Finley (45) «η κάθε αξία, η κάθε απόφαση, η κάθε πράξη και όλες οι ικανότητες και κλίσεις αποβλέπουν στο να προσδιορίσουν την τιμή ή να την πραγματώσουν. Ούτε η ίδια η ζωή δεν μπορούσε ν΄ αποτελέσει εμπόδιο σ΄ αυτήν την επιδίωξη. Οι ομηρικοί ήρωες αγαπούσαν βέβαια τη ζωή με πάθος […]. Μολαταύτα και η ζωή ακόμη έπρεπε να υποταχτεί στην τιμή».
Ο Αχιλλέας στο λόγο του εστιάζει την προσοχή στην προσβολή της τιμής του, έστω και αν όλα τα μέλη της πρεσβείας τον ανυψώνουν ως τον καλύτερο όλων, γιατί όπως λέγουν μόνον αυτός μπορεί να σώσει τους Δαναούς από τον εχθρό. Ο Αχιλλέας αναφέρεται στην έννοια της τιμής και όχι τόσο στην ίδια τη Βρισηίδα. Η Βρισηίδα ήταν αυτή ήταν που του άρπαξε ο Αγαμέμνονας και η αξία της αντλείται σε σχέση με τον ήρωα Αχιλλέα (η θέση της γυναίκας στον πόλεμο). Αξίζει να σχολιασθεί η στάση και η πράξη του Αγαμέμνονα- κίνησε τον Τρωικό πόλεμο για την τιμή του αδελφού του-αρπαγή της Ελένης- και η θέση του Αχιλλέα σε σχέση με τη δική του τιμή με την αρπαγή από τον Αγαμέμνονα της Βρισηίδας, που ήταν πολεμικό λάφυρο γι΄ αυτόν και που την αγαπούσε. Έχομε πέρα από την τιμή την αναζήτηση της δικαιοσύνης μέσα από δικαιο- ή αδικο- πραξίες στο πλαίσιο μιας ισότιμης στάσης και πράξης.
Τελικά, η τιμή είναι εκείνη που κρατάει έξω από τη μάχη τον Αχιλλέα, αλλά η φιλία, η τιμή και το φιλότιμο είναι εκείνα, που θα τον οδηγήσουν πάλι στη μάχη και κατά συνέπεια στο θάνατο.
3. Σύνοψη-προτάσεις
Συνοψίζοντας και συνδέοντας όσα προηγήθηκαν με το θέμα της εισήγησης, με τον τίτλο ως παρακειμενικό στοιχείο που σημαίνει και καθοδηγεί το κυρίως κείμενο, μπορούμε να πούμε ότι τα ομηρικά έπη ως μάθημα και μάθηση είναι αστείρευτη πηγή ανθρωπιάς και ψυχαγωγίας με την αρχαία σημασία της λέξης. Ο Όμηρος συμβάλλει στην αυτογνωσία μας, αυτός για πρώτη φορά κατόρθωσε να δημιουργήσει λέξεις απλές και περιεκτικές, κατάλληλες για θεωρητικό στοχασμό και φιλοσοφία, όπως είναι: η αλήθεια, η γενναιότητα, η φιλοπατρία, η αιδώς, η δικαιοσύνη, η τιμή και η ελευθερία, έννοιες που δεν δωρίζονται αλλά κερδίζονται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Όμηρος θεωρήθηκε κατά τον Φιλόδημο (46) δάσκαλος της ηθικής ζωής.
Επίσης, θεωρώ ότι τα ομηρικά έπη μπορούν να δώσουν στο σύγχρονο άνθρωπο της Ε.Ε. και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας παιδεία (47), μπορούν να τον κρατήσουν σε εγρήγορση πνεύματος, να τον παρακινήσουν στο «κρίνειν», στην επιδίωξη του μέτρου, στο σεβασμό της περιουσίας του άλλου, στο σεβασμό της γενιάς (48), στην κατανόηση και το σεβασμό των ντόπιων και πανανθρώπινων αξιών. Γιατί ο αναγνώστης των Ομηρικών επών δεν πληροφορείται μόνο, αλλά ευαισθητοποιείται και μπολιάζεται με ατομικές και συλλογικές αξίες που κάποιες είναι διαχρονικές όπως είναι: οι οικογενειακές σχέσεις (49) (συζυγική ομιλία Έκτορος Ανδρομάχης (50), αναγνώριση Οδυσσέα-Πηνελόπης κ.ά.), η πατρική αγάπη (αναφορές Οδυσσέα, Αχιλλέα στους πατέρες τους, η παρουσία του Πρίαμου κ.ά.), η μητρική αγάπη (Θέτις-Αχιλλέας, Πηνελόπη-Τηλέμαχος, Εκάβη-Έκτορας), η αξία του διαλόγου (51), η αποδοχή της ετερότητας (θαυμασμός Αχιλλέα από Πρίαμο, αναγνώριση της αξίας του Έκτορα από Αχαιούς), η προβολή της ειρηνικής ζωής (περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα, παρουσίαση της «ουτοπικής» κοινωνίας στη χώρα των Φαιάκων) και οι εικαστικές ευαισθησίες ως τέχνη και τεχνική που αποτελούν θέμα μιας άλλης εισήγησης.
Συνοψίζοντας την προσφορά των Ομηρικών επών στο σύγχρονο άνθρωπο και την κοινωνία δεν μπορώ παρά να αναφερθώ στον P. Bourdieu (52), που κάνει λόγο για το πολιτισμικό κεφάλαιο της οικογένειας, που συνεκβάλλει στη σχολική αγορά και τη ζωή. Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε τόσο η οικογένεια όσο και το σχολείο θα πρέπει να στραφούν στα Ομηρικά έπη ως σχολικό και εξωσχολικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Επιπρόσθετα η διδασκαλία των ανθρωπιστικών μαθημάτων δεν θα πρέπει να παρουσιάζει το σύγχρονο έλλειμμα στα σχολεία, ιδιαίτερα με την απουσία του Επιτάφιου του Περικλή ως μάθηση για όλους τους μαθητές της γ΄ Λυκείου, που ως αυριανοί πολίτες θα έχουν ανάγκη να επικοινωνήσουν με τη θουκυδίδεια νηφαλιότητα και πολιτική σκέψη.
Συνεπώς, αν καλλιεργώντας τη φιλαναγνωσία στρέψουμε τους μαθητές στη μελέτη των Ομηρικών επών, όπου θα ανακαλύψουν «παγκόσμιες ανθρώπινες καταστάσεις και συναισθήματα» (53), τότε πέρα από την αισθητική απόλαυση μπορεί να βρουν παραμυθία στη ζωή τους και στα αδιέξοδά τους διαβάζοντας όχι μόνον Όμηρο, αλλά και Θουκυδίδη (Επιτάφιο του Περικλή), Σολωμό, Καβάφη, Ελύτη, Παπαδιαμάντη και άλλους παλιούς και σύγχρονους δημιουργούς.
Βιβλιογραφία
1. Adkins Arthur, Merit and Responsibility, A Study in Greek Values, Oxford at the Clarendon Press, 1st print 1960.
2. Αναστασιάδη Στ., Η διδασκαλία των Ομηρικών Επών, έκδ. 2η, εκτ. Γιαχούδη-Γιαπουλή, Θεσσαλονίκη 1977.
3. Αναστασίου Γ., «Οι Συνελεύσεις στο έπος», Έρανος, Πρακτικά Θ΄ Συνεδρίου για την Οδύσσεια, επιμ. Μ. Παϊζη-Αποστολοπούλου Μ., Ιθάκη 2001, τυπογραφείο Φ. Λένη.
4. Βλάχος Γ., Πολιτικές Κοινωνίες στον Όμηρο, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981.
5. Bourdieu Pierre, Νοστιμον Ήμαρ, μετφρ. Θ. Γιαλκέτσης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
6. Edwards M. W., Όμηρος, ο ποιητής της Ιλιάδος, μτφρ. Β. Λιαπής-Ν. Μπεζαντάκος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001.
7. Γιατρομανωλάκης Γιώργης, «Ιλιάδος Σ(οπλοποιϊα)», Ποίηση, τεύχος 21, Αθήνα Άνοιξη-Καλοκαίρι 2003.
8. Γκράμσι Α., Λογοτεχνία και Εθνική Ζωή, μτφρ. Χρ. Μαστραντώνης, εκδ, Στοχαστής, Αθήνα 1981.
9. Δουλαβέρας Αρ., «Ο Γνωμικός Λόγος στην Ιλιάδα και το ιδεολογικό του περιεχόμενο», Ανάτυπο από τιμητικό αφιέρωμα στον καθηγητή Μ.Γ. Μερακλή, Παν/μια Αθηνών-Ιωαννίνων, Αθήνα 2002.
10. Delebecque Ed., Ο Τηλέμαχος και η Δομή της Οδύσσειας, μτφρ. Ξ. Οικονομοπούλου, εκδ. βιβλιοπωλείο Α. Πούντζα, Αθήνα 1966.
11. Dodds E.R., Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκη, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1977.
12. Fierents-Gevaert, H., Esthètique et Philosophie de l’Art, imp. Polleunis & Ceuterick, Bruxelles 1903-4.
13. Finley M.I., Ο Κόσμος του Οδυσσέα, μτφρ.Σ.Μαρκιανού, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα1954.
14. Gigante Marcello, «Η Οδύσσεια στην Πομπηία και το Ερκολάνο», Ομηρικά, Η ΄Συνέδριο για την Οδύσσεια 1996, επιμέλεια Παϊζη-Αποστολοπούλου Μ., τυπογρ. Σπ. Λένη, Ιθάκη 1998.
15. Glotz Gust., Η Ελληνική «Πόλις», μτφρ. Αγνή Σακελλαρίου, ΜΙΕΤ., Αθήνα 1989.
16. Homeri Opera, Odysseae Libros, Oxonii, printed in G.B. 1957, tomus I, ΙΙ, ΙΙΙ. IV.
17. Homeri Opera, Iliadis Libros I-XII, ed. Tertia, Oxford Classical Texts, ed. Tertia, 1963.
18. Jaeger Werner, Paideia the Ideals of Greek Culture, vol I, translated from the German to English by G. Highet, Oxford University Press, 2nd ed. Oxford, New York, 1965.
19. Κακριδή-Κομνηνού Όλγα, Σχέδιο και Τεχνική της Ιλιάδας, Βιβλιοθήκη του Φιλολόγου, αρ. 6, χωρίς εκδ. οίκο, Αθήνα 1977.
20. Κακριδή Ελένη, Η Διδασκαλία των Ομηρικών Επών, (βιβλίο του καθηγητή), ΟΕΔΒ, Αθήνα 1988.
21. Κακριδής Ι., Το Μήνυμα του Ομήρου, εκδ. Εστία, 2η έκδ., Αθήνα 1999.
22. Κακριδής Ι., Ομηρικές Έρευνες, γ΄ έκδ. βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα 1984 και Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊική Παράδοση, β΄ έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1979 και ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΑ, γ΄ έκδ. Η βιβλιοθήκη του Φιλολόγου, δ/νση Ι.Θ. Κακριδή, Αθήνα 1961.
23. Κακριδής Ι., Ομηρικά Θέματα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1998 και Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο, 2η έκδ. εκδ. Εστία, Αθήνα 1999.
24. ΚΕΝΤΡΟ ΟΔΥΣΣΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΟΜΗΡΙΚΑ 1996, Μ. Παϊζη-Αποστολοπούλου, Ιθάκη 1998 και ΕΡΑΝΟΣ 2000, επιμ. Μ. Παϊζη-Αποστολοπούλου, Ιθάκη 2001.
25. Latacz, G., Ο Όμηρος, ο θεμελιωτής της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. Ευήνα Σιστάκου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2002.
26. Μαρωνίτης Δ., Έκτορος και Ανδρομάχης Ομιλία, εκδ. Διάττων, Αθήνα 1994.
27. Μαρωνίτης Δ., Ομηρικά Μεγαθέματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1999.
28. Μαρωνίτης Δ., Αναζήτηση και Νόστος του Οδυσσέα, τρίτη έκδ. εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1980.
29. Page Denys L., Η Ομηρική Οδύσσεια, μτφρ. Κρίτων Πανηγύρης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1970.
30. Παπαθανασόπουλος Α., Ανθρωπιστική Παιδεία, 2η έκδ., Τυπογραφείο Αργυρόπουλου-Ζουμαδάκη, Αθήνα 1980
31. Πανούσης Ι., «Θρήνοι ηρώων στην Ιλιάδα», Φιλολογική, τεύχος 78, Αθήνα 2002.
32. Πόλκας Λάμπρος, «Από το τραγούδι στη διήγηση», Φιλόλογος, τεύχος 111, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2003 και «Σκηνές νυχτερινής έντασης στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια», Φιλόλογος, τεύχος 108, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002.
33. Πολυλάς Ιακ., Ομήρου Ιλιάδα, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2001.
34. Ρεγκάκος Α., «Αφηγηματικότητα, διακειμενικότητα, αυτοαναφορικότητα. Η νέα ερμηνεία της Οδύσσειας», Φιλόλογος, τεύχος 110, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002-3.
35. Ricœr Paul, Η Ζωντανή Μεταφορά, μτφρ.Κ. Παπαγιώργης, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1996.
36. Romilly J., -Vernant Jean-Pierre, Αγαπάμε τα Αρχαία Ελληνικά, φιλολ. επιμέλεια Α. Στέφος, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2002.
37. Σαμαρά Μ., «Η έννοια «ύβρις» στα Ομηρικά έπη», Τα Εκπαιδευτικά, τεύχος 15, Αθήνα 1989.
38. Σίδερης Ζ., Ομήρου Οδύσσεια, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1992.
39. Tadié Jean-Yves, Η Κριτική της Λογοτεχνίας των Εικοστό Αιώνα, μετφρ.Ι.Βασιλαράκης, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2001.
40. Τοντόροφ Τσετάν, Ποιητική, μτφρ. Αγγ. Καστρινάκη, εκδ. Γνώση, Αθήνα1989.
41. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ, Αφιέρωμα ΙΣΤ΄ Σεμινάριο Ομηρικής και Οδυσσειακής Φιλολογίας, ΠΕΦ, Δήμος Ιθάκης, Αύγουστος 2001, Μνήμη Ε.Ι. Κακριδή, τεύχος 78, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, Μάρτιος 2002.
42. Vidal-Naquet Pierre, Ο κόσμος του Ομήρου, μτφρ. Α. Κεφαλά, εκδ. Εξάντας-Νήματα, Αθήνα 2002.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Σύμβουλος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Εισήγηση στο 30ο συνέδριο της ΠΕΦ, 20-22 Νοέμβρη 2003)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Latacz, G., Ο Όμηρος, ο θεμελιωτής της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. Ευήνα Σιστάκου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2002, σελ.35
(2) Τοντόροφ Τσετάν, Ποιητική, μτφρ. Αγγ. Καστρινάκη, εκδ. Γνώση, Αθήνα1989, σελ.119.
(3)Γκράμσι Α., Λογοτεχνία και Εθνική Ζωή, μτφρ. Χρ. Μαστραντώνης, εκδ, Στοχαστής, Αθήνα 1981, σελ.23.
(4) Adkins Arthur, Merit and Responsibility, A study in Greek Values, Oxford University Press, 1960, 1965,1970, p.29, 34-38, 83, 156-7, 209.
(5) Dodds E.R., Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκη, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1977, σ.34.
(6) Homeri Opera, Oxonii, printed in G.B. 1957, tomus I, Α 158.
(7) Edwards M., Όμηρος, ο ποιητής της Ιλιάδος, μτφρ. Β. Λιαπής-Ν. Μπεζαντάκος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001, σελ.210.
(8) Μαρωνίτης Δ., Ομηρικά Μεγαθέματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1999, σελ.165-172.
(9) Fierents-Gevaert, H., «Les poètes sont les premiers savants, les premiers moralists, les premiers historiens, les premiers philosophes» και «Peintres et sculpteurs s’ inspirent des poètes. Influence d’Homère, de Dante sur l’ art», Esthètique et Philosophie de l’Art, imp. Polleunis & Ceuterick, Bruxelles 1903-4, p.14, 50.
(10) Κακριδής Ι.,Το Μήνυμα του Ομήρου, εκδ. Εστία, 2η έκδ., Αθήνα 1999, σελ.16
(11) Tadié Jean-Yves, Η Κριτική της Λογοτεχνίας των Εικοστό Αιώνα, μετφρ.Ι.Βασιλαράκης, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα2001, σελ.237.
(12) Tadié Jean-Yves, ό.π. σελ.237.
(13) Μαρωνίτης Δ., Έκτορος και Ανδρομάχης Ομιλία, εκδ. Διάττων, σελ.21, ραψ. Ζ, στιχ.454-548
(14) Βλάχος Γ., Πολιτικές Κοινωνίες στον Όμηρο, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981, σελ.21.
(15) Homeri Opera, Oxonii, printed in G.B. 1957, tomus III ( ζ 25).
(16) Σίδερης Ζ., ΟΕΔΒ, Αθήνα 1992, (ζ 25).
(17) Jaeger Werner, Paideia the Ideals of Greek Culture, vol I, translated from the German to English by G. Highet, Oxford University Press, 2nd ed. Oxford, New York, 1965, σε.7 και Dodds E.R., Οι Έλληνες και το παράλογο, ό.π. σελ.34.
(18) Σίδερης Ζ., ό.π. ζ 332
(19) Vidal-Naquet Pierre, Ο κόσμος του Ομήρου, μτφρ. Α. Κεφαλά, εκδ. Εξάντας-Νήματα, Αθήνα 2002, σελ.53.
(20) Adkins Arthur, Merit and Responsibility, A Study in Greek Values, Oxford at the Clarendon Press, 1st print 1960, σελ.23, 29, 133 και Μαρωνίτης Δ., Αναζήτηση και Νόστος του Οδυσσέα, τρίτη έκδ. εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1980, σελ.92-97.
(21) Homeri Opera, Oxonii, printed in G.B. 1957, tomus III, α 7-9.
(22) Homeri Opera, ό.π. β94,99
(23) Σίδερης Ζ., ό.π. σ 269-70
(24) Dodds E.R., ό.π., σσ.29-30.
(25) Homeri Opera, Oxonii, printed in G.B. 1957, tomus III, β85-89, 93-94, 128.
(26) Μαρωνίτης Δ.,Ομηρικά Μεγαθέματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1999, σελ.84
(27) Homeri Opera, ό.π. τόμος 4ος, τ136-137.
(28) Latacz, G., ό.π. σελ.13-15.
(29) Πανούσης Ι., «Θρήνοι ηρώων στην Ιλιάδα», Φιλολογική, τεύχος 78, Αθήνα 2002, σελ.43-50.
(30) Βλάχος Γ., Πολιτικές Κοινωνίες στον Όμηρο, εκδ.ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981, σελ. 155.
(31) Dodds E.R., ό.π., σσ. 22-23.
(32) Πολυλάς Ιακ., Ομήρου Ιλιάδα, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2001, σελ.50, Α526.
(33) Homeri Opera, Iliadis Libros I-XII, ed. Tertia, Oxford Classical Texts, ed. Tertia, 1963, Λ142.
(34) Δουλαβέρας Αρ., «Ο Γνωμικός λόγος στην Ιλιάδα και το Ιδεολογικό του περιεχόμενο», Ανάτυπο, Τα ιμητικό Αφιέρωμα στον καθηγητή Μ.Γ. Μερακλή, ΘΗΤΕΙΑ, Παν/μια Αθηνών- Ιωαννίνων, Αθήνα 2002.
(35) Πολυλά Ιακ. ό.π. σελ. 468
(36) Edwards M.W., Όμηρος ο ποιητής της Ιλιάδος, μετφρ. Βάιος Λιαπής, Ν. Μπεζαντάκος, εκδ. Καρδαμίτσα, σελ.121-127.
(37) Βλάχος Γ., Πολιτικές Κοινωνίες στον Όμηρο, εκδ.ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981, σελ.49
(38) Edwards M.W., Όμηρος ο ποιητής της Ιλιάδος, μετφρ. Βάιος Λιαπής, Ν. Μπεζαντάκος, εκδ. Καρδαμίτσα, σελ.432-435.
(39) Romilly J., -Vernant Jean-Pierre, Αγαπάμε τα Αρχαία Ελληνικά, φιλολογική επιμέλεια Α. Στέφος, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2002, σελ.156-157.
(40) Homeri Opera, ό.π. τόμος 10ος, Α456.
(41) Κακριδή-Κομνηνού Όλγα, Σχέδιο και Τεχνική της Ιλιάδας, Βιβλιοθήκη του Φιλολόγου, αρ. 6, χωρίς εκδ. οίκο, Αθήνα 1977, σελ.84-95
(42) Adkins Arthur, Merit and Responsibility, A study in Greek Values, Oxford University Press, printed in 1970, p. 31-33, 71,157.
(43) Πολυλάς Ιάκωβος, Ομήρου Ιλιάδα, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2001, ραψωδία Ι 196-198.
(44) Edwards M.W., Όμηρος ο ποιητής της Ιλιάδος, μετφρ. Βάιος Λιαπής, Ν. Μπεζαντάκος, εκδ. Καρδαμίτσα, σελ.207-209, 216.
.(45) Finley M.I., Ο Κόσμος του Οδυσσέα, μτφρ.Σ.Μαρκιανού, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα1954, σελ.142.
(46) Gigante Marcello, «Η Οδύσσεια στην Πομπηία και το Ερκολάνο», Ομηρικά, Η΄Συνέδριο για την Οδύσσεια 1996, Ιθάκη 1998, τυπογρ. Σπ. Λένη, επιμέλεια Παϊζη-Αποστολοπούλου Μ., σελ.365.
(47) Jaeger Werner, ό.π. σελ.35-43.
(48)Αναστασιάδη Στ., Η διδασκαλία των Ομηρικών Επών, έκδ. 2η, εκτ. Γιαχούδη-Γιαπουλή, Θεσσαλονίκη 1977, σελ 23-29.
(49) Dodds E.R., ό.π. σελ.45.
(50) Μαρωνίτης Δ., Έκτορος και Ανδρομάχης Ομιλία, εκδ. Διάττων, Αθήνα 1994, σελ.19-25, 63-66.
(51) Αναστασίου Γ., «Οι Συνελεύσεις στο έπος», Έρανος, Πρακτικά Θ΄ Συνεδρίου για την Οδύσσεια, επιμ. Μ. Παϊζη-Αποστολοπούλου Μ., Ιθάκη 2001, τυπογραφείο Φ. Λένη, σελ. 49.
(52) Bourdieu Pierre, Νοστιμον Ήμαρ, μετφρ. Θ. Γιαλκέτσης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σελ.151
(53) Edwards M., ό.π. σελ.48.
http://www.ithacanews.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.