Κατάγεται από την Γευγελή της Βόρειας Μακεδονίας, την κατεχόμενη από βουλγάρους Ελληνική πόλη.
«Δεν υπήρξε ποτέ Μακεδονία των Σκοπίων. Η Μακεδονία ήταν πάντοτε ελληνική. Αλλά το παράξενο είναι το εξής: Οτι ενώ τα Σκόπια ομιλούν περί «Μακεδονίας» εμείς δυστυχώς -και το τονίζω το δυστυχώς- δεν ομιλούμε για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες βρίσκονται σήμερα στη Γιουγκοσλαβία. Δεν ομιλούμε για τη
Γευγελή, για τη Δοϊράνη, το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα - πόλεις
κατ’ εξοχήν ελληνικές. Συνεπώς, εμείς είμαστε οι φταίχτες περισσότερο παρά αυτοί».
Γευγελή, για τη Δοϊράνη, το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα - πόλεις
κατ’ εξοχήν ελληνικές. Συνεπώς, εμείς είμαστε οι φταίχτες περισσότερο παρά αυτοί».
Η νοσταλγία του Γ.Βαφόπουλου για τη Γευγελή
Ο Γιώργος Βαφόπουλος,
ο μεγάλος ποιητής της Θεσσαλονίκης.
Ο πνευματικός άνδρας που με τους στίχους και τις ιδέες του «φρεσκάρισε την πραγματικότητα και έδωσε μια νέα πνοή στις ποιητικές αναζητήσεις», σύμφωνα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ο ποιητής Βαφόπουλος με τη σύντροφό του Αναστασία
δημιούργησαν και το Πνευματικό Κέντρο (Βαφοπούλειο) προσφέροντας στη Θεσσαλονίκη μία όαση πολιτισμού.
Όταν σκεφτόμαστε τον ποιητή Βαφόπουλο δεν μπορεί κανείς να μη μεταφερθεί νοερά στη γενέθλια πόλη του Βαφόπουλου, τη Γευγελή, που τόσο πολύ την αγάπησε και την ύμνησε. Και για την οποία, μέχρι τα βαθιά του γεράματα, ήταν πλημμυρισμένος από νοσταλγία για τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής του, τα χρόνια της παιδικής αθωότητας.
Μακραίωνη ιστορία
Ο Βαφόπουλος στο έργο του, καμαρώνει για την Γευγελή, με την μακραίωνη ιστορία, που την αναφέρουν στα κείμενά τους ο Ηρόδοτος και ο Θουκιδίδης, καθώς υπήρξε μια σημαντική πόλη της Παιονίας. Και όπως μας πληροφορεί στο «Πάθος», τον πρώτο τόμο του πεντάτομου έργου του «Σελίδες αυτοβιογραφίας», που είναι μία προσωπική εξομολόγηση αλλά και μία εκπληκτικά δοσμένη εξιστόρηση της ίδιας της ιστορικής διαδρομής στη Μακεδονία του 20ου αιώνα, το όνομα της Γευγελής έχει προέλευση ακόμη από την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα δε με μία εκδοχή, προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη Ζεύγλη που σημαίνει ζευγολατιό, δηλαδή τσιφλίκι ή αγροτικό συνοικισμό.
Η Γευγελή που υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνισμού στην Κεντρική και Βόρεια Μακεδονία, είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανάσταση του 1821, με το ανταρτικό σώμα που είχε σχηματίσει στην περιοχή ο καπετάν Θανάσης Καπετανόπουλος από τη Ράδινα του Τίκφες, με βοηθούς του τους Βασίλειο Βάνδο από το Λέσκοβο και τον Γεώργιο Ρογκότη από τη Λαγκαδιά. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός που είχε προκληθεί στους Γευγελιώτες η Εθνεγερσία του 1821, ώστε οι Οθωμανικές αρχές, φοβούμενες εξάπλωση της επαναστατικής έξαψης και στην υπόλοιπη Βόρεια Μακεδονία, μετέφεραν και εγκατέστησαν στην περιοχή της Γευγελής πολλούς Τούρκους Γιουρούκηδες η Κονιάρηδες που κατάγονταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, ώστε να αποτελούν κυματοθραύστη απέναντι στο ελληνικό στοιχείο.
Έχοντας κατακλυσθεί από αγάπη για τον τόπο που πρωτοείδε το φως της ζωής, ο ποιητής αναφέρεται στην ανάπτυξη της Γευγελής, όταν γύρω στα 1890, η σιδηροδρομική γραμμή που ένωσε τη Θεσσαλονίκη με τα Σκόπια αρχικά και στη συνέχεια με την κεντρική Ευρώπη, πέρασε από το άλλοτε μικρό χωριό, αλλάζοντας τη μοίρα του. Μεταμορφώνοντάς το, πολύ σύντομα, σε ένα αστικό κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και βοηθώντας να αξιοποιηθούν και να αναπτυχθούν τα βασικά προϊόντα της πλούσιας κοιλάδας του Αξιού, που ήταν τα καπνά και τα κουκούλια.
Η δραστήρια ελληνική κοινότητα |
Η πτώχευση του 1893 και ο πόλεμος του 1897
Ήταν η εποχή που το επίσημο ελληνικό κράτος εγκλωβισμένο στις συνέπειες της πτώχευσης του 1893 και του οδυνηρού πολέμου του 1897, αλλά και απορροφημένο από τους κομματικούς ανταγωνισμούς, δεν μπορούσε να συλλάβει τους κινδύνους της βουλγαρικής επιβουλής και την αναγκαιότητα του Μακεδονικού Αγώνα.
Στην περιφέρεια της Γευγελής, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Μακεδονία, ο ελληνισμός είχε δοκιμάσει κατά τα έτη 1901-1904 με όλους τους τρόπους τους κατατρεγμούς του βουλγαρικού κομιτάτου, ενώ οι δολοφονηθέντες Έλληνες υπερέβαιναν τους 140. Στο πάνθεο των μαρτύρων, βρίσκεται η δασκάλα Αικατερίνη Χατζηγεωργίου, η οποία κάηκε ζωντανή στις 14 Οκτωβρίου 1914, μαζί με άλλους πέντε συγχωριανούς της, μέσα στο σπίτι της, στο χωριό Γκρήτσιστα της Γευγελής, από Βούλγαρους κομιτατζήδες οι οποίοι ήθελαν να τη διώξουν από την περιοχή, ώστε να πάψει να διδάσκει στα παιδάκια την ελληνική γλώσσα.
Για τον άλλο παππού του, τον πατέρα της μητέρας του, που είχε γεννηθεί ψηλά στις όχθες του Αξιού, στην μικρή τότε πολιτεία Βελεσσά, ο Βαφόπουλος διηγείται τη ζωή του που λες και ήταν βγαλμένη από παραμύθι. Καθώς ξεκίνησε ως ένας φτωχός μεροκαματιάρης ξυλοκόπος, που με μεγάλη δυσκολία κατόρθωνε να θρέψει την οικογένειά του, για να εξελιχθεί σε σπουδαίο έμπορο ξυλείας που την έφερνε από την Αυστρία για να εφοδιάσει όλες τις αγορές της βόρειας Μακεδονίας. Όλα αυτά βέβαια, μετά και την ανακάλυψη ενός κρυμμένου θησαυρού, ενός πιθαριού με χρυσάφι που είχαν παραχώσει στη γη κάποιοι ληστές.
Μαθαίνουμε ακόμη από τον Βαφόπουλο και για την κοινωνική ζωή στην παλιά Γευγελή. Για τις βραδινές βεγγέρες, με τους χορούς και τα αστεία, που γινόταν στίβος συναγωνισμού και όπου χορευόταν η μαζούρκα, η πόλκα και το βαλς. Κατά κύριο λόγο, στις συναθροίσεις αυτές, τραγουδούσαν οι νέες γυναίκες και συνόδευαν το τραγούδι τους οι νέοι άντρες με τα μαντολίνα. Ένας Ιταλός δάσκαλος της μουσικής που είχε ξεπέσει στην πολιτεία, είχε καταφέρει να βγάλει καλούς μαθητές.
Τεχνίτης μοναδικός της αφήγησης, ο Γιώργος Βαφόπουλος περιγράφει και τα καρναβάλια που γίνονταν στην παλιά Γευγελή, και ήταν από τα πιο οργανωμένα, μαζί με της Θεσσαλονίκης σε όλη τη Μακεδονία. Αλλά επίσης, το πώς απέκτησε την αγάπη για τα βιβλία, καθώς και τα πρώτα του ποιητικά σκιρτήματα. Ενώ ακόμη αναφέρει και το μεγάλο σηροτροφείο που διατηρούσε ο πατέρας του σ΄αυτή εδώ την μικρή Μακεδονική πόλη. Με τον μεταξόσπορο, που παρήγε, να τον στέλνει και στα 50 χωριά της περιφέρειας, προκειμένου να γίνουν τα φημισμένα κουκούλια Γευγελής.
Η Αστική Σχολή Γευγελής
Η Αστική Σχολή της Γευγελής, στην οποία φοίτησε ο κατοπινός ποιητής, ήταν από τα καλύτερα και σίγουρα το πιο μοντέρνο σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Είχε χτισθεί πάνω στα έξοχα σχέδια του αρχιτέκτονα από τη Στρώμνιτσα, Μητρέτζου, με την πλούσια χορηγία ενός μεγάλου εθνικού ευεργέτη από την Ήπειρο, του απόδημου Έλληνα στη Ρωσία, μεγαλέμπορου Αναστάσιου Τσούφλη. Το σχολείο της Γευγελής, σύμφωνα με την περιγραφή του Βαφόπουλου, ήταν το πιο μοντέρνο και το καλύτερα εξοπλισμένο της εποχής του, διαθέτοντας εκτός από τα πλούσια όργανα της εποπτικής διδασκαλίας και μουσικά όργανα, καθώς και γυμναστήρια, τόσο για το «αρρεναγωγείο», όσο και για το «παρθεναγωγείο», που λειτουργούσαν στα δύο πατώματα του κτιρίου, αλλά σε ξεχωριστές αυλές..
Ο εννιάχρονος τότε Γιώργος Βαφόπουλος, συγκλονίζεται, όταν στις 30 Οκτωβρίου 1912, τέσσερις μέρες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, δύο ευζωνικά τάγματα μπαίνουν θριαμβευτικά στη Γευγελή. Και όπως περιέγραψε: «Η υποδοχή που είχε γίνει στους ευζώνους ήταν κάτι παραπάνω από παραλήρημα. Ποτέ δεν είχε αποθεωθεί έτσι στρατός, όπως τη μέρα εκείνη στη Γευγελή. Πέντε μήνες οι κάτοικοι της πατρίδας μου είχαν ζήσει μέσα σ΄ένα όνειρο ευδαιμονίας. Οι απλοϊκοί εκείνοι ορεσίβιοι της Ακαρνανίας, που συγκροτούσαν τα δυό ευζωνικά τάγματα, στη συνείδηση των συμπατριωτών μου είχαν αναχθεί σε μικρές θεότητες. Τόση ήταν η λατρεία προς τους ευζώνους, ώστε όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά γι΄αυτούς. Γινόταν συναγωνισμός, ποιος πρώτος θα έπαιρνε στο σπίτι του κι΄από έναν αξιωματικό» τόνιζε ο ποιητής.
Οδυνηρό ξύπνημα
Δυστυχώς για τους κατοίκους της Γευγελής το όνειρο της ελευθερίας αποδείχθηκε απατηλό και το ξύπνημα ήταν οδυνηρό, όταν στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους άλλους συμμάχους, ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να αποσυρθεί πέρα από τη γραμμή που ορίζει σήμερα τα βόρεια ελληνικά σύνορα, καθώς η Γευγελή είχε επιδικασθεί στους Σέρβους.
Οι ανέμελες όμορφες μέρες, θα διακοπούν βίαια, όταν στην περιοχή θα ηχήσουν τα κανόνια του Πρώτου και στη συνέχεια του Δεύτερου Βαλκανικού πολέμου, εξαναγκάζοντας μεταξύ των άλλων τους Έλληνες της περιοχής να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες και να πάρουν το δρόμο της αναγκαστικής προσφυγιάς, αφήνοντας τα πάντα πίσω τους. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ποιητής, «ήταν τόσος ο καϋμός, ώστε κανένας από το σπίτι μας, ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα, ούτε τα αδέλφια μου, ούτε κανένας άλλος συγγενής δεν είχαν τη δύναμη να την ξαναδούν καταστραμμένη». Όμως ο Βαφόπουλος, ύστερα από σαράντα ακριβώς χρόνια, το 1955, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι του στην Ευρώπη, σταμάτησε στη Γευγελή για να ξαναδεί τον τόπο της παιδικής του ευτυχίας. Χωρίς δυστυχώς να μπορέσει να προσκυνήσει στον τάφο του παππού του, καθώς είχε καταστραφεί.
Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη του για την πόλη όπου γεννήθηκε, ώστε το ποίημά του που γράφτηκε για τη Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε κάλλιστα να το είχε συνταιριάξει για τη Γευγελή:
…στ' άτονα βλέφαρά σου, που θα τα βαραίνει η οδύνη,
προσπάθησε μ' αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος….
προσπάθησε μ' αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος….
Ο Γεώργιος Βαφόπουλος γεννήθηκε στη Γευγελή, ως δευτερότοκος γιος του Θωμά Βαφόπουλου και της Ρούλας, το γένος Δεμερτζή και είχε 5 αδέρφια από οικογένεια λογίων και Μακεδονομάχων. Αποφοίτησε από την αστική σχολή Γευγελής και μετά το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, όταν η οικογένειά του εκπατρίστηκε, έζησε στηνΈδεσσα, το Φανό, Κιλκίς και τη Γουμένισσα. Το 1917, η οικογένειά του μετακόμισε στηΘεσσαλονίκη, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο (1923). Τη χρονιά αυτή, μετέβηκε στηνΑθήνα, όπου εγγράφηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Γ. Χατζιδάκη. Τελικά, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του γιατί έπασχε από φυματίωση και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 1924. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη παραμονή του στην Αθήνα.
Η πρώτη του προσπάθεια να γράψει ποιήματα ήταν σε ηλικία 15 ετών, όταν έπλεξε ένα έμμετρο εγκώμιο στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το 1921 δημοσιεύει τα ποιήματά του:
- Γυναίκα, στο περιοδικό "Σφαίρα", και
- Ελεγείο στους Αδικοσκοτωμένους, στο περιοδικό "Νουμάς"
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα (1923-1924) γνωρίστηκε με τονKωστή Παλαμά και με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Το 1927 εμφανίστηκε πρώτη φορά, επίσημα, στο λογοτεχνικό περιοδικό «Nέα Eστία», μετά από εισήγηση του Κωστή Παλαμά.
Η Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος, σε συνεργασία με το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, διοργανώνει επετειακή εκδήλωση τιμής για το έπος της 28ης Οκτωβρίου .
Μετά την επιστροφή του, στη Θεσσαλονίκη, το 1924 ανέλαβε, από κοινού με τον Κώστα Κόκκινο, τη διεύθυνση του περιοδικού "Μακεδονικά Γράμματα". Aπό τότε συνεργαζόταν με περιοδικά και εφημερίδες, όπου δημοσιεύονταν ποιήματα, διηγήματα και άρθρα του. Διορίστηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης το 1932, όπου το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης. Υπήρξε διευθυντής της έως το 1963. Στη Γερμανική κατοχή, αποσπάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Γιώργο Θέμελη, με τους οποίους συνδέθηκε στενά. Επίσης το διάστημα αυτό, συνδέθηκε με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, το Στέλιο Ξεφλούδα, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Τέλλο Άγρα, και άλλους λογοτέχνες. Μετά από πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου, το 1951, ταξίδευσε στην Αγγλία, για να μελετήσει τη λειτουργία των Βρετανικών βιβλιοθηκών. Υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού "Μακεδονικές Ημέρες". Διατέλεσε Γενικός Γραμματέας του πρώτου Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης (1944) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964-1967). Υπήρξε επίσης, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1980), επίτιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (1988), μέλος της επιτροπής απονομής λογοτεχνικών βραβείων του Δήμου Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του διαγωνισμού Μαρίας Ράλλη, αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, μέλος της επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1966) και μέλος της επιτροπής απονομής συντάξεως στους λογοτέχνες (1973),
Το 1924 γνωρίστηκε με την Ανθούλα Σταθοπούλου, την οποία παντρεύτηκε το 1931. Κλήθηκε να υπηρετήσει στο Α΄ Σύνταγμα Αθηνών, το 1925 αλλά απαλλάχτηκε από τη θητεία του ένα χρόνο αργότερα, καθώς έπασχε από φυματίωση. Το 1931 ταξίδεψε στοΆγιο Όρος. Το 1935 πέθανε η σύζυγός του. Το 1938 ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ελβετία. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με την Αναστασία Γερακοπούλου, την οποία και παντρεύτηκε το 1946. Το 1954 πέθανε ο πατέρας του, που είχε τυφλωθεί το 1939 σε ατύχημα. Το καλοκαίρι του 1955 επέστρεψε για λίγο στη Γιουγκοσλαβία, όπου επισκέφτηκε τον τάφο του παππού του. Το 1957 ταξίδευσε στις Η.Π.Α.. Το καλοκαίρι του 1962 πέθανε η μητέρα του. Ακολούθησαν πολλά ταξίδια του, στην Αυστρία, τηΡουμανία, τη Βουλγαρία, το 1967. Τη χρονιά αυτή, καθώς και την επόμενη, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε όλη την Ελλάδα. Επίσης, το 1968 ταξίδευσε σεΒέλγιο, Ολλανδία και Γερμανία, το 1969 στην Ιταλία, το 1970 στην Ισπανία και το 1973 στη Σκανδιναβία. Το 1974 επισκέφτηκε την Κύπρο. Την ίδια χρονιά έπαθε βαριά καρδιακή προσβολή.
Έχει τιμηθεί με τον Α΄ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), με το Αριστείο του Δήμου Θεσσαλονίκης (1963), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1967), με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη τηςΑκαδημίας Αθηνών (1972)
Η γιορτή της Ελευθερίας: Έκθεση φωτογραφίας στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο Θεσσαλονίκης |
Το 1983 με δωρεά του ποιητή και της Αναστασίας ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Η νέα Δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης υπήρξε όραμα του Γιώργου Βαφόπουλου.
Πέθανε στη Θεσσαλονίκη, μετά από δίμηνη νοσηλεία σε κλινική της πόλης.
Tο συγγραφικό και ποιητικό έργο του Γιώργου Βαφόπουλου είναι πλουσιότατο. Μέσα σε αυτό, απεικονίζεται η ζωή της πόλης επί Tουρκοκρατίας και ως τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, με πάρα πολλά στοιχεία. Eνα από αυτά τα έργα είναι και η τελευταία μελέτη του Tο παραμύθι της Θεσσαλονίκης, το οποίο έγραψε το 1993. Ξεκίνησε από το νεοσυμβολισμό και την ανανεωμένη παράδοση, με επιρροές από τον Παλαμά, τονKαβάφη, τον Mποντλέρ και τον Kαρυωτάκη. Στράφηκε αργότερα με την Προσφορά, προς τους νέους εκφραστικούς τρόπους, σχεδόν ταυτόχρονα με το κίνημα του υπερρεαλισμού, χωρίς να παρακολουθεί τα συνθήματά του. H ποιητική του φυσιογνωμία σχηματίστηκε μέσα στην τελευταία πενταετία του μεσοπολέμου και το σημαντικότερο μέρος του έργου του το έδωσε έπειτα από τον πόλεμο και την Kατοχή.
Σημαντικότερα έργα του:
- Tα ρόδα της Mυρτάλης, 1931, ποιητική συλλογή
- H Mεγάλη Nύχτα και το Παράθυρο, 1959, ποιητική συλλογή
- Eπιθανάτια και Σάτιρες, 1966, ποιητική συλλογή
- Tα Eπιγενόμενα, 1966, ποιητική συλλογή
- Aπό το 1970 ώς το 1975 εξέδωσε το τετράτομο έργο του Σελίδες Aυτοβιογραφίας, το οποίο συμπλήρωσε με τον πέμπτο τόμο το 1991.
- "Βαφόπουλος Γεώργιος", Λυγίζος Μήτσος
- "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3" Αθήνα, Χάρη Πάτση
- "Βαφόπουλος Γεώργιος", Παπαγεωργίου Κώστας
- "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2" Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984
- "Βίος και έργα του Γ.Θ.Βαφόπουλου", Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Νεά Εατία 143, 1η-15/4/1998, ετ.ΟΒ΄, αρ.1698-1699, σ.446-456
- Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.
- "Άρθρο του Σάκη Αποστολάκη", εφημερίδα "Θεσσαλονίκη", 17/9/1996.
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Διαβάστε επίσης:
ΟΙ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Έλληνες του Μοναστηρίου (Βιτώλειον–Μπιτόλια)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.