ΟΙ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Γ. Η ΓΕΥΓΕΛΗ
Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΕΙΔΟΜΕΝΗ
Ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνισμού έως το 1912
1900. Tο Τσουφλίδιον ελληνικόν σχολείον Γευγελής. |
Το όνομα Γευγελή αποτελεί παραφθορά της βυζαντινής λέξης Ζεύγλη που σημαίνει ζευγολατιό.
Η κατεχόμενη από Βουλγάρους πόλη Γευγελή βρίσκεται πολύ κοντά στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα.
Η ΕΙΔΟΜΕΝΗ
H Ειδομένη είναι ένα χωριό της Ελλάδος, κοντά στα σύνορα της χώρας με την κατεχόμενη
από βουλγάρους Βόρεια Μακεδονία.
Ανήκει διοικητικά στο Δήμο Παιονίας της Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς (μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση «Καλλικράτης»), ενώ παλαιότερα άνηκε στο Δήμο Αξιούπολης
(μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση «Καποδίστριας»).
Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 65 μέτρων, στις παρυφές ενός λόφου με την ονομασία «Κουρί». Βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Αξιού, και πλησίον των συνόρων. Το χωριό είναι συνυφασμένο με το σιδηροδρομικό σταθμό, ο οποίος αποτελεί τον πρώτο σιδηροδρομικό σταθμό που συναντάει ο ταξιδιώτης εισερχόμενος στην Ελλάδα από τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι κάτοικοι της Ειδομένης είναι Μακεδόνες ντόπιοι, άλλα και πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν το 1922 προερχόμενοι από την Ανατολική Θράκη. Η παλαιότερη ονομασία του χωριού ήταν «Σέχοβο» ή «Σέοβο», η οποία αντικαταστάθηκε με την υπάρχουσα σημερινή το 1936, βασισμένη στην ομώνυμη αρχαία πόλη, που βρίσκονταν ακριβώς στην απέναντι όχθη του Αξιού.
Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι Σεχοβίτες εξεγέρθηκαν κατά των
Οθωμανών με πρωτεργάτη τον Ζαφείριο Σταματιάδη, ο οποίος αργότερα πολέμησε στη Νότια Ελλάδα. Σπουδαία υπήρξε και η προσφορά των Σεχοβιτών κατά το Μακεδονικό Αγώνα, με κυριότερους αγωνιστές, τους Γεώργιο Σταματιάδη, το γιο του Ζαφείριο Σταματιάδη Παπαζαφειρίου, τους εγγονούς του Γεώργιο Παπαζαφειρίου Σταματιάδη και Γρηγόριο Παπαζαφειρίου Σταματιάδη, καθώς και τον Στυλιανό Κοβάτση.
Ο ιερέας παπα-Ζαφείριος Σταματιάδης ήταν αγωνιστής της Μακεδονίας στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, γεννημένος στο Σέχοβο (Ειδομένη) Παιονίας του νομού Κιλκίς. Υπήρξε πρωτεργάτης του ξεσηκωμού της γενέτειράς του.
Γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στο Σέχοβο (Ειδομένη) Παιονίας του νομού Κιλκίς. Με την έναρξη της επανάστασης στρατολογήθηκε στα σώματα της γειτονικής Γευγελήςπου επέφεραν μεγάλες απώλειες στα Οθωμανικά στρατεύματα που έσπευσαν στην περιοχή. Μετά την καταστολή της εξέγερσης από τους Οθωμανούς και την καταστροφή του Σεχόβου (Ειδομένης), έσπευσε στον Όλυμπο ώστε να καταταχθεί στο σώμα τουΜήτρου Λιακόπουλου που ξεκινούσε τότε για τη Χαλκιδική. Εκεί, τον Ιούλιο του 1821συμμετείχε σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων. Τον ίδιο μήνα έσπευσε και ο γενικός στρατηγός των Ολυμπιακών στρατευμάτων Διαμαντής Νικολάου. Ο Ζαφείριος Σταματιάδης συμμετείχε σε όλες τις εκστρατευτικές επιχειρήσεις του Διαμαντή Νικολάου σε Νάουσα, Κολινδρό, Καστανιά, Σκιάθο, Σκόπελο και Εύβοια. Συνέχισε τον αγώνα έως το 1823, χρονιά που ο Διαμαντής Νικολάου αποσύρθηκε στη Σκόπελο. Στη συνέχεια επέστρεψε στο κατεστραμμένο ήδη Σέχοβο, όπου χειροτονήθηκε ιερέας, τηρώντας την οικογενειακή παράδοση και εντρύφησε στην αναδιοργάνωση του χωριού.
Γιος του ήταν ο Μακεδονομάχος, παπα-Γεώργιος Σταματιάδης και εγγονός του, οΜακεδονομάχος και δάσκαλος παπα-Ζαφείριος Σταματιάδης Παπαζαφειρίου.
Η Ειδομένη, αρχαία πόλη Πελαγονική όπως δηλώνει και το όνομά της, οφείλει την ονομασία της πιθανόν στον ιδρυτή της ή στην Ειδομένη, κόρη του Φέρητος (ή Βέρητος)γιου του Μακεδόνα.
Η θέση της αρχαίας πόλης, χωρίς να υπάρχει απόλυτη ταύτιση όπως αυτή της Ευρωπού, ήταν δεξιά (δυτικά) του ποταμού Αξιού απέχουσα 53 μίλια από τη Θεσσαλονίκη, λίγο βορειότερα από τη σημερινή πόλη της Γευγελής.
Κατελήφθη πρώτα από τους Παίονες, οι οποίοι ανάγκασαν τους Πελαγόνες να μεταναστεύσουν δυτικότερα, και συγκαταλέχθηκε στην Αμφαξίτιδα Παιονία.
Αργότερα εποικίσθηκε από Κρήτες αποίκους που με αρχηγό τον Βόττωνα μετανάστευσαν στη Μακεδονία και αποτέλεσε μέρος της Βοττιαίας. Στη Βοττιαία, και ειδικότερα στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Πάικου, υπήρχαν οι πόλεις με ελληνικό χαρακτήρα, από βορρά προς νότο, Ειδομένη, Γορτυνία, Αταλάντη, Ευρωπός.
Ενσωματώθηκε στο Μακεδονικό κράτος μετά την κατάκτηση της περιοχής επί βασιλείας Αμύντα του Α’ στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.
Κυριεύθηκε με έφοδο - «Ειδομένη μεν κατά κράτος» - από τον Σιτάλκη, βασιλιά των Οδρυσσών Θρακών, στην αρχή του χειμώνα του 429 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν ο Οδρύσσης βασιλιάς εκστράτευσε εναντίον του Μακεδόνα βασιλιά Περδίκκα του Β’ με μεγάλο εκστρατευτικό σώμα, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης παραδίδοντάς μας την πρώτη γραπτή ιστορική αναφορά για την Ειδομένη. Η εκπόρθηση δε, της πόλης, προϋποθέτει ότι ήταν οχυρωμένη με τείχη.
Ο Αρχέλαος, που διαδέχθηκε στο θρόνο τον πατέρα του Περδίκκα (414-399 π.Χ.), ανασυγκρότησε το κράτος των Μακεδόνων και ανοικοδόμησε τις πόλεις (που είχαν καταστραφεί), πιθανόν μεταξύ αυτών και την Ειδομένη.
Η Ειδομένη, πόλις Μακεδονίας με εθνικό όνομα Ειδομένιος, ήταν κύριος σταθμός της μακεδονικής οδού προς την κοιλάδα του Δούναβη και τόπος συγκέντρωσης των δυνάμεων του Μεγαλέξανδρου κατά την εκστρατεία του εναντίον των Περσών.
Δεν ταυτίζεται με την πόλη Ιδομεναί, που βρισκόταν βορειότερα και ανατολικά του Αξιού ποταμού, η οποία απέκτησε σπουδαιότητα όταν αναπτύχθηκε το σύστημα των ρωμαϊκών δρόμων. Στην περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας η Ειδομένη ανήκει διοικητικά στην Γ’ μερίδα της Μακεδονίας, όπως και η Ιδομεναί, με πρωτεύουσα την Πέλλα.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, τον 6ο μ.Χ. αιώνα, αναφέρεται μεταξύ των άλλων και η πόλις Ιδομένη να ανήκει στην επαρχία της Α’ Μακεδονίας που περιελάμβανε 31 πόλεις με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη.
Μετά από 2-3 αιώνες, όταν έγινε η διοικητική οργάνωση σε θέματα, η Ιδομένη αναφέρεται να ανήκει στο θέμα της Μακεδονίας και στην πρώτη από τις τρεις επαρχίες του, με την ίδια, όπως και στην προηγούμενη, διοικητική διαίρεση. Δεν είναι σίγουρο όμως αν η Ιδομένη των βυζαντινών χρόνων ήταν η Ειδομένη ή η Ιδομεναί.
Η ΓΕΥΓΕΛΗ
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στην Γευγελή υπήρχε σημαντική ελληνική κοινότητα με σχολείο, ναούς κ.α.
Η οικονομική ευμάρεια της ελληνικής κοινότητας της επέτρεψε να ιδρύσει ευαγή ιδρύματα και σχολεία. Πριν την Επανάσταση του 1821 υπήρχαν δύο ελληνικά σχολεία που ονομάζονταν «Μακεδονική Φάλαγγα» και «Τσούλφειος Σχολή». Υπήρχαν επίσης και οι φιλανθρωπικές οργανώσεις με την ονομασία «Αδελφότης Κυριών» και «Αδελφότης Ελληνίδων Κυριών».
"Φιλόπτωχος Αδελφότης Γευγελής - 1904"
(Στη φωτογραφία αναγράφονται: Η πρώτη Εθνική Οργάνωσις
του Μακεδονικού Αγώνος 1903 - 1909 Γευγελής υπό το ψευδώνυμον
"Φιλόπτωχος Αδελφότης Γευγελής 1904")
Η πόλη υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνισμού έως το 1912. Οι κάτοικοι της περιοχής Γευγελής συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821. Οι Γευγελιώτες συμμετείχαν επίσης, στη Μακεδονική επανάσταση του 1878, ζητώντας επίμονα οπλισμό από το Ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης.
Μετά την Επανάσταση του 1821, η οθωμανική διοίκηση μετέφερε μουσουλμανικούς πληθυσμούς από την Ανατολία για να δημιουργήσει φιλικούς προς αυτής πληθυσμιακούς θύλακες. Στις αρχές του 20ου αιώνα η πόλη είχε 10.000 κατοίκους από τους οποίου 6-7.000 ήταν Έλληνες. Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1902, στη Γευγελή με τα 25 χωριά της κατοικούσαν 17.700 Έλληνες ορθόδοξοι, 17.500 μουσουλμάνοι και 8.100 Βούλγαροι εξαρχικοί.
Στις αρχές του 20ου αιώνα στην πόλη λειτουργούσαν 5 ελληνικά σχολεία, 1 οθωμανικό και 1 βουλγαρικό. Το 1903 εγκαινιάζεται το κτίριο της «Αστικής Σχολής Γευγελής» με πρώτο διευθυντή τον Στρωμνιτσιώτη εκπαιδευτικό Ιωάννη Κωνσταντινίδη.
Κατά το Μακεδονικό Αγώνα, ο Δημοσθένης Κύρου συντονίζε και οργάνωνε την άμυνα των Ελλήνων σε όλη την περιοχή. Στη Γευγελή επίσης, ενεργοποιήθηκαν τα σώματα των Χρήστου Δέλλιου και Σίμου Μάλιου.
Γευγελιώτης ήταν ο Γεώργιος Βαφόπουλος, ο ποιητής "της Μακεδονίας".
Γευγελιώτης είναι και ο καλαθοσφαιριστής και Βουλευτής της Ν.Δ. Γιάννης Ιωαννίδης.
Πληθυσμιακά στοιχείατης Γευγελής από ένα Βούλγαρο και ένα Έλληνα την δεκαετία
του 1910.
Ο D.M. Brankoff γραμματέας του βουλγαρικού εξαρχάτου δεν κάνει καμιά αναφορά στην παρουσία Μουσουλμάνων ούτε Σέρβων αλλά αθιγγάνων αποκαλώντας όλους τούς εξαρχικούς Βουλγάρους το 1905, ενώ ο Παναγιώτης Χαλκιόπουλος Επίτροπος και αυτός της Ιεράς Συνόδου αλλά και δικαστικός και μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας αναφέρεται και σε εξαρχικούς, Σέρβους και Μουσουλμάνους.
Αριθμός
|
%
| |
Σύνολο
|
4.287
|
100
|
Βούλγαροι
|
1.840
|
42,90
|
Πατριαρχικοί
|
2.255
|
52,60
|
Τσιγγάνοι
|
90
|
2,10
|
Ουνίτες
|
30
|
0,70
|
Βλάχοι
|
72
|
1,70
|
Πηγή: D.M. Brankoff
| ||
Αριθμός
|
%
| |
Σύνολο
|
5.289
|
100
|
Πατριαρχικοί
|
2.305
|
43,60
|
Εξαρχικοί
|
1.600
|
30,30
|
Μουσουλμάνοι
|
1.200
|
22,70
|
Σέρβοι
|
143
|
2,70
|
Ουνίτες
|
14
|
0,15
|
Βλάχοι
|
27
|
0,55
|
Πηγή Χαλκιόπουλος
| ||
Η κατάληψη της Γευγελής από τους Σέρβους σηματοδότησε το τέλος της ακμής της. Η καταπίεση συνεχίστηκε και κατά τη γιουγκοσλαβική περίοδο. Το 1947 οι αρχές εκτόπισαν τους Σαρακατσάνους σε απόσταση 160 χιλιομέτρων από τα σύνορα.
Με σχετικό νόμο όρισαν ως ποινικό αδίκημα το να πλησιάζουν τα σύνορα σε απόσταση μικρότερη των 70 χιλιομέτρων.
Το 1963-68, περίπου 4.000 Σαρακατσάνοι, μεγάλο μέρος των οποίων καταγόταν από τη Γευγελή, εκδιώκεται για την Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Νέο Κορδελιό Θεσσαλονίκης.
Oι σημερινοί βλάχοι της Γευγελής πήραν μέρος, στο 28ο Αντάμωμα των Βλάχων, στην Καλαμπάκα, τον Ιούνιο του 2012. Ο Ελληνισμός ξυπνά πάλι μέσα τους. Το ακατάβλητο
θάρρος και η αγωνιστικότητα της Ελληνικής φυλής στο τέλος θα νικήσουν.
Χρήστος Δέλλιος
Μακεδονομάχος από την Γευγελή
Ο οπλαρχηγός Χρήστος Δέλλιος "Ζαχαροπλάστης" σε ώριμη ηλικία Ο Χρήστος Δέλλιος
(ή Δέλλιου) ή Ζαχαροπλάστης ήταν Έλληνας Μακεδονομάχοςοπλαρχηγός και πρόκριτος από τη Γευγελή.
Ο Χρήστος Δέλλιος γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στη Γευγελή. Κατάγονταν από επιφανή οικογένεια της Γευγελής, και αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους προκρίτους της πόλης. Ο Χρήστος Δέλλιος ασκούσε το επάγγελμα του ζαχαροπλάστη στην πόλη της Γευγελής, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο "Ζαχαροπλάστης". Με τη σύζυγό του Μαρία Μόσχου του Αθανασίου απέκτησε τέσσερα παιδιά (Βασίλειος, Αναστασία, Βικτωρία που έζησαν στην Ελλάδα - Θεσσαλονίκη και Κορυφή Ημαθίας, και έναν γιο με το πιθανό όνομα Αντώνιος, του οποίου η τύχη αγνοείται μετά την μετοίκησή του στην Νότιο Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα).
Οι Ρώσοι αξιωματικοί Σβίρκυ και Πετσώφ που ανέλαβαν την εποπτεία της περιοχής
Γευγελής (μετά τις μεταρρυθμίσεις της Πύλης και τη διεθνή διαμεσολάβηση), προωθούσαν την πανσλαβιστική πολιτική. Η φιλοβουλγαρική στάση του Τούρκου καϊμακάμη Γευγελής
Ραμίζ εφέντη (που εντυπωσίαζε ακόμα και τους Ευρωπαίουςδιπλωμάτες), είχαν καταστήσει την περιοχή (μαζί με την περιοχή Δοϊράνης) στα μέσα του 1901, άντρο 4.000 περίπου, ενόπλων Βουλγάρων κομιτατζήδων. Το 1898σημειώθηκαν μαζικές δολοφονίες Ελλήνων προκρίτων και ιερέων από τοΒουλγαρικό κομιτάτο στη Γευγελή, ενώ το 1899 δολοφονήθηκε ο ιατρός Δημήτριος Κυβερνίδης, στέλεχος του Ελληνισμού. Λόγω της εντεινόμενης Βουλγαρικής βίας στην περιοχή της Γευγελής, ο Χρήστος Δέλλιος ίδρυσε το 1902 τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα.
Ο δάσκαλος Ιωάννης Πίτσουλας από τη Ναύπακτο, κρεμασμένος
από το ένοπλο σώμα του Βούλγαρου Αποστόλ Πετκώφ, σε ένα δέντρο έξω από τη Γουμένισσα
Η Φιλόπτωχος Αδελφότητα της Γευγελής οργανώθηκε στα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας και ενώ φαινομενικά εμφανίζονταν στις Οθωμανικές αρχές ως φιλανθρωπικό ίδρυμα, δρούσε κρυφά ως ένοπλος πυρήνας προκειμένου να αντιμετωπίσει τις Βουλγαρικές βιαιότητες (δολοφονίες, καταστροφές οικιών και καταστημάτων, απόσπαση χρημάτων κ.α.). Ο Χρήστος Δέλλιος μύησε στην αδελφότητα σημαντικούς και ικανούς Γευγελιώτες. Τα αρχικά στελέχη ήταν ο Αθανάσιος Αρβανίτης, ο Γεώργιος Τσολάκης, ο Χαρίσιος Χατζηζαφειρίου και ο Βασίλειος Σιωνίδης. Για να οργανώσει την ένοπλη ομάδα ο Χρήστος Δέλλιος φρόντισε να προμηθευτεί οπλισμό με ιδίους πόρους. Η πολιτοφυλακή αυτή, υπό την ηγεσία του Χρήστου Δέλλιου, έδρασε στην πόλη της Γευγελής και στα περίχωρά της και κατάφερε να αποτρέψει τη συνέχιση των δολοφονιών κατά των στελεχών του Ελληνισμού της περιοχής από μέρους τουΒουλγαρικού κομιτάτου. Έτσι ο Ελληνισμός της πόλης κατάφερε να διασωθεί έως ότου το Ελληνικό κράτος απέστειλε προς βοήθεια της τοπικής άμυνας, έμπειρους και εκπαιδευμένους αξιωματικούς για την προάσπιση των Ελληνικών πληθυσμών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε στην Κορυφή Ημαθίας όπου καλλιεργούσε τα χωράφια που του παραχώρησε το Ελληνικό κράτος, μετά την παρασημοφόρησή του στις 7 Μαΐου 1938.
BOTTIAIA KAI ΠAIONIA
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΓΕΥΓΕΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΙΔΟΜΕΝΗΣ
Η ΒΟΤΙΑΙΑ
Τον 12ο αιώνα π.Χ. η περιοχή της Παιονίας και Αμφαξίτιδας κατοικήθηκε από Κρήτες, που ονομάστηκαν Βοττιαίοι, λόγω του οικιστή Βόττωνα. Οι Βοττιαίοι ίδρυσαν, στην περιοχή την Αταλάντη (σημερινή Αξιούπολη), τη Γόρτυνα (σημερινή Γοργόπη) και την Ειδομένη.
Η ΠΑΙΟΝΙΑ
Η περιοχή της Παιονίας πήρε το τοπωνύμιό της από τους αρχαίους κατοίκους της. Ισχυρότατη Θρακική φυλή, υποδιαιρούμενη σε πολλές μικρότερες φυλές : Σιροπαίονες, Γρααίοι, Λαιαίοι, Παίοπλες, Παναίοι. Κατοικούσαν βόρεια της Δοϊράνης λίμνης, και στις δύο όχθες του Αξιού ποταμού. Προς Βορρά συνόρευαν με τους Δαρδανούς και τους Αρδιαίους Θράκες, εκτείνονταν ανατολικά μέχρι την Πρασιάδα λίμνη και πέρα από το Στρυμόνα ποταμό μέχρι το Παγγαίο όρος.
Κατά τους ιστορικούς, την παλαιά εποχή, οι Παίονες είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της σημερινής Νότιας Μακεδονίας την Κρηστωνίδα, τη Μυγδονία και μέρος της Χώρας των Αγριάνων (ιππομάχων=Πομάκων) μέχρι το Παγγαίο όρος. Είχαν εκστρατεύσει προς Ανατολάς μέχρι την Πέρινθο (Σημερινή πόλη Ηράκλεια της Ανατ. Θράκης). Συμμάχησαν με τους Αθηναίους αλλά και τους πολέμησαν υπό τον Φίλιππο Β ως σύμμαχοι και ηττημένοι το 355-354 π.Χ.
Βασιλείς των Παιόνων: Άγις, (σύγχρονος του Φιλίππου ο οποίος επιτέθηκε στους Παίονες μετά το θάνατο του Άγη), Λύγκειος 359-340 π.Χ., Πατράος 340-315 π.Χ., Αυδολέων, υιός του Πατράου, 315-286 π.Χ., ο Αρίστων υιός του Αυδολέοντα και ο Δροπίων 279 π.Χ. υιός του Δέοντα.
Το όνομα Παίονες (κατά τον Παυσ.Ε,1) επικράτησε από τον Παίωνα, υιό του Ενδυμίωνα (εραστή της Σελήνης) από την Αρκαδία, ο οποίος Παίων απομακρύνθηκε στην πάνω από τον Αξιό Χώρα όταν ηττήθηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες από τον αδελφό του Επειό. Πόλεις των Παιόνων : Αμυδών, Αρχαιότατη Θρακική πόλη μνημονευόμενη από τον Όμηρο καθώς και πηγή της Αία που έχυνε τα διαυγέστατα νερά της στον Αξιό ποταμό. Αργότερα ονομάστηκε Αβυδών. και καταστράφηκε από την οικογένεια Αργεαδών. Από την Αμυδώνα ήρθαν οι Παίονες στον Τρωικό πόλεμο ως σύμμαχοι των Τρώων. Πύδνα (Στράβ. Ζ 330).
Παιονικές πόλεις:
Δόβηρος ή Δόβειρα: Αρχαία Θρακική πόλη που έκτισαν οι Δόβηρες μεταξύ των ποταμών Αξιού και Εχεδώρου, περί τη σημερινή Δοϊράνη (Β.Πλ 40ο,45-Α.μ.46ο,40)
Το 429 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Σιτάλκη, βασιλιά των Οδρυσών Θρακών στον αγώνα κατά του Περδίκκα των Μακεδόνων (Θουκιδ. Β, 99). Καταστράφηκε από τους Βουλγάρους και στη θέση της κτίστηκε η Δοϊράνη (Αχ. Σαμοθράκης Θρ. Λεξ.163)
Το 429 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Σιτάλκη, βασιλιά των Οδρυσών Θρακών στον αγώνα κατά του Περδίκκα των Μακεδόνων (Θουκιδ. Β, 99). Καταστράφηκε από τους Βουλγάρους και στη θέση της κτίστηκε η Δοϊράνη (Αχ. Σαμοθράκης Θρ. Λεξ.163)
Βυλαζώρα: Μεγάλη αρχαία Θρακική πόλη στη Χώρα των Παιόνων σε δεσπόζουσα θέση των διόδων του Αξιού, φρούριο κατά των Δαρδανών. (σημερινά κατεχόμενα από βουλγάρους Βελεσά).
Κίσσος: Πανάρχαια Θρακική πόλη, πλησίον της Χαλάστρας και της Αινεία, πατρίδα του ήρωα του Τρωικού πολέμου Ιφαδάμαντα τον οποίο ( κατά τον Όμηρο) ο παππούς του Κισσεύς ανέθρεψε στη Θράκη. Το 315 π.Χ. καταστράφηκε από τον Κάσσανδρο των Μακεδόνων και οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη που είχε κτιστεί στην επίσης καταστραφείσα πόλη των Θρακών «Θέρμαι»
Γαρήσκος παρά τον ποταμό Εχέδωρο, μία εκ των 26 πόλεων που κατάστρεψε ο Κάσσανδρος για να εποικήσει τη Θεσσαλονίκη.
Στυβάρα (πλησίον του ποταμού Ερίγωνα που χύνεται στον Αξιό), Γορτύνιον, Στόβοι, Βύζαμος. Αναφέρεται ως Παιονική και η πόλις Σίρις (Σέρρες) ενώ αλλού αναφέρεται ως πόλις των Οδομάντων.
Επίσης ως Παιονική αναφέρεται και η πόλις Σκούποι (Σκόπια) ενώ αλλού αναφέρεται ως πόλη των Δαρδανών μάλλον για τον ίδιο λόγο.
Οι Παίονες μνημονεύονται από τον Όμηρο ως σύμμαχοι των Τρώων, με αρχηγό τον Πυραίχμη (Ιλιάς, Β 848) «…που οδηγούσε τους Παίονες με τα κυρτά τόξα, μακριά από την Αμυδόνα, από τον πλατύ Αξιό…» και στην συνέχεια, μετά τον θάνατο του Πυραίχμη από το δόρυ του Πατρόκλου (Π 284-293), τον γιο του Ίππασου, Απισάονα, (Ρ 347-351) «…τον κυβερνήτη του στρατού, που είχε έλθει από την εύφορη Παιονία…», ο οποίος σκοτώθηκε από τον Λυκομήδη. Βασιλιάς τους ήταν ο Αστεροπαίος, ο γιος του Πηλεγόνα, που τον γέννησε ο Αξιός. Ο Αστεροπαίος θα βρεί τον θάνατο από τον Αχιλλέα, όπως και άλλοι Παίονες που αναφέρονται ονομαστικά: Θερσίλοχος, Μύδων, Αστύπυλος, Μνήσος, Θράσιος, Αίνιος και Οφελέστης (Φ 139-212).
Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι, Ε΄ 1 και 12-17 Ζ΄ 113, 124) αναφέρει τους Παίονες ως κατοίκους της βόρειας περιοχής μεταξύ του Αξιού και του Στρυμόνα, καθώς και τα παιονικά φύλα των Αγριάνων, Λαιαίων, Παιόπλων, Σιριοπαιόνων και Δοβήρων.
Ο Στράβων (Γεωγραφικά, Ζ΄ αποσπ. 4 και 38) τους ταυτίζει με τους Πελαγόνες, τονίζοντας μάλιστα ότι οι Παίονες παλαιότερα λέγονταν Πελαγόνες και συσχετίζει το όνομα του πατέρα του Αστεροπαίου, του Πηλεγόνα, με τους Πελαγόνες (Πηλεγόνας-Πελαγόνας), ενώ αναφέρει και την άποψη ότι οι Παίονες θεωρούνται άποικοι Φρυγών ή σύμφωνα με άλλους, αρχηγοί τους. Σε άλλο όμως σημείο (Ζ΄ απόσπασμα 11) τους θεωρεί Θράκες.
Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι, Ε΄ 1 και 12-17 Ζ΄ 113, 124) αναφέρει τους Παίονες ως κατοίκους της βόρειας περιοχής μεταξύ του Αξιού και του Στρυμόνα, καθώς και τα παιονικά φύλα των Αγριάνων, Λαιαίων, Παιόπλων, Σιριοπαιόνων και Δοβήρων.
Ο Στράβων (Γεωγραφικά, Ζ΄ αποσπ. 4 και 38) τους ταυτίζει με τους Πελαγόνες, τονίζοντας μάλιστα ότι οι Παίονες παλαιότερα λέγονταν Πελαγόνες και συσχετίζει το όνομα του πατέρα του Αστεροπαίου, του Πηλεγόνα, με τους Πελαγόνες (Πηλεγόνας-Πελαγόνας), ενώ αναφέρει και την άποψη ότι οι Παίονες θεωρούνται άποικοι Φρυγών ή σύμφωνα με άλλους, αρχηγοί τους. Σε άλλο όμως σημείο (Ζ΄ απόσπασμα 11) τους θεωρεί Θράκες.
ΠΑΤΡΑΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΠΑΙΟΝΙΑΣ 340 – 315 π.Χ.
ΑΡΓΥΡΟ ΤΕΤΡΑΔΡΑΧΜΟ 25 mm (12,88 γραμμαρίων).
|
Τέλος, ο Θουκυδίδης (Ιστορία, Β΄ 96) αναφέρει τα παιονικά φύλα των Αγριάνων και Λαιαίων ως υπηκόους του βασιλιά των Οδρυσών, του Σιτάλκη.
Η νεώτερη έρευνα δεν έχει καταλήξει ακόμη οριστικά στο ζήτημα της καταγωγής των Παιόνων. Άλλοι τους θεωρούν Θράκες (βλ. Λεξικό Ελληνικής Αρχαιολογίας), άλλοι Ιλλυριούς (βλ. R. A. Crossland - Cambridge Ancient History, Vol. III part 1, σελ. 837), ενώ τελευταίως υποστηρίζεται η φρυγική καταγωγή των Παιόνων (βλ. Λεξικό Π-Λ-Μπ).
Κατά τον N. G. L. Hammond (Macedonian State, σελ. 40) οι Παίονες δεν ήσαν Ιλλυριοί ούτε Θράκες και φυσικά ούτε Έλληνες, αφού μιλούσαν μια διαφορετική γλώσσα από τους λαούς αυτούς. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει (βλ. C.A.H. Vol. III. part 3, σελ. 278-279) ότι οι Παίονες εκτόπισαν τους Ιλλυριούς και εξαπλώθηκαν σε μεγάλες εκτάσεις μεταξύ των ετών 750-530 π.Χ.
Αργυρό νόμισμα Παιόνων με την ΕΛΛΗΝΙΚΗ επιγραφή ΑΥΔΩΛΕΟΝ[ΤΟΣ] |
ΟΙ ΠΑΙΟΝΕΣ ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ
Μια επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή Τίκβες του κράτους των Σκοπίων και δημοσιεύθηκε πριν από μια εικοσαετία περίπου, αναφέρεται στον βασιλιά των Παιόνων Δροπίωνα, το γιο του Λέοντος. Η επιγραφή αυτή έχει ως εξής:
«ΔΡΟΠΙΟΝΑ ΛΕΟΝΤΟΣ Π(ΑΤΕΡΑ?)
ΚΑΙ ΜΩΑΝΤΑ
ΒΑΣΙΛΕΑ ΠΑΙΟΝΩΝ
ΤΩΝ Π- ΑΠΕΤΗ»
Η γραφή της επιγραφής, που ήταν στην ελληνική, δεν εντυπωσίασε ιδιαίτερα την ιστορική κοινότητα. Εκείνο, όμως, που ανέτρεπε δεδομένα ήταν η αναφορά της στο βασιλιά της Παιονίας Δροπίωνα!
Ο Δροπίων βασίλευσε περί το 279 π.Χ., και αναφέρεται από τον Παυσανία. Έστησε, μάλιστα, στους Δελφούς, όπως αναφέρει, ως τιμητικό ανάθεμα, μια χάλκινη κεφαλή βίσωνος. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως σύμφωνα με τον Παυσανία οι βίσωνες της περιοχής ήταν ιδιαίτερα δασείς (μαλλιαροί) στο στήθος και στη γενειάδα. (Παυσ. Θ, 21.)
Εντυπωσίασε, λοιπόν, το γεγονός της παρουσίας των Παιόνων στη μετααλεξανδρινή εποχή με ελληνική γραφή και ελληνικά ονόματα. Μέχρι τότε πιστεύονταν πως επρόκειτο για ένα βόρειο και άγριο λαό, σχεδόν βάρβαρο. Ήταν γνωστά, βέβαια, τα Ελληνικά βασιλικά ονόματα των Παιόνων αλλά δεν γνωρίζαμε τίποτε σχετικά με τη γλώσσα και τη γραφή του λαού αυτού.
Οι μαρτυρίες του Ηροδότου, του Στράβωνα, του Παυσανία ή ακόμη και του Θουκυδίδη, δεν ήταν πολύ κολακευτικές για τον λαό αυτόν.
Όταν όμως ανακαλύφθηκε το έτος 1877, στην Ολυμπία, το βάθρο ενός ανδριάντα στο οποίο υπήρχε ανάγλυφη επιγραφή που έγραφε πως είχε στηθεί από το Κοινό των Παιόνων προς τιμή του βασιλιά Δροπίωνα, τότε διασαφηνίστηκε πλήρως πως επρόκειτο για ένα αρχαίο ελληνικό φύλο.
Από την επιγραφή της Ολυμπίας:
“[Δρω]πίωνα Λέοντος [βα]σιλέα Παιόνων [κ]αὶκτίστην τὸ κοινὸν
τῶν Παιόνων ἀνέθηκε ἀρετῆς ἕνεκεν καὶ εὐνοίας τῆςἐς αὐτούς”
τῶν Παιόνων ἀνέθηκε ἀρετῆς ἕνεκεν καὶ εὐνοίας τῆςἐς αὐτούς”
επιβεβαιώνεται πως οι Παίονες συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες στους οποίους έπαιρναν μέρος ΜΟΝΟΝ ΕΛΛΗΝΕΣ.-
Bιβλιογραφία
1. Χρήστος Ανδρεάδης, «Ανέκδοτα έγγραφα των κατοίκων Μεγάροβου και Τύρνοβου», περ. Μακεδονικά, εκδ. Εταιρεία ΜακεδονικώνΣπουδών, τομ. 21.
2. Θεοφύλακτος Αχρίδος, Οι δεκαπέντε μάρτυρες της Τιβεριούπολης, μετάφραση Π. Βλαχάκος, εκδ. Ζήτρος, 2008
3. Παναγιωτοπούλου, Άννα Α., Από τη Θεσσαλονίκη στο Κρούσοβο. Ιδεολογία, οργάνωση, και δράση της Ε.Μ.Ε.Ο. (1893-1903), μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φ.Λ.Σ., Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1993,
4. Κrste Bitoski, Makedonija I knezevstvo Bugarija (1893-1903), Σκόπια, 1977.
5. Douglas Dakin, Ο Ελληνικός αγώνας στην Μακεδονία, εκδόσεις Κυριακίδη, 1993
6. Κωσταντίνος Χολέβας, «Ο ελληνισμός της περιοχής των Σκοπίων», Πρακτικά Α΄Συνεδρίου Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού περιφέρειας Ευρώπης, Λευκωσία, 1997.
7. Σωτηρίου Στέφανος Μειονότητες και αλυτρωτισμός, εκδ. «Ευρωεκδοτική», Αθήνα 1991.
8. Σωτηρίου Στέφανος, Οι βλαχόφωνοι του ευρωπαϊκού και βαλκανικού χώρου, εκδ. «Πελασγός» Αθήνα 1998.
9. Δημήτρης Τσούτσας, κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ο λαός του Αλμυρού», 4 Μαρτίου 2008.
10. Τζινίκου-Κακουλή Αθηνά, Γιατροί στο μακεδονικό αγώνα, εκδ. «Μαίανδρος», Θεσσαλονίκη 1996.
11. Χρυσανθόπουλος Μιχαήλ, Οι Έλληνες στη Βόρειο Μακεδονία, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1997.
12. Andonovski H, Makedonia I Vojvodin (Η Μακεδονία και η Βοϊβοντίνα), Beograd 1959.
13. Popovic Dusan, O Cincrima (Περί Κουτσοβλάχων), Beograd 1927.
14. Terzic Slavenko, Srbja I Grcka 1856-1903 (Η Σερβία και η Ελλάδα μεταξύ 1856-1903»), Sanu, Beograd 1992.
15. Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, Το Κρούσοβο πέρα από την ιστορία και τη μνήμη 1845-1903, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος, 2004
16. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Ο ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία 1904-1908, εκδόσεις Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999.
17. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999.
18. Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, έκδοση ΓΕΣ, 1979.
19. Αλησμόνητες πατρίδες του Ελληνισμού, τόμος: ΣΤ΄ (Άνω Μακεδονία), ιστορική εποπτεία: Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, πολιτιστική εποπτεία: Νικόλαος Μουτσόπουλος, εκδόσεις: Τσιαμπίρης – Πυραμίδα, Θεσσαλονίκη
20. Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Βακαλόπουλος E. Απόστολος, Εκδόσεις Βάνιας, 1992
21. Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894) - Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Εκδοτικός οίκος Αντώνιου Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2004.
22. Ημερησία, 3 Ιουλίου 2012, Το Αντάμωμα των Βλάχων.
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.